Η χαμένη διαθήκη - 1

 

Ghost of a Shark - Will Felix

1.

Ο Πιτ και ο Τζόνι είχαν αποξενωθεί τελείως τα δέκα τελευταία χρόνια. Μια σειρά από μικρές και άνευ σημασίας παρεξηγήσεις βάθαιναν την πληγή που σάπιζε τον αδερφικό τους δεσμό. Για έναν εξωτερικό παρατηρητή δεν υπήρχε κάποιος σαφής λόγος και αιτία γι’ αυτήν τους την συμπεριφορά. Άλλοτε αγαπημένοι και μονιασμένοι, πέρα από την πρωτόγνωρη ομοιότητά τους είχαν και το προνόμιο να είναι, σαν οικογένεια, αρκετά δεμένοι. Ο θάνατος όμως των γονιών τους ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία να τους διαλύσει και να ρίξει πάνω απ’ τα κεφάλια τους μια τελεσίδικη ταφόπλακα στη σχέση τους.

Ο θάνατος των γονιών τους, ως και σήμερα, καλύπτεται από ένα πυκνοκέντητο πέπλο μυστηρίου. Αλλεπάλληλες δίκες και αμέτρητες επισκέψεις στον συμβολαιογράφο, με αχόρταγους και άπονους μακρινούς συγγενείς, ενέτεινε το μεταξύ τους χάσμα, σε βαθμό εχθρικό πολλές φορές. Οι ομηρικοί καβγάδες τους συχνά κατέληγαν σε μια καταιγιστική αλληλουχία από λεκτική και σωματική βία. Κάποιες φορές η εξωτερική παρέμβαση καθίστατο αναγκαία, όμως, τις περισσότερες φορές κατέληγαν να απομακρύνονται οικειοθελώς αμίλητοι και γλείφοντας τις πληγές τους σαν γάτες μετά από καβγά.

Ως την μέρα που ο καθένας δέχτηκε από ένα απρόσμενο τηλεφώνημα. Ήταν από τον συμβολαιογράφο τους που τους καλούσε στο γραφείο τους. Τόσο ο Πιτ όσο και ο Τζόνι δεν δέχτηκαν με καλό μάτι αυτή την πρόσκληση. Άλλωστε όλες οι προηγούμενες συναντήσεις κατέληγαν σε αδιέξοδο, σε ψυχική κατάπτωση και τελικά σε καβγά. Κανείς απ’ τους δύο δεν ήθελε να παραβρεθεί, όμως, η ανάγκη που ένιωθαν για να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτό το πανηγύρι ήταν μεγάλη και ξεπερνούσε όποιο συναίσθημα είχαν.

Με διαφορά μισού λεπτού, όση ήταν και η διαφορά κατά τη γέννα, έφτασαν και οι δύο στην είσοδο του συμβολαιογραφείου. Κοιταχτήκαν και οι δύο με βλέμμα που έβγαζε φλόγες, τόσο περιφρονητικό όσο και εχθρικό. Έπειτα από αρκετές προσπάθειες για να πιέσουν το κουδούνι, ο καθένας απομάκρυνε το χέρι του άλλου ώσπου στο τέλος το πατήσαν ταυτόχρονα, το χτύπησαν και ένας άτονος και ξερός ήχος τους επέτρεψε να μπουν στην υπερπολυτελή πολυκατοικία. Μέσα σ’ αυτήν δεν υπήρχαν κατοικίες, μα απαρτιζόταν εξολοκλήρου από αμέτρητα γραφεία που σχημάτιζαν ένα δαιδαλώδη λαβύρινθο με κρύους και απρόσωπους διαδρόμους. Για κάποιον αδαή το να βρουν κάποιο συγκεκριμένο γραφείο θα κατέληγε σε μια αποστολή χωρίς τέλος, όχι όμως και για τα άσπονδα αδέρφια. Και οι δύο γνώριζαν ακριβώς πως θα κινηθούν με κλειστά μάτια, είχαν επισκεφθεί άπειρες φορές τον συμβολαιογράφο και οι άριστες παρατηρητικές τους ιδιότητες καθιστούσαν παιχνιδάκι την αποστολή τους.

Μέσα στο γραφείο και οι δυο τους απέμειναν να κοιτάζουν τον συμβολαιογράφο με περιέργεια. Ο λόγος ήταν πως ήταν οι μοναδικοί ‘δικαιούχοι’ εκεί μέσα. Ο συμβολαιογράφος τους κοίταξε και χαμογέλασε, τέντωσε το χέρι του για να τους προσκαλέσει να καθίσουν. Του ανταπόδωσαν το χαμόγελο με βία και κάθισαν στις παράδοξα αναπαυτικές καρέκλες, ήταν κατασκευασμένες από ένα μονοκόμματο ξύλο καμπυλωμένο στην εντέλεια που πρόσφερε μια ιδανική  και ξεκούραστη θέση. Το βλέμμα του Πιτ γυρνούσε από τον Τζόνι στον συμβολαιογράφο και από ‘κει στο υπόλοιπο γραφείο. Το ίδιο έκανε και το βλέμμα του Τζόνι, που όσες φορές και αν είχε πάει εκεί πάντα η περίεργη και περίτεχνη διακόσμηση του τραβούσε το ενδιαφέρον. Μόνο σαν αντάμωσαν τα βλέμματα τους, ανασκουμπώθηκαν και συγκεντρώθηκαν στο στόμα του συμβολαιογράφου βγάζοντας και οι δύο έναν ήχο αγανάκτησης.

Ο συμβολαιογράφος, ο κ. Άντερσον, περίμενε υπομονετικά να τελειώσουν τα παιδιαρίσματά τους και μόνο όταν συγκεντρώθηκαν σ’ αυτόν τακτοποίησε τα χαρτιά του και καθάρισε τον λαιμό του.

«Αγαπημένα μου παιδία, σας κάλεσα εδώ διότι προέκυψε μια έκτακτη διαθήκη που αφορά εσάς τους δύο».

«Τι εννοείς έκτακτη! Νόμιζα πως τόσο καιρό είχαμε εξαντλήσει κάθε πιθανό σενάριο διαθήκης», είπε ο Πιτ με τον τόνο της φωνής του να αυξομειώνεται θέλοντας να δώσει έμφαση στα λόγια του.

«Ναι κύριε Άντερσον, η όλη διαδικασία έχει καταντήσει ένα τραγελαφικό τσίρκο», είπε με τη σειρά του και ο Τζόνι.

Ο κύριος Άντερσον ύψωσε τα χέρια του και τους παρότρυνε να ηρεμίσουν. Είχε ένα καλοσυνάτο χαρακτήρα με μηδαμινές αυξομειώσεις στην συμπεριφορά του, μα με μια τρομερή ιδιότητα να χειραγωγεί τον κόσμο που συναναστρεφόταν.

«Λοιπόν, Πιτ, Τζόνι, σας κάλεσα εδώ γιατί οι συνεργάτες μου βρήκαν μια διαθήκη που προορίζεται αποκλειστικά για σας. Βρέθηκε στο υπόγειο της πολυκατοικίας της οδού Άντερσον».

Γρύλισαν και οι δύο στο άκουσμα της διεύθυνσης. Επρόκειτο για μια πενταόροφη οικοδομή που άνηκε στον πατέρα τους, η οποία είχε περάσει στα χέρια ενός μακρινού τρίτου ξάδερφου του πατέρα τους. Εδώ θα πρέπει να πούμε πως οι γονείς τους κατείχαν μια τεράστια περιουσία που αποτελούταν από πολύ ρευστό και πολλά ακίνητα. Τόσο καιρό όμως κανείς απ’ τους δύο δεν είχε δει ούτε δείγμα από αυτήν τη περιουσία.

«Όπως είπα οι συνεργάτες μου το βρήκαν στο υπόγειο, καθώς ετοίμαζαν τα διαδικαστικά για να παραδώσαν το οικοδόμημα στον κ. Μπλέικ», συνέχισε την εξήγηση ο συμβολαιογράφος και έβγαλε από τον χαρτονένιο φάκελο ένα ταλαιπωρημένο κιτρινισμένο χαρτί.

Τα αδέρφια το κοίταξαν με αγωνία. Από μέσα τους και οι δύο καταριόντουσαν, γεμάτοι ενοχές, τους γονείς τους. Είχαν τινάξει τα πέταλα και δεν είχαν μπει στον κόπο να τους αφήσουν τίποτα, σ’ αυτούς, τους μονάκριβούς γιούς τους! Ίσως τώρα να άλλαζε όλο το σκηνικό και να μπορούσαν να συμφιλιωθούν μαζί τους.

Ο συμβολαιογράφος έβηξε προσποιητά διακόπτοντας τις μακάβριες σκέψεις τους. «Λοιπόν, ώρα να ξεκινήσω την ανάγνωση».

Το άνοιξε με προσοχή το γράμμα. Ο Τζόνι παρατήρησε πως ήταν γραμμένο με στυλό, μα δε μπόρεσε να αναγνωρίσει το γραφικό χαρακτήρα των γονιών του. Το χαρτί ήταν έτοιμο να διαλυθεί και τα χέρια του συμβολαιογράφου έτρεμαν στην προσπάθεια να το κρατήσει όσο πιο απαλά γινόταν και να διαβάσει το περιεχόμενο.

« Αγαπημένα μας παιδιά, αν διαβάζεται αυτό το γράμμα σημαίνει πως οι υπόλοιπες διαθήκες έχουν δοθεί. Και φυσικά θα αναρωτιέστε για τον λόγο που ως τώρα δεν έχετε πάρει τίποτα από αυτή την περιουσία. Η αλήθεια είναι πως η συμπεριφορά σας δεν άξιζε κάτι καλύτερο. Σας αφήσαμε να ζείτε με την ψευδαίσθηση πως ήμασταν μια αγαπημένη οικογένεια, μα η αλήθεια είναι πως η συμπεριφορά σας ήταν τοξική. Τοξική και άδικη, προς τους εαυτούς σας και προς εμάς.

Θα ήθελα να τονίσω πως αν εξαρτιόταν από μένα δε θα παίρνατε ούτε δεκάρα τσακιστή. Όμως η μητέρα σας ήταν αντίθετη, και δεν θα μπορούσα να της χαλάσω χατίρι. Χωρίς όμως, φυσικά, να σας χαρίσω το οτιδήποτε. Θα πρέπει να παλέψετε γι’ αυτήν, και δεν εννοώ μεταξύ σας. Αποφάσισα να σας δώσω ό, τι πιο πολύτιμο είχα αποκτήσει, με ορισμένους κανόνες φυσικά.

Το τριώροφο σπίτι στον λόφο Γκρίνγουντ σας ανήκει και μαζί και τα τετρακόσια στρέμματα γης. Με μια προϋπόθεση όμως. Θα πρέπει να συνεργαστείτε ώστε να το μετατρέψετέ σε ένα κατοικήσιμο κτίσμα και βιώσιμο οικόπεδο. Το σπίτι θέλει φροντίδα και αγάπη. Είναι κατασκευασμένο από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και έχει παραμείνει στην τύχη του. Οι βοηθοί του κύριου Άντερσον θα αποφασίσουν για το αν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις. Αν καταφέρετε να μονιάσετε και να φέρεται εις πέρας το τελευταίο μας θέλημα, το σπίτι θα σας ανήκει και εγώ και η μητέρα σας θα είμαστε ήρεμοι. Αν πάλι δεν τα καταφέρετε, το οικόπεδο θα μπει σε διαδικασία δημόσιου πλειστηριασμού.

Πιτ, Τζόνι προσπαθήστε να αδράξετε την ευκαιρία να ‘ρθείτε κοντά ο ένας στον άλλο, να βάλετε στην άκρη τις όποιες διαφωνίες έχετε και να καταφέρετε από κοινού να συμφιλιωθείτε.

Ελπίζουμε για ό, τι καλύτερο

Με αγάπη

Οι γονείς σας».

Σαν τελείωσε την ανάγνωση άφησε με ευλάβεια το χαρτί ανοιχτό πάνω στο γραφείο του, έπλεξε τα δάκτυλά του και κοίταξε τα δύο αδέρφια. Δεν τους μίλησε όμως, περίμενε να δει τις αντιδράσεις τους. Ήταν μια συνήθη τακτική των συμβολαιογράφων που ασχολιόντουσαν με υποθέσεις διαθηκών. Ο Πιτ και ο Τζόνι όμως δεν είχαν κάτι να πουν. Το μοναδικό πράγμα που τους ερχόταν ήταν βρισιές. Προς τους γονείς τους, προς τους συγγενείς και ιδιαίτερα προς τον κύριο Άντερσον που τους κοίταζε με ένα προσποιητά μειλίχιο βλέμμα.

Και πάλι ο συμβολαιογράφος τους έβγαλε από την δύσκολή θέση κάνοντάς τους τη συνήθη ερώτηση, αν αποδέχονταν την διαθήκη και τους όρους της. Ο Τζόνι σηκώθηκε όρθιος μες στη φούρια και φώναξε: «Φυσικά και δεχόμαστε τη γαμημένη διαθήκη και τους βλακώδες όρους της!». Ο Πιτ τον κοίταζε με απορία, θα ορκιζόταν πως είχε στο μυαλό του αυτήν ακριβώς την αντίδραση. Σκέφτηκε πως μπορεί να μη μιλούσαν μα βαθιά μέσα παρέμεναν αδέρφια και μάλιστα δίδυμα, έστω και με μισό λεπτό διαφορά. Σηκώθηκε κι αυτός χωρίς όμως να πει κάτι, η στάση του φανέρωνε τις προθέσεις του.

«Πολύ ωραία», είπε ο κύριος Άντερσον και άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του βγάζοντας ένα ορειχάλκινο κλειδί από μέσα. «Αυτό είναι το κλειδί του σπιτιού. Είναι το μοναδικό οίκημα στον λόφο Γκρίνγουντ, οπότε δε θα το χάσετε. Οι βοηθοί μου θα σας επισκέπτονται σε τακτά χρονικά διαστήματα χωρίς να το γνωρίζετε. Η πρόοδος σας θα πρέπει να είναι εμφανής, τόσο στο οικόπεδο όσο και σε σας του δύο», είπε και έδωσε το κλειδί. Άλλη μια, συγκρατημένη αυτή τη φορά, διαμάχη του ποιος θα πάρει το κλειδί έλαβε χώρα. Το κρατούσαν σφιχτά και οι δύο ώσπου ο Πιτ υποχώρησε, θέλοντας έτσι να δείξει την ανωτερότητά του. Κάτι που κανείς δεν το κατάλαβε πέρα του ίδιου του Πιτ. «Και τώρα μια προειδοποίηση», συνέχισε ο κύριος Άντερσον, «το σπίτι έχει τα κόλπα του και θέλει πολύ δουλειά. Πολύ δουλειά και πολύ προσοχή. Το ίδιο και η γύρω περιοχή. Περιμένω από σας να τα καταφέρετε, γιατί θέλω να ξέρετε πως σας συμπαθώ και τους δύο και θα στεναχωρηθώ αν κάτι δεν πάει καλά. Καλή επιτυχία και στους δύο».

Έφυγαν από το γραφείο και βρίσκοντας το δρόμο έξω από τον λαβύρινθο, βγήκαν στο πεζοδρόμιο. Κοιτάχτηκαν μα δε μίλησαν. Ήταν μπερδεμένοι, είχαν μια ευκαιρία να κερδίσουν κάτι στη τελική. Όμως αυτό θα σήμαινε πως θα έπρεπε να ανεχθεί ο ένας τον άλλο. Ο Πιτ σκέφτηκε πως ίσως να μπορούσε να κάνει αυτή την παραχώρηση και σαν τελείωνε αυτή η παρωδία θα συνέχιζε την ίδια τακτική. Το ίδιο πράγμα σκεφτόταν και ο Τζόνι εκείνη τη στιγμή και κούνησε το κεφάλι του σχηματίζοντας με τα χείλη του μια υποψία χαμόγελου, όμοια με μειδίαμα. Και για πρώτη φορά μετά από χρόνια μίλησαν και συμφώνησαν την ώρα που θα ξεκινούσαν αύριο. Φυσικά περισσότερο έμοιαζε σαν μια μαγνητοσκοπημένη ομιλία παιγμένη από απρόσωπο υπολογιστή, όμως απ’ το τίποτα ήταν σίγουρα μια αρχή. Γύρισαν προς αντίθετες κατευθύνσεις με προορισμό τα σπίτια τους, είχαν να προετοιμαστούν για αύριο. Προχωρούσαν και σκεφτόντουσαν τη στιγμή που το σπίτι θα γινόταν δικό τους, ο καθένας για την πάρτη του, και θα έδιωχναν με τις κλοτσιές τον άλλο αδερφό. Πήραν βαθιές ανάσες ικανοποίησης και τα πνευμόνια τους γέμισαν απ’ το καυσαέριο που είχε ποτίσει την ατμόσφαιρά. Από αύριο θα ανέπνεαν τον καθαρό αέρα του λόφου, από αύριο θα ξεκινούσε μια καινούργια μέρα. Το μοναδικό που έπρεπε να κάνουν ήταν μια παύση στην μεταξύ τους έχθρα. Αυτό μπορούσαν να το κάνουν, ναι. Το τι θα αναγκαζόντουσαν όμως να περάσουν για να γίνει δικό τους το σπίτι, αυτό ήταν κάτι που δεν περνούσε από κανενός το μυαλό.  

 

 

 


Σχόλια

Τα καλύτερα