Ανείπωτα μυστικά - 2


Alter Destiny



1ο Σλάιντ


Έσυρε το τραπεζάκι με την μηχανή προβολής ως το μικρό και ανήλιο σαλονάκι. Έμεινε να το περιεργάζεται από όλες τις μεριές. Η μηχανή δεν έμοιαζε καθόλου με αυτές που έβλεπε στις διάφορες ιστοσελίδες με ρετρό μηχανήματα. Το περίβλημα της αποτελούταν από μία περίεργα σμιλεμένη σαγρέ σιδερένια επιφάνεια. Πάνω της υπήρχαν χαραγμένα, σε μεγάλο βάθος, περίεργα και περίτεχνα ιδεογράμματα και σύμβολα. Καθώς το χέρι του πέρναγε από πάνω τους παράξενοι ιριδισμοί έδιναν την ψευδαίσθηση πως τα χαραγμένα σχέδια κινιόντουσαν πάνω στο μεταλλικό περίβλημα με συνεχή ροή.

Είχε απομείνει με το στόμα ανοιχτό, δεν ήξερε τι θα έκανε μ’ αυτήν, την φαντασμαγορική είναι η αλήθεια, σαβούρα. Ένιωθε πως ίσως κάποιος να του έπαιζε κάποιο περίεργο σαδιστικό παιχνίδι. Ποιος όμως; Ήταν σίγουρος πως αυτός ο επονομαζόμενος ‘’θείος’’ δεν του έλεγε την αλήθεια και πως σίγουρα επρόκειτο για κάποιον απεχθή απατεώνα. Απ’ την άλλη όμως το όλο σκηνικό του είχε κινήσει την περιέργεια. Και αν όλα αυτά ήταν αλήθεια και όντως ξεκλείδωνε τις αμπαρωμένες πόρτες του μυαλού του; Αν όντως μάθαινε σημαντικά πράγματα για τον εαυτό του; Και αν στην τελική τα μάθαινε, θα ήθελε να τα ξέρει, θα ήταν περήφανος;

Για τον Δημήτρη – ‘Κοπέρνικο’ τα πολλά λόγια και οι βαθιές σκέψεις ήταν χάσιμο χρόνου. Ήταν άνθρωπός των πράξεων και της δράσης. Ήθελε να το πιστεύει πως η έως τώρα ζωή του ήταν ένα συνονθύλευμα επιτυχιών και δοξασμένων περιπετειών. Πριν απ’ όλα όμως θα έπρεπε να ευπρεπιστεί κάπως. Δεν ήθελε να ξεκινήσει αυτήν την περιπέτεια χωρίς να είναι, έστω και πρόχειρα, ντυμένος. Μάλλον κάποιο καταναγκαστικό κατάλοιπο των, μάλλον, πρώιμών ένδοξων ημερών. Έβαλε ένα καινούργιο σώβρακο, αφού πρώτα το ξεχώρισε από μια μεγάλη στοίβα καταχωνιασμένη στο τελευταίο συρτάρι της ντουλάπας. Φόρεσε το μπλε ντένιμ, ελαφρά ξεπλυμένο και σε αρκετά σημεία σκισμένο, και μια μακό μπλούζα η οποία ήταν ξεχειλωμένη και είχε στραβώσει ελαφρώς. Δεν ήταν και ότι καλύτερο, απ’ το τίποτα όμως.

Έπιασε τα σλάιντ στα χέρια του και τα επεξεργάστηκε για ακόμη μία φορά. Απόρησε για το πως ακόμα υπήρχαν ίχνη αυτού του παλιομοδίτικου και απαρχαιωμένου οπτικού μέσου. Είχε δει και θαυμάσει πολλές φωτογραφίες από παλιά σλάιντ στο σάιτ, ως και το τρόπο εμφάνισης και παρασκευής τους είχε δει. Μα ποτέ δεν είχε πιάσει κάποιο στα χέρια του, ή και πάλι έτσι νόμιζε.  Όντως ο παλιόγερος, έτσι υπέθεσε τουλάχιστον – πως ήταν κάποιος πλούσιος γεροξεκούτης με προτίμηση στις κοροϊδίες και πλάκες απελπισμένων ατόμων,  είχε δίκιο. Τα σλάιντ στην μία τους γωνία είχαν γραμμένους, με λεπτό μαύρο μαρκαδοράκι, αριθμούς. 1/5 , 2/5 και ούτω καθεξής ως το πέμπτο σλάιντ. Πήρε το πρώτο, αποφασισμένος να ακολουθήσει τις γραπτές οδηγίες, και το έβαλε στην υποδοχή της μηχανής προβολής. Το συνέδεσε στο ρεύμα και… δεν έγινε τίποτα. Εξαπέλυσε βρισιές και χυδαίους χαρακτηρισμούς προς τον ‘’θείο’’. Ανάμεσα στις βρισιές προσπαθούσε να βρει τον τρόπο που θα έθετε σε λειτουργία το μηχάνημα. Ύστερα από αρκετή προσπάθεια, το βρήκε. Αγγίζοντας ένα από τα περίεργα σύμβολα πίσω από την υποδοχή των σλάιντ άκουσε έναν θόρυβο, η μηχανή άναψε και έσβησε κατευθείαν. Υπέθεσε πως τα συγκεκριμένα σύμβολά χρησίμευαν ως κουμπιά λειτουργίας. Θα έπρεπε όμως να το κρατάει πατημένο συνέχεια; «Θα μπορούσε να είχε αναφέρει τις γαμημένες οδηγίες στο φλύαρο γράμμα του», μονολόγησε κάνοντας ένα διάλειμμα απ’ τις ατελείωτες βρισιές. Πάτησε ξανά το ίδιο σύμβολο και το κράτησε πατημένο. Η μηχανή δονήθηκε και όλα τα χαραγμένα σύμβολα άρχισαν να εκπέμπουν πολύχρωμα φώτα προς διάφορες κατευθύνσεις. Φως πέρασε και από την υποδοχή των σλάιντ. Στον κιτρινισμένο τοίχο απέναντι φάνηκε επιτέλους το περιεχόμενο του πρώτου σλάιντ.

Πάνω στον τοίχο φαινόταν το εσωτερικό ενός σπιτιού, μάλλον από κάποιο σαλόνι ή κανένα δωμάτιο γραφείο. Δύο πολυθρόνες δέσποζαν στο κέντρο με ένα τετράγωνο τραπέζι ανάμεσα τους, είχε δύο περίτεχνα συρτάρια με χρυσές χειρολαβές. Φαινόντουσαν δύο γωνίες του τοίχου του δωματίου, στην μία υπήρχαν διάφορες κορνιζαρισμένες φωτογραφίες, δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι βρισκόντουσαν σ’ αυτές, στην άλλη βρισκόταν ένας μαυροπίνακας γεμάτος με εξισώσεις και μαθηματικούς τύπους. Υπέθεσε πως το εσωτερικό του σπιτιού που έβλεπε να ήταν ενός σπιτιού σαραντακονταετίας. Το πόρισμα το έβγαλε παρατηρώντας με προσοχή την μορφολογία των επίπλων. Σχεδόν αυτόματα μπρος απ’ τα μάτια του περνούσαν πληροφορίες (ηλικία, υλικό κατασκευής, σχεδιασμός, τιμές) για το καθετί που έβλεπε. Είχε καταφέρει να αποστηθίσει απ’ την πρώτη ως την τελευταία σελίδα το σάιτ με τις αντίκες. «Ποτέ δεν ξέρεις πως μπορεί να σου χρησιμεύσει η οποιαδήποτε πληροφορία», σκέφτηκε. «Και τώρα τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω. Πως αυτή η εικόνα θα μου επαναφέρει τις μνήμες μου;» Έκανε στον εαυτό του ετούτη την ρητορική ερώτηση γνωρίζοντας πως δεν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να του δώσει κάποια σαφή απάντηση. Έκτος και αν υπήρχε κάποιος που θα του έλεγε πως ήταν ένα κορόιδο και μισό. Άλλος ένας χείμαρρος από βρισιές ξεκίνησε, με αποδέκτες τόσο τον ίδιο όσο και τον ‘’θείο’’ του.

Σε μια ανύποπτη στιγμή και ενώ είχε βυθιστεί σε ένα ντελιριακό κρεσέντο βωμολοχιών, το σύμβολο που κρατούσε πατημένο άρχισε να χτυπάει ρυθμικά, σχεδόν σαν χτύπους καρδιάς. Σάστισε, μα δεν πρόλαβε να κάνει και πολλά. Στον τρίτο χτύπο ένιωσε στο δάκτυλο του ένα γρήγορο και οξύ τσίμπημα. Το έβγαλε και το σήκωσε για να δει τι τον είχε τσιμπήσει τόσο δυνατά. Δεν είδε τίποτα. Πάνω απ’ το σύμβολο δεν φαινόταν κάτι και στο δάκτυλο του φαινόταν μόνο μια μικρή κόκκινη κουκίδα. Καθώς την παρατηρούσε τα πάντα άρχισαν να γυρίζουν και να αλλοιώνονται. Το σαλονάκι του και όλο το περιεχόμενο του δωματίου είχαν ξεκινήσει να λιώνουν. Τα μουντά χρώματα δημιουργούσαν μια στροβιλιζόμενη σπείρα. Και έτσι ξαφνικά τα πάντα χάθηκαν…

…Για να εμφανιστούν δευτερόλεπτα μετά. Μόνο που τίποτα δεν ήταν ίδιο πλέον. Δεν βρισκόταν πια στο μικρό του σαλονάκι μα στο δωμάτιο του σλάιντ. «Ουαου, τι τρομερό τριπάρισμα ήταν αυτό;» αναφώνησε και συγχρόνως έριχνε δυνατές τσιμπιές στο μπράτσο του μήπως και ονειρεύεται. Το σκηνικό παρέμεινε το ίδιο. «Τελικά ο κωλόγερος είχε δίκιο. Κάπου θα οδηγεί σίγουρα ετούτη η παράνοια» είπε και μια υποψία μειδιάματος έκανε την εμφάνιση στα χείλη του.

Προσπάθησε να εξερευνήσει τον νέο χώρο όπου είχε μεταφερθεί με έναν τελείως παράλογο τρόπο. Πολύ σύντομα όμως διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να μετακινηθεί πέρα των ορίων που έθετε το σλάιντ. Το κυριότερο όμως, το οποίο τον χτύπησε κατακούτελα, ήταν πως δεν υπήρχε καν τρόπος να γυρίσει πίσω. Τα πάντα απ’ το δικό του δωμάτιο είχαν εξαφανιστεί, οπότε το να γύριζε πίσω με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήρθε ήταν πέρα για πέρα ακατόρθωτο.

Σκέφτηκε πως όλο αυτό το σκηνικό είχε στηθεί έτσι ώστε ο ίδιος να αποκαταστήσει τις μνήμες του, άρα η λύση θα πρέπει να βρίσκονταν μέσα στα ελάχιστα τετραγωνικά του σλάιντ. Άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε στο δωμάτιο αγγίζοντας τις πολυθρόνες (ήταν επενδυμένες με ένα βελούδινο πράσινο ύφασμα, τόσο λείο που προκαλούσε εξάρτηση αφής) και το τραπεζάκι (φτιαγμένο από λακαρισμένο ξύλο βελανιδιάς, τα συρτάρια είχαν περίτεχνα σχέδια κυμάτων και λουλουδιών σε όλο το μήκος και οι χρυσές χειρολαβές φτιαγμένες από μασίφ χρυσό). Παρατήρησε τον μαυροπίνακα από πιο κοντά. Όλες αυτές οι πράξεις και υπολογισμοί κατέληγαν σε κάποια περίεργα κυκλικά σχήματα. Με αρκετή προσπάθεια μπόρεσε να αναγνωρίσει κάποιες πολύπλοκες πράξεις από τούτο τον μαθηματικό κυκεώνα. Ίσως να έβλεπε κάποια απόδειξη κάποιου Αρχιμήδειου θεωρήματος, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος. Το ότι μπόρεσε να τις αναγνωρίσει ήταν τρομερό, αισθάνθηκε ικανοποίηση και χαρά. Η οποία σύντομα εξαφανίστηκε από έναν ανατριχιαστικό θόρυβο, σαν εκατό κιμωλίες να τρίζουν πάνω σε πίνακα, μες στο κεφάλι του. Συνεχής δυνατοί βόμβοι του τσάκιζαν το κρανίο. Ανάμεσα τους μπορούσε να δει, έστω και θολά, εικόνες.

Σε αυτές ένας άντρας, γύρω στα τριάντα μελαχρινός και με στητό κορμί, έγραφε στον μαυροπίνακα με μια μισοτελειωμένη άσπρη κιμωλία. Το πράσινο τουΐντ σακάκι του είχε γεμίσει με άσπρη σκόνη στα μανίκια, το ίδιο και το κοτλέ παντελόνι του. Μπορούσε να ακούσει καθαρά το θόρυβό που έκανε η κιμωλία καθώς ερχόταν σε επαφή με τον μαυροπίνακα. Έγραφε και έσβηνε με μανία. Ένα κλάμα μωρού του απέσπασε την προσοχή, άφησε την κιμωλία και γύρισε προς τις πολυθρόνες. Εκεί καθόταν μια νεαρή γυναίκα, γύρω στα εικοσιδύο με μαύρα σγουρά μαλλιά και αψεγάδιαστο πρόσωπο, και στα γόνατα της είχε ακουμπισμένο ένα μωρό που προσπαθούσε να το ηρεμίσει. Το μωρό με το που είδε τον άντρα να αφήνει την κιμωλία και να το αντικρίζει σταμάτησε το κλάμα και προσπάθησε να χαμογελάσει.  

«Έτσι μπράβο μικρέ μου ‘’Κοπέρνικε’’, ηρέμισε. Ο μπαμπάς είναι εδώ» είπε και έπιασε το μωρό στα άσπρα απ’ την κιμωλία χέρια του. Αν και θα έπρεπε να χαίρεται το πρόσωπο του ήταν παντελώς σκυθρωπό.

«Αχιλλέα μου, είσαι εντάξει;» τον ρώτησε με ενδιαφέρων η νεαρή γυναίκα. Ακούμπησε το μωρό πάλι στα γόνατα της, τώρα καθόταν ήρεμο και χαρούμενο.

«Μια χαρά Μαρία. Απλώς, είμαι τόσο κοντά μα και τόσο μακριά απ’ το να βρω την είσοδο. Έχω σχεδόν αποστηθίσει το περιεχόμενο των περγαμηνών και πάλι όμως κάτι λείπει».

«Είμαστε σίγουροι όμως πως βρισκόμαστε στο σωστό μέρος; Θέλω να πω πως αν δεν υπάρχει κανένα παρακλάδι εδώ, στα Εξάρχεια, τόσα χρόνια μελέτης θα πάνε χαμένα».

«Είμαι σίγουρος!» είπε ο Αχιλλέας, «όλοι μου οι υπολογισμοί γίνονται με βάση το δικό μας γεωγραφικό στίγμα και την καμπυλότητα της γης σ’ αυτό το σημείο».

Οι εικόνες άρχισαν να εξασθενούν, όχι όμως και οι βόμβοι στο κεφάλι του. Τα πάντα έγιναν ξανά όπως πριν, σχεδόν. Ο μαυροπίνακας τώρα ήταν σπασμένος σε κομμάτια και οι φωτογραφίες ήταν πεσμένες στο πάτωμα. Σε κάποιες το γυαλί είχε σπάσει και σε κάποιες άλλες η ξύλινη κορνίζα. Τα κομμάτια απ’ το γυαλί και το ξύλο είχαν αναμιχθεί με τα κομμάτια απ’ τον μαυροπίνακα δημιουργώντας ένα αφηρημένο σχέδιο στο πάτωμα. Οι φωτογραφίες ήταν σκισμένες σε πολύ μικρά κομματάκια. Πλησίασε με τρεμάμενα πόδια από πάνω τους μα δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Ήταν σκισμένες περίτεχνα στα πιο καίρια σημεία τους.

Όλο του το κορμί βρισκόταν σε έκσταση. Ο ενοχλητικός βόμβος στο κεφάλι του είχε μετριάσει την ένταση του και έτσι μπορούσε να προσηλωθεί στην αποστολή του. Είχε καταφέρει να μάθει κάτι πολύ σημαντικό, τα ονόματα των γονιών του. Αχιλλέας και Μαρία λοιπόν. Ήταν τόσο όμορφοι και οι δύο. Ένα δάκρυ χαράς κύλησε στο μάγουλό του και το σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του. Όμως τι προσπαθούσε να βρει ο πατέρας του; Ποια είσοδο και για που; Ίσως αυτό να έπρεπε να βρει ώστε να γυρίσει πίσω και να επαναφέρει την μνήμη του.

Για άλλη μια φορά περιφέρθηκε στον χώρο. Πλησίασε το τραπέζι και ακούμπησε το χέρι του πάνω στην επιφάνεια του. Ήταν ζεστό, κάτι που έκανε να τραβήξει απότομα το χέρι του. Ήταν σαν να καιγόταν κάτι μέσα, όμως τίποτα στην όψη του τραπεζιού δεν υποδήλωνε κάτι τέτοιο. Ξανά έβαλε το χέρι του επάνω και ένιωσε την λεία αψεγάδιαστη επιφάνεια του. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι από πάνω προσεκτικά φοβούμενος για το τι θα αντίκριζε. Με το που το άνοιξε ένα σύννεφό σκόνης αναδύθηκε και μια έντονη μυρωδιά καμένου εισέβαλε στα ρουθούνια του. τον έπιασε ξηρός βήχας και με την παλάμη του προσπάθησε να μετριάσει την εισροή της μυρωδιάς μες στα ρουθούνια του. Όταν επιτέλους ο καπνός καταλάγιασε μπόρεσε επιτέλους να δει το περιεχόμενο του συρταριού. Μέσα ήταν ένα βιβλίο, με το εξώφυλλο του κατά το ήμισυ καμένο μα το εσωτερικό παντελώς κατεστραμμένο. Το έπιασε στα χέρια του, παραδόξως δεν έκαιγε όπως νόμιζε. Στο εξώφυλλό είχε απομείνει μόνο το όνομα του συγγραφέα και λίγο από τον τίτλο.

‘’Σημεί… περί … γης, του Αχιλλέα Ελευθερίου’’

Ήταν του πατέρα του, όμως δεν μπορούσε να καταλάβει σε τι αναφερόταν. Το ξεφύλλισε και είδε όλες τις σελίδες να γίνονται σκόνη. Στην εσωτερική όμως μεριά του οπισθόφυλλου είχε διασωθεί μια εικόνα η οποία ήταν κολλημένη επάνω του. Την είδε αχόρταγα και προσπάθησε να την συγκρατήσει στην λαβωμένη του μνήμη.



Άφησε το κατεστραμμένο βιβλίο στην θέση του και έκλεισε το συρτάρι. Με τον ίδιο φοβισμένο τρόπο άνοιξε και το δεύτερο συρτάρι. Κανένας καπνός και καμιά μυρωδιά δεν βγήκε από μέσα αυτή την φορά. Μέσα βρισκόταν ένα μαύρο σημειωματάριο. Απ’ το μέγεθος του κατάλαβε πως θα έλειπαν αρκετές σελίδες από μέσα. Ήλπιζε τουλάχιστον να είχαν απομείνει οι κατάλληλες. Το άνοιξε και όντως, μέσα είχαν απομείνει ελάχιστες εγγραφές.



19Φλεβάρη


Σήμερα γεννήθηκε ο γιος μου. Ένα ουρανοκατέβατο θαύμα αν αναλογιστεί κανείς πόσες θυσίες και υπομονή κάναμε μαζί με την γυναίκα μου. Το ξέρω και το έχουμε αποφασίσει πως το όνομα του θα είναι Δημήτρης, όμως δεν μπορώ να μην του χαρίσω και ένα ακόμα.

Το όνομα ενός από τους κορυφαίους και αγαπημένους επιστήμονες που γεννήθηκε σαν σήμερα. Τον Κοπέρνικο. Το ξέρω πως ο ‘’δικός’’ μου Κοπέρνικος θα σταθεί αντάξιος της κληρονομιάς του ονόματος του και θα κάνει κάποια μέρα τις δικές του ανακαλύψεις.

 

25 Μάρτη

Αποκωδικοποίησα όλες τις περγαμηνές που βρήκα στην σπηλιά. Τα ιερογλυφικά δεν αντιστοιχούν σε καμμιά γνωστή διάλεκτο. Υπέθεσα πως επρόκειτο για μαθηματικές πράξεις ίσως. Παράξενο γιατί οι περγαμηνές χρονολογούνται στα 3500 π.Χ. Οι Σουμέριοι ακόμα δεν είχαν αναπτύξει πλήρως το σύστημα μετρολογίας και δεν υπήρχε καμιά ένδειξη μαθηματικών εννοιών πουθενά στον, έως τότε, γνωστό κόσμο.

 

15 Απρίλη

Τα ξενύχτια τελικά απέδωσαν καρπούς. Τελικά η επιλογή μου να μετακομίσουμε στα Εξάρχεια μόνο παράλογη δεν ήταν. Τα πρώτα νούμερα από τις περγαμηνές αντιστοιχούσαν σε γράμματα. Άλλη μια παραδοξότητα των περγαμηνών διότι η μέθοδος αυτή χρησιμοποιούταν ευρέως από τους Αρχαίους Έλληνες. Όποτε σε πλήρη αντιστοιχία οι αριθμοί μου έδωσαν το όνομα της περιοχής όπου βρίσκεται η είσοδος. (5,60,1,100,600,5,10,1 = Εξάρχεια).

 

20 Απρίλη

Όλες οι θεωρίες περί κοίλης γης αποδεικνύονται με τα ευρήματα από τις πράξεις. Παρέχουν ακριβείς τοποθεσίες για τις πύλες εισόδου και τα παρακλάδια τους. Αν όλα πάνε καλά σε λίγες μέρες θα κάνουμε το υπέρτατο βήμα προς το άγνωστο.  Το στίγμα που βρήκα δείχνει πως μια πύλη βρίσκεται κάτω από το θεατράκι στον Λόφο Στρέφη, μάλλον κάποια παλιά στοά του παλιού λατομείου αργίλου.  

Η Μαρία θέλει να με ακολουθήσει, όμως δεν ξέρω τι θα γίνει με το παιδί.

 

Όταν τελείωσε την ανάγνωσή και της τελευταίας καταχώρησης, όλο το δωμάτιο άρχισε ξανά να περιστρέφεται και να δημιουργεί μια ατελείωτη σπείρα. Το κεφάλι του χτύπαγε σαν να είχε μέσα του εκατό καμπάνες να χτυπάνε συγχρόνως με μανία. Έκλεισε τα μάτια του και έσφιξε τα δόντια. Αίμα έτρεχε από την μύτη του και η μεταλλική γεύση στο στόμα του του προκαλούσε μια ανηλεής τάση προς εμμέτο.

Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του βρίσκονταν πίσω στην θαλπωρή του μικρού, αποκρουστικού, σαλονιού του. Η μηχανή προβολής είχε σταματήσει να εκπέμπει φως. Προσπάθησε να επανέλθει πλήρως στο τώρα, ήταν ζαλισμένος και η αίσθηση αστάθειας τον έκανε να τρεκλίζει. Είχε μάθει πολλά και μία αχτίδα φωτός είχε ανοίξει μια τρύπα στην ομίχλη του μυαλού του. Παρόλη την ταραχή του και τις σκέψεις του: «Τι στο διάβολο συνέβη τώρα..» ήθελε να συνεχίσει χωρίς χρονοτριβές με το επόμενο σλάιντ.


Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα