Η χαμένη διαθήκη - 10

 

Chasm by Kate Gritton



Δεν είχαν άλλη επιλογή απ’ το να μπουν στο σπίτι. Τώρα, πιο πολύ από ποτέ, ένιωθαν το κακό που υπάρχει μες στο σπίτι να τους έχει παγιδεύσει. Ένιωθαν και ήταν ανήμποροι. Ο Πιτ και ο Τζόνι κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τα λόγια που αντάλλαξαν μεταξύ τους, ο ένας στο μυαλό του άλλου, ήταν αρκετά για να οπλιστούν με θάρρος και υπομονή. Κανείς τους δεν είχε ξεχάσει την προσευχή που έλεγε ο ένας στον άλλο για κουράγιο, ένα υποκατάστατο νανούρισμα για τα κρύα, τρομακτικά βράδια.

Μπήκαν μες στο σπίτι ξεροκαταπίνοντας, με την αγωνία και τον τρόμο να χτυπά αλύπητα όλο τους το κορμί. Η ατμόσφαιρα του σπιτιού είχε αλλάξει. Μια ανυπόφορη υγρασία είχε ποτίσει όλες τις επιφάνειες του σπιτιού. Ένα πέπλο ομίχλης εμπόδιζε την όρασή τους και η θερμοκρασία είχε πέσει απότομα και έκανε τσουχτερό κρύο. Ο Τζόνι που δεν άντεχε το κρύο αγκάλιασε σφικτά τον εαυτό του και άρχισε να τρίβει δυνατά το σώμα του, η τριβή θα ανέβαζε τοπικά την θερμοκρασία σε πιο ανεκτά επίπεδα για τον ίδιο.

Περπάταγαν πολύ αργά, έπρεπε να είναι προσεκτικοί. Κάθε τους βήμα τους γέμιζε όλο και πιο μεγάλη αμφιβολία. Για το τι γυρεύαν εκεί μέσα και αν θα κατάφερναν να βγουν ζωντανοί. Ο Πιτ προσπαθούσε να βρει τον θεό του. τον άκουγε καθαρά ο Τζόνι καθώς προσευχόταν ψιθυριστά. Δεν μπορούσε όμως να του πει κάτι, συμμεριζόταν τον φόβο του. Κι αυτός φοβόταν, μα είχε πάψει να πιστεύει σε θεούς, πίστευε μόνο σε ό, τι μπορούσε να καταφέρει ο ίδιος, σε ό, τι μπορούσε να δει και να κατανοήσει.

Όταν τα βήματά τους τους οδήγησαν στο μέσο της κεντρικής σάλας η πόρτα της εισόδου έκλεισε πίσω τους με έναν δυνατό γδούπο. Τρόμαξαν μα τρομοκρατήθηκαν τελείως όταν άκουσαν τον ήχο της κλειδωνιάς που γύριζε, σημάδι πως πλέον είχαν παγιδευτεί στο σπίτι για τα καλά. Ο Πιτ έτρεξε προς την πόρτα και προσπάθησε να την ανοίξει. Γύριζε το πόμολο και την τραβούσε με όλη του την δύναμη. Έριχνε μπουνιές και κλοτσιές με την ελπίδα να ακούσει έστω και τον παραμικρό ήχο ανοίγματος. Μάταια όμως, η πόρτα παρέμενε κλειδωμένη και ακλόνητη και απροσπέλαστη. Ο Πιτ έπεσε παραδομένος στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα, όλα αυτά ήταν πολύ τρομερά για να μπορέσει να τα αντέξει. Ο Τζόνι τον παρακολουθούσε από απόσταση. Ένιωθε τον πόνο και την απόγνωση του αδερφού του. Άφησε ένα κρύο δάκρυ να κυλίσει στο μάγουλό του και πλησίασε στο πλευρό του Πιτ. Γονάτισε πλάι του και προσπάθησε να του μεταφέρει λίγο απ’ το κουράγιο του. Το ήξερε πως αυτός ο καταρρακωμένος άντρας στο πάτωμα δεν ήταν ο Πιτ, ο αδερφός του ήταν δυναμικός και αποφασιστικός. Το σπίτι όμως τον είχε αλλάξει, τον είχε αποστραγγίσει ψυχικά. Αισθανόταν τυχερός που ο πατέρας του τον είχε απομακρύνει απ’ την οικογένεια. Έτσι μπόρεσε να ενισχύσει την δύναμη που είχε μέσα του. Και ήταν αυτός τώρα που θα βοηθούσε τον Πιτ να σταθεί στα πόδια του. Δεν είχε σημασία για πόσο ακόμη. Σημασία είχε πως αυτή η δοκιμασία είχε καταφέρει να τους ενώσει. Η αύρα που περνούσε στον Πιτ μέσω του Τζόνι αναπτέρωσε το ηθικό του και του έδωσε την δύναμη να συνεχίσει. Είχε ακούσει στο κεφάλι του όλους του λογισμούς του Τζόνι. Το ήξερε πως τον είχε αδικήσει, πως δεν στάθηκε στο πλάι του όταν τον είχε ανάγκη, κάτι για το οποίο ποτέ δεν μπόρεσε να συγχωρήσει πραγματικά τον εαυτό του. Και να, τώρα ο Τζόνι στεκόταν στο πλάι του και τον γέμιζε με θάρρος και δύναμη. Συνέχισε να κλαίει, μα τώρα τα δάκρυά του ήταν δάκρυα χαράς και λύτρωσης. Σηκώθηκε όρθιος και αγκάλιασε τον Τζόνι σφιχτά.

Αυτή την εκδήλωση χαράς και λύτρωσης ήρθε να διακόψει απότομα ένας υπόκωφος βόμβος. Τον οποίο ακολούθησε μια τσιριχτή κραυγή, τόσο δυνατή και τόσο έντονη που ένιωθαν τα αυτιά τους να ματώνουν. Τα κάλυψαν με τα χέρια τους προσπαθώντας να προφυλαχτούν απ’ το ανατριχιαστικό ήχο. Είχε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, σαν κάποιο είδους κάλεσμα.

Κατά την διάρκεια του ερεβώδους ήχου τα αδέρφια έβλεπαν το εσωτερικό του σπιτιού να αλλάζει σε ζωντανό χρόνο. Οι τοίχοι ξεκίνησαν να ξεφτίζουν, τα χαλιά να τρίβονται και τα ξύλινα πατώματα να σαπίζουν. Φρέσκο αίμα κυλούσε από κάθε ρωγμή του σπιτιού. Οσμή μετάλλου και θειαφιού εισέβαλλε μες στα ρουθούνια τους. Τον υπόκωφο βόμβο διαδέχτηκε μία αλληλουχία από κραυγές, κραυγές πόνου και αγωνίας, που μπορούσαν να τις ακούσουν ακόμα και με σφαλιστά τα αυτιά τους, προερχόμενες από κάθε γωνία του σπιτιού. Αυτό που ένιωθαν πλέον ο Πιτ και ο Τζόνι ήταν κάτι παραπάνω από τρόμος, ήταν η φρίκη προσωποποιημένη.

Το σπίτι άρχισε να τραντάζετε με μανία. Κουνιόταν σαν να ήθελε να ξεριζωθεί από τα θεμέλια του. Ένας βροντερός, συριχτός ήχος ακούστηκε τότε και μια ρωγμή του τρίτου ορόφου άρχισε να επεκτείνεται και να δημιουργείται ένα ρήγμα. Έσκισε τον τοίχο και χώρισε την μεγάλη σκάλα στα δύο. Ο Πιτ και ο Τζόνι δεν μπορούσαν να κρατήσουν ο ένας τον άλλο. Το τεράστιο ρήγμα χώρισε τα δύο αδέρφια δημιουργώντας ένα χάσμα ανάμεσά τους, ένα χάσμα με προορισμό το απροσδιόριστο κενό.

Έπειτα επικράτησε μία ανησυχητική ηρεμία. Οι φωνές και τα τραντάγματα σιώπησαν μονομιάς. Ο Πιτ είχε εγκλωβιστεί στην δεξιά πλευρά του σπιτιού και ο Τζόνι στην αριστερή, χωρίς να μπορούν να δουν κάποια δίοδο για την απέναντι πλευρά. Μπορούσε να δει αμυδρά ο ένας τον άλλο, η ομίχλη που κάλυπτε το μέρος είχε γίνει ακόμη πιο πυκνή, σε λίγο δεν θα μπορούσαν να δουν τίποτα, θα έπρεπε να κινούνται ψηλαφιστά. Ο Πιτ φώναξε τον αδερφό του με όλη του την δύναμη, το ίδιο έκανε και ο Τζόνι, τόσο δυνατά που ένιωθαν τις χορδές τους να γρατζουνιούνται. Μα κανείς απ’ τους δύο δεν μπορούσε να ακούσει το οτιδήποτε.

Για άλλη μια φορά ήταν μόνοι τους. Ο Πιτ το σκέφτηκε και κάγχασε, πριν λίγες μέρες ήταν το μοναδικό πράγμα που ήθελε, να μείνει μονάχος του με την περιουσία του, μα όχι τώρα. Τώρα είχε ανάγκη να βρίσκεται κοντά με τον αδερφό του. Εκτός από τον μεταξύ τους δεσμό που είχαν ορίσει ξανά, ένιωθε δίπλα του και μια σιγουριά. Κοίταξε τριγύρω, το μόνο που μπορούσε να αντικρύσει ήταν τα ερείπια που είχαν απομείνει μετά από το πέρασμα του ρήγματος. Από το χάσμα που είχε ανοίξει έβγαιναν καπνοί που καθιστούσαν την ατμόσφαιρα του σπιτιού αποπνικτική. Προσπάθησε να υπερνικήσει την περιέργειά του και να μην πλησιάσει κοντά στο χάσμα. Η μόνη του λύση ήταν να μπει μέσα στην κουζίνα. Απ΄ όσο μπορούσε να θυμηθεί εκεί βρισκόταν μια συρόμενη πόρτα που θα του έδινε πρόσβαση στον κήπο. Σκέφτηκε πως ίσως στο κήπο τα πράγματα να είναι καλύτερα απ’ ότι εδώ μέσα. Αναστέναξε και προχώρησε διστακτικά προς την κουζίνα.

Ο Τζόνι προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον αδερφό του, μα δεν μπορούσε να τον εντοπίσει. Ήταν σαν το πέπλο ομίχλης να είχε καλύψει πολλά παραπάνω πέρα απ’ την ορατότητά τους. Ήθελε να φύγει από δω ή να μην είχε πατήσει ποτέ το πόδι του εδώ μέσα. Πως άραγε μπόρεσε να εμπιστευτεί ξανά τον πατέρα του; Πως ξαφνικά θα άλλαζε και θα γινόταν καρτερικός προς τα παιδιά του; Μα τώρα πια ήταν πολύ αργά για αυτές τις ανούσιες σκέψεις, έπρεπε να βρει κάποιον τρόπο για να φύγουν μακριά από δω.

Η λάμψη που έβγαινε απ’ το χάσμα ήταν μεθυστική. Μια πύρινη λάμψη αναμειγμένη με ένα παχύ σύννεφο καπνού. Του προκαλούσε μια ακαταμάχητη έξη, να πάει προς το μέρος της, να δει τι κρύβεται εκεί κάτω. Προσπάθησε να αντισταθεί, μα ένιωθε τις άμυνες του κατεβασμένες. Η δύναμη που εξέπεμπε η λάμψη ξεπερνούσε την δύναμή του. Το μυαλό του πήγε στον Πιτ. Άραγε να ένιωθε κι αυτός την ίδια παρόρμηση; Σίγουρα αν αυτός, που είχε καταφέρει να εμπλουτίσει και να αναπτύξει τις δυνάμεις του, ένιωθε τόσο ανήμπορος εδώ πέρα, πόσο μάλλον ο Πιτ. Φοβήθηκε για τον ίδιο και για τον αδερφό του. Φώναξε ξανά προς την απέναντι πλευρά, ήθελε να τον προειδοποιήσει, έστω και τώρα που ο ίδιος προχώραγε με αργά βήματα προς το χείλος. Και πάλι όμως, οι προσπάθειές του παρέμειναν άκαρπες.

Ο Πιτ είχε μπει μέσα στην σκοτεινή κουζίνα. Σίγουρα δεν την θυμόταν έτσι. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Πράσινη γλίτσα έβγαινε απ’ τους τοίχους, απ’ το ταβάνι μπορούσε να δει μια μαύρη στάμπα να επεκτείνεται. Του φάνηκε πως ήταν μούχλα, αναρωτήθηκε όμως γιατί να επεκτείνεται. Σαν να ήταν κάποιος ζωντανός οργανισμός και να ήθελε να καταπιεί τα πάντα στο πέρασμά του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον σκοπό του, να βγει μέσα από αυτό το καταραμένο σπίτι. Μόνο έτσι πίστευε πως θα μπορέσει να βοηθήσει και τον αδερφό του. Εδώ το πέπλο ομίχλης δεν ήταν ακόμη τόσο παχύ και έτσι μπόρεσε να συρθεί προς το σημείο όπου βρισκόταν η συρόμενη πόρτα, η ελευθερία του. Η ζωντανή μούχλα τον πλησίαζε, όλο και πιο γοργά. Έφτασε προς το μέρος όπου βρισκόταν η πόρτα, για να μην βρει τίποτα. Στο ίδιο σημείο βρισκόταν τώρα ένας συμπαγής τούβλινος τοίχος. Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό, δεν ήταν δυνατόν! Ψηλάφισε όλον τον τοίχο και προχώρησε με αργά βήματα καθ’ όλο το μήκος του, ίσως να είχε κάνει λάθος. Η ζωντανή μούχλα πλησίαζε. Ένιωθε και γευόταν την δυσωδία της. Του ερχόταν να κάνει εμετό, μα έπρεπε να βρει την έξοδο. Αν υπήρχε.

Ο Τζόνι είχε πλησιάσει προς την άκρη του χάσματος. Η θερμοκρασία γινόταν όλο και πιο αποπνικτική. Από κάθε πόρο του κορμιού του έσταζε ιδρώτας. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να φοβηθεί, αν θα έπρεπε να κάνει δύο βήματα πίσω. Δεν όριζε τον εαυτό και το κορμί του. Έγειρε το σώμα του προς το χάσμα. Δεν μπορούσε να δει κάτι άλλο πέρα απ’ την εκτυφλωτική λάμψη. Η αποκρουστική μυρωδιά του θειαφιού είχε γίνει έντονη, του τρυπούσε την μύτη καθώς εισχωρούσε μέσα του και του δημιουργούσε αναγούλα. Με το χέρι του κάλυψε την μύτη του. Δεν κατάφερε και πολλά, όμως κάπως μετρίασε την αψάδα του θειαφιού.

Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Έπρεπε να ξαναβρεί τον εαυτό του. Προσπάθησε να θυμηθεί την εκπαίδευσή του, πως είχε καταφέρει να τιθασεύσει την δύναμή του. Μια ορμητική, όμως, ριπή ανέμου βγήκε απ’ το χάσμα και τον πέταξε στο έδαφος. Καθώς βρισκόταν στο έδαφος και προσπαθούσε να συνέλθει απ’ το τρομακτικό σοκ, άκουσε μία πομπώδης φωνή προερχόμενη απ’ τα βάθη του χάσματος. Η χροιά της ήταν τρομακτική. Οι τρίχες του σβέρκου του είχαν σηκωθεί και το πρόσωπό του είχε πάρει μια απάνθρωπη μορφή από την φρίκη που βίωνε.


Η προτροπή που άκουγε ξανά και ξανά ήταν σαφής. Σηκώθηκε όρθιος και συνέχισε τον αργό βηματισμό του προς το χάσμα. Η πάλη που έδινε με τον ίδιο του τον εαυτό ήταν μεγάλη, προσπαθούσε να βρει το σθένος να βγει από αυτή την εκστατική ερεβώδη κατάσταση που βρισκόταν.

Ο Πιτ είχε απελπιστεί. Ήταν παγιδευμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, με την απειλή της ζωντανής μούχλας να τον πλησιάζει, έτοιμη να τον κατασπαράξει. Η μούχλα πλέον είχε πάρει την μορφή μια άμορφης μάζας. Είχε χάσει πλέον τον προσανατολισμό του. δεν μπορούσε ούτε καν να βρει την έξοδο απ’ την κουζίνα. Προσπαθούσε να βρει κάτι, ένα ίχνος σωτηρίας. Μα όσο προχωρούσε τόσο η απελπισία του μεγάλωνε. Προσπαθούσε να μην ακούει το τρομακτικό σύρσιμο της μούχλας, προσπαθούσε να το απωθήσει. Είχε επικεντρωθεί στην ανάσα του. Μια ανάσαινε γρήγορα και μια αργά, οι χτύποι της καρδιάς του αυξομειώνονταν, τα μάτια του κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να ερευνήσουν κάθε σπιθαμή του τοίχου, με την αφή του ήθελε να βρει μια έξοδο. Ένιωθε το σώμα του να λειτουργεί άναρχα, και όμως, με κάποιο παράξενο τρόπο λειτουργούσε προς όφελός του.

Ξαφνικά έφτασε μπροστά στην λύτρωσή του. Είχε ακουμπήσει το χέρι του μια ξύλινη επιφάνεια. Την ψηλάφισε γρήγορα, η μούχλα ήταν πολύ κοντά πλέον. Ήταν μια πόρτα, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Ήταν η πόρτα του κελαριού. Επιτέλους ο Πιτ μπόρεσε να πάρει μια ανάσα ανακούφισης. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε γρήγορα τα στενά σκαλιά που οδηγούσαν στο κελάρι, κλείνοντάς την πίσω του με δύναμη. Ήλπιζε ό, τι κι αν ήταν αυτή η μάζα εκεί έξω να σταματούσε. Ήταν η μοναδική του σωτηρία.

Ο Τζόνι προχωρούσε αργά προς το τέλος του. Κατέβαλε κάθε προσπάθεια να επιμηκύνει την διαδρομή αυτή. Προσπαθούσε να επανασυνδεθεί με το μυαλό του, να βρει τον έλεγχο του σώματός του. Η προσπάθεια τον έχει εξουθενώσει. Γευόταν τον αλμυρό ιδρώτα του, αναμειγμένο με την αψάδα του θειαφιού. Μπορούσε να αισθανθεί αμυδρά τα πόδια του, μα δεν μπορούσε να τα ελέγξει ακόμα, όχι πλήρως. Έπρεπε να προσπαθήσει περισσότερο. Δεν είχε πολύ ακόμα.

Ο Πιτ είχε φτάσει στο δάπεδο του κελαριού και κοιτούσε με αγωνία την πόρτα. Ανάσαινε γρήγορα και ακανόνιστα. Ο ιδρώτας κυλούσε απ’ το μέτωπο στα μάτια του και από κει στο πηγούνι του. Δεν τον πείραζε όμως. Με τρόμο άκουσε την πόρτα να τρίζει δυνατά, σαν κάτι να την έσπρωχνε για να ανοίξει. Άρχισε να αλλάζει χρώμα, να παίρνει το χρώμα της μούχλας. Ο Πιτ έκανε δύο βήματα πίσω. Ήξερε πως δεν είχε που αλλού να πάει.

Μια μακρινή φωνή του απέσπασε την προσοχή. Προερχόταν πίσω από την χαλύβδινή πόρτα. Την πλησίασε γεμάτος περιέργεια μα και φόβο. Παρατήρησε πως απ’ την χαλύβδινη πόρτα έλειπαν πολλά πριτσίνια και ήταν σίγουρος πως την πρώτη φορά που την είχε δει όλα ήταν στην θέση τους. Συνέχισε να ακούει την φωνή πίσω απ’ την πόρτα, μα όχι καθαρά. Πλησίασε λίγο ακόμα προσπαθώντας να υπερνικήσει τον φόβο του, δεν είχε να χάσει τίποτα. Η αδηφάγη μούχλα είχε γεμίσει την πόρτα του κελαριού και ήταν έτοιμη να εισχωρήσει προς τα μέσα. Ο Πιτ είχε φτάσει έξω απ’ την χαλύβδινη πόρτα. Τώρα άκουγε καθαρά την φωνή από πίσω. Κάποιος φώναζε για να βγει έξω! Αναστατώθηκε και ένιωσε να χάνει τον έλεγχο μαζί με τα λογικά του, ό, τι είχε απομείνει. Ποιος να ήταν πίσω απ’ την πόρτα;


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα