Η χαμένη διαθήκη - 12 (2ο μέρος)
12.
2ο Ιντερλούδιο (μέρος 2ο)
Ο Μπιλ, η Μάρθα και τα υιοθετημένα παιδιά τους, ο Στίβεν και ο Πίτερ, είχαν μπει μες στο σπίτι. Το οποίο τους πρόσφερε κάτι παραπάνω από μία στέγη πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τους πρόσφερε ένα καταφύγιο από το αδυσώπητο μένος των κατοίκων του Γκρίνγουντ.
Και ενώ η Μάρθα προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την σκόνη αιώνων και να καταφέρει να μετατρέψει το χάος σε ένα κατοικήσιμο και φιλόξενο μέρος, ο Μπιλ βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην παράνοια.
Η εμμονική μανία πως τα δύο παιδιά, που εμφανίστηκαν ξαφνικά μέσα απ’ τον βαλτότοπο, ήταν υπεύθυνα για όλα τα δεινά που τραβούσαν οι κάτοικοι μα και οι ίδιοι, τον είχε παραλύσει. Προσπαθούσε να βρει κάποιον τρόπο για να τα ξεσκεπάσει μπρος στα μάτια της γυναίκας του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς επαρκή στοιχεία. Μα και αν τα είχε, δεν ήξερε αν η Μάρθα θα μπορούσε να αντέξει την σκληρή αλήθεια και να αναγκαστεί να πάρει ακραία μέτρα για τα “παιδιά” της. Ακραία μέτρα τα οποία ο Μπιλ είχε υποσχεθεί να πάρει παρόλα τα εμπόδια. Χωρίς να το γνωρίζει όμως ακόμα, θα έμπλεκε σε ένα δόλιο σχέδιο, το οποίο θα κατανάλωνε τις ψυχές τους.
Καθώς οι ώρες διαδέχονταν τις μέρες και οι μέρες τα χρόνια, οι ζωές και των τεσσάρων συνεχίζονταν. Ο Μπιλ είχε καταφέρει να βρει κάποια μυστικά του σπιτιού, όχι μόνος του, μα, με την βοήθεια ενός βιβλίου που είχε καταφέρει να βρει χωμένο σε κάποια κρυφή εσοχή της αχανούς βιβλιοθήκης. Η Μάρθα είχε καταφέρει να μετατρέψει την φυλακή και το καταφύγιό τους σε ένα αξιοπρεπές κατάλυμα, είχε ρίξει τόνους ιδρώτα στο να καλλωπίσει τον απεριποίητο κήπο, τα ανθισμένα λουλούδια είχαν γίνει το νέο της πάθος, τα χρώματα και η μυρωδιά τους την αναζωογονούσαν. Η χαρά της ήταν απερίγραπτη. Μα δεν οφειλόταν μονάχα στα επιτεύγματά της μες στο σπίτι, μα και στο γεγονός πως επιτέλους είχε καταφέρει να συλλάβει ένα παιδί. Ένιωθε μόνη της όμως καθώς έβλεπε τον Μπιλ να απομακρύνεται, όλο και πιο πολύ, σωματικά και ψυχικά.
Ο Στίβεν και ο Πίτερ όμως, έμοιαζε να μην επηρεάζονται από τις κακουχίες και τα χρόνια που περνούσαν. Μια ακόμη λεπτομέρεια στο βουνό της παράνοιας στο κεφάλι του Μπιλ. Είχαν παραμείνει ολόιδιοι, όπως την μέρα που είχαν εμφανιστεί μπροστά του. Η Μάρθα όμως δεν έδινε σημασία σε τέτοιες εξόφθαλμες λεπτομέρειες, ειδικά απ’ την στιγμή που αυτά ήταν τα μοναδικά παιδιά που είχε, ως την έλευση φυσικά του ‘’δικού’ τους’’ παιδιού.
Από την μέρα που ο Μπιλ είχε βρει το βιβλίο, ξεκίνησε να βλέπει πράγματα που πριν, θα έδινε όρκο, δεν ήταν εκεί. Το πρωί ένιωθε σκιές να τον καταδιώκουν, οι τρίχες στον σβέρκο του ορθώνονταν από την κρύα ανάσα πάνω του. Το βράδυ ο ύπνος του είχε μετατραπεί σε άθλο, γυρόφερνε για πολλές ώρες προτού σηκωθεί ορθός και τρομοκρατημένος από τις ύπουλες φωνές μες στο κεφάλι του. Φωνές που τον συμβούλευαν να σκοτώσει την γυναίκα του, το αγέννητο παιδί τους και να τερματίσει την ζωή του. Ένιωθε, και ήταν, μόνος του σε όλο αυτό το μαρτύριο. Η Μάρθα αρνιόταν πεισματικά να δει τα σημάδια. Είχε κλειστεί σε μια εύθραυστη φούσκα, με μοναδική της έγνοια τα θετά παιδιά της, μα πιο πολύ το παιδί που είχε μες στην κοιλιά της.
Ο Στίβεν και ο Πίτερ έκαναν ό, τι περνούσε απ’ τα χέρια τους για να προετοιμάσουν το πεδίο. Είχαν λάβει σαφείς οδηγίες, που αν κατάφερναν να τις φέρουν εις πέρας θα μπορούσαν να αποκτήσουν μια περίοπτη θέση δίπλα στο αφεντικό τους. Το Γκρίνγουντ είχε γίνει δικό τους και τώρα έμενε να ανοίξουν την πύλη. Είχαν στιγματίσει τους τοίχους και τα κουφώματα με μαγικές σφραγίδες, με σκοπό να παγιδεύσουν τα “θύματά” τους μες στο σπίτι και να τα κατευθύνουν προς τις σωστές αποφάσεις. Το μοναδικό εμπόδιο στην εκπλήρωση της αποστολής τους ήταν το επερχόμενο μωρό του ζευγαριού. Τα αρχαία κείμενα κάναν λόγο για ένα παιδί, φρούτο ενός διακαούς πόθου και ενός διχασμένου ζευγαριού, το οποίο θα έφερνε την καταδίκη όλων των υπόγειων βδελυγμάτων, θα τους καταδίκαζε όλους σε μια κόλαση χωρίς διαύλους επικοινωνίας με τον άνω κόσμο, χωρίς να μπορούν να δελεάσουν και να καταδικάσουν το αγαπημένο τους είδος, τους ανθρώπους, και να κερδίσουν βαθμούς και γαλόνια που θα τους έφερναν ψηλότερα στην ιεραρχία.
Ο Μπιλ διαισθανόταν το σατανικό σχέδιο των παιδιών. Γνωρίζοντας πως όλο αυτό το βάρος θα έπρεπε να τα σηκώσει μόνος του, αποφάσισε να φυγαδεύσει την Μάρθα, έστω και με το ζόρι. Είχε προετοιμάσει αναλόγως το αριστερό δωμάτιο του σπιτιού. Είχε εφοδιάσει το δωμάτιο με ξηρά τροφή, αρκετή για δύο εβδομάδες και νερό. Είχε καταφέρει κρυφά να ενισχύσει την πόρτα και τον ξύλινο μπουφέ στο εσωτερικό. Στον κήπο είχε βρει αρκετά κομμάτια μαρμάρου, ένα απ’ αυτά έγινε το ιδανικό στοιχείο για να δημιουργήσει με τον μπουφέ ένα αξιοπρεπές φράγμα.
Τα πρώτα βράδια, απ’ όταν ο Μπιλ πήρε την απόφαση να φυγαδεύσει την Μάρθα, κύλισαν ήρεμα, χωρίς κάποια ύπουλη κίνηση απ’ τα παιδιά. Ο Μπιλ στεκόταν άγρυπνος φρουρός έξω απ’ την πόρτα, είχε εκτελέσει με ακρίβεια ένα ξόρκι προστασίας, στεκούμενος μέσα σε έναν κύκλο προστασίας από αλάτι, όπως είχε διαβάσει μες στο αρχαίο βιβλίο. Οι οδηγίες που είχε δώσει στην γυναίκα του ήταν: να αμπαρώσει την πόρτα με τον ενισχυμένο μπουφέ και να μην βγει απ’ το δωμάτιο ό, τι και αν ακούσει, ούτε για να τον βοηθήσει. Καθώς καθόταν έξω απ’ το δωμάτιο, ο Μπιλ γινόταν μάρτυρας όλων των σκοτεινών υποχθόνιων σχεδίων. Άκουγε ψιθύρους που μετατρέπονταν σε δυνατές φωνές και μετά σε υστερικές κραυγές και γέλια. Έβλεπε να χαράζονται με αίμα στους τοίχους ακατανόμαστα σύμβολα και σατανικές σφραγίδες που τις είχε δει μόνο στο βιβλίο που κατείχε. Άκουγε δυνατούς θορύβους, τριξίματα και ήχους σκαψίματος, βηματισμούς που προέρχονταν μέσα απ’ τους τοίχους. Όλα αυτά αντηχούσαν σε όλο το σπίτι, μα πιο πολύ μες στο κεφάλι του. Ήθελε να σταματήσουν, αν μπορούσε θα ξερίζωνε το κεφάλι του και θα έδινε ένα βίαιο τέλος στην ζωή του, μα είχε χρέος απέναντι στην αγαπημένη του Μάρθα και στο αγέννητο παιδί τους.
Την πέμπτη ημέρα, όμως, ένιωσε τα πάντα να αλλάζουν και το τέλος να πλησιάζει με γρήγορους ρυθμούς. Η θερμοκρασία μες στο σπίτι είχε ανέβει πολύ, το ένιωθε στο σώμα του, και ένα πέπλο ομίχλης άρχισε να καλύπτει τον δεύτερο όροφο και να τον πλησιάζει. Μέσα απ’ την ομίχλη τότε άκουσε βήματα να πλησιάζουν, βήματα προερχόμενα από δύο σκιές. Ήξερε ποιοι ήταν!
Οπλίστηκε με θάρρος και σηκώθηκε όρθιος, κρατώντας ένα τεράστιο λοστό και με τα δυο του χέρια. Οι σκιές πλησίαζαν, ο βηματισμός τους γινόταν όλο και πιο έντονος και ηχηρός. Μέσα απ’ την ομίχλη τότε βγήκαν ο Στίβεν και ο Πίτερ, μόνο που ήταν και δεν ήταν αυτοί. Τα πρόσωπά τους ήταν αλλοιωμένα, το κορμί τους είχε καμπουριάσει και σκληρύνει, τα νύχια των ποδιών και των χεριών τους είχαν μακρύνει, ήταν μαύρα και κυρτά και τα μάτια τους είχαν μια έντονη κίτρινη απόχρωση. Τον κοίταξαν με μίσος και έβγαλαν δυνατές κραυγές κοιτώντας ψηλά στο ταβάνι, λες και μοναχικοί λύκοι αλυχτούν στο ολόγιομο φεγγάρι.
Ο Μπιλ, χωρίς να κάνει ούτε ένα βήμα πίσω και δίχως κανέναν φόβο, σήκωσε τον λοστό και χτύπησε τα δύο βδελύγματα που ήταν τα θετά παιδιά του. Και συνέχισε να τα χτυπά με μένος, ξανά και ξανά, ακόμα και όταν αυτά είχαν γονατίσει στο πάτωμα. Η Μάρθα άκουγε τις φωνές, μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι, έπρεπε να ακολουθήσει τις οδηγίες του Μπιλ. Παρέμεινε κουλουριασμένη στο κρεβάτι της, ακούγοντας τις μιαρές φωνές να ενώνονται με τα αγκομαχητά μίσους του άντρα της.
Καθώς οι εκτρωματικές μορφές του Πίτερ και Στίβεν κείτονταν στο πάτωμα, μπρος στα πόδια του λαχανιασμένου Μπιλ, με σχοινί τους έδεσε πισθάγκωνα. Ό, τι και αν ήταν αυτές οι μορφές που είχε μπρος του, ήθελε να δώσει ένα τέλος, μόνο αυτός μπορούσε. Ήλπιζε μονάχα να μην συνέρχονταν προτού τελειώσει μαζί τους. Κάτι του έλεγε πως αυτά τα δύο τέρατα είχαν πολλές παραπάνω δυνάμεις, απ’ αυτές που ο ίδιος αντίκρυσε. Με πολύ κόπο μετέφερε τα δύο τέρατα στον εξωτερικό χώρο και συγκεκριμένα στο στρογγυλό κιόσκι που υπήρχε στον κήπο. Η Μάρθα είχε ηρεμίσει μες στο δωμάτιο. Ό, τι και αν συνέβαινε έξω, είχε τελειώσει, είχε ακούσει και την φωνή του άντρα της να την καθησυχάζει μα να την προειδοποιεί να παραμείνει μέσα στο δωμάτιο όπου θα ήταν ασφαλής. Όπως και έκανε…ώσπου αντίκρυσε ένα τρομερό θέαμα απ’ το παράθυρο του δωματίου της…
Ο Μπιλ είχε σχηματίσει δύο πολύ γερές θηλιές και τις είχε περάσει από το κεντρικό δοκάρι του κιοσκιού. Είχε περάσει τις θηλιές γύρω από τους λαιμούς των τεράτων. Τώρα οι μορφές τους είχαν επανέλθει στις οικίες μορφές των θετών παιδιών τους, μα ο Μπιλ μεθυσμένος από το μίσος δεν μπορούσε να δει την αλλαγή…ή δεν ήθελε να την δει. Η Μάρθα προσπαθούσε να ανοίξει το παράθυρο μα είχε φρακάρει. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Ο άντρας της προσπαθούσε να κρεμάσει τα παιδιά που τους είχε χαρίσει ο θεός. Πως μπορούσε!
Έσπασε το τζάμι με ένα μαρμάρινο αγαλματίδιο και άρχισε να φωνάζει με όλη της την δύναμη στον άντρα της. Έκλαιγε ασταμάτητα και με ικεσίες και παρακάλια προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του, να τον αποτρέψει απ’ το να ολοκληρώσει το φονικό. Μα ο Μπιλ δεν άκουγε τίποτα, μονάχα έβλεπε με περίσσεια ευχαρίστηση τα δύο παιδιά να προσπαθούν να ανασάνουν καθώς οι θηλιές έσφιγγαν όλο και πιο πολύ γύρω απ’ τον λαιμό τους.
Σε μια ύστατη προσπάθεια η Μάρθα απείλησε τον άντρα της να σταματήσει, κρατώντας ένα αιχμηρό κομμάτι γυαλί πάνω απ’ την παραφουσκωμένη κοιλιά της. Ο Μπιλ λύγισε. Ήθελε να δει τα δύο τέρατα να πεθαίνουν, μα πιο πολύ ήθελε να δει τον καρπό του έρωτα τους να γεννιέται. Άφησε το σχοινί να πέσει απ’ τα χέρια του. Τα δύο αναίσθητα σώματα έπεσαν με δύναμη στο πέτρινο έδαφος παρασέρνοντας μαζί και το δοκάρι. Η οροφή κατέρρευσε, δημιουργώντας μια μεγάλη στοίβα από ξύλα, λίγα εκατοστά δίπλα απ’ τα αναίσθητα παιδιά, χάνοντας έτσι ο Μπιλ την ευκαιρία του να σκοτώσει τα δύο τέρατα με μορφή παιδιών. Η Μάρθα άφησε το κομμάτι γυαλί να πέσει απ’ τα χέρια της, είχε καταφέρει παρόλα αυτά να δημιουργήσει μία μικρή αμυχή στην κοιλιά της.
Μετά απ’ αυτό το συμβάν οι μέρες πέρασαν πολύ ήσυχα μες στο σπίτι. Σε αυτό συνέβαλλε και η έλευση του παιδιού, του μικρού Άλιστερ. Παρότι είχε γεννηθεί με νανισμό, ήταν το φυσικό τους παιδί και το αγαπούσαν όσο τίποτε στον κόσμο. Ζώντας για χρόνια μες στον μικρόκοσμο του σπιτιού, είχαν χάσει κάθε επαφή με το Γκρίνγουντ. Αυτό είχε μετατραπεί σε μια ζωντανή κόλαση για τους κατοίκους του. Ο Στίβεν φρόντιζε τα μέγιστα γι’ αυτό. Ο άρχοντάς του θα του χάριζε μία θέση δίπλα του για την καλή δουλειά του. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο για τον Πίτερ. Το περιστατικό στο κιόσκι, με τον ίδιο να έρχεται αντιμέτωπος με τον φυσικό θάνατο και τον άρχοντά τους να μην τους βοηθά καθόλου, τον έκανε να αλλάξει μοτίβο. Προσπαθούσε να συμπεριφερθεί, όσο πιο πιστά μπορούσε, σαν κανονικό παιδί, έχοντας καταφέρει να αποκτήσει τον σεβασμό και την αγάπη από το ζεύγος Ντάϊμον. Είχε ορκιστεί να τους βοηθήσει όσο μπορούσε. Αυτό που δεν υπολόγιζε ήταν η πραγματική δύναμη του άρχοντα και το χάος που βρισκόταν κάτω απ’ τα πόδια τους.
Ο Στίβεν είχε αποκτήσει δυνάμεις τρομερές. Εκτός από το να σκοτώνει και να αλλάζει μορφές, τώρα μπορούσε να χειραγωγήσει τα πάντα πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Ο Άλιστερ, αυτός ο τρομερός νάνος, ήταν επικίνδυνος για το άνοιγμα της πύλης και έπρεπε να πεθάνει. Ο ίδιος όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα επάνω του, ο Μπιλ τον είχε προικίσει με ένα αθάνατο ξόρκι προστασίας, οι γονείς του όμως θα μπορούσαν να τον σκοτώσουν με ένα ελαφρύ σπρώξιμο απ’ την μεριά του.
Ο Μπιλ και η Μάρθα είχαν ξεκινήσει να φέρονται αλλοπρόσαλλά. Τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στο παιδί τους. Οι ίδιοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την αλλαγή τους εξαιτίας της χειραγώγησης, μα ο Πίτερ μπορούσε να καταλάβει την σατανική παρέμβαση του αδερφού του. Έπρεπε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τους γονείς του και τον Άλιστερ. Το ήξερε πως δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον αδερφό του στις δυνάμεις, μα το μυαλό του ήταν σε ανώτερο επίπεδο από του Στίβεν, και θα το έβαζε να δουλέψει προς όφελος ολονών.
Πίστευε πως θέτοντας εκτός παιχνιδιού τον Στίβεν τα πάντα θα έληγαν. Αποφάσισε έτσι να καταστρώσει ένα σχέδιο για να τον σκοτώσει ή να τον φυλακίσει για πάντα. Η απάντηση στο σχέδιό του ήταν το πηγάδι που βρισκόταν στον κήπο. Θα γινόταν ο κατάλληλος υγρός τάφος για τον αιμοσταγή αδερφό του, μια υγρή αιώνια φυλακή. Έχοντας ακόμη κάποιους άσσους στο μανίκι του, δελέασε τον Στίβεν να έρθει μπροστά από το πηγάδι. Όχι όμως με την ανθρώπινη μορφή του, μα με την πραγματική του. Η πρόφαση θα ήταν πως θα ήθελε να τον ακολουθήσει στην πραγματοποίηση του σχεδίου του άρχοντά τους. Ο Στίβεν εμφανίστηκε μπροστά του και αντίκρυσε τον πραγματικό αδερφό του με καχυποψία μα και χαρά. Ο Πίτερ προσπάθησε να εξαλείψει κάθε ίχνος καχυποψίας αιχμαλωτίζοντας με την γλώσσα του και καταναλώνοντας με μεγάλη όρεξη ένα πουλί. Ο Στίβεν πείστηκε για τις προθέσεις του αδερφού του και τον πλησίασε, παίρνοντας και ο ίδιος την πραγματική του μορφή. Είχε φτάσει η ώρα! Τον είχε εκεί που ήθελε και έπρεπε να είναι. Η κάλπικη φωνή του Άλιστερ τότε ακούστηκε βαθιά μέσα από το πηγάδι. Ο Πίτερ του είπε πως είχε εκπληρώσει την οδηγία του άρχοντα, είχε καταφέρει να σπάσει το ξόρκι και τον είχε φυλακίσει σε νερό από στάχτες. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η δολοφονική μανία του Στίβεν. Πλησίασε προς το χείλος του πηγαδιού για να δει το θύμα του. Τότε ο Πίτερ, με ένα ωθητικό κύμα απ’ το χέρι του, έριξε τον Στίβεν μες στο πηγάδι. Τον περιόρισε με ξόρκια και έριξε μέσα ένα διάλυμα αποσύνθεσης. Θα έκανε την δουλειά του σίγουρα, μα στην περίπτωση που θα έβγαινε αλώβητος αποφάσισε να τον περιορίσει για πάντα, δημιουργώντας κάγκελα περιορισμού και αποδυνάμωσης.
Το αποτέλεσμα που περίμενε όμως δεν ήταν το αναμενόμενο. Παρόλο που ο Στίβεν βρισκόταν εκτός, ο Μπιλ και η Μάρθα συνέχιζαν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά τους. Ο Πίτερ μπορούσε να νιώσει πως το άνοιγμα της πύλης ήταν πολύ κοντά, η θερμοκρασία είχε ανέβει και η μυρωδιά από θειάφι είχε κατακλύσει όλο το σπίτι. Έβλεπε τους δύο γονείς να προσπαθούν να κατασπαράξουν τον μικρό Άλιστερ. Μα ο Πίτερ ήταν εκεί…
Έπρεπε να φυγαδεύσει και να διατηρήσει τον Άλιστερ με κάθε κόστος, ήταν η μοναδική ελπίδα ισορροπίας, αυτός που θα βοηθούσε να καταστραφεί το κακό που είχε ξεκινήσει ο Μπίφρον, το παραπαίδι του άρχοντα, χρόνια πριν. Κατάφερε να τον αποσπάσει από την δολοφονική αγκαλιά της μάνας του, σκοτώνοντάς την έτσι ώστε να απασφαλίσει την μέγγενη που έσφιγγε όλο και πιο πολύ τον Άλιστερ. Κατάφερε να τον βάλει πίσω από έναν τοίχο στο βάθος του κελαριού, εμφυσώντας του αιώνια ζωή και γνώση. Τον έκλεισε πίσω από την φυλακή του με μια τεράστια πόρτα, προστατευμένη με μυστικές σφραγίδες, ως την ημέρα που θα χρειαζόταν να μπει ένα τέλος. Θέλοντας να δώσει ένα τέλος σε αυτό που ο ίδιος και ο αδερφός του είχαν παρακινήσει, αποφάσισε να θυσιαστεί, ένα τελευταίο ανθρώπινο προτέρημά του, μια αλτρουιστική κίνηση λύτρωσης. Καταναλώνοντας κάθε ίχνος σατανικής αύρας που του είχε απομείνει, κατάφερε να επαναφέρει τον Μπιλ στα λογικά του χαρίζοντάς του και μια δόση δύναμης, αποκήρυξε το βιβλίο και το δέσμευσε, και ο ίδιος απομονώθηκε πίσω από ένα τοιχίο του σπιτιού, ελπίζοντας κανείς να μην βρει το σαπισμένο κορμί του. Το πόσο ο Μπιλ θα έμενε σώφρων, αφού όλη η οικογένειά του είχε πεθάνει, ήταν ένα άλλο θέμα.
Κάμποσα χρόνια πέρασαν ώσπου κάποιος να προσεγγίσει το σπίτι στον λόφο του Γκρίνγουντ. Αυτός ο κάποιος ήταν ο Θίοντορ Χόφερμαν, ευτυχής πατέρας δύο παιδιών, άριστος οικογενειάρχης και δαιμόνιος επαγγελματίας στον χώρο των κτηματομεσιτικών. Ως την ημέρα που προσέγγισε το σπίτι η ζωή του κυλούσε ήρεμα, μα δεν περίμενε πως ο ίδιος θα άλλαζε, η οικογένεια του θα διαλυόταν και ο ίδιος θα αποκτούσε φήμη και χρήματα που ούτε καν τα ονειρευόταν.
Ένας ξεδοντιάρης μουγγός τον είχε αφήσει έξω από την ετοιμόρροπη έπαυλη, ο οποίος έφυγε, απρόσμενα απότομα, δίνοντας δύο γερές καμτσικιές στα άλογα. Τον Θίοντορ υποδέχτηκε ο οικονόμος του σπιτιού, ο Μπιλ Ντάϊμον, με ένα πλατύ χαμόγελο που σκίασε τον Θίοντορ. Δεν χρειάστηκε παρά πέντε λεπτά ώστε ο Θίοντορ να πειστεί πως άδικα είχε κάνει τόσο δρόμο και πως αυτό το αχούρι δεν άξιζε την προσοχή του.
Μα η πειθώ του οικονόμου, που έμοιαζε απροσδιορίστου ηλικίας, ήταν μεγάλη. Κατάφερε να μεταπείσει τον Θίοντορ και να δει με άλλο μάτι αυτό το κόσμημα, που έστεκε αγέρωχο τόσα χρόνια πάνω στον λόφο. Και δεν χρειάστηκε παραπάνω από ένα λεπτό ώστε ο Θίοντορ να πάρει το σπίτι για τον εαυτό του. Πίστευε πως είχε στην κατοχή του ένα διαμάντι, μα στην πραγματικότητα είχε αγοράσει με ελάχιστα δολάρια μια διαχρονική κόλαση.
Έφυγε απ’ το σπίτι με ένα σημάδι στο μέτωπο, μα με μια ανυπέρβλητη δύναμη μέσα του που άλλαξε την ζωή του. Απέκτησε όλα όσα ζητούσε μα και τίποτα…τα παιδιά του, οι μικροί Τζόνι και Πιτ, έπρεπε να χωριστούν-να αποξενωθούν. Έτσι του υπαγόρευε η φωνή στο κεφάλι του. Τα πάντα έχουν το ανάλογο κόστος και ο Θίοντορ ήταν έτοιμος να πληρώσει το αντίτιμο αδρά.
Ο Μπιλ είχε εκπληρώσει το υιοθετημένο του καθήκον, θα μπορούσε πλέον να αφεθεί στην σήψη των αιώνων και να συναντήσει και πάλι την αγαπημένη του Μάρθα. Αντ’ αυτού όμως τον περίμενε μια φυλακή στα κατώτερα επίπεδα της κόλασης, για πάντα.
Συνεχίζεται...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου