The misfits - 1

 

Harvey Stromberg photo-sculptures (1971)


1.



Με λένε Ντέρεκ και θέλω να σας πω για ένα σχέδιο, ΤΟ σχέδιο όπως το λέγαμε μεταξύ μας. Ήταν απλό στην εκτέλεση, μα, όπως αποδείχτηκε στο τέλος, κατέληξε σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. Όμως ας μην προτρέχω και ας πάρω τα πράγματα από την αρχή.



Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια στο Λούϊσβιλ κυλάνε πάρα πολύ αργά. Θα έλεγε κανείς πως προτιμότερο είναι να αυτοκτονήσεις παρά να περιμένεις να γίνει κάτι συγκλονιστικό εδώ πέρα. Πόσο μάλλον όταν είσαι 14 χρονών. Ομοίως ένιωθαν και οι καλύτεροί μου φίλοι, φίλοι από παλιά – όλοι στην ίδια ηλικία και όλοι με μια έμφυτη περιέργεια για το οτιδήποτε σημαντικό, ο Μαρκ, ο Τέϊτ, ο Τσάρλι και η Σούζι. Μαζί με μένα ήμασταν οι περίφημοι και ξακουστοί, τουλάχιστον στα δικά μας μάτια, “Misfits”. Ο καθένας μας με τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά τα οποία, ως το μυαλό της παρέας, μπόρεσα να ενσωματώσω επιτυχώς στο σχέδιό μου.

Αναφέρθηκα σε ‘μένα ως το “μυαλό”, και όχι άδικα. Απ’ όσο θυμάμαι ήμουν ο μοναδικός που κατέβαζε ιδέες για τα πάντα (πάντα όμως με την ομόφωνη συναίνεση και της υπόλοιπης παρέας), από το που θα πάμε βόλτα, τι παιχνίδι θα παίξουμε ως σε ποιον θα κάναμε την εβδομαδιαία μας φάρσα. Η εβδομαδιαία φάρσα ήταν ένας θεσμός μας, μία χαρούμενη ανάπαυλα στην ανυπόφορη ρουτινιασμένη βαρεμάρα του Λούϊσβιλ. Δυστυχώς για μας, αυτή η ανάπαυλα δεν ήταν αρκετή, και ίσως ποτέ δεν ήταν, μα, όσο μεγαλώναμε ηλικιακά τόσο μεγάλωναν και οι επιθυμίες μας.

Αν εγώ ήμουν το μυαλό, ο Μαρκ σίγουρα ήταν το εκτελεστικό όργανο, τα ικανά χέρια να υλοποιήσουν ό, τι κατέβαζε ο νους μου. Προερχόμενος από φτωχή οικογένεια, όχι πως οι υπόλοιποι ήμασταν πλούσιοι, με τον πατέρα του να φέρνει το ψωμί στο σπίτι δουλεύοντας εργάτης στο εργοστάσιο, ο ίδιος είχε μια έφεση προς την χειρωνακτική εργασία και τις κατασκευές. Δεν υπήρχε κλειδαριά ασφαλείας γι’ αυτόν, δεν υπήρχε διακόπτης εκκίνησης που να μην μπορεί να παραβιάσει και μπορούσε να κατασκευάσει κάθε είδους αυτοσχέδιο εργαλείο. Χάρις στον Μαρκ είχαμε καταφέρει να μπούμε σε κάθε απαγορευμένο χώρο, να “δανειστούμε” για μία γύρα γυαλιστερά αμάξια ή μοτοσακό και να χρησιμοποιούμε στις εβδομαδιαίες μας φάρσες νέους και ευφάνταστους τρόπους διασκέδασης κάθε φορά.

Ο Τέϊτ μπήκε στην παρέα μας τελείως αναπάντεχα. Ήταν η πρόσβασή μας στο μαγικό κόσμο των βιντεοπαιχνιδιών, όχι όμως με μια οποιαδήποτε κονσόλα (άλλωστε όπως σας είπα κανενός η οικογένεια δεν ήταν πλούσια), μα με μία κονσόλα δικής του κατασκευής! Το σπίτι του βρισκόταν στις παρυφές του λόφου, εκεί οπού έμεναν οι “εύποροι καταπατητές του Λούϊσβιλ”–όπως ακριβώς τους ονόμαζαν οι πατεράδες μας, και έτσι είχε πρόσβαση στα σκουπίδια των κακομαθημένων του λόφου–όπως ακριβώς λέγαμε εμείς τα παιδιά των εύπορων καταπατητών. Τα σκουπίδια του ενός είναι ο πλούτος ενός άλλου, όπως λέει και μια παροιμία. Συνδυάζοντας πεταμένα κομμάτια από κατεστραμμένες κονσόλες, είχε καταφέρει να φτιάξει μια ”υπερκονσόλα” όπως την είχε ονοματίσει, που μπορούσε να παίξει ό, τι παιχνίδι καταφέρναμε να “δανειστούμε” από το τοπικό μαγαζί ηλεκτρονικών. Atari, Nintendo και Sega, τα έπαιζε όλα. Κρατώντας τα χειριστήρια και χαζεύοντας τα μεθυστικά, πολύχρωμα χρώματα, αισθανόμασταν και μεις λιγάκι εύποροι. Ο Τέϊτ ήταν αναμφισβήτητα ένας “σπασίκλας”, ο δικός μας “σπασίκλας”.

Ο Τσάρλι ήταν ένα θαύμα από μόνος του. Τον θαυμάζαμε όλοι, μα για έναν λόγο που ποτέ δεν θα του εκμυστηρευόμασταν. Η σωματική του διάπλαση ήταν φοβερή για την ηλικία του, μύες που καλύπτανε κάθε εκατοστό, σμιλευμένοι με πολύ κόπο και με πολύ ανύψωση σκουριασμένων σωληνώσεων. Όντας ένας από τους καλύτερους μαθητές του σχολείου, ένας “φυτούκλας” όπως τον λέγανε, έτρωγε κάθε μέρα και όλη μέρα πολύ καζούρα και κοροϊδία, όπως και όλοι μας φυσικά. Πολύ αργότερα θα μαθαίναμε πως αυτή η καθημερινότητα είχε αποκτήσει επίσημη ονομασία: bullying. Και ενώ εμείς υπομέναμε σιωπηλά, ο Τσάρλι – για το καλό όλων μας – είχε πάρει την απόφαση σταματήσει αυτήν την καθημερινή και εξευτελιστική ρουτίνα, και τελικά τα κατάφερε. Δούλεψε πολύ γι’ αυτό και για πού καιρό, έχοντας συνεχώς στο μυαλό του το ρητό: οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος. Ήταν τα “μπράτσα” της παρέας και το παρατσούκλι του έκτοτε. Κανείς δεν τόλμησε να μας πειράξει ξανά.

Τέλος η Σούζι, η όμορφη και ζωηρή πινελιά στην παρέα μας, ήταν ένας άγγελος με πολλά ταλέντα. Μας είχε συστηθεί ως Σούζι Q – το αγαπημένο της τραγούδι – και όλοι στην παρέα είχαμε δαγκώσει την λαμαρίνα μαζί της. Είχε κάτι το μοναδικό, κάτι που ακόμα δεν είχαμε καταφέρει να προσδιορίσουμε. Μάλιστα μπορώ να πω πως ήταν και η μοναδική που προσκλήθηκε αυτοβούλως, μιας και ‘μεις δεν είχαμε τα κότσια τότε να μιλήσουμε σε κορίτσι. Και τι κορίτσι μάλιστα, κορίτσαρος. Μα εκτός από την απαράμιλλη ομορφιά της είχε και ένα άλλο χάρισμα, μπορούσε να μιλάει και να εκπαιδεύει ψύλλους! Όταν πρωτοήρθε στην παρέα μας είχε μια ντουζίνα από δαύτους και κάθε καλοκαίρι έστηνε ένα αυτοσχέδιο τσίρκο σε σμίκρυνση έξω από το σπίτι της. Μπορούσαν να κάνουν κάθε γνωστό κόλπο και να εκτελέσουν κάθε εντολή της Σούζι. Η Σούζι Q είχε ένα ταλέντο το οποίο θα με ενέπνεε για το επερχόμενο σχέδιο, εκείνο που πιστεύαμε πως θα μας έβγαζε μια για πάντα από την βαρετή μας ρουτίνα στο Λούϊσβιλ.



Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα