Η κατάρα του Σένγκαο - Μουσικές Ιστορίες#3

 



Η επόμενη ιστορία είναι εμπνευσμένη από το τραγούδι-έπος των Devil Doll, και μας έρχεται από την Cristy Oshima του Το μονοπάτι της αγριοκερασιάς


Η κατάρα του Σένγκαο

 



Τα βήματά του τον έσυραν μέσα στο σπήλαιο. Ο αγέρας έξω λυσσομανούσε, και το κρύο έγδερνε την γυμνή σάρκα σαν μαχαίρι κοφτερό. Θα ήταν περισσότερο ασφαλής από το μένος της φύσης εκεί μέσα. Σε τέτοιο υψόμετρο, συνήθως, οι καταιγίδες του χειμώνα διαρκούσαν μέρες ίσως και εβδομάδες ολόκληρες. Αν ήταν τυχερός, θα κόπαζε σε λίγες ώρες ή ο θάνατος θα τον έβρισκε από τον πάγο και την πείνα. Πόση τροφή να κουβαλήσει πάνω του ένας απλός μοναχός; Και πόσο μεγάλο ταξίδι να διανύσει; Μόνο που αυτός ο προορισμός δεν ήταν διόλου τυχαίος για τον Αν Νι. Χρόνια άκουγε από τους δασκάλους του για το πνεύμα που τάραζε την κορυφή του βουνού και που φώλιαζε μέσα στα σκοτεινά του σπήλαια. Για χρόνια ολόκληρα προσευχόταν για εκείνες τις ψυχές που άσκοπα χάθηκαν από το χέρι της. Πίστευε με όλο του το είναι πως μπορούσε να απαλλάξει τον κόσμο αυτό από την ανίερή της ύπαρξη. Η σιγουριά για την αποστολή αυτή έκαιγε την καρδιά του σαν τη φλόγα που του φώτιζε τον δρόμο˙ με άσβεστο σθένος. Κανείς δεν το είχε τολμήσει πριν από αυτόν. Κανείς ποτέ δεν είχε τολμήσει να πλησιάσει τούτο το καταραμένο τόπο με σκοπό τον εξαγνισμό του. Αν το μάθαιναν τα αδέρφια του και οι δάσκαλοί του πως είχε σκοπό να σκαρφαλώσει στη ψηλότερη κορυφή του βουνού Σενγκάο, να διαβάσει τις γραφές για την ακριβή τοποθεσία του σπηλαίου, να βρει το πνεύμα και να το εξαγνίσει, θα τον κλείδωναν σε ένα από τα ιερά δωμάτια με σκοπό οι θεοί να του επιστρέψουν τα λογικά του. Μα δεν ήταν πια παιδί. Ήξερε τις προσευχές μία προς μία. Γνώριζε τους χίλιους και δέκα στοίχους που εξορκίζουν το κακό, ενώ οι ικανότητές του στη μάχη είχαν βελτιωθεί θετικά. Θα τα κατάφερνε.

Ο δαυλός, όσο βαθιά προχωρούσε, έχανε σιγά σιγά το φως του, με τη φωτιά να αργοπεθαίνει, επιτρέποντάς στο σκοτάδι να τον καταπιεί. Το χέρι του γρήγορα άγγιξε τα υγρά τοιχώματα, γδέρνοντας απαλά την παλάμη του στα κοφτερά εξογκώματα. Τα ασήμαντα γδαρσίματα δεν τον ενοχλούσαν. Του πρόσφεραν μια ακατανόητη ανάγκη να εισχωρήσει βαθύτερα. Στο κάτω – κάτω, σκέφτηκε, κάθε δημιούργημα της φύσης ήταν μοναδικό, έτσι κάθε μονοπάτι που έπαιρνε, κάθε διαφορετική στροφή ήταν μοναδική στο άγγιγμα και στην αίσθηση. Δεν θα έχανε ποτέ τον δρόμο του και πάντα θα γνώριζε την ακριβή του τοποθεσία. Καθώς, λοιπόν, θα έχανε σύντομα την όραση του, έπρεπε να εμπιστευτεί πλήρως τόσο το ένστικτό του όσο και τη αφή. Ένα χέρι λοιπόν θα του φώτιζε τον δρόμο και το άλλο θα του γινόταν ένα με τα βράχια.

Ο νεαρός άνδρας βημάτιζε αργά και προσεκτικά ενώ ο δρόμος άρχιζε να στενεύει κι ο αέρας λιγόστευε. Υγρασία πυκνή τον έπνιγε ενώ μια αηδιαστική μυρωδιά έκαιγε τα ρουθούνια του. Οι θρύλοι μιλούσαν για τη ευωδιά του θανάτου που κολλούσε σαν γλίτσα όπου εκείνη περπατούσε και όπου εκείνη άγγιζε με τη σαπισμένη της ύπαρξη. Άρα κάθε δυσάρεστο συναίσθημα ήταν ένα ακόμα σημάδι πως έφτανε κοντά της.

Πλησίασε με…κι άλλο…

Βουητό ψιλό του τρύπησε τα αυτιά. Γύρισε απότομα το κορμί του και η φλόγα, που τόσο αδύναμα έστεκε στο πλευρό του, έσβησε μονομιάς. Ήταν μόνος. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Τρόμος τον είχε τυλίξει. Γιατί βρισκόταν εκεί; Τί έψαχνε τελικά; Ήθελε όντως να αναμετρηθεί με τον ίδιο το θάνατο; Ήθελε τόσο απλόχερα να προσφέρει ο ίδιος την ψυχή του σε αιώνια καταδίκη μαζί με τους καταραμένους δαίμονες; Η σιωπή που επικρατούσε είχε πια κοπεί από την ανήσυχη ανάσα του. Τα βήματά του έγιναν γρήγορα και οι κινήσεις του απρόσεκτες. Οι παλάμες του δεν άγγιζαν τα τοιχώματα για να τα ακούσουν και να μάθουν, μα περισσότερο για να στηριχθεί ο ίδιος και να μην γλιστρήσει από τη βιασύνη του. Το βουητό δυνάμωνε κάθε λεπτό που περνούσε, το ίδιο κι ο φόβος του.

Φτάσε πιο κοντά…ναι!

«Σταμάτα!» διέταξε στα αναθεματισμένα στοιχειά που προσπαθούσαν να τον τρελάνουν. «Καταραμένη ψυχή, άφθαρτο πλάσμα! Εμφανίσου μπροστά μου!» η φωνή του έτρεμε και μέσα του ευχόταν σύντομα να έβρισκε την έξοδο. Ήταν λάθος που είχε φτάσει ως εδώ. Δεν έπρεπε ποτέ να πλησιάσει, να πατήσει το πόδι του σε τέτοιο ανίερο μέρος!

Σε νιώθω…σε μυρίζω…σε γεύομαι!

«Ακάθαρτο πνεύμα» έβγαλε από το πουγκί του το φυλαχτό με τις ευλογημένες χάντρες και το κράτησε και με τα δυο χέρια, αίμα να ρέει από τη μία παλάμη του. «Στο όνομα των δημιουργών, Σα-Κίντι και Κα-Σαρ, σε…» οι λέξεις δεν έβγαιναν πια με την ίδια ευκολία όπως σε τόσες άλλες τελετές. Τούτος ο τόπος ήταν καταραμένος. Καταραμένος και δηλητηριασμένος που απαρνιόταν τα ιερά αυτά ονόματα.

Χα..χα..χα.

Τρόμος και ρίγη σε όλη του τη πλάτη.

Αχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχαχα!

Οι χάντρες μία – μία άρχισαν να σπάνε και να συνθλίβονται σε χιλιάδες μικροσκοπικά κομμάτια – γυαλιά που πετάγονταν πάνω του και τρυπούσαν το δέρμα του. Το βουητό έγινε ανυπόφορο, ρίχνοντας τον άνδρα στα γόνατά του. Ο Αν Νι, με το πρόσωπό του αλλοιωμένο από τον τρόμο, κρατούσε σφιχτά τα αυτιά του, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διώξει τον θόρυβο αυτό.

Οι θεοί σου δεν έχουν θέση εδώ μέσα. Τους αρνιέμαι όπως με αρνήθηκαν, σφύρισε σαν φίδι, Φτύνω στα ονόματά τουςςς!

«Στο όνομα των δημιουργών, Σα-Κίντι, Κα–Σαρ, σε εξορκίζω πνεύμα της Νύχτας, σε διατάζω να αφήσεις τούτο τον κόσμο των θνητών και των αγνών και να επιστρέψεις εκεί που ανήκεις. Εις το όνομα του Νταάτου, η φθαρμένη σου ψυχή να διαλυθεί και ένα να γίνει με τη σκόνη των κόσμων. Σε -»

Αρκετά! Οι προσευχέςςς σου δεν πιάνουν εδώ, θνητέ! Το φυλαχτό καταστράφηκε. Δεν μπορείς να με διώξειςςς…Οι θεοί δεν είναι πλάι σου σήμερα.

Κουνούσε το κορμί του πέρα δώθε, σαν μικρό παιδί, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά τους ίδιους στοίχους από την αρχή και δίχως ανάσα. Τα μάτια του κοιτούσαν το κενό, αρνούνταν να την δουν, να δώσουν ύλη στην ύπαρξή της. Ο ψίθυρός του έγινε ένα με τις σταγόνες που έπεφταν από τα βράχια. Έχανε την υπομονή της. Ένας δυνατός κεραυνός ταρακούνησε τη πλάση όλη και ο διαπεραστικός ήχος αντήχησε ως και τα παλάτια των θεών. Ο Αν Νι, σήκωσε το κεφάλι του. Πράγματι δεν είχε την εύνοια των θεών και τώρα πια ήταν ξεκάθαρο: δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά το φως του ήλιου, ούτε τα αγαπημένα του αδέρφια. Τις ιερές καμπάνες που χτυπούσαν κάθε πρωί και κάθε δειλινό δεν θα τις άκουγε ξανά, ενώ δεν θα αντίκρυζε ποτέ τον υπέροχο κήπο του Μοναστηριού. Τα μαύρα του μάτια άνοιξαν και είδαν την αλήθεια και το άσχημο πρόσωπό της. Οι κόρες έτρεξαν προς το σκελετωμένο χέρι, με τη σάπια σάρκα, να τον πλησιάζει. Κι όταν αυτή τον άρπαξε από τις βρώμικές του ρόμπες, όταν εκείνος κοίταξε για πρώτη φορά το αποκρουστικό κενό των κογχών της και το γεμάτο φολίδες πρόσωπό, σφράγισε για πάντα το στόμα του και κανείς ποτέ δεν τον ξαναείδε.


ΤΕΛΟΣ

Σχόλια

  1. Περιγραφικό τόσο όσο χρειάζεται για να τρομάξω πραγματικά, να ακούσω το γέλιο από αυτό το γεμάτο φολίδες πρόσωπο, να νιώσω να μου κόβεται η ανάσα από την γραφή σου!
    Αλαζονεία; Ο μοναχός πίστεψε ότι μόνον εκείνος είχε τη δύναμη να ελευθερώσει τον κόσμο από το κακό;
    Και την ύστατη ώρα η αυτοπεποίθησή του τον εγκατέλειψε.
    Ποτέ μην μειώνεις τη δύναμη του άλλου και υπερτιμάς τη δική σου: το δίδαγμα!
    Καλώς ήλθες και σ'αυτήν την παρέα ''αγριοκερασιά''!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χριστίνα μου, καλώς όρισες στον υπέροχο κόσμο των "Μουσικών ιστοριών". Με μεγάλη χαρά και συγκίνηση καλωσορίζω τη συμμετοχή σου.
    Η γραφή σου, σε μένα τουλάχιστον, είναι γνωστή για τις δυνατότητες που έχει στους κόσμους της Ανατολής, στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής και μαγείας.
    Έγραψες μια ακόμα φορά κάτι συνταρακτικά ανατριχιαστικό, γεμάτο τρόμο, φόβο αλλά και διδάγματα.
    Σε ευχαριστούμε καλή μου φίλη από καρδιάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα