Το δάσος της Λήθης 6+7α - Μουσικές Ιστορίες#3

 



Επιστροφή στο σήμερα

 

6. Ένα παλάτι στο φόβο

 

«Ως πότε θα γίνεται όλο αυτό! Ως πότε θα το ανεχόμαστε Ντέμιαν! Χρόνια τώρα αυτή η ιστορία χτυπάει σε αυτό το καταραμένο δάσος και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα! Πάνε τόσα χρόνια από τότε που εμφανίστηκε αυτό το τέρας και σκοτώνει. Δεν μπορούμε να το ανεχόμαστε πια όλο αυτό…» Ο βασιλιάς Ζάρεκ ούρλιαζε απ’ την οργή του. Οι φωνές του ακούγονταν ως έξω στο παλάτι. Ο Ντέμιαν, ο αρχηγός του στρατού του και κάποιοι άλλοι αξιωματικοί προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να γλιτώσουν την οργή του. Βημάτιζε μέσα στα νεύρα, στο μεγάλο δώμα και συνέχισε να φωνάζει:

«Κανείς πια δεν τολμά να πατήσει στο Δάσος … αυτό το καταραμένο δάσος, όπως το ονόμασαν αυτοί οι ηλίθιοι οι χωριάτες απ το φόβο και τις δεισιδαιμονίες τους. Πού ακούστηκε ο στρατός του βασιλιά να τρέμει να περάσει τους δρόμους και τα μονοπάτια; Ποιος θα μου δώσει μια εξήγηση για όλο αυτό;»

«Βασιλιά μου, προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο. Έχουμε οχυρώσει την πόλη απ την πλευρά μας, έχουμε κλείσει τα περάσματα με περιπόλους. Κάθε φορά γίνεται κάτι και μας αιφνιδιάζει…»

«Ανίκανοι! Αυτό είστε!» ούρλιαξε για μια ακόμα φορά, συνεχίζοντας:

«Που έγινε αυτό σήμερα;»

Ο ένας από τους αξιωματικούς πήρε το λόγο φοβισμένος.

«Έγινε πριν το δάσος, μέσα στα όριά μας, οι άντρες μας πρέπει να ξαφνιάστηκαν…»

«Ποιος τους βρήκε;» ρώτησε ο βασιλιάς.

«Μια δική μας περίπολος».

«Δεν ήταν κανείς άλλος εκεί; Κάποιος μάρτυρας να μας πει τι έγινε;»

«Όχι βασιλιά μου, κανείς…»

«Βρήκατε τίποτα ίχνη;» ρώτησε ο Ντέμιαν.

«Ναι, βρήκαμε ίχνη από κάρο, κάτι περνούσε από εκεί».

«Θες να πεις ότι η επίθεση μπορεί να έγινε μέσα απ το κάρο;» τον ρώτησε ο Ζάρεκ.

«Όχι άρχοντά μου, οι ιχνηλάτες μας βρήκαν τα ίχνη ενός ακόμα αλόγου που δεν ακολουθούσε τις γραμμές του κάρου, άρα ήταν ελεύθερο».

«Και γιατί κανείς απ’ τους χωριάτες δεν μιλάει; Γιατί;» φώναξε πάλι οργισμένος.

«Φοβούνται βασιλιά μου! Κάτι τους απειλεί, κάτι τους κρατά!» συμπλήρωσε ο Ντέμιαν.

Ο Ζάρεκ έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του.

«Δεν ξέρω, κάντε κάτι! Πιέστε τους χωρικούς κάτι να μας πουν, αν χρειαστεί τάξτε τους χρυσάφι για να μιλήσουν για ότι ξέρουν. Κάπου θα κρύβεται αυτός ο δαίμονας του θανάτου».

 

Τη στιγμή εκείνη μπήκε στην αίθουσα ο Μέλιαν, ο γιος του.

«Πατέρα τι συμβαίνει πάλι;»

Εκείνος τον κοίταξε αλαφιασμένος.

«Τι να συμβαίνει, αυτός ο καταραμένος που σκορπά το θάνατο απ το δάσος χτύπησε ξανά, δεν το έμαθες;»

«Το έμαθα και το είδα πατέρα, αλλά ρωτάω τι γίνεται με όλο αυτό πια;»

Ο βασιλιάς έριξε μια ματιά στον Ντέμιαν και τους αξιωματικούς.

«Φύγετε, πηγαίνετε στις θέσεις σας. Ενισχύστε τις περιπολίες σας, βάλτε φύλαξη παντού, ακόμα και χωρίς να φαίνονται σαν στρατιώτες και προσπαθήστε στα καπηλειά να δελεάσετε τους χωριάτες να μιλήσουν. Δεν μπορεί, κάπου θα κρύβεται αυτό το ...πράγμα».

 

Οι υποτακτικοί του έφυγαν. Έμεινε μόνος με το γιο του. Προσπαθούσε να ηρεμήσει.

«Πατέρα τι πιστεύεις για όλο αυτό; Τι μπορεί να είναι; Τόσα χρόνια πάνε που θερίζει το στρατό μας. Γιατί ειδικά αυτόν;»

«Δεν ξέρω. Προσπαθεί να σπάσει το ηθικό των στρατιωτών μου. Ήδη το έχει καταφέρει. Αυτό ποιος μπορεί να το έχει κάνει; Κάποιοι που επιβουλεύονται το θρόνο μου και ροκανίζουν την ισχύ μου».

«Πάνε τόσα χρόνια πατέρα με όλο αυτό».

«Δεν γίνεται να είναι ένας ο δράστης Μέλιαν! Πρέπει να είναι κάποια ομάδα. Για αυτό και πιστεύω ότι όλα ξεκινάνε από εδώ μέσα, απ το Φόριεν…»

«Ποιος πατέρα μου να σε επιβουλευτεί από εδώ; Δεν υπάρχει κάτι».

«Δεν ξέρω…. Αυτός ο Ντέμιαν!»

«Αυτός ο Ντέμιαν; Μου προξενεί απορία η αμφιβολία πατέρα. Είναι ο δεύτερος εαυτός σου από τότε που θυμάμαι τα χρόνια μου».

«Σαν πρόκειται για την εξουσία γιε μου μην υπογράφεις τίποτα! Και να προσέχεις, που πας και πως».

Ο Μέλιαν άλλαξε διάθεση.

«Σήμερα πήγαμε με την Ελεάνορ στο δάσος της Λήθης…»

Ο Πατέρας του τον έκοψε με μια ματιά φαρμάκι.

«Τι είπες; Σου έχω ξαναπεί να μην πατάς το πόδι σου εκεί! Δεν είναι τόπος αυτός για σένα άκουσες; Γιατί παραβαίνεις το λόγο μου;»

«Πατέρα ησύχασε, σήμερα είδα ότι δεν είναι κάτι το φοβερό, όλα αυτά μήπως είναι μύθος;»

Ο Ζάρεκ τον κοίταξε καλά από κοντά.

«Είδες το χρώμα των δέντρων εκεί μέσα; Πρόσεξες την ομίχλη που σκεπάζει σχεδόν τα πάντα; Είδες ότι η γη έχει χάσει το φυσικό της χρώμα και είναι στέρφα, ξερή, χωρίς αγριολούλουδα και φυτά. Άκουσες τους ήχους; Πολλοί λένε ότι σαν επέστρεψαν από εκεί δεν θυμόνταν τίποτα. Ένα απέραντο πέπλο λησμονιάς σκεπάζει το λογισμό τους. Και εσύ μου λες…»

«Όλα αυτά μου λένε ότι το ξέρεις καλά το μέρος έτσι δεν είναι;»

«Ναι, το έχω γνωρίσει και στις δύο όψεις του. Και πριν και μετά».

«Κανείς σας δεν δίνει όμως μια εξήγηση γιατί άλλαξε».

«Γιατί κανείς δεν έχει».

«Δεν ξέρω, πήγαμε κατά λάθος με τα άλογα και η Ελεάνορ ένιωσε πράγματι παράξενα…»

«Τι θες να πεις;»

«Δεν ξέρω, την έβλεπα για λίγο σαν χαμένη, λες και δεν ήταν μαζί μου, σαν κάτι να έλεγχε το μυαλό της… Αλλά είναι και κάτι άλλο».

«Τι άλλο ακόμα;»

«Ο Άλαντ, κάτι βρήκε, κάτι με κάποιες γραφές, δεν πρόλαβε να μου εξηγήσει, δεν κατάλαβα καλά, κάτι που τον τάραξε…»

«Σαν τι βρήκε δηλαδή;»

«Είπε θα έρθει να σε συναντήσει…»

 

Εκείνη τη στιγμή, ο φρουρός ανήγγειλε την άφιξη του Άλαντ. Ο βασιλιάς έδωσε το πρόσταγμα να μπει. Πράγματι μπήκε σκεπτικός…

«Καλώς όρισες Άλαντ, πέρασε», του είπε ο Ζάρεκ.

«Καλώς σε βρίσκω βασιλιά μου», υποκλίθηκε ο δάσκαλος.

«Σε δύσκολη στιγμή με βρίσκεις…»

«Το ξέρω και δεν θα τολμούσα να σε ενοχλήσω αλλά…»

«Ναι, κάτι μου είπε ο Μέλιαν, σε ακούω λοιπόν».

Πήγε και κάθισε σε μια μεγάλη πολυθρόνα, ο Μέλιαν ήρθε πλάι του και ο Άλαντ στάθηκε αντίκρυ του όρθιος:

«Στις αποθήκες, στα κελάρια, οι άνθρωποί μου βρήκαν μια περγαμηνή, κάτι γραπτά σε περίεργη γλώσσα βασιλιά μου, μια γλώσσα που κόπιασα πολύ να διαβάσω».

«Τι περγαμηνή είναι αυτή;»

«Ξέρεις κάτι άρχοντα Ζάρεκ  για κάτι τέτοιο; Ίσως από τον πατέρα σου, κάποιον τρίτο ίσως;»

«Όχι δεν έχω κατά νου κάποιο τέτοιο κληροδότημα Άλαντ, τι λένε οι γραφές;»

«Μιλάνε δύσκολα, μεταφορικά. Κάτι σαν μήνυμα στον πορφυρό βασιλιά, σαν ειδοποίηση…»

Ο Ζάρεκ άρχισε να βαραίνει ξαφνικά με όλο αυτό.

«Τι ειδοποίηση δηλαδή;»

«Υπάρχουν αναγγελίες παράξενες που ταιριάζουν με τα γεγονότα που ζούμε».

«Μίλα λοιπόν!»

«Να, μιλάνε για τους ορίζοντες που αλλάζουν, για κάποια νανουρίσματα σε μια αρχαία γλώσσα στην αυλή του βασιλιά. Λένε για μια μαύρη βασίλισσα που ψάλλει τη νεκρική πομπή…»

Τα μάτια του Ζάρεκ άστραψαν.

«Τι είναι αυτό που λες τώρα; Για ποια βασίλισσα μου μιλάς;»

«Για μια μαύρη βασίλισσα που ψάλλει μια νεκρική πομπή. Και για τις καμπάνες που θα χτυπήσουν για να καλέσουν τη μάγισσα της φωτιάς στην αυλή του πορφυρού βασιλιά…»

«Έχεις τρελαθεί σοφέ Άλαντ;»

«Πρόσεξα ότι οι καμπάνες ήχησαν σήμερα τη στιγμή που τα σώματα των νεκρών στρατιωτών πέρασαν στην αυλή, στο παλάτι δηλαδή».

«Πάντα χτυπάει η καμπάνα στους πύργους για να αναγγείλει γεγονότα Άλαντ».

«Ναι αλλά απ ότι έμαθα ο θάνατος συνάντησε τους δύο στρατιώτες σήμερα μέσα στα σύνορά μας, δηλαδή πριν το δάσος. Με προβληματίζει αυτή η μαύρη βασίλισσα βασιλιά μου! Για πρώτη φορά γίνεται αναφορά σε κάτι θηλυκό…»

«Τι θες να πεις γέρο Άλαντ; ότι όλα αυτά τα χρόνια, όλο αυτό το θανατικό είναι έργο μιας γυναίκας; Είσαι με τα σωστά σου;»

«Δεν ξέρω, είπα προβληματίζομαι. Μαύρη βασίλισσα, μάγισσα της φωτιάς. Ξέρουμε πολύ καλά τι κατοικεί πέρα ψηλά στο Βουνό των Σκιών. Μήπως όλα αυτά κάτι θέλουν να μας πουν; Κάποια γυναίκα; Κάποιος θηλυκός δαίμονας;»

«Τον μόνο δαίμονα που ξέρω ότι κατοικεί πέρα στις μακρινές κορυφές του Βουνού των Σκιών είναι ο Σάγκρος! Αλλά εκεί δεν πατά άνθρωπος κανείς, κανένα σημείο ζωής δεν έχουμε από εκεί και το ξέρεις…»

Ο Άλαντ έδειχνε προβληματισμένος.

«Ο Σάγκρος… αυτό το άμορφο ον, το τρομερό, το συνώνυμο του θανάτου και της καταστροφής. Όμως ο Σάγκρος εδώ και χρόνια είναι σιωπηρός. Δεν έχουμε καμία αναφορά ή ένδειξη για αυτόν ή για τη δύναμή του», απάντησε στο βασιλιά με δέος.

«Και αν όλα τούτα είναι δικά του γεννήματα; Πως μπορούμε να το αποκλείσουμε;»

Ο Άλαντ κούνησε το κεφάλι του φοβισμένος.

«Τότε θα έχουμε να ανησυχούμε πάρα πολύ…»

 

Ο Ζάρεκ άφησε το μέρος που καθόταν και πλησίασε τον Άλαντ.

«Τέτοια λες και στο γιο μου δάσκαλε; Να αλλοπαίρνεις το μυαλό του;»

Ο Άλαντ μαζεύτηκε. Αλλά άνοιξε και τολμηρά τη γλώσσα του στο βασιλιά.

«Ο γιος σου όταν θα σε διαδεχτεί θα είναι μια γεμάτη και νέα προσωπικότητα για το Φόριεν βασιλιά Ζάρεκ. Φεύγω».

«Έχε τα μάτια σου ανοιχτά σε αυτά που μου είπες και αν βρεις και κάτι άλλο πες μου», του είπε ο βασιλιάς.

«Έχω ακόμα να αποκωδικοποιήσω τη γραφή, εσύ προσπάθησε να σκεφτείς… Ζυγώνει ο γάμος του γιού μου και πρέπει όλα να γίνουν καθώς πρέπει…»

Υποκλίθηκε και έφυγε. Έμειναν μόνοι τους πατέρας και γιος. Σκεπτικοί. Ο Ζάρεκ έβγαζε φωναχτά τις σκέψεις του.

«Η μαύρη βασίλισσα ψάλλει την νεκρική πομπή…Οι καμπάνες θα χτυπήσουν για να καλέσουν τη μάγισσα της φωτιάς…» ακούστηκε να ψελλίζει. Και το κεφάλι του πονούσε από την ένταση να πάει το μυαλό του στο μακρινό παρελθόν.




Επιστροφή στο παρελθόν

 

 

7.
 
7α. Από μηχανής ….Θεός

 

Το σκοτάδι άρχισε να χάνει την πυκνότητά του. Μέσα στο κέντρο κάποιες κόκκινες γραμμές άρχισαν να αυλακώνουν αυτόν τον μαυροπίνακα. Σαν φίδια γεμάτα φλόγες άρχισαν να κουνιούνται  κάνοντας παράξενα σχήματα αφήνοντας πίσω ανταύγειες της φωτιάς. Μετά, οι κόκκινες αυτές γραμμές, άρχισαν να τινάζονται σαν μαστίγια. Και να δένουν μαζί με έναν ανατριχιαστικό θόρυβο. Ένα παράταιρο τρίξιμο σαν να τρίβονταν μεταξύ τους μέταλλα και να σπινθηρίζουν προκαλώντας ανατριχίλα. Και ύστερα η αίσθηση του πόνου. Ένας πόνος που ξεκινούσε σιγά σιγά και μετά γινόταν λαβίδα να σφίγγει το κεφάλι, να το χτυπά σαν σφυρί, να το συνθλίβει, να το ανοίγει στα δύο. Και τέλος εκείνα τα κόκκινα μάτια αλλόκοτα, τρομερά, εξωπραγματικά. Να μεγαλώνουν, να γίνονται τεράστια, να διώχνουν το μαύρο και να τα ντύνουν όλα στο κόκκινο. Σαν αίμα που ρέει και γεμίζει τα πάντα. Και ο πόνος, εκείνος ο φριχτός πόνος, να σε φτάνει στα όρια της παράκρουσης.

 

«Όχι…Μη…!»

Η πνιχτή κραυγή της ακούστηκε μέσα στην άγρια νύχτα γεμάτη αφόρητο τρόμο. Πετάχτηκε απότομα προσπαθώντας να γλιτώσει από το όραμα που την έπνιγε και την τραβούσε συθέμελα στον παραλογισμό και στο φόβο.

«Ησύχασε κόρη μου, ηρέμησε, μη φοβάσαι!»

Άνοιξε τα μάτια της έντρομη. Η καθησυχαστική φωνή ερχόταν να της δώσει μια ηρεμία και μια τρυφερότητα βγαλμένη από τα πιο όμορφα συναισθήματα. Ένιωσε ένα χέρι να την πιάνει προσεκτικά από τους ώμους, να τακτοποιεί ένα προσκέφαλο πίσω της και να προσπαθεί να την βοηθήσει να κάτσει σε ένα φτωχικό ξύλινο κρεβάτι. Η μορφή απέναντί της ανήκε σε έναν άντρα μεταξύ εξηνταπέντε και εβδομήντα χρόνων. Είχε πολύ γλυκά μάτια, μεγάλο μέτωπο άδειο από μαλλιά. Οι ρυτίδες του έδειχναν άντρα γεμάτο ζωή και κούραση. Τα άσπρα μαλλιά του λίγα στο κεφάλι, κατέληγαν σε ένα όμορφο γένι.

 

Προσπάθησε να ανοίξει το στόμα της να μιλήσει.

«Που είμαι ψέλλισε, ποιος είστε;»

Εκείνος την κοίταξε με προσοχή αλλά και με απορίες πάρα πολλές. Σίγουρα με μεγάλη ανησυχία.

«Μη φοβάσαι, δεν υπάρχει κάτι να σε ανησυχεί, μην ταράζεσαι…» της είπε όσο μπορούσε πιο στοργικά. Εκείνη έριξε μια ματιά γύρω της στο χώρο. Έδειχνε σαν χαμένη. Βρισκόταν στο κρεβάτι ενός αγροτόσπιτου, φτωχικού αλλά καλά συντηρημένου.

«Τι είναι εδώ;» ρώτησε.

«Εδώ είναι το σπίτι μου…» της απάντησε.

«Πως βρέθηκα εδώ; Τι κάνω εδώ;» του είπε λες και έψαχνε να βρει τα σημεία αναφοράς της. Έδειχνε να τρέμει. Ο ώριμος άντρας, έφερε μια πήλινη κανάτα. Γέμισε ένα ποτήρι με νερό και της το προσέφερε. Το έβαλε στα χείλη της. Ένιωσε τη δροσιά και τη φρεσκάδα του να την αναζωογονούν. Ξαφνικά έβαλε απότομα το χέρι της στο κεφάλι της στο πλάι. Μια έντονη κραυγή πόνου σημάδεψε το πρόσωπό της. Τα δάχτυλά της ψηλάφησαν μια μεγάλη πληγή στο δέρμα της, στο πλάι του κροτάφου της.

«Μην το πειράζεις!» της είπε προσπαθώντας να τραβήξει το χέρι της.

«Πονάω! Που χτύπησα;» τον ρώτησε σαν χαμένη.

Εκείνος ανάσανε βαθιά. Την κοίταξε με προβληματισμό.

«Σε βρήκα λιπόθυμη σε ένα άνοιγμα στο χαντάκι ένα μόλις μέτρο πριν την όχθη της λίμνης…» της είπε καρτερώντας να του συνεχίσει.

Η κοπέλα έφερε το χέρι της στο μέτωπό της, ανακάθισε με την πλάτη στο κρεβάτι.

«Δεν θυμάμαι καλά, το κεφάλι μου…» του είπε.

«Πως σε λένε κόρη μου;» τη ρώτησε, «αυτό το θυμάσαι;»

«Αρμάντια!» του αποκρίθηκε. Αμέσως μετά χλόμιασε πάλι προβληματισμένη.

«Ωραία, εγώ είμαι ο Έλνταρ και αυτό εδώ είναι το σπιτικό μου. Σε βρήκα χθες, όπως σου είπα. Ήσουν λιπόθυμη, σε έφερα με το άλογο εδώ…Μην φοβάσαι, δεν ενοχλείς κανέναν, ζω μόνος μου, δεν έχεις να με φοβάσαι».


Έλνταρ


Τον κοιτούσε παράξενα. Η φωνή του, η ζεστασιά της αλλά και αυτό που έβγαζε από μέσα του της έδινε μηνύματα ανθρωπιάς, σιγουριάς και ασφάλειας. Πήγε να κινηθεί.

«Όχι, μην σηκώνεσαι Αρμάντια! Κάτσε λίγο έτσι καθιστή να συνηθίσεις. Σιγά σιγά».

Την είδε πάλι σε απόγνωση. Μια να συνέρχεται, μια να σφίγγεται, μια να γαληνεύει, μια να ταράζεται, σαν να προσπαθούσε για κάτι. Κατάλαβε ότι η κοπέλα είχε κενά μνήμης ή κάτι σοβαρό την βασάνιζε. Προσπάθησε να την βοηθήσει αργά, προσεκτικά.

«Θυμάσαι να μου πεις πως βρέθηκες στο δάσος; Πως ήρθες εδώ; Αν ήταν κανείς μαζί σου;»

Τον κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια σαν να προσπαθούσε να αρπαχτεί απ’ αυτόν.

«Όχι…όχι…δεν θυμάμαι…είναι σαν κάτι να έρχεται και να φεύγει…»

 

Ξαφνικά την είδε να φέρνει απότομα τα χέρια της χαμηλά μπροστά στην κοιλιά της. Να του ρίχνει μια ένοχη φοβισμένη ματιά. Και να νιώθει μια αναγούλα να ανεβαίνει στο στόμα της. Ο Έλνταρ την είδε, έτρεξε αμέσως και έφερε μια μεταλλική λεκάνη μπροστά της. Η κοπέλα έκανε εμετό. Η βοήθειά του να την συνεφέρει, να την σκουπίσει, να την στηρίξει την έκανε να αφεθεί στην αγκαλιά του και να σπαράζει στο κλάμα.

«Κορίτσι μου…ποιο κακό σε κυνήγησε ως εδώ; Τι είναι αυτό που σε ταράζει ας ήξερα…»

Έκλαιγε με αναφιλητά γερμένη στην αγκαλιά του με τα χέρια της να μη λένε να αφήνουν την κοιλιά της. Έκλαιγε για εκείνο που ήξερε, από ένστικτο,  ότι βάραινε μέσα της.

«Μήπως πονάς αλλού πουθενά;» τη ρώτησε κοιτάζοντας χαμηλά το κορμί της.

Εκείνη έκανε μια αρνητική έντονη κίνηση με το κεφάλι της.

«Που είμαστε εδώ;»

«Είμαστε στο δάσος του Φόριεν αν σου λέει κάτι, κοντά στο Βουνό των Σκιών, εδώ είναι το σπίτι μου…»

«Φόριεν;»

«Ναι…σου θυμίζει κάτι;»

«Κάτι…ναι…»

«Από εκεί ήρθες; Εκεί είναι το σπίτι σου;» τη ρωτούσε με προσοχή προσπαθώντας να βγάλει κάποια στοιχεία και να καταλάβει.

«Δεν ξέρω…δεν θυμάμαι».

«Καλά…Αρμάντια, ξάπλωσε τώρα, έχουμε χρόνο να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά τους», την έσπρωξε απαλά να γείρει το σώμα της στο κρεβάτι. Δεν ήθελε να την πιέσει παραπάνω. Η χθεσινή μέρα είχε φέρει στο δρόμο του κάτι αναπάντεχο. Αυτή την δύστυχη νεαρή γυναίκα, σε άσχημη κατάσταση. Ήταν αποφασισμένος να της δώσει, με την καρδιά του, καταφύγιο σε ότι περνούσε. Και σιγά-σιγά να προσπαθούσε να ξεμπλέξει το κουβάρι του εφιάλτη της. Την είδε που έγειρε το όμορφο πρόσωπό της στο πλάι και έκλεισε τα μάτια της, αυτή τη φορά γαλήνια. Κάθισε να την κοιτά με προσοχή και συγκίνηση. Τα γαλανά της μάτια, παρά το φόβο τους, ήταν γεμάτα καλοσύνη. Τα πλούσια καστανοκόκκινα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της. Οι μνήμες του έκαναν ταξίδια πίσω σε παλιά όμορφα χρόνια και σε αγαπημένα πρόσωπα που έλειπαν πια από κοντά του.

 

Συνεχίζεται...

Σχόλια

  1. Ω ω ω τι καλά η Αρμάντια ζει!! Και δεν θυμαται ε; Τι τράβηξε αυτή η κοπέλα!! Και με το ατύχημα το μωρό αραγε ειναι εντάξει ;
    Αυτός ο Ζάρεκ τι αντιπαθητικός που είναι, τι κακιασμένος! Απορώ πώς έβγαλε ένα γιο σαν τον Μέλιαν.
    Πολύ ωραία εξελίσσεται. Και οι περγαμηνές θα μάθουμε ε; Θα μας πεις τι θέλουν να πουν. Η αγωνία μεγαλώνει, να δω πού θα την φτάσεις.
    Ωραίο Γιάννη μου πραγματικά πολύ ενδιαφέρον
    Συνέχισε και γράφε
    Καλημέρα και στον οικοδεσπότη και σε σένα Γιάννη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι Άννα μου, η Αρμάντια ζει! Σε πολύ άσχημη κατάσταση, με αμνησία μερική και να δούμε αυτό τι θα αφήσει πίσω του. Ο Ζάρεκ μας δείχνει ένα εκτρωματικό πρόσωπο, το οποίο δεν διστάζει σε τίποτα προκειμένου να σώσει τη θέση του.
      Οι περγαμηνές κρύβουν πολλά και ο Άλαντ έχει πολύ δουλειά μπροστά του να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα.
      Άννα μου, χαίρομαι αν σου αρέσει. Ευχαριστώ που είσαι κοντά μας.
      Να ευχαριστήσω και εγώ με τη σειρά μου το Γιώργο για την υποστήριξη.

      Διαγραφή
    2. Η νουβέλα εξελίσεται τρομερά, μυθοπλαστικά και από πλευράς ανάπτυξης χαρακτήρων.
      Να σας ευχαριστήσω κι εγώ για την υποστήριξη.

      Διαγραφή
    3. Γιώργο, να είσαι καλά αγαπητέ φίλε. Η γωνιά σου εδώ και το μπλογκ σου, μας δίνει ένα πανέμορφο εφαλτήριο ανάγνωσης και μια βιβλιοθήκη σκέψης. Καλό Σαββατοκύριακο φίλε και ευχαριστούμε.

      Διαγραφή
  2. Καλησπέρα Γιάννη μου!
    Διάβασα σήμερα όλα τα κεφάλαια που μου έλειπαν και ομολογώ, πως η όλη εξέλιξη ,μου αρέσει πάρα πάρα πολύ! Θερμά συγχαρητήρια!
    Είμαι σίγουρη πως οι ήρωες, έχουν να μας δείξουν και να μας πουν, πολλά ακόμη!
    Αναμένω!

    Κική Κωνσταντίνου, από το μπλοκ "εκφράσου"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κική μου, παρά το ότι το είδος δεν είναι το αγαπημένο σου, είσαι παρούσα στην ανάγνωση και αυτό το εκτιμώ ιδιαίτερα. Χαίρομαι που σου άρεσε καλή μου φίλη ειλικρινά. Συνεχίζουμε να δημιουργούμε. Στέλνω τα φιλιά μου.

      Διαγραφή
  3. Ψιλοέξαλλη με κάνει κάθε φορά ο Ζάρεκ. Χαίρομαι πολύ που η Αρμάντια ζει και αναμένω να δω τι ακριβώς επιφυλάσσει η Μοίρα της καθώς και τι απέγινε το μωρό.
    Αναρωτιέμαι ποια είναι η γυναίκα (σαν χαρακτήρας εννοώ) του βασιλιά. Γιατί ο Μέλιαν δε φαίνεται να 'χει τον κακό χαρακτήρα και ψυχή του πατέρα του. Άρα θα το πήρε από εκείνη.
    Για να δούμε τι θα γίνει με τον γάμο του.
    Για να δούμε τι ακριβώς θα πουν οι γραφές.
    Αναμένουμε με αγωνία τη συνέχεια. Οι εξελίξεις κρατούν εμάς σε αγωνία και το ενδιαφέρον ζωντανό.
    Καλή συνέχεια Γιάννη και καλή έμπνευση !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου, πόσο χαίρομαι την ενεργή σου συμμετοχή δεν λέγεται. Ο Ζάρεκ εξελίσσεται ως σκοτεινή φιγούρα στους ρόλους των πρωταγωνιστών καλή μου φίλη. Ναι, η Αρμάντια ζει. Με σοβαρά όμως θέματα μνήμης που θα δούμε αν θα αφήσουν κάτι πίσω τους ή όχι. Όπως επίσης τι συνέβη με την εγκυμοσύνη της. Ο γιος του βασιλιά, ο Μέλιαν, μην ξεχνάς ότι, πέραν αυτού που αναφέρεις, μεγαλώνει πνευματικά κατ' ουσίαν στα χέρια ενός σοφού άντρα, του Άλαντ, που αφήνει το στίγμα και τη σφραγίδα του πάνω του. Οι γραφές έχουν πάρα πολλά να μας πουν και να γεφυρώσουν τους άχρονους καιρούς. Να είσαι καλά κορίτσι μου που είσαι κοντά μας. Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή
  4. H Μάγισσα της φωτιάς, η τρομακτική Nicknevin αυτοπροσώπως, η "Κόρη του Neamhain" την οποία με τον ερχομό της άνοιξης ο Angus Og, πανίσχυρος θεός της αγάπης μεταμορφώνει σε Νύμφη - την πανέμορφη Cailleach....
    Γιάννη μου με ταξιδεύεις σε λατρεμένους τόπους - φανταστικούς ή μη - και σου είμαι ευγνώμων!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπητή μου φίλη καλησπέρα! Έλα καλή μου να μοιραστούμε την "τρέλα" μας, έλα να συνταξιδέψουμε παρέα με τους ήρωές μας αυτούς. Σε καλωσορίζουμε, σε ευχαριστούμε για το μοίρασμα και τα συναισθήματα. Να είσαι καλά!

      Διαγραφή
  5. Να που σώθηκε η Αρμάντια λοιπόν, όχι πως δεν το ήθελα όχι πως δεν το προσδοκούσα! Ας ελπίσουμε πως δεν θα την βρουν και πως θα δικαιωθεί η δόλια! Πάρα πολύ ωραία συνεχίζεται Γιάννη μου και χαίρομαι και απολαμβάνω. Πάω για τη συνέχεια γιατί η δουλειά σε λίγο δεν θα με αφήνει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σώθηκε ναι η νεαρή γυναίκα. Και να δούμε πως θα μπορέσει να ορθοποδήσει μετά την τραγική της κατάσταση. Σε ευχαριστώ πολύ Μαίρη μου, για το χρόνο σου, την παρουσία και τη συμμετοχή σου. Για μένα είναι μεγάλη χαρά και τιμή.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα