Ο τρελοΦαν - Μουσικές Ιστορίες#2

Red Vineyard
 -Nikos G. Mastropavlos-Dionissos

 

Η δεύτερή μας ιστορία, ένα παραμυθένιο διήγημα, είναι εδώ από την Άννα του ΑΤΕΝΙΖΟΝΤΑΣ


Ο τρελοΦαν


    Εκείνο το πρωί, ο γερο- Μιχαήλ, ή τρελοΦαν, όπως τον φώναζαν οι συντοπίτες του, έφτασε ασθμαίνοντας στα παραπήγματα.

    -Να φύγουμε, γρήγορα, να φύγουμε, γρήγορα, κακό έρχεται , δεν πρέπει να μας βρει εδώ, δεν πρέπει να μας βρει εδώ... γρήγορα!

    Η Σιμώνη βγήκε έξω και είδε τους ήδη ταλαιπωρημένους γείτονές της να βρίζουν και να 
αποδιώχνουν τον τρελοΦαν. Εκείνος απτόητος πήγε κοντά της
    
    -Γρήγορα Σιμώνη, γρήγορα Σιμώνη, ετοιμάσου να φύγουμε. Το πρωί να τα έχεις όλα έτοιμα. Θα έλθω να σε πάρω. Και το παιδί... μη ξεχάσεις το παιδί, μη ξεχάσεις το παιδί.
  
    -Μα θα φύγουμε Μιχαήλ, έτσι κι αλλιώς σε τρεις- τέσσερις μέρες, πρέπει να έχουμε αδειάσει τις καλύβες μας, γιατί να βιαστούμε;

    Το βλέμμα του ήταν έντονο. Την κοιτούσε σαν να ήθελε να εισχωρήσει η ματιά του στη ψυχή της να δει αυτό που εκείνος έβλεπε. Δεν μιλούσε, μόνο την κοιτούσε ακίνητος!
Δεν του έφερε αντίρρηση. Βλέπεις, της είχε αποδείξει ότι έπρεπε να πιστεύει αυτές τις τρέλες που έλεγε για το μέλλον, αν και πολλές φορές συγκεχυμένα που δεν έβγαζες νόημα.
Τον καθησύχασε. Τώρα ήξερε ότι θα έφευγε μαζί του. Πώς να αρνηθεί; Από τότε που έμεινε έγκυος και όλοι της γύρισαν την πλάτη, εκείνος ήταν πλάι της. Δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τον είχε στήριγμα, αλλά δεν ένιωθε μόνη όταν οι υπόλοιποι αγρότες την αγνοούσαν.
Έγκυος και ανύπαντρη. Ποιος ήταν ο πατέρας; Δεν το μαρτύρησε ποτέ. Τι να έλεγε εξάλλου; Μόνο ο Μιχαήλ το ήξερε, αλλά πώς; Ούτε αυτό το έμαθε. ''Τα μελλούμενα, τα μελλούμενα'' της έλεγε. Όταν την έπιασαν οι πόνοι της γέννας, εκείνος έφερε τη μαμή και έμεινε κοντά της με το μωρό. Εκείνος τη βοήθησε τις πρώτες ημέρες και εκείνος κρατούσε το παιδί όταν δεν μπορούσε να το πάρει στη δουλειά της. ΄Ηταν φιλότιμος και έκανε ό,τι του ζητούσες. Οι γείτονες απέστρεφαν το βλέμμα.
    Ετοιμάστηκε όλη την ημέρα μαζεύοντας τους μπόγους της και ξεδιαλύνοντας τι θα έπαιρνε μαζί. Ένα ξύλινο καρότσι με μια ρόδα που θα έσπρωχνε εκείνη, θα μετέφερε τον ενός έτους γιο της, μαζί με όσους μπόγους από τα υπάρχοντά τους θα χωρούσαν. Κάνα δυο θα φορτωνόταν στην πλάτη και θα έπαιρνε το δρόμο του ξεριζωμού, τα άλλα θα έμεναν εδώ. Και τρόφιμα μην ξεχάσει, να έχουν για το δρόμο, για το παιδί.
Δεν είχε άλλη επιλογή, κανείς δεν είχε. Όλοι έπρεπε να φύγουν από το τσιφλικάτο που δούλευαν για 10 ολόκληρα χρόνια.
    Την άλλη μέρα πρωί πρωί η 25χρονη πανέμορφη Σιμώνη, με ζεστά ρούχα που δήλωναν την αγροτική της τάξη , με ένα μελαγχολικό βλέμμα που σκίαζε το πράσινο των ματιών της και με ένα παιδί στην αγκαλιά, ήταν έτοιμη περιμένοντας τον Μιχαήλ
Εκείνη την ημέρα πρωί πρωί, ο Μιχαήλ κατέφτασε με ένα κάρο που έσερνε ένα άλογο. Η έκπληξή της ήταν τεράστια.

    -Έλα να φορτώσουμε, να φορτώσουμε, της είπε ο αυτόκλητος προστάτης της.
Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 50 ετών, μα φαινόταν για 70. Ταλαιπωρημένος, με νου πολλές φορές να ταξιδεύει αλλού, να τρέφεται από ελεημοσύνες και να κοιμάται όπου έβρισκε, αλλά ακίνδυνος και έμπιστος, έγινε ο σύντροφός της στο ταξίδι.
Σήμερα όμως ήταν σε εγρήγορση. Δεν της είπε πού βρήκε την άμαξα

    -Δεν πιστεύω Μιχαήλ να την πήρες από κάποιον ε;
Η ματιά του την κοίταξε με οργή. Φοβήθηκε λίγο έτσι που είχε στυλώσει το βλέμμα του επάνω της, μισοκλείνοντας τα μάτια και μεγαλώνοντας οι ρυτίδες που τα αυλάκωναν. Όλοι ήξεραν ότι ο τρελοΦαν δεν κλέβει ποτέ. Αλλά πού βρήκε την άμαξα; Οι γείτονές της, όσοι είχαν οικονομίες και πούλησαν ό,τι ήταν άξιο να πουληθεί, πήραν ένα άλογο ψωριάρικο και γερασμένο. Το δικό τους το κοίταζαν με φθόνο.

    -Θα μάθεις αργότερα, αργότερα, είπε
Η καρότσα ήταν ξύλινη, είχε αυτοσχέδια οροφή και τοιχώματα από δέρματα ζώων στηριγμένα σε ξύλα, μια κατασκευή που αποκλείεται να την είχε κάνει ο Μιχαήλ.
Φόρτωσαν τελικά όλα τα υπάρχοντά της και την ξύλινη κούνια του γιου της. Την στερέωσε ο Μιχαήλ στο πλάι της άμαξας και έβαλε και ένα αχυρόστρωμα δίπλα.

    -Για σένα, για να ξεκουράζεσαι, για να ξεκουράζεσαι, της είπε
Χαιρέτησε τους γείτονές της που κανένας δεν της ευχήθηκε καλό ταξίδι, και έφυγαν. Και γιατί να της ευχηθούν ; Την απέφευγαν περισσότερο από τότε που αποδεχόταν δίπλα της τον τρελοΦαν. Αλλά εξακολουθούσαν να την περιφρονούν γιατί ήταν μια άτιμη, αστεφάνωτη μάνα.

    Το βλέμμα της απλώθηκε τριγύρω. Δεν κοίταξε όμως πίσω. Χωράφια που ποτίστηκαν με τον ιδρώτα τους κάρπιζαν αυτήν την εποχή. Η γη είχε καλυφθεί με χρυσαφένιο μανδύα. Όμως, ο νέος αιώνας πλησίαζε και η πρόοδος έκανε τον τσιφλικά τους, αλλά και τους ομοίους του, να θυσιάσουν τις καλλιέργειες , για να ανοιχτούν δρόμοι και γραμμή για το τρένο και που θα έφερναν νέες επενδύσεις με μεγαλύτερο κέρδος. Και οι εργάτες τους; Δικός τους πρόβλημα, δική τους η φτώχεια, δικό τους το κακό ριζικό. Επρεπε να τους αδειάσουν τη γωνιά!

    Στο βάθος διέκρινε τα βουνά σκεπασμένα με το χιόνι του χειμώνα. Ο ήλιος όμως έλαμπε σήμερα, η άνοιξη έκανε τα πρώτα της δειλά βήματα. Και τότε, εκεί στα δεξιά τον είδε. Πάνω στο άλογό του, με τους άντρες του τριγύρω, επιστατούσε την περιοχή και κοιτούσε το φευγιό της. Το ένιωθε το βλέμμα του επάνω της. Ήταν μακριά για να δει τη ματιά του, μα ήξερε ότι εκείνη κοιτούσε. Αναστέναξε.
Σε λίγο το κάρο τους, άφησε το δρόμο του τσιφλικάτου και πήρε το στενό χωμάτινο δρομάκι στ' αριστερά.

    -Γιατί από εδώ Μιχαήλ; τον ρώτησε
    -Απ' εδώ, απ' εδώ, της είπε με το γνωστό του τρόπο να επαναλαμβάνει την απάντηση.
Δεν ζήτησε εξηγήσεις, εξάλλου καμιά διαφορά δεν είχε αν θα πήγαιναν δυτικά ή ανατολικά. Ευτυχώς που χθες, πήγε με τον μικρό της στους τάφους των γονιών της να αφήσει ένα αγριολούλουδο και να τους αποχαιρετήσει. Στα δεξιά του δρόμου, έξω από τα κτήματα, ήταν ο χώρος που έθαβαν τους εργάτες.Ένα βουναλάκι χώμα, με δυο ξύλα που σχημάτιζαν σταυρό και επάνω του είχε χαράξει με μαχαίρι τα ονόματά τους, ήταν το τελευταίο τους σπιτικό.

    Τα κτήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Τα τσιφλίκια ήταν καλλιεργημένα όλα, μα το είδος της σοδειάς άλλαζε από αφεντικό σε αφεντικό. Έτσι τα είχαν συμφωνήσει.
Ο αέρας ήταν κρύος και το μικρό της κουκουλωμένο στα ζεστά, κοιτούσε περίεργα τριγύρω.
Κατά το μεσημεράκι σταμάτησαν σε ένα πλάτωμα στην αρχή του δασωμένου λόφου. Μια πηγή πρόσφερε δροσερό νερό για το άλογό της και για 'κείνους. Έβγαλε από το σάκο της το πρόχειρο φαγητό τους και φάγανε, έτσι, για να γεμίσουν λίγο το στομάχι και να αντέξουν το ταξίδι.

    Συνέχισαν το δρόμο τους. Μπροστά τους πλέον απλωνόταν ο γυμνός χωματόδρομος με μια διχάλα δεξιά, που οδηγούσε στο βουνό. Αριστερά τους απλωνόταν το ποτάμι φορτωμένο με νερό που κυλούσε στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνους. Είχε νερό όλο το χρόνο, μα τώρα ήταν η εποχή των βροχών και η εποχή που έλιωναν τα χιόνια και ήταν φορτωμένο με τον ανεκτίμητο θησαυρό για τους ανθρώπους.
Τι όμορφα που ήταν από εδώ! Το τοπίο άλλαζε. Δέντρα κοσμούσαν τη γη από εδώ και πέρα. Πού και που, κομμένοι κορμοί μαρτυρούσαν το βασανισμό της φύσης για να καλυφθούν οι ανάγκες των ανθρώπων.
Ο Μιχαήλ δεν άφηνε τα γκέμια και οδηγούσε αμίλητος. Όσες φορές και αν προσπάθησε η Σιμώνη να του πιάσει κουβέντα απέτυχε. Κι εκείνη σώπασε μέσα στην μελαγχολία της. Ο μικρούλης της κοιμόταν στην καρότσα ασφαλής και ζεστός. Τα δέρματα ήταν καλή μόνωση από τη ψύχρα που όσο ανέβαιναν τον ανηφορικό δρόμο γινόταν εντονότερη.
Και στη διχάλα ο Μιχαήλ έστριψε δεξιά.

    -Μα τι κάνεις Μιχαήλ; Γιατί βγήκες από τη δημοσιά και ανεβαίνουμε το βουνό;

    -Το κακό έρχεται, το κακό έρχεται, να προφυλαχτούμε. Εχει σπηλιές το βουνό, μεγάλες, μεγάλες σπηλιές, που χωράει και την άμαξα. Θα είμαστε ασφαλείς, ασφαλείς.
Μπήκαν στην σπηλιά που επέλεξε ο τρελοΦαν. Επειδή υπήρχε πηγή κοντά, της είπε. Ξεζεψαν το άλογο, ήθελε και αυτό την φροντίδα του, γέμισαν νερό τον σίκλο του και του έβαλαν το σακί με το σανό του να τρώει.
Μάζεψαν πέτρες και έκαναν την πυροστιά τους για να ανάψουν φωτιά. Ευτυχώς ξύλα υπήρχαν άφθονα γύρω. Και ο Μιχαήλ στοίβαζε κι άλλα, κι άλλα.
Και μετά τον είδε να χάνεται. Εκείνη έβαλε στη φωτιά το μικρό χάλκινο καζάνι της και ετοιμάστηκε να βράσει τις πατάτες της.
Το κάρο τους στερεωμένο στην άκρη της σπηλιάς, τους χρησίμευε και για κρεβάτι.
Ο Μιχαήλ γύρισε με κυνήγι. Μα πώς τον σκότωσε, μα πώς τον βρήκε, μα ...τόσες ερωτήσεις που δεν τις έκανε, κουρασμένη και απηυδισμένη να υπακούει έναν μεσήλικα με σαλεμένο νου. Αμέσως μάλωσε τον εαυτό της για τις σκέψεις που έκανε. Ντράπηκε!
Εκείνος έβαλε πέτρες στο άνοιγμα της σπηλιάς ως τη μέση και βάλθηκε να γδέρνει το λαγό που σκότωσε.
Νύχτωνε... το φεγγάρι δε φάνηκε απόψε. Σύννεφα είχαν γεμίσει ξαφνικά τον ουρανό. Έκανε κρύο κι έριξε άλλο ένα ξύλο στη φωτιά. Τάισε το παιδί της και το άλλαξε έτοιμο να κοιμηθεί. Τι ήσυχο που ήταν το βλαστάρι της!!
Όταν κατάλαβε ότι ήταν έγκυος, ο τρελοΦαν το ήξερε κι ας μην του το είχε πει. Και μια μέρα ήλθε και της είπε να μην το πει του πατέρα της. ‘’ Όχι, άσε τον να φύγει, να φύγει ήσυχος.’’ Δεν κατάλαβε τι εννοούσε, μα πώς να πει του πατέρα της, ότι είχε κρυφό δεσμό με το γιο του τσιφλικά και έμεινε έγκυος; Ούτε εκείνη μπορούσε να το χωνέψει πώς έμπλεξε. Μα τον αγάπησε, και ήταν σίγουρη ότι κι εκείνος την αγάπησε. Και μόνο που της είπε να το κρατήσει κρυφό όχι για εκείνον, αλλά για την ασφάλειά της ήταν αρκετό. Βλέπεις, ένας πλούσιος με την κόρη ενός κολίγου ήταν έγκλημα. ''Θα μπορούσαμε να φύγουμε'' της είχε πει εκεί πίσω από τη συστάδα των παραπηγμάτων που χρησίμευαν για αποθήκες, που χρησίμευαν για να αγκαλιάζουν τις δικές τους στιγμές. ''Θα μας κυνηγήσουν όμως, θα χαθείς από προσώπου γης και δεν θα μπορώ να σε βοηθήσω, ούτε εσένα, ούτε το παιδί μας''. Ναι ο κολίγος ανήκε τρόπον τινά στον αφέντη του. Και εκείνος μπορούσε να τον χτυπήσει και να του κάνει κακό. Οι αρχές δεν επενέβαιναν. Η αρχή της περιοχής ήταν ο τσιφλικάς.
Φοβήθηκε. Κράτησε μυστικό την εγκυμοσύνη της όσο να φανεί η κοιλιά της. Μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Η μητέρα της είχε πεθάνει πριν 5 χρόνια και εκείνη, ήταν η μόνη παρηγοριά του πατέρα της. Ως ότου, λίγες μέρες αργότερα , ο πατέρας της πέθανε την ώρα που όργωνε. Η καρδιά του μάλλον τον άφησε. Έφυγε χωρίς να τον έχει πικράνει. Κάτι ήταν κι αυτό. Ο τρελοΦαν είχε δίκιο!

    Εκείνη συνέχισε να δουλεύει στις μηχανές γαζώματος. Και την άφησαν να μείνει στην καλύβα τους κι ας πέθανε ο πατέρας της. Δεν ήξερε γιατί, αφού δεν ανήκε στο προσωπικό των αγροτών, αλλά δεν ρώτησε.
Μια αστραπή φώτισε την σπηλιά, ενώ άρχισαν οι κεραυνοί να μαρτυρούν πόσο γρήγορα ο καιρός αλλάζει στα βουνά.
Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε στο πλάι της φωτιάς να την προσέχει μη σβήσει, ενώ έβαλε τον Μιχαήλ στο αχυρόστρωμα, δίπλα στο γιο της. Και η βροχή μαζί με το τριζοβόλημα των ξύλων,άρχισαν ρυθμικά να τη νανουρίζουν.
Οι σκέψεις της βαριές της πλάκωναν την καρδιά. Άφησε πίσω της τους τάφους των γονιών της, τον πατέρα του παιδιού της που ακόμη αγαπούσε. Άφησε ένα μάτσο σαπιόξυλα που αποτελούσαν την καλυβα της και της έδιναν μια κάποια ασφάλεια. Τώρα; Μια νέα αρχή τη γέμιζε άγχος και αβεβαιότητα. Η κούραση και το τραγούδι της βροχής έφεραν τον ύπνο που είχε ανάγκη για να ξεκουράσει σώμα και ψυχή.
Το πρωί ξύπνησε ενώ η φωτιά ζέσταινε το χώρο. Είδε τον τρελοΦαν να κοιτάζει έξω από την πόρτα της σπηλιάς. Έκανε τις απαραίτητες δουλειές και πήγε κοντά του με τον μικρό της αγκαλιά. Η βροχή ήταν καταρρακτώδης. Το νερό κυλούσε σαν μικρός καταρράκτης εδώ κι εκεί.

    -Αυτό είναι το κακό που μου έλεγες; τον ρώτησε

    -Το ποτάμι, το ποτάμι θα τα πνίξει όλα, όλα.

    Ανησύχησε. Και οι γείτονές τους; Εκείνος;
Καθησύχασε τον εαυτό της. Δεν είναι δυνατόν να τα ξέρει ο Μιχαήλ τα μελλούμενα. Εντάξει κάποια προαισθήματά του μπορεί να βγήκαν αληθινά, αλλά όχι και να ξέρει τι θα πάθουν οι άνθρωποι. Πρώτη φορά θα πλημμύριζε το ποτάμι;
Μα η βροχή συνεχίστηκε τρεις ολάκερες ημέρες. Έβρεχε αμείωτα και άκουγες ως την σπηλιά πάνω στο βουνό, το βουητό του ποταμού,ένας βρυχηθμός άγριος και απειλητικός, σαν ένα θηρίο που ξύπνησε θυμωμένο και ζητούσε να καταβροχθίσει τα πάντα.
Πέρασε άλλη μια μέρα ως να τραβηχτούν τα νερά. Πολύ αργότερα θα μάθαινε, ότι πολλοί γείτονές της που είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους παρασύρθηκαν στην πλημμύρα. Πολύ αργότερα θα μάθαινε ότι το ποτάμι πλημμύρισε τον τόπο και κατέστρεψε όλες τις σοδιές. Πολύ αργότερα θα μάθαινε πόσο κινδύνεψε εκείνος. Όπως θα μάθαινε ότι το ποτάμι πήρε τον τσιφλικά πατέρα του στην αγκαλιά του.
Όταν ζέψανε το άλογο και ετοιμάστηκαν να αφήσουν τη σπηλιά, ένιωθε τυχερή που είχε δίπλα της τον Μιχαήλ. Τι θα έκανε με ένα μωρό μέσα στην πλημμύρα; Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε.
Πήραν πάλι το δρομάκι να βγουν στη δημοσιά. Όλα ήταν διαφορετικά τώρα. Το αμάξι προχωρούσε με δυσκολία . Ο δρόμος είχε γίνει ένας λασπότοπος και πολλές φορές κατέβαιναν να σπρώξουν το κάρο τους να ξεκολλήσει από τις λακκούβες.
Ο μικρός γκρίνιαζε, ο Μιχαήλ μιλούσε συνεχώς χωρίς να απευθύνεται σε εκείνη και η Σιμώνη, δεν ήξερε αν έπρεπε να ευλογεί τη μοίρα της ή να την καταριέται.
Αλλά η φύση έλαμπε. Τα δέντρα σαν να είχαν πλύνει αμαρτίες γυάλιζαν στο φως!
Το ποτάμι γεμάτο ως επάνω, συνέχιζε το δρόμο του, δυνατό και ατρόμητο.
Μπροστά τους πάλι απλωνόταν μια διασταύρωση.

    -Εμείς θα πάμε αριστερά, αριστερά είπε ο Μιχαήλ

    -Τι να κάνουμε αριστερά; Ποιες πόλεις υπάρχουν αριστερά; Δεξιά είναι οι μεγάλες πόλεις που μπορεί να βρω δουλειά Μιχαήλ.

    -Όχι αριστερά, εκεί στα σύνορα, στα σύνορα, εκεί θα πάμε σ'αλλη χώρα,

    Η Σιμώνη οδηγούσε την άμαξα να ξεκουράσει τον συνεπιβάτη της.
Τράβηξε τα γκέμια και κράτησε την άμαξα στην άκρη του δρόμου

    -Μιχαήλ, αν δεν μου πεις τι σχέδια έχεις και πώς τα έφτιαξες, δεν φεύγουμε από εδώ.
Αλλιώς θα πάρω το γιο μου και θα φύγω μόνη μου. Τελεία και παύλα. Κατάλαβες; του μίλησε έντονα
Εκείνος ξεροκατάπιε ενώ χόρευε στα πόδια του τον μικρούλη που ήθελε να αγγίζει το άλογο.

    -Εκείνος, εκείνος τα ετοίμασε όλα. Η άμαξα, εκείνος την έφερε, εκείνος την έφερε, εκείνος την έφτιαξε, εκείνος μου είπε πού να πάω, πού να πάω, εκείνος μου ζήτησε να έλθω μαζί σου, μαζί σου. Εκείνος μου έδωσε οδηγίες. Εκείνος μου δωσε και αυτό , και αυτό...
Έβαλε το χέρι του μέσα στο πανωφόρι του και έβγαλε ένα πουγκί γεμάτο.

    -Χρήματα, χρήματα για σένα για τον πρώτο καιρό και μου πε... μου πε να τον περιμένεις, να τον περιμένεις θα έλθει να σε βρει. Σε άλλη χώρα όμως, σε άλλη χώρα όμως.
Είναι αλήθεια ότι ο καθένας μας έχει τον ατομικό του ήλιο που δεν εξαρτάται από τον ήλιο του Σύμπαντος, αλλά από τη διάθεση της καρδιάς.
Και ο ήλιος της Σιμώνης εκείνη τη στιγμή, ανέτειλε ολόλαμπρος και φώτισε την πλάση γύρω της, όπως ζέστανε και την καρδιά της! Τα μάτια της σμίξανε με το καθάριο πράσινο της φύσης και οι παλμοί της καρδιάς της χτυπούσαν ρυθμικά ''θα σε πε ρι μέ νω ''!



Σχόλια

  1. Πω πω μια υπέροχη ιστορία, υφασμένη πανέμορφα, ζωντανή, ωραίο θέμα! Μπράβο Άννα έλαμψες μιλάμε! Τι υπέροχα που πάνε οι μουσικές ιστορίες! Εγώ πάντως έβαλα και το σήμα του Γιώργου που μου έστειλες Άννα και ελπίζω να τραβήξει κανέναν! Είναι τόσο υπέροχο δρώμενο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πράγματι Μαίρη μου η Άννα μας παρέδωσε άλλο ένα μικρό διαμάντι.
      Και την ευχαριστώ που έδωσε πνοή σε αυτό το δρώμενο και όλους σας που μου εμπιστεύεστε τις ιστορίες σας.

      Διαγραφή
  2. Είχα αρκετό καιρό να διαβάσω ένα γλυκύτατο ρομαντικό δυνατό διήγημα. Δοσμένο με αρκετό μυστήριο που δεν μπορούν να φανερώσουν την τελική αλήθεια. Με αγωνία που δυναμώνει με το πέρασμα της ανάγνωσης.
    Να λοιπόν που το άστρο της Σιμώνης δεν έδυσε. Που υπήρξε, που μεσουράνησε. Και η αγάπη δικαιώνεται μέσα στη δύναμη της φύσης. Μιας φύσης καταλύτης σε όλα τα γεγονότα και την εξέλιξή τους.
    Πανέμορφο Άννα μου, το χάρηκα πάρα πολύ να το ξέρεις. Μπράβο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι Γιάννη μου που σου άρεσε κι αυτό μου το διήγημα. Να σαι καλά.

      Διαγραφή
  3. Άννα μου να πω πως το ξαναδιάβασα και για ακόμη μια φορά το ευχαριστήθηκα. Πολύ όμορφη ιστορία, μπράβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα