Το δάσος της Λήθης 9 - Μουσικές Ιστορίες#3

 




9. Θρήνος

 

Οι επόμενες μέρες γίνονταν όλο και πιο μαρτυρικές για την οικογένεια της Αρμάντια. Τα συναισθήματά τους ακολουθούσαν τη μεγάλη αντίφαση που χαρακτήριζε επίσης τις διαθέσεις των πολιτών του Φόριεν. Η τελετή για τον νέο βασιλιά, από μόνη της θα έδινε θετικά συναισθήματα αλλά το πένθος για τον Φάρκας ήταν τέτοιο που ο κόσμος έστεκε βουβός και σοκαρισμένος. Στην ίδια κατάσταση ήταν και ο Ιγκώρ, η γυναίκα του η Ρέυντα αλλά και η Μπρέντα που ζούσε βουβά ένα διπλό δράμα.

 

Κανένα νέο δεν υπήρχε για την άτυχη κόρη τους. Μια απόλυτη σιωπή είχε τυλίξει την εξαφάνισή της. Όπου και να πήγαν όπου και να ρώτησαν, κανείς δεν έδωσε κάποια πειστική ή χρήσιμη απάντηση. Ώσπου την επόμενη ήρθε η είδηση που έμελλε να είναι και μοιραία για το σπιτικό της νεαρής κοπέλας.

 

«Ιγκώρ αφέντη μου!» ήχησε η φωνή ενός άντρα στα αυτιά του. Ένας ήχος και μια φωνή ανήσυχη, τρομαγμένη.

«Τι έγινε Θέορ;» αποκρίθηκε εκείνος. Ο σκληροτράχηλος άντρας μπροστά του σταμάτησε απότομα. Λες και του κόπηκε η λαλιά. Ο Ιγκώρ τον άρπαξε από τους ώμους.

«Θα μου πεις τι συμβαίνει; Μίλα!»

Ο Θέορ έδειχνε διστακτικός και φοβισμένος.

«Πες μου τι βρήκατε; Γιατί αυτό είναι! Κάτι βρέθηκε, μίλα πανάθεμά σε!»

«Κάτι  έμποροι, ήρθαν σήμερα από το δάσος...»

«Και λοιπόν;» η αγωνία του Ιγκώρ έφτανε στο κατακόρυφο.

«Στη λίμνη του Μπέλουαρ, βρέθηκαν χαλάσματα από μια άμαξα να επιπλέουν στη λίμνη έξω στην παραλία, τα τράβηξαν με προσοχή για να μην πέσουν στο βάλτο, τα φόρτωσαν στις άμαξές τους…»

Ο Ιγκώρ τρελάθηκε. «Που τα έχουν;» τον ρώτησε με βλέμμα γεμάτο αγωνία.

«Τους είπα να τα φέρουν εδώ…»

«Πότε;»

«Έξω τα έχουν, σε περιμένουν…»

 

Ο Ιγκώρ δεν έχασε κουβέντα. Σε αλλόφρον κατάσταση βγήκε από το σπίτι και έτρεξε προς τους στάβλους. Στο βάθος είδε να στέκουν δύο άντρες. Χωρίς να χάσει στιγμή τους ρώτησε:

«Που τα έχετε;»

«Πάνω στην άμαξα», του είπε ο ένας και του έδειξε. Ακολούθησαν αλαφιασμένοι. Ο Ιγκώρ στάθηκε  μπροστά και άρχισε να περιεργάζεται τα υπολείμματα. Κομμάτια από την καρότσα και ένα μικρό κομμάτι από τροχό. Ο Πατέρας της Αρμάντια έμεινε να τα παρατηρεί σιωπηρός. Το βλέμμα του έπεφτε με προσοχή πότε στο ένα κομμάτι πότε στο άλλο. Με τα χέρια του ψηλαφούσε πράγματα. Το πρόσωπό του άρχισε να συσπάται έντονα και ένα ελαφρύ τρέμουλο εμφανίστηκε στο στόμα του. Ο Θέορ απέναντί του δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Την ίδια στιγμή ο Ιγκώρ δεν αντιλήφθηκε πίσω του δύο γυναίκες που κατέβαιναν σχεδόν τρέχοντας το δρόμο προς το στάβλο για να τους πλησιάσουν. Ήταν η Ρέυντα, η γυναίκα του και η Μπρέντα. Είχαν ακούσει τα γενόμενα και έτρεχαν και αυτές να δουν με τα μάτια τους.

 

«Ξεφορτώστε τα!» είπε με τρεμάμενη φωνή στους δύο άντρες.

«Αυτά είναι;» τον ρώτησε ο ένας. Η φωνή του Ιγκώρ βγήκε τυλιγμένη μέσα στα δάκρυα.

«Ναι… είναι το αμάξι μας, αυτό που έπαιρνε μερικές φορές για να φορτώσει νερό ή άλλα πράγματα. Είναι εδώ και το άλογό της…»

Πίσω του οι δύο γυναίκες πλησίασαν. Η γυναίκα του κατέρρευσε μπροστά στα πόδια του με κλάμα γοερό, με κραυγές και επικλήσεις στο όνομα της χαμένης κόρης της. Ο Ιγκώρ επιστρατεύοντας όση δύναμη πλέον απέμεινε μέσα του, ευχαρίστησε τους δύο άντρες που βρήκαν τα ευρήματα και εκείνοι έφυγαν περίλυποι. Γύρισε προς τον Θέορ.

«Σέλωσε το άλογό μου, αμέσως…» Εκείνος τον κοίταξε με απορία.

«Που θα πάμε;»

«Στη λίμνη του Μπέλουαρ εκεί που τα βρήκαν».

«Δεν έχει νόημα πια!» φώναξε δίπλα του η Ρέυντα μέσα στο θρήνο. «Δεν το βλέπεις; Δεν έχει νόημα, πάει το κορίτσι μας…»

«Πάψε!» της είπε περισσότερο για να το πιστέψει ο ίδιος. Έκανε νόημα στην Μπρέντα να φροντίσει την κυρά του και έφυγε προς το στάβλο.

 



 

Στον Ντέμιαν η είδηση για την εύρεση μέρους του αμαξιού της Αρμάντια, έφτασε πολύ γρήγορα καθώς οι στρατιώτες είχαν πληροφορηθεί τι είχε τρέξει και ενημέρωσαν σχετικά. Έδωσε τις εντολές του να πάει μια έφιππη ομάδα στο σπίτι του Ιγκώρ για να συνδράμει σε ότι χρειαστεί. Ύστερα ανέβηκε στο παλάτι. Ο νέος βασιλιάς αλλά και συνεργός του, έπρεπε να μάθει, να ξέρει, πράγμα που έκανε.

«Μην τους αφήσεις απ τα μάτια σου!» ήταν η αυστηρή εντολή του μένοντας να σκέφτεται στο μυαλό του τι θα μπορούσε να γίνει στη συνέχεια.

 



 

Η Αρμάντια εκείνη τη μέρα, στην καρδιά του δάσους, ένιωθε κάτι βαρύ να την κυριεύει συθέμελα. Μια αδιευκρίνιστη θλίψη βάραινε την καρδιά της σε σημείο να μην μπορεί να ανασάνει. Σαν κάποιο ανεξήγητο προαίσθημα να θέλει να την καταβάλλει. Όλες αυτές τις μέρες, οι εφιάλτες πήγαιναν και έρχονταν στο θυμικό της. Αυτό το ίδιο εγκληματικό αποκρουστικό πρόσωπο κυριαρχούσε στις μνήμες της. Μόνο τώρα που ένιωθε να είναι άντρας και σε νεαρή ηλικία. Και μαζί μ’ αυτόν έβλεπε με τα μάτια της ψυχής της και τους διώκτες της. Σε κάποια φωτεινά διαλείμματα από όλο αυτό, ένιωθε ένα όμορφο ερωτικό συναίσθημα να πέρναγε από πάνω της. Μια αγάπη, τρυφερότητα, όνειρα όμορφα και σχέδια. Πολλά σχέδια. Αλλά μετά ερχόταν ένα απίστευτο αίσθημα ενοχής και ταπείνωσης να την τυλίγει σαν δίχτυ. Ένα αίσθημα που της το θύμιζαν οι συχνές της ζαλάδες αλλά και οι εμετοί που συνέχιζαν να την ταλαιπωρούν. Έβλεπε τον σωτήρα της, τον Έλνταρ να την κοιτά με μεγάλη διακριτικότητα και ντρεπόταν ακόμα περισσότερο. Έβλεπε τον τρόπο που την πρόσεχε σωματικά και ένιωθε παράξενα. Και κάθε φορά η ντροπή και οι ενοχές μαζί στο σώμα της, σε κάθε εκατοστό του κορμιού της.

 



 

Ο ήλιος είχε γύρει για τα καλά  πίσω στην άκρη του Βουνού των σκιών όταν ο Ιγκώρ με τον Θέορ έφτασαν στη λίμνη του Μπέλουαρ. Μαζί τους και ένα απόσπασμα από τέσσερις ιππείς του βασιλείου. Στάθηκαν ψηλά στην πλαγιά που οδηγούσε στη λίμνη. Μπήκαν στο χωμάτινο μικρό μονοπάτι, ένα από αυτά που διέσχιζε το δάσος, από τα πλάγια, όπως τους είχαν πει οι άντρες που βρήκαν τα κομμάτια.

 Μπροστά τους φάνηκε η λίμνη. Προς τη μεριά του περάσματος τα νερά ήταν εδώ και χρόνια λιμνάζοντα και ένας σκοτεινός βάλτος είχε σχηματιστεί στο μέρος αυτό. Εκεί που τους είχαν πει οι άντρες που βρήκαν τα χαλάσματα της άμαξας σταμάτησαν. Κατέβηκαν από τα άλογα όλοι.

«Ψάξτε στους θάμνους και στα δέντρα, κοντά στις όχθες, οτιδήποτε μπορεί να βρεθεί…» ακούστηκε η φωνή του Ιγκώρ. Για να μπουν στα νερά της λίμνης ούτε λόγος. Ο θάνατος παραμόνευε και αυτό ήταν που του προκαλούσε απελπισία. Ήταν θαύμα αν κάποιος κατόρθωνε να βγει ζωντανός από τα νερά της λίμνης σε εκείνο το μέρος. Αλλά σε αυτό το θαύμα έλπιζε ο Ιγκώρ. Άρχισε να ψάχνει προσεκτικά στις όχθες της λίμνης από την πλευρά του δρόμου. Έμπαινε ανάμεσα σε κλαδιά και δέντρα. Μέριαζε θάμνους και πέτρες μέχρι που το βρήκαν.

 

Τα σπασμένα κλαδιά και οι γδαρμένοι θάμνοι ήταν τόσο έντονα στην άκρη του χωμάτινου περάσματος που ήταν φανερό ότι κάτι έφυγε από εδώ, σύρθηκε και έπεσε στο νερό.

«Η άμαξα έφυγε από το δρόμο εδώ, πρέπει να έσπασε τους ιμάντες από το άλογο και σύρθηκε πέφτοντας στη λίμνη», φώναξε ο Θέορ, πιο έμπειρος σε όλα αυτά.

Το μάτι του Ιγκώρ δεν γελάστηκε. Το είδε από μακριά και πλησίασε αμέσως. Το ξεσκάλωσε από το σπασμένο κλαδί ενός μεγάλου θάμνου. Ένα κομμάτι ύφασμα. Σκισμένο. Το πήρε με ευλάβεια στα χέρια του.

«Από τη σάρπα της!» πρόλαβε να πει πριν ξεσπάσει σε λυγμούς. Έσφιξε το κομμάτι στη φούχτα του με όση δύναμη του έδιναν τα χέρια του λες και ήθελε να του δώσει ζωή.

«Αρμάντια!» κραύγασε με όση δύναμη είχε με την πνιγμένη στα δάκρυα φωνή του, να ακούγεται σε ολάκερο το δάσος. Έπεσε στα γόνατα με τους ανθρώπους και τους στρατιώτες να τον συνδράμουν δίπλα του προσπαθώντας να τον συνεφέρουν.

«Το παιδί μου Θέορ… η κόρη μου… την τράβηξε η λίμνη στα σκοτάδια της μαζί με το αμάξι της…»

«Κύριέ μου… το κομμάτι απ το ρούχο δείχνει ότι σύρθηκε εδώ, πιάστηκε, μπορεί να έπεσε κάπου αλλού…» απάντησε ο Θέορ.

«Και που είναι πες μου! Το άλογό της μόνο και πληγωμένο και η άμαξα στο νερό… τι έγινε και  βγήκε απ το δρόμο. Πως γλίστρησε σε όλη τούτη την πλαγιά… μια λογική εξήγηση γυρεύω...»

 

Μια εξήγηση που δεν θα έπαιρνε όμως από κανέναν από τους παρόντες. Κάποιοι άλλοι είχαν την εξήγηση σε όλο αυτό αλλά την κρατούσαν ως δολερό φονικό μυστικό.

 

Η ομάδα γύρισε στο Φόριεν με τον Ιγκώρ και τον Θέορ απελπισμένους, καθώς δεν κατόρθωσαν να βρουν κάτι άλλο που θα βοηθούσε. Μπήκαν στην πόλη αργά. Οι στρατιώτες τους άφησαν για τον προορισμό τους και οι δυο τους πήραν τον πικρό δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Λίγο έξω από αυτό είδαν κόσμο στον αυλόγυρο και αναταραχή. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν ανήσυχοι μεταξύ τους. Κέντρισαν τα άλογά τους και πλησίασαν γρήγορα. Η καρδιά του Ιγκώρ χτυπούσε άναρχα καθώς στην ξύλινη αυλόπορτα είδε τη μορφή της Μπρέντα να περιμένει εκεί ακίνητη σαν σκιάχτρο. Δεν θα μπορούσε ποτέ να σκεφτεί αυτό που καρτερούσε η γηραιά γυναίκα να του πει. Πέρασαν την αυλόπορτα. Στο εσωτερικό ήταν τέσσερις πέντε γυναίκες που πηγαινοέρχονταν στην αυλή. Μόλις τον είδαν έμειναν ακίνητες στη θέση τους λες και πάγωσαν ξαφνικά.

 

Ο Ιγκώρ κατέβηκε ανάστατος από το άλογο. Πήγε κοντά στη Μπρέντα που είχε πλησιάσει λίγο κοντά του. Έδειχνε σαν ψεύτικη. Λες και στο πρόσωπό της είχε λιώσει ένα κερί και είχε πετρώσει πάνω της. Μόνο τα μάτια της ήταν υγρά εκεί στο βάθος τους.

«Τι έγινε Μπρέντα; Τι συνέβη;» ρώτησε προσπαθώντας να τιθασεύσει τους φόβους του.

Εκείνη τον κοίταξε φοβισμένη. Με κάποιες ρυτίδες τρόμου να αυλακώνουν το πρόσωπό της.

«Δεν άντεξε κύριε… Δεν το μπόρεσε!» κατάφερε να ψελλίσει λες και ήθελε να κρύψει τη φωνή της.

Ο Ιγκώρ την άρπαξε από τους ώμους.

«Ποιος δεν άντεξε Μπρέντα;»

«Η Κυρά μας αφέντη μου!» είπε με σκυφτό κεφάλι.

«Η Ρέυντα; Τι έπαθε η Ρέυντα;» φώναξε εκείνος. Είδε τα χαμηλωμένα μάτια της Μπρέντα, την απώθησε και μπήκε τρέχοντας στο σπίτι. Πέρασε χωρίς να βλέπει τα δωμάτια και έφτασε εκεί που συνήθως ήξερε ότι θα την βρει. Είδε δύο γυναίκες να παραστέκουν εκεί όρθιες που μόλις τον είδαν έσπευσαν να φύγουν. Το βλέμμα του έπεσε στο κρεβάτι τους. Τότε την είδε. Ήταν ξαπλωμένη γαλήνια με τα χέρια της στο σώμα της να ενώνονται. Μόνο που το πρόσωπό της ήταν άκαμπτο, με ελάχιστο χρώμα.

«Ρέυντα!» έπεσε πάνω της ουρλιάζοντας από πόνο αγκαλιάζοντας το νεκρό σώμα της γυναίκας του.

 



 

«Μάνα!»

Το ουρλιαχτό της Αρμάντια έσπασε την απόλυτη σιωπή στα βάθη του δάσους προκαλώντας ένα σοκ στον Έλνταρ που έτρεξε κοντά της. Είχε πεταχτεί από την πολυθρόνα στην οποία είχε γύρει εκεί εδώ και ώρα. Κρατούσε με τα δυο της χέρια το πρόσωπό της και προσπαθούσε λες να το γδάρει απ’ τον πόνο. Η μορφή της ήταν παραμορφωμένη.

«Μάνα!» ούρλιαξε ξανά προκαλώντας ανατριχίλα στον Έλνταρ που έτρεξε κοντά της.

«Αρμάντια, τι συμβαίνει;»

«Μάνα μου…» είπε εκείνη μια ύστερη φορά ξεσπώντας σε κλάματα και λυγμούς. Λες και η ύστατη  ανάσα της Ρέυντα τόσο μακριά απ’ αυτήν έφερε πίσω κομμάτι απ τη μνήμη της…

«Η Μάνα μου…Ο πατέρας μου…. Εκεί πίσω στην πόλη….»

«Αρμάντια θυμήθηκες; Μίλα μου!» έπεσε δίπλα της ο Έλνταρ. Εκείνη έγειρε στην αγκαλιά του τρέμοντας και παραληρώντας. Λες και το κορμί της έσπαγε σε δύο κομμάτια και προσπαθούσε να ενωθεί ξανά.

«Η Μάνα μου, κάτι κακό έγινε στο σπίτι μου…το νιώθω…κάτι μέσα μου το έφερε ξανά, η Ρέυντα η μητέρα μου, ο Ιγκώρ ο πατέρας μου και η Μπρέντα η παραμάνα μου…ναι…θυμήθηκα αλλά κάτι κακό έχει γίνει Έλνταρ…»

«Ησύχασε παιδί μου, είναι που βρίσκεις πια τη μνήμη σου. Είναι λογικό να σου προκαλεί ταραχή όλο αυτό. Ηρέμησε».

Πήγε να της φέρει λίγο νερό.

 

Η Αρμάντια ένιωσε ένα κύμα αρνητικής διάθεσης και θλίψης να φουντώνει μέσα της. Λες και μια θάλασσα έρχονταν να την πνίξει. Και τότε… ναι τότε ένιωσε κάτι να καίει στο στήθος της ψηλά. Στην αρχή το ένιωσε σαν πόνο, μετά σαν κάψιμο που γίνονταν όλο και μεγαλύτερο. Με ένστικτο έβαλε το χέρι της ψηλά στο στήθος της, τράβηξε το ρούχο της να δει την εστία του πόνου και τότε είδε! Στο μέρος που είχε εκείνο το σημάδι το ένιωθε πρησμένο, φουσκωμένο, να καίει, να την πονάει, λες και ένα ξένο σώμα την σούβλιζε από το εσωτερικό της. Την ίδια στιγμή έξω ολόγυρα στο δάσος ξέσπασε απότομα μια οχλαγωγή ανέμου. Ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε να σαρώσει τα πάντα. Πέτρες σάλευαν στο χώμα, κλαριά δέντρων έτριζαν να σπάσουν, πράγματα έπεφταν έξω στην αυλή. Και μια βουή παράξενη σηκώθηκε πίσω από το βάθος του βουνού των σκιών, βουή ανατριχιαστική, απόκοσμη, που σου έδινε την εντύπωση ότι ήθελε να ξεριζώσει τη γη συθέμελα. Τα άλογα στο στάβλο άρχισαν να χλιμιντρίζουν. Ο Έλνταρ άφησε το νερό που μόλις της έφερνε και έτρεξε έξω να δει τι γίνεται. Ύστερα από λίγο η Αρμάντια άρχισε να ηρεμεί. Λες και η ένταση με τα αρνητικά εκείνα συναισθήματα κόπαζε λίγο. Έτσι και εκείνος ο πόνος στο στήθος της εκεί στο παράξενο εκείνο σημάδι γαλήνεψε μέχρι που σιγά-σιγά έγινε εντελώς αμυδρός. Ο Έλνταρ επέστρεψε ύστερα από λίγα λεπτά.

 

«Τι χαλασμός ξαφνικός ήταν αυτός», είπε ανήσυχος. Ήρθε κοντά της της έδωσε λίγο νερό που το ήπιε με βουλιμία.

«Κάποιο μεγάλο κακό έγινε στους δικούς μου Έλνταρ, πρέπει να πάμε από εκεί».

«Θα το κανονίσουμε κόρη μου, ηρέμησε τώρα. Αλλά αυτή η βουή, αυτό το βογκητό της γης στο Βουνό, με ανατρίχιασε παιδί μου. Λες και…»

«Λες και τι;» το ρώτησε εκείνη.

«Δεν θέλω να το σκέφτομαι τι μπορεί να ξυπνά στο Βουνό των σκιών. Αλλά τώρα έχουμε άλλο. Έκανες μια καινούργια αρχή και είναι ώρα να μου πεις για το σπιτικό σου», της είπε καθώς κάθισε σε ένα σκαμνί δίπλα της.

 



 

Η Μπρέντα πίσω του έκλαιγε γοερά και το κορμί της έτρεμε. Αντίκρυ της η κυρά της, άψυχη, νεκρή και δίπλα της ο άντρας της τυλιγμένος στο θρήνο του απρόσμενου θανάτου.

«Τι έγινε; Πως;» πετάχτηκε ξαφνικά

«Δεν άντεξε το βάρος κύριε. Λίγη ώρα μετά που φύγατε την είδα ότι δεν ένιωθε καλά. Δεν μπορούσε να ανασάνει. Μετά από λίγο συνήλθε. Την έβαλα με χίλια ζόρια στο κρεβάτι της να ηρεμήσει λίγο…αλλά…εκεί τη βρήκε ο θάνατος…όπως τη βλέπετε…»

Ο Ιγκώρ δεν ήξερε που να κρυφτεί στην κυριολεξία. Το κακό χτυπούσε την πόρτα του σπιτιού του με τρόπο εκκωφαντικό. Η κόρη του αγνοούμενη, μάλλον στο βυθό της λίμνης και τώρα η γυναίκα του, νεκρή, χτυπημένη απ΄ το ξαφνικό της θλίψης. Έψαχνε να βρει μια απάντηση στα αμέτρητα “γιατί” που έτρεχαν στο λογισμό του μαζεμένα και με θόρυβο. Ανάλογα “γιατί” και μεγάλες απορίες έτρεχαν και στο μυαλό της Μπρέντα. Το βαρύ μυστικό που είχε μοιραστεί μαζί της η Αρμάντια είχε γίνει βραχνάς που την έπνιγε. Ένιωθε να μην μπορεί να το αντέξει. Και είχε ήδη ξεκινήσει τις σκέψεις να το πει στους γονείς της αλλά τα γεγονότα έτρεχαν πάνω τους σαν χαλάζι.

«Τόσο κακό!» ψέλλισε μέσα της, «γιατί τόσο κακό; άραγε ποιος να βρίσκεται πίσω απ όλο αυτό;»

Ο Ιγκώρ άκουσε. Μέσα στη συντριβή του και στην αγωνία του, οι ψίθυροί της έγιναν βροντές μέσα του. Γύρισε και την κοίταξε ίσια στα μάτια:

«Τι θες να πεις Μπρέντα; Ποιος βρίσκεται πίσω από όλο αυτό; Τι εννοείς;» της είπε και είδε να τον κοιτά με μάτια κόκκινα από απόγνωση.

 

Συνεχίζεται...


Σχόλια

  1. Συγκλονιστικές οι σκηνές που εκτυλίσσονται σήμερα στο κεφάλαιο μας.
    Η πιο συγκλονιστική για εμένα ήταν η στιγμή που προαισθάνθηκε τον πόνο η Αρμάντια και ξεσηκώθηκε μαζί της και η φύση.
    Εξ' αρχής πιστεύω πως η Αρμάντια και η Μαύρη Βασίλισσα έχουν κάποια σχέση και θέλω να δω αν τελικά αυτό ισχύει και αν ναι με ποιον τρόπο (δε θέλω να το επιβεβαιώσεις Γιάννη, αυτή είναι η ομορφιά της αγωνίας του αναγνώστη, απλά μοιράζομαι τις σκέψεις μου).
    Ο Θάνατος χτύπησε το σπίτι της Αρμάντια και αναρωτιέμαι αν η ζωή θα ανταποδώσει αυτό το κακό στον Βασιλιά και τον Ντέμιαν.
    Η συνέχεια θα είναι εξαιρετική, γιατί εξακολουθούμε να είμαστε σε κομβικό σημείο της πλοκής και πραγματικά ανυπομονώ!!
    Καλή συνέχεια Γιάννη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπημένη μου φίλη, Μαρίνα μου. Με έχεις συγκινήσει, το λέω ξανά, με τη συμμετοχή σου στο μυθιστόρημα. Με τις παρατηρήσεις, την αγωνία, τις σκέψεις. Δεν μπορείς να διανοηθείς πόσο το αγαπώ και πόσο με τιμά όλο αυτό να το ξέρεις. Ο πόνος της Αρμάντια την γέμισε με αρνητική ενέργεια. Δεν είναι τυχαίο το φαινόμενο αυτό με τον "ξεσηκωμό" και την αντάρα στο δάσος. Να το κρατήσεις σαν tip.
      Είναι τραγική η κατάληξη των γεγονότων για τη ζωή της νεαρής κοπέλας και της μητέρας της. Το κακό πέφτει επάνω τους απόλυτο και ναι, να δούμε τι θα γίνει με τους δολερούς ανθρώπους που σχεδίασαν όλο αυτό. Μας περιμένει μεγάλη δράση καλή μου φίλη. Ένα μεγάλο ευχαριστώ απο εμένα.

      Διαγραφή
  2. Συγκλονιστικό κεφάλαιο. Γεμάτο τόσα συναισθήματα και ο θυμός μου έντονος για το κακό που βρήκε την οικογένεια. Η Αρμάντια θυμήθηκε τους γονείς της, θα πάει στο σπίτι της; Θα τη δουν; Η μάνα της έφυγε άδικα. Ο πόνος που βιώνουν ελπίζω να πέσει στο παλάτι του Ζάρεκ.
    Θα μάθει κανείς από το παλάτια ότι είναι ζωντανή;
    Και το σημάδι...ανατριχιαστικό. Η περιγραφή σου ολοζώντανη σαν να το έβλεπα να φουσκώνει και να άκουγα την αντάρα. Αρα τι ξύπνησε στο βουνό; Τι μέλλει να γίνει;
    Αναμένουμε Γιάννη τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου γλυκιά μου! Τα συναισθήματά σου ακολουθούν την πλοκή κατά πόδας. Ναι, το κακό είναι μεγάλο για την νεαρή μας ηρωίδα. Η ίδια προσπαθεί να βρει τον εαυτό της ξανά, η μητέρα της χάθηκε και ο πατέρας με την παραμάνα της αντιμέτωποι με την τραγωδία που τους έπληξε. Τι θα γίνει στη συνέχεια; Και αυτό που αναφέρεις με το βουνό δεν το βλέπω τυχαίο. Πόσο σε ευχαριστώ για κάθε σου παρουσία. Ειλικρινά. Προχωράμε. Σε φιλώ με ένα μεγάλο ευχαριστώ.

      Διαγραφή
  3. Συγκλονιστικό! Πολύ στεναχωρήθηκα αλλά δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω το πόσο έντονες σκηνές διαδραματίστηκαν μπροστά στα μάτια μου! Θρήνος πραγματικός! Τον αισθάνθηκα!
    Αναμένω να δω τι συνέχεια. Μου αρέσει το πως έχει εξελιχθεί η ζωή της Αρμάντια αλλα περιμένω να δω τις μετέπειτα συνδέσεις!

    φιλια πολλα! συγχαρητηρια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κική μου, αγαπημένη μας φίλη, σε ευχαριστούμε για τη συμμετοχή. Χαίρομαι που μπόρεσα να δώσω κάτι αξιόλογο που σε άγγιξε και ελπίζω στην ανάλογη συνέχεια. Θα μάθουμε για την Αρμάντια πολλά πράγματα και να δούμε και τις εξελίξεις . Καλησπέρα κορίτσι μου.

      Διαγραφή
  4. Καλά δεν το πιστεύω πως ένα αναίσθητο τέρας, για το προσωπικό του όφελος παίρνει ολόκληρη αλυσίδα ψυχών στο λαιμό του και κοιμάται ήσυχα. Τελικά όταν λείπει η συνείδηση το κενό θέλει πολύ κακό για να γεμίσει. Έχω ανατριχιάσει Γιάννη μου και στο λέω δεν θα ευχαριστηθώ αν δεν αποδοθεί απόλυτη δικαιοσύνη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Νιώθω την αγωνία και τα συναισθήματά σου. Ναι είναι εκτρωματική η αδικία και το κακό που κουβαλά αυτός ο "άνθρωπος". Ευχαριστώ πολύ Μαίρη που μας συνοδεύεις σε αυτό το ταξίδι.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα