Ανείπωτα μυστικά - 3


Agharta - Julia Krastina


2ο Σλάιντ

  Τα πάντα γύριζαν σαν τρελά. Στο μικρό του σαλόνι η μία εικόνα διαδέχονταν την άλλη μπρος στα μάτια του. Έμοιαζε σαν να βρίσκεται σε κάποιο τρενάκι λούνα παρκ ή σε κάποια βάρκα που παλεύει με τα πελώρια κύματα του Ειρηνικού ωκεανού. Και τα δύο πάντως του δημιουργούσαν μια ανατριχιαστική αναγούλα, απ’ αυτές που σου σφίγγουν το στομάχι και σου κόβουν τα γόνατα. Η τάση προς έμετο ξαναήρθε, όμως και πάλι την απέβαλε με επιτυχία.

  Του πήρε παραπάνω χρόνο απ’ ότι περίμενε για να συνέλθει, τα πάντα όμως επάνω του πονούσαν τρομερά. Ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει όλες αυτές τις πληροφορίες που είχε λάβει. Πόσο μάλλον τον τρόπο με τις οποίες τις είχε λάβει. Χρειαζόταν επειγόντως ένα ποτήρι με νερό, για να ξεπλύνει το στόμα του από την απαίσια γεύση του εμετού, και ίσως ένα αναβράζον Depon. Έσυρε το ταλαιπωρημένο του κορμί ως την κουζίνα. Αφού πάλεψε με μια τεράστια κατσαρίδα που βρισκόταν μέσα στο ξύλινο ντουλάπι, πήρε ένα μεγάλο πλαστικό ποτήρι και το γέμισε με νερό. Απ’ το συρτάρι του κομοδίνου, που βρισκόταν δίπλα στο φτηνό και ετοιμόρροπο κρεβάτι του, πήρε το τελευταίο αναβράζον δισκίο και το έριξε μες στο νερό. Ως και οι μπουρμπουλήθρες του προκαλούσαν πονοκέφαλο. Ήλπιζε τουλάχιστον η θεραπευτική ουσία του διαλύματος να έκανε την δουλειά της.

  Κάτι που όντως έκανε με επιτυχία. Ήδη ένιωθε το κεφάλι του να ηρεμεί και το σώμα του να επανέρχεται στους φυσιολογικούς του ρυθμούς. Με αργό μα αποφασιστικό βήμα πλησίασε το μηχάνημα του διαβόλου. Η πρώτη του σκέψη ήταν να πάρει το πιο βαρύ σφυρί που είχε στην αποθήκη του, δανεισμένο επ’ αόριστόν από κάποιον από τους εργοδότες του, και να το βαράει ωσότου να μην απομείνει τίποτα από αυτό το μηχάνημα του διαβόλου. Όμως το μικρόβιο της περιέργειας είχε ήδη κάνει την δουλειά του. Ήθελε να μάθει περισσότερα για το σκοτεινό του παρελθόν ή τουλάχιστον αυτό του πίστευε λόγω του μικροβίου.

  Η μηχανή προβολής παρέμενε αγέρωχη πάνω στο τροχήλατο τραπεζάκι, λες και δεν είχε επηρεαστεί καθόλου από όλη αυτή την αναμπουμπούλα.  Από την υποδοχή των σλάιντ έβγαινε λεπτός άσπρος καπνός. Είχε μια μυρωδιά από αναμειγμένο καμένο πλαστικό και ψήγματα πολυεστερικού και όξικης κυτταρίνης, (πράγματι είχε καταντήσει μια κινητή φυσική εγκυκλοπαίδεια). Προσπάθησε να βγάλει το καμένο σλάιντ μέσα από την υποδοχή μα τα δάκτυλα του καήκαν και το ανατρίχιασμα που προκλήθηκε μεταφέρθηκε ως το σβέρκο του. Σάλιωσε ελαφρά τα δάκτυλα του και κατάφερε να το βγάλει. Δεν είχε απομείνει τίποτε, είχε μετατραπεί σε μια άμορφη καμένη μάζα και έτσι το πέταξε σε μια γωνιά με αδιαφορία.

  Αμφιταλαντεύτηκε για λίγο πάνω απ’ το δεύτερο σλάιντ. Δεν ήξερε τι θα ήταν πιο συνετό να κάνει. Η περιέργεια τον έτρωγε, όμως ο πόνος που είχε προκληθεί από την θέαση ήταν ακόμη νωπός.

  «Ή τώρα, ή ποτέ Δημήτρη φίλε μου. Το μυστικό είναι να μην το σκέφτεσαι.» είπε μέσα από τα δόντια του, μία απόφαση που εναλλασσόταν, μεταξύ σωστού και λάθους, μες στο κεφάλι του σε κλάσματα δευτερολέπτου.

  Έπιασε στα χέρια του το σλάιντ με την ένδειξη 2/5. Δεν μπήκε καν στον κόπο να το επεξεργαστεί μόνος του κι έτσι το τοποθέτησε στην υποδοχή του σλάιντ. Την διαδικασία την είχε μάθει πλέον, ήταν απλή μα επώδυνη. Πάτησε το σύμβολο και άπλετο φως πέρασε από την υποδοχή διαπερνώντας το σλάιντ και προβάλλοντας το περιεχόμενό του στον τοίχο.

  Μπρος στα μάτια του, αποτυπωμένο πάνω στην επιφάνεια του κιτρινισμένου τοίχου, εμφανίστηκε ένα αλλόκοσμο μα συνάμα εντυπωσιακό θέαμα. Ένα ολοπράσινο συνονθύλευμα δέντρων και βλάστησης ξεπετάγονταν στην κυριολεξία από παντού. Πελώριοι πέτρινοι όγκοι εκτείνονταν ψηλά, σκίζοντας διάπλατα τα σύννεφα, φλερτάροντας επικίνδυνα με την πύρινη σφαίρα. Μια ρίγη και ένα αίσθημα ηρεμίας και αγαλλίασης διαπέρασε το κορμί του. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που έβλεπε, μία οπτική πεμπτουσία, λάβδανο για τα μάτια και το μυαλό του. Το ακαριαίο τσίμπημα στο δάκτυλο του τον έβγαλε απότομα από την κατάσταση ηρεμίας. Ο πόνος ήταν αφόρητος, μα και πάλι δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μιας και το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει και πάλι.

  Τα πάντα αναμίχθηκαν σε μια εντυπωσιακή σπείρα. Τα χρώματα που την περίκλειαν δημιουργούσαν μια ψυχεδελική οπτική πανδαισία. Καθώς την έβλεπε να γυρίζει και να γυρίζει, ένιωσε το σώμα του να χάνει την φυσική του υπόσταση. Να γίνεται ένα με την σπείρα και να χάνεται μες στο χάος.

  Άνοιξε με δυσκολία τα μάτια για να συνειδητοποιήσει πως βρίσκεται στο μέσο μιας πυκνής ζούγκλας. Αυτό το σλάιντ δεν είχε τα όρια του προηγούμενου. Μπρος στα μάτια του εκτεινόταν ένας ανοιχτός κόσμος, ένας απέραντος ορίζοντας. Έμεινε μετέωρος για λίγο δίχως να κινήσει ούτε έναν μυ, παρά μόνο τα μάτια του. Σάρωναν το ολοζώντανο τοπίο αδηφάγα, προσπαθώντας να αφομοιώσει όσο καλύτερα μπορούσε την μορφολογία του χώρου. Ψηλό χορτάρι, που έφτανε ως το ύψος του στέρνου του, γέμιζε όλο το έδαφος. Βλάστηση αλλόκοτη και πολύχρωμη ξεπετάγονταν άναρχα, λουλούδια και φυτά τα οποία δεν τα είχε δει σε κανένα βιβλίο και σε καμία ιστοσελίδα. Πανύψηλα δέντρα εκτείνονταν δεκάδες μέτρα πάνω απ’ το έδαφος. Οι κορμοί τους ήταν τεράστιοι και επιβλητικοί. Το μέγεθος τους μαρτυρούσε πως ήταν αρχαίοι. Ο ουρανός έμοιαζε σαν ζωγραφισμένο καμβά, ένα έντονο γαλάζιο χρώμα απλώνονταν πάνω απ’ την ζούγκλα σαν πέπλο. Η πύρινη σφαίρα έλαμπε πιο δυνατά από τον ήλιο που είχαν συνηθίσει τα μάτια του, έστεκε αγέρωχα ρίχνοντας άπλετο φως σε ολάκερο το μαγευτικό τοπίο.      

  «Και τώρα τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω;» αναρωτήθηκε προσπαθώντας να εμπεδώσει όλη την επιβλητικότητα του μαγευτικού τοπίου.

  Ένα τεράστιο έντομο πέταξε ξυστά απ’ το κεφάλι του και παραλίγο να του το έκοβε, ο βόμβος που έκαναν τα φτερά του ήταν σαν μηχανή μαχητικού αεροπλάνου. «Πανάθεμα σε, υπερμεγέθεις κατσαρίδα!» φώναξε με μανία με την γροθιά του υψωμένη προς το μέρος του τεράστιου εντόμου. Το έντομο γύρισε και ο Δημήτρης πισωπάτησε έως ότου σκόνταψε σε έναν πεσμένο κορμό δέντρου, που πριν λίγο θα ορκιζόταν πως δεν ήταν σε ‘κείνο το μέρος. Όταν έφτασε το έντομο πάνω απ’ το κεφάλι του δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, όλο του το κορμί είχε παραλύσει από τον φόβο. Το έντομο μόνο σε κατσαρίδα δεν έμοιαζε. Είχε οχτώ φτερά με άνοιγμα σχεδόν πέντε μέτρα, είχε τέσσερα τεράστια και ολοστρόγγυλα μάτια – δύο στο μέσο και δύο περιφερειακά, το σώμα του αποτελούταν από μία σκληρή πανοπλία και μόνο ένα μικρό σημείο της ουράς του ήταν ακάλυπτο και διάφανες. Μέσα στην διαφανή ουρά βρισκόταν μια πολύχρωμη σφαίρα, αδρανής για την ώρα.

  Το έντομο γύρισε φέρνοντας την διαφανή ουρά κοντά στο πρόσωπο του Δημήτρη. Η θέαση της αδρανής πολύχρωμης σφαίρας τον έκανε να ξεχάσει τα πάντα. Το μυαλό του άδειασε και αιωρήθηκε, το βλέμμα του προσπαθούσε μάταια να διαπεράσει την ύλη της σφαίρας. Έμειναν έτσι για μερικά δευτερόλεπτα που μοιάζανε αιώνες, ο βόμβος απ’ τα φτερά είχε ελαττωθεί προκαλώντας του μια ονειρική παράκρουση.

  Η διαφανής ουρά άρχισε να βγάζει μια τρομερή και εκτυφλωτική λάμψη. Τα μάτια του Δημήτρη έκαιγαν απ’ τον πόνο και ασυναίσθητα προσπάθησε να τα προστατέψει με τα χέρια του. Η πολύχρωμη σφαίρα στο κέντρο άναψε και αυτή, ξερνώντας μια πανδαισία χρωμάτων. Μια φωνή ακούστηκε, έμοιαζε λες και ερχόταν απ’ το υπερπέραν όμως στην πραγματικότητα ερχόταν απ’ το κέντρο της πολύχρωμης σφαίρας.

  «’’Κοπέρνικε’’, πολύ χαίρομαι που έφτασες για ακόμη μία φορά εδώ.» Ο Δημήτρης, με τα χέρια του να προστατεύουν τα ευαίσθητα μάτια του, σάστισε καθώς άκουγε το προσωνύμιο του. «Τι… τι συμβαίνει; Ποιος είσαι;» κατάφερε να ψελλίσει με κόπο.

   «Ω… μα δεν έχει σημασία. Πρέπει να ακολουθήσεις τις οδηγίες μου πιστά, ο χρόνος, δυστυχώς, δεν είναι με το μέρος σου.» Ο Δημήτρης δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και συγκατένευσε με ένα απλό κούνημα του κεφαλιού του.

  «Πολύ ωραία λοιπόν. Θα πρέπει να ανέβεις στην ράχη του εντόμου για αρχή. Αυτό θα σε πάει στην ‘’Σπηλιά του Χάους’’. Εκεί θα βρεις τις απαντήσεις που σου χρειάζονται. Από ‘κει και πέρα εγώ δεν θα μπορώ πια να σε καθοδηγήσω. Θα πρέπει να τα καταφέρεις μόνος σου, γιε μου. Για να μπεις στην σπηλιά θα πρέπει να λύσεις έναν γρίφο από πέτρα. Πιστεύω πως θα καταφέρεις να βρεις την λύση…» είπε η άγνωστη φωνή. Η σφαίρα ανταποκρινόταν σε κάθε λέξη και πρόταση, σαν να μιλούσε η ίδια. «…Και τώρα, αν δεν έχεις κάποια απορία, ήρθε η ώρα να ξεκινήσεις το ταξίδι σου. Πρέπει να βρεις τον εαυτό σου!»

  Ο Δημήτρης φυσικά και είχε πολλές απορίες, όμως δεν μπορούσε να τις αποδώσει με λέξεις. Και έτσι παρέμεινε αμίλητος με τα χέρια του να καλύπτουν τα μάτια του. Όταν η εκτυφλωτική λάμψη κόπασε, μόνο τότε ελευθέρωσε τα μάτια του. Το έντομο τώρα είχε σταματήσει να κουνά τα φτερά του και είχε κάτσει, όσο πιο χαμηλά μπορούσε, δίπλα στα πόδια του. Τον περίμενε να ανέβει. Δεν τίθοταν θέμα για το αν θα ανέβει ή όχι. Εξάλλου δεν είχε και κάποια άλλη εναλλακτική, οι αποφάσεις του ήταν περιορισμένες. Με τρεμάμενο κορμί, που ακόμα δεν είχε προλάβει να συνέλθει απ’ τα απανωτά σοκ, κρατήθηκε γερά απ’ το ένα φτερό του εντόμου (η υφή και η δομή του θύμιζαν πλαστικό) και με ένα σάλτο ανέβηκε στη ράχη του. Ο βόμβος ξανάρχισε και άρχισαν να απομακρύνονται απ’ το έδαφος. Ο Δημήτρης κρατήθηκε γερά από κάποιες μικρές εσοχές της πανοπλίας.

  Το ταξίδι ήταν μαγευτικό. Πέταξαν πάνω από πανέμορφες κοιλάδες, κυκλοφορούσαν ζώα που είχαν εξαλειφθεί εκατομμύρια χρόνια πριν και χλωρίδα τόσο πολύπλοκη και ζωντανή. Ατελείωτα κοραλλένια ποτάμια που ξεκινούσαν μέσα απ’ τα πανύψηλα βουνά και κατέλειγαν σε πανέμορφες λίμνες. Θεόρατα βουνά έσκιζαν τον ουρανό και συνέχιζαν ως εκεί που χανόταν το βλέμμα.

  Μπροστά του τώρα έβλεπε έναν οριζόντιο και λεπτό πέτρινο εξόγκωμα. Ξεκινούσε από το δεντρόφυτο έδαφος και κατέληγε σε μια τρύπα στον ουρανό, σαν να συνεχίζεται αέναα. Από την τρύπα φαινόταν ο βυθός της θάλασσας. Με συγκρατημένες βρισιές προσπάθησε να μετριάσει τον φόβο του και την αγωνία του γι’ αυτά που αντίκρυζε. Το έντομο σταμάτησε πάνω σε μία κάθετη επιφάνεια του εξογκώματος, τίθοντας εκτός λειτουργίας τον βόμβο των φτερών του. Ο Δημήτρης κατέβηκε από την ράχη του εντόμου. Βρισκόταν στο σημείο της ‘’Σπηλιάς του Χάους’’, μα δεν μπορούσε να δει τίποτα. Μπροστά του έβλεπε μόνο βράχια και τίποτα άλλο, κανένα ίχνος εισόδου ή μηχανισμού. «Κάποιο λάθος πρέπει να’ χει γίνει.» σκέφτηκε και γύρισε προς το έντομο. Εκείνη την στιγμή όμως εκείνο ήδη είχε ξεκολλήσει απ’ την επιφάνεια. «Όχι! Γαμώτο σου, που πας μαλακισμένο;» ούρλιαξε προς το έντομο που ήδη είχε χαθεί στον ορίζοντα.

  Το δέος που ένιωθε καθώς αντίκρυζε όλα εκείνα τα πανέμορφα τοπία, εξανεμίστηκε, δίνοντας την θέση του στην αγωνία και τον φόβο για άλλη μια φορά. Είχε ξεμείνει εκεί, χωρίς να μπορεί να δει καμμιά είσοδο και κανέναν τρόπο να συνεχίσει το ταξίδι της γνώσης του.

  Όπως πήγαινε πάνω κάτω στα στενά περιθώρια της πέτρινης επιφάνειας ρίχνοντας κατάρες σε όλους και όλα, σκόνταψε πάνω σε ένα μεταλλικό εξόγκωμα και παραλίγο να πέσε κάτω. Με τα χέρια του παραμέρισε τα χαλίκια που κάλυπταν μια μεταλλική επιφάνεια. Πάνω της ήταν χαραγμένα τρία αστέρια και στο κέντρο τους ένα ανάποδο ισοσκελές τρίγωνο. Άσκησε ελαφρά ώθηση με την παλάμη του και εκείνη βυθίστηκε για λίγο και επανήλθε. Έβαλε παραπάνω δύναμη πάνω στην μεταλλική επιφάνεια και εκείνη με έναν τριχτό θόρυβο χάθηκε βαθιά μέσα στο έδαφος. Ένα πέτρινο πλαίσιο τότε άνοιξε. Μέσα του υπήρχαν τρεις πέτρινοι τροχοί ενωμένοι μεταξύ τους με έναν ξύλινο πάσσαλο. Ήταν σε σειρά βαλμένη, από τον μεγαλύτερο στη εσώτερη μεριά, ως τον μικρότερο στην εξωτερική. Πάνω τους είχαν σκαλισμένους αριθμούς και σύμβολα, κάθε αριθμός ακολουθούταν από ένα σύμβολο.

  Αφού περιεργάστηκε τον μηχανισμό για αρκετή ώρα, κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρόκειτε για ένα είδος ημερολόγιου. Ο μικρότερος τροχός αποτελούταν από δώδεκα αριθμού και σύμβολα, ο ενδιάμεσος από τριανταένα αριθμούς και σύμβολα και ο μεγαλύτερος από συστοιχία σχημάτων που φανέρωναν έναν αριθμό τεσσάρων ψηφίων. Όμως ποια ημερομηνία έπρεπε να βάλει;

  Θυμήθηκε πως η φωνή του εντόμου τον είχε αποκαλέσει ‘’γιε μου’’, και έτσι υπέθεσε πως θα ήταν κάποια γνωστή του ημερομηνία. Όμως μπορούσε να θυμηθεί ελάχιστες ή μάλλον μόνο μία, την δική του. Έστρεψε τους πέτρινους τροχούς για να σχηματίσει την ημερομηνία γέννησης του… όμως δεν έγινε τίποτα. Έσπασε το κεφάλι του για να μπορέσει να βρει τι θα μπορούσε να λύσει τον πέτρινο γρίφο. Δοκίμασε τυχαίους συνδυασμούς ξανά και ξανά.

  Ώσπου θυμήθηκε κάτι που μόλις πρόσφατα είχε μάθει. Το προσωνύμιο του. «Ο πατέρας μου με είχε ονομάσει ‘’Κοπέρνικο’’,  διότι, σύμφωνα με τα γραπτά του, γεννήθηκα την ίδια ημερομηνία με αυτόν.» μονολόγησε, κάνοντας έτσι μία τρομερή διαπίστωση. Η έμφυτη μηχανή αναζήτησης του μυαλού του λειτούργησε έτσι ώστε να ανασύρει την ημερομηνία και να καταφέρει να παραλληλίσει τα σύμβολά με τους αριθμούς. Γύρισε τους πέτρινους τροχούς στην σωστή τους, όπως νόμιζε, θέση σχηματίζοντας την ημερομηνία γέννησης του Κοπέρνικου: 02/19/1473. Όλο το μέρος τότε σείστηκε και ένα σημείο του ατελείωτου πέτρινου εξογκώματος άρχισε να διαλύεται σε λεπτά κομμάτια, αποκαλύπτοντας την είσοδο της σπηλιάς.

  Μπήκε διστακτικά μέσα για να αντικρύσει ένα περίτεχνό κέντρο ελέγχου. Υπήρχε ένα εβένινο γραφείο στην μία πλευρά. Πάνω του βρισκόντουσαν στοίβες κιτρινισμένα χαρτιά, είχαν πολλές περίτεχνες μαθηματικές πράξεις και σχέδια. Τα σχέδια απεικόνιζαν ένα είδος οχήματός, πλάι τους υπήρχαν υπολογισμοί για την αντοχή του σε συνάρτηση με την πίεση. Το σχήμα του θύμιζε έντονα υποβρύχιο, ή κάτι σαν υποβρύχιο τουλάχιστον.

  Στην άλλη μεριά υπήρχαν τρεις οθόνες. Οι δύο ήταν σπασμένες και η μοναδική που λειτουργούσε σάρωνε με την πράσινη περιστρεφόμενη γραμμή ένα πεδίο. Σε κάθε περιστροφή έβγαζε έναν μακρύ και οξύ ήχο: ‘’ΜΠΙΙΙΠ’’. «Μμμ. Αυτό τον ήχο τον ξέρω, είναι σόναρ. Μα τι δείχνει όμως;» σκέφτηκε ο Δημήτρης. Προσπέρασε τις οθόνες και περιπλανήθηκε στην σπηλιά. Δεν είχε να πάει και σε πολλά μέρη ήταν η αλήθεια.

  Σε μία, κρυφή σε κάποιον μη παρατηρητικό, εσοχή βαθιά μες στον βράχο υπήρχε μια βιβλιοθήκη. Υπήρχαν αρκετά δερματόδετα βιβλία που όπως διαπίστωσε ήταν εκτενώς κατεστραμμένα. Πολλά ήταν μισοκαμένα και σε αρκετά κάποιες σελίδες τους ήταν άτακτα σκισμένες. Πιστεύοντας πως για άλλη μια φορά η λύση θα βρισκόταν μες στα κείμενα, προσπάθησε να βρει κάποια απ’ τα βιβλία που δεν είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. Ξεχώρισε τρία απ’ αυτά.

  Το πρώτο που έπιασε, είχε στο εξώφυλλό του με χρυσή κέντηση μία σφαίρα μέσα σε μία άλλη σφαίρα. Άγγιξε το ανάγλυφο και άνοιξε το βιβλίο. Οι πρώτες σελίδες ήταν ανέπαφες, μετά ήταν είτε σκισμένες, είτε καμένες.

 

  18 Φλεβάρη

  Έχουν περάσει σχεδόν δέκα χρόνια από την ανακάλυψη της εισόδου. Ακόμα καταριέμαι το ότι δεν ξεκίνησα αυτήν την αποστολή νωρίτερα. Όμως κάλλιο αργά παρά ποτέ. Όλη αυτή η αναμονή μου έδωσε την ευκαιρία να μελετήσω εκτενέστερα όλες τις πτυχές και όλες τις παραμέτρους.

  Ο εξοπλισμός είναι έτοιμος – (ευγενική η χορηγία του ανώνυμου ευεργέτη, όμως δεν μπορώ να μην σκέφτομαι πιο πραγματικά είναι το κίνητρό που κρύβεται από πίσω, η Μαρία με λέει παράφρονα).

  Αύριο είναι τα γενέθλια του γιού μου, και δυστυχώς θα είναι μόνος του. Δεν κατάφερα να μεταπείσω την Μαρία στο να με ακολουθήσει.      Αποφασίσαμε, με βαριά καρδιά, να τον αφήσουμε σε κάτι φίλους και συνάδερφους, ίσως είναι από τις πιο σκληρές αποφάσεις που αναγκάστηκα να πάρω και ίσως να το μετανιώσω για πάντα.

 

  22 Φλεβάρη

  Η πρόοδος μας είναι απίστευτη! Με τέτοιον ρυθμό σε ένα μήνα θα έχουμε φτάσει στον προορισμό μας.

  Έχουμε καταδυθεί ήδη στα 1.500 μέτρα.

  Οι στολές μας είναι πραγματικά σωτήριες, αν και βαριές. Δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε για τίποτα. Είναι πραγματικά έργα τέχνης.

  Περιμετρικά υπάρχουν θάλαμοι γεμάτοι οξυγόνο, η επάρκεια τους – απ’ όσο κατάφερα να υπολογίσω θα καλύψει ένα διάστημα έξι μηνών. Εσωτερικά έχει δύο φίλτρα. Στο πρώτο, που είναι γεμάτο με νερό, εισέρχονται τα κόπρανα. Διαχωρίζονται οι τοξικές ενώσεις και τα καθαρά, πλέον, αέρια τα χρησιμοποιεί για πλήρωση των δεξαμενών οξυγόνου. Στο δεύτερο φίλτρο, εισέρχονται τα ούρα. Διαχωρίζονται πάλι οι όξινες ουσίες και ύστερα εισέρχεται σε μία σειρά από μικροφίλτρα για να καταλήξει στην συνέχεια σε πόσιμο νερό. Πραγματικά ένα ευφυές σύστημα.

 

  19 Μάρτη

  Επιτέλους φτάσαμε. Παρόλες τις αντιξοότητες και τις στεναχώριες καταφέραμε να βρούμε την Αγκάρθα.

  Η ομορφιά της ξεπερνά κάθε μου προσδοκία. Νιώθω δικαιωμένος για όλες τις θυσίες που χρειάστηκα να κάνω.

  Η Μαρία έχει καταρρακωθεί, το ίδιο κι εγώ μα δεν μπορώ να το παραδεχθώ ευθέως. Είμαστε μακριά απ’ τον ‘’Κοπέρνικο» μας έναν ολόκληρο μήνα, και δεν γνωρίζουμε πότε, ή αν, θα τον ξαναδούμε.

  Με το που βρω το ιδανικό σημείο για να συνεχίσω τις έρευνες μου θα προσπαθήσω να βρω έναν τρόπο επικοινωνίας. Αν αληθεύουν τα όσα έχω βρει στα αρχαία γραπτά, η ανεπτυγμένη τεχνολογία αυτού του τόπου θα με βοηθήσει αρκετά.

 

  «Πολύ ενδιαφέρον…» σκέφτηκε ο Δημήτρης διαβάζοντας τις εγγραφές του πατέρα του. Μια βοή του τάραξε το κρανίο και ένας ελαφρύς χτύπος έκρουε για μερικά συνεχή δευτερόλεπτα, κάνοντας το κεφάλι του να σπάσει. Αίμα βγήκε απ’ την μύτη του και έσταξε στο πέτρινο έδαφος. Το σκούπισε με την παλάμη του και με το που σταμάτησε η εφιαλτική συγχορδία μες στο κεφάλι του, έπιασε το δεύτερο βιβλίο λέγοντας ξανά και ξανά φωναχτά: «ΓΑΜΗΜΕΝΟ!»

  Και το δεύτερο βιβλίο είχε το ίδιο χρυσοκέντητο σύμβολο στο εξώφυλλό του. Το άνοιξε. Ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι το προηγούμενο.

  10 Απρίλη

  Παρόλες τις δυσκολίες για να προσαρμοστούμε σ’ αυτήν την νέα πραγματικότητα, καταφέραμε να κάνουμε μία νέα αρχή. Η Μαρία στάθηκε πολύτιμη συνεργάτης, ειδικά απ’ την στιγμή που καταφέραμε να επικοινωνήσουμε με τον γιο μας.

  Η τεχνολογία αυτού του κόσμου είναι εξωπραγματική. Βρίσκεται δεκάδες χρόνια μπροστά από την δική μας. Και μόνο πως μπορέσαμε στην επικοινωνία με τον γιο μας να τον δούμε, λέει πολλά. Οι κάτοικοι αυτού του κόσμου είναι πολύ φιλικοί και συνεργάσιμοι.

 

  20 Μαΐου

  Βρήκα το κατάλληλο σημείο για να οργανώσω την εργαστήριό μου. Βαθιά μέσα σ’ έναν βράχο, πύλη εισόδου και ο ίδιος. Τα εξελιγμένα συστήματα απόκρυψης που μου έμαθαν με βοήθησαν να κρύψω το εργαστήριο μου απ’ τους πιθανούς παραβάτες.

  Η πύλη εισόδου που βρίσκεται εδώ θα μου δώσει πρόσβαση στο επόμενο βήμα. Από πάνω βρίσκεται ο πυθμένας της τάφρου των Μαριανών. Το πιο βαθύ σημείο στην γη, ήτοι 10.971 μέτρα. Τα μυστήρια που υπάρχουν στον πυθμένα του θα είναι εξωπραγματικά. Θα πρέπει να επικεντρώσω την προσοχή μου και να φτιάξω ένα ικανό βαθυσκάφος, πρέπει να αντέχει σε μεγάλες πιέσεις των τάξεων των 1.086 bar.

 

  25 Μαΐου

  Θα πρέπει για λίγο καιρό να κρατάω χαμηλό προφίλ. Με το που μοιράστηκα τις φιλοδοξίες μου με τον υπόλοιπο κόσμο, η συμπεριφορά τους άλλαξε άρδην. Πλέον με κοιτάζουν καχύποπτα και θέλουν να μας προπηλακίσουν σε κάθε πιθανή μας έξοδο. Η Μαρία έχει φοβηθεί πολύ και αρνείται να βγει απ΄ την ασφάλεια της σπηλιάς.

  Ευτυχώς ο πιστός φίλος και βοηθός μου, ο Ίντι, σαν ένας άλλος ήλιος όπως υποδηλώνει το όνομά του, με διαφώτισε για τον λόγο της ξαφνικής έχθρας του υπόλοιπου κόσμου.

  Απ’ ότι φαίνεται το πρόβλημα τους ήταν η ανάγκη μου να φύγω από εδώ, ιδιαίτερα από την συγκεκριμένη έξοδο που γι’ αυτούς είναι εδώ και πολλά χρόνια απαγορευμένη. Μου εξήγησε πως στον πυθμένα της τάφρου βρίσκονται αρχαίοι θεοί. Οι ίδιοι που έχτισαν την Αγκάρθα και οι ίδιοι που άνοιξαν όλες τις πύλες. Μου είπε πως αυτοί οι θεοί είναι αδίστακτοι και σκοτεινοί.

  Τον ευχαρίστησα για τις πληροφορίες του. Μα δεν μπορώ να τον πιστέψω. Πρόκειται για ηλίθιες δοξασίες και απορώ που αυτοί, όντας και οι ίδιοι επιστήμονες, πιστεύουν σε τέτοια πράγματα. Η Μαρία φυσικά και επηρεάστηκε, όμως δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ, πρέπει να προχωρήσουμε, με κάθε κόστος.

 

  Η βοή και ο ήχος έγιναν τώρα ακόμα πιο δυνατά. Αίμα βγήκε και από τα δύο ρουθούνια. Όμως δεν είχε ακόμα τελειώσει, δεν είχε γίνει ακόμα τίποτα. Τρεκλίζοντας τώρα έπιασε και το τρίτο βιβλίο στα χέρια του.

  Στο εξώφυλλο δεν υπήρχε κανένα σύμβολό. Το άνοιξε, μόνο μία σελίδα είχε διασωθεί.

 

  25 Ιουνίου

  Επιτέλους, έπειτα από αρκετές δοκιμές το βαθυσκάφος είναι έτοιμο. Είμαι απόλυτα σίγουρος πως θα αντέξει στην πίεση.

  Έβαλα την Μαρία να φτιάξει έναν υποθάλαμο για να κρύψουμε την κατασκευή μας και τις προθέσεις μας. Καταφέραμε και πάλι να κερδίσουμε την εύνοια του κόσμου και έτσι μας αφήσαν ήσυχους. Έχω καταγράψει όλα τα υπέροχα πράγματα που βρήκα σ’ αυτόν τον υπόγειο παράδεισο. Η χλωρίδα και η πανίδα είναι πρωτόγνωρη, όμως τα πάντα συνδέονται γονιδιακά με αυτά του δικού μας κόσμου. Οι άνθρωποι εδώ κάτω, αν εξαιρέσουμε την σύντομη έκρηξη βίας, είναι ειρηνικοί και οι επεκτάσεις της νοητικής τους αντίληψής, σε όλους τους τομείς, είναι φανταστική.

  Μακάρι να μπορούσαμε να κάτσουμε για πάντα εδώ. Όμως τώρα έχει φτάσει η ώρα για το επόμενο βήμα.

 

  26 Ιουνίου

  Σήμερα είχαμε ένα ανησυχητικό μήνυμα απ’ τον ‘’Κοπέρνικο’’.

  Στην επικοινωνία μας έκανε λόγο για κάποιον θείο, μάλλον κάποιος γνωστός της οικογένειας που μένει; Του είπε πως μας γνωρίζει και πως θέλει να βρούμε τα μυστήρια που είναι κρυμμένα. Απορώ ποιος να είναι αυτός.

  Αφού καθησύχασα τον γιο μας πως όλα βαίνουν καλώς, είμαστε έτοιμοι πλέον για την ανάδυση.

 

  Η βοή και οι πόνοι ήταν τρομεροί. Πιο έντονοι τώρα και πιο αδίστακτοι. Ένιωθε το αίμα να ρέει άφθονο απ’ την μύτη και τα αυτιά του. Και πάλι άρχισαν τα πάντα να γυρίζουν, ωσότου το κλειστοφοβικό σαλόνι του έκανε την εμφάνισή του.

  Τα πάντα γύριζαν, το ίδιο και ο Δημήτρης. Η έντονη και αποκρουστική οσμή του καμένου πλαστικού του προκαλούσε αναγούλα. Καθώς άδειαζε το ταλαιπωρημένο στομάχι του σκεφτόταν αν θα μπορούσε να συνεχίσει το ταξίδι του στο άγνωστο.


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα