Ανείπωτα μυστικά - 6

 

"Tent City" by Natalie Graff

"Tent City" by Natalie Graff





5o Σλάιντ


Αγκομαχούσε για να ανασάνει με δυσκολία. Κάθε ανάσα, κάθε προσπάθεια να συμμαζέψει τον εαυτό του κατέληγε στο κενό. Κοίταζε με απέχθεια την μηχανή, ήθελε να την σπάσει, να την τεμαχίσει σε μικρά κομμάτια και να την ξεφορτωθεί. Μόνο κακές μνήμες και τρομερούς πόνους του είχε χαρίσει. Αισθανόταν ηλίθιος που είχε μπει στον κόπο να ξεκινήσει αυτό το ταξίδι. Το ένστικτό του τον πρότρεπε να μην το κάνει όμως είχε αποφασίσει να μην το εμπιστευτεί. Ίσως και να τ’ άξιζε όλα αυτά που τραβούσε.

Το τελευταίο σλάιντ τον είχε αφήσει πραγματικά άφωνο και γεμάτο απορίες και ένα σωρό αναπάντητα ερωτήματα. Δεν είχε ακολουθήσει μόνο τα βήματα των γονιών του, αλλά τους είχε συναντήσει κιόλας, είχαν υπάρξει συνοδοιπόροι στο τελευταίο σκέλος της αποστολής τους. Όμως για ποιο λόγο ο πατέρας του ανέφερε πως είχε μετατραπεί σε κάτι που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να εξηγήσει; Για ποιο λόγο είχε εμφανιστεί στο χέρι του αυτό το παράξενο σύμβολο; Τι μήνυμα να του είχε αφήσει ο πατέρας του.

Στην τωρινή του κατάσταση τα μόνα πράγματα που θα μπορούσε να δώσει μια απάντηση ήταν η αποκρυπτογράφηση του μηνύματός και η εύρεση του χαραγμένου συμβόλου. Προσπάθησε να ηρεμίσει και να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Είχε φτάσει κοντά στο τέλος και δεν μπορούσε να τα παρατήσει. Μπουσουλώντας σάρωσε με τα χέρια του το βρώμικο πάτωμα του σαλονιού. Ήθελε να διαβάσει ξανά το κρυπτογραφημένο γράμμα.

Το βρήκε τσαλακωμένο και βρεγμένο σε μια γωνία. «Πως στο διάολο και αυτό κι εγώ καταλήξαμε βρεγμένοι!» απόρησε και έπιασε προσεκτικά το βρεγμένο χαρτί στα χέρια του. Προσπαθούσε να το ξετυλίξει όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες ώστε να μετριάσει τα αρνητικά αισθήματα που κατέβαλαν το κορμί και το μυαλό του. Όταν το κράτησε στα χέρια του, πολύ προσεκτικά μιας και το χαρτί βρισκόταν ένα βήμα πριν μετατραπεί σε πολτό, στην ολοκληρωμένη μορφή είδε για ακόμη μια φορά εκείνη την αλληλουχία συμβόλων. Είχε ήδη θέσει σε λειτουργία την μηχανή αναζήτησης του μυαλού του. Η αλήθεια ήταν πως η μνήμη του είχε καλυτερέψει απ’ όταν ξεκίνησε αυτό το ταξίδι, και ανέσυρε πράγματα και έννοιες που δεν ήξερε ή μάλλον νόμιζε πως δεν ήξερε. Ήταν ένα μήνυμα γι’ αυτόν γραμμένο στην ενωχική. Αμέτρητες ιστοσελίδες περνούσαν μπρος στα μάτια του. Ένα συνεχές scrolling σε ιστότοπους σχετικούς με αποκρυπτογραφήσεις και χαμένες γλώσσες και αλφάβητα. Τελικά βρήκε αυτό που αναζητούσε. Μια σελίδα χωμένη βαθιά μέσα στο dark web. Παρείχε πληροφορίες για τα πάντα, από τελετές μαύρης μαγείας και ψαλμωδικές επικλήσεις, πληροφορίες για πράγματα που έχουν σχεδιαστεί να μένουν κρυμμένα, ως πλήρη αποκρυπτογράφηση και εννοιολογία χαμένων ή απαγορευμένων γλωσσών.

Χρησιμοποιώντας με προσοχή το ενωχικό αλφάβητο μπόρεσε να δώσει μορφή στο μήνυμα που του είχε αφήσει ο πατέρας του. Με αγωνία και συγκίνηση διάβαζε το μήνυμα, ήταν το μοναδικό απτό πράγμα που είχε στην κατοχή του απ’ αυτόν. Ήταν ένα αλλοπρόσαλλο και μυστήριο μήνυμα, μια έκκληση προσοχής απ’ τον ίδιο.

 

“Γιε μου,

Θέλω να σε προειδοποιήσω. Μείνε μακριά από τον “επονομαζόμενο” θείο.

Είναι επικίνδυνος. Τόσο για σένα όσο και για όλη την ανθρωπότητα.

Οι ρίζες του πάνε πολλά χρόνια πίσω. Σε εποχές που ο χρόνος και ο χώρος δεν υπήρχαν.

Πρόσεχε, μην τον εμπιστευτείς.”

 

Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε χωρίς να μπορεί να καταλάβει για ποιο λόγο το είχε γράψει αυτό ο πατέρας του. Να είχε καταλάβει ίσως κάποια πράγματα γι’ αυτόν; Μα ίσως το ποιο παράξενο είναι γιατί είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει μία άγνωστη και αχρησιμοποίητη γλώσσα για να τον προειδοποιήσει. Ο ‘’θείος’’ ως τώρα ήταν βαθιά αναμειγμένος στην ιστορία του, τόσο την δική του όσο και των γονιών του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τον λόγο που ένας επικίνδυνος άνθρωπός, όπως αυτός,  θα χρηματοδοτούσε μια αποστολή χωρίς επιβεβαιωμένη επιτυχία. Και για ποιο λόγο θα έμπαινε σε τόσα έξοδα για να στείλει και τον ίδιο στο κατόπι τους και στη συνέχεια να βρίσκεται ο ίδιος άνθρωπος πίσω από το ‘’δώρο’’ αφύπνισής μου. Ο ‘’Κοπέρνικος’’ ήξερε με σιγουριά πως ήταν ένας σαδιστής που αντί να του πει την αλήθεια τον έβαλε σε ένα άκρως εθιστικό παιχνίδι ζωής και θανάτου. Αλλά ο πατέρας του φαινόταν πως γνώριζε πολλά περισσότερα, ίσως να είχε καταλάβει κάποιο ύπουλο σχέδιο. Πολλά ερωτήματα, πολλές απορίες ταλάνιζαν το ήδη ταλαιπωρημένο κεφάλι του. Σίγουρα η απάντηση θα βρισκόταν στο τελευταίο σλάιντ.

Το μήνυμα είχε αποδειχτεί πως του χάρισε πιο πολλά ερωτήματα παρά απαντήσεις. Αισθανόταν ράκος και φλέρταρε υπερβολικά με την παράνοια. Ένιωθε πως έχανε το λογικά του αντί να βρει τον εαυτό του. Και όμως, δεν μπορούσε να δώσει ένα τέλος στο μαρτύριο του. Το σώμα του φώναζε για να σταματήσει και να συνεχίσει την ρουτίνα της ζωής του, βυθισμένος στην άγνοια. Μα μια έντονη επιθυμία για γνώση τον έκανε να αψηφά επανειλημμένα τις επιταγές του σώματός του.

…έριξε μια απελπισμένη ματιά στο χαραγμένο σύμβολο. Η αναζήτηση στην βάση δεδομένων του μυαλού του δεν του έδωσε κάποιο αποτέλεσμα. Μόνο κάποια σκόρπια στοιχεία. Το σύμβολο σε αυτήν την μορφή είχε ρίζες σε σατανιστικές τελετές και θεωρούταν το σύμβολο του Άσταρωθ και το έμβλημα του ‘’Ναού του ‘Ήλιου’’.

Απογοήτευση και θυμός. Απόγνωση και τρέλα.

Δεν μπορούσε να βάλει σε σειρά τίποτα πλέον. Το οτιδήποτε του προκαλούσε σύγχυση και τα πάντα που βίωνε και μάθαινε τον έσπρωχναν στα όρια της τρέλας. Το μυαλό του είχε αποκηρύξει την λογική, δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Ζούσε μια εμπειρία η οποία τον δοκίμαζε σε όλα τα επίπεδα. Η αλήθεια που ζητούσε είχε μπει σε ένα μεγάλο μπλέντερ μαζί με το ψέμα, την αμφιβολία και την φαντασία. Και αυτός βρισκόταν σε μια απελπιστική κατάσταση που μόνο με ένα τρόπο θα μπορούσε να συνεχίσει… 

…πλησίασε την μηχανή προβολής και την κοίταξε με έντονο θυμό. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Με μηχανικές κινήσει έπιασε το πέμπτο σλάιντ και το έβαλε στην υποδοχή. Καμιά αναπάντεχη παρενέργεια δε συνέβη, κάτι που τον ανακούφισε προς στιγμήν. Πάτησε με δισταγμό το κουμπί αναπαραγωγής και τότε το ένιωσε. Ένας ηλεκτρισμός να διαπερνά το κορμί του που έθετε όλους τους μύες σε υπερδιέγερση. Δε μπορούσε να απομακρύνει το δάκτυλό του μα ούτε και ο ίδιος να κάνει την παραμικρή κίνηση. Τα κύματα ηλεκτρισμού συνέχιζαν την διαδρομή τους, μέσα από την μηχανή προβολής, την υποδοχή των σλάιντ και τελικό αποδέκτη το κορμί του. Κύμα με το κύμα γινόντουσαν όλο και πιο δυνατά. Τα ένιωθε πλέον να τον καίνε εσωτερικά. Μαζί με το αίμα του στις φλέβες κυλούσε και αυτό το ηλεκτρικό φορτίο. Ένιωθε τα ζωτικά του όργανα να τσουρουφλίζονται, τα κόκκαλά του έτοιμα να σπάσουν και την καρδιά του να δουλεύει σε ακανόνιστους ρυθμούς έτοιμη να καταρρεύσει. Έβλεπε με τρόμο το δέρμα του να ζαρώνει και να λιώνει, να χύνεται στο πάτωμα σαν παραζεσταμένος χυλός και να σχηματίζεται μια μάζα δέρματος. Παγωμένες ριπές ανέμου έβγαιναν συγχρόνως στερεοποιώντας την σάρκινη μάζα στο έδαφος. Το τελευταίο που μπορούσε να δει πριν χαθεί είναι το ομοίωμά του, φτιαγμένο από το δικό του κατεστραμμένο κορμί, να στέκει μισοτελειωμένο δίπλα του…

…άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Ο παγωμένος αέρας χτύπαγε το πρόσωπό του με μανία. Ένιωθε τα χέρια του και το σώμα του να καίνε, όχι όμως από φλόγα μα από το δριμύ ψύχος. Βρισκόταν γυμνός πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου που είχε φτιάξει μάλλον ο πατέρας του. Κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια να σηκωθεί και να μπει στο εσωτερικό του. Το ψύχος και οι συνθήκες ήταν αδυσώπητες. Το πρωτόγονο λευκό τοπίο δέσποζε παντού. Το πλοίο βρισκόταν εγκλωβισμένο στους πάγους. Τόσο παχύς που θα μπορούσε επάνω τους να περπατήσουν αμέτρητα κοπάδια με ελέφαντες. Το ακαριαίο πάγωμα των νερών φαινόταν από το ανάγλυφο της θάλασσας και των κυματισμών της που έμοιαζε σαν να μπήκαν σε κατάσταση παύσης. Το κορμί του παραπατούσε με δυσκολία, τα τελευταία βήματα ως την πόρτα της καμπίνας ήταν άκρως βασανιστικά και επώδυνα.

Μπήκε μέσα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Πονούσε παντού, σε όλο του το κορμί. Οι μνήμες από το σαλόνι του ήταν νωπές, του προκαλούσαν και έναν νοητικό πόνο ακόμα πιο έντονο. Μπουσούλισε ως το πολύχρωμο χαλί και κουλουριάστηκε ζεσταίνοντας για αρχή τα χέρια του με τα χνώτα του.

Έπειτα από αρκετή ώρα το κορμί του είχε καταφέρει να επανέλθει σε μια ανεκτή θερμοκρασία. Επιθεώρησε με προσοχή την καμπίνα. Ένα γραφείο χωρίς συρτάρια στεκόταν στην μια μεριά με χάρτες και βιβλία στην επιφάνειά του, και στη άλλη μεριά δύο μοναχικά κρεβάτια και μια ντουλάπα. Πήγε στην ντουλάπα, την άνοιξε και φόρεσε ένα χοντρό παντελόνι και μια μάλλινη μπλούζα, θα τον κρατούσαν ζεστό και θα κάλυπταν την γύμνια του. είδε τα κρεβάτια, ήταν ξέστρωτα σαν κάποιος να σηκώθηκε βιαστικά από ‘κει.

Για πολλή ώρα τριγύρναγε σαν χαμένος, κοιτώντας με θαυμασμό τον περίτεχνο σχεδιασμό της καμπίνας. Ξύλινες κατασκευές σμιλεμένες με μαεστρία, γεμάτες καμπυλωτά σχέδια και επιφάνειες με γραφικές αναπαραστάσεις. Αισθανόταν περήφανος γι’ αυτά που έβλεπε γνωρίζοντας πως είχαν κατασκευαστεί από τα χέρια του πατέρα του. Τα πάντα στον χώρο ήταν ανακατεμένα και άναρχα τοποθετημένα στο πάτωμα, ενισχύοντας πως είχαν φύγει βιαστικά, σαν κάποιος να τους κυνηγούσε.

Πλησίασε το ξύλινο γραφείο. Κύρια θέση πάνω του είχε ένας χάρτης, μάλλον της περιοχής, με μια συγκεκριμένη περιοχή κυκλωμένη με μολύβι. Το περιεργάστηκε για λίγο και αποτύπωσε στο μυαλό του την σημειωμένη περιοχή. Παραμέρισε τον χάρτη και επικεντρώθηκε στα βιβλία που ήταν τοποθετημένα σε στοίβες. Τα άνοιξε ένα προς ένα για να διαπιστώσει πως όλες οι σελίδες τους έλειπαν. Ήταν σκισμένες, καμένες και μουντζουρωμένες. «Για ποιο λόγο πατέρα κατέστρεφες τις ίδιες σου τις σημειώσεις; Το έργο της ζωής σου;» αναρωτήθηκε ο Δημήτρης πιάνοντας στα χέρια του το τελευταίο βιβλίο που υπήρχε στο γραφείο.

Για καλή του τύχη το τελευταίο βιβλίο περιείχε κάποιες εγγραφές ανάμεσα στα αποκαΐδια και τα υπολείμματα των σελίδων. Προσεκτικά προσπάθησε να βρει τις εγγραφές.

 

 …η πλωτή μου κατασκευή συμπεριφέρεται πάνω στα παγωμένα νερά πολύ καλύτερα απ’ ό,τι είχα υπολογίσει εξαρχής. Προλάβαμε να φύγουμε πραγματικά την τελευταία στιγμή. Με το που επιβιβαστήκαμε και οι τρεις, μεγάλες μπάλες φωτιές κάλυψαν τον ουρανό. Τις βλέπαμε να πέφτουν προς το έδαφος και να σταματάνε με κρότο μπροστά από τα αγάλματα-φύλακες. Τα κύματα, που μάλλον πλησίαζαν τα δέκα μέτρα, χτυπούσαν αλύπητα το πλοίο μας και στην συνέχεια τις παράκτιες περιοχές της Λεμουρίας.

Ο Κοπέρνικος μας όντως είχε κάτι το διαφορετικό επάνω του. Δε μας μιλούσε καθόλου, πέρα από τους απολύτους απαραίτητους και λακωνικούς χαιρετισμούς. Η Μαρία ήθελε να τον αγκαλιάσει, να τον κανακέψει. Όμως αυτή η ευκαιρία είχε χαθεί, μάλλον από την ημέρα που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας. Φυσικά αποδιοπομπαίος τράγος για αυτή την συμπεριφορά θεωρούμαι από την Μαρία εγώ. Δε θέλω να το παραδεχθώ μα η αλήθεια είναι αυτή, πρακτικά τον εγκαταλείψαμε.

το λευκό τοπίο που μας περιβάλλει μόνο μονότονο δε μπορεί να το πει κάποιος. Μαγευτικοί παγετώνες που σχηματίζουν πανύψηλα βουνά. Αναζητούν τον βέβαιο θαυμασμό μας και την αμέριστη προσοχή μας. Το παραμικρό λάθος μπορεί να μας στείλει κατευθείαν σε ένα βαθύ και παγωμένο υδάτινο τάφο.

Η κατάσταση πάνω στο πλοίο συνεχίζει να μην είναι η καλύτερη. Η Μαρία με αγνοεί και μου μιλάει με μονολεκτικές εκφράσεις μα συνεχίζει να κάνει τις δουλειές της πάνω στο πλοίο. Ο Δημήτρης συμπεριφέρεται σαν κάποιος απρόσωπος επιβάτης. Συνεχίζει να μη μιλάει σε κανέναν και περνά τις ώρες του αγναντεύοντας το απέραντο λευκό. Τον προσέγγισα πολλές φορές, ήθελα να τον ρωτήσω για τον ίδιο -πως ήταν όλα αυτά τα χρόνια, πως τα περνούσε, πως κατάφερε μόνος του να φτάσει ως εδώ, ποια η σχέση του με τον άγνωστο θείο. Μα πάντα η απάντησή του ήταν η ίδια. Με κοιτούσε με ένα απλανές γυάλινο βλέμμα και έφτυνε ένα περιφρονητικό μουγκρητό.

σήμερα όχι μόνο το άκουσα μα και το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Η Μαρία αγνοούσε τις προειδοποιήσεις μου μα ο αποτυπωμένος τρόμος στο βλέμμα της μου επιβεβαίωσε πως και η ίδια το είχε καταλάβει. Μελωδικές ψαλμωδίες, που τις άκουγα, μα σαν έβγαινα από την καμπίνα σταματούσαν ως δια μαγείας. Σήμερα παραμέρισα την μελέτη βιβλίων και χαρτών και περίμενα την κατάλληλη στιγμή παραφυλώντας με μισάνοιχτη την πόρτα.

Σαν ρολόι οι ψαλμωδίες ξεκίνησαν. Άνοιξα προσεκτικά την πόρτα για να τον αντικρύσω. Τον Κοπέρνικο σε έκσταση να ψέλνει ακατανόητες λέξεις με τα χέρια υψωμένα στον σκοτεινό ουρανό. Ένα λαμπρό φως τον περίβαλε και μια μπλε ακτίνα που έβγαινε από το κορμί του άνοιγε μια τρύπα στον ουρανό. Καθώς συνέχιζε την ψαλμωδία όλο και πιο έντονα έβλεπα το κορμί του να αιωρείται απ’ το κατάστρωμα. Από την τρύπα στον ουρανό μπορούσα να δω καθαρά ένα επιβλητικό κτίριο, σαν κάποιο μεγαλοπρεπές παλάτι. Η ψαλμωδία άλλαξε τέμπο και τότε από την τρύπα άρχισαν να βγαίνουν πλοκάμορφα θηρία και ανθρωπόμορφα κύτη. Το δέος που ένιωθα σταμάτησε μαζί με το τρίξιμο της πόρτας που πρόδωσε την θέση μου, τα πάντα σταμάτησαν και όλα γύρισαν στην θέση τους.

Για τις επόμενες μέρες δε μπορούσα να φάω και να κοιμηθώ. Το μυαλό μου συνέχεια γύριζε σε ‘κείνην την νύχτα. Τα πρωινά έβλεπα τον Κοπέρνικο να με κοιτά με μένος και την Μαρία να με αγνοεί, και το βράδυ ένιωθα το σκαρί του πλοίου να ζορίζεται και να συνθλίβεται από κάποια υποβρύχια λαβή.

φτάσαμε επιτέλους στην παγωμένη ήπειρο. Το απέραντο λευκό μου προκαλεί θαυμασμό και τρόμο μαζί. Αυτή η Terra Incognita είναι αχανής και αφιλόξενη. Με ειδικές τροποποιήσεις κατάφερα να κάνω τις στολές μας ιδανικές για τις επικίνδυνα αρνητικές θερμοκρασίες. Ο Κοπέρνικος παρόλα αυτά είχε έρθει απόλυτα προετοιμασμένος. Το μέρος που θα πρέπει να προσεγγίσουμε βρίσκεται σε μια παγοκρηπίδα, αυτή του βασιλιά Μποντουέν στην ανατολική πλευρά, στην Γη της βασίλισσας Μάουντ, σύμφωνα με τους χάρτες.

Η στάση του Κοπέρνικου δεν είχε καλυτερέψει, όμως με την Μαρία τα βρήκαμε. Τόσο η δική της όσο και η δική μου εμπιστοσύνη προς το πρόσωπο του γιου μας είχε χαθεί. Μου αποκάλυψε πως και η ίδια είχε υπάρξει θεατής στις βραδινές τελετουργίες και σε αόρατες συνομιλίες με μια φωνή που έβγαινε από τον ουρανό. Αποφάσισα πριν ξεκινήσουμε την αναζήτηση εδώ να καταστρέψω τα ημερολόγια μου και τις ανακαλύψεις μου. Έχω ένα κακό προαίσθημα για την συνέχεια.

η προσέγγιση της παγοκρηπίδας δεν ήταν εύκολη μα τα καταφέραμε. Ένας μεγάλος κρατήρας βρίσκεται στο κέντρο, κοντά στα δύο χιλιόμετρα. Έπειτα από μελέτες βρήκα πως ο κρατήρας είναι αποτέλεσμα δολίνη. Θα έπρεπε το έδαφος να είχε καταρρεύσει κάποια στιγμή από ασβεστολιθική διάβρωση δημιουργώντας έτσι αυτό το κυκλικό κοίλωμα.

Τα λίγα μέτρα που καταφέραμε να κατέβουμε ήταν αρκετά για να μου καταρρίψουν τις αρχικές μου μελέτες. Μια μεγάλη πυραμίδα φτιαγμένη από πάγο βρίσκεται κάτω. Γύρω της ρέουν τρία ποτάμια ερχόμενα από το πουθενά που καταλήγουν στον ωκεανό. Αυτά τα ποτάμια θα πρέπει να είναι υπεύθυνα για την δημιουργία αυτού του κρατήρα. Μα δε μπορώ να καταλάβω την ύπαρξη αυτής της πυραμίδας. Τέλεια φτιαγμένη, με γεωμετρική ακρίβεια χιλιοστού.

Αύριο θα πάμε μέσα. Το τελευταίο στάδιο μιας επιτυχημένης αποστολής.

Ο Κοπέρνικος φαίνεται να χάνει τα λογικά του όσο πλησιάζει η ώρα να μπούμε στην πυραμίδα. Μιλά σε άγνωστες διαλέκτους και με τα χέρια του σχεδιάζει περίεργα σύμβολα στο έδαφος.

Αυτή θα είναι και η τελευταία μου εγγραφή και μακάρι να πάνε όλα καλά… 

 

Τα πάντα γύρω του γυρίζαν με πολύ γρήγορο ρυθμό. Ένιωθε ξανά τον ίδιο ηλεκτρικό ρεύμα να τον διαπερνά. Βίωνε για ακόμη μια φορά τον ίδιο πόνο, την ίδια φρικιαστική εμπειρία. Το δέρμα του έλιωνε σαν κερί και έρεε, ένιωθε χίλιες βελόνες να τον τρυπάνε εσωτερικά, σε κάθε ζωτικό του όργανο. Έσφιξε το κορμί του όσο μπορούσε, έπρεπε να το σταματήσει αυτό. Τα δόντια του ήταν έτοιμα να σπάσουν από την πίεση, οι μύες του έτρεμαν και τα μάτια του ήταν σφαλιστά στάζοντας αίμα. «Όλα είναι στο μυαλό μου. Όλα είναι ένα ψέμα» ψέλλιζε συνεχώς προσπαθώντας να σταματήσει αυτό το μαρτύριο.

Ο πόνος και το μαρτύριο συνεχιζόταν, μα τώρα τα πάντα γινόντουσαν σε αντίστροφο χρόνο. Το λιωμένο δέρμα του επανερχόταν στην θέση του, ένιωθε τα όργανά του να αποκτούν πάλι ζωή και να αποκτά το κορμί του υπόσταση σιγά σιγά.

Άνοιξε με κόπο τα μάτια του. Με τρόμο είδε πως βρισκόταν μπροστά από την είσοδο της πυραμίδας με τον πατέρα και την μάνα του να τον ακολουθούν με βλέμμα δυσπιστίας και φόβου αποτυπωμένο.

Το κρύο ήταν αφόρητο μα η εκπληκτική αρχιτεκτονική της πυραμίδας ήταν εκπληκτική. Το έδαφος αποτελούταν από μικρά κομμάτια πέτρας ενωμένα μεταξύ τους, ο διάδρομος εκτεινόταν προς κάθε πιθανή διαδρομή μες στην πυραμίδα. Σε κάθε μικρό κομμάτι πέτρας ήταν χαραγμένη, με απόλυτα άρτιο τρόπο, και μια διαφορετική σκηνή. Σκηνές από κάποια άγνωστη ιστορία που αν κάποιος είχε τον χρόνο να τις δει και να τις καταγράψει όλες θα γνώριζε την ιστορία των Άσκοϋυρτ από το Αλτεμπαράν, για τον ερχομό τους, την κάμψη του σύμπαντός και τον σχεδιασμό του κόσμου, για τις χειριστικές και μαγικές τους ικανότητες και αναφορές για τα γεγονότα που έγιναν, που γίνονται και που πρόκειται να γίνουν. Αυτά θα έβλεπε όποιος είχε τον χρόνο να τα παρατηρήσει, όμως ο Δημήτρης βιαζόταν και μαζί και οι γονείς του.

Προχώραγε λες και γνώριζε την διαδρομή, λες και είχε αποτυπωμένο στο κεφάλι του κάποιον χάρτη. Γνώριζε που ακριβώς να στρίψει, που να ανέβει και που να κατέβει. Άκουγε την φωνή του πατέρα του που τον παρακαλούσε να σταματήσει και τους λυγμούς της μάνας του. Μα δεν ένιωθε τίποτα. Ήθελε να γυρίσει, να τους αντικρύσει και να τους αγκαλιάσει. Όμως δεν είχε πλέον τον έλεγχο του κορμιού του, ήταν ένας απλός θεατής σε ένα προ τετελεσμένο σκηνικό.

Σταμάτησε μόνο όταν φτάσανε σε μια αχανή στοά. Μέσα της υπήρχε μια πελώρια τρύπα και μέσα της ο μετεωρίτης που την είχε προκαλέσει. Στο κέντρο της τρύπας αιωρούνταν ένας πέτρινος βωμός με ένα βιβλίο επάνω του. Περιμετρικά, πέντε μέτρα απ’ το έδαφος, υψώνονταν επτά πέτρινοι πυλώνες. Κάθε πυλώνας αντιπροσώπευε και έναν από τους εξωγήινους θεούς, σε καθένα απ’ αυτούς υπήρχε και ένα σύμβολο.

Ο Δημήτρης στάθηκε με τα γόνατα στο έδαφος. Με τα νύχια του χάραξε το καθένα σύμβολο, αίμα ακολουθούσε τις γραμμές, μουρμουρώντας και κουνώντας το κεφάλι του ρυθμικά. Σταμάτησε μόνο σαν ολοκλήρωσε και τα επτά σύμβολα. Τέντωσε τα χέρια του και άρχισε να ξεστομίζει τους ψαλμούς επίκλησης. Τα μάτια του είχαν γίνει άσπρα, το κορμί του έτρεμε και το έδαφος άρχισε να σείεται, καθώς συνέχιζε να ψέλνει όλο και πιο δυνατά σε έκσταση.  

Οι πυλώνες έτριζαν καθώς τα χαραγμένα σύμβολά τους έλαμπαν. Το βιβλίο είχε αποκολληθεί από τον βωμό και πλησίαζε τον Δημήτρη. Μεγάλα κομμάτια πάγου έπεφταν από την οροφή στο έδαφός. Οι γονείς του προσπαθούσαν να τους αποφύγουν, μα τα κομμάτια πάγου απέφευγαν τον Δημήτρη πέφτοντας μόλις λίγα μέτρα δίπλα του. Οι ψαλμωδίες συνεχίζονταν καθώς η πυραμίδα ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Ο πατέρας του φώναζε για να σταματήσει, μα οι φωνές του δεν ακουγόταν.

Ένα θολωτό πεδίο είχε δημιουργηθεί γύρω από τον Δημήτρη. Ο ίδιος, ή μάλλον ο θεατής, ένιωθε και πάλι το κορμί του να βρίσκεται σε υπερδιέγερση. Ήταν έτοιμο να διαλυθεί μα κάτι τον κρατούσε στην ζωή ακόμα.

Ένιωσε στον ώμο του ένα χέρι. Η έκπληξη τον έκανε να σταματήσει την ψαλμωδία. Γύρισε με ένα μανιασμένο βλέμμα και αντίκρυσε την μάνα του. Κάτι του έλεγε με παρακαλετό ύφος μα εκείνος δεν άκουγε τίποτα. Με μένος την έπιασε από τον λαιμό και την σήκωσε ψηλά. Ο πατέρας έτρεξε προς το μέρος του μα μια ενεργειακή δέσμη, από το χέρι του Δημήτρη, τον πέταξε μακριά. Με μια αστραπιαία κίνηση έκανε το χέρι του γροθιά και μ’ αυτό διαπέρασε το κορμί της μητέρας του. Πέταξε το άψυχο κορμί της στο έδαφος και συνέχισε το υπόλοιπο της ψαλμωδίας.

Ο θεατής είχε καταρρεύσει. Ήθελε να τελειώνει όλο αυτό το μαρτύριο. Δε μπορούσε να συνεχίσει να ζει μετά απ’ όλα αυτά που είχε αντικρύσει. Μετά απ’ όλα αυτά που είχε κάνει.

Το βιβλίο έφτασε στα χέρια του και ένιωσε ανυπέρβλητη δύναμη να κατακλύζει το κορμί του και την γνώση αιώνων να εισβάλει μες στο κεφάλι του.

Έκλεισε τα μάτια και δέχτηκε αυτό το θείο δώρο.


Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα