Ανείπωτα Μυστικά - 10

Ball's Pyramid by Guy Maestri


Επίλογος


Ο Κοπέρνικος άνοιξε με δυσκολία τα μάτια του. Το κορμί του πονούσε ολάκερο και προσπαθούσε να κατανοήσει αν όλα αυτά που είχε βιώσει ήταν αλήθεια ή ψέματα. Αν γνώριζε εξαρχής πως το αντίτιμο για να επαναφέρει τις μνήμες του, αν ήταν οι δικές του φυσικά, θα ήταν να ζήσει μια φρικιαστική αναπαραγωγή του θανάτου των γονιών του απ’ τα ίδια του τα χέρια, θα το ξανασκεφτόταν προτού πιστέψει τα γραφόμενα του άγνωστου ‘’θείου’’ και χρησιμοποιήσει το καταραμένο μηχάνημα προβολής.

Οι κόρες των ματιών του πονούσαν καθώς περίστρεφε το βλέμμα του στο γνώριμο σαλόνι του. Το καταλάβαινε πως πλέον τίποτα δε θα ήταν ίδιο και τα πάντα θα μπορούσαν να είναι και μια οφθαλμαπάτη. Με δυσκολία κατάφερε να σηκωθεί απ’ το πάτωμα, τρέκλιζε σαν μεθυσμένος καθώς προσπαθούσε να επανέλθει σωματικά και ψυχικά. Το βλέμμα του έπεσε στην μηχανή προβολής και ένας θυμός τον κατέκλεισε, θεωρώντας την υπεύθυνη για τα δεινά του. Στη πραγματικότητα, όμως, ήταν οργισμένος με τον εαυτό του και φυσικά με τον ‘’θείο’’. Πλησίασε το μηχάνημα με καταστροφικές διαθέσεις.

Ένιωθε έτοιμος να το διαλύσει με τα γυμνά του χέρια, ώσπου είδε αυτό που δε περίμενε να δει, ή μάλλον, αυτό που δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Το βιβλίο που τον είχε μετατρέψει σε δολοφόνο ήταν εκεί, στεκόταν αλώβητο και ανεπηρέαστο στο πάτωμα, δίπλα απ’ το τραπεζάκι που φιλοξενούσε τη μηχανή προβολής. Όλα τα γεγονότα που βίωσε με τη θέαση του τελευταίου σλάιντ πέρασαν μπροστά απ’ τα μάτια του. Γονάτισε καταβεβλημένος και άρχισε να ουρλιάζει. Ήθελε να ξεριζώσει τα μάτια του, να αχρηστεύσει τον εγκέφαλό του. Ξανά και ξανά έβλεπε τον απεχθή τρόπο με τον οποίο είχε σκοτώσει τους γονείς του, την παρακμή του εαυτού του και πως είχε καταλήξει να γίνει δέκτης εκείνης της αφύσικης δύναμης. Μια δύναμη που δεν ένιωθε να ρέει μέσα του πια.

Το σήκωσε από το πάτωμα και το περιεργάστηκε. Δε μπορούσε να νιώσει τίποτα. Όλη αυτή η κεραυνοβόλα δύναμη δεν υπήρχε μέσα του. Χάρηκε μα και απογοητεύτηκε συγχρόνως. Αυτή η έλλειψη δύναμης τον έκανε να νομίζει πως ίσως δεν είχε βλάψει τους γονείς του, πως ίσως να μην είχε πραγματοποιήσει όλες αυτές τις απεχθείς επικλήσεις. Μα απ’ την άλλη όλη αυτή η δύναμη του είχε χαρίσει μια ανίκητη αύρα που τον έκανε να την αποζητά, σαν εξαρτημένο που ζητά απεγνωσμένα τη δόση του. Πήγε να το ανοίξει μα μια αόρατη δύναμη έκλεισε το βιβλίο με τέτοια δύναμη που τα μαλλιά του ανέμισαν. Ξαναπροσπάθησε με το ίδιο αποτέλεσμα. Ο μισός εαυτός του τον πρότρεπε να το σκίσει σε πολλά μικρά κομμάτια, να καθίσει στον καναπέ και να κατεβάσει δύο-τρία ποτήρια ουίσκι και να προσπαθήσει να ξεχάσει όλο αυτό το φιάσκο, προσποιούμενος πως επρόκειτο για κακόγουστη φάρσα. Το άλλο μισό όμως, αυτό που δε μπορούσε να ελέγξει, απαιτούσε από τον ίδιο να το κρατήσει σφιχτά επάνω του, να γίνει ένα με το βιβλίο και να προσπαθήσει να ξεκλειδώσει τις αρετές του και τις δικές του δυνάμεις. Μια παλινωδία αντικρουόμενων μηνυμάτων βομβάρδιζε τον εγκέφαλό του προκαλώντας του έναν αφοπλιστικά επώδυνο πονοκέφαλο.

Τις διχασμένες σκέψεις του ήρθε να διακόψει ο χτύπος από το κουδούνι της πόρτας. Τον οποίο ακολουθήσαν και άλλοι πέντε, ανά διαστήματα μισού δευτερολέπτου ο καθένας. Κάθε χτύπος προκαλούσε και άλλο ένα σοκ στην ήδη επιβαρυμένη του κατάσταση. Ήθελε να σταματήσει άμεσα αυτός ο θόρυβος. Κινήθηκε ημιτρεκλίζοντας προς τη πόρτα και κάθισε από πίσω της παίρνοντας δύο μεγάλες ανάσες. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας μα δεν μπορούσε να δει κανέναν. Κατέβασε όλο το υβριστικό λεξιλόγιο που γνώριζε προς τον άγνωστο και άφαντο επισκέπτη και συνέχισε ώσπου άλλοι πέντε χτύποι, με την ίδια συχνότητα, ακούστηκαν. Ταχύτατα έβαλε το μάτι του στην οπή της πόρτας μα και πάλι το μόνο που μπόρεσε να δει ήταν ο γκρίζος τοίχος του εξωτερικού διαδρόμου. Με τα νεύρα του έτοιμα να σπάσουν έπιασε το πόμολο της πόρτας και το κατέβασε με τέτοια δύναμη που ήταν έτοιμο να φύγει από τη θέση του. Η πόρτα άνοιξε και ενώ ήταν έτοιμος να τη κλείσει πάλι, αφού κανένας δεν ήταν από πίσω, κάτι την σταμάτησε. Ήταν ένα παπούτσι που εμπόδιζε το κλείσιμό της. Ο Δημήτρης ξεκίνησε και πάλι τις βλασφήμιες και την άνοιξε, οργισμένα, για άλλη μια φορά.

Αυτή τη φορά όμως ήταν όντως κάποιος πίσω από τη πόρτα. Ένας περίεργος και σκοτεινός τύπος. Φορούσε ένα μαύρο μανδύα και το πρόσωπό του αχνοφαίνοταν κάτω από την κουκούλα. Ο Δημήτρης είχε σαστίσει, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, δεν ήξερε αν έβλεπε κάποιο όνειρο και αν στη τελική όλο αυτό που ζούσε ήταν κάποιο διεστραμμένο σχέδιο. Η στεντόρεια φωνή διέκοψε τις σκέψεις του.

«Δε θα με αφήσεις να περάσω, Δημήτρη;»

Δεν ήξερε τι έπρεπε να πει, τι έπρεπε να κάνει, μόνο ψέλλισε «ποιος…ποιος είσαι εσύ;»

Ένα γελάκι ακούστηκε κάτω από τη κουκούλα και με την ίδια στεντόρεια φωνή είπε: «Αγαπητό μου αγόρι. Εγώ είμαι ο “θείος” σου. Εσύ όμως τώρα μπορείς να με φωνάζεις σκέτο Δρ.».

Στο άκουσμα του “θείου” ένιωσε ένα αίσθημα βαριάς δυσφορίας να του καταπλακώνει το στέρνο και μια υποψία φόβου και τρόμου τον έκανε να ανατριχιάσει σύγκορμος. Σαν υπάκουο στρατιωτάκι, χωρίς να μπορεί να καταλάβει ποια δύναμη υποκινούσε το σώμα του, παραμέρισε για να περάσει μέσα ο Δρ. Σε κάθε του βήμα μπορούσε να ακούσει ψιθύρους. Δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν, μα ήταν σίγουρος πως κάπου τους είχε ξανακούσει. Ο Δρ. προχώρησε προς το κέντρο του σαλονιού και σταμάτησε, μαζί του σταματήσαν και οι ψίθυροι μες στο κεφάλι του Δημήτρη. Έκλεισε την πόρτα και κινήθηκε κι αυτός προς το σαλόνι χωρίς και πάλι να ελέγχει ο ίδιος τις κινήσεις του σώματός του. Στάθηκε απέναντι από τον Δρ. ευθυτενείς, περιμένοντας την επόμενη κίνησή του. Ο Δρ. γύρισε προς το μέρος του και κατέβασε, με αργό τρόπο, την κουκούλα του αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του. Ο τρόμος που είχε νιώσει πριν ο Δημήτρης δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό. Η εκτρωματική μορφή τον κοιτούσε και εκείνος ήταν έτοιμος να ουρλιάξει, να φύγει μακριά από τον εφιάλτη. Μα και πάλι δε μπορούσε να κουνήσει ούτε έναν μυ, ήταν καθηλωμένος στο ίδιο σημείο, αναγκασμένος να αντικρίζει την προσωποποίηση του τρόμου.

Το πρόσωπό του ήταν σκαμμένο και πρόσδιδε μια επιπλέον δαιμονική χροιά στο παρουσιαστικό του. Από τις μικροσκοπικές σχισμές των ματιών του μπορούσε να αχνοφανεί το κιτρινωπό τοίχωμα του ματιού και η μαύρη ίριδα που εξέπεμπε μία αφοπλιστικά μαγνητική αύρα. Από την μικρή οπή του στόματός του φαίνονταν τα μυτερά του δόντια. Ο Δημήτρης προσπάθησε να απομακρυνθεί μα πλέον το σώμα του δε τον υπακούσε, ήταν παραδομένο σε οποιαδήποτε αόρατη δύναμη επενεργούσε επάνω του. Όταν ο Δρ. ξεκίνησε να του μιλάει, μπορούσε να νιώσει τις λέξεις του να εισβάλλουν στο κεφάλι του. Κάθε του λέξη τον οδηγούσε όλο και πιο κοντά στην απελπισία και την τρέλα.

«Δημήτρη παιδί μου, επιτέλους συναντιόμαστε. Δε μπορείς να φανταστείς πόσο καιρό περίμενα γι’ αυτήν ακριβώς την στιγμή. Βλέπω πως έχεις το βιβλίο μαζί σου. Πολύ ωραία».

Ήταν αλήθεια πως ο Δημήτρης όλη αυτήν την ώρα δεν είχε αφήσει το βιβλίο απ’ τα χέρια του. Τον άκουγε υπνωτισμένος, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ούτε μια λέξη. Η ίδια αφοπλιστική δύναμη που του είχε κλειδώσει το σώμα και το μυαλό ήρθε ξανά, κι αυτή τη φορά δούλεψε με τελείως αντίστροφο τρόπο. Απελευθερώνοντας συγκεκριμένα σημεία του σώματός του, απαραίτητα ώστε να μιλήσει στον Δρ. Χωρίς να έχει επίγνωση του τι θα μπορούσε να προκαλέσει ο χείμαρρος από ερωτήσεις που στροβίλιζαν το μυαλό του ή αν θα έπαιρνε κάποια εξήγηση, άρχισε να τις φτύνει απρόσκοπτα προς τον τερατώδη Δρ.

«Ποιος είσαι εσύ; Τι μου έχεις κάνει; Τι απέγιναν οι γονείς μου; Τι απ’ όλα αυτά είναι αλήθεια; Τι είναι αυτό το βιβλίο;»

Πολλές ερωτήσεις από έναν άνθρωπο απελπισμένο και τρομοκρατημένο. Ως άμεση απάντηση το εφιαλτικό γέλιο του Δρ. πάγωσε το αίμα του και η ίδια δύναμη τον καθήλωσε ξανά.

«Γλυκό μου παιδί… έχεις τόσες πολλές ερωτήσεις και δυστυχώς ο χρόνος δεν είναι υπέρ μας. Πίστευα πως θα έχεις μάθει αρκετά από τα χωροχρονικά ταξίδια σου στο παρελθόν, πίστευα πως θα έχεις καταλάβει πως όλα αυτά είναι η αλήθεια. Το μηχάνημα του πατέρα σου βοήθησε σε αυτό, φυσικά με κάποιες παρεμβάσεις από μέρος μου ώστε να μπορέσεις να αλληλοεπιδράσεις με το παρελθόν σου. Εγώ είμαι ο αφυπνιστής σου και αυτός που θα φροντίσει να εκπληρωθεί η θεϊκή επίκληση. Είμαι αυτός που καθοδήγησε και βοήθησε τους γονείς σου σε όλες αυτές τις μυθικές ανακαλύψεις ώστε να ξεκλειδώσουν τα μυστήρια των θεϊκών κόσμων. Και συ είσαι το κλειδί για να εκπληρωθεί το έργο των γονιών σου, είσαι ο εκλεκτός.

»Οι γονείς σου νομίζω γνωρίζεις καλύτερα απ’ τον καθένα τι απογίναν. Τα ίδια σου τα χέρια και το έμφυτο μένος σου τους σκότωσε. Φυσικά ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει, είχαν αποκλίνει από την αποστολή τους. Και συ ήσουν ο ιδανικός για να επιφέρεις την τάξη και να την ολοκληρώσεις, έπρεπε να προβλέψω όμως την αδυναμία του ανθρώπινου εγκέφαλού σου να αντέξει την δοκιμασία. Γι’ αυτό και έπεσες στην αδρανή κατάσταση τόσο καιρό. Μα τώρα βρήκες το Κονράκιουμ, την μεγάλη βίβλο των Θεών, ξανά και το ‘χεις μαζί σου. Τώρα είναι η ώρα σου να συμβάλεις στην έλευση των Θεών και να ενώσουμε τους κόσμους μας μια για πάντα».

Κάθε του πρόταση και μια σουβλιά στο κεφάλι του Δημήτρη, κάθε του αλήθεια και μια πρόκα στην καρδιά. Είχε λάβει τόσες πληροφορίες που δεν ήξερε αν μπορούσε και αν ήταν εφικτό να τις διαχειριστεί. Το μόνο που ήθελε να πει ήταν γιατί… γιατί αυτός ήταν ο εκλεκτός… πως είχε γίνει από ένα τίποτα εκλεκτός. Χωρίς να μπορεί να εκφράσει τον πόνο του και τις απορίες του, ο Δρ. έπιασε με δύναμη το δεξί του χέρι και το τράβηξε. Τα γαμψά του νύχια ήταν έτοιμα να σκίσουν την σάρκα του. Ο ψυχικός και σωματικός πόνος ήταν αφόρητος, υπό άλλες συνθήκες το κορμί του θα τον είχε εγκαταλείψει, μα όχι τώρα, τώρα το έλεγχο τον είχε εκείνος. Του έδειξε το χαραγμένο σύμβολο στον δεξί του πήχη και του είπε: «αυτό το σημάδι είναι που σε κάνει εκλεκτό. Αυτό!», και ένιωσε τα νύχια του να εισβάλουν στο δέρμα του. Πήρε από τα ανήμπορα χέρια του το βιβλίο και τον έκρυψε κάτω από τον μανδύα.

«Και τώρα ήρθε η ώρα για τον τελικό μας προορισμό», είπε με επιτακτικό τόνο. Από το εσωτερικό του μανδύα του έβγαλε ένα ασημένιο φλασκί. Επάνω του είχε χαραγμένο ένα σύμβολο: μια σφαίρα μέσα σε μια άλλη σφαίρα και γύρω τους ένα φωτοστέφανο. Με σπασμωδικές κινήσεις που ταίριαζαν σε μαριονέτα, ο Δημήτρης πήρε το φλασκί και ήπιε μονορούφι το περιεχόμενο. Η επίδρασή του ήταν άμεση. Ένιωθε το κεφάλι του να βαραίνει, οι αισθήσεις του να το εγκαταλείπουν και το πνεύμα του να αποκολλιέται από το σώμα του. Μπορούσε να δει αμέτρητες πύλες να ανοίγονται μπροστά του, ένας λαβύρινθος με άπειρες προεκτάσεις και αμέτρητες εκδοχές. Ο Δρ. κρατώντας του το χέρι τον οδήγησε προς την σωστή κατεύθυνση.

Η πύλη τους έβγαλε πάνω σε ένα απομονωμένο κομμάτι βράχου. Βρίσκονταν πάνω στην πυραμίδα το Μπόλ, ένα διαβρωμένο ηφαιστιογενές απομεινάρι. Απομεινάρι της νήσου Λορντ Χάου και της βυθισμένης ηπείρου, την Τασμαντίδα. Η πυραμίδα ήταν ένα φαντασμαγορικό κομμάτι βράχου που έστεκε αγέρωχο πάνω απ’ το νερό. Ο Δημήτρης ακολουθούσε τον Δρ. προς την κορυφή νιώθοντας δέος σε κάθε του βήμα, η θαλασσινή αύρα τον αναζωογονούσε. Ήταν σαν να είχε ξεχάσει προς στιγμήν τον λόγο και τον τρόπο που είχε έρθει ως εδώ. Μα δε μπορούσε να μην θαυμάσει την αγέρωχη και πρωτόγονη ομορφιά του τοπίου, την αψεγάδιαστη μορφολογία της πυραμίδας - ήταν λες και δεν είχε δημιουργηθεί από τις επιπτώσεις της γης, μα σαν κάποιος να το είχε φτιάξει. Συνέχιζε να προχωρά προς την κορυφή, χωρίς ακόμα να έχει τον έλεγχο των κινήσεών του. Όταν φτάσανε στην κορφή ένας επίπεδος πέτρινος τοίχος υψώνονταν ως τον ουρανό. Ένας πέτρινος τοίχος που βρισκόταν σε κείνο το σημείο χωρίς καμιά εξήγηση και αιτία. Ο Δημήτρης σκέφτηκε πως τίποτα πλέον δε θα μπορούσε να ‘χει λογική εξήγηση και αιτία. Χωρίς να του μιλήσει ο Δρ. στράφηκε προς τον τοίχο, ύψωσε τις παλάμες του και τις χτύπησε τρεις φορές πολύ δυνατά. Ο τοίχος και η πυραμίδα σείστηκαν με δύναμη και στην επιφάνεια του τοίχους άρχισε να σχηματίζεται μια τρύπα. Σιγά-σιγά άρχισε να παίρνει μορφή, ώσπου σχηματίστηκε πάνω στον βράχο μια τρύπα με ανθρώπινη μορφή. Ο Δρ. χωρίς να χρειάζεται να μιλήσει έδειξε στο Δημήτρη την τρύπα στον τοίχο υπονοώντας πως έπρεπε να την περάσει. Έβγαλε το βιβλίο και το άνοιξε με ευκολία. Ένας υπόκωφος αχός ακούστηκε και μια πελώρια φωτεινή δέσμη βγήκε απ’ το βιβλίο. Ο Δημήτρης ξεκίνησε να κινείτε προς τα ‘κει υπό την επήρεια της δύναμης που είχε καταλάβει το σώμα του. Άκουγε τον Δρ. να ψέλνει δυνατά, ψαλμούς χωρίς συνοχή. Με την ψαλμωδία η φωτεινή δέσμη δημιουργούσε στον ουρανό μια τεράστια σπείρα. Καθώς προχωρούσε όλο και πιο κοντά στην τρύπα ο Δημήτρης έβλεπε τη σπείρα και θα ορκιζόταν πως μπορούσε να διακρίνει μέσα της ένα ιπτάμενο αντικείμενο να αιωρείται στο αχανές διάστημα. Έφτασε μπροστά στην τρύπα και κοντοστάθηκε για λίγο και άκουγε μια φωνή να τον καλεί με το προσωνύμιό του απ’ το βάθος, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι απ’ το μέτωπό του, πριν ξεκινήσει να προχωράει μες στην τρύπα. Η τρύπα ήταν ακριβώς στα μέτρα του, είχε καλύψει κάθε σπιθαμή του σώματός του στην εντέλεια, χωρίς το παραμικρό διάκενο. Προχωρούσε με τρόμο προς το άγνωστο ακούγοντας την ψαλμωδία να συνεχίζεται έξω.

Προχωρούσε για αρκετή ώρα, νιώθοντας την τρύπα να μεγαλώνει και τα άκρα του να επεκτείνονται σταδιακά. Δε μπορούσε όμως να νιώσει τίποτα. Ώσπου οι ψαλμωδίες πλέον ακούγονταν αχνά και οι δυνάμεις που τον είχαν καταλάβει δεν είχαν πια ισχύ. Πανικοβλήθηκε. Μπροστά του έβλεπε μόνο το απόλυτο σκοτάδι και δε μπορούσε να πραγματοποιήσει ανάστροφη για να βγει από ‘κει μέσα. Προσπάθησε να περπατήσει ανάποδα μα το κορμί του ήταν εγκλωβισμένο. Η ιδιομορφία της τρύπας ήταν μοναδική. Σμιλεμένη με τέτοιο τρόπο που επέτρεπε την κίνηση μόνο προς τα μπρος, προς το άγνωστο. Χωρίς να έχει κάποια άλλη λύση προχώρησε όλο και πιο βαθιά. Απελευθερωμένος πλέον απ’ την δεσμευτική δύναμη, μπορούσε τώρα να νιώσει τον πόνο που προκαλούσε η επέκταση των άκρων του. Σε κάθε βήμα η τρύπα μεγάλωνε και το κορμί του εξομοιωνόταν στην μορφολογία της. Το κάθε άκρο του και ο λαιμός του τεντώνονταν σε σημείο που υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα. Η παραμόρφωση συνεχιζόταν με τον πόνο να γίνεται όλο και πιο έντονος. Ώσπου έφτασε στην άλλη μεριά του τοίχους. Τώρα βρισκόταν στο διάστημα, πάνω στο αντικείμενο που είχε δει να αιωρείται μέσα από την σπείρα, το ‘Ομούαμούα. Το αιωρούμενο απομεινάρι από τον μετεωρίτη που έφερε για πρώτη φορά στον πλανήτη γη τους Θεούς.

Πολύ αχνά μπορούσε ξανά να ακούσει τον Δρ. να ψέλνει. Αιωρούνταν στο διάστημα, με τα επιμηκυμένα άκρα του να κινούνται ασύγχρονα. Ένας βρυχηθμός ακούστηκε και ένα πελώριο αστρικό σύννεφο άρχισε να σχηματίζεται. Το σύννεφο αρχίσει να τον περικλείει και μπορούσε να δει πολύ καθαρά εικόνες από πελώρια κτίσματα αόριστης αρχιτεκτονικής πάνω σε ένα άνυδρο και αφιλόξενο μέρος. Ένα τεράστιο πλοκάμι βγήκε μέσα από το νέφος, διαπέρασε το παραμορφωμένο σώμα του και από την πύλη που είχε ανοιχτεί έφτασε ως τον Δρ. διαπερνώντας και το δικό του κορμί.

Ο Δρ. αφέθηκε με ευχαρίστηση στον επικείμενο θάνατό του. Είχε ολοκληρώσει την αποστολή του. Είχε καταφέρει να ολοκληρώσει με επιτυχία την επίκληση και ήξερε πως θα είχε την εύνοια των Θεών.

Για άλλη μια φορά η επέλαση των Θεών θα έφερνε την αλλαγή στον κόσμο. Θα συνέχιζαν το έργο που είχαν αφήσει στη μέση.


ΤΕΛΟΣ


Σχόλια

Τα καλύτερα