Η χαμένη διαθήκη - 3

"Eerie Night" by Erin

3.


Ο ξεδοντιάρης και μουγγός Λου οδηγούσε επιδέξια την άμαξα και περνούσε με επιτυχία κάθε εμπόδιο. Έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια που εκτελούσε χρέη μεταφορέα, είχε μάθει απ’ έξω κι ανακατωτά κάθε σπιθαμή της κακοτράχαλης διαδρομής και μπορούσε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο ακόμη και με κλειστά μάτια. Παρέμενε αγέρωχος πάνω στο κάθισμα της άμαξας κρατώντας με δύναμη τα γκέμια. Φυσικά δε συνέβαινε το ίδιο και μες στην καμπίνα της άμαξας. Εκεί ο Πιτ και ο Τζόνι προσπαθούσαν να βρουν το κατάλληλο σημείο για να κάτσουν, οι κραδασμοί από τα εμπόδια τάραζε την σπονδυλική τους στήλη. Ένιωθαν χαμένοι, τα μαύρα τζάμια της άμαξας δεν τους επέτρεπαν να δουν την διαδρομή. Αβεβαιότητα και τρόμο τους γέμιζε το άγνωστο. Και οι δυο τους αναρωτιόντουσαν αν είχαν πάρει τη σωστή απόφαση, μα κανείς τους δεν εξέφρασε στον άλλον τις σκέψεις τους, τα μόνα λόγια που αντάλλαξαν καθ’ όλη την διαδρομή ήταν μόνο κάποια ανέκφραστα μουγκρητά.

Έπειτα από κάποια ώρα που φάνταζε αιώνας, η άμαξα σταμάτησε και τα άλογα χλιμίντριζαν με ανακούφιση. Πριν προλάβει ο Πιτ να ανοίξει  την πόρτα για να βγουν έξω, ο Λου βρισκόταν απ’ έξω και ήδη την είχε ανοίξει. «Είναι γρήγορος ο μουγγός μπάσταρδος», σκέφτηκε ο Πιτ και του χαμογέλασε. Ο Τζόνι τον ευχαρίστησε κατεβαίνοντας γνωρίζοντας πως δεν περίμενε απάντηση, αντ’ αυτού ο Λου ανταποκρίθηκε με ένα ανεπαίσθητο κούνημα του κεφαλιού του.

Και τα δύο αδέρφια έμειναν κατάπληκτα μπροστά στην θέα του μεγαλοπρεπούς σπιτιού. Του δικού τους σπιτιού. Πίσω απ’ την θεόρατη καγκελόπορτα έστεκε αγέρωχο, ένας θεός ξέρει πόσα χρόνια. Οι τρεις όροφοι υψώνονταν απ’ το έδαφος επιβλητικά, η πρόσοψη φανέρωνε πιο πολύ απ’ όλα τα άλλα την ηλικία του σπιτιού. Το εξωτερικό βάψιμο είχε ξεφτίσει και η εγκατάλειψη ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής. Η άλλοτε πρασινοκόκκινη μπογιά είχε μετατραπεί σε μια ακαθόριστη μουτζούρα. Τα παράθυρα, πενήντα στο σύνολο όπως θα επιβεβαίωνε ο Τζόνι – η παρατηρητικότητά του ήταν ένα χάρισμα που το είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, ήταν πολύ μεγάλα και σίγουρα θα πρόσφεραν μια πανοραμική θέα προς τον κήπο. Κάποια απ’ αυτά ήταν σφαλισμένα με ξύλινα μαδέρια, κάτι που πρόσδιδε έναν επιπλέον πόντο στο ήδη αφιλόξενο περιβάλλον. Ο κήπος, ή μάλλον, ό, τι είχε απομείνει απ’ αυτόν ήταν ένα ξερό τοπίο. Το έδαφός ήταν ξερό με μόνο κάποια αγριόχορτα να ξεπροβάλλουν και μόνο το μοναδικό δέντρο που είχε απομείνει, παραδόξως σε ανεκτή κατάσταση, φανέρωνε πως αυτός ο κήπος είχε ζήσει και καλύτερες μέρες. Όπως άλλωστε και όλα τα υπόλοιπα.

Αφού θαύμασαν αρκετά το καινούργιο τους κληροδότημα αποφάσισαν να κάνουν το επόμενο βήμα και να ξεκινήσουν την νέα τους ζωή ως “αγαπημένα” αδέρφια. Ο Λου τους πρόλαβε λίγο πριν ο Πιτ ανοίξει την σιδερένια καγκελωτή πόρτα της εισόδου. Τους κοίταζε με αμφιβολία και ίσως με φόβο, ιδρώτα έσταζε από το μέτωπό του. Η αγχώδης του συμπεριφορά επηρέαζε αρνητικά τα αδέρφια, τον κοίταζαν με βλέμμα αινιγματικό αφού δεν περίμεναν να ακούσουν κάτι από τον Λου. Έπιασε τα χέρια τους σφιχτά στα δικά του και τα ένωσε, μια χειρονομία που σίγουρα δε θα την έκαναν από μόνοι τους. Τα ένωσε και τα έβαλε στο σημείο της καρδιάς του, χτύπαγε γρήγορα και ακανόνιστα. Τους κοίταξε με βουρκωμένο βλέμμα και άνοιξε το στόμα του βγάζοντας λαρυγγικούς ήχους χωρίς νόημα. Προσπαθούσε να τους πει κάτι ίσως. Ξαναπροσπάθησε όμως. Αυτή την φορά σχηματίστηκε ένας ακαταλαβίστικος ήχος που έμοιαζε σαν ρόγχος.

«μμμμ..ε..τε, μμμμμμ….ος, ……..ται, …, μπ…….»

Ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι, ίσως από την προσπάθεια και στα μάτια υπήρχε μια υποψία τρόμου. «Σίγουρα κάποιο χοντροκομμένη πλάκα, εκδίκηση του μπάρμαν», είπε ο Πιτ με τον Τζόνι να συμφωνεί μαζί του. τον αγνόησαν αποδεσμεύοντας τα χέρια τους απ’ τα δικά του. Ο Πιτ άνοιξε την πόρτα, ο τριχτός της θόρυβος τους έκανε να ανατριχιάσουν. Ο Λου για ακόμη μια φορά τους σταμάτησε, τώρα δεν προσπάθησε να τους πει κάτι, έβγαλε κάτι από την τσέπη του έδωσε από ένα στον καθένα. Ήταν ένα μικρό ξύλινο σταυρουδάκι, άψογα σμιλεμένο, με την παραμικρή λεπτομέρεια παρόλο το μέγεθός του. Το πήραν και το βάλαν στην τσέπη τους κάνοντας ένα νεύμα στον Λου. Πέρασαν μες στον κήπο και προχώρησαν προς την είσοδο του σπιτιού. Άκουσαν τα άλογα να χλιμιντρίζουν δυνατά και ο ήχος της άμαξας να απομακρύνεται σε κάθε τους βήμα. Δε μπορούσε να μην τους περάσει απ’ το μυαλό πως τα λεγόμενα του μπάρμαν ίσως να ήταν και αλήθεια. Το μοναδικό όχημα και ο μοναδικός άνθρωπός που ήξερε τον δρόμο, ακόμα και με κλειστά μάτια, χάνονταν σταδιακά απ’ το οπτικό τους πεδίο. Από μια άλλη σκοπιά αυτό, η αβεβαιότητα για το αν θα μπορούσαν να φύγουν από ‘δω, τους γέμισε με πείσμα και αποφασιστικότητα.

Ο Τζόνι έβγαλε από τη τσέπη του το ορειχάλκινο κλειδί και ξεκλείδωσε την δίφυλλη πόρτα της εισόδου. Αν και θα μπορούσαν κάλλιστα να την σπρώξουν και να ανοίξει, σε τόσο άσχημη κατάσταση βρισκόταν. Τα φύλλα της πόρτας είχαν σχέδια επάνω τους που απεικόνιζαν αιθέριες γυμνές υπάρξεις σε βουκολικά τοπία να επιδίδονται σε ένα είδος αλλόφρων χορού, εξαίσια χαραγμένες ως και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αναμφισβήτητά ήταν ένα προκλητικό και αισθησιακό έργο τέχνης, το οποίο κι αυτό είχε χτυπηθεί από το πέρασμα του χρόνου. Ο Πιτ το χάιδεψε και ένιωσε το ξύλο να του μιλάει, σκέφτηκε πως θα μπορούσε εύκολα να το επαναφέρει με πατόχαρτο και μπόλικο βερνίκι και να θαυμάσει τις εικόνες σε όλο τους το μεγαλείο.

Η αποπνιχτική ατμόσφαιρα του εσωτερικού και τα σωματίδια σκόνης και μούχλας που αιωρούνταν έπνιξαν τα δύο αδέρφια. Και οι δύο έβηχαν και προσπαθούσαν να αναπνεύσουν. Βγήκαν έξω τρέχοντας παίρνοντας βαθιές αναπνοές και βήχοντας έντονα. Αφού ηρέμισαν έβγαλαν από ένα λευκό μαντήλι, που πάντα είχαν πρόχειρο – μια συνήθεια του πατέρα τους που όπως έλεγε: «ποτέ δε μπορείς να γνωρίζεις ποιος θα χρειαστεί ένα καθαρό μαντήλι». Τότε τους φάνταζε αστείο, μα τώρα τον μνημονεύαν καθώς τα χρησιμοποίησαν ως ασπίδα στο πρόσωπό τους και ξαναμπήκαν μέσα. Σε ένα μικρό τραπεζάκι, δίπλα στην πόρτα, υπήρχαν ακουμπισμένα πέντε κεριά και ένα πακέτο σπίρτα. Πήραν δύο απ’ αυτά και ξεκίνησαν να περιπλανιόνται στον χώρο.

Αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ από την σκόνη μπόρεσαν τώρα να δουν την μεγαλειότητα του σπιτιού, αν και σε άσχημη πλέον κατάσταση δεν κρυβόταν. Ένας μεγαλοπρεπής πολυέλαιος κάλυπτε το ταβάνι, ήταν διακοσμημένος με αμέτρητα λαμπερά πετράδια. Η μεγάλη σάλα της εισόδου ήταν επενδυμένη με ένα βαρύ, άλλοτε πυκνό και μάλλον πράσινο σε χρώμα, χαλί. Η θεόρατη ξύλινη σκάλα ένωνε τους ορόφους του σπιτιού, κι αυτή ήταν περίτεχνα φτιαγμένη με σκαλιστά σχέδια να κοσμούν τις χειρολαβές της. Υπήρχαν δύο πόρτες αριστερά και δεξιά της εισόδου. Σιωπηλά αποφάσισαν να χωριστούν, έτσι ο Πιτ πήγε δεξιά και ο Τζόνι αριστερά χωρίς να χρειαστεί να παίξουν το γνωστό τους παιχνίδι αντιπαλότητας. Ο Τζόνι με τρεμάμενο βηματισμό πήγε στην αριστερή μεριά, μια δίφυλλή πόρτα χώριζε τους δύο χώρους. Φαινόταν πως κάποιος την είχε επισκευάσει, μάλλον πρόχειρα. Το ένα της φύλλο ήταν κατά το ήμισυ μπαλωμένο από ένα φθηνό κομμάτι κόντρα πλακέ, πρόχειρα κομμένο και τοποθετημένο. Δεν είχε καρφωθεί καλά και τα σκουριασμένα καρφιά εξείχαν επικίνδυνα. Την έσπρωξε με προσοχή και πέρασε στο επόμενο δωμάτιο.

Την ίδια στιγμή ο Πιτ ετοιμαζόταν να περάσει την δεξιά πόρτα. Αύτη ήταν μια συνηθισμένη πόρτα, που όμως πρόσδιδε την ίδια αίσθηση μεγαλείου χωρίς να κάνει εκπτώσεις. Φτιαγμένη από ξύλο καρυδιάς, όπως κι όλα τ’ άλλα, στο ύψος του προσώπου του είχε ένα άνοιγμα – κλειστό τώρα, που άνοιγε από την πίσω μεριά. Μπήκε μέσα και είδε πως βρισκόταν στην κουζίνα του σπιτιού. Μια πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα με μπρούτζινα σκεύη να κρέμονται πάνω από τον ξύλινο μπάγκο που κάλυπτε σχεδόν όλο το δωμάτιο. Μια συρόμενη πόρτα ένωνε την κουζίνα με το πλαϊνό μέρος του κήπου, μπορούσε να δει καθαρά την νεκρή φύση από το μικρό παράθυρο. Παρόλη της εγκατάλειψη του σπιτιού η κουζίνα φαινόταν υπερβολικά τακτική. Ο Πιτ ήλπιζε εδώ να βρει τον ηλεκτρικό πίνακα, ήθελε απεγνωσμένα να ξεφορτωθεί αυτό το κερί που δε του πρόσφερε και πολύ ορατότητα και ήταν έτοιμο να του τσουρουφλίσει τα δάκτυλα. Μια όξινη μυρωδιά εισέβαλε στα ρουθούνια του που τον έκανε να δακρύσει, μια μυρωδιά που ούτε το μαντήλι στο πρόσωπο δε μπορούσε να φιλτράρει επαρκώς. Ακολούθησε ενστικτωδώς την μυρωδιά που θύμιζε προχωρημένη αποσύνθεση. Δύο φορές του ήρθε να ξεράσει μα συγκρατήθηκε, ώσπου έφτασε στην πηγή της μυρωδιάς. Προερχόταν πίσω από μια σφαλιστή πόρτα. Ήταν κλειδωμένη με ένα σκουριασμένο λουκέτο και πάνω της είχε μια επιγραφή. Ο Πιτ κίνησε το κερί προς τα εκεί και τη διάβασε: “ΚΑΙΛΛΑΡΙ”. Ήταν τελείως ανορθόγραφα γραμμένο, μάλλον από κάποιον αγράμματο μάγειρα ή υπηρέτη, υπέθεσε ο Πιτ. Ήθελε να φύγει γρήγορα από ‘κει, δεν μπορούσε να υπομείνει άλλο αυτή την μπόχα, άραγε τρόφιμα πόσων δεκαετιών ήταν στοιβαγμένα σε ‘κείνο το κελάρι. Καθώς έκανε μεταβολή το φως του κεριού έπεσε πάνω σε ένα μικρό ξύλινο κουτί, το άνοιξε και μέσα βρήκε τον πολυπόθητο πίνακα. Όλα φαινόταν στην θέση τους, οι ασφάλειες, οι διακόπτες, τα πάντα και το θέμα ήταν αν ήταν ακόμη λειτουργικά. Ένας τρόπος υπήρχε για να το μάθει όμως, ανεβάζοντας τον κεντρικό διακόπτη.

Ο Τζόνι είχε περάσει σε ένα μεγάλο δωμάτιο με ορατή και ‘δω την μεγαλοπρέπεια που διακατείχε όλο το σπίτι. Το πάτωμα ήταν επενδυμένο σε κάθε γωνιά με ένα κόκκινο χαλί, η κατάστασή του ήταν καλύτερη από εκείνο της κεντρικής σάλας. Μπορούσες να νιώσεις το πάχος του σε κάθε βήμα, το παπούτσι βυθιζόταν μέσα και ο Τζόνι οραματίστηκε πόσο ωραία αίσθηση θα ήταν άμα προχωρούσε πάνω του ξυπόλητος. Κατάλαβε πως βρισκόταν στην τραπεζαρία. Το μεγάλο και βαρύ δρύινο τραπέζι δέσποζε στη μέση του δωματίου, λίγο έλειψε να χτυπήσει την λεκάνη του στην γωνία του μα τελευταία στιγμή το απέφυγε. Το τραπέζι παραδόξως ήταν σε άριστη κατάσταση, το λούστρο του δεν είχε χάσει την παραμικρή λάμψη. Ήταν στρωμένο με δύο σερβίτσια τοποθετημένα αντικριστά. «Πολύ παράξενο…», σκέφτηκε ο Τζόνι και προχώρησε ακόμα πιο πέρα. Και σ’ αυτό το δωμάτιο ένας πολυτελής πολυέλαιος κρεμόταν επιδέξια απ’ το ταβάνι. Στο βάθος του δωματίου υπήρχε άλλη μια πόρτα και ο Τζόνι την πλησίασε απρόθυμα. Ήταν σε καλύτερη κατάσταση, χωρίς κανένα μπάλωμα και χωρίς ιδιαίτερη φθορά. Την άνοιξε και την πέρασε. Ο θόρυβος που έκανε τον ανατρίχιασε μα το προσπέρασε γρήγορα και σημείωσε στο μυαλό του να λάδωνε τους μεντεσέδες με την πρώτη ευκαιρία. Τώρα βρισκόταν σε ένα καθιστικό βιβλιοθήκη. Το επιφώνημα θαυμασμού ήταν το ελάχιστο που μπορούσε να αρθρώσει εκείνη τη στιγμή, ακόμα και με το αχνό φως του κεριού μπορούσε να νιώσει το μεγαλείο. «Ο μπάσταρδος ήξερε να αγοράζει», είπε σφυρίζοντας αναφερόμενος στον πατέρα του. Το δάπεδο και ‘δω ήταν επενδυμένο με χαλί, ελάχιστα φθαρμένο που όμως του δημιουργούσε την ίδια παρόρμηση όπως το προηγούμενο. Με θαυμασμό είδε πως όλοι οι τοίχοι είχαν βιβλιοθήκες, τεράστιες, εκτεινόταν από το δάπεδο ως το ταβάνι. Με μια γρήγορη περιστροφή γύρω από τον εαυτό του παρατήρησε πως έλειπαν πολλά βιβλία, μα και πάλι αυτά που υπήρχαν στα ράφια ήταν αρκετά για να διαβάζεις μια ολάκερη ζωή. Ένα πελώριο τζάκι δέσποζε στο τέλος του καθιστικού και γύρω του υπήρχαν πέντε πολυθρόνες με αντίστοιχα τραπεζάκια δίπλα τους και τα ανάλογα πορτατίφ επάνω. Τα συγκεκριμένα ήταν και η μοναδική πηγή φωτός στο καθιστικό, ήταν ένα δωμάτιο σχεδιασμένο για ηρεμία και περισυλλογή. Πλησίασε το τζάκι το οποίο του είχε τραβήξει εξαρχής την προσοχή. Δεν ήταν το επιβλητικό του μέγεθος ούτε και η μαρμάρινη θολωτή αψίδα που το περίκλειε, μα πιο πολύ ενδιαφερόταν να δει από κοντά τι έγραφε πάνω στην αψίδα. Τα χαράγματα τα είδε με το που μπήκε στο καθιστικό, έβγαζαν μια περίεργη λάμψη και μάλλον υπέθεσε πως οφειλόταν σε κάποιο υγρό που είχε στάξει επάνω. Πλησίασε με το κερί του και είδε έκπληκτος πως ολάκερη η αψίδα ήταν χαραγμένη, τα περισσότερα ήταν ασυναρτησίες μα στο αγκωνάρι μπορούσε να αναγνωρίσει μια επιγραφή. Πλησίασε πιο κοντά και άρχισε να διαβάζει όταν ένα δυνατό “κρακ” ακούστηκε και είδε το σπίτι να φωτίζεται. Τα πορτατίφ όλα άναψαν και ο Τζόνι είδε να χάνεται μπρος στα μάτια του τόσο η επιγραφή στο αγκωνάρι όσο και οι χαραγμένες ασυναρτησίες στην αψίδα. Τα ‘χασέ και άρχισε να βρίζει όταν μια δυνατή ριπή ανέμου, προερχόμενη από την καμινάδα του τζακιού, έσβησε το κερί και άκουσε έναν δυνατό θόρυβο να πλησιάζει. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα δεκάδες νυχτερίδες όρμησαν στο καθιστικό και ο Τζόνι έτρεχε τρομοκρατημένος προς την κεντρική σάλα.

Εκεί τον περίμενε ο Πιτ που ήδη είχε ανοίξει την πόρτα για να ξεπροβοδίσει τους ιπτάμενους αρουραίους. Ο Τζόνι τον ευχαρίστησε λαχανιασμένος και ήταν η πρώτη φορά μετά από καιρό που το εννοούσε. Όταν κυνήγησαν και την τελευταία νυχτερίδα έξω ηρέμησαν και έκλεισαν την πόρτα. Ο καθένας αφηγήθηκε στον άλλο την έως τώρα εμπειρία τους απ’ το σπίτι και συμφώνησαν πως η εμπειρία του Τζόνι σήκωνε παραπάνω έρευνα. Πήγαν μαζί ως το καθιστικό και ειδικά στο τζάκι. Μα τώρα δεν υπήρχε το παραμικρό ίχνος από γραφές επάνω του. Ο Πιτ θεώρησε πως ο Τζόνι τον κορόιδευε ή πως τα είχε κάνει επάνω του, άλλωστε ήταν γνωστός φοβιτσιάρης και δειλός.

«Δεν νομίζεις πως αυτή την ώρα έχουμε κυριότερα πράγματα να σκεφτούμε απ’ ότι να ακολουθούμε τις ανόητες φοβίες σου;» είπε ο Πιτ με ειρωνικό ύφος στο Τζόνι.

«Μα αλήθεια λέω, ήταν εκεί. Τα έβλεπα ολοκάθαρα», διαμαρτυρήθηκε ο Τζόνι.

«Και τι έλεγε τότε;»

«Δεν…δεν μπορώ να θυμηθώ…»

«Ακριβώς δεν μπορείς γιατί τίποτα δεν υπάρχει στο καταραμένο τζάκι για να δεις».

«Και τώρα πάμε μέσα, θα πρέπει να οργανώσουμε προμήθειες και να δούμε που θα κοιμηθούμε απόψε».

«Προτείνω να κοιμηθούμε στο καθιστικό, οι καναπέδες φαίνονται αρκετά άνετοι», είπε ο Τζόνι φοβούμενος να εξερευνήσει περισσότερα απόψε. Ήδη είχε πάρει μια μεγάλη φοβέρα σήμερα.

Ο Πιτ γέλασε μα συμφώνησε. Ίσως και ο ίδιος καταβάθος να φοβόταν. Συμφώνησαν πως αύριο θα έπαιρναν τηλέφωνο, αν λειτουργούσε δηλαδή και αν υπήρχε, στο χωριό για προμήθειες φαγητού και υλικά για να ξεκινήσουν τον καθαρισμό και την αποκατάσταση του σπιτιού. Βολευτήκαν στις υπερβολικά άνετες πολυθρόνες και ο γλυκός Μορφέας δεν άργησε να κάνει τη εμφάνισή του, και οι δύο ήταν εξουθενωμένοι.

Ο Τζόνι όμως δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια του κλειστά για πολύ. Η επιγραφή στο τζάκι γύριζε αόριστα στο κεφάλι του. Δύο φορές κοίταξε απεγνωσμένα το αγκωνάρι μα δε μπορούσε να δει τίποτα, ίσως ο Πιτ και να είχε δίκιο σκέφτηκε. Μια γυναικεία φωνή τότε ακούστηκε, στην αρχή μες στο κεφάλι του μα αργότερα κατάλαβε πως προερχόταν πίσω από τους τοίχους. Έλεγε συνέχεια το ίδιο πράγμα μα ήταν αρκετό για να κάνει τον Τζόνι να κουλουριαστεί στην πολυθρόνα και να κοιτάζει γύρω του τρομοκρατημένος.

«ΣΩΣΕ ΜΑΣ…ΣΩΣΕ ΜΑΣ…ΣΩΣΕ ΜΑΣ…ΣΩΣΕ ΜΑΣ…»


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα