Ανείπωτα μυστικά - 4

 

Mariana Trench by Cierra Rowe


                                                 3ο Σλάιντ


Πέρασε αρκετή ώρα ώσπου να σταματήσουν τα πάντα να γυρίζουν σαν τρελά. Είχε αδειάσει το στομάχι του ήδη τρεις φορές, κάθε φορά που το έκανε τρομεροί πόνοι τον σούβλιζαν ανελέητα. Δεν έβγαινε τίποτα παρά μόνο κίτρινη χολή αναμειγμένη με σκούρο αίμα, άλλωστε δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του απ’ όταν ξεκίνησε αυτό του το ταξίδι.

Προσπαθούσε να ηρεμίσει και να επαναφέρει την λειτουργικότητα στο σώμα του. Ήπιε μονορούφι δύο μεγάλα ποτήρια με νερό και στην συνέχεια άλλα δύο. Ένιωθε το εσωτερικό του τελείως αφυδατωμένο και αδύναμο. Από την ψωμιέρα έβγαλε μια σακούλα με μισή φραντζόλα, έκοψε τα σημεία που είχαν πρασινίσει ελαφρώς και το έφαγε σκέτο, μιας και στο ψυγείο επικρατούσε το απόλυτο κενό.

Δεν του έκανε και πολλά πράγματα, αντ’ αυτού του δημιούργησε μία ανάγκη να φάει και κάτι άλλο πέρα από σκέτο ψωμί. Όμως δεν είχε τίποτε, σε κανένα ντουλάπι και σε κανένα ράφι και η επιλογή να βγει έξω για να αγοράσει κάτι του φαινόταν άθλος.

Αφού κατάφερε, έπειτα απ’ το λιτό του γεύμα – ακόμη πεντέξι ποτήρια νερού και από ένα εξάωρο ύπνου στον άβολο καναπέ, να ανακτήσει τις δυνάμεις του, έπεσε σε βαθιές σκέψεις και αμφιβολίες κατά ποσό θα ήταν συνετό να συνεχίσει. Κάθε σλάιντ ξεκλείδωνε και μια χαμένη μνήμη, όχι δικές του βέβαια, όμως κάπως εμπλεκόταν και ο ίδιος. Φυσικά αυτές επανερχόντουσαν με το ανάλογο βαρύ τίμημα πάνω στο σώμα του. Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν θα τα κατάφερνε εξίσου και στο επόμενο σλάιντ και δεν μπορούσε ούτε να εξισορροπήσει τις ανάγκες του ανάμεσα στην γνώση και στην διατήρηση της υγείας του. Ήταν μια κρίσιμη απόφαση που θα έπρεπε να πάρει μόνος του.

Προσπαθούσε να καταλάβει αν και ο ίδιος, όπως πρόδιδε το γράμμα, είχε κάνει παρόμοια βήματα όπως και οι γονείς του, αν και ο ίδιος είχε κατέβει στα έγκατα της γης. Και φυσικά αυτή η τελευταία εγγραφή στο τρίτο βιβλίο. “Ο θείος”. Το μυαλό του δούλευε υπερωρίες, κάποια συσχέτιση θα έπρεπε να υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτόν και στον “θείο” που του έστειλε το γράμμα και την συσκευή.

Έκδηλη ανησυχία κυρίευσε το μυαλό του. Έπρεπε να μάθει ποιο πολλά, ήθελε να γνωρίσει όλο το ιστορικό των γονιών του, να μάθει που πήγαν, τι βρήκαν, τι ανακάλυψαν και που και πως είχαν εξαφανιστεί.

Με σαλιωμένα τα δύο ακριανά δάκτυλά του, έβγαλε το καμένο σλάιντ απ’ την υποδοχή. Καπνοί έβγαιναν ακόμα από μέσα, προσπάθησε να κρατήσει την αναπνοή του, η μυρωδιά του προκαλούσε αναγούλα. Καθώς έψαχνε να βρει το σλάιντ υπ’ αριθμόν τρία ένας παράξενος θόρυβος του κίνησε την περιέργεια. Προερχόταν από την μηχανή προβολής. Άρχισε να δονείτε και να εκπέμπει φως στο δωμάτιο. Απομακρύνθηκε από κοντά με φόβο και έκπληξη. Δεν περίμενε αυτή την αντίδραση και ευχόταν να μην ανατιναχτεί το κονσερβοκούτι. Το τροχήλατο τραπεζάκι άρχισε να τσουλάει πάνω κάτω μες στο μικρό δωμάτιο.

Όταν πλέον σταμάτησε είχε καταλήξει στην αριστερή γωνία, απέναντι από’ κει που είχε λουφάξει ο Δημήτρης. Είχε τσουλήσει ως εκεί με δύναμη και με έναν ηχηρό γδούπο η μηχανή είχε πέσει στο πάτωμα.

Σκούπισε τον ιδρώτα του και πλησίασε την μηχανή. «Πως στο διάολο έγινε αυτό;» αναρωτήθηκε και προσπάθησε να επαναφέρει την μηχανή πάνω στο τροχήλατο τραπέζι. Μία προσπάθεια που επαναλήφθηκε τέσσερις φορές μιας και η μηχανή προβολής ήταν τελικά πιο βαριά απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Την επανατοποθέτησε επάνω και τσούλησε το τραπεζάκι στην αρχική του θέση, αδιαφορώντας για ένα ξεφτισμένο κομμάτι χαρτί που είχε πέσει στο πάτωμα.

Πήρε δύο ανάσες και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Βρήκε το τρίτο σλάιντ. Ήταν ελαφρώς διαφορετικό απ’ τα υπόλοιπα. Το περίβλημα του ήταν από χοντρό πλαστικό, αναρωτιόταν αν θα χωρούσε στην υποδοχή.

 Με τρεμάμενα χέρια το πλησίασε προς την υποδοχή. Δεν χωρούσε, όμως, ένας συριχτός ήχος βγήκε απ’ την μηχανή και η υποδοχή, με την βοήθεια μάλλον κάποιου κρυφού μηχανισμού, ήρθε στα μέτρα του τρίτου σλάιντ. Το έβαλε στην θέση του λαχανιάζοντας από έκσταση. Δεν έγινε τίποτα, αν και το περίμενε αυτό, είχε μάθει και νιώσει πλέον την επώδυνη διαδικασία που χρειαζόταν να περάσει κάθε φορά που ήθελε να βιώσει τα σλάιντ. Όμως αυτό ήταν ένα νέου είδος σλάιντ. Δεν το είχε ξαναδεί σε καμμιά σχετική ιστοσελίδα. Σκέφτηκε πως σίγουρα, ή μάλλον, κατά ένα 85%, το τσίμπημα αυτή την φορά θα είχε διαφορετική αντίδραση επάνω στο δάκτυλό του.

Με περιέργεια, μα και φόβο, πάτησε το σύμβολο έναρξης. Δεν έγινε τίποτα, ούτε ένιωσε κανένα είδος τσιμπήματος στο δάκτυλό του, ούτε η μηχανή πρόβαλε κάτι στον τοίχο. Αναρωτήθηκε μήπως είχε πάθει κάποια ζημιά όταν έπεσε στο πάτωμα. Την κοίταζε με ερευνητικό βλέμμα ολόγυρα, προσπαθούσε να βρει κάποιο ράγισμα ή σπάσιμο. Δεν βρήκε τίποτα όμως, η μηχανή δεν είχε την παραμικρή αμυχή επάνω της, τα πάντα ήταν στην θέση τους και σε άριστη κατάσταση.

Αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του με τα σύμβολα. Τα πατούσε διαδοχικά και συνδυαστικά. Σε μία απ’ τις προσπάθειες άκουσε, ή μάλλον, ένιωσε ένα αχνό μεταλλικό ήχο βγαλμένο από τα σωθικά της μηχανής. Προετοιμάστηκε για τον πόνο όμως, και πάλι, δεν ένιωσε κάτι. Ξαναπάτησε τον ίδιο συνδυασμό. Αυτή την φορά με το που ένιωσε τον μεταλλικό ήχο πάτησε και το κουμπί έναρξης. Ένας δυνατός μεταλλικός ήχος ακούστηκε τώρα και μία αόρατη μέγγενη εγκλώβισε το δάκτυλό του. Προσπάθησε να το βγάλει έξω, ο πόνος όμως ήταν αφόρητος, λες και κάτι προσπαθούσε να του ακρωτηριάσει το δάκτυλο, σαν να είχε πιαστεί σε κάποια παγίδα για ζώα. Παρόλο τον πόνο όμως ο στόχος του είχε επιτευχθεί. Λαμπερό φως διαπερνούσε τώρα την υποδοχή και στον τοίχο επάνω φαινόταν καθαρά το εσωτερικό ενός χώρου, δεν μπορούσε όμως να δει καθαρά. Ο πόνος στο δάκτυλό του έγινε ακόμα πιο οξύς, ήταν σίγουρος πως από στιγμή σε στιγμή θα το αποχωριζόταν. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Εκτυφλωτικό φως διαπέρασε την υποδοχή και πάνω στον τοίχο τώρα φαινόταν καθαρά το εσωτερικό του βαθυσκάφους και το έρεβος του ωκεανού. Μία ταχύτατη παραμόρφωση του χώρου και του χρόνου εκτυλίχθηκε μπρος στα μάτια του και μεταφέρθηκε μέσα στο σκάφος, κοιτώντας με δέος την σκοτεινή άβυσσο και ξεχνώντας τον πόνο στο δάκτυλό του.

Παραπατούσε μες στο μεταλλικό σκάφος σαν μεθυσμένος. Είχε χάσει την αίσθηση του προσανατολισμού και τα πάντα γύριζαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Προσπάθησε να κάνει κάποιες ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης που του ήρθαν στο μυαλό, άγνωστο από ποια σκοτεινή τρύπα του. Σε ελάχιστα λεπτά κατάφερε να επαναφέρει τον εαυτό του και έτσι να μπορέσει να αντιμετωπίσει, με όσο το δυνατόν καθαρό μυαλό, την νέα κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

Ένιωσε την θέρμη των εσωτερικών φωτών του σκάφους. Το φώτιζαν όλο, ιδιαίτερα όμως τα χειριστήρια ελέγχου. Σε όλη την επιφάνειά του είχε ένα τζάμι το οποίο χάριζε μια πανοραμική θέα. Φυσικά τώρα δεν μπορούσε να δει τίποτα, το σκοτάδι σε αυτά τα βάθη είναι πυκνό και αφιλόξενο. «Κάπου θα πρέπει να υπάρχει κάποιος διακόπτης που ενεργοποιεί τα εξωτερικά φώτα» σκέφτηκε, και σάρωσε με το βλέμμα του τον κάθε διακόπτη πάνω στην κονσόλα. Για καλή του τύχη σε ορισμένους απ’ αυτούς είχε γραμμένο, με μαύρο μαρκαδόρο ελαφρώς ξεφτισμένο, τον σκοπό λειτουργείας τους. Έπειτα από λίγο βρήκε τον κατάλληλο, κάτω από έναν διακόπτη έγραφε, “ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΕΞ…ΟΥ Φ…”, και τον πάτησε με κάποια διστακτικότητα και μία αίσθηση θάρρους, τα οποία ως τώρα του είχαν γίνει έμφυτα ιδιώματα και ένιωθε πως έπρεπε να τα είχε από πάντα.

Η ένταση των φωτών στο εσωτερικό ελαττώθηκε και δύο χοντρές δέσμες φωτός βγήκαν από δύο μεγάλους πλαϊνούς προβολείς. Η ένταση τους αυξήθηκε βαθμιαία, ανοίγοντας μια πελώρια τρύπα στο πυκνό σκοτάδι.   

Το αχανές θαλάσσιο χάος εκτεινόταν μπρος στα ταλαιπωρημένα μάτια του Δημήτρη. Μέσα του ελισσόταν αριστοτεχνικά πρωτόγνωρη και εκπληκτική θαλάσσια πανίδα. Νυκτόβια πλάσματα του βυθού που πλέουν μόνο σε αυτά τα βάθη, προσαρμοσμένα για να αντέχουν την τεράστια πίεση, προσαρμοσμένα για αυτό το τόσο αφιλόξενο περιβάλλον. Ψάρια και θαλάσσιοι οργανισμοί όλων των μεγεθών, με παρδαλούς χρωματισμούς και διαφανή σώματα, άλλα με εκπομπές φωτός στρατηγικά τοποθετημένες ώστε να τους παρέχουν την ελάχιστη και δυσεύρετη τροφή, χλωρίδα τόσο θηριώδη και τόσο πλούσια – τόσο ποσοτικά όσο και θρεπτικά. Επιβλητικοί βράχοι υψώνονταν απ’ τα έγκατα του βυθού δημιουργώντας ολάκερες οροσειρές και πανύψηλες βουνοκορφές. Στο εσωτερικό τους ορισμένοι από τους πιο αδύναμους οργανισμούς οργάνωναν τις φωλιές τους, βρισκόμενοι ασφαλείς από τις αδηφάγες ορέξεις των θηρευτών. Τεράστιοι κοράλλινοι οργανισμοί βρίσκονταν προσδεμένοι επάνω στις ανώμαλες επιφάνειες των βράχων. Δημιουργούσαν ένα ψυχεδελικό χαλί που κινούταν με τον ράθυμο ρυθμό του βυθού.

Στην πραγματικότητα ο Δημήτρης είχε μείνει αποσβολωμένος με αυτό το εκπληκτικό σόου που του ερέθιζε τον αμφιβληστροειδή. Και στην ουσία δεν υπήρχαν λέξεις που θα μπορούσαν να αποτυπώσουν ολάκερη την μεγαλειότητα αυτών των περιοχών και αυτών των πλασμάτων.

Το βαθυσκάφος ανέβαινε με αργό και σταθερό ρυθμό. Κατά την διάρκεια της ανάβασής του κατέγραφε σημαντικές πληροφορίες του περιβάλλοντος και της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας.

Παρακολουθούσε τις εγγραφές που περνούσαν από τους εξωτερικούς σένσορες του βαθυσκάφους στη κεντρική μονάδα επεξεργασίας, μετέτρεπε την ακατέργαστη πληροφορία σε κατατοπιστικό κείμενο.

Καθώς βρισκόταν χαμένος στην ηρεμία και απομόνωση του βυθού, ένας επαναληπτικός ήχος σαν εισερχόμενο μήνυμα κειμένου και μία λευκή λάμπα που αναβόσβηνε ρυθμικά, τον έβγαλε απότομα από αυτήν τη κατάσταση. Πλησίασε προς το μέρος της κονσόλας απ’ όπου προέρχονταν ο λόγος της ανησυχίας του. Ήταν ένα είδος κινητού μπομπινόφωνου, μέσα υπήρχαν δύο μεγάλα πλαστικά καρούλια που φιλοξενούσαν την μαγνητική ταινία εγγραφής. Αναρωτήθηκε για μία φευγαλέα στιγμή αν έπρεπε να ακούσει το περιεχόμενο, μία σκέψη που διαλύθηκε απευθείας καθώς ήδη γνώριζε πολύ καλά πως αυτός ήταν και ο μοναδικός τρόπος ώστε να συνεχιστεί το πνευματικό του ταξίδι.

Πάτησε το κουμπί και οι μπομπίνες ξεκίνησαν να κινούνται. Άκουσε τότε τη φωνή του πατέρα του καθώς δοκίμαζε το μικρόφωνο καθαρίζοντας το λαιμό του. Μόλις οι λαρυγγικές δοκιμές σταμάτησαν, ξεκίνησε να μιλάει ο πατέρας του.

“…επιτέλους ξεκινήσαμε αυτή την ανάβαση. Τελικά διαπιστώσαμε πως δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Το να κατασκευάσω και να εξοπλίσω το βαθυσκάφος ήταν το μόνο εύκολο. Στην πορεία κατάλαβα πως θα έπρεπε να επινοήσω κάποιο ευφυή τρόπο για να γίνει σωστή και ασφαλή αποσυμπίεση του χώρου και να μπορέσουμε να μπούμε στο υδάτινο τούνελ που βρίσκεται από πάνω μας. Περάσαν δύο χρόνια ώστε να το επιτύχουμε, οι κόποι μας όμως έπιασαν τόπο. Συνεχίσαμε βεβαίως να κρατάμε χαμηλό προφίλ κατά την διαμονή μας στην Αγκάρθα.

Πολύτιμος βοηθός, πέρα από την Μαρία, στάθηκε ο Ίντι. Μας προμήθευε συχνά πυκνά με την αναγκαία τροφή και φυσικά με όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό. Μας χάρισε και λίγη από τη τεχνογνωσία του. Θα το επαναλαμβάνω με θαυμασμό συνέχεια, αυτός ο χαμένος πολιτισμός κρατά γερά τα σκήπτρα της ευημερίας και της ορθής λειτουργίας του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ήταν εκπληκτικό το πως καταφέραμε να μετατρέψουμε την σπηλιά-καταφύγιό μας σε θάλαμο αποσυμπίεσης. Η δοκιμή φυσικά και ενείχε κίνδυνο, όμως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει με οποιοδήποτε κόστος. Ένα κόστος που μας βρήκε και τους δύο σύμφωνους, ή μάλλον, και τους τρεις.

…για καλή μας τύχη η δοκιμή στέφτηκε με επιτυχία. Ξεκινήσαμε με την Μαρία το ταξίδι μας προς το άγνωστο. Ο Ίντι, παρόλο που επιζητούσαμε την πολύτιμή συντροφιά του, απέρριψε την πρότασή μας. Έπρεπε να μείνει πίσω. Αν και νομίζω πως μάλλον φοβόταν το άγνωστο, φοβόταν το διαφορετικό. Πριν φύγουμε μας παρείχε τις απαραίτητες προμήθειες τροφής και ενέργειας (δύο παραλληλόγραμμα μεταλλικά κουτιά που παρείχαν επαρκή και απεριόριστη ενέργεια για όλες τις λειτουργίες του σκάφους), ΕΥΦΗΕΣΤΑΤΟ. Μαζί μας έδωσε και δύο βαριά δερματόδετα βιβλία, σύμφωνα με τα λόγια του περιείχαν ένα μέρος της ιστορίας και της δημιουργίας της Αγκάρθα και των συνδεόμενων, μ’ αυτήν, πολιτισμών.

…η άνοδος μας γίνεται με σταθερό ρυθμό. Αυτό μας δίνει και τον απαραίτητο χρόνο ώστε να πάρουμε αναλυτικές μετρήσεις και δείγματα για μετέπειτα μελέτες. Προσπάθησα, πολύ είναι η αλήθεια, να μελετήσω τα βιβλία που μας έδωσε ο Ίντι. Πραγματικά δεν ξέρω κατά πόσο τα γραφόμενα είναι αληθή ή κινούνται στη σφαίρα της μυθολογίας.

Κάνουν λόγο για έναν πανάρχαιο και εξωγήινο πολιτισμό, ο οποίος κατέφτασε στην γη με μετεωρίτη. Ο τόπος προέλευσης τους είναι άγνωστος σε ‘μένανε. Ο τόπος του είναι το Αλτεμπαράν, ο λαμπρός πορτοκαλί αστέρας βόρεια της Ζώνης του Ωρίωνα. Μέσα γράφει πως τα πλάσματα αυτά δεν έχουν κάποια σταθερή μορφή, την πλάθουν αναλόγως το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Μπορεί να υπήρχαν ως θηλαστικά ζώα, ως θαλάσσιες οντότητες, ως ουράνιες ιπτάμενες μάζες, ακόμα και ως άνθρωποι. Τα χαρακτηριστικά τους που μένουν αναλλοίωτα, σε κάθε προσαρμοστική τους ταυτότητα, είναι το μέγεθός τους και η βαναυσότητά τους. Τα βιβλία αναφέρουν πως σε κάθε περιβάλλον λατρεύονταν σα θεοί. Δημιούργησαν ένα ενιαίο σύστημα πάνω στην γη που ενώνει όλα τα μήκη και πλάτη. Στοές και δίοδοι που εκτείνονται από τον πυρήνα της γης ως την στερέωμά της. Κόσμοι και πολιτισμοί που δημιουργήθηκαν από το τίποτα, μπολιασμένοι με εξωγήινη γνώση και ανυπέρβλητο τρόμο. Στον πυρήνα της γης έδρευε το βασίλειο της Αγκάρθα, δημιουργημένο από το θεό ‘Γκουρθ. Στην επιφάνεια της γης εδρεύανε τα πιο ανεπτυγμένα βασίλεια. Αυτά της Λεμουρίας και της Ατλαντίδας, δημιουργημένα αμφότερα από τους θεούς Άνγκλεμ και Κ’ντιν. Στον βυθό της θάλασσας υπήρχαν τα βασίλεια των Μαριανών, δημιουργημένο από τον θεό Βαλούθω και των Σαργασσών, δημιουργημένο από τον θεό Θ’ρμιν. Στον ουρανό υπήρχε το αόρατο βασίλειο του Φατ Μόργκαν, δημιουργημένο από τον θεό Περβ. Τέλος στο στερέωμα υπάρχει το βασίλειο των θεών και ο τόπος κατοικίας τους. Το βασίλειο Φίρμαμεντ. Δημιουργημένο από το θεό των θεών, τον Αζιφαράθ.

Στα παγωμένα έγκατα λέγεται πως βρίσκεται θαμμένος ο μετεωρίτης που τους έφερε στη γη. Μέσα υπάρχει η βίβλος τους, το “Κοντράκιουμ”, περιέχει την ιστορία και τα μυστικά των πολλαπλών παράλληλων συμπάντων.

Είτε πρόκειτε για δεισιδαιμονικές αλήθειες, είτε για ευφάνταστες μυθολογικές ιστορίες, δεν πρόκειτε για κανέναν λόγο να με σταματήσουν”.

Η μπομπίνα τελείωσε και γύρναγε κενή μες στο μηχάνημα. Ο ήχος του κενού καρουλιού τρυπούσε σε βάθος το κρανίο του. Ένιωθε μέρη του εγκεφάλου του να μετατοπίζονται σαν τεκτονικές πλάκες. Οι μετατοπίσεις δημιουργούσαν έναν οξύ, ανυπόφορο πόνο. Ένιωθε αίμα να βγαίνει από κάθε πιθανή έξοδο επάνω του, από τις κόγχες των ματιών του ως την κάτω μεριά των νυχιών των ποδιών του.

Οπτικές δύνες διαφόρων χρωμάτων γύρναγαν μπροστά του, αλλοιώνοντας τον χώρο που βρισκόταν. Όταν οι δύνες σταμάτησαν να γυρίζουν, το εσωτερικό του βαθυσκάφους ξαναπήρε την μορφή του, όμως ήταν πολύ διαφορετικό από πριν.

Οι ενώσεις σε πολλά σημεία είχαν σκιστεί σαν τσιγαρόχαρτο, μικρές τομές που επέτρεπαν στο νερό να εισέρχεται στο εσωτερικό. Ένας μηχανισμός άντλησης προσπαθούσε να μεταφέρει το νερό στις δεξαμενές έρματος.

Ένας υπόκωφος ήχος ακούστηκε, σαν κάτι να σκίζει την θάλασσα, ακολουθούμενος από έναν τρομερό γδούπο πάνω στο περίβλημα του βαθυσκάφους. Αυτοί οι γδούποι θα έπρεπε να δημιουργούσαν αυτές τις θανατηφόρες ουλές πάνω στο σκάφος. Κοίταξε από το πανοραμικό τζάμι, του οποίου η επιφάνεια είχε μετατραπεί σε θολό τζάμι, και μπόρεσε να διακρίνει ένα πελώριο χέρι!, …να βαράει με μανία το σκάφος.

Ο ήχος και το φως από το μπομπινόφωνο ξαναέκαναν την εμφάνιση τους στο οπτικό και ακουστικό του τοπίο. Το πλησίασε και πάτησε το κουμπί. Και πάλι άκουσε τον πατέρα του να δοκιμάζει με λαρυγγισμούς το μικρόφωνο, και στην συνέχεια τον άκουσε να μιλάει. Ήρεμα στην αρχή, και στη συνέχεια με τρόμο.

“…μακάρι όλα αυτά να μην ήταν αλήθεια, να μην συνέβαιναν πραγματικά. Όσο ανεβαίνουμε όλο και πιο ψηλά, βλέπουμε όλη την μεγαλειότητα του βυθού. Ανάμεσα στα υποθαλάσσια βουνά υπάρχουν όντως πολιτείες, δεν ξέρω όμως αν θα μπορούσα να τα καταλογίσω ως βασίλεια. Είναι φανερή η ύπαρξη κάποιου πολιτισμού. Μακάρι να είχα την δυνατότητα να εξερευνήσω αυτά τα ευρήματα πιο ενδελεχώς.

Η αρχιτεκτονική τους είναι εξαίσια. Οι μετρήσεις που λαμβάνουν οι σένσορες δίνουν εκπληκτικά στοιχεία. Ιδιαίτερα όσον αφορά την παλαιότητα αυτών των πολιτειών. Δεν μπορώ να καταλάβω πως ζούσαν κάποιοι εδώ πάνω. Η μορφολογία και η τοποθεσία δείχνουν πως υπήρχαν εδώ από πάντα, παρά ότι βυθίστηκαν και εξαφανίστηκαν. Θα προσπαθήσω να πλησιάσω όσο μπορώ πιο κοντά.

…είχε δίκιο. Ο Ίντι είχε δίκιο, το ίδιο και τα βιβλία. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω πλέον κι εγώ.

…έλαβα ένα απρόσμενο και περίεργο μήνυμα σήμερα. Ήταν από κάποιον επονομαζόμενο ως “θείο”. Μάλλον πρόκειται για τον ίδιο που ήταν μαζί με τον γιο μου, τον ίδιο που εν μέρει χρηματοδότησε ένα μεγάλο μέρος της αποστολής, ο άγνωστος ευεργέτης. Μου ζήτησε να βρω κάποιο περίτεχνο, κατά τα λεγόμενα του, εύρημα που βρίσκεται σε μία χαράδρα της Ανταρκτικής. Αυτό που με αναστάτωσε όμως είναι πως θέλει να στείλει και τον “Κοπέρνικο” στο κατόπι μας, λέει πως είναι επαρκώς εκπαιδευμένος από τον ίδιο, ή μάλλον τον έχει στείλει ήδη.

Μία σκέψη που τρομοκράτησε τόσο εμένα, όσο και την Μαρία. Αν υπήρχε τρόπος να γυρίσουμε πίσω θα το κάναμε… μα πλέον είναι αργά… θα πρέπει να συνεχίσουμε με την ελπίδα πως το σύμπαν θα μας καθοδηγήσει, τόσο εμάς όσο και τον “Κοπέρνικο”, με ασφάλεια στον τελικό μας άγνωστο προορισμό…”

Η σύντομη μπομπίνα σταμάτησε απότομα. Οι πολύχρωμες δύνες επανήλθαν, το ίδιο και ο οξύς πονοκέφαλος και η αιμορραγία.

Τα πάντα αποσυντίθονταν και διασπώνταν σε μικροσκοπικά σωματίδια. Ενσωματωνόντουσαν με την δύνη και δημιουργούσαν ένα περίτεχνο ψηφιδωτό χρωμάτων.

Όταν η δύνη σταμάτησε να γυρίζει, όλο το περιεχόμενο της ξαναπήρε μορφή. Όλα τα σωματίδια ενώθηκαν ξανά σχηματίζοντας σταδιακά το παζλ. Σαν μπήκε και το τελευταίο κομμάτι, ο Δημήτρης βρισκόταν καταγής στο μικρό του σαλόνι. Ήταν μουσκεμένος από θαλασσινό νερό, το κεφάλι του δονούταν συνεχώς, το κορμί του ήταν έτοιμο να διαλυθεί και τα άκρα του να αποχωριστούν το σώμα του, στα χείλη του γευόταν την μεταλλική γεύση του αίματος που του προκαλούσε αναγούλα και αηδία. Ο καπνός που έβγαινε από την υποδοχή των σλάιντ έκανε την αναγούλα ακόμα πιο έντονη.

Άδειασε το μηδαμινό περιεχόμενο του στομαχιού του στην γνωστή γωνία,  ό, τι κι αν περιείχε αυτό. Κάθισε ανακούρκουδα κλαψουρίζοντας, δεν ήθελε να συνεχίσει, ήταν σίγουρος πως δε θα έβγαινε ζωντανός από αυτή τη δοκιμασία. Δεν ήθελε, όμως, έπρεπε, κάπως να συνεχίσει, έπρεπε να μάθει όλη την αλήθεια.    


Συνεχίζεται...


Τα καλύτερα