Το δάσος της Λήθης 4 - Μουσικές Ιστορίες#3

 



4. Η δεύτερη στροφή


Η άμαξα αγκομαχούσε να ανέβει την πλαγιά για να πάρει την τελική ευθεία  προς τους οικισμούς πριν το κάστρο. Ένα γέρικο άλογο προσπαθούσε να τραβήξει το φορτίο και ζοριζόταν στην ανηφόρα. Οι αναβάτες του, ένα ηλικιωμένο ζευγάρι με φτωχικά ρούχα γύριζαν φορτωμένοι με τις όποιες πραμάτειες από τις παρυφές του δάσους. Το μονοπάτι ήταν στενό και δύσβατο στρωμένο εδώθε-εκείθε με πέτρες. Θα κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή του ανήφορου και την ώρα που ο δρόμος έκοβε στα δεξιά απότομα για να πάρει τη στροφή για τους οικισμούς, δύο καβαλάρηδες με ορμή, τους έκοψαν ξαφνικά το δρόμο μπροστά στην παλιά άμαξα. Το γέρικο άλογο τρόμαξε, σταμάτησε και πισωπάτησε τρομάζοντας το ηλικιωμένο ζευγάρι. Οι δύο στρατιώτες του βασιλιά έκλεισαν τη στράτα του.



          “Τι θέλετε;” ρώτησε ανήσυχος ο γέροντας.

          Έκαναν ένα κύκλο με τα άλογά τους βάζοντας στη μέση την μικρή άμαξα. Τα βλέμματα των στρατιωτών ήταν μοχθηρά και επιθετικά.

         “Τι κουβαλάς στην άμαξα;” ρώτησε ο πρώτος, “θέλουμε να κάνουμε έλεγχο”

         “Μερικά ξύλα γιε μου απ το δάσος, τίποτα άλλο..” απάντησε η γερόντισσα δίπλα στον άντρα της.

         “Αυτό θα το δούμε εμείς” της είπε αιμοβόρικα ο ένας από τους δύο, διατάζοντας:

         “Κατεβείτε κάτω να ψάξουμε!”

         “Μα παλικάρια μου, τι να κουβαλάμε δυο μας εδώ; Απ την πλαγιά ανεβήκαμε, αφήστε μας να συνεχίσουμε, έρχεται βροχή και το άλογο δεν αντέχει” έκανε ο γέροντας.

         Ο ένας από τους στρατιώτες του βασιλιά ξεπέζεψε, πήγε δίπλα στο γέρο και τον τράβηξε σέρνοντάς τον στο χώμα, η γυναίκα του έμπηξε τις φωνές για να συναντήσει τις κραυγές και τις βρισιές τους. Ο ένας είχε ήδη ανέβη στην άμαξα, είχε σπρώξει την γερόντισσα και έψαχνε στο εσωτερικό της πετώντας στο δρόμο διάφορα από τα πράγματά τους.

         “Σας παρακαλούμε αφήστε μας να φύγουμε..” ικέτεψε μία ακόμα φορά εκείνος.

         Η απάντηση ήταν η ίδια. Προπηλακισμοί αυτή τη φορά και στους δύο.

         “Μας παρακαλάνε ακούς;” έκανε ο ένας πεζός στρατιώτης στον άλλο που είχε μείνει στο άλογό του.

         “Γέμισε το Φόριεν ζητιάνους και κουρελήδες” σχολίασε ο άλλος.

         “Κάτι τέτοιοι σαν εσάς προσφέρουν άσυλο σε αυτόν που μας σκοτώνει” φώναξε ο συνάδελφός του.

         Γέλασαν ειρωνικά συνεχίζοντας το ρήμαγμα της άμαξας.

         “Μα είδατε, δεν είναι κανένας μαζί μας, τι σας χρωστάνε τα πράγματά μας” παρακάλεσε ο γέροντας.



         Τότε ήταν που το άκουσαν! Ένας δυνατός καλπασμός ακούστηκε πίσω τους. Από τη πυκνή συστάδα των δέντρων είχε ξεπεταχτεί ένα κατάμαυρο άλογο. Ο αναβάτης του ήταν ντυμένος με μια μαύρη μπέρτα ως το κεφάλι και τα χαρακτηριστικά του ήταν καλά καλυμμένα. Οι στρατιώτες ξαφνιάστηκαν απόλυτα.

         “Ποιος είσαι εσύ; Τι θες;” φώναξε ο καβαλάρης, ενώ ο άλλος προσπαθούσε να κατέβη κάτω απ την άμαξα. Ένα ζευγάρι μάτια τυλιγμένα σε ένα παράξενο φως έριξε μια δολοφονική ματιά προς το μέρος του προκαλώντας τους ανατριχίλα. Ο καβαλάρης στρατιώτης έκανε να τραβήξει το σπαθί του. Την ίδια στιγμή που από το χέρι του άγνωστου αναβάτη έφυγε ένα μικρό στιλέτο με μια απίστευτη δύναμη. Πριν προλάβει να καταλάβει ο στρατιώτης, το στιλέτο καρφώθηκε στο λαιμό του σωριάζοντάς τον νεκρό στο χώμα. Ο πεζός στρατιώτης γέμισε τρόμο.

         “Ποιος είσαι καταραμένε; Στάσου!” Άρχισε να τρέχει προς το άλογό του όταν διαπίστωσε, με τρόμο, ότι ο τρομερός άγνωστος αναβάτης του είχε κόψει το δρόμο με το δικό του. Άρχισε να τρέχει σε κατάσταση πανικού και να φωνάζει νιώθοντας στα πόδια του τις δρασκελιές του μαύρου αλόγου να τον καταπίνουν. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, η κόψη ενός ασημένιου σπαθιού γυάλισε στο φως του ήλιου στέλνοντας το κεφάλι του στο χώμα και το κορμί του άψυχο στη γη.



         Το ζευγάρι των ηλικιωμένων είχε χάσει εντελώς τη λαλιά του απ τον τρόμο. Ο μαύρος αναβάτης πήγε κοντά τους. Ο γέροντας αγκάλιασε τη γυναίκα του. Τα μάτια τους καρφώθηκαν στη μορφή που ήταν καλά κρυμμένη στην κουκούλα της μπέρτας. Μια παράξενη φωσφορίζουσα λάμψη έλαμπε ολόγυρά του. Το άλογο του αναβάτη έβγαλε έναν τρομερό βρυχηθμό, η μορφή τράβηξε τα γκέμια του, εκείνο σηκώθηκε στα δύο πίσω του πόδια. Ύστερα έκανε στροφή και άρχισε ξαφνικά να καλπάζει και να χάνεται μέσα στα δέντρα, απρόσμενα όπως ήρθε.

         “Η μαύρη σκιά….” ψέλλισε ο γέροντας σφίγγοντας τη γυναίκα του στην αγκαλιά του. Εκείνη τον κοίταξε.

         “Που το ξέρεις, δεν είδες” του είπε.

         “Ήρθε από εκεί….”, της έδειξε το Δάσος πίσω της, “Όλοι έτσι τη φωνάζουν…” συμπλήρωσε.

         “Δεν μας έκανε κακό ενώ μπορούσε…” είπε σιγανά η γυναίκα.

         “Πάμε να φύγουμε γρήγορα, αν μας βρουν εδώ χαθήκαμε… και κράτα το στόμα σου κλειστό, δεν είδαμε, δεν ξέρουμε τίποτα” απάντησε ο άντρας της παρακινώντας το γέρικο άλογό τους να ξεκινήσει αφού μάζεψαν ολόγυρα τα πράγματα που είχαν πέσει κάτω.

 

 

Ο Άλαντ ήταν σκυμμένος πάνω από το μεγάλο δρύινο γραφείο του. Το φως της μέρας έμπαινε δυνατό απ το μεγάλο πέτρινο παράθυρο. Έτσι τον βοηθούσε να βλέπει καλύτερα τις γραφές μπροστά του.

         “Αυτά είναι όλα που βρήκατε;” είχε χθες βράδυ ρωτήσει το βοηθό του.

“Ναι δάσκαλε! Τα κάναμε όλα άνω-κάτω, ψάξαμε πράγματα, αποθήκες, κρύπτες, σεντούκια. Δεν υπάρχει κάτι άλλο”

“Εντάξει” τους είπε. Τον είχαν αφήσει μόνο του. Στο έργο του. Δύσκολο μα εφικτό. Με τους κώδικες και τη γνώση του κατάφερε να ερμηνεύσει και αυτή τη μεγάλη περγαμηνή που βρήκε. Για μια ακόμα φορά διάβασε με προσοχή:

 

“Ο φύλακας των κλειδιών της πόλης

βάζει σίδερα δέσμης στα όνειρα.

Περιμένω έξω απ την πόρτα του προσκυνητή,

με ανεπαρκή σχέδια.

Η μαύρη βασίλισσα ψάλλει

την νεκρική πομπή.

Οι ραγισμένες μπρούτζινες καμπάνες θα χτυπήσουν,

για να καλέσουν τη μάγισσα της φωτιάς,

στην αυλή του πορφυρού βασιλιά…”

Η δεύτερη στροφή στην αρχαία περγαμηνή. Δεν σήκωνε καμία διαφωνία. Το κομμάτι που είχε μπροστά του ήταν συνέχεια του πρώτου που είχε βρει τις προάλλες. Και εδώ τα μηνύματα ήταν τα ίδια.

“Ο φύλακας των κλειδιών της πόλης…

βάζει σίδερα δέσμης στα όνειρα…”

Ποιος να φυλάει τα κλειδιά της πόλης; πολλά μπορεί να εννοούνται. Φύλακες, αξιωματούχοι, ο βασιλιάς, όλοι. Μα τα κλειδιά είναι του βασιλιά! Και τα δεσμά στα όνειρα.

“Η μαύρη βασίλισσα ψάλλει την νεκρική πομπή…”

Να η παρουσία μιας άγνωστης τρομερής μορφής. Και μάλιστα με θηλυκό γυναικείο πρόσημο. Και η νεκρική πομπή, οι μπρούτζινες καμπάνες που θα χτυπήσουν.

Δεν σήκωνε αμφιβολία ότι επρόκειτο πάλι για μιας μορφής προειδοποίηση με τελικό αποδέκτη; Την αυλή του πορφυρού βασιλιά. Δηλαδή του Ζάρεκ.

“Τι σημαίνουν όλα αυτά”, ψέλλισε δυνατά ώστε να ακούσει τη φωνή του. 

“Δάσκαλε!”

Το χαρούμενο άκουσμα του πρίγκηπα Μέλιαν του άλλαξε εντελώς το χώρο σκέψης αλλά και τη διάθεση. Ο αγαπημένος νεαρός του, ο μαθητής του έστεκε μπροστά του λαμπερός, με ένα χαμόγελο που προσδιόριζε την καλή του διάθεση.

“Μέλιαν, παιδί μου, πρίγκηπά μου! Τι κάνεις; Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή;”
Ο νεαρός τον ασπάστηκε με σεβασμό.

“Είχα μια όμορφη μέρα και ήρθα να μοιραστώ το συναίσθημα μαζί σου”

“Αλήθεια παιδί μου; Πόσο χαίρομαι για σένα! Το χαμόγελό σου και η φωνή σου προμηνύουν κάτι όμορφο να γέμισε τη ζωή σου σήμερα, έλα κάθισε κοντά μου”.

Ο άλλος έκατσε πλάι του σε μια μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα.

“Ναι, πήγα μια πανέμορφη βόλτα με την Ελεάνορ!”

“Μπράβο! Θέλω να χαίρεστε κάθε σας στιγμή αλλά εφιστώ την προσοχή σου, μην την εκθέσεις γιατί είναι υπέροχη” του είπε.

“Μα είναι μνηστή μου δάσκαλε και πρόκειται να την παντρευτώ. Άλλωστε πάντα τα λόγια και οι συμβουλές σου για μένα είναι ζωντανές διαδρομές. Α, δεν σου είπα, σήμερα φτάσαμε στο δάσος”.

“Ποιος δάσος;” τον κοίταξε με έμφαση ο Άλαντ.

“Στο δάσος της σιωπής!”

“Πως φτάσατε ως εκεί; Δεν ξέρεις; Γιατί;”

“Μας έφερε ο δρόμος μας, χωρίς να το καταλάβουμε, η αλήθεια είναι πως φοβήθηκα λίγο αλλά να δεις την Ελεάνορ! Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε εκεί και μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία και η αποδοχή της…”

“Μέλιαν, είστε νέοι. Το αίμα βράζει στις φλέβες σας, είναι στιγμές που δεν λογαριάζετε τον κίνδυνο”.

“Να σου πω δάσκαλε και εγώ αυτό λέω αλλά δεν ένιωσα απειλή. Δέος ναι, απειλή όχι. Μόνο η Ελεάνορ ένιωσε παράξενα κάποια στιγμή, μια περίεργη αδιαθεσία, σαν κάτι να της τραβούσε την προσοχή…”

Κοίταξε τον νεαρό με προσοχή, ύστερα του είπε:

“Είδες; Έρχεσαι στα λόγια μου”.

“Τι κάνεις εδώ δάσκαλε, τι μελετάς;” τον ρώτησε ο Μέλιαν. Είχε σηκωθεί μπροστά στο γραφείο του και έβλεπε τις περγαμηνές και άλλα βιβλία μπροστά του.

“Κάτι απασχολεί τη σκέψη μου παιδί μου εδώ και καιρό και προσπαθώ να το βάλω σε μια σειρά…”

“Εδώ βλέπω παλιά γράμματα σε αυτήν την περγαμηνή, αρχαίες γραφές είναι;”

 

“Τρία νανουρίσματα σε μια αρχαία γλώσσα για την αυλή του πορφυρού βασιλιά…” ψέλλισε ο Άλαντ προκαλώντας το απορημένο βλέμμα του μαθητή του.

“Τι είπες;”

“Κάποιος ή κάτι γιε μου προσπαθεί να μου στείλει κάποια μηνύματα”.

“Που τα βρήκες αυτά;”

“Σε κάποια κελάρια αποθήκες”.

“Μηνύματα; τι μηνύματα;”

“Δεν ξέρω, όμως είναι σαφές ότι κάτι υπάρχει εδώ στις γραφές αυτές”.

 

Την κουβέντα τους έκοψαν οι χτύποι από καμπάνες έξω στην πόλη. Σταμάτησαν και οι δυο. Οι δύο μεγάλες καμπάνες της πύλης του κάστρου χτυπούσαν. Αυτό γινόταν μονάχα σε κίνδυνο ή αν είχε συμβεί κάτι απρόσμενο. Ο Μέλιαν πετάχτηκε.

“Τι συμβαίνει; Οι καμπάνες, τρέχω να δω και επιστρέφω” φώναξε και ήδη είχε απομακρυνθεί. Ο Άλαντ έμεινε προβληματισμένος. Πήγε αμέσως προς το μεγάλο παράθυρο. Κάτω χαμηλά, περνούσε από την πύλη μια πομπή, μπροστά ήταν δύο καβαλάρηδες στρατιώτες, πίσω τους ένα άλογο με τη σωρό δύο νεκρών στρατιωτών σκεπασμένων και πίσω τους πάλι αρκετοί καβαλάρηδες. Κινητικότητα έβλεπε στη φρουρά του κάστρου με κόσμο να πηγαινοέρχεται.

Ο Άλαντ πάγωσε σύγκορμος. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό η γραφή:

“Η μαύρη βασίλισσα ψάλλει την νεκρική πομπή…” Ανατρίχιασε. Έκατσε να περιμένει. Πέρασε κάμποση ώρα ώσπου ο Μέλιαν να δρασκελίσει πάλι το κατώφλι εμφανιζόμενος μπροστά του.

“Τι έμαθες;” τον ρώτησε. Ο Μέλιαν ήταν ανήσυχος.

“Δύο καβαλάρηδες νεκροί, στην πλαγιά. Τους βρήκαν χωρικοί. Ο ένας είναι χωρίς κεφάλι”.

“Καλά πως; Ξέρει κάποιος τι έγινε;”

“Όχι κανείς! Κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς έγινε. Όπως καταλαβαίνεις οι χωρικοί λένε διάφορα για το δάσος που λέγαμε”.

Ο Άλαντ δεν απάντησε. Έδειχνε σκεφτικός. “Οι μπρούτζινες καμπάνες θα χτυπήσουν για να καλέσουν τη μάγισσα της φωτιάς στην αυλή του πορφυρού βασιλιά” μονολόγησε.

“Δάσκαλε τι λες;” Εκείνος συνέχισε σαν να ήταν μόνος.

“Ο θάνατος πέρασε πέρα από το δάσος της λήθης… τα μηνύματα φτάνουν στην αυλή…  Η μαύρη βασίλισσα προκαλεί την νεκρική πομπή…  οι καμπάνες θα χτυπήσουν… να καλέσουν τη μάγισσα της φωτιάς στην αυλή του πορφυρού βασιλιά…” μονολόγησε με τον Μέλιαν να ακούει έχοντας ανατριχιάσει αντιλαμβανόμενος τη συσχέτιση. Ο Άλαντ συνέχισε:

“Η απειλή πέρασε τα σύνορα. Περνά την πύλη μας… έρχεται! Και είναι με θηλυκή μορφή; Μαύρη βασίλισσα, μάγισσα της φωτιάς”.

“Δάσκαλε τι γίνεται; Ποια απειλή;”

“Μέλιαν, πρέπει να μιλήσω στον πατέρα σου το συντομότερο”.

“Τι συμβαίνει με τον πατέρα μου Άλαντ; Τι είναι αυτό που τον κάνει στόχο και αναφορά ς’ αυτά τα μηνύματα καθώς λες;”

“Δεν ξέρω παιδί μου, αυτό θέλω και εγώ να βρω”.


Συνεχίζεται...

Σχόλια

  1. Κάποια πράγματα αρχίζουν να παίρνουν μορφή.
    Αγωνιώ να δω ποιες ακριβώς απορίες του Αλαντ μπορεί να λύσει ο πατέρας του Μέλιαν!
    Ποιες ερωτήσεις θα κάνει δηλαδή.
    Γιατί κάτι έχει σχηματιστεί στο μυαλό του.
    Πολύ ωραίο Γιάννη και αυτό το κεφάλαιο. Με έμφαση στη δράση στο δάσος, τον προβληματισμό (και φόβο) που σκεπάζει τον Άλαντ και όσα έρχονται.
    Ποια θα είναι άραγε η μαύρη βασίλισσα;
    Καλημέρα και καλή συνέχεια στο διήγημα. Το απολαμβάνουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σίγουρα ο Άλαντ έχει ερωτήματα. Και τα σημάδια του δείχνουν την αυλή του βασιλιά. Βέβαια, κάθε συμβολισμός, κρύβει πολλές πλευρές και αμφισημίες, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε άλλους δρόμους.
      Ποια είναι πράγματι η "Μαύρη βασίλισσα", γιατί αποκαλείται έτσι;
      Θέλω να σε ευχαριστήσω για την τιμή του χρόνου σου και της συμμετοχής σου και να συνεχίσω να τον τιμώ με την εξέλιξη της πλοκής. Να είσαι καλά Μαρίνα μου.

      Διαγραφή
  2. Όλο κ μεγαλώνουν τα ερωτηματικά. Κάποιο φως αχνοφεγγει, αλλά οι ανατροπές διαφαίνονται επίσης.
    Την Καλημέρα μου, Γιάννη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Βασίλη μου. Ναι, τα ερωτηματικά είναι πολλά και πληθαίνουν. Σίγουρα διαφαίνονται πράγματα. Ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου καλέ μου φίλε και την αύρα της συμμετοχής. Καλή σου συνέχεια.

      Διαγραφή
  3. Κι εγώ ανατρίχιασα σαν τον Μέλιαν με όσα αναφέρονται στην περγαμηνή και βλέπουμε να συμβαίνουν. Ποια είναι η Μαύρη Βασιλισσα; Τι σκέφτεται ο Άλαντ;
    Και γιατί αυτή η σκιά επιλέγει στρατιώτες αλλά όχι τους χωρικούς;
    Παίρνει μορφή το έργο σου αλλά με τόσα ερωτήματα που οδηγεί την αγωνία στα ύψη
    Μπράβο Γιάννη μου
    Καλή σου μέρα και γράφε!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου καλή μου φίλη, σιγά-σιγά ανοίγει η πλοκή και η δράση εξελίσσεται. Μαζί και τα ερωτήματα. Χαίρομαι που ο χρόνος και η συμμετοχή σου γνωρίζει κάποια ανταπόκριση και σε ευχαριστώ ειλικρινά για τη στήριξη που είναι μεγάλη για μένα. Συνεχίζουμε λοιπόν, ναι, γράφουμε!

      Διαγραφή
  4. Σιγά σιγά μπαίνοντας στην πλοκή της συγγραφικής σου
    ιδέας, Γιάννη το μυστήριο νομίζω ότι περιπλέκεται και όλον αυτό
    μας βάζει στην κατάσταση εκτός από την αναμονή για την συνέχεια
    και στην σκέψη να ,μπούμε στην θέση των ηρώων σου και να καταλάβουμε
    την εξέλιξη της ιστορίας , που αναμένεται ενδιαφέρουσα και μυστηριώδης...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ρούλα μου, ευχαριστώ πολύ καλή μου φίλη για τα λόγια και την παρουσία σου. Προχωράμε ναι καλή μου φίλη. Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή
  5. Ένα έχω να πω ... αρχίζει να αυξάνεται η αγωνία και εξελίσσεται υπέροχα... μπράβο και τρέχω να διαβάσω το πέντε! Φιλιά πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ω ευχαριστώ γλυκιά μου φίλη, να είσαι καλά. Τρέχα ναι, έχουμε εξελίξεις. Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα