Η χαμένη διαθήκη - 9

 

Entrance to the garden of evil


1ο Ιντερλούδιο

 

Στις αρχές του 17ου αιώνα το Γκρίνγουντ ήταν μία ήρεμη κομητεία. Απομονωμένη τελείως από τον υπόλοιπο κόσμο η ζωή των λιγοστών κατοίκων συνεχιζόταν χωρίς καμία επιρροή ή αναστάτωση.

Ο μοναδικός φόβος των κατοίκων ήταν η έπαυλη που στεκόταν αγέρωχη στην κορυφή του λόφου, χτισμένη πάνω σε ερείπια ποτισμένα με αίμα.  Κανείς δεν ήξερε πως είχε εμφανιστεί εκεί και ποιανού ήταν. Το μόνο που ήξεραν ήταν πως εμφανίστηκε απ’ το πουθενά, μέσα σ’ ένα βράδυ.

 Πολύ παλιά, πριν πάρα πολλά χρόνια, έλεγαν πως πάνω στον λόφο υπήρχε το μεγαλοπρεπές κάστρο του κόμη Μπίφρον. Κανείς δεν τον είχε δει από κοντά, μα όλοι καταλάβαιναν πως κάτι σαθρό λάμβανε χώρα μες στο κάστρο. Κάτι που επηρέαζε και την ίδια την κομητεία. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα.

 Φήμες ήθελαν τον κόμη να είναι ένας ευγενής που κατείχε τις υψηλές τέχνες, ένας πολυπράγμων και έξυπνος άντρας. Η ομορφιά του ήταν μοναδική και με την γυναίκα του ήταν ένα ταιριαστό και αγαπημένο ζευγάρι. Μια σπαρακτική τραγωδία και ένας θανάσιμος τραυματισμός, όμως, τον άλλαξαν τελείως. Με το πρόσωπό του αλλοιωμένο και μόνος πλέον στην ζωή απομονώθηκε στο κάστρο του. Προσπαθούσε να βρει τον λόγο και την αιτία πίσω από τα τραγικά γεγονότα που είχε βιώσει. Αναρωτιόταν τι είχε κάνει λάθος ώστε να αξίζει να βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάσταση. Επιστράτευσε όλες του τις γνώσεις γι’ αυτόν τον σκοπό.

Οι μελέτες του τον οδήγησαν όμως σε σκοτεινά μονοπάτια. Σε μονοπάτια χωρίς επιστροφή. Δεν μπορούσε να σταματήσει όμως. Πλέον βρισκόταν πολύ κοντά στην λύση. Βρισκόταν πολύ κοντά στο να επαναφέρει την παλιά του αίγλη και ομορφιά και φυσικά να αναστήσει την γυναίκα του.

Ο ενθουσιασμός του κόμη όμως δεν συμβάδιζε με την αναστάτωση των κατοίκων. Αυτοί έβλεπαν μέρα με την μέρα τις σοδειές τους να ξεραίνονται, τα ζωντανά να πεθαίνουν αναίτια και ερεβώδεις φωνές και αλυχτίσματα να σπάνε την ηρεμία τους τα βράδια. Κάποιοι είχαν δει τάφους αγαπημένων τους προσώπων να αλλάζουν θέση ή να εξαφανίζονται τελείως, αφήνοντας πίσω μόνο μια βαθιά τρύπα στο έδαφος. Πεπεισμένοι πως το κακό είχε ξεκινήσει από την μέρα που ο άμοιρος κόμης είχε απομονωθεί στο κάστρο του, αποφάσισαν να τον ανακρίνουν. Κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή, απλοί κάτοικοι να απευθύνονται σε έναν κόμη, μα έπρεπε να γίνει.

Η πρώτη ομάδα πέντε αντρών συσπειρώθηκε και αποφάσισε να ανέβει στο κάστρο. Η αποστολή τους θα ήταν να μάθουν διακριτικά τι ακριβώς συνέβαινε με τον κόμη. Πέρασαν όμως πέντε μέρες χωρίς να γυρίσουν. Όλοι είχαν τρελαθεί, πιστεύαν πως το δάσος τους είχε καταναλώσει. Το δάσος που είχε μολύνει ο κόμης. Στα απόκοσμα γεγονότα που γινόντουσαν ερχόταν να προστεθεί και η εξαφάνιση της ομάδας.

Οι πάντες είχαν εξαγριωθεί και φοβηθεί. Τα αλλόκοτα γεγονότα συνεχιζόντουσαν και τώρα έβλεπαν δικούς τους ανθρώπους να αλλάζουν χαρακτήρα. Φυσιολογικοί άνθρωποι έπεφταν στο πάτωμα εντελώς ξαφνικά, το κορμί τους συσπόταν και ξεστόμιζαν μπερδεμένες λέξεις σαν να βρισκόντουσαν σε επιληπτική κρίση. Σταματούσαν μόλις ο άσπρος αφρός μπλόκαρε το στόμα τους…και σηκωνόντουσαν απ’ το πάτωμα απότομα, χωρίς να συμβαίνει κάτι, χωρίς να έχει προηγηθεί το οτιδήποτε. Με τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους όμως αλλοιωμένα συμβαδίζοντας με την αλλόκοτη αλλαγή του χαρακτήρα τους. Γινόντουσαν ξαφνικά επιθετικοί προς τους οικείους τους και τα βράδια εξαφανίζονταν προς άγνωστες κατευθύνσεις. Όσοι είχαν προσπαθήσει να τους ακολουθήσουν τους έχαναν μπροστά από τα μάτια τους με τρόπο μαγικό. Έπρεπε οπωσδήποτε να σταματήσουν την μάστιγα που κατέστρεφε τους ίδιους και τα σπιτικά τους. Για όλους αυτή η μάστιγα είχε όνομα πλέον και ήταν: κόμης Μπίφρον.

Το γνώριζαν πως ήταν μια αποστολή, ίσως, χωρίς επιστροφή. Αφήνοντας τους γηραιούς και τα γυναικόπαιδα πίσω αποφάσισαν να εισβάλουν στο κάστρο. Με πυρσούς, δίκρανα, τσεκούρια ξεκίνησαν να ανεβαίνουν τον λόφο. Ήταν αποφασισμένοι να καταστρέψουν τα πάντα στο διάβα τους, οτιδήποτε πιστεύαν πως είχε αλλοιωθεί απ’ το κακό, αρχινώντας από το πυκνό δάσος. Έκοβαν με μένος τα δέντρα και έκαιγαν τα πάντα στο πέρασμά τους, ήθελαν να εξαναγκάσουν να φανερωθεί οτιδήποτε κρύβονταν ανάμεσα στους κορμούς και τις φυλλωσιές. Προχώραγαν απτόητοι προς το κάστρο, αψηφώντας τις φωνές που ξεστόμιζαν αρχαίες και ακαταλαβίστικες ψαλμωδίες, που γινόντουσαν όλο και πιο έντονες καθώς πλησίαζαν την σιδερένια πύλη.

Αυτοί που είχαν μείνει πίσω παρέμειναν να κοιτάζουν προς την μεριά του κάστρου γεμάτοι τρόμο και αγωνία. Έβλεπαν τις φλόγες που κάλυπταν το δάσος να θεριεύουν, τις αλλόκοσμες φωνές να αναμιγνύονται με τις φωνές των δικών τους ανθρώπων. Φωνές με χροιά πόνου, τρόμου και αγωνίας. Ήταν όμως ανήμποροι, δεν μπορούσαν να τους βοηθήσουν.

Ένα πυκνό μαύρο σύννεφό τότε σχηματίστηκε πάνω από το κάστρο, καλύβοντας ολάκερη την περιοχή. Δυνατές βροντές έσκιζαν τον ουρανό στα δύο και το υπόκωφο κενό αμέσως μετά ενίσχυε την ένταση των φωνών. Οι εναπομείναντες κρατιόντουσαν αγκαλιασμένοι ψιθυρίζοντας προσευχές και ικεσίες. Όταν μια μεγάλη βροντή που τράνταξε ολάκερη την περιοχή και έσκισε το έδαφος κάτω από τα πόδια τους τους έκανε να σταματήσουν. Την βροντή ακολούθησε μια λαμπερή αστραπή που διέλυσε το μαύρο σύννεφο και έπεσε πάνω στο κάστρο καταστρέφοντάς το.

Το σύννεφο εξαφανίστηκε και πίσω του άφησε τα ερείπια του κάστρου, ένα καμένο και απροσπέλαστο δάσος και κανένα ίχνος από τον κόμη Μπίφρον και όσους είχαν ανέβει εκείνο το βράδυ τον λόφο.   

Τα χρόνια περάσαν αφήνοντας ένα κενό σε ό, τι είχε εκτυλιχθεί εκείνο το βράδυ. Ακόμα και οι συγγενείς είχαν ξεχάσει τα πάντα, τον τρόμο και τον πόνο της απώλειας, σαν ένα πέπλο λήθης να τους είχε καλύψει. Όμως ο φόβος για την άγνωστη δύναμη υπήρχε μέσα τους, ήταν ένας έμφυτος φόβος που τους είχε υποτάξει.

·        

Ο Μπιλ και η Μάρθα Ντάϊμον ήταν ένα νεαρό ζευγάρι και πολύ αγαπημένο. Ζούσαν σε ένα μικρό πετρόκτιστο σπίτι ένα χιλιόμετρο μακριά απ’ το κέντρο του Γκρίνγουντ, κοντά στον βαλτότοπο. Με πολύ κόπο είχαν καταφέρει να επαναφέρουν το έδαφος σε μια υγιή κατάσταση και έβλεπαν να μετατρέπεται το κτήμα τους σε ένα γόνιμο χωράφι. Τα λιγοστά ζωντανά που είχαν τους επέτρεπε να βγάζουν τα προς το ζην. Η δεξιοτεχνία του Μπιλ τους είχε βοηθήσει αρκετά, απ’ το να χτίσουν το σπιτικό τους ως και να εκμεταλλευτούν τα βαλτόνερα, μετατρέποντάς τα σε πόσιμο νερό. Όμως και η Μάρθα με το κοφτερό της μυαλό είχε βρει λύσεις ώστε ό, τι κάναν να τους πρόσφερε τροφή και χρήματα στην τσέπη τους.

 Τους άρεσε η ησυχία που απολάμβαναν, μακριά απ’ την φασαρία του Γκρίνγουντ. Θα έλεγε κανείς πως η ζωή τους ήταν ικανοποιητική. Εκτός από κάτι που τους βασάνιζε, τα βράδια ειδικά, όταν πλέον είχαν ηρεμίσει από την ρουτίνα της μέρας. Δεν είχαν παιδιά. Είχαν προσπαθήσει πολλές φορές, μα το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο. Τα αίματα που έβγαιναν μέσα απ’ την Μάρθα υποδήλωναν ακόμα μια αποτυχημένη προσπάθεια. Όμως παρέμεναν πιστοί, προσευχόντουσαν να είναι καλά και να φέρουν ένα παιδί στον κόσμο και συνέχιζαν καρτερικά την ζωή τους.

Ένα απόγευμα και ενώ ο Μπιλ τσάπιζε το χωράφι του, είδε δύο σκιές να πλησιάζουν προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να διακρίνει τι ήταν, ερχόντουσαν από την μεριά του βαλτότοπου. Άρχισε να φωνάζει κρατώντας ψηλά την τσάπα, προσπαθώντας να εκφοβίσει όποιον και να πλησίαζε προς το μέρος του. Όμως οι σκιές τον πλησίαζαν όλο και πιο γρήγορα. Ο Μπιλ κρατούσε την τσάπα με τέτοια δύναμη που οι κλειδώσεις στο χέρι του είχαν ασπρίσει, κρύος ιδρώτας έπεφτε απ’ το μέτωπό του και τα μάτια του είχαν γουρλώσει, έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

Όταν πλέον οι σκιές είχαν φτάσει αρκετά κοντά ο Μπιλ κατάφερε να δει τι πλησίαζε προς το μέρος του. Ήταν δύο παιδιά, αγόρια, μικρά σε ηλικία, καλυμμένα με λάσπες και βαλτόνερα. Ο Μπιλ χαλάρωσε την λαβή, άφησε την τσάπα στο έδαφος και έτρεξε προς το μέρος των παιδιών. Βρισκόντουσαν σε κατάσταση σοκ και έτρεμαν από το κρύο. Χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα ο Μπιλ τα οδήγησε προς την ζεστασιά του σπιτιού. Η Μάρθα κοίταξε έκπληκτη τους δύο απρόσμενους επισκέπτες που είχε φέρει στο σπίτι ο άντρας της. Έφερε αμέσως καθαρές πετσέτες και ξεκίνησε να τα καθαρίζει, ενώ ο Μπιλ ετοίμαζε ένα δυναμωτικό αφέψημα τσουκνίδας και θυμαριού.

Όταν τα παιδιά στέγνωσαν και μπόρεσαν ο Μπιλ και η Μάρθα να δουν καθαρά τα πρόσωπά τους, σάστισαν και έμειναν με ανοιχτό το στόμα. Τα παιδιά τους έμοιαζαν απόλυτα, από το χρώμα των μαλλιών τους ως τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους, και στην παραμικρή λεπτομέρεια. Όσες ερωτήσεις όμως και αν τους έκαναν δεν μπόρεσαν να μάθουν τίποτα. Τα παιδιά δεν μιλούσαν καθόλου, μονάχα τους κοίταζαν μες στα μάτια μ’ αυτό το μεθυστικό βλέμμα τους. Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και την αμέσως επόμενη. Ένιωθαν απογοητευμένοι γιατί δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν, μα βαθιά μέσα τους ένιωθαν και μια ευχαρίστηση γιατί θα μπορούσαν κάλλιστα να τα υιοθετήσουν. Όπως και έκαναν ευγνωμονώντας τον θεό που τους χάρισε δύο παιδιά, πιστεύοντας πως ήταν δικό του έργο, πως εισάκουσε τις προσευχές τους.        

Τα δύο παιδιά, ο Στίβεν και ο Πίτερ, είχαν εναρμονιστεί άριστα με τους καινούργιους τους γονείς. Η Μάρθα ήταν πολύ χαρούμενη. Πάντα ήθελε ένα παιδί, και τώρα είχε δύο. Προσπαθούσε δύο φορές περισσότερο για να μην τους λείπει τίποτα. Ο Μπιλ όμως ένιωθε περίεργα καθώς περνούσε ο καιρός. Η συμπεριφορά των παιδιών δεν του θύμιζε καθόλου…παιδί. Δεν ήξερε αν όλα ήταν στην φαντασία του ή αν έκανε λάθος και όλα ήταν αποτέλεσμα της υπερβολικής εργασίας. Μα το ένστικτό του τον προειδοποιούσε, κάθε μέρα και κάπως διαφορετικά, μια σουβλιά στο στομάχι, έντονος πονοκέφαλος και ισχυρές μυαλγίες.

Τα δύο παιδιά όσο υπάκουα και αν ήταν, δεν μιλούσαν καθόλου. Ο Μπιλ πίστευε πως ακόμα ήταν υπό την επήρεια του σοκ, φοβόταν να φανερώσει στην γυναίκα του τις υποψίες του. Η Μάρθα όμως ήταν απαρηγόρητη. Ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο να ακούσει την λέξη  ‘’μαμά’’, όμως κάθε μέρα που τα παιδιά της δεν μιλούσαν τόσο αυτή πληγωνόταν. Ο Μπιλ την έβλεπε και αδυνατούσε να της δώσει και μία επιπλέον στεναχώρια. Κράτησε έτσι όλο τον τρόμο για τον εαυτό του. Όλα ξεκίνησαν ένα βράδυ όπου οι έννοιες τον είχαν κρατήσει ξύπνιο. Άκουσε τότε απ’ το παιδικό δωμάτιο ψιθύρους. Αναστατώθηκε, καθώς γνώριζε πως τα παιδιά του δεν μιλούσαν, και αναρωτήθηκε ποιος να ήταν μέσα μαζί τους. Σηκώθηκε χωρίς να ξυπνήσει την Μάρθα και βγήκε απ’ το δωμάτιο κρατώντας ένα χοντρό μαδέρι στο χέρι του. Όσο πλησίαζε στο δωμάτιο των παιδιών τόσο οι ψίθυροι γινόντουσαν όλο και πιο δυνατοί. Όμως ο Μπιλ δεν μπορούσε να καταλάβει την γλώσσα. Μπήκε μες στο δωμάτιο για να βρει τα κρεβάτια άδεια και κανέναν στο δωμάτιο. Ο κρύος αέρας απ’ το ανοιχτό παράθυρο τον χτύπαγε στο πρόσωπο. Έτρεξε γρήγορα προς τα ‘κει και κοίταξε έξω, δεν μπορούσε να δει όμως τίποτα, κανένα ίχνος. Έκλεισε το παράθυρο και κουλουριάστηκε στην γωνία. Δεν ήξερε πως να ενεργήσει, να βγει έξω να ψάξει – όμως από που να ξεκινούσε; Να το έλεγε στην γυναίκα του – όμως πως θα άντεχε τέτοιο πλήγμα η καημένη;

Ξύπνησε όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλαν και τον χτύπησαν γλυκά στο πρόσωπο, είχε αποκοιμηθεί δίπλα απ’ το παράθυρο. Σηκώθηκε τότε έντρομος και πάγωσε από τον τρόμο καθώς είδε τα κρεβάτια των παιδιών. Ο Στίβεν και ο Πίτερ βρισκόντουσαν εκεί, κουκουλωμένοι, σαν να μην είχαν φύγει καθόλου από ‘κει. Ο Μπιλ ένιωθε να χάνει τα λογικά του, δεν ήξερε τι να πιστέψει, τι θα μπορούσε να πει. Το ίδιο περιστατικό επαναλήφθηκε για αρκετά βράδια ακόμα. Ο Μπιλ όμως πάντα πάθαινε το ίδιο πράγμα, την ώρα της απόφασης έπεφτε σε έναν βαθύ λήθαργο. Ένιωθε φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και δεν ήθελε να πει κάτι στην Μάρθα.

    Στο Γκρίνγουντ τα πράγματα είχαν αλλάξει τις τελευταίες ημέρες. Εντελώς ξαφνικά το φαγητό τους είχε πάψει να έχει γεύση, το νερό τους έκαιγε το λαρύγγι και τα ζωντανά συμπεριφερόντουσαν σαν τρελά. Πολλοί νόμιζαν πως όλα αυτά οφειλόταν σε κάποια επιδημία και προσπάθησαν να θωρακιστούν στα σπίτια τους. Τότε όμως ξεκίνησε μια αλυσίδα από παράξενα εγκλήματα. Κάτοικοι βρισκόντουσαν μέσα στα ίδια τους τα σπίτια νεκροί, φριχτά κατακρεουργημένοι, όλοι με τον ίδιο τρόπο και τεχνική. Δεμένοι στο πάτωμα σε στάση εσταυρωμένου, αποστραγγισμένοι πλήρως απ’ το αίμα τους – χωρίς κανένα ίχνος απ’ το αίμα να υπάρχει πουθενά -  και γδαρμένοι σε όλο τους το σώμα, εκτός από το σημείο του θώρακα. Πάνω σ’ αυτό το σημείο βρισκόταν χαραγμένο ένα σύμβολο, διαφορετικό κάθε φορά. Ως το βράδυ της απόφασης είχαν χαραχθεί 72 σύμβολα. Το παράδοξο ήταν πως η υπόλοιπη οικογένεια δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Μόνο το πρωί βίωναν τον τρόμο προσωποποιημένο στο πρόσωπο του δικού τους ανθρώπου, ή ότι είχε απομείνει από αυτόν. Κανείς δεν γνώριζε τι συνέβαινε. Μόνο εικασίες και φήμες. Όμως όλες ξεκινούσαν με το ίδιο πράγμα. Άκουγαν ένα μουρμουρητό και λίγο πριν πέσουν σε έναν γλυκό λήθαργο έβλεπαν δύο σκοτεινές φιγούρες να κινούνται μπροστά τους πολύ γρήγορα.

Οι υποψίες κινήθηκαν προς την οικογένεια Ντάϊμον. Ο Λου Ντραμόντ, ο ισχυρός άντρας της κομητείας και πληγμένος όσο κανένας άλλος στην κομητεία – είχε χάσει την γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο -, ισχυριζόταν πως είχε προλάβει να δει τις φιγούρες, λίγο πριν εξαφανιστούν στο ερεβώδες πέπλο τους. Η περιγραφή του έμοιαζε απόλυτα με τα υιοθετημένα παιδιά των Ντάϊμον. Αποφάσισαν να πάνε προς το σπιτικό τους, έπρεπε να λογοδοτήσουν για τα εγκλήματα των παιδιών τους. Να λογοδοτήσουν με αίμα…

Ο Μπιλ είχε ακούσει πριν μέρες τις φήμες που γυρνούσαν γύρω απ’ την οικογένειά του και έπρεπε να ενεργήσει γρήγορα αν δεν ήθελε όλοι να βρεθούν κρεμασμένοι κάτω από ένα δέντρο. Την ημέρα που σύσσωμο το Γκρίνγουντ θα ερχόταν μπροστά από την πόρτα του σπιτιού τους, εκείνος είχε πάρει την Μάρθα και τα παιδιά με προορισμό το παράξενο σπίτι που βρισκόταν στον λόφο.

Στις παρυφές του δάσους ξαφνικά μαρμάρωσαν. Ο Μπιλ έβλεπε το σπίτι στον λόφο και του φαινόταν σαν να ήταν πολύ μακριά. Φοβόταν το δάσος, είχε ακούσει τους μύθους και τις ιστορίες. Όμως τώρα έπρεπε να προστατέψει την οικογένειά του. Κοιτάχτηκαν με την Μάρθα γεμάτοι φόβο και ύστερα κοιτάξαν τα παιδιά. Ο Στίβεν και ο Πίτερ ήταν ατάραχοι όμως, σαν να μην είχαν καταλάβει τι γίνεται. Και οι δύο όμως είχαν ένα απαίσιο χαμόγελο αποτυπωμένο στο στόμα τους. Ο Μπιλ το είδε, μισούσε τον εαυτό του που έβλεπε μόνο αυτός αυτά τα πράγματα, και για άλλη μία φορά υποψίες γέμισαν το κεφάλι του. Πάλι όμως δεν μπορούσε να πει κάτι. Κοίταξε ξανά την Μάρθα. Το έβλεπε καθαρά πως εκείνη δεν είχε καθόλου ιδέα τι συμβαίνει με τα παιδιά. Αν κατάφερναν να επιζήσουν θα έπρεπε να της το πει.         

Ο Λου Ντραμόντ και οι υπόλοιποι άντρες του Γκρίνγουντ είχαν φτάσει έξω απ’ το σπίτι των Ντάϊμον. Έριξε την πόρτα με μια κλοτσιά και μπήκε μες στο σπίτι. Για να διαπιστώσει πως κανείς τους δεν ήταν μέσα. Γύρισε απογοητευμένος προς αυτούς που τον ακολουθούσαν και τους διέταξε να κάψουν ολοσχερώς αυτό το βδέλυγμα. Την ώρα που η φλόγες είχαν ξεκινήσει να αγκαλιάζουν το σπίτι, ο Λου είδε μια λάμψη από την μεριά του δάσους. Γεμάτος μένος φώναξε προς τον όχλο δείχνοντας τους την λάμψη και τους οδήγησε προς τα ‘κει.

Ο Μπιλ και η Μάρθα έμειναν με το στόμα ανοιχτό καθώς έβλεπαν μια λαμπερή ακτίνα απ’ τον ουρανό να φωτίζει τον δρόμο μες στο δάσος και να δημιουργεί ένα φωτεινό μονοπάτι. Τα παιδιά τους έπιασαν τα χέρια και μαζί προχωρήσαν πάνω στο μονοπάτι προς το σπίτι. Ο Μπιλ ήθελε να κοιτάξει τριγύρω, να δει τον χώρο, δεν μπορούσε όμως, το κεφάλι του ήταν κλειδωμένο, αναγκασμένος να κοιτάει μόνο ευθεία. Το ίδιο και η Μάρθα.

Ο Λου έτρεχε ουρλιάζοντας στην ομάδα του να κάνουν γρήγορα. Έφτασαν στην αρχή του δάσους και είδαν το φωτεινό μονοπάτι που διέσχιζε το δάσος. Κανείς όμως δεν ήθελε να το διαβεί. Κανείς εκτός από τον Λου.

Ο Μπιλ η Μάρθα και τα παιδιά είχαν βγει απ’ το μονοπάτι και στεκόντουσαν μπροστά στην εξωτερική πύλη του σπιτιού. Ο Μπιλ πήρε μια βαθιά ανάσα. Τώρα μπορούσε να κουνήσει το κεφάλι του και κοίταξε προς το δάσος. Ξεφύσηξε γεμάτος ανακούφιση που είχαν καταφέρει να βγουν ζωντανοί. Όποιος και αν τους είχε βοηθήσει άξιζε τον θαυμασμό του. Οι πύλες άνοιξαν με έναν τριχτό και ανατριχιαστικό θόρυβο υποδέχοντας την οικογένεια στα ενδότερα. Την στιγμή που και οι τέσσερις πάτησαν το πόδι τους στον κήπο του σπιτιού, η λάμψη του μονοπατιού άρχισε να εξασθενεί.

Ο Λου είχε μπει μόνος μες στο δάσος. Δεν του είχε απομείνει τίποτα και δεν είχε τίποτα να χάσει. Ακολουθούσε το μονοπάτι πιστά έχοντας το κεφάλι του κλειδωμένο στην ευθεία. Ώσπου το μονοπάτι άρχισε να χάνει την λάμψη του, να μετατρέπεται σε ένα άγονο και τρομακτικό πέρασμα μες στο δάσος. Ο Λου σταμάτησε. Το μίσος του μετατράπηκε αίφνης σε τρόμο και ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του. Τα ουρλιαχτά του Λου έτρεψαν σε φυγή τον λιγόψυχο όχλο που περίμενε στην είσοδο του δάσους. Πέρασαν πέντε μέρες ώσπου να τον ξαναδούν. Όταν έγινε αυτό οι πάντες τον είχαν ξεχάσει. Ο Λου είχε μείνει ολοκληρωτικά μόνος, με μια κατάρα να έχει πέσει επάνω του. Θα ζούσε για πάντα με το βάρος της γνώσης. Θα ήξερε τον δρόμο, θα οδηγούσε τον κόσμο στο τέλος του όποτε του το ζητούσε, μα δεν θα μπορούσε να πει σε κανέναν τίποτα. Μια αόρατη δύναμη είχε διαπεράσει το στόμα του, σπάζοντάς του τα δόντια και του είχε αποσπάσει την γλώσσα, διασφαλίζοντας έτσι την σιωπή του στην αιωνιότητα.


Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα