Η χαμένη διαθήκη - 2

 

Village... by Dark-Indigo


2.

  Το βράδυ πέρασε γρήγορα και για τα δύο αδέρφια. Ο καθένας ετοίμαζε τα πράγματά του και προετοίμαζε τον εαυτό του για τον γολγοθά που θα έπρεπε να περάσουν. Δηλαδή να υπομείνει ο ένας τον άλλο για όσο καιρό θα διαρκούσε η αξιολόγηση. Τόσο ο Πιτ όσο και ο Τζόνι στο βάθος του μυαλού τους, και αυτό που τους έδινε ελπίδα, είχαν ως εικόνα την ώρα που το σπίτι θα γινόταν δικό τους και έτσι θα μπορούσε, ο καθένας με τον τρόπο του, να διώξει τον άλλο από την περιουσία του. Σκοτεινές σκέψεις που όμως τους γέμιζαν με αγαλλίαση. Και το ξημέρωμα ήρθε για να βάλει ένα τέλος στο ατελείωτο βράδυ και τις δυσοίωνες σκέψεις τους. Μια νέα ημέρα ξεκινούσε και μαζί και μια σημαντική πρόκληση για τον καθένα.

  Δύο ξεχωριστά αμάξια βρισκόταν κάτω από τα σπίτια των δύο αδερφών. Ήταν μια ευγενική προσφορά από τον κύριο Άντερσον. Θα τους πήγαιναν ως την κομητεία Γκρίνγουντ, από ‘κει θα έπρεπε να βρουν κάποιον ντόπιο για να τους οδηγήσει προς τον λόφο όπου βρισκόταν η μοναδική περιουσία τους. Και τα δύο αδέρφια έθεσαν στους οδηγούς την ίδια απορία-ερώτηση: «γιατί το αμάξι δεν μπορούσε να τους πάει ως το σπίτι», για να πάρουν την ίδια απάντηση: «ο δρόμος ως εκεί είναι κακοτράχαλος και έτσι κι αλλιώς αυτές είναι οι ρητές οδηγίες του κ. Άντερσον». Έπειτα οι οδηγοί τήρησαν σιγή ιχθύος για όλο το υπόλοιπο της διαδρομής, αδιαφορώντας για όλες τις υπόλοιπες ερωτήσεις που ακολούθησαν. Και τα δύο αδέρφια έγνεψαν με θυμό και, μη μπορώντας να κάνουν κάτι άλλο, αφέθηκαν στην θαλπωρή των εργονομικά άνετων καθισμάτων. Και κοιμήθηκαν ήρεμα αναπληρώνοντας τον χαμένο ύπνο της προηγούμενης ημέρας.     

  Έπειτα από μια μακρά διαδρομή που κράτησε σχεδόν πέντε ώρες, έφτασαν στον προορισμό τους. Είχαν ξυπνήσει από πολύ νωρίς και έτσι είχαν αντικρίσει την αποκρουστικότητα που ανέβλυζε η νεκρή φύση της κομητείας. Δεν υπήρχε ίχνος λουλουδιών, τα χωράφια διακρίνονταν μόνο απ’ το ξερό περίγραμμα και τα δέντρα βρίσκονταν σε κατάσταση προχωρημένης αποσύνθεσης. Τα αμάξια σταμάτησαν έξω από ένα ετοιμόρροπο κτίριο, ήταν ένα πανδοχείο-ταβέρνα ονόματι “Ο ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ ΓΑΤΟΣ”, όπως υποδήλωνε η σαπισμένη επιγραφή του. Οι οδηγοί ξεφόρτωσαν τα πράγματά τους και έφυγαν χωρίς να πουν ούτε μία λέξη, λες και δεν ήθελαν να μείνουν ούτε λεπτό παραπάνω απ’ όσο χρειαζόταν. Ο Πιτ και ο Τζόνι κοιτάχτηκαν μα δεν είπαν τίποτα ο ένας στον άλλο παρά μόνο ξεσκόνιζαν από μέσα τους το υβριστικό τους λεξιλόγιο, στους αποδέκτες είχαν προστεθεί τώρα και οι οδηγοί και η κομητεία Γκρίνγουντ.

  Βλέποντας τα δύο αμάξια να φεύγουν σηκώνοντας ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης, συνειδητοποίησαν πως οι δοκιμασίες τους είχαν ήδη ξεκινήσει πρόωρα. Κοιταχτήκαν ξανά και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο με ένα απόλυτα προσποιητό χαμόγελο. Συμφώνησαν πως θα έπρεπε να βρουν κάποιον να τους πάει ως τον λόφο, κάποιον που θα ξέρει τα κατατόπια και θα κατέχει και το ανάλογο μεταφορικό μέσο. Και φυσικά με το ανάλογο αντίτιμο, όχι όμως κάτι το υπερβολικό όπως τόνισε σθεναρά ο Τζόνι.

  Ο Πιτ άνοιξε την ετοιμόρροπη πόρτα και μπήκε μέσα στο πανδοχείο-ταβέρνα ακολουθούμενος, από πολύ στενή απόσταση, από τον Τζόνι. Το εσωτερικό δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Οι τοίχοι είχαν ξεφτίσει, η άλλοτε πράσινη ταπετσαρία με τους κρίνους είχε σκιστεί και κρεμόταν σε αρκετά σημεία σαν ξερατό. Τα τραπέζια και οι καρέκλες, τα λιγοστά που είχαν απομείνει, ήταν φαγωμένα από σαράκι. Η χρησιμότητά τους είχε παρέλθει εδώ και χρόνια, πλέον ούτε για καυσόξυλα δεν έκαναν, παρόλα αυτά ένα από αυτά φιλοξενούσε άνετα τα πέντε άτομα που βρισκόντουσαν εκείνην την ώρα μέσα. Ομιλίες και φωνές όμως δεν ακούγονταν, και οι πέντε ήταν απορροφημένοι από ένα παιχνίδι πόκερ. Το μονό που ακουγόταν ήταν ο τρεμάμενος ήχος από ένα παλιό τζουκμποξ. Ήταν ένα μοντέλο Wurlitzer του 1967, πιστό ηλεκτρικό αντίγραφο του πρώτου τζουκμποξ και το φθαρμένο δισκάκι έπαιζε το τραγούδι “Bright lights and country music” του Bill Anderson. Η διακεκομμένη μουσική ενέτεινε τον εκνευρισμό του Πιτ και του Τζόνι. Κινήθηκαν προς το μπαρ. Έναν ορθογώνιο ξύλινο πάγκο από ξύλο βελανιδιάς. Και αυτός με την σειρά του ήταν σαρακοφαγωμένος και η επιφάνειά του ήταν γδαρμένη. Από πίσω έστεκε ο μπάρμαν, ένας άντρας γύρω στα 70, με μακριά γκρίζα γένια και ροζιασμένα χέρια που έτρεμαν. Καθάριζε με το σάλιο του κάτι θαμπά ποτήρια και με την άκρη του ματιού του έβλεπε τα δύο αδέρφια που τον πλησίαζαν. Μα δεν τους μίλησε μήτε τους κοίταξε καταπρόσωπο, συνέχισε μόνο να καθαρίζει τα ποτήρια και να τους αγνοεί. Ο Πιτ τον ρώτησε για πληροφορίες και σαν απάντηση έλαβε έναν λαρυγγικό θόρυβο. Ο Πιτ είχε εκνευριστεί, πάντα τον εκνεύριζε η αδιαφορία προς το πρόσωπό του, μα δε τολμούσε να πει κάτι, ειδικά σε έναν χώρο όπως αυτός. Ο Τζόνι όμως, που δεν τον ένοιαζε αν ο άλλος του έδινε σημασία ή όχι – είχε τον τρόπο του για τον καθένα, χτύπησε με δύναμη το χέρι του πάνω στο μπαρ και φώναξε: «σου έκανε μια ερώτηση ρε, κουφός είσαι;»

  Η ατμόσφαιρα άλλαξε αίφνης και έγινε επιθετική. Τα πέντε άτομα ακούμπησαν τα χαρτιά πάνω στο τραπέζι, ακουμπισμένα με τις φιγούρες προς τα κάτω μιας και είχαν σκοπό να συνεχίσουν το παιχνίδι τους, και γύρισαν να δουν ποιος είχε τολμήσει να φωνάξει μέσα στο δικό τους στέκι. Ο γερό-μπάρμαν σταμάτησε να καθαρίζει τα ποτήρια και το άγριο βλέμμα του κάρφωσε τον Πιτ και τον Τζόνι οι οποίοι προς στιγμήν είχαν χάσει τη μιλιά τους και είχε παγώσει το αίμα τους. Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα απόλυτης σιγής και μόνο ο παραμορφωμένος ήχος του τζουκμποξ ακουγόταν. Αυτά τα δευτερόλεπτα φάνταζαν ώρες ολάκερες για τον Πιτ και τον Τζόνι, ο οποίος είχε μετανιώσει για την αναίδεια του.

  «Ποιοι είστε του λόγου σας καλόπαιδα;», ρώτησε ο μπάρμαν με την βραχνιασμένη του φωνή. Τα αδέρφια ξεροκατάπιαν και ιδρώτας ξεκίνησε να στάζει από το μέτωπό τους, ένιωθαν τα βλέμματα της παρέας των αντρών να καρφώνονται σαν στιλέτα επάνω τους.

  «Μας λένε Πιτ και Τζόνι», είπε ο Πιτ δείχνοντας με το χέρι του τον εαυτό του και τον Τζόνι.

  «Πιτ και Τζόνι τι;», ρώτησε ο μπάρμαν απαιτώντας να μάθει και το επώνυμό τους. Η αλήθεια είναι πως προσπαθούσαν να μην σκέφτονται πως είχαν το ίδιο επώνυμο, τους θύμιζε τον αδερφικό τους δεσμό, μα τώρα έπρεπε να το χρησιμοποιήσουν.

  «Πιτ και Τζόνι Χόφερμαν», συμπλήρωσε ο Πιτ. Ο Τζόνι δε μπορούσε να αρθρώσει λέξη, ένιωθε πως όλη αυτή η κουβέντα θα κατέληγε σίγουρα σε καβγά.

  Ο μπάρμαν σήκωσε το κεφάλι του και τους κοίταξε κατάματα για πρώτη φορά. Γούρλωσε τα μάτια του όσο μπορούσε και παράτησε τα ποτήρια στην άκρη. «Χόφερμαν, ε;» τους είπε και πλησίασε το ρυτιδιασμένο πρόσωπό του στα δικά τους. Η ανάσα του έζεχνε ποτό, η ένταση της μυρωδιάς τους έκανε να δακρύσουν. Απ’ το τραπέζι του πόκερ ακουγόντουσαν ψίθυροι τώρα. «Και τι θέλετε εδώ εσείς οι Χόφερμαν;» συνέχισε τις ερωτήσεις του ο μπάρμαν. Το θαμπό βλέμμα του γέρου τους είχε μαγνητίσει και τρομάξει, είτε το βλέμμα είτε η μειονεκτική θέση όπου βρισκόντουσαν απ’ την αρχή κιόλας. Ο Πιτ ξεροκατάπιε και ο Τζόνι τον σκούντησε και του ψιθύρισε να πει κάτι, οτιδήποτε.

  «Συγνώμη για την ενόχληση μα θα θέλαμε να μάθουμε αν μπορεί κάποιος να μας πάει πάνω στον λόφο», είπε ο Πιτ όσο πιο ευγενικά μπορούσε. Ο μπάρμαν έφυγε απ’ τον προσωπικό τους χώρο και κοίταξε τον Πιτ με ένα ερευνητικό βλέμμα. «Τι δουλειά έχετε εσείς στον λόφο;» τους ρώτησε. Οι αλλεπάλληλες αδιάκριτες ερωτήσεις τους έσπαγαν τα νεύρα, όμως ήξεραν και οι δύο πως θα έπρεπε να καταπιούν τον θυμό τους.

  «Πρόσφατα κληρονομήσαμε ένα σπίτι που, όπως μας είπαν, βρίσκεται στον λόφο Γκρίνγουντ», είπε ο Πιτ. Ο μπάρμαν τον κοίταξε με ένα βλέμμα που πέταγε σπίθες, μα δεν είπε τίποτα. Ο Τζόνι άκουσε τις καρέκλες να μετακινούνται, δεν ήθελε όμως να γυρίσει και να δει τι συνέβαινε πίσω τους. Αργότερα θα αισθανόταν μεγάλη ντροπή για τον εαυτό του, για την δειλία που έδειξε μπροστά στον αδερφό του. Αποφάσισε να βοηθήσει ελαφρύνοντας κάπως την όποια ένταση υπήρχε. Έβγαλε απ’ τη τσέπη του ένα εικοσαδόλαρο και το ακούμπησε πάνω στη φθαρμένη μπάρα ζητώντας δύο ποτήρια μπύρα γι’ αυτούς και σφηνάκια ουίσκι για το υπόλοιπο μαγαζί. Τι στο διάολο, άλλωστε βρισκόντουσαν μέσα σ’ ένα πανδοχείο, σκέφτηκε. Ο μπάρμαν είδε τα χρήματα και τα άρπαξε με συνοπτικές κινήσεις. Γέμισε τα ποτήρια που καθάριζε με το σάλιο του με ξανθιά μπύρα και ετοίμασε πέντε σφηνάκια και ένα για τον εαυτό του.

  Η ατμόσφαιρα πάλι άλλαξε και έγινε τώρα πιο φιλική, ειδικά απ’ όταν ήπιαν και τα σφηνάκια. Ο Πιτ και ο Τζόνι έβρεξαν ελάχιστα τα χείλη τους, σε κάθε ρουφηξιά δε μπορούσαν να μην σκέφτονται τα σάλια του γέρο-μπάρμαν. «Λοιπόν Χόφερμαν, λέτε πως σας ανήκει το σπίτι στον λόφο και πως θέλετε να πάτε επάνω, ε; Μάλιστα. Ο Λου θα μπορέσει να σας μεταφέρει ως εκεί», είπε ο μπάρμαν και έδειξε έναν από την παρέα. Από το τραπέζι του πόκερ σηκώθηκε ένας άντρας, γύρω στα 65, ξερακιανός και τους πλησίασε με ένα τρεμάμενο βηματισμό. Όταν έφτασε δίπλα τους τους χαμογέλασε δείχνοντάς του το φαφούτικο στόμα του, έλειπαν τα περισσότερα δόντια του. Δεν τους γέμισε το μάτι το παρουσιαστικό του μα θα έπρεπε να αρκεστούν στον Λου, δεν είχαν κι άλλη επιλογή.

  Ο ευχαριστήριος λόγος τους προς τον μπάρμαν διακόπηκε από τον ίδιο. «Ο Λου από ‘δω ξέρει την διαδρομή με κλειστά μάτια. Κάθε στροφή και κάθε κακοτοπιά του δρόμου. Θα σας μεταφέρει με ασφάλεια προς τον προορισμό σας». Ο Λου δεν έλεγε τίποτα παρά μόνο έγνεφε σε κάθε πρόταση του μπάρμαν. «Δυστυχώς ο Λου δεν μπορεί να μιλήσει, του έχουν κόψει την γλώσσα. Μα τώρα θα σας κάνω μια τελευταία ερώτηση». Τα αδέρφια ξεφύσησαν αγανακτισμένα. «Θέλετε οπωσδήποτε να πάτε στο σπίτι εκείνο;» Ο Πιτ και ο Τζόνι αναφώνησαν «Ναι!» με απελπισία, θέλοντας να φύγουν από ‘κει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

  «Πολύ καλά λοιπόν. Θα πρέπει όμως να έχετε υπόψη πως όποιος ανέβηκε στο λόφο Γκρίνγουντ δε κατέβηκε ξανά. Ο Λου από ‘δω χρειάστηκε να πληρώσει το τίμημα πριν χρόνια. Έκτοτε δε μπορεί να μιλήσει σε κανέναν και εκτελεί το χρέος του σαν μεταφορέας». Θέλαν να τον πιστέψουν, μα και οι δύο πιστεύαν πως απλώς αυτά είναι τα λόγια ενός μεθυσμένου γεροξεκούτη. Του έγνευσαν συγκαταβατικά και ο Τζόνι του έδωσε ακόμη δέκα δολάρια. Τον χαιρέτησαν και τον ευχαρίστησαν και ακολουθώντας τον Λου βγήκαν απ’ το πανδοχείο. Ο μπάρμαν τους κοίταζε γεμάτος οργή και με ένα βαθύ μειδίαμα, ώσπου βγήκαν και οι τρεις έξω.

  Έμειναν έκπληκτοι καθώς αντίκρυσαν το μεταφορικό τους μέσο. Μια ετοιμόρροπη μαύρη άμαξα με τα παράθυρά της βαμμένα μαύρα κι αυτά που την έσερναν δύο ψωραλέα μαύρα άλογα. Ο ξεδοντιάρης Λου τους χαμογέλασε και με το χέρι του τους παρότρυνε να περάσουν μες στην άμαξα. Κοντοστάθηκαν και οι δύο και αν δεν ήθελαν απεγνωσμένα αυτή την περιουσία, την μοναδική που τους άφησε ο άπονος πατέρας τους, θα είχαν φύγει από ‘κει έστω και με τα πόδια. Όμως η περιουσία ήταν γλυκιά και πιο γλυκιά απ’ όλα ήταν η εκδίκηση που θα έπαιρνε ο ένας αδερφός απ’ τον άλλο. Όταν ο καθένας θα έβγαζε απ’ την μέση τον άλλο. Έτσι μπήκαν σκεφτικοί μες στην άμαξα. Ο Λου με μια δυνατή καμτσικιά ξεκίνησε την άμαξα και την οδήγησε προς τις παρυφές του δάσους και προς τον κακοτράχαλο δρόμο που οδηγούσε προς τον λόφο Γκρίνγουντ και το σπίτι.

  Ο μπάρμαν βγήκε έξω και κοίταζε την άμαξα καθώς κινούταν προς τον λόφο. Τους κοίταζε και μονολόγησε: «και έτσι θα ξεκινήσει λοιπόν».


Συνεχίζεται...



Σχόλια

Τα καλύτερα