Η σκοτεινή ομολογία της Κλάρα Ντόνοβαν - 2. Η αρχή του τρόμου

From the Penguin Classics edition of Melmoth.   


2. Η αρχή του τρόμου




Απ’ όσα σου είπα μέχρι τώρα φυσικά θα αναρωτιέσαι πως και βρίσκομαι σ’αυτην την κατάσταση. Δηλαδή δεμένη και φυλακισμένη σ ’αυτό το ανήλιο μπουντρούμι.
Τι είπες; Δικαίως βρίσκομαι εδώ; Θέλω να γνωρίζεις πως καμία ευθύνη δεν φέρω για το γεγονός που με οδήγησε σ’αυτην την κατάσταση. Το μυαλό μου και η θέληση μου υπήρξαν δέσμια μιας ανίκητης και υποτακτικής δύναμης.
Καιρός όμως είναι να συνεχίσω την ιστορία μου γιατί από ‘δω και πέρα θα καταλάβεις πως η ζωή δεν μου πρόσφερε απλόχερα τύχη και ευτυχία.
Υπήρξα τυχερή μες στην ατυχία μου που η σανίδα είχε βρεθεί στο σημείο ακριβώς που έπρεπε την κατάλληλη στιγμή. Η στεριά δεν ήταν πολύ μακριά, μπορούσα να την δω, και η θάλασσά ήταν ήρεμη και πάλι, ως δια μαγείας και με έναν ακαταλαβίστικο τρόπο για εκείνη την στιγμή, είχε και πάλι ηρεμήσει και γαληνέψει. Ήταν λες και ένα θεϊκό χέρι ήθελε να με σώσει απεγνωσμένα. Προσπάθησα να ξεχάσω τους άνωθεν προβληματισμούς μου μιας και εκείνη την στιγμή είχα πιο σημαντικά θέματα να απασχολούν το μυαλό μου. Αν φυσικά γνώριζα από τότε πως το μυαλό μου θα κυριευόταν από μια αμετακίνητη λήθη, σίγουρα θα άλλαζα τρόπο αντιμετώπισης.
Η σανίδα που βρισκόμουν ύστερα από δύο μοναχικές νύχτες γεμάτες αγωνία, ξεβράστηκε στις λασπωμένες άγνωστες ακτές. Κοντά στο σημείο που βρισκόμουν δεν υπήρχε καμία ανθρώπινη παρουσία, τα αχνά φώτα ενός λιμανιού διέκρινα στο βάθος. Προσπάθησα να σηκωθώ, να πλησιάσω τα φώτα, να μάθω που στο διάολο βρισκόμουν επιτέλους. Οι προσπάθειες μου όμως για την ώρα ήταν αποτυχημένες, το κορμί μου όλο ήταν μουδιασμένο -ίσως από την πολύωρη παραμονή μου στην αφιλόξενη σανίδα ή ίσως από την αναπάντεχη μυστηριώδη τροπή που είχε πάρει η θαρραλέα απόδραση μου. “Αποφάσισα” λοιπόν να παραμείνω στο σημείο που με ξέβρασε η “τύχη” μου.
Δύο ακόμα μέρες πέρασαν ωσότου το κορμί μου να αποκτήσει της πρότερες κινητικές του ικανότητες. Φυσικά ως εκείνη την στιγμή δεν είχα καταφέρει να βάλω κάτι αξιόλογο στο στόμα μου, η πείνα θέριζε το στομάχι μου. Μάζεψα τις λιγοστές μου δυνάμεις και ακολούθησα το μονοπάτι που σίγουρα θα έβγαζε στα αχνά φώτα που είχα δει προ δύο ημερών.
Η διαδρομή μέχρι εκεί φάνταζε ατελείωτη, αν και στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς δίπλα. Δεν άργησα να ακούσω και τις πρώτες ανθρώπινες φωνές. Πίεσα τον εαυτό μου να προσπαθήσει να καταλάβει την πατρίδα της διαλέκτου, την πατρίδα στην οποία η τύχη μου με είχε φέρει. Μάταιά όμως, δεν μπορούσα να καταλάβω πολλά. Ήμουν κατά ένα μεγάλο ποσοστό σίγουρη όμως πως ίσως να επρόκειτο για κάποια αργκό αγγλική διάλεκτος. Μπορεί να μην γνώριζα πολλά από ξένες γλώσσες, όμως οι γεωγραφικές μου γνώσεις ήταν αρκετά καλές ώστε να γνωρίζω πως οι στεριές που έβλεπα από το καράβι θα ανήκαν στα παράλια της Αγγλίας. Αισθάνθηκα ένα δέος μέσα μου, πάντα ήθελα να βρεθώ εδώ, όχι υπό αυτές τις συνθήκες βέβαια.
Το λασπωμένο μονοπάτι έδωσε την θέση του σε ένα, άστατα φτιαγμένο, οδόστρωμα. Πάγκοι μικροπωλητών έκαναν την εμφάνιση τους που είχαν επάνω τους ότι μπορούσε να τραβήξει η όρεξη σου. Φώναζαν με όλη τους την δύναμη έτσι ώστε να μπορέσουν να προσελκύσουν τον λιγοστό κόσμο στον πάγκο τους. Με τρέλαινε όλη αυτή η φασαρία, ήθελα να φύγω από ‘κει μέσα, όχι όμως προτού να άδραζα την ευκαιρία να αρπάξω κάτι, έπρεπε να ικανοποιήσω το στομάχι μου αν ήθελα να επιζήσω σ’ αυτόν τον καινούργιο κόσμο, αν ήθελα να κάνω μια νέα αρχή. Όταν κατάφερα πλέον να βγω από την φασαρία της αγοράς, και αφού μπόρεσα να βάλω στις τσέπες του φθαρμένου ρούχου μου αρκετά πεντανόστιμα φρούτα, προσπάθησα να βρω κάποιο μέρος για να ξαποστάσω. Οι δυνάμεις μου ακόμα ήταν πολύ ασθενικές.
Έχω τον λόγο μου να σου εξιστορώ την συνέχεια με τόση λεπτομέρεια μιας και είναι ο μοναδικός τρόπος να καταλάβεις την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν. Όχι πως προσπαθώ να δικαιολογήσω τις πρόσφατες κατηγορίες, όμως είναι ένας τρόπος να μπεις για λίγο έστω στην ψυχοσύνθεση μου εκείνη την περίοδο, να καταλάβεις ποια ήμουν.
Έσυρα με κόπο το ταλαιπωρημένο μου κορμί ως τις παρυφές ενός μικρού χωριού. Στην πινακίδα έγραφε “Γκρινχίλλ”, παρ όλες τις γνώσεις μου το συγκεκριμένο χωριό δεν το γνώριζα, “πληθυσμός:50 κάτοικοι”. Ήμουν πεπεισμένη πως θα έβρισκα κάπου να ξαποστάσω, υπέθεσα πως οι κάτοικοι του χωριού θα ήταν αυτοί οι άθλιοι μικροπωλητές που είδα στην υπαίθρια αγορά, μαζί με τις οικογένειές τους.
Έχε υπομονή σου ορκίζομαι πως όλη αυτή η περιγραφή θα σου λύσει αρκετές απορίες για την συνέχεια.
Όταν μπήκα μέσα στο χωριό όλο μου το κορμί ρίγησε και ένας πρωτόγονος φόβος συνεπήρε όλο μου το είναι. Μια αύρα θανάτου κάλυπτε σαν πέπλο όλη την περιοχή μπολιασμένη με μια θειώδη μυρωδιά που έκαιγε τα ρουθούνια. Φαινόταν εγκαταλειμμένο.
Κινήθηκα απεγνωσμένα από πόρτα σε πόρτα, χτυπούσα όμως δεν έλαβα από πουθενά καμιά απάντηση. Όλα τα σπίτια ήταν κλειδωμένα και απρόσιτα. Αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση ήταν πως έξω από κάθε πόρτα ένα παράξενο σύμβολο ήταν χαραγμένο. Αν μπορώ να θυμηθώ καλά το σύμβολο απεικόνιζε μια σκοτεινή φιγούρα καλυμμένη με μανδύα κλεισμένη σ ’έναν περίτεχνα στολισμένο κύκλο με παράξενα σύμβολα ολόγυρά του.
Καθώς προχωρούσα όλο και πιο βαθιά μέσα στο χωριό ένιωθα πως κάποιος με παρακολουθούσε, όπου και αν πήγαινα, ότι και αν έκανα, ήταν λες και δύο παγωμένα μάτια βρισκόταν καρφωμένα επάνω μου. Μόλις έφτασα στην πλατεία του χωριού ήρθα αντιμέτωπη μ’ ένα μεγαλειώδες και φρικιαστικό συνάμα δημιούργημα. Στην μέση ακριβώς της πλατείας ένα άγαλμα από γρανίτη έστεκε με την πιο απεχθή και τρομακτική μορφή που είχα συναντήσει στην ζωή μου. Ήταν περίπου 20 μέτρα, αναπαριστούσε μια τερατόμορφη φιγούρα καλυμμένη με μανδύα –προφανώς η ίδια που βρισκόταν χαραγμένη στις πόρτες των σπιτιών-, δύο χέρια σε σχήμα φιδιού έβγαιναν και κρατούσαν ένα βιβλίο, το αποκρουστικό πρόσωπο, δε, έμοιαζε με κάποιο περίεργο κεφάλι ερπετοειδούς. Δεν μπορούσα να κοιτάξω άλλο, η μορφή του μου γεννούσε μια έντονη αναγούλα. Πλησίασα προς την επιγραφή του αγάλματος, μια τετράγωνη μπρούτζινη πινακίδα. Επάνω έγραφε τα εξής: "ο πατέρας όλων, ο μέγα δάσκαλος και προστάτης, ο μέγα αφυπνιστής που μας δίδαξε το μέγα μυστήριο της ζωής - Η ενσάρκωση του θεού Βαρθ”.
Ακόμα και τώρα που λέω σε ’σένα αυτό το όνομα νιώθω την ίδια αίσθηση όπως και τότε. Αυτόν το ακατανίκητο φόβο που διαπερνάει όλη την ραχοκοκαλιά και σε καθηλώνει στο ίδιο σημείο ανήμπορο.
Εντάξει αρκετά, μετά από τόσο καιρό μου είναι πιο εύκολο να επανέλθω. Τότε όμως δεν μου ήταν τόσο εύκολο. Για μια κοπέλα που δεν είχε δει πολλά πράγματα στην μικρή ζωή της, αυτή η παράδοξη αλληλουχία γεγονότων από την στιγμή που μπήκα στο καταραμένο καράβι ήταν πάρα πολύ φορτική.
Εκείνη την στιγμή και ενώ στεκόμουν σαν στήλη άλατος μπροστά στο φρικιαστικό δημιούργημα, άκουσα μια φωνή. Δεν κατάλαβα στην αρχή από που ερχόταν και απόρησα μιας και μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχα δει κανέναν στο χωριό. Το άκουσμα ξανά της φωνής με έβγαλε από τον λήθαργο του φόβου.
«Κυρία, κυρία…σας παρακαλώ βοηθήστε με».
Γύρισα ολόγυρα μου για να εντοπίσω από που προερχόταν αυτή η παιδική φωνή. Απέναντι ακριβώς από το άγαλμα βρισκόταν ένας δρόμος που στο βάθος οδηγούσε σε μια μοναδική πόρτα. Θα ορκιζόμουν πως ο συγκεκριμένος δρόμος δεν υπήρχε πριν, όμως δεν ήμουν και απολύτως σίγουρη μιας και ο έντονος φόβος που με κατέβαλε εμπόδιζε την ορθή σκέψη μου. Η φωνή ακούστηκε ξανά και τώρα ήμουν βέβαιη πως προερχόταν από το βάθος του δρόμου. Προχώρησα διστακτικά. Όσο περπατούσα ένιωθα το τοπίο να αλλάζει, τα πάντα να γυρνάνε γύρω μου, όμως κάτι με τραβούσε σαν μαγνήτης προς την κατεύθυνση της πόρτας. Μετά από δέκα βασανιστικά βήματα έφτασα στο κατώφλι της πόρτας. Τώρα άκουσα ακόμα πιο καθαρά την φωνή να λέει: «Κυρία, κυρία…βοηθήστε με». Αυτή την φορά όμως ακολούθησε και ένα ανατριχιαστικό γέλιο. Πάγωσα, γύρισα για να φύγω όμως πίσω μου το πέρασμα είχε κλείσει. Στην θέση του υπήρχε ένας τοίχος από τούβλα, είχα εγκλωβιστεί ανάμεσα σ’ αυτόν και την πόρτα.
Από το βλέμμα σου βλέπω πως δεν με πιστεύεις, όμως αυτή είναι η αλήθεια.
Τι είπες; Πολλά πράγματα ήμουν στην ζωή μου, όμως ποτέ ψεύτρα. Εσύ ήσουν αυτός που θέλησες να μάθεις την ιστορία μου. Θα δεις πως στο τέλος θα πιστέψεις και ’συ.

 

Σχόλια

Τα καλύτερα