Η χαμένη διαθήκη - 6

Ghost Dancer by MaraNaomiArt

 


6.

   Τα επόμενα δύο βράδια πέρασαν χωρίς πολλές ταραχές. Ο Τζόνι κατάφερε να κοιμηθεί σωστά και για πρώτη φορά, απ’ όταν έφτασαν στο σπίτι, είδε όνειρα χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του. Με τον Πιτ ξανά δεν μιλούσαν, επικοινωνούσαν μόνο με μουγκρητά και χειρονομίες. Είχε προλάβει τουλάχιστον να του εξιστορήσει την τρομακτική του εμπειρία στον κήπο. Φυσικά και δεν τον πίστεψε, φυσικά και τον κοιτούσε συνεχώς με εκείνο το βλέμμα γεμάτο κοροϊδία. Όμως ο Τζόνι μπορούσε να διακρίνει πως κάτι έκρυβε. 

   Ο Πιτ προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από εκείνο το περιστατικό στον τρίτο όροφο. Ό, τι κι αν ήταν αυτό που βίωσε του είχε αφήσει κάτι μέσα του. Το ένιωθε να του ανακατώνει τα σωθικά, ξανά και ξανά. Μα δεν του προκαλούσε πόνο, παρά μόνο μια αίσθηση αποπροσανατολισμού. Ο πόνος δεν θα τον πείραζε, όμως, αυτή η αίσθηση τον τρόμαζε. Πιο πολύ όμως τον τρόμαζε η ιδέα του να πει στον Τζόνι γι’ αυτά που είχε δει και ακούσει. Όμως τότε θα χρειαζόταν να φανερώσει την αδυναμία του, θα χρειαζόταν να παραδεχτεί πως ο αδερφός του είχε δίκιο. Αυτό όμως δεν θα το έκανε ποτέ.

   Χωρίς τα παράξενα και φρικιαστικά οράματα ο Τζόνι μπόρεσε να επικεντρωθεί στις δουλείες του σπιτιού. Μόνος του είχε καταφέρει να συγυρίσει και να καλλωπίσει την τραπεζαρία. Η μοναδική σωστή σκέψη του πατέρα τους, να τους μάθει να είναι και οι δυο πολυτεχνίτες. Μια ένδειξη καλού γονέα ή μια ένδειξη γονέα που δεν θέλει να ασχοληθεί με την οικογένειά του; Το ερώτημα στριφογύριζε για χρόνια στο κεφάλι του και, γι’ αυτόν τουλάχιστον, δεν υπήρχε καμιά απάντηση. Είχε φτιάξει την πόρτα και είχε καθαρίσει το χαλί που κάλυπτε το δάπεδο, το αποτέλεσμα ήταν μοναδικό. Πολλές λεπτομέρειες ήρθαν έτσι στην επιφάνεια. Μπόρεσε να δει και να θαυμάσει τα υπέροχα ανάγλυφα σχέδια με τα οποία ήταν διακοσμημένος ο τοίχος. Ένα αόριστο σχέδιο όμως, τίποτα ολοκληρωμένο. Περίεργα σχήματα ενωμένα μεταξύ τους με μια λεπτή, κυματοειδή γραμμή. Σε κάποια σημεία του τοίχου φαινόντουσαν πεντακάθαρα, ο Τζόνι τότε μπορούσε να θαυμάσει την άρτια δουλειά που είχε κάνει ο καλλιτέχνης, μα σε κάποια άλλα σημεία, πολύ μικρά, δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα. Δεν ήταν όμως δύσκολο να εντοπίσει την συνέχεια της γραμμής, από σχήμα σε σχήμα το μοτίβο της ήταν σχεδόν ίδιο. Το σημείο όπου χανόταν και εμφανιζόταν ξανά ξαφνικά, ήταν αριστερά και δεξιά των πορτών. Υπέθεσε πως ίσως να συνεχίζονταν τα σχήματα και οι γραμμές και στα διπλανά δωμάτια. Δεν μπόρεσε να διακρίνει κάτι στην κεντρική σάλα, όμως στο καθιστικό μπόρεσε να διακρίνει κάποιες αχνές και διακεκομμένες γραμμές.

   Ο Πιτ είχε κάνει εξαίσια δουλεία στην κουζίνα. Άστραφτε από καθαριότητα και τα πάντα γυάλιζαν. Είχε τοποθετήσει όλα τα σκεύη στην θέση τους και είχε τρίψει τόσο τις εστίες της κουζίνας όσο και τον φούρνο. Δεν ήθελε να αφήσει κανένα ίχνος λίπους, κανένα ίχνος από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Η μυρωδιά από το κελάρι είχε εξαφανιστεί, τώρα ο χώρος μύριζε σαπούνι με άνθη λεμονιού. Μια νοσταλγική μυρωδιά για τον Πιτ, του θύμιζε τις ελάχιστες καλές μέρες που περνούσαν σαν οικογένεια. Είχε αποφασίσει να μην ασχοληθεί με την χαλύβδινη πόρτα του κελαριού. Φοβόταν και σίγουρα δεν ήθελε να νιώσει ξανά όπως όταν είχε προσπαθήσει να ανοίξει την πόρτα του τρίτου ορόφου. Ο φόβος του ήταν τέτοιος ώστε όταν πλησίαζε τα σκαλιά που οδηγούσαν στον τρίτο όροφο ένιωθε τα εσωτερικά του όργανα να συσπούνται, έτοιμα να εκραγούν. Έτσι περιορίστηκε στις αναγκαίες επισκευές του δεύτερου ορόφου.

   Ξεκίνησε με το να στερεώσει πρόχειρα τον ετοιμόρροπο πολυέλαιο. Για καλή του τύχη τους είχαν φέρει δυο σκάλες και έτσι μπόρεσε με ευκολία να τοποθετήσει δύο γάντζους στην οροφή, προσέχοντας να μην καταστρέψει τον χρυσό διάκοσμο, και δύο χοντρά συρματόσχοινα που ενίσχυαν την συγκράτηση του πολυελαίου. Το καθάρισμα των τοίχων και του φθαρμένου χαλιού ήταν ζήτημα ωρών. Αν δεν το καθάριζε ο ίδιος θα νόμιζε πως βρίσκεται σε κάποιο άλλο σπίτι, τέτοια ήταν η διαφορά του πριν και μετά. Το αχνό και πολυκαιρισμένο κεραμιδί χρώμα είχε κάνει την εμφάνισή του, θα χρειαζόταν ένα καλό ξύσιμο και καλό στοκάρισμα και βάψιμο στην συνέχεια. Καθάρισε με προσοχή την παχιά σκόνη από τα τέσσερα κάδρα, χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει πολύ χαρτί και υγρό καθαρισμού για να μπορέσει να διακρίνει τι απεικόνιζαν. Τέσσερα τοπία φαινόντουσαν μες στις εικόνες. Στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς έβλεπε, μα σαν πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως έβλεπε εικόνες του σπιτιού. Στο πρώτο κάδρο υπήρχε μια πανοραμική απεικόνιση του κήπου, μάλλον παρμένη από το σημείο της κεντρικής πύλης – το μοναδικό σημείο που χάριζε αυτήν την οπτική. Η μόνη διαφορά ήταν πως εδώ μπορούσε να δει το πως ήταν ο κήπος πριν το χάος που επέφερε ο χρόνος και η παραμέληση. Ολάνθιστος, με τον πλακόστρωτο διάδρομο αρτιμελή, το ξύλινο καλοκαιρινό κιόσκι ολοκληρωμένο και στην θέση του και το πετρόκτιστο πηγάδι σε λειτουργία. Στο δεύτερο κάδρο φαινόταν ο χώρος της κουζίνας. Από την οπτική που ήταν παρμένη ο Πιτ μπόρεσε να αναγνωρίσει την πόρτα του κελαριού. Και αυτή η εικόνα απεικόνιζε τον χώρο σε κάποια άλλη, αόριστη, εποχή. Τα πάντα ήταν τόσο ίδια μα και τόσο διαφορετικά. Το τρίτο κάδρο έδειχνε τον διάδρομο του τρίτου ορόφου. Όμως από μία παράξενη οπτική. Φαινόταν ο διάδρομος από την μεριά οπού τώρα υπήρχε η απροσπέλαστη πόρτα. Ο Πιτ υπέθεσε πως η εικόνα έγινε πίσω από το κλειστό χώρο, αμέσως ένα ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Ένας οξύς πόνος στην κοιλιά τον δίπλωσε στα δύο. Γονάτισε ικετεύοντας να σταματήσει το μαρτύριό του. Ανάμεσα από τα σφαλιστά του δόντια μουρμούριζε: «καταραμένε Τζόνι! Εσύ φταις για όλα!». Δεν ήξερε αλήθεια για ποιο λόγο καταριόταν τον αδερφό του, μα πίστευε πως τα παιδαριώδη οράματά του τον επηρέαζαν αρνητικά. Άλλωστε κάπως έτσι δεν είχε καταφέρει να μολύνει την σχέση της οικογένειάς τους; Όταν ο πόνος τον παράτησε ο Πιτ σηκώθηκε όρθιος. Το βλέμμα του τότε έπεσε στο τέταρτο κάδρο και έμεινε έκπληκτος από αυτό που αντίκρυσε. Η εικόνα στο κάδρο έδειχνε τον χώρο του καθιστικού και συγκεκριμένα την βιβλιοθήκη του αριστερού τοίχου. Και πάλι δεν υπήρχε καμία σχέση με την τωρινή κατάσταση. Η βιβλιοθήκη του κάδρου ήταν γεμάτη με βιβλία. Μπορούσε να διακρίνει ένα μπερδεμένο μοτίβο που δημιουργούσαν οι ράχες των βιβλίων. Άναρχες γραμμές να καταλήγουν σε ένα τετράγωνο σχήμα. Αυτό όμως που τον εξέπληξε δεν ήταν το συγκεκριμένο μοτίβο, μα το άτομο που στεκόταν μπροστά από την βιβλιοθήκη, τον αναγνώριζε. Ήταν ο Τζόνι, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ώσπου να συνέλθει από το πρώτο σοκ ένα δεύτερο τον καθήλωσε. Μπορούσε να δει καθαρά την φιγούρα του αδερφού του να κινείται μες στον χώρο. Όσο κι αν έτριξε τα μάτια του συνέχισε να τον βλέπει να κινείται πιο κοντά προς την βιβλιοθήκη.

   Ο Τζόνι ακολούθησε την διαδρομή της αχνής γραμμής. Τον οδήγησε προς την αριστερή βιβλιοθήκη όπου εκεί η γραμμή χανόταν τελείως. Και σ’ αυτήν την βιβλιοθήκη τα βιβλία ήταν ελάχιστα. Όλα και όλα τριάντα βιβλία σε μία βιβλιοθήκη πέντε μέτρων που απαρτίζονταν από τριάντα ράφια. Πλησίασε πιο κοντά στην βιβλιοθήκη και προσπάθησε να παρατηρήσει πιο καλά τα βιβλία που υπήρχαν διάσπαρτα στα ράφια. Με την αμέριστη βοήθεια της σκάλας μπόρεσε να δει τους τίτλους απ’ όλα τα βιβλία χωρίς να μπορεί να τους διαβάσει όμως μιας και όλοι ήταν γραμμένοι στα λατινικά. Όλα τα βιβλία ήταν σκληρόδετα, δεμένα με χρυσή κλωστή και τα ανάγλυφα γράμματα των τίτλων στις ράχες τους γραμμένα με χρυσή μελάνη. Σίγουρα επρόκειτο για σπάνιες και πολυτελείς εκδόσεις. Η επιβεβαίωση ήρθε όταν ξεφύλλισε εν τάχει όλα τα βιβλία. Το καθένα ήταν μοναδικό. Στην πρώτη σελίδα φαινόνταν ο αριθμός έκδοσης και τα αντίτυπα, και σε όλα ήταν το ίδιο: “Πρώτη έκδοση, αριθμός 1 από 1”. Η μυρωδιά της μούχλας ήταν διάχυτη και μες στα βιβλία, είχε ποτίσει κάθε σελίδα και τις είχε φέρει σε κατάσταση αποσύνθεσης. Καθώς τοποθετούσε κάθε βιβλίο στην θέση του, μπόρεσε να δει κάτι περίεργο στη ράχη του κάθε βιβλίου, κάτι που δεν είχε παρατηρήσει την πρώτη φορά. Βαθιές χαρακιές πέρναγαν πάνω απ’ τις ράχες των βιβλίων. Απομακρύνθηκε από την βιβλιοθήκη και προσπάθησε να δει σε τι εξυπηρετούσαν αυτές οι χαρακιές, όμως τα βιβλία ήταν διάσπαρτα και δεν μπορούσε να καταλάβει αν έδειχναν κάτι ή όχι. Παρατήρησε τις αχνές γραμμές του τοίχου που σταματούσαν απότομα στην βιβλιοθήκη και τις χαρακιές πάνω στις ράχες. Πεπεισμένος πως κάποια σύνδεση υπήρχε προσπάθησε να ενώσει τις γραμμές και να συμπληρώσει το ημιτελής παζλ.

   Ο Πιτ παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα την διαδρομή που έκανε ο αδερφός του. Τον έβλεπε να πλησιάζει την βιβλιοθήκη και να μετακινεί κάποια βιβλία. Αγχώθηκε, δεν ήξερε αν έπρεπε να φωνάξει ή να σιωπήσει. Δεν ήξερε αν αυτό που έβλεπε ήταν αλήθεια ή επρόκειτο για κάποιο όραμα, κάποιο παιχνίδι που έπαιζε το μυαλό του.

   Ο Τζόνι ακολουθώντας το μοτίβο, τοποθέτησε κάθε βιβλίο στην θέση που νόμιζε πως ήταν η σωστή. Όλως παραδόξως η κάθε χαρακιά ευθυγραμμίζονταν με την προηγούμενη.

   Ο Πιτ έβλεπε το άναρχο μοτίβο να παίρνει μια ολοκληρωμένη μορφή. Έβλεπε τις γραμμές να ενώνονται.

   Ο Τζόνι ήταν έτοιμος να τοποθετήσει το τελευταίο βιβλίο στην σωστή του θέση. Ήταν περίεργος να δει τι θα γινόταν. Όταν το τοποθέτησε ένα δυνατό “κλικ” ακούστηκε ακολουθούμενος από ένα τριχτό ήχο ανοίγματος.

   Ένα εκτυφλωτικό φως βγήκε από το τετράγωνο σχήμα στο κάδρο που τύφλωσε τον Πιτ. Δεν μπορούσε να δει τι γινόταν, μα ένιωθε το ισχυρό φως να τον χτυπά αλύπητα. Ενστικτωδώς ξεκρέμασε το κάδρο και το πέταξε στο πάτωμα. Άρχισε να το πατά με μανία, αδιαφορώντας αν αυτή του η πράξη θα είχε κάποια επίπτωση. Δεν μπορούσε όμως να σκεφτεί καθαρά τώρα. Σταμάτησε μόνο όταν επανήλθε η όρασή του. Αυτό που έβλεπε όμως του προκαλούσε αναστάτωση. Τα ποδοπατήματά του δεν είχαν καταφέρει απολύτως τίποτα στο κάδρο. Η εικόνα μέσα του είχε ακόμα ζωή. Έβλεπε την φιγούρα του αδερφού του να πλησιάζει με τεταμένο χέρι το τετράγωνο σχήμα. Έπρεπε να δει αν είναι καλά. Έπρεπε να το είχε κάνει εδώ και ώρα. Έτρεξε προς το καθιστικό παρακαλώντας αυτά που έβλεπε να είναι μόνο μια τρομερή οφθαλμαπάτη.

   Ο Τζόνι εντόπισε την προέλευση του θορύβου. Προερχόταν από το μέσο της βιβλιοθήκης. Ένα τετράγωνο σημείο της είχε ανοίξει ελάχιστα, αποκαλύπτοντας έναν κρυφό χώρο από πίσω. Πλησίασε προς τα ‘κει και τέντωσε το χέρι του για να το ανοίξει. Εκείνη την στιγμή κατέφτασε και ο Πιτ ασθμαίνοντας. Έμεινε άναυδος όταν συνειδητοποίησε πως ό, τι έβλεπε στην εικόνα ήταν η πραγματικότητα. «Τζόνι μη! Περίμενε…», φώναξε προσπαθώντας συγχρόνως να βρει ξανά την ανάσα του. Ο Τζόνι γύρισε προς το μέρος του γεμάτος έκπληξη.

   «Τι τρέχει Πιτ; Μου μιλάς ξανά;»

   «Τζόνι σε παρακαλώ, μην κάνεις τίποτα».

   «Γιατί τέτοια ανησυχία Πιτ; Πρέπει να δω τι υπάρχει πίσω από ‘δω».

   «Έχω ένα κακό ένστικτο για αυτό. Άφησε το».

   «Πες μου έναν λόγο για να σε εμπιστευτώ. Εσύ δεν μου μιλούσες και με κορόιδευες για χρόνια και τώρα θες να με προστατέψεις;»

   Ο Πιτ έμεινε άφωνος, δεν μπορούσε να του αποκαλύψει τι είχε δει και πως το είχε δει. Τουλάχιστον όχι ακόμα.

   «Εμπρός λοιπόν. Τι περιμένεις. Δεν έχεις κάτι να πεις; Ή μήπως και πάλι δεν μου μιλάς;» ρώτησε ο Τζόνι τον Πιτ. Μα δεν πήρε καμιά απάντηση. Ξεφύσηξε αδιαφορώντας και συνέχισε να κάνει αυτό που είχε αφήσει στην μέση. Πλησίασε το άνοιγμα στην βιβλιοθήκη και το άνοιξε με προσοχή. Πίσω του υπήρχε το απόλυτο σκοτάδι. Απογοητεύτηκε μα δεν το έβαλε κάτω. Ήταν αποφασισμένος να δει τι υπήρχε εκεί μέσα. Μια αποφασιστικότητα, που από καιρό είχε χάσει, ξαφνικά τον κατέκλυζε. Σκέφτηκε πως ήταν ωραία αυτή η αίσθηση. Να νιώθει σίγουρος για τον εαυτό του και τις πράξεις του. Αμέτρητες συνεδρίες δεν το είχαν καταφέρει, η ενέργεια όμως του σπιτιού τον είχε ξεκλειδώσει προς στιγμήν. Έφυγε απ’ το δωμάτιο και επέστρεψε μετά από λίγο με ένα πακέτο σπίρτα. Ο Πιτ παρακολουθούσε τις κινήσεις του δίχως να κάνει ή να πει κάτι. Άναψε ένα σπίρτο μα μια ριπή αέρα το έσβησε απότομα. Γρήγορα άναψε ακόμη ένα προστατεύοντας την φλόγα με την παλάμη του. Τότε ο σκοτεινός χώρος φωτίστηκε ελαφρά και μπόρεσε να δει τι βρισκόταν βαθιά μέσα. Ένα βιβλίο ήταν ακουμπισμένο μέσα και τίποτε άλλο. Θα έπρεπε να ήταν σημαντικό, σκέφτηκε ο Τζόνι, ειδάλλως γιατί να το έχουν τόσο καλά κρυμμένο.

   Το έβγαλε από μέσα και το κράτησε στα χέρια του. Ήταν ένα βιβλίο με φθαρμένο μαλακό δερμάτινο εξώφυλλο. Με τίποτα δεν θύμιζε τις πολυτελείς εκδόσεις που υπήρχαν στα ράφια της βιβλιοθήκης. Η υφή του εξωφύλλου ήταν περίεργη. Είχε κάτι το μοναδικό, που δεν είχε συναντήσει σε κανένα βιβλίο ως τώρα. Το περιεργάστηκε για λίγη ώρα. Η σκέψη του είχε καταλήξει κάπου, μα αυτό το κάπου τον τρόμαζε και του δημιουργούσε απέχθεια. Το δερμάτινο εξώφυλλο του θύμιζε ανθρώπινο δέρμα, κομμένο και ραμμένο στις ακριβείς διαστάσεις του βιβλίου. Έπρεπε όμως να πάρει και μια  δεύτερη γνώμη. Πλησίασε τον Πιτ και του το έδειξε. Τον ρώτησε ποια ήταν η γνώμη του γι’ αυτό το εξώφυλλο, χωρίς να του πει τι νόμιζε ο ίδιος. Ο Πιτ είχε μια άριστη γνώση των υλικών, μπορούσε να αναγνωρίσει κάτι και μόνο με την αφή, έστω και αν είχε τα μάτια του κλειστά. Αφού το περιεργάστηκε με το χέρι του για λίγο επιβεβαίωσε την αρχική εκτίμηση του Τζόνι. Ήταν όντως επενδυμένο με ανθρώπινο δέρμα.

   Το πήρε ξανά ο Τζόνι και το άνοιξε, παρόλες τις αντιρρήσεις του Πιτ. Ήταν κάποιο είδος ημερολογίου. Μπορούσε να δει κάτι σαν ημερομηνίες στην κορυφή κάθε σελίδας. Δεν μπορούσε όμως να καταλάβει την γραφή, ήταν μια περίεργη γραφή που δεν έβγαζε κανένα απολύτως νόημα. Δεν είχαν διασωθεί όλες οι σελίδες. Κάποιες ήταν έντονα μουτζουρωμένες που δεν μπορούσε να διακρίνει καν αν κάτι ήταν γραμμένο από πίσω. Το ξεφύλλισε και είδε πως μόνο δύο σελίδες ήταν ευδιάκριτες, χωρίς κανένα ίχνος μουτζούρας. Προσπάθησε να το διαβάσει με την βοήθεια του Πιτ χωρίς όμως κάποιο κατανοητό αποτέλεσμα.

   “4 ουίνουΙ 4561

   αρεμήΣ αβαλάτακ ιτ ςιεσώτπιπε εχίε οτ αμγιονά υοτ ουίλβιβ υοπ εκήρβ ο ςόφρεδα υομ οτσ ονέμμυρκ οιτάμωδ υοτ ύοιραλεκ.

   οΤ εχίε ιεψύλακανα ςώλετνε αίαχυτ. ςωπΌ ατνάπ εχίε ιεσύοκαραπ ςιτ ςέλοτνε υοτ αρέταπ, αν νημ εμυοσάισηλπ υολόθακ οτ ιράλεκ.

   ιτάΚ οκακ εκηθώρεθυελε, οτ ωθώιν ύοτναπ, οτς ιτίπσ, ες ανέμ, νοτς όφρεδα υομ, ςυοτς ςίενογ υομ. νυοχΈ ιεσήνικεξ αν ενάλιμ ες ςεγρείρεπ ςυοτκέλαιδ. ιαμάβοΦ ςωμό αν οτ ωπ ες νοιοπάκ. νηΤ αίατυελετ άροφ υοπ άσηλίμ νοτς αρέταπ υομ αιγ άτυα υοπ αγυοκά ιακ απελβέ αγαφέ ανέ ότανυδ ικύοτσαχ. αμόκΑ νεδ ιεχέ ιεγύφ οτ ιδάμης.

   ιεπέρΠ ςωμό ιτάκ αν ιενίγ. ιαμοκσίρΒ ςονέμσιβωλκγε ώδε, ίζαμ ςυοτ, ιακ νεδ ώροπμ αν ωγύφεξ όπα οτ ιτίπς ιακ όπα ςυοτ ςυοιδί. ωχΈ ίετσιπλεπα ιακ ατ αταμάρο υοπ ωπέλβ νεδ εμ νύοθηοβ υολόθακ, εμ νύονρεπ αιγ όλερτ. ιαΚ αρυογίς νεδ ιαμίε…”

   Ο Τζόνι προσπέρασε τις μουτζουρωμένες σελίδες και έφτασε κοντά στο τέλος του ημερολόγιου. Και σ’ αυτήν την σελίδα η γραφή ήταν ακαταλαβίστικη.

   “5 ηρβμέτπεΣ 5561

   Ο ςοίατυελετ ςονόρχ εμ εσιτάμγιτς άιθαβ. οΤ ιτίπς εσητκέπα αιμ ημανύδ ήρεμορτ, ιεχέ ιεσήχραιρυκ ατ άιμροκ ιακ ατ άλαυμ σαμ.

   ιαμοτφέκΣ αν ωσώδ ανέ ςολέτ ες αλό άτυα, αμ νεδ ώροπμ ςονόμ υομ. νεΔ ωχέ νητ ημανύδ.

   ωύοκΑ ςένωφ ύοτναπ. ασέΜ όπα ςυοτ ςυοχίοτ, όπα ατ αλπιπέ, όπα ατ ανεμίεκιτνα. ωύετνοΚ αν ώθαλερτ. Ο ςαρέταπ ιακ η αρέτημ ιατνορέφ ατοκόλλα. Ο ςόφρεδα υομ ιατερέφιρεπμυς ςελ ιακ οιοπάκ οίρηθ νοτ ιεχέ ιελλάβατακ.

   νεΔ ωχέ ιεσύοκα οτ όρωμ ιακ ύλοπ ιαμάβοφ ςωπ νατή οτ οτώρπ αμύθ στη ςητσερόκα ςήξερό ςυοτ.

   ιεπέρΠ αν ωγύφ όπα ‘ωδ. ςωΠ ςωμό; αίατυελεΤ άροφ υοπ αρεφάτακ αν ωγβ ωξέ όπα νητ ηλύπ νυομόιναλπιρεπ αιγ ςερώ, υοπσώ    αν ωξήλατακ ίεκε πα’ υοπό ασιχρά.

   ιεπέρΠ αν ώτφυρκ. ςωσΊ υοπάκ ςεμ οτς ιτίπσ. ιστΈ ετσώ ίοτυα αν ημ εμ νυορβ…”

   Μόλις τελείωσαν την παράξενη ανάγνωση κοιτάχτηκαν χωρίς να πουν κάτι. Δεν είχαν και κάτι να πουν, δεν είχαν καταλάβει τίποτα από αυτά που είχαν διαβάσει. Ο Πιτ έπιασε το ημερολόγιο στα χέρια του και παρατήρησε τα κείμενα με πιο προσοχή. Έπειτα από λίγο κοίταξε τον Τζόνι και αναφώνησε: «το βρήκα!»

    «Τι βρήκες Πιτ;»

   «Γιατί δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι γραμμένο σ’ αυτές τις σελίδες. Είναι γραμμένο σε κατοπτρική γραφή».

    «Που σημαίνει;»

    «Που σημαίνει πως πρέπει να βρούμε ένα καθρέφτη».

   Υπήρχε ένας καθρέφτης στην κεντρική σάλα. Τοποθέτησαν το ημερολόγιο στο ύψος του και άρχισαν να διαβάζουν τις δύο εγγραφές. Μαζί με τις εγγραφές μπόρεσαν να δουν πως οι αμέτρητες μουτζούρες δημιουργούσαν κάποιο είδος χάρτη. Με το που το διάβασαν ο τρόμος τους παρέλυσε, αισθάνονταν αβοήθητοι μπροστά σε δυνάμεις που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν. Ο Πιτ όπως πάντα προσπάθησε να κρατήσει μια στάση ανωτερότητας. Το βιβλίο τότε άρχισε να πυρώνει. Τόσο γρήγορα που το άφησαν να πέσει κάτω. Αυταναφλέχτηκε και σε κλάσματα δευτερολέπτων μετατράπηκε σε στάχτη.


Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα