Το δάσος της Λήθης 39-40-41 - Μουσικές Ιστορίες#3
39.
Η νύχτα των απαιτήσεων
Ο ήλιος έγερνε εκεί στα βουνά της δύσης πίσω από το δάσος της λήθης.
Το βουητό
της φύσης καταλάγιαζε σιγά-σιγά δίνοντας τη θέση του σε μια παράξενη γαλήνη
που, στο πέρασμα της ώρας, γίνονταν όλο και πιο έντονη. Τα πουλιά άφησαν το
πέταγμά τους και γύρεψαν την αγκαλιά της φωλιάς τους για να καλοδεχτούν την
νύχτα που έρχονταν. Οι πρώτες νυχτερίδες είχαν ξεκινήσει το περίεργο πετάρισμά
τους στο δάσος. Είχαν βγει για να υποδεχτούν την νύχτα που περίμενε τη δική της
σειρά στην εναλλαγή του χρόνου. Μια νύχτα όμως αποψινή που είχε κάτι ξεχωριστό.
Μια νύχτα χωρίς φεγγάρι. Η ασέληνη νύχτα την οποία είχε, με ακρίβεια,
περιγράψει το τέρας του βουνού στην Αρμάντια. Το ένιωθες παντού ότι αυτό το
πέρασμα της φύσης από τη βουή στη γαλήνη κάτι προμήνυε απόψε. Το έβλεπες στον
ορίζοντα πάνω από το Βουνό των σκιών. Το έβλεπες στο πλήθος των νυχτερίδων που
λες και περίμεναν κάποιο απόκοσμο σύνθημα και ξεχύθηκαν να πλημμυρίσουν τον
ουρανό. Το έβλεπες στα φοβισμένα ζώα του δάσους που γύρευαν ασφαλή καταφύγια,
σαν να ήθελαν να κρυφτούν.
Η
Αρμάντια, έχοντας ήδη πάρει τις αποφάσεις της, κατέβαινε με το άλογό της τα
μονοπάτια του δάσους. Προορισμός της η πόλη του Φόριεν. Στον κορμί της πίσω
έχασκε κρεμασμένο το μεγάλο σπαθί του Ράνουλφ. Κάθε βήμα του αλόγου της προς τα
κάτω ήταν και μια απομάκρυνση από τη μαύρη εκείνη συμφωνία που περίμενε ο
Σάγκρος. Κάθε μέρος της γης που δρασκέλιζε το άλογο ήταν και μια αθέτηση εκ
μέρους της και μία πρόκληση προς το σκοτεινό εκείνο πλάσμα του βουνού. Φρόντισε
να ξεκινήσει την επιστροφή της αρκετά νωρίτερα πριν πέσει το σκοτάδι. Είχε
επίγνωση πλέον όλων! Ήξερε ότι η φυγή της στο Φόριεν θα πυροδοτούσε την ύστατη
αντίδραση του Σάγκρος. Θα προκαλούσε την ανεξέλεγκτη οργή του. Γνώριζε καλά ότι
θα την αναζητούσε και τότε… Τότε δεν μπορούσε να ξέρει το βαθμό των αντιδράσεών
του. Άρχιζε να πιέζει το άλογό της να ανεβάσει ρυθμό στον καλπασμό του.
Προορισμός ήταν να βρει την Ελεάνορ. Έπρεπε να την συναντήσει. Είχε βασικά
πράγματα να της πει. Έπρεπε να βρεθεί τρόπος να αναχαιτισθεί η επιρροή αυτού
του πλάσματος που θα έπεφτε πάνω τους με όλη τη συσσωρευμένη μανία του. Στην
επιστροφή, ο νους της ήταν γεμάτος σκέψεις και αναδρομές. Πόσα έγιναν τις
τελευταίες μέρες. Και πόσα ακόμα ήταν μπροστά.
Κανείς
από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων δεν ησύχαζε εκείνο το βράδυ στο Φόριεν. Ο
πύργος του Άλαντ γνώριζε μια έντονη αγωνία συγκέντρωσης και αναμονής. Εκείνος
είχε διαβάσει για την ιδιαίτερη σημασία της ασέληνης νύχτας και περίμενε
γεμάτος αγωνία. Δίπλα του η Ελεάνορ, η βασίλισσα Άλμπα, ο πιστός άμεσος
συνεργάτης του, ο Φάρελ. Οι γονείς της Ελεάνορ είχαν μείνει στο σπίτι τους. Ο
σοφός δάσκαλος ανήσυχος κοιτούσε πέρα μακριά στο βάθος του ορίζοντα. Το σκοτάδι
της νύχτας δεν είχε έρθει ακόμα. Όμως έβλεπε καθαρά ότι στο βορεινό τόξο πάνω
απ’ το Βουνό των σκιών ο ουρανός μαύριζε γρήγορα και πολύ βαριά.
«Θα
φέρει καταιγίδα δάσκαλε…» ακούστηκε δίπλα του η φωνή του Φάρελ. Εκείνος με το
πρόσωπο προσηλωμένο εκεί στον ορίζοντα απάντησε.
«Δεν
είναι καταιγίδα αυτό Φάρελ! Κάτι άλλο φέρνει αυτό το σκοτάδι που μαζεύεται…»
του απάντησε γεμάτος υπονοούμενα.
«Ήρθε
δηλαδή η ώρα;» τον ρώτησε εκείνος πάλι.
«Ναι!
Ότι είναι θα γίνει απόψε».
Άφησε
τον συνεργάτη του και πήγε προς την Ελεάνορ που καθόταν απέναντι σε ένα
ανάκλιντρο σιωπηρή. Μόλις τον είδε να κινείται προς το μέρος της, σηκώθηκε.
«Θα
έρθει δάσκαλε;» τον ρώτησε με σεβασμό.
«Μας
το υποσχέθηκε την τελευταία φορά, απόψε όλα είναι στη θέση τους, όπως πρέπει.
Όπως καθορίζουν τα μελλούμενα. Το φεγγάρι κρύφτηκε στη γη, οι πύλες ανοίγουν
κόρη μου, ώρα για την τελική πράξη», της είπε. Ο Άλαντ θυμήθηκε την τελευταία
κουβέντα της Αρμάντια λίγο πριν φύγει, μετά τη μεγάλη αναμέτρηση με τον Ζάρεκ.
“Θα γυρίσω δάσκαλε, η κόρη μου κινδυνεύει”, του είχε πει και εκείνος τα
ταίριαξε όλα. Λες και μέσα σε μια της κουβέντα διάβασε τη σκέψη της, είδε την
επιλογή της, συνειδητοποίησε τα ερχόμενα. Την διέκοψε η Ελεάνορ.
«Την
περιμένω Άλαντ… την περιμένω να έρθει κοντά μου. Η θέση της είναι εδώ, ανάμεσα
στους ανθρώπους. Την κέρδισε ξανά μόνη της. Όλα τελείωσαν πια. Δεν υπάρχει
κανείς λόγος για εκδίκηση και αρνητικές σκέψεις. Πρέπει αυτή εδώ η γη να κάνει
ένα καινούργιο ξεκίνημα. Να βάλει τέλος στον κύκλο αυτό του κακού. Να
χαμογελάσουμε ξανά Άλαντ! Αυτά θέλω να της πω μόλις έρθει».
Ο
Άλαντ την κοίταξε με σεβασμό. Πόση ωριμότητα έβγαζε αυτή η γυναίκα. Για μια
ακόμα φορά τον έκανε περήφανο. Σκέφτηκε με συγκίνηση το μαθητή του. Τον Μέλιαν!
Δεν ήταν τυχαία η επιλογή του για τη γυναίκα της καρδιάς του.
«Και
εγώ πιστεύω Ελεάνορ ότι η μητέρα σου για όλα αυτά έρχεται. Για να μας δώσει μια
άλλη μέρα στο Φόριεν. Μια καινούργια ελπίδα…»
Τη
σκέψη του διέκοψε ένα παράξενο βουητό που βγήκε πέρα μακριά από το Βουνό των
σκιών. Ένας άγριος βρυχηθμός μέσα από τα έγκατα της γης. Κάτι χειρότερο και από
σεισμό καθώς η δόνηση συνοδεύονταν από πύρινες ανταύγειες μέσα στα σύννεφα αλλά
και από χαραματιές της γης κάνοντας τους κατοίκους της πόλης να ταραχτούν και
να βγαίνουν από τα σπίτια τους. Ο Άλαντ γύρισε πάλι το πρόσωπό του στην
Ελεάνορ.
«Έρχεται
ναι! Αλλά δεν έρχεται μονάχη!» της είπε.
Η
Αρμάντια, στο άκουσμα του τεράστιου βρυχηθμού της γης κατάλαβε. Έριξε πίσω μια
ματιά με το βλέμμα της. Είδε τις πύρινες ανταύγειες, την παράξενη ομίχλη και
επιτάχυνε το άλογό της να ξεφύγει, να φτάσει το γρηγορότερο στην πόλη. Έπρεπε
να βιαστεί.
Πολύ
πιο πίσω από εκείνη, ο ακρόπυργος της Κράγια σείστηκε συθέμελα. Πύρινες φλόγες
ξεπηδούσαν από τα βάθη του πύργου, τις σκοτεινές στοές που οδηγούσαν στα έγκατα
της γης. Ένας στρόβιλος ενέργειας σάρωσε το χώρο και ο Σάγκρος εμφανίστηκε στο
κέντρο της πέτρινης αίθουσας. Πιο αποκρουστικός από ποτέ. Μια ανθρώπινη μορφή
μάζας περιεργάστηκε το χώρο γύρω και σαν απογοητεύτηκε από την απουσία που
έβλεπε, μετασχηματίστηκε σε μια πηγή έκρηξης και οργής.
«Με
εξαπάτησες λοιπόν Αρμάντια. Τώρα θα νιώσεις λοιπόν και τη δική μου απάντηση».
Αν
ήταν κάποιος πιο ψηλά θα μπορούσε να διακρίνει ένα κατάμαυρο άλογο τυλιγμένο σε
πύρινα φίδια και ανταύγειες με καβαλάρη του τον Σάγκρος. Έτρεχε με ταχύτητα
παρακάμπτοντας κάθε εμπόδιο του σκληρού εδάφους. Σαν να πετούσε πάνω απ’ τη γη.
Πίσω του άφηνε ανταύγεια φωτιάς, κρότου και βοής. Δεν λογάριαζε πέτρες,
βράχους, κλαδιά, περάσματα. Σάρωνε τα πάντα μπροστά του.
Η
βασίλισσα Άλμπα σηκώθηκε απ’ τη θέση της. Στο όμορφο πρόσωπό της ήταν χαραγμένη
η θλίψη και αποτυπωμένη η οδύνη της απώλειας του γιου της. Στάθηκε στο μέσον
του δώματος. Ο Άλαντ την πλησίασε με σεβασμό.
«Βασίλισσά
μου, εσύ είσαι πλέον το σημείο αναφοράς για όλους μας στην πόλη», της είπε. Του
έκανε ένα νεύμα ευγνωμοσύνης αλλά και σαν να το θεωρούσε υπερβολικό. Στράφηκε
προς την Ελεάνορ. Έμεινε ακριβώς απέναντί της. Άφησε το βλέμμα της να μείνει
στα μάτια της. Η φωνή της ακούστηκε κουρασμένη αλλά γαλήνια.
«Ο
γιος μου ήταν πάντα περήφανος για σένα… μου το έλεγε αυτό συνέχεια… τώρα βλέπω
πόσο δίκιο είχε. Τουλάχιστον θέλω να ξέρεις ότι, τίποτα δεν άλλαξε μεταξύ μας.
Ήσουν παιδί μου και εξακολουθείς να είσαι ακόμα και τώρα, πιο πολύ μάλιστα.
Θέλω να σου δώσω την ευχή μου για καλή δύναμη αυτήν τη δύσκολη ώρα».
Η
Ελεάνορ την πλησίασε. Άφησε το κεφάλι της να σκύψει και να χωθεί στην αγκαλιά
της Άλμπα. Φίλησε το χέρι της. Θετή μάνα και κόρη τώρα πια. Μια αγκαλιά. Μια
σπονδή λες όλο αυτό σε μια χαμένη παρουσία που λαχταρούσαν και οι δύο όσο
τίποτα.
Την
ηρεμία και τη συγκίνηση των στιγμών ήρθε να ταράξει συθέμελα η ξαφνική είσοδος
στο χώρο ενός αξιωματικού. Προσπαθούσε να πάρει ανάσες ενώ ήταν εμφανές ότι
ήταν τρομοκρατημένος.
«Τι
συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Άλαντ.
«Βασίλισσά
μου, δάσκαλε… πέρασε στην πόλη η γυναίκα εκείνη, καλπάζοντας στο άλογό της».
«Η
Αρμάντια;»
«Ναι…
τα σπαθιά της λαμπύριζαν στη νύχτα!»
«Κατά
που τραβούσε είδες;» ρώτησε ο Φάρελ.
«Έρχεται
κατά εδώ άρχοντά μου», αποκρίθηκε αυτός.
«Αφήστε
την να περάσει», του έδωσε οδηγία ο Άλαντ. Εκείνος φαινόταν να θέλει κάτι ακόμα
να πει.
«Τι
συμβαίνει; Φαίνεσαι ταραγμένος», τον ρώτησε η βασίλισσα.
«Μεγαλειότατη,
πίσω στο δάσος φαίνονται αναλαμπές από φλόγες. Ακούγονται βοές και δονήσεις
νιώθουμε στη γη. Κάτι… κάτι… απόκοσμο έρχεται ξοπίσω της… ο κόσμος δείχνει
ανάστατος».
Όλοι
κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ανήσυχοι. Ο Φάρελ, του οποίου ήταν φανερό, ότι
τελευταία η ηγετική θέση είχε καθιερωθεί πλέον, του έδωσε οδηγίες να είναι σε
πλήρη επαγρύπνηση όλος ο στρατός, να ενισχυθούν οι περιπολίες και να
παρακολουθούν όλοι την κατάσταση. Ο αξιωματικός έδειχνε να συναινεί και
αποχώρησε. Την ίδια στιγμή το δυνατό χλιμίντρισμα ενός αλόγου τους έκανε να
εστιάσουν εκεί την προσοχή τους. Ύστερα από λίγο μια επιβλητική γυναικεία μορφή
έμπαινε αργά στο χώρο. Ήταν η Αρμάντια! Στάθηκε εκεί, τους έριξε μια ματιά
προσεκτική.
«Μητέρα!»
της είπε η Ελεάνορ και έτρεξε πιο κοντά της. Η απόκοσμη εμφάνισή της, την έκανε
να σταματήσει.
«Είναι
ξοπίσω σου», της είπε ο Άλαντ.
«Το
ξέρω… απόψε θα τελειώσουν όλα…» απάντησε η Αρμάντια.
«Τι
συμβαίνει; Τι είναι ξοπίσω της;» ρώτησε με φανερή ανησυχία η Ελεάνορ.
«Ησύχασε
κόρη μου, ο φόβος δεν είναι καλός σύμβουλος».
«Τι
σχεδιάζεις να κάνεις;» την ρώτησε ο Άλαντ με αγωνία.
«Τι
άλλο; Θα σταθώ απέναντί του. Αυτό που θέλει από μένα δεν θα το πάρει… Εμένα
μπορεί, εκείνο όχι!» είπε αποφασιστικά με μάτια που γυάλιζαν.
«Τι
εννοείς;» της είπε ο Άλαντ για να προσθέσει η Ελεάνορ, «Πρέπει να
προσέχεις...δεν θα διστάσει να…»
«Κόρη
μου, μη φοβάσαι… μείνε κοντά μου, θέλω να σε δω λίγο», της είπε και την τράβηξε
παράμερα. Ύστερα γύρισε προς την βασίλισσα Άλμπα. Πήγε κοντά της. Την κοίταξε
και της μίλησε ήσυχα:
«Δεν
ήθελα μήτε θέλω να σου κάνω κακό, ποτέ μου δεν σε είδα σαν εχθρό μου… ακόμα και
τότε που έμαθα για σένα… και θέλω να σου ζητήσω μια μεγάλη συγχώρεση για τον
Μέλιαν! Νιώθω και εγώ ένοχη για όλο αυτό που του συνέβη», της είπε με μάτια
υγρά.
Η
Άλμπα την κοίταξε με φανερή συγκίνηση. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της.
Άπλωσε το ένα της χέρι να την αγγίξει πράγμα που το έκανε. Με τρεμάμενη φωνή
της είπε:
«Θέλω…
νιώθω… ήταν άντρας μου… ας πω εγώ… τη συγγνώμη που εκείνος ποτέ δεν σου είπε
για όλα όσα σου έκανε…τόσο σε σένα όσο και στους δικούς σου».
Η
Αρμάντια άπλωσε και εκείνη το χέρι της. Τα δάχτυλά τους έσμιξαν σε μια ένωση
κατανόησης.
«Καλή
τύχη!» της ευχήθηκε η Άλμπα. Στα χείλη και στο πρόσωπο της Αρμάντια αποτυπώθηκε
μια έκφραση “ευχαριστώ”. Ύστερα έκανε ένα νεύμα στην Ελεάνορ να την ακολουθήσει
κάπου να μείνουν οι δυο τους. Ο Φάρελ φορούσε στα χέρια του τις προστατευτικές
χλαμύδες και κρεμούσε το σπαθί του στη ζώνη του. Από μακριά άρχισαν να έρχονται
κάποιες φωνές που χάνονταν μέσα στο πρώτο σκοτάδι.
Έμειναν
οι δυο τους, σε ένα άλλο δώμα στον μικρό πύργο του Άλαντ. Μάνα και κόρη.
Στάθηκαν η μια απέναντι απ΄ την άλλη στο κέντρο του χώρου. Η Αρμάντια άπλωσε το
χέρι της στα μαλλιά της. Τα μάτια της είχαν μια έκφραση λες και προσπαθούσαν να
συμπυκνώσουν το χαμένο εκείνο χρόνο που τις κράτησε χωριστά.
«Δεν
έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας», της είπε. Η Ελεάνορ έστεκε συγκινημένη να
ακολουθεί σιωπηρά το βλέμμα της που χάιδευε ολάκερο το πρόσωπό της.
«Πόσο
όμορφη στ’ αλήθεια είσαι! Σε λαχτάρισα τόσο! Πως είναι ένας άνθρωπος να ζει με
την αίσθηση της απουσίας ενός δικού του πλάσματος! Πόσο σκληρό, πόσο
βασανιστικό…» Η φωνή της κόμπιασε. Η Ελεάνορ δεν πίστευε ποτέ ότι αυτό το
παράξενο απόκοσμο πλάσμα που ήταν η μάνα της, είχε μέσα της τέτοιο κόσμο απλό
και εκφραστικό. Την άκουσε να συνεχίζει:
«Θέλω
να ξέρεις ότι δεν σε ξέχασα ποτέ!» της είπε και της έσφιξε τα χέρια.
«Δεν
είπα ποτέ μήτε το λέω τώρα», της απάντησε η νεαρή γυναίκα.
«Πάντα
ήσουν ο σκοπός μου να φέγγει το φως σου ψηλά, όμορφα. Να χαίρεσαι τη ζωή που
εγώ δεν μπόρεσα να σου δώσω. Θέλω…»
«Μητέρα…»
προσπάθησε να την διακόψει.
«Σσσστ
δεν είναι δικός μας ο χρόνος Ελεάνορ. Ποτέ άλλωστε δεν ήταν! Μας χώρισαν οι
καιροί και το κακό των ανθρώπων. Θέλω να αγαπάς τους γονείς σου! Σε μεγάλωσαν,
σε αγαπούν πολύ. Αξίζουν κάθε σου συναίσθημα».
«Και
εσύ μητέρα! Και εσύ είσαι στην καρδιά μου, για πάντα, παντοτινά. Ένιωθα αυτή τη
δύναμη να με καλεί εκεί στο δάσος. Τώρα μπορώ να το εξηγήσω. Κάθε φορά που
ήμουνα εκεί κάτι παράξενο με τραβούσε. Να που βγήκε αληθινό. Ήταν η δική σου
παρουσία, το δικό σου κάλεσμα. Σε ευχαριστώ απ’ την καρδιά μου που θυσιάστηκες
για να έχω μια καλή ζωή. Όμως δεν θα είσαι μόνη σου να το ξέρεις!» της είπε. Η
Αρμάντια ανατρίχιασε.
«Τι
λες;» της είπε.
«Ξέρω
ότι είναι ξοπίσω σου! Για τον Σάγκρος λέω. Ξέρω τι ζητάει. Θα σταθώ στο πλάι
σου…»
«Όχι
κόρη μου. Αυτή είναι δική μου μάχη. Εγώ πρέπει να αναμετρηθώ με τον εαυτό μου,
με τις συμφωνίες μου, με τους δικούς μου χθόνιους δαίμονες».
Για
μια στιγμή σιώπησαν. Η Αρμάντια την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
«Σου
πήρα μέσα απ την αγκαλιά σου τον άνθρωπο που αγαπούσες».
Η
Ελεάνορ το αντέκρουσε με ένταση.
«Όχι
μητέρα! Αλίμονο αν αυτή η αλήθεια δεν έβγαινε στο φως… Δεν φταις εσύ για ότι
έγινε».
Ένα
δυνατό υπόκωφο βουητό τάραξε τη γη ολόγυρα και τα κτίρια. Από μακριά έφταναν
στα αυτιά τους φωνές. Η Αρμάντια σκούπισε τα δάκρυά της και σηκώθηκε.
«Πρέπει
να φύγω».
«Θα
σε περιμένω μητέρα! Αυτό να το θυμάσαι».
Χώρισαν
με μια αγκαλιά τόσο σφιχτή λες και ήθελε να κλείσει μέσα της ολάκερα τα χρόνια
που έλειπαν από την αγάπη τους. Βγήκαν
από το δώμα και επέστρεψαν στο κεντρικό μαζί με τους άλλους. Εκείνη τη στιγμή
μπήκε ο Φάρελ καθώς έλειπε στο μεταξύ. Το παρουσιαστικό του ήταν κατάχλομο και
έτρεμε.
«Τι
συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Άλαντ.
«Αυτός….
Το καταραμένο πλάσμα του βουνού των σκιών… ο Σάγκρος… είναι στους δρόμους της
πόλης δάσκαλε! Τρομακτικός, καταστρεπτικός. Κινείται προς τα εδώ. Στο διάβα του
γίνονται φοβερά πράγματα. Ο κόσμος είναι πανικοβλημένος, προσπαθεί να κρυφτεί…»
Η
Αρμάντια διέκοψε.
«Για
μένα έρχεται. Και είναι η στιγμή να τον προϋπαντήσω και εγώ», τους είπε.
Τα
βλέμματά τους κρεμάστηκαν επάνω της. Όλων! Σαν χαιρετισμός και ευχή δύναμης.
Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω της και βγήκε. Τα βήματά της, την οδηγούσαν να
αντιμετωπίσει τη δική της μοίρα και πρόκληση.
Ο
Άλαντ γύρισε προς την Ελεάνορ.
«Πρέπει
να μιλήσουμε κόρη μου! Τώρα! Ακολούθησε με στο γραφείο μου».
Ύστερα
από λίγο βρίσκονταν οι δυο τους κλεισμένοι εκεί. Ένιωσε έντονο το συναίσθημα
της θλίψης και της απώλειας. Στο χώρο αυτό, βίωσαν μαζί με τον Μέλιαν, τα
μεγάλα μυστικά του δάσους και της ιστορίας αυτής που έμελλε να τους σημαδέψει
τη ζωή. Στο γραφείο του δάσκαλου εξακολουθούσαν να είναι ανοιχτά αρκετά παλιά
βιβλία. Την περιπλάνηση της σκέψης της σε χαμένες αναμνήσεις ήρθε να την
διακόψει η φωνή του.
«Άκου
κόρη μου! Η Αρμάντια διάλεξε μόνη της να δώσει μια μάχη με τον Σάγκρος. Μην
τρέφουμε αυταπάτες. Η μάχη αυτή είναι φανερά άνιση. Αν και εξασθενημένος,
παραμένει ένα τρομερό πλάσμα με απίστευτες δυνάμεις ικανές να συντρίψουν κάθε
αντίσταση στο διάβα του. Όσα όπλα περίτεχνα να χρησιμοποιήσει κανείς. Για αυτό
θέλω να με ακούσεις καλά!» της είπε και την κράτησε από τους ώμους.
«Δάσκαλε,
σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και είμαι έτοιμη να δεχτώ οτιδήποτε μπορεί να την
βοηθήσει στη μάχη της», του απάντησε.
«Το
διάβασμα και η έρευνα των βιβλίων με οδήγησε στο να βρω κάτι σημαντικό, κάτι
που αλλάζει τα πάντα».
«Ποιος
είναι αυτό Άλαντ;» τον ρώτησε κρεμασμένη απ’ τα χείλη του. Την κοίταξε καλά στα
μάτια επιστρατεύοντας κάθε του δύναμη.
«Υπάρχει
ένας και μοναδικός τρόπος να ηττηθεί ο Σάγκρος!»
«Ποιος;»
«Τα
σημάδια κόρη μου! Μόνο που για να γίνει αυτό χρειάζεται να δείξεις μεγάλο
θάρρος. Αν το μπορέσεις να σταθείς τότε θα έχουμε το μεγάλο βήμα δικό μας. Αλλά
να ξέρεις! Αν δεν το κάνεις δεν θα σε κατηγορήσει κανείς και ποτέ!»
Η
Ελεάνορ κοίταξε τον Άλαντ ίσια τα μάτια. Το βλέμμα της τα έλεγε όλα.
«Συνέχισε
δάσκαλε, είμαι έτοιμη να ακούσω!» του απάντησε.
Η Αρμάντια κατέβηκε γρήγορα και αποφασιστικά τις σκάλες που την οδήγησαν σύντομα στην έξοδο του μικρού πύργου. Μόλις πάτησε τα πόδια της στη γη και έριξε το βλέμμα της μπροστά κατάλαβε τι ακριβώς γινόταν. Μια απόκοσμη αντάρα ερχόταν προς το μέρος της με ταχύτητα. Σκόνη, άνεμος, πύρινες ανταύγειες, λάμψεις στον ουρανό. Ανέβηκε στο άλογό της. Τράβηξε τα γκέμια και άρχισε να καλπάζει προς το μέρος απ’ όπου ερχόταν ο μεγάλος χαλασμός. Η καρδιά της επιστράτευσε κάθε ικμάδα θάρρους, δύναμης και πίστης που είχε σε κάθε της κύτταρο. Ήταν σίγουρη ότι θα την χρειαζόταν. Χάιδεψε με το ένα της χέρι τη χαίτη του αλόγου της και ανέβασε τον καλπασμό του. Δεξιά, αριστερά της έβλεπε ανθρώπους να τρέχουν μέσα σε πανικό και αγωνία. Προσπαθούσαν να φύγουν σε πιο ασφαλή σημεία στην πόλη. Είδε πολλούς να σταματούν. Να την βλέπουν. Να ψιθυρίζουν ή να φωνάζουν το όνομά της και να την δείχνουν μεταξύ τους. Της έδινε θάρρος και δύναμη όλο αυτό. Άπειρα ήταν τα χέρια που σηκώθηκαν για να την χαιρετίσουν, να την ενθαρρύνουν, καθώς στα μάτια τους είχε πάρει τη μορφή του σωτήρα της πόλης. Την έβλεπαν να βαδίζει αγέρωχη απέναντι στον Σάγκρος, το φόβητρο και εφιάλτη τους. Άκουγε δυνατά τις φωνές τους. Φωνές ελπίδας μέσα στο φόβο και στην απόγνωσή τους. Και κατά ένα τρόπο οι ευχές τους ένιωθε να την συνοδεύουν. Ένιωσε μια παράξενη δύναμη να αρχίζει να συσσωρεύεται στην καρδιά της.
Όσο
προχωρούσε, η Αρμάντια, να συναντήσει
τον Σάγκρος, τόσο ένιωθε και τη δύναμη των φαινομένων να δυναμώνει. Όλα είχαν
στήσει ένα τρελό χορό λίγο πριν τη μεγάλη μάχη. Τοπικοί ανεμοστρόβιλοι σάρωναν
την περιοχή, η γη αγκομαχούσε κάτω από τους πόνους της. Πέρασε αρκετά στενά
στους δρόμους την ώρα που κατέβηκε όλη την μικρή πλαγιά που κατηφορίζει από τα
ανάκτορα προς το δάσος. Δεν χρειαζόταν να προχωρήσει πλέον πολύ. Ευθύς μπροστά
της, ανάμεσα σε ορυμαγδό από λάμψεις και πύρινες γλώσσες, τον είδε!
Ήταν
εκεί, στην αρχέτυπη τρομακτική μορφή του. Με τις φλόγες να λαμπυρίζουν σε κάθε
του άκρο. Η Αρμάντια σταμάτησε το άλογό της. Κατέβηκε. Το πήρε από τα γκέμια
και το τράβηξε στην ασφαλή άκρη. Το χάιδεψε τρυφερά στη χαίτη και το φίλησε
απαλά στο κεφάλι του. Δεν ήθελε πια να βιώσει άλλο πόλεμο. Εκείνο ανταποκρίθηκε
με ένα ελαφρύ χλιμίντρισμα. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει την κυρά του, όμως εκείνη
το ενθάρρυνε να αποτραβηχτεί παραπέρα. Βάδισε προς το μέρος του. Λίγο πιο κάτω
σταμάτησε. Ένιωσε ένα σχετικό δέος απέναντι του. Ήταν ο ίδιος ο Σάγκρος, το
καταραμένο πλάσμα του βουνού των σκιών.
Έμεναν
ο ένας απέναντι στον άλλο σε ικανή απόσταση. Τα πύρινα μάτια του έσμιξαν και
μια παραμορφωμένη φωνή ήχησε στο χώρο:
«Διάλεξες
να με προδώσεις λοιπόν», ήταν η πρώτη του διαπίστωση.
«Διαλέγω
να σε σώσω Σάγκρος», του απάντησε προκαλώντας κύμα έκρηξης από μέρους του.
«Διαλέγεις
την καταστροφή. Και αυτήν θα υποστείς αν δεν μου δώσεις εκείνο που μου οφείλεις»,
βρυχήθηκε προς το μέρος της.
«Καθένας
μας πρέπει να πάει εκεί που ανήκει. Αν μπορούμε να το κατανοήσουμε… δεν έχω να
σου δώσω τίποτα άλλο», του είπε.
Σε
κλίμα και εικόνα παράκρουσης ο Σάγκρος κινήθηκε προς το μέρος της.
«Ξέρεις
γιατί έρχομαι και τι θέλω Αρμάντια, είναι ο ύστατος λόγος μου και η απαίτησή
μου αυτήν εδώ τη στιγμή. Αν θες να σώσεις τον εαυτό σου και αυτούς τους
δύσμοιρους σε ετούτη εδώ την πόλη», βρυχήθηκε.
«Η
πόλη δεν σου φταίει σε τίποτα Σάγκρος! Μια φορά να απολογηθείς για τα δικά σου
κρίματα και να μην απλώνεις το κακό ολόγυρά σου. Εμένα ζητάς! Και εμένα θα
πάρεις! Και άλλη φορά ξέσπασες σε αθώους. Καν’ το με μένα. Αν το μπορέσεις
φυσικά!» του αποκρίθηκε περήφανα.
«Εσύ
όρισες να γίνει έτσι! Εσύ φταις για αυτό που θα ακολουθήσει», βγήκαν τα λόγια
από το άμορφο στόμα του. Ένα τεράστιο σπαθί εμφανίστηκε στα χέρια του, κοφτερό,
απειλητικό και θανάσιμο. Η άκρη της κορυφής του σημάδεψε μπροστά την Αρμάντια.
Εκείνη τίναξε λίγο το κεφάλι της στα δεξιά. Ένα παράξενο χαμόγελο αποτυπώθηκε
στο πρόσωπό της. Άνοιξε τη μεγάλη μπέρτα της την οποία και άφησε να πέσει στη
γη. Το δεξί της χέρι πήγε, με μιας, πίσω στην πλάτη της. Από την κρεμαστή θήκη
τράβηξε το μεγάλο εκείνο σπαθί που της έδωσε η Όριελ. Το θρυλικό σπαθί του
Ράνουλφ. Το κράτησε από τη μεγάλη του λαβή με τα δύο της χέρια σε όρθια στάση.
Μια μεγάλη ταραχή κυρίεψε τον Σάγκρος στη θέα του σπαθιού. Όταν μάλιστα πύρινες
φλόγες άρχισαν να ζώνουν τη κόψη του σε όλο της το μήκος, έβγαλε μια άναρθρη
υπόκωφη κραυγή και έκανε λίγα βήματα πίσω.
«Βλέπω
το γνωρίζεις αυτό το σπαθί;» του φώναξε παίρνοντας θέση μάχης απέναντί του.
Το
άμορφο τρομακτικό πλάσμα βίωνε ένα παράξενο σοκ. Το ίδιο το σπαθί του πατέρα
του στα χέρια αυτής της γυναίκας! Το τρομερό εκείνο σπαθί που στάθηκε απέναντί του εκείνη την νοσηρή νύχτα
της μεταμόρφωσής του. Το σπαθί που του προκάλεσε πάρα πολλές πληγές και
απείλησε ευθέως την ίδια του την ύπαρξη πλην αυτός μεταβληθεί στο σημερινό
τέρας.
«Το
...σπαθί του Ράνουλφ…» βρυχήθηκε με φανερή έκπληξη, «που το βρήκες καταραμένη…»
Κραδαίνοντας
το σπαθί έκανε μικρά βήματα αναμέτρησης πριν τη μάχη τους απέναντί του.
«Τελικά
να που υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείς να προλαβαίνεις», του είπε.
Ο
Σάγκρος έβγαλε μια τρομερή κραυγή που τάραξε συθέμελα ολάκερο το χώρο. Η γη
μπροστά του σείστηκε από τις κινήσεις του. Χωρίς δεύτερη σκέψη του, ξεχύθηκε
πάνω στην Αρμάντια με όλο του το μένος. Ολόγυρα στο σώμα του σπινθηροβολούσαν
πύρινες γλώσσες. Η μεγάλη τους σύγκρουση είχες μόλις ξεκινήσει. Μια σύγκρουση
που ένα μόνο τέλος προόριζε ως έκβαση. Τον αφανισμό ενός από τους δύο. Καμία
άλλη ενδιάμεση κατάσταση δεν ήταν μήτε εφικτή μήτε δυνατή. Η Αρμάντια αμύνθηκε
επαρκώς στο πρώτο αυτό κύμα της επίθεσής του. Πιο ευκίνητη, πιο μάχιμη, πιο
ευέλικτη, πιο ευρηματική στις τοποθετήσεις του σώματός της και στη χρήση του
τρομερού εκείνου σπαθιού που κρατούσε γερά στις ωμές επιθέσεις του πλάσματος
του βουνού. Όμως εκείνος πλεονεκτούσε σε όγκο, τεράστια δύναμη, ανεξέλεγκτες
δυνάμεις, βιαιότητα. Με τα πλεονεκτήματα αυτά ωθούσε συνέχεια την Αρμάντια προς
τα πίσω αναγκάζοντάς την να υποχωρεί συνεχώς προς το κέντρο της πόλης. Η μάχη
εξελισσόταν τρομακτική. Ήταν κάτι πρωτοφανές. Οι δύο μονομάχοι λαμπύριζαν μέσα στη νύχτα που
είχε ήδη πέσει στο Φόριεν. Οι κάτοικοι ήταν ζωντανοί θεατές μιας σύγκρουσης που
δεν είχαν διανοηθεί ότι θα ζούσαν στον ίδιο τους τον τόπο. Καραδοκούσαν άλλοι
κλεισμένοι στα σπίτια, πίσω από παράθυρα και πόρτες. Άλλοι κρυμμένοι στα στενά
ή πάνω σε υψώματα. Όλοι είχαν ακουμπήσει τις καρδιές και τις ελπίδες τους στην
Αρμάντια. Ποιος να το περίμενε, μια γυναίκα, να στέκει απέναντι στο τρομακτικό
καταραμένο πλάσμα του βουνού. Μια γυναίκα να βαστά γερά τη σημαία της λύτρωσης
του αιώνιου άγους.
Ο
Σάγκρος είχε πολλές καταφέρει να εγκλωβίσει την αντίπαλό του σε διάφορα
αδιέξοδα μέσα στην πόλη. Τα σπαθιά τους κοντράρονταν με τέτοια δύναμη που σε
κάθε επαφή τους, ο ανατριχιαστικός ήχος από την μεταλλική τριβή συνδυαζόταν με
σπίθες φωτιάς που η οργή του κοφτερού ατσαλιού πέταγε στον αέρα. Χτυπήματα με
τα σπαθιά, με τους δυο τους να αλλάζουν θέσεις συνεχώς. Ήταν στιγμές που
νόμιζες ότι χόρευαν στον αέρα και δεν πατούσαν καθόλου στη γη. Χτυπήματα ψηλά
πάνω από το κεφάλι, στα πλάγια, στα πλευρά του σώματος, στα πόδια χαμηλά,
παντού. Τα πάντα ήταν στόχος. Η Αρμάντια, ήταν πολλές οι φορές που, κυλίστηκε
στο χώμα είτε κάτω από κάποιο βίαιο χτύπημά του είτε εσκεμμένα για να αποφύγει
την φονική του στόχευση. Μάλιστα δεν έλειψαν και τα δικά της φονικά χτυπήματα
με το μεγάλο πύρινο σπαθί που παραλίγο να αποβούν μοιραία για το πλάσμα
απέναντί της. Που πάντα όμως κατόρθωνε να επιβιώνει. Όμως από ένα σημείο και
πέρα η σωματική της κούραση άρχισε να είναι πιο έντονη. Είχε απέναντί της ένα
τέρας ακούραστο, ακάματο, αφύσικο, που την έσπρωχνε συνέχεια προς τα πίσω.
«Ετοιμάστε το άλογό μου!» φώναξε η Ελεάνορ στο κεντρικό δώμα των ανακτόρων.
Έντρομη
η Άλμπα πετάχτηκε μπροστά της.
«Κόρη
μου που θες να πας;» της είπε.
«Θα
βγω στη μάχη μητέρα! Δεν μπορώ να την αφήσω έτσι!» Ζώστηκε το σπαθί της.
«Κυρά
μου τι πας να κάνεις; Είναι τρέλα αυτό!» μπήκε μπροστά της ο Φάρελ. Οι
αξιωματικοί την κοιτούσαν με δέος. Μέσα τους υποκλίνονταν στη δύναμή της. Μόνο
ο Άλαντ κοιτούσε σιωπηρός.
«Δάσκαλε,
για όνομα του Θεού, που πάει;» πήγε δίπλα του ο Φάρελ. Εκείνος τον κοίταξε
προσεκτικά με απίστευτη ηρεμία.
«Αφήστε
την!» φώναξε. Τον κοίταξαν έκπληκτοι. Δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εκείνος
συνέχισε: «Οι στιγμές που ζούμε θα φανερώσουν ποιοι μπορούν να σταθούν
συνεχιστές για το αύριο της πόλης μας. Πήγαινε παιδί μου… Ξέρε ότι αυτό που πας
να κάνεις είναι στα όρια. Παίζεις με τη ζωή σου».
Η
Ελεάνορ του έριξε μια ματιά επιδοκιμασίας και βγήκε από το χώρο. Οι στρατιώτες
την κοιτούσαν με δέος. Ανέβηκε στο άλογό της. Με ένα νεύμα του εκείνο άρχισε να
καλπάζει μπροστά.
«Ετοιμάστε
μου ένα άλογο αμέσως!» πρόσταξε με έμφαση ο Άλαντ στους στρατιώτες αμέσως μετά
που έφυγε η Αρμάντια. Ο Φάρελ αντέδρασε έντονα:
«Δάσκαλε
τι λες; Τι πας να κάνεις;»
Εκείνος
τον κοίταζε με έμφαση στα μάτια. Στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί μια δύναμη
και πίστη που δεν έπαιρνε αναβολή.
«Δεν
μπορώ να τις αφήσω μόνες Φάρελ! Καταλαβαίνεις;»
«Μα
είναι τρέλα δεν το βλέπεις; Δεν μπορείς!»
«Εδώ
μπορεί μια νεαρή γυναίκα να σταθεί απέναντί του. Εγώ της είπα να το κάνει και
μου ζητάς να κρυφτώ στα βολικά και ασφαλή μου δώματα; Πάμε Φάρελ, βιάσου! Δεν
έχουμε καιρό για συζητήσεις! Σήμερα αναμετριόμαστε με τους ίδιους μας τους
εαυτούς!»
Εκείνος
δεν αντιλαμβανόταν καθαρά το νόημα των λόγων του δασκάλου αλλά δεν είχε τα
περιθώρια να το αναλύσει παραπάνω. Βγήκε μπροστά για να κατέβει κάτω να φύγουν.
Πίσω του έτρεξε ο Άλαντ και τους ακολούθησε μια ομάδα αποφασισμένων και
παθιασμένων στρατιωτών.
Λες
και ένα τρομερό πάθος είχε μπολιάσει όλους τους μαχητές του Φόριεν.
Η μάχη τους είχε αποκτήσει και άλλα χαρακτηριστικά. Πολλές φορές είχε και σωματικά χτυπήματα. Τα ξόρκια των δυνάμεών τους είχαν πέσει μπροστά στην ένταση της μονομαχίας. Έτσι η σωματική επαφή τους ήταν δυνατή. Η Αρμάντια είχε καταφέρει κάποια χτυπήματα στον Σάγκρος αλλά είχε δεχτεί και εκείνη αρκετά. Ένα κοφτερό χτύπημα αιμορραγούσε στον αριστερό της ώμο. Οι καρποί των χεριών της ήταν γεμάτοι εκδορές και ματωμένοι, το πρόσωπό της επίσης. Όμως και ο αντίπαλός της είχε τις δικές του πληγές από το τρομερό σπαθί του Ράνουλφ.
Τα
ξίφη τους συνέχισαν το φονικό τους σταύρωμα με την ίδια ορμή και ένταση. Κάποια
στιγμή ένα τρομερό χτύπημα του Σάγκρος ανάγκασε την Αρμάντια να κάνει ένα ακόμα
βήμα προς τα πίσω. Όμως το πόδι της πάτησε σε μια μεγάλη πέτρα που προκάλεσε
την ανεξέλεγκτη πτώση της με την πλάτη στο χώμα. Κατρακύλησε προς τα πίσω και
καθώς έπεφτε στο χώμα είδε τον ορίζοντα μπροστά στο πρόσωπό της να γεμίζει από
τον μεγάλο όγκο του. Η κόψη του σπαθιού του κατέβηκε με τρομερή φορά στο λαιμό
της αλλά συνάντησε αμυντικά την απόκρουση του δικού της σπαθιού, που κόντραρε
το χτύπημα. Όμως το τεράστιο χέρι του Σάγκρος σφίχτηκε θανάσιμα γύρω στο λαιμό
πιέζοντας την ανάσα. Ένιωθε να πνίγεται, να χάνει την ανάσα της. Η κόντρα του
σπαθιού της λύγιζε και ήταν ζήτημα ελάχιστων στιγμών να έρθει το μοιραίο
χτύπημα.
«Σάγκρος!»
ακούστηκε η τρομερή κραυγή της.
Πάρα
πολλά μάτια καρφώθηκαν πάνω της με δέος και αγωνία. Ήταν ακίνητη σε κοντινή
απόσταση από τους δύο τους. Αγέρωχη, ατρόμητη, πάνω στο άλογό της.
Λες
και κεραυνός διαπέρασε τα κορμιά τους σταμάτησαν και οι δύο τη σύγκρουσή τους.
«Ελεάνορ!»
φώναξε με τρόμο η Αρμάντια προσπαθώντας να σηκωθεί από το χώμα. Ο Σάγκρος
όρθωσε το τρομερό του ανάστημα ίσια μπροστά της. Εκείνη συνέχισε με ψυχραιμία
που προκαλούσε πραγματικά ρίγη.
«Δεν
κουράστηκες τόσα άναρχα χρόνια να ζεις αυτό το σκοτάδι; Τι νομίζεις ότι θα
κερδίσεις, τι είναι εκείνο που θα ζήσεις και θα σε απαλύνει αν προκαλέσεις την
κατάρα της;»
Εκείνος
βρυχήθηκε μια ακόμα φορά μην πιστεύοντας στα μάτια του. Η Ελεάνορ κατέβηκε από
το άλογο και στάθηκε ίσια μπροστά του.
«Ελεάνορ,
κόρη μου, φύγε! Τι θέλεις εδώ;» φώναζε η Αρμάντια απελπισμένη.
«Θέλω
να πω λίγα λόγια στο πλάσμα αυτό μάνα! Και θέλω να τα ακούσει προσεκτικά».
Μια
ισορροπία του τρόμου και της φρίκης ήρθε να ακουμπήσει εκεί ολόγυρα
αγκαλιάζοντάς τους όλους. Λες και η ίδια η νύχτα κρατούσε την ανάσα της. Η
Ελεάνορ έκανε δύο βήματα προς τον Σάγκρος.
«Μπορεί
κάποιος να δει μέσα στην ψυχή σου; Ναι, σε αυτήν την καταραμένη, γεμάτη σκοτάδι
ψυχή, κακία και φθόνο; Θα τον αφήσεις;» Άρχισαν να βηματίζουν σε έναν παράξενο
κύκλο ο ένας απέναντι στον άλλο. Τα μάτια του Σάγκρος πετούσαν φωτιές στην
κυριολεξία. Η Ελεάνορ συνέχισε απτόητη το κάλεσμά της:
«Ποιο
σκοτάδι φώλιασε στην νεανική σου καρδιά Σάγκρος εκείνα τα χρόνια; Ποιο
δηλητήριο μαγάρισε την εφηβεία σου; Η μητέρα σου η Ανκρέτ έφυγε! Σε
εγκατέλειψε!»
Ο
Σάγκρος αντέδρασε με μια υποχθόνια κραυγή. Σαν να μην ήθελε να το παραδεχτεί.
Λες και ένα οξύ μαχαίρι, έξυνε μια πληγή στην καρδιά του.
«Έμεινες
μόνος, εγκαταλειμμένος, χωρίς τη μητρική στοργή δίπλα σου, ίσως προδομένος. Και
φόρτωσες και στον πατέρα σου τον Ράνουλφ την ενοχή ότι δεν την έψαξε, δεν την
διεκδίκησε, δεν έτρεξε πίσω της είτε με το καλό είτε με τη βία να πετύχει την
επιστροφή της. Και ύστερα η θετή σου μάνα, η Όριελ ήταν η μιασμένη ξένη που
ήρθε να πάρει τη θέση της. Μια παρείσακτη. Έτσι την είδες. Έτσι την ένιωσες.
Μια απειλή στον κόσμο σου. Παραμόρφωσες τα πάντα μέσα σου για να ξεσπάσεις σε
εκείνους που δεν έφταιξαν σε τίποτα».
Ήταν
τρομερό όλο αυτό! Τα λόγια της Ελεάνορ, έφερναν στο τερατώδες αυτό πλάσμα μια
φοβερή αναστάτωση. Λες και τα χρόνια έμπλεξαν τη σειρά τους και αναποδογύρισαν.
Παλιές ενοχές και απωθημένα ήρθαν να ταράξουν ότι είχε μείνει ζωντανό μέσα του.
Να ξύσουν με πόνο και σπαραγμό χαμένα συναισθήματα και πράξεις του. Και εκείνη
η νεαρή γυναίκα ήρθε να αναποδογυρίσει τους κανόνες αυτής της σύγκρουσης. Να
βάλει τους δικούς της όρους. Να αφήσει τη δύναμη των σπαθιών σε δεύτερο πλάνο
και να την αντικαταστήσει με τη δύναμη των λέξεων και των σκέψεων. Η Ελεάνορ
συνέχιζε καταιγιστική:
«Ποια
δύναμη του κακού σε πλησίασε; Βρήκε τις πόρτες ανοιχτές διάπλατα στην καρδιά
σου. Πάντα το κακό στη ζωή μας έρχεται με τις καλύτερες προθέσεις! Δεν το
ξέρεις; Ίσως δεν πρόλαβε ποτέ του να στο μάθει. Τι σου έταξε; Αθανασία; Δύναμη;
Επιβολή; Αυτά που είχες ανάγκη για να ξεπεράσεις του δικούς σου δαίμονες; Είναι
πάρα πολύ εύκολο και μερικές φορές βολικό να είμαστε τέρατα. Ας προσπαθήσουμε
όμως κάποια στιγμή να γίνουμε άνθρωποι! Έτσι βάφτισες στα μάτια σου ενόχους, το
μικρό σου αδελφό, τον Άλντις και την Όριελ. Και βεβήλωσες τις ζωές τους με
άτιμο και δολερό τρόπο. Τους σκότωσες. Τους αφάνισες με χυδαίο τρόπο. Τι
κέρδισες Σάγκρος; Έγινες όργανο του υπέρτατου τέρατος του κακού, του Άζερον.
Ενεργοποίησες τα σημάδια του, ξεκινώντας μια αλυσίδα μίσους για αιώνες. Για να
πάρεις τι; Έναν κύκλο επιβίωσης στο απόλυτο σκοτάδι, στη μοναξιά, στην κατάρα
και στην απόρριψη… Η λέξη συγχώρεση δεν υπάρχει πια σε ότι ζωντανό κυλάει στις
φλέβες σου; Υπάρχει άραγε να διεκδικήσει μια ύστατη ελπίδα για σένα;»
Η
σκηνή ήταν έξω από κάθε λογική σκέψη. Η Αρμάντια έμενε άφωνη από την ασύλληπτη
τόλμη της κόρης της. Την κοιτούσε με τρόπο εκστατικό. Ένας απέραντος θαυμασμός
την κατέκλυζε λες και μπροστά της είχε την ορμή της δικής της νιότης. Οι
κάτοικοι που παρακολουθούσαν τα γενόμενα ψιθύριζαν με θαυμασμό το όνομα της
Ελεάνορ στον διπλανό τους. Με δάκρυα στα μάτια! Με τις καρδιές να πάλλονται.
Έτοιμοι όλοι να σταθούν δίπλα της, να παραταχθούν στο πλάι της. Όλο και
περισσότεροι σηκώθηκαν από τα μέρη που κρύβονταν. Χωρίς φόβο και δισταγμό.
Έκαναν βήματα να την πλησιάσουν. Να υπερασπίσουν τις δύο αυτές γυναίκες που
έδιναν τη μάχη τους και για αυτούς.
Ο
Άλαντ ήταν εκεί μαζί με τον Φάρελ και μια ομάδα στρατιωτών. Έμειναν στην άκρη να
παρακολουθούν και εκείνοι με αγωνία.
Ο
Σάγκρος σαν να μετρήθηκε για μια μόνο στιγμή με τον εαυτό του, την ίδια την
ιστορία, άφησε κατά μέρος την Αρμάντια και έριξε το βλέμμα του στην νεαρή
γυναίκα. Τα λόγια του ακούστηκαν χθόνια και παραμορφωμένα:
«Ναι
εκείνος μου υποσχέθηκε αυτό που οι δικοί μου έθαψαν μέσα μου. Την εγκατάλειψη,
την απόρριψη. Ένας πατέρας που αδιαφόρησε για τη γυναίκα του και μια ξένη μιαρή
που ήρθε να πάρει τη θέση της μητέρας μου. Εκείνος μου έδωσε τη δύναμη. Την
αθανασία! Αυτά που δεν είχα. Την υπεροχή και τη δύναμη».
«Φτηνά
άλλοθι γυρεύεις δυστυχώς Σάγκρος! Φτηνά και δυστυχώς εύκολα. Λυπάμαι αλλά
περίμενα κάτι άλλο πιο σοβαρό από ένα πλάσμα σαν και σένα», απάντησε η Ελεάνορ.
«Ας
είναι!» βρυχήθηκε, «για σένα ερχόμουνα λοιπόν, το δικό σου χαμό έχω κατά νου
για να εισπράξω απ’ τη μάνα σου το βάρος του πόνου της». Σήκωσε το μεγάλο του σπαθί και έκανε το πρώτο
βήμα προς το μέρος της. Ένα βήμα όμως που έμελε να μείνει μετέωρο. Όλα έγιναν
απίστευτα γρήγορα.
Η
Ελεάνορ έβγαλε μια κραυγή μεγάλη μπροστά του. «Μείνε εκεί!» Τράβηξε από τη ζώνη
της ένα μικρό στιλέτο. Η κάμα του λαμπύριζε παράξενα. Κοίταξε τον Σάγκρος με
ορθάνοιχτα μάτια. Η Αρμάντια ένιωθε να σαλεύει το μυαλό της.
«Τι
πας να κάνεις;» έφτασε η κραυγή της στον ουρανό!
Η
Ελεάνορ σήκωσε το χέρι μπροστά της με το μαχαίρι. Πιο πέρα ο Φάρελ άκουσε με
σοκαριστική έκπληξη τον Άλαντ να μονολογεί:
«Καν’
το κόρη μου! Τώρα είναι η ώρα! Θέλει κουράγιο καν’ το!»
40. Το τέλος όλων, μια καινούργια αρχή
Η
Ελεάνορ κατέβασε την κάμα του μαχαιριού, τράβηξε με το άλλο της χέρι την μπέρτα
μπροστά στο στήθος της. Τα έκπληκτα μάτια του Σάγκρος έπεσαν στο σημάδι πάνω
της. Εκείνη πήρε το μαχαίρι και με μια οριζόντια κίνηση τράβηξε μια χαρακιά
ακριβώς πάνω στο σημάδι. Ένας ασυνήθιστος και πρωτόφαντος πόνος την τύλιξε. Η
Αρμάντια έντρομη την κοιτούσε μαζί με τον ξαφνιασμένο Σάγκρος. Όλα γίνονταν
γύρω τους λες και ο χρόνος είχε ξαφνικά σταματήσει. Ο κόσμος γύρω ένιωθε την
ανάσα του να μην υπάρχει. Κάποια παράξενη λάμψη τύλιξε ολάκερη την νεαρή
κοπέλα. Την ταρακούνησε τρομερά. Το αίμα από την πληγή που άνοιξε στο στήθος
της πάνω στο σημάδι, έκανε μια μικρή ροή. Αργά και μαρτυρικά η πρώτη κόκκινη
σταγόνα έπεσε στη γη. Η Ελεάνορ ένιωσε το σώμα της να τρέμει και έπεσε στη γη.
Η λάμψη κύλησε στη γη, κάνοντάς την να τρέμει, έφτασε στο τέρας απέναντι και το
ίδιο σοκ πέρασε και ς’ αυτόν μονομιάς. Το εκτυφλωτικό φως τον πλημμύρισε
ολόγυρά του και τον έκανε να έχει ένα παραλήρημα ισχυρού χτυπήματος. Σαν να
έχανε τις δυνάμεις του με τρομερή ταχύτητα. Οι αιώνες συμπυκνώνονταν σε
ελάχιστες στιγμές.
Την
ίδια στιγμή η Αρμάντια, σε μια κατάσταση εκτός εαυτού, σηκώθηκε από κάτω και
όρμησε ενάντιά του. Ξαφνιασμένος εκείνος από την οξύτατη επίθεση, μπήκε πάλι σε
διαδικασία μάχης μαζί της. Μπορεί η ροή του αίματος από το σημάδι της Ελεάνορ
να είχε ξεκινήσει να του προκαλεί συνεχή κατάπτωση και απώλεια των δυνάμεών του
αλλά διατηρούσε ακόμα στοιχεία της υπερφυσικής του ικανότητας. Η Αρμάντια είχε
πέσει πάλι πάνω του με λυσσώδη τρόπο. Όμως αυτή τη φορά με έναν εντελώς
ανορθόδοξο ίσως και παράξενο τρόπο. Προσπαθούσε να τον ξεγελάσει ότι ήταν
απειλητική. Όμως άνοιξε κάποια στιγμή τα χέρια της οριζόντια μπροστά του. Το
φλεγόμενο σπαθί της έστεκε σαν προέκταση των άκρων της. Τον κοίταξε προκλητικά
στα μάτια σαν να τον καλούσε. Τότε το σπαθί του Σάγκρος έφυγε σε ένα οριζόντιο
άμεσο χτύπημα. Βρήκε το στήθος της ίσια μπροστά σε όλο του το μήκος καθώς
εκείνη δεν ήθελε να τραβηχτεί. Η κόψη του σπαθιού έκοψε πέρα για πέρα όλο το
μπροστινό μέρος από το στήθος της, ειδικά στο μέρος του σημαδιού. Ένα μικρό
κόκκινο ποτάμι ξεπήδησε. Εκείνη τρέκλισε και έπεσε με την πλάτη προς τα πίσω.
Το αίμα, μαύρο και πηχτό, έκανε ένα μικρό ρυάκι μπροστά στα πόδια του Σάγκρος
που την κοιτούσε ως τροπαιούχος.
Κραυγές
τρόμου και αγωνίας γέμισαν το χώρο. Όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Ο Άλαντ με
τον Φάρελ έσπευσαν δίπλα στην Ελεάνορ να την τραβήξουν με το ζόρι προς το μέρος
τους. Και τότε!
Τότε
αυτό που ξεκίνησε να γίνεται μπροστά στα μάτια όλων ήταν κάτι βγαλμένο από την
ίδια την κόλαση. Μια μεγάλη τρύπα άνοιξε ψηλά στον ουρανό και μια δέσμη από ένα
παράξενο φως μαζί με ένα τρομερό στροβίλισμα ξεχύθηκε με μιας προς τα κάτω.
Κύκλωσε κάθετα τη μορφή του καταραμένου πλάσματος που δέχτηκε το σοκ. Ο Σάγκρος
ξεκίνησε να κλονίζεται, το σπαθί του γλίστρησε από τα χέρια του και κυλίστηκε
στη γη. Η παράξενη αυτή ομίχλη τον
τύλιξε τη στιγμή που ξεκίνησε να τρέμει σύγκορμος. Η γη ολόγυρά του άρχισε να
χοροπηδά, ο ουρανός επίσης άρχισε να γεμίζει πύρινα φίδια που κατέβαιναν πάνω
του. Ψηλά πάνω στο βουνό των σκιών έλαμπαν όλα από μια φωτιά που έβγαινε λες
μέσα απ’ τη γη. Ο Σάγκρος έβγαζε μια σειρά από πνιχτές τσιρίδες σαν το συριγμό
ενός φιδιού. Δεν ήταν καν ανθρώπινες. Είχαν έναν ήχο απαίσιο, τρομακτικό. Μήτε
καν σαν θηρίο που ψυχορραγούσε. Τον έβλεπαν να διαλύεται σιγά-σιγά, να χάνει
όλα εκείνα τα επιβλητικά του χαρακτηριστικά, να κονιορτοποιείται στην
κυριολεξία εκατοστό στο εκατοστό. Μέχρι που μέσα σε ένα τρομακτικό θόρυβο το
πρόσωπό του μετασχηματίστηκε σε ένα πρόσωπο εντελώς γκρίζο, σαν στάχτη, με τα
ίχνη έστω και παράταιρης ζωής να τον
εγκαταλείπουν. Σε λίγα λεπτά μέσα σε τρομερές εκρήξεις από φως και σκόνη από
θειάφι με απίστευτη αποφορά, ο Σάγκρος, το τρομακτικό τέρας του βουνού των
σκιών, το πλάσμα των αιώνων, έγινε ένα υπόλοιπο σκόνης και καμένων ρούχων κάτω
στη γη. Την ίδια ώρα μέσα σε έναν αλαλαγμό δονήσεων, ένα μεγάλο άνοιγμα φάνηκε
να γίνεται στο χώμα. Σε ένα στρόβιλο θυελλωδών ριπών αέρα, το χάσμα στη γη
μεγάλωσε και ότι απέμεινε από τον Σάγκρος ρουφήχτηκε μέσα στα έγκατα αυτά, τα
οποία μετά από λίγο έκλεισαν ξανά ερμητικά όπως ήταν και πριν.
Κραυγές
στον ουρανό με ξέσπασμα πρωτοφανές βγήκε από τα στόματα και τις καρδιές όλων
όσων παρακολουθούσαν τα τρομερά γενόμενα. Πανηγύριζαν τη λύτρωση, το τέλος του φόβου.
Η Ελεάνορ χωρίς δεύτερη κουβέντα έτρεξε κοντά στην Αρμάντια. Από κοντά έσπευσαν
ο Άλαντ, ο Φάρελ και πιο μακριά οι στρατιώτες.
«Μάνα
μου!» αναφώνησε γεμάτη τρόμο η Ελεάνορ. Η Αρμάντια ήταν πεσμένη στο χώμα. Το
κορμί της έστεκε το μισό όρθιο με στήριξη έναν μεγάλο κορμό στο πλάι. Το
πρόσωπό της είχε μια παράξενη ομορφιά αλλά και χλωμάδα. Από το στόμα της έτρεχε
αίμα και η πληγή στο στήθος της έχασκε μεγάλη.
«Αρμάντια!»
φώναξε για μια στιγμή ο Άλαντ. Τον κοίταξε ίσια στα μάτια. Ένα παράξενο
χαμόγελο γαλήνης και συναίνεσης σχηματίστηκε στο πρόσωπό της.
«Τα
καταφέραμε δάσκαλε… είναι πραγματικά παράξενο… κάποιος ξεκινά για έναν
προορισμό και στόχο και… Παλεύει κάτι άλλο, πιο μεγάλο στο τέλος».
«Μητέρα
μη μιλάς, θα σε μεταφέρουμε στον πύργο τώρα», της είπε η Ελεάνορ. Την κοίταξε
ίσια στα μάτια. Εκείνη γύρισε προς τους στρατιώτες.
«Κάποιος
να φέρει κάτι να τη μεταφέρουμε!» φώναξε με απελπισία. Η Αρμάντια πρόταξε αργά
το τρεμάμενο χέρι της προς την κόρη της σαν να της έλεγε “Όχι”. Ο Άλαντ κοίταξε
τον Φάρελ δίπλα του και του έκανε ένα νεύμα απελπισίας και συγκίνησης κουνώντας
το κεφάλι του. Η φωνή της πληγωμένης γυναίκας ακούστηκε:
«Κόρη
μου… αγαπημένο μου πλάσμα…»
«Μάνα!
Μη φεύγεις σε παρακαλώ! Μείνε εδώ κοντά μας! Μην μου το κάνεις αυτό και εσύ!»
την ικέτεψε.
«Παιδί
μου… ο δρόμος σου ναι… είναι δύσκολος… γεμάτος πόνο… οδύνη… απώλεια… όμως είναι
ο δρόμος προς το μέλλον… ο δικός μου δρόμος… τελειώνει εδώ..»
«Σταμάτα
σε παρακαλώ!» της είπε, εκείνη συνέχισε.
«Μετά
τον πόνο θα ‘ρθει η γαλήνη, η χαρά σου. Την κρατάς στα χέρια σου, είναι δική
σου, την κέρδισες… και είμαι περήφανη που το έζησα τουλάχιστον αυτό…»
«Δεν
θα σ’ αφήσω ακούς; Δεν θα σ΄ αφήσω!»
«Πέρασα
τα πρώτα είκοσι μου χρόνια να περιμένω την ...αγάπη… τον έρωτα… έκανα όνειρα…
αντί γ’ αυτά συνάντησα το θάνατο και την κακία… το δόλο… στερήθηκα το πλάσμα
μου το ίδιο εκείνη τη δολερή νύχτα και τα υπόλοιπα εικοσιπέντε μου χρόνια τα
έχασα μόνη, σχεδόν καταραμένη, να περιφέρομαι στα μονοπάτια δύο κόσμων…
γυρεύοντας τη δικαίωση…»
Την
κοιτούσαν από γύρω της όλοι. Έστεκαν ορθοί ολόγυρά της, ένας παράξενος χορός,
με σπονδές και δάκρυα. Όλοι ήταν εκεί πλάι της.
«Τουλάχιστον
σε βρήκα Ελεάνορ… σε άγγιξα ξανά… ένιωσα την ανάσα, τη μυρωδιά σου…» Η αγωνία
της μεγάλωνε. Οι ανάσες της γίνονταν όλο και βαρύτερες, πιο επώδυνες. Τα μάτια
της, ω πόσο εκφραστικά.
«Συγγνώμη
κόρη μου… για τις πληγές που σου έδωσα… για τη λύπη που σου προκάλεσα…»
«Σώπα
μάνα! Τι λες; Εσύ ειδικά δεν προκάλεσες τίποτα». Σήκωσε το χέρι της να την
αγγίξει λες με αγωνία.
«Μακάρι
η κακία να εγκαταλείψει τις καρδιές των ανθρώπων… το ψέμα, ο δόλος… ο
παραλογισμός της εξουσίας… να νικηθεί το κακό… Άλαντ… έχετε αγώνα μπροστά σας…
Ελεάνορ…»
Ήταν
η έσχατη λέξη που βγήκε απ’ το στόμα της. Τα δάχτυλά της έμειναν να σφίγγουν
αυτά της κόρης της. Τα μάτια της πάγωσαν μπροστά στο πρόσωπό της. Η ψυχή της
πέταξε ψηλά. Ένας μεγάλος αητός με ορθάνοιχτα φτερά πετούσε ακριβώς από πάνω
της σε χαμηλό ύψος. Ένα δάκρυ της έμεινε μισό, μικρό ρυάκι να κατηφορίζει στα
όμορφα ματωμένα της χείλη. Τα χείλη που δεν αγαπήθηκαν και δεν φιλήθηκαν ποτέ
όπως τους άξιζε.
Στην
αρχή ακούστηκαν σαν βουβοί λυγμοί. Ύστερα έγιναν πιο δυνατοί. Έγιναν οιμωγές,
κλάματα γοερά. Η Ελεάνορ ρίχτηκε στην αγκαλιά της σε έναν βουβό σπαραγμό. Ο
Άλαντ έκλαιγε, ο Φάρελ κοιτούσε αποσβολωμένος και ολόγυρά τους απλοί άνθρωποι
γονάτιζαν ολόγυρα στη σωρό της. Ήταν πια προχωρημένη νύχτα, η ασέληνη εκείνη
νύχτα που η Αρμάντια ανηφόριζε στο στερνό της ταξίδι στο δάσος που αγάπησε και
μίσησε μαζί. Η “μαύρη βασίλισσα” είχε εκπληρώσει όλα εκείνα που είχαν
αναγγελθεί. Αλλά είχε κάνει και ένα ακόμα βήμα παραπέρα. Πιο σημαντικό, πιο
μεγάλο. Λύτρωσε το Φόριεν από το άγος και το μίασμα του καταραμένου πλάσματος
που το έτρωγε χρόνια.
Οι
δρόμοι της πόλης γέμισαν κόσμο. Δεν κοιμόταν κανείς. Αμέτρητες αναμμένες δάδες
βγήκαν μαζί με τον απλό λαό. Ένα μεγάλο ανθρώπινο ποτάμι θρηνούσε και
αποχαιρετούσε μαζί. Κάποιοι έφεραν ένα αμάξι να μεταφέρουν τη σωρό της. Ο
κόσμος δεν τους άφησε. Ένα στρώμα από ξύλα φτιάχτηκε σε λίγο χρόνο. Στολίστηκε
με νυχτολούλουδα. Η σωρός της Αρμάντια τοποθετήθηκε πάνω του. Σηκώθηκε ψηλά στα
χέρια πολλών. Και μέσα στη νύχτα ξεκινούσε το στερνό της ταξίδι προς τον πύργο
της πόλης. Δίπλα της η κόρη της, ο σοφός δάσκαλος, ο Φάρελ και άλλοι. Πιο κάτω
έφτασαν ο Έντγκαρ με την Έλντα. Στάθηκαν δίπλα στην κόρη τους χέρι με χέρι μαζί. Και πίσω στερνοί
ακόλουθοι οι συμπολίτες της.
Θα
κόντευε να ξημερώσει η καινούργια μέρα. Το πρώτο φως του ήλιου ετοιμαζόταν να
δηλώσει την παρουσία του. Τότε, ένα τρομακτικό βουητό ξεκίνησε από ψηλά στο
Βουνό των σκιών.
Αν
ήταν κάποιος στον ακρόπυργο της Κράγια θα μπορούσε να δει πως ο μεγάλος εκείνος
θόλος με το σημάδι στην κορυφή του άρχισε να ραγίζει. Στην αρχή αργά μα μετά
γρήγορα. Ώσπου έγινε χίλια κομμάτια. Ο θόλος άρχισε να γκρεμίζεται μέσα σε έναν
τρομερό πάταγο παρασύροντας μαζί του τα πάντα. Κολόνες, στοές, σκάλες, στήλες.
Μέσα σε μια τρομερή βουή, η γη του βουνού άνοιγε για να καταπιεί ολάκερο εκείνο
το οικοδόμημα, πέτρα την πέτρα, κάθε κομμάτι του. Σε ελάχιστα λεπτά όλα έγιναν
σκόνη και βούλιαξαν στα βάθη της γης μαζί με το κακό που φώλιαζε εκεί σαν
πέρασμα σε ετούτον εδώ τον κόσμο. Ο λαός του Φόριεν έβλεπε σκόνη να σηκώνεται
ψηλά στο βουνό και τη γη να τρέμει για πολύ ώρα. Ύστερα… ύστερα κάτι το
πρωτοφανές. Το είδαν οι κάτοικοι που ήταν κοντά στο δάσος.
Το
χρώμα της ζωής και της φύσης άρχισε να επιστρέφει σε ολάκερο το μέρος. Η μουντή
και μουχλιασμένη ομίχλη έφευγε στο φως του ήλιου, τα δέντρα ίσιωναν τους
κυρτωμένους κορμούς τους ψηλά περήφανα στον ουρανό, έπαιρναν το ζωντανό τους
χρώμα. Κάθε λουλούδι και φυτό μέσα στο δάσος ζωντάνευε ξανά. Κάθε λογής χρώμα
της φύσης δήλωνε ξανά την παρουσία του. Κελαηδίσματα πουλιών άρχισαν πάλι το
δικό τους τραγούδι. Η λησμονιά εγκατέλειπε το δάσος της λήθης επαναφέροντάς το
στη ζωή.
Ο Άλαντ βγήκε στο μεγάλο αίθριο κοιτώντας κατά τον Βορρά στο βουνό των σκιών. Κάποιοι τον άκουσαν να μονολογεί στίχους με φωνή δυνατή:
«Οι
σκουριασμένες αλυσίδες στις φυλακές,
διαλύονται
απ’ το φως του ήλιου.
Περπατώ
σε έναν δρόμο που οι ορίζοντες αλλάζουν.
Η
παράσταση αρχίζει, ο αυλητής παίζει το δικό του σκοπό,
οι
χορωδίες τραγουδούν απαλά τρία νανουρίσματα σε μια αρχαία γλώσσα,
στην
αυλή του πορφυρού βασιλιά»
41. Μια καινούργια σελίδα
Η
επόμενη μέρα βρήκε το Φόριεν εντελώς αλλαγμένο. Η σκιά του φόβου και της
αβεβαιότητας είχε φύγει. Οι άνθρωποι ένιωθαν πιο λεύτεροι να εκφράσουν τα
συναισθήματά τους. Να πονέσουν, να θρηνήσουν, να χαμογελάσουν και το κυριότερο
να ελπίσουν. Ο κόσμος είδε να ανατέλλει μια καινούργια μέρα στον τόπο τους. Η
φύση ολόγυρα ζωντάνεψε, ομόρφυνε και πάλι. Λες και η δύναμη μιας θετικής αύρας επανάφερε
τη ζωή πίσω από εκεί που είχε μαραθεί. Τα χρώματα στους αγρούς και στα λιβάδια
επέστρεψαν πιο έντονα. Τα πλάσματα του δάσους ξεμύτισαν και εκείνα χωρίς φόβο
ολόγυρα. Το βουνό των σκιών έπαψε να είναι το φόβητρο αλλά το φυσικό δέος. Τα
γεγονότα του έπαψαν πλέον να είναι πληγή αλλά ιστορία.
Η
Αρμάντια ετοιμάστηκε για το στερνό της ξόδι. Στολίστηκε με μυρωδικά και
λουλούδια. Οι άνθρωποί της την αποχαιρέτισαν με έναν βουβό θρήνο και
ταπεινότητα. Η Ελεάνορ η κόρη της, ο Άλαντ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Και φυσικά
η βασίλισσα Άλμπα που πλέον έπαιρνε πάνω της ένα νέο ειδικό βάρος για το αύριο.
Οι παλιότεροι κάτοικοι του Φόριεν ανέσυραν από τις ξεχασμένες μνήμες τους την
όμορφη νεαρή κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα. Την όμορφη Αρμάντια. Το κορίτσι με
το φωτεινό πρόσωπο και το αβίαστο χαμόγελο, που τριγυρνούσε παιδί κρατημένο στο
χέρι της Μπρέντα. Την νεαρή και όμορφη κοπέλα που αποτελούσε με τις παρέες της
τη χαρά της ζωής στις γειτονιές τους. Οι νεότεροι έμαθαν πολλά περισσότερα για
εκείνη. Την τραγική της μοίρα αλλά και την ύστατη μάχη της. Έτσι λοιπόν, η
πάλαι ποτέ “μαύρη βασίλισσα” των περγαμηνών και των στίχων αναπαύτηκε στην τελευταία κατοικία δίπλα στους γονείς της. Το
καμένο πατρικό τους σπίτι καθαρίστηκε, χωροθετήθηκε και πάλι. Με τη συμβολή
όλων. Κανείς δεν πείραξε τους κατεστραμμένους τοίχους από τη φωτιά. Έμειναν
έτσι εκεί να δείχνουν στο πέρασμα του χρόνου, τη μανία της κακίας και του δόλου
κάποιων ανθρώπων. Όμως η αυλή του ομόρφυνε και στολίστηκε. Και να που η
οικογένεια του Ιγκόρ ξανάσμιξε πάλι δίπλα-δίπλα στη γη με τέσσερις πλάκες με τα
ονόματά τους: Ιγκόρ, Ρέυντα, Μπρέντα και ...Αρμάντια. Το τραγικό κλείσιμο μιας
μεγάλης αυλαίας. Μιας ιστορίας που θα γίνονταν μύθος πλέον για το Φόριεν
ακολουθώντας τα πατήματα του προηγούμενου της Κράγια.
Η
ίδια τιμή και θρήνος που αποδόθηκε και για το παλικάρι της καλοσύνης, τον
αγαπημένο πρίγκηπα του Φόριεν, τον αδικοχαμένο Μέλιαν. Εκείνες τις μέρες,
ολάκερη η πόλη θρηνούσε αγαπημένα της πρόσωπα. Βρήκε και εκείνος τη στερνή του
θέση στην αυλή του πύργου της βασίλισσας. Στο σπίτι που μεγάλωσε. Το κεντρικό
δώμα των ανακτόρων είχε καταστραφεί συθέμελα μαζί με το δολερό βασιλιά Ζάρεκ. Η
μαύρη του ψυχή βούλιαξε στα σκοτάδια της γης. Ακολούθησε τον στυγνό του
συνεργάτη τον Ντέμιαν. Το πέρασμά τους έμεινε μια μαύρη ανάμνηση για τους
κατοίκους.
Η
βασίλισσα Άλμπα είχε στους ώμους της το μεγάλο βάρος να σηματοδοτήσει την επόμενη
μέρα στο Φόριεν. Ήταν η βασίλισσα! Δεν την πίεσε κανείς. Όλοι είχαν εμπιστοσύνη
στην κρίση της. Αποτελούσε για αυτούς μια έντιμη πηγή αναφοράς για το αύριο.
Όμως εκείνη είχε άλλες σκέψεις στο μυαλό της. Και ύστερα από κάποιες μέρες,
αφού καταλάγιασε ο θρήνος, κάλεσε το δάσκαλο, τον Άλαντ να τις συζητήσει και να
τις κοινοποιήσει. Εκείνος την άκουγε με προσοχή και σεβασμό όπως το έκανε πάντα
άλλωστε.
«Σοφέ
μου δάσκαλε, πήρα τις αποφάσεις μου και νομίζω, δικαιωματικά, ότι είσαι ο
πρώτος άνθρωπος που πρέπει να τις μάθει», του είπε με σιγουριά και γαλήνη.
Εκείνος κρεμάστηκε από τα χείλη της.
«Το
αύριο της πόλης και του βασιλείου δεν ανήκει σε μένα. Εγώ δεν έχω κάτι
ξεχωριστό να προσφέρω. Ανήκει σε εκείνο το πρόσωπο που έχει το ήθος, τη δύναμη
και την ικανότητα να γυρίσει σελίδα».
Ο
Άλαντ την κοίταξε με εμφανή απορία. Πήγε να την διακόψει.
«Άφησέ
με να τελειώσω… Ένα πρόσωπο δάσκαλε που, απέδειξε στις πιο εφιαλτικές ώρες ότι,
μπορεί να σταθεί απέναντι στον κάθε κίνδυνο χωρίς να λογαριάζει τον εαυτό του…»
κόμπιασε λίγο.
«Το
σκέφτηκα λοιπόν πολύ καλά. Ο λαός του Φόριεν έχει ανάγκη από ένα πρόσωπο που θα
τον ενώσει, θα τον εμπνεύσει και αυτό
είναι η Ελεάνορ δάσκαλε!» Ο Άλαντ ένιωσε έντονη συγκίνηση να γεμίζει την καρδιά του.
«Βασίλισσά
μου! Πολύ σημαντικά τούτα σου τα λόγια!» σχολίασε.
«Ναι!
η Ελεάνορ! Αυτή θα κρατήσει επάξια το σκήπτρο του Φόριεν. Ξέρω τι θα μου πεις.
Προσπαθώ να προλάβω τις ενστάσεις σου. Θα σταθείς στο νεαρό της ηλικίας και
στην απειρία. Η νεαρή της ηλικία όμως δεν την εμπόδισε να σταθεί υπεύθυνα και
σωστά μπροστά σε αυτό που περάσαμε. Δεν δίστασε να βάλει τον εαυτό της μπροστά
σε μεγάλες ευθύνες. Να ρισκάρει, να κινδυνέψει. Αυτή είναι η απόφασή μου
δάσκαλε και αν έχεις αντίρρηση, σε παρακαλώ να την ακούσω αλλιώς φρόντισε για
τα μελλούμενα το συντομότερο!»
«Μεγαλειότατη,
όλα αυτά τα χρόνια είχατε μια παρουσία που ξεχώρισε για το ήθος, την εντιμότητα
και την ανθρωπιά σας. Καταφέρατε να μείνετε ακέραια μέσα σε μια τέτοια δίνη.
Αναδείξατε έναν νέο άντρα που τίμησε και αυτός τον τόπο του. Η απόφασή σας
επιβεβαιώνει των λόγων μου την αλήθεια».
Ο
σοφός δάσκαλος, συγκινημένος όσο ποτέ, φίλησε ταπεινά το χέρι της βασίλισσας
Άλμπα, συναινώντας μεν στην επιλογή της όμως έβγαλε για συζήτηση μεγάλο
προβληματισμό.
«Μεγαλειότατη,
δεν θα διστάσω να μιλήσω για τις σκέψεις μου. Δεν έχω αντίρρηση σε όσα μου
είπατε. Όμως πρέπει να δείτε και αυτό…»
«Ποιο
Άλαντ;»
«Η
Ελεάνορ είναι το πιο τραγικό πρόσωπο σε αυτήν την ιστορία δεν νομίζετε; Να
θυμηθούμε τι ακριβώς της έχει συμβεί. Το σοκ ήταν τρομερό. Μετρείστε τις
απώλειές της! Προσωπικά δεν πιστεύω ότι θα το δεχτεί».
Η
Άλμπα τον κράτησε από τους ώμους.
«Πρέπει
να πειστεί Άλαντ! Ναι… καταλαβαίνω όσα λες και τα σέβομαι απόλυτα. Όμως πρέπει
να κάνουμε την προσπάθειά μας. Και ...σε παρακαλώ, μίλα μου πιο οικεία δάσκαλε.
Άλλωστε εγώ είμαι η νεότερή σου». Ο δάσκαλος ένιωσε ακόμα πιο δεκτικά. Μίλησε
στον ενικό.
«Πως;
Τι έχεις στο νου σου;»
«Τι
άλλο δάσκαλε; Να της μιλήσουμε! Ευθέως και έντιμα. Και εσύ και εγώ! Πιστεύω
ότι, ειδικά εσύ έχεις τη ψυχική αλλά και πνευματική δύναμη να την πείσεις».
Ο
δάσκαλος έδειχνε σκεπτικός, στο τέλος συναίνεσε.
«Εντάξει!
Θα κάνουμε την προσπάθειά μας. Θα πρέπει να την καλέσεις βασίλισσά μου εδώ. Στο
λέω ότι είναι δύσκολο».
Η
Άλμπα τον κοίταξε με τα εκφραστικά της μάτια.
«Θα
το κάνω Άλαντ! Να είσαι έτοιμος και για αυτή τη μάχη. Μόνο που αυτή θα τη
δώσουμε με επιχειρήματα και συναισθήματα και όχι με όπλα».
Τα μάτια της άνοιξαν αργά και βασανιστικά. Ένα πολύ δυνατό φως ήταν το πρώτο που αντίκρισε. Ένα λευκό φως που έφτανε στις κόρες των ματιών της δίνοντας στην όρασή της ένα πρώτο σοκ συστολής. Ύστερα ένιωσε τη δύναμή του να εξασθενεί, να φθίνει σταδιακά και στο οπτικό της πεδίο άρχιζαν να σχηματίζονται χρώματα.
Τα
πάντα όμως ήταν θολά και ακαθόριστα. Το αμέσως επόμενο ήταν να νιώσει την
αίσθηση του σώματός της. Μια διαφορετική και παράξενη αίσθηση του χώρου. Δεν
μπορούσε να προσδιορίσει σε ποια θέση βρισκόταν. Αν ήταν ξαπλωμένη, αν
περπατούσε, αν στεκόταν. Τίποτα από όλα αυτά. Μετά δεν είχε αίσθηση μήτε του
χρόνου. Λίγο-λίγο το οπτικό της πεδίο καθάριζε μπροστά στα μάτια της. Το θολό
τοπίο έγινε πολύ συγκεκριμένο τώρα πια. Ένιωθε το σώμα της να βρίσκεται, κατά
κάποιο τρόπο, σε ένα μεγάλο καταπράσινο λιβάδι. Ήταν τόσο όμορφα και τόσο
πλούσια τα χρώματα της φύσης που λειτούργησαν στη ψυχή της ιαματικά. Στο κέντρο
του τοπίου τα κρυστάλλινα νερά ενός ποταμού χώριζαν τη γη στα δύο. Στο βάθος
ίσια μπροστά της έστεκε ένα τεράστιο δέντρο που φαινόταν λες και ο κορμός του
να είναι η πηγή του ποταμού. Και πίσω του, ω ένας υπέροχος ουρανός! Εκεί που
ενώνονταν με την καταπράσινη γη είχε ένα υπέροχο χρυσοκόκκινο χρώμα. Αυτό του
ήλιου που έγερνε στην αγκαλιά της γης. Ένας ήλιος που δεν φαινόταν καθώς ο
δίσκος του ήταν καλά κρυμμένος στον όγκο του τεράστιου δέντρου.
Πόσο
παράξενα ένιωθε! Μήτε πόνο, μήτε κούραση. Άρχισε να έχει αντίληψη του σώματός
της. Ένιωσε τα άκρα της, το κορμί της ολάκερο. Είχε πεντακάθαρα ρούχα που
άστραφταν στο φως του ήλιου. Και μια σκέψη οξυδερκή. Όμως γιατί ήταν εδώ; Τι
την είχε φέρει εδώ; Ποιος ήταν ο προορισμός της; Δίπλα της ένιωσε μια άλλη
παρουσία! Ήρθε ξαφνικά κοντά της σαν μια αίσθηση αύρας. Γύρισε προς τα δεξιά
της. Μια αντρική μορφή άρχισε να καθαρίζει κοντά της. Ναι, ήταν εκείνος! Ο
άνθρωπος που της έσωσε τη ζωή. Εκείνος που της έδωσε άσυλο, με την καρδιά του
και το σπίτι του. Αυτός που, στα χέρια του, παρέδωσε το παιδί της τη μεγάλη
εκείνη νύχτα. Ο Έλνταρ! Ερχόταν προς το μέρος της σιγανά με αέρινα ανάλαφρα
βήματα. Έφτασε δίπλα της. Στάθηκε μπροστά της. Άπλωσε τα χέρια του στα δικά της
σαν να ήθελε να την καλωσορίσει. Η φωνή του ακούστηκε τόσο απόμακρη μα συνάμα
τόσο κοντινή και οικεία:
«Να
λοιπόν που συναντιόμαστε ακόμα μια φορά κόρη μου! Να που, ακόμα μια φορά είμαι
εγώ που θα σε υποδεχτώ».
«Έλνταρ!»
φώναξε και ένιωσε η φωνή της να βγαίνει απ’ τα βάθη της καρδιάς της.
«Τελείωσαν
όλα λοιπόν Αρμάντια!» της είπε. Τότε ναι, θυμήθηκε, συνειδητοποίησε. Στα
κλάσματα αυτά του χρόνου, πέρασαν τα πάντα από μπροστά της. Όλα! Εκείνος
συνέχισε:
«Είσαι
λεύτερη Αρμάντια! Όχι μόνο εσύ αλλά και εμείς όλοι. Ένας ολάκερος κόσμος που ζούσε
αιχμαλωτισμένος ανάμεσα σε δύο περάσματα. Στον κόσμο των ζωντανών και των
νεκρών. Νίκησες!» της είπε με ένα γλυκύτατο βλέμμα. Γύρισε και τον κοίταξε.
Δοκίμασε να μιλήσει. Ναι μπορούσε. Άκουγε τη φωνή της διαφορετική. Καθαρή,
ήρεμη, χωρίς να τρέμει:
«Φτάσαμε
λοιπόν ως εδώ… αυτό ήταν το τέλος;»
«Εσύ
το καθόρισες αυτό το τέλος Αρμάντια… δικός σου θρίαμβος ήταν αυτός… δική σου
θυσία… τώρα μπορείς πια να είσαι ήρεμη… να ζεις στη γαλήνη… γιατί έχουμε μια
νέα αρχή».
Γύρισε
το βλέμμα της να κυκλώσει με τα μάτια ολάκερο τον ορίζοντα. Να κλείσει μέσα της
τη μαγική ομορφιά του. Πίσω της, πέρα μακριά, έβλεπε από ψηλά καθώς ήταν, ένα
γνώριμό της τόπο. Το δάσος και πιο εκεί το Φόριεν.
«Μην
κοιτάς πια πίσω Αρμάντια, όλα εκεί παίρνουν το δρόμο τους. Μην ανησυχείς. Είναι
ώρα να ζήσεις τη δική σου απανεμιά… Πάμε!» της είπε δίνοντάς της το χέρι.
Έριξε
μια ακόμα τελευταία ματιά πίσω της. Όλα έδειχναν τόσο μαγικά όμορφα. Ένα
διαμαντένιο δάκρυ κύλησε στα μάγουλά της.
«Θα
μου λείψει Έλνταρ! Δεν πρόλαβα καν να την χαρώ!»
«Κόρη
μου όχι! Θα είναι πάντα κοντά σου, στο υπόσχομαι. Θα την βλέπεις, θα την
νιώθεις. Θα την ακούς». Του χαμογέλασε πικρά.
Ο
Έλνταρ την κράτησε απαλά απ’ το χέρι και την οδήγησε μπροστά. Ένιωσε σαν να
περπατούσαν αλλά δεν ένιωθε το έδαφος. Μπροστά τους φάνηκε η κορυφή των βουνών
και πέρα στο βάθος ξανοίχτηκε μια απέραντη θάλασσα. Ω τι ομορφιά. Δεν είχε δει
ποτέ της τη θάλασσα της Ουτέλια. Είχε ακούσει για αυτήν ιστορίες ολάκερες και
περιγραφές φανταχτερές. Αλλά δεν είχε
ταξιδέψει ποτέ προς τα εκεί. Το γαλάζιο της χρώμα έδενε με αυτό του ουρανού σε
έναν αρμονικό συνδυασμό.
«Κοίτα!»
άκουσε την απαλή φωνή του, «σε περιμένουν!»
Τράβηξε
το βλέμμα της στα αριστερά. Στην άκρη του βουνού, με φόντο τη θάλασσα, κάποιες
σκιές άρχισαν να φαίνονται αχνά κοντά τους. Λίγο-λίγο έπαιρναν σαφή μορφή και
χρώμα. Και ναι, μέσα στο φόντο του χρυσοκόκκινου ουρανού και της γαλάζιας
θάλασσας τους είδε! Έστεκαν εκεί, ήρεμοι, γαλήνιοι, χαμογελαστοί. Ο ένας δίπλα
στον άλλον.
Οι
γονείς της! Ο Ιγκόρ ο αγαπημένος πατέρας της, η Ρέυντα η μητέρα της και η
Μπρέντα ναι, η παραμάνα της. Άνοιξαν ελαφρά τα χέρια τους σαν μια αγκαλιά που
καραδοκούσε να την κλείσει μέσα της. Ένιωσε την συγκίνηση να την κυριεύει σε
κάθε κύτταρο του κορμιού της. Έκανε να τρέξει προς το μέρος τους. Ένιωθε σαν να
πέταγε ανάλαφρη στον αέρα. Τρεις μεγάλες αγκαλιές και η δική της! Τι αίσθημα
πληρότητας ήταν αυτό που ένιωθε! Δεν μπορεί να περιγραφεί. Έγιναν ένα πέντε
άνθρωποι. Την χάιδευαν, την άγγιζαν, τη φιλούσαν. Τότε έγινε κάτι παράξενο.
Έδειχνε να αλλάζει. Η Αρμάντια ξανάγινε εικοσιπέντε χρονών! Η νιότη που την
πόνεσε ξαναγύρναγε πίσω σε έναν άλλο χωρόχρονο. Το δέρμα της μαλάκωσε, οι
ρυτίδες έφυγαν σαν θλιβερή ανάμνηση, το σφιχτό της πρόσωπο απέκτησε και πάλι
αυτή την ηρεμία της ομορφιάς του και τα μαλλιά της έδειχναν πάλι να λάμπουν. Με
μια της κίνηση να τους αγκαλιάσει όλους μαζί φάνηκε το στήθος της μέσα από το
ανοιχτό της φόρεμα. Τι παράξενο! Κανένα μα κανένα ίχνος από το αποτρόπαιο
εκείνο σημάδι δεν βάραινε πια το κορμί της. Λες και δεν υπήρξε ποτέ! Λες και
δεν μάτωσε ποτέ!
Η
βασίλισσα Άλμπα παρατηρούσε την Ελεάνορ που καθόταν απέναντί της. Την είχε
συνηθίσει όλον αυτόν τον τελευταίο καιρό μαζί με το μονάκριβο παιδί της. Τώρα
την έβλεπε εντελώς μόνη αλλά τουλάχιστον ζωντανή. Τα σημάδια των ψυχολογικών
χτυπημάτων του τελευταίου καιρού είχαν αφήσει έντονη τη σφραγίδα τους στο
πρόσωπό της. Και ήταν απόλυτα λογικό. Πιο πέρα έστεκε κοντά τους ο Άλαντ. Από
τη συνάντηση αυτή κρινόταν το μέλλον του Φόριεν. Είχαν προϊδεάσει την Ελεάνορ
ότι κάτι σημαντικό είχαν να συζητήσουν μαζί της. Η ατμόσφαιρα μεταξύ τους ήταν
παράξενη. Υπήρχε μια περίεργη σιωπή. Αμήχανη, ιδιαίτερη. Σαν να καρτερούσε ο
ένας τον άλλον να κάνει την αρχή. Γιατί, πέρα από τα τετριμμένα μιας πρώτης
κουβέντας άλλα ήταν εκείνα που ένιωθαν ότι έπρεπε να ειπωθούν.
«Κόρη
μου, είμαστε εδώ…» ξεκίνησε ο Άλαντ, «για
να σου μεταφέρουμε μια πολύ σημαντική απόφαση και πρόταση».
Εκείνη
παραξενεύτηκε, ο δάσκαλος συνέχισε. Με την γαλήνια αλλά και βαθιά φωνή του και
τον πειστικό του τρόπο μετέφερε στην Ελεάνορ τη θέληση της βασίλισσας Άλμπα να
παραδώσει το στέμμα της στην ίδια ως φυσικό συνεχιστή της ιστορίας της πόλης. Η
νεαρή γυναίκα τα έχασε στην κυριολεξία. Σε ενίσχυση του δάσκαλου και της
προτροπής του, μπήκε και η ίδια η βασίλισσα.
«Κόρη
μου, για μένα θα είσαι πάντα παιδί μου. Όσο και αν τα τραγικά γεγονότα άλλαξαν
το ρόλο σου δίπλα στο σπλάχνο μου, για μένα, για την καρδιά μου, είσαι παιδί
μου! Και δεν θα τολμούσα ποτέ, πίστεψέ με, να κάνω αυτήν την πρόταση αν δεν
πίστευα ακράδαντα σε σένα και στο τι ακριβώς αντιπροσωπεύεις για το αύριο του
Φόριεν», της είπε και κρεμάστηκε στην κυριολεξία στα μάτια της.
Η
Ελεάνορ, σηκώθηκε απ΄ τη θέση της. Έδειχνε εμφανώς ταραγμένη και ανάμικτα
συναισθήματα διαπερνούσαν ολάκερη τη σκέψη και την καρδιά της. Με το θάρρος της
προσωπικότητας που την διέκρινε, γύρισε και προς τους δύο:
«Είναι…
είναι πολύ μεγάλο αυτό που μου λέτε! Το καταλαβαίνετε; Είναι για μένα ένα ακόμα
σοκ μαζί με τα άλλα…»
«Το
ξέρουμε παιδί μου. Δεν θα το τολμούσαμε αν δεν πιστεύαμε σε σένα», σχολίασε ο
Άλαντ. Εκείνη αντέδρασε λίγο πιο έντονα:
«Δάσκαλε…
μητέρα! Ναι, σας ευχαριστώ για την εικόνα που έχετε για μένα και για την πίστη
σας… είναι τεράστια η τιμή όπως και η ευθύνη. Όμως… δείτε λίγο και μένα!
Αναλογιστείτε τι έχει συμβεί μέσα σε λίγες μέρες! Κάντε έναν απολογισμό!»
Την
κοιτούσαν με κατανόηση χωρίς να μπορούν να διατυπώσουν μια ένσταση πάνω σε
αυτό. Εκείνη συνέχισε:
«Έμαθα…
ότι οι άνθρωποι που μέχρι τώρα θεωρούσα για γονείς μου… δεν ήταν οι φυσικοί
μου. Μετά έμαθα για έναν πατέρα μου, που… ήταν ένα νοσηρό τέρας, ένας δολοφόνος!
Ένας πατέρας που με απέρριψε με χυδαίο τρόπο, το είδατε; Που δεν με δέχτηκε καν
ως ύπαρξη, που στο τέλος… με κράτησε όμηρο, έτοιμος να με σκοτώσει, ασπίδα
προστασίας να γλιτώσει εκείνος. Ύστερα… αυτό το ύστερα, το σκεφτήκατε; Μπορείτε
να καταλάβετε τι θα μπορούσε να γίνει αν… Ο άνθρωπος που αγαπούσα… η μισή μου
ζωή… εκείνος που θα γίνονταν σε λίγες μέρες σύντροφος της ζωής μου και άντρας
μου… δεν ήταν παρά ...αδελφός μου!»
Είχε
ανεβάσει δραματικά τη φόρτιση του λόγου της συνεχίζοντας:
«Και
εκεί που έπρεπε να σβήσω τα πάντα, να τα ξεχάσω, να τα ισοπεδώσω. Να πάψω να
αγαπώ, να γεμίσω ενοχές και ίσως αποστροφή για τη σχέση μου με εκείνον… την ώρα
που βρήκα έναν αδελφό, αίμα μου ίδιο… την ίδια ακριβώς στιγμή τον έχασα! Βίωσα τον τραγικό του θάνατο σχεδόν μπροστά
μου!»
Η
Ελεάνορ είχε δακρύσει από την ένταση. Τα χέρια της έτρεμαν μαζί με το κορμί
της. Ο Άλαντ με την Άλμπα την κοιτούσαν αμίλητοι μα συγκινημένοι να μην μπορεί
να σταματήσει το δικό της ξέσπασμα.
«Και
τέλος… ω στο τέλος, έφτασα και στην πραγματική μου μητέρα! Στη γυναίκα που με
έφερε στον κόσμο. Μια συνάντηση που μας χρωστούσε η ζωή αλλά… την ίδια στιγμή
την έχασα και αυτήν! Για δεύτερη φορά μέσα απ’ τα χέρια μου. Την πρώτη φορά με
παρέδωσε σε έναν αξιαγάπητο άνθρωπο για να με γλιτώσει και τη δεύτερη φορά δεν
πρόλαβα εγώ να την χαρώ παρά μόνο να της κλείσω τα μάτια… Πως μπορώ δάσκαλε να
τα ξεπεράσω όλα αυτά; Πως μπορώ να σκεφτώ το στέμμα του βασιλείου;»
Σταμάτησε
ξαφνικά. Πήρε μερικές ανάσες προσπαθώντας να συνέλθει. Ο Άλαντ έριξε μια εύλογη
ματιά στη βασίλισσα, ύστερα πήγε κοντά της.
«Ελεάνορ…
κανείς από τους δυο μας εδώ μπροστά σου δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει το τι
έχεις περάσει και τι έχει συμβεί στη ζωή σου. Κανείς! Αλλά επειδή πιστεύουμε
ότι οι άνθρωποι που ανέφερες ή έχασες με τραγικό τρόπο, μόνο μέσα από τη δική
σου καταξίωση θα βρουν δικαιοσύνη και γαλήνη, για αυτό στο λέμε με πίστη».
«Δάσκαλε
τι μου λες; Αν γίνω εγώ βασίλισσα, θα δικαιωθεί η μητέρα μου και ο αδελφός μου;»
τον ρώτησε με ένταση.
«Ναι
Ελεάνορ, μέσα από τη δική σου ανάδειξη βρίσκουν και εκείνοι μια δικαίωση στο
δικό τους αγώνα, στη δική τους στάση ζωής», προσέθεσε η βασίλισσα Άλμπα.
Η
Ελεάνορ βημάτιζε νευρικά μέσα στο δώμα.
«Εγώ
μητέρα… το μόνο που θέλω και αποζητώ είναι να αποτραβηχτώ κάπου σε μια γωνιά!
Να κλειστώ σε ένα καβούκι, έξω από την αρνητική αύρα αυτού του κόσμου, να
συνειδητοποιήσω τι έγινε, να διεκδικήσω τα όποια πατήματά μου στο αύριο. Αυτό
θέλω μόνο, τίποτα άλλο!»
«Παιδί
μου… σε είδαμε ως την ύστατη στιγμή να στέκεσαι στο πιο ψηλό σκαλί και να
δίνεις μάχες για την έκβαση των πραγμάτων. Στην ύστατη μάχη με το Σάγκρος ήσουν
εκεί παρούσα. Δεν κρύφτηκες ποτέ Ελεάνορ! Η μοίρα της ζωής σου σε κάνει να
στέκεσαι μπροστά, ολόρθη, αποφασιστική, μετρημένη. Δεν έσπασες! Πονάς,
υποφέρεις, λυγίζεις αλλά μέχρι εκεί» έδωσε την τελευταία του πινελιά ο Άλαντ.
“Είναι
αδύνατον αυτό που μου ζητάτε, πρέπει να με καταλάβετε!» τους είπε μία ακόμα
φορά.
«Εντάξει
κόρη μου… δεν σε πιέζουμε άλλο. Πάρε το χρόνο σου, ησύχασε και μετά… είμαστε
εδώ κοντά σου, να σε περιμένουμε», της απάντησε ο Άλαντ.
Η
Άλμπα πήγε κοντά της. Κάθισαν και οι δύο στο ανάκλιντρο, η μία στην αγκαλιά της
άλλης. Σαν να προσπαθούσε η μία να νιώσει την άλλη. Δεν συνέχισαν τη συζήτηση.
Δεν θα έβγαζε πουθενά. Σταμάτησαν. Όμως και οι δύο, μέσα τους, δεν θα
παραιτούνταν τόσο εύκολα και θεωρούσαν ότι είχαν δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες
να προσπαθήσουν να την πείσουν. Έπρεπε να της δώσουν χρόνο να ανασάνει, να
αναπνεύσει, να σκεφτεί.
Λίγες
μέρες μετά…
Το
καλοκαίρι πλέον φλέρταρε για τα καλά
ολάκερο το Φόριεν. Τα στάχυα είχαν ψηλώσει στα χωράφια έξω απ’ την πόλη.
Το αεράκι του βοριά τους έδινε έναν πανέμορφο κυματισμό και τα οδηγούσε να
λικνίζονται σε έναν όμορφο περίτεχνο χορό. Τα δέντρα και τα φυτά στο δάσος
είχαν τα δικά τους έντονα χρώματα του καλοκαιριού. Οι κορυφές από το Βουνό των
σκιών έδιναν τη δική τους δροσιά στην πρώτη κάψα του ήλιου. Οι κρήνες έδιναν
δροσερό νερό στους επισκέπτες που τώρα μπορούσαν άφοβα να διασχίζουν το δάσος.
Το
κατάλευκο άλογό της κάλπαζε δυνατά ανάμεσα στα χωράφια. Ήθελε εδώ και καιρό να κάνει αυτό που ζούσε
αυτή τη στιγμή. Το ζητούσε η ψυχή της αμέσως μετά τα μεγάλα γεγονότα που
συγκλόνισαν ολάκερη την περιοχή. Και τώρα ήταν η ευκαιρία της, να μείνει μόνη
με τις δικές της στιγμές. Να αναζητήσει πάλι τις αναμνήσεις της. Να πατήσει στα
μέρη που γράφτηκε και η δική της ιστορία. Να μετρήσει τα λόγια του Άλαντ και
της βασίλισσας. Το βλέμμα της ήταν πέρα μπροστά. Τα πρώτα δέντρα του δάσους
πλησίαζαν πια γρήγορα στο πεδίο της. Ο καλπασμός του αλόγου της έφτανε στα
αυτιά της χαρακτηριστικός.
"Μου
αρέσει πάντα να σε κοιτάζω έτσι μπροστά μου να χάνεσαι μέσα στον άνεμο και στα
λιβάδια….”
Σκέφτηκε
τα λόγια του. Ο Μέλιαν πάντα την άφηνε να προπορεύεται όταν κάλπαζαν προς
το αγαπημένο τους δάσος. Ήταν ολοζώντανο
το άκουσμα στ’ αυτιά της. Γύρισε αναστατωμένη το κεφάλι της στα δεξιά αλλά το
μόνο που αντίκρισε ήταν τα δέντρα και τα περάσματα. Πως να τον αποκαλούσε αυτή
τη στιγμή; Αυτή η κατάρα της διπλής ιδιότητας του στη ζωή της! Πως να τον φέρει
στη μνήμη της; Αγαπημένος ή αδελφός; Το δίλημμά έγινε άρπαγμα στην καρδιά της.
Θεωρούσε ότι αυτή η διπλή ιδιότητα θα την στοίχειωνε. Είχε πάρει τώρα το
μονοπάτι μέσα στο δάσος. Κάλπαζε πιο ήρεμα. Ο ήλιος έκανε παιχνίδι με τις
κορυφές των δέντρων. Έπαιζε το δικό του κρυφτό από πάνω τους. Πόσο όμορφα ήταν
όλα πια εδώ. Στο δικό τους τόπο! Το ήξερε ότι θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο όλο
αυτό. Η επίσκεψή της σε αυτά τα μέρη. Το ήξερε και δεν λάθεψε. Γνώριζε ότι θα
υπέφερε με τα συναισθήματα στα όρια. Όμως το ήθελε! Όσο τίποτα. Ήταν κάτι που
τη στοίχειωνε μέσα της όλον αυτόν τον καιρό. Και δεν θα λυτρωνόταν αν δεν το
έκανε.
Ήξερε
καλά προς τα πού κατευθυνόταν. Είχε πληροφορηθεί για τα πάντα στα μονοπάτια και
στα περάσματα του δάσους. Προχωρούσε για ώρα πολύ κόβοντας δεξιότερα. Το
πέρασμα την έβγαλε σε ένα ύψωμα. Και καθώς το ανέβηκε, κάτω στα πόδια της
φάνηκε η λίμνη του Μπέλουαρ. Κοντοστάθηκε.
«Ώστε
σε αυτό το μονοπάτι;» σκέφτηκε μεγαλόφωνα. Ένιωσε την αγωνία της Αρμάντια στην
τραγική εκείνη καταδίωξη από τους δολοφόνους του ...Ζάρεκ. Στα αυτιά της
έφτασαν οι άναρχοι χτύποι της καρδιάς της μητέρας της καθώς έτρεχε, με την ψυχή
στο στόμα, για να γλιτώσει. Προχώρησε προς την άκρη, πιο κοντά. Το βλέμμα της
στάθηκε εκεί στην όχθη αριστερά.
«Εκεί
λοιπόν…» ακούστηκε. Με τα μάτια της ψυχής της, είδε την άμαξα να συντρίβεται
και εκείνη να πέφτει πάνω στο μεγάλο κορμό του δέντρου. Η σωτηρία της.
Πήρε
το βλέμμα της από εκεί ταραγμένη. Ακολούθησε το μονοπάτι προς το πέρασμα του
γκρίζου λύκου. Έφτασε στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Το βλέμμα της έπεσε στο
ερειπωμένο υπόλοιπο του σπιτιού που κείτονταν εκεί στην αγκαλιά μεγάλων
δέντρων. Το σπίτι του Έλνταρ, έχασκε ερειπωμένο αλλά γαλήνιο. Φάνταζε σαν να
είχε περάσει από πάνω του μια τρομερή θύελλα, ένας χαλασμός. Αυτό το σπίτι!
Πόσο δυνατή ήταν η συγκίνηση που έσφιξε την καρδιά της! Κατέβηκε από το άλογό
της. Ένα της δάκρυ έγινε σπονδή μπροστά στον τάφο του Έλνταρ. Πήρε το μονοπάτι
προς τα πάνω, προς το πέρασμα.
«Εδώ
λοιπόν έγινε!» ψιθύρισε. Είδε το μέρος που τα μάτια της, σαν νεογέννητο,
αντίκρισαν για πρώτη φορά το φως αυτού του κόσμου. Κάτω από τις πλέον
απάνθρωπες και τραγικές στιγμές. Είδε την Αρμάντια να πονά, να υποφέρει, να
γεννά μέσα σε φόβο και τρόμο. Και μετά είδε τον Σάγκρος και τέλος την
...παράδοσή της στα χέρια του ευγενικού Έλνταρ. Πως είναι κανείς να δίνει το
πλάσμα που έφερε στον κόσμο σε άλλα χέρια; Σκέφτηκε. Πως είναι για μια μάνα να
αποχωρίζεται από το κομμάτι της δικής της ζωής για να το γλιτώσει; Μακάρι
γυναίκα ποτέ να μην ζήσει αυτό το βίωμα. Καμία!
Σκούπισε
ένα δάκρυ από το μάγουλό της. Ένα δάκρυ μονάκριβο στον τόπο που γεννήθηκε για
τη γυναίκα που πόνεσε για εκείνη. Αυτό λοιπόν ήταν το μέρος που ήρθε στη ζωή.
Τι παράξενο! Αυτό της το ξεχωριστό ριζικό. Έψαξε μέσα στην χορταριασμένη αυλή
και, ακολουθώντας τις οδηγίες που της είχε δώσει ο Άλαντ, βρήκε τον τάφο του
Έλνταρ. Έμεινε ακίνητη και βουβή μπροστά στην πλάκα του. Στο τελευταίο σπίτι
του ανθρώπου που πρώτος την κράτησε στα χέρια του, που της χάρισε τα πρώτα
χάδια, την πρώτη περιποίηση. Αυτός ο ξένος άντρας. Με την καλοσύνη να υπερβαίνει
κάθε δυνατό όριο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν που φρόντισε για την εξασφάλιση της
ζωής της. Κι όμως δεν τής ήταν τίποτα!
Σε αντίθεση με τον πραγματικό, βιολογικό της πατέρα που οργάνωσε και σχεδίασε
και τη δική της δολοφονία.
Κίνησε
τα βήματά της πηγαίνοντας στο άλογό της. Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. Έφευγε από
μέσα της ένα μεγάλο βάρος. Σαν να εκπλήρωσε κάποια της επιλογή. Καβαλίκεψε,
γύρισε και έριξε μια τελευταία ματιά στο ξέφωτο εκείνο και στο σπίτι του
Έλνταρ. Ανατρίχιασε! Μέσα εκεί κάπου ανάμεσα στις σκιές σαν να άκουσε κάποιο
χλιμίντρισμα. Το δικό της άλογο αντέδρασε θορυβημένο. Ένα παράξενο παιχνίδισμα
ανάμεσα στις σκιές. Διαισθάνθηκε κάτι εκεί ολόγυρα! Οι αισθήσεις της πρόδιδαν
την αίσθηση ότι, “κάτι” ή “κάποιοι” ήταν εκεί μαζί της. Κρυμμένοι στις πυκνές
φυλλωσιές του δάσους και από στιγμή σε στιγμή, θα προέβαλαν μπροστά της.
«Θέλω
να σε νιώθω πάντοτε κοντά μου… μην μ’ αφήσεις ποτέ, όπως δεν το έκανες για τόσα
χρόνια…»
ψιθύρισε στον αέρα σαν να επρόκειτο κάποιος να ακούσει και συνέχισε μεγαλόφωνα:
«Οι
χρόνοι θα φύγουν γοργά στα πέρατα του σύμπαντος. Αιώνες ολάκεροι να γυρέψουν το
τέλος του δαίμονα ή την αναγέννησή του. Στη γη πέρα από το βουνό των Σκιών θα
κριθεί η τύχη του καταραμένου… αλλά και αυτού που θα σηκώσει τα κρίματα και την
οργή από δικές του ανούσιες πράξεις…. Στο αίμα θα βάψει τον ίδιο του τον οίκο…
η μαύρη βασίλισσα… στα δικά της τα χέρια η τύχη του δάσους… όλα είναι γραμμένα
στο λυρικό χρησμό που έδωσε ο Ράνουλφ, γραμμένα στην αρχαία γλώσσα της Κράγια…
εκείνος που θα τον διαβάσει σωστά θα βρει την αλήθεια…»
Κούνησε
το κεφάλι της σκεπτική. Να που όλα έγιναν ακριβώς έτσι! Η μητέρα της σήκωσε τα
κρίματα και την οργή από τις ανούσιες πράξεις του βασιλιά και ...πατέρα της.
«Άραγε
να είσαι ήρεμη εκεί που είσαι; Η οργισμένη σου καρδιά πρέπει να βρήκε την
πολυπόθητη γαλήνη, αυτή που δεν σε άφησαν να ζήσεις».
Άρχισε
να κατεβαίνει στο δάσος, το δρόμο της επιστροφής. Αργά-αργά τυλιγμένη σε
σκέψεις. Είχε κατέβει πια αρκετά όταν έφτασε εκεί στο μεγάλο ξέφωτο. Το ήξερε
αυτό το μέρος ναι! Της ήταν τόσο οικείο.
Η πέτρινη κρήνη. Το δικό τους μέρος! Σταμάτησε και κατέβηκε πάλι. Άρχισε
να περπατά αργά κατά μήκος της καθώς έστεκε πάντα εκεί, προσφέροντας δροσιά
στους επισκέπτες της.
«Να
‘μαστε πάλι εδώ Μέλιαν! Στο δικό μας μέρος αγαπημένε! Στο δικό μας καταφύγιο
από αυτόν εδώ τον κραυγαλέα σκληρό κόσμο. Τι ειρωνεία πραγματικά! Ήσουν εσύ
τότε που προσπαθούσες να μου δώσεις δύναμη και κουράγιο να αντιμετωπίσουμε τις
προκλήσεις και τους φόβους μας. Και λες και ...όλη η ικμάδα των δικών σου
αντοχών πέρασε ακέραια στη δική μου καρδιά. Για να αφήσει τη δική σου έρημη,
αδύνατη, ευάλωτη. Πόσο άδικο. Μιας μορφής θυσία λοιπόν».
Έκατσε
εκεί στο πέτρινο πεζούλι, όπως τότε.
«Είναι
απάνθρωπο να γλιστράει έτσι απ’ τα χέρια σου ένας τόσο εμβληματικός άνθρωπος.
Να χάνεται. Άραγε πως θες να σε αποκαλώ αγαπημένε; Πως; Αδελφέ μου; Αγαπημένε
μου; Για μένα ισχύουν και τα δύο και σ΄ αγαπώ το ίδιο για τον καθένα από τους
ρόλους σου στη ζωή».
Άπλωσε
το χέρι της στην πέτρινη επιφάνεια. Όλο αυτό ήταν μια σπονδή σε εκείνες τις
μέρες του παρελθόντος.
Θυμήθηκε
το όνειρο που την είχε τότε ταράξει. Αυτό που είχε μοιραστεί μαζί του. Να που
βγήκε πέρα για πέρα αληθινό. Λες και κάποια δύναμη αποκάλυψε το μέλλον στην
καρδιά της. Τα δύο δέντρα και ο χωρισμός τους. Αλλά και την παράξενη εκείνη
γριά στη γιορτή των ρόδων με το άγγιγμα του χεριού της. Έκανε το γύρο
αγγίζοντας την σκληρή πέτρα. Δεν ήξερε τι προσπαθούσε να βρει ξανά.
«Δεν
θα βγεις ποτέ απ’ τη ζωή μου»,
ψιθύρισε συγκινημένη, «δεν μπορείς να βγεις! Ότι και να κάνεις, τώρα πια
έχουμε το ίδιο αίμα. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από αυτό. Από διαφορετικούς
κόσμους, μαζί θα πορευτούμε. Όπως και να σε αποκαλέσω, όποιον τίτλο να σου
δώσω, για μένα, θα είσαι κάτι δικό μου! Ένα κομμάτι απ’ την καρδιά μου. Μην με
ξεχνάς Μέλιαν! Να έρχεσαι στα όνειρά μου! Πάντα θα βρίσκεις μια πόρτα ανοιχτή
να την διαβείς και μια αγκαλιά να σε περιμένει. Σε παρακαλώ… μην μ’ αφήνεις…»
Άφησε
το κρυστάλλινο δάκρυ να τρέξει λεύτερο ως κάτω στο μάγουλό της και να βρέχει τα
χείλη της. Χάιδεψε με τα δάχτυλά της τις πλάκες της κρήνης εκεί που κάποτε
άπλωνε το σώμα του. Κίνησε προς το άλογό της. Δεν πρόλαβε να κάνει μήτε μισό
βήμα όταν το ένιωσε γύρω της. Στην αρχή διακριτικά. Ένα παράξενο παιχνίδισμα
του ανέμου. Κάτι διαφορετικό από το φυσιολογικό. Λες και ταράζονταν ο χώρος
γύρω της. Τα κλαδιά των δέντρων σείστηκαν με πιο εκδηλωτικό τρόπο ενώ μικρές
δίνες ανέμου έτρεχαν σαν σβούρες στο χώμα παρασύροντας μικρές πέτρες και
ξεράγκαθα. Στην αρχή τρόμαξε. Μετά η διάθεσή της άλλαξε. Ένιωθε όπως τότε στο
δάσος όταν έρχονταν εδώ με τον Μέλιαν. Αυτή η παράξενη δύναμη που την τραβούσε.
Η συνέχεια ήταν πιο έντονη. Μια παράξενη λάμψη άρχισε να σχηματίζεται μέσα στο δάσος
και πολύ κοντά της. Σχεδόν απέναντί της. Αργά αλλά σταθερά κάτι σχηματίζονταν
μέσα σε αυτόν τον φωτεινό κύκλο. Ακαθόριστο στην αρχή, συγκεκριμένο μετά. Δύο
ανθρώπινες μορφές που έρχονταν από το βάθος του δάσους. Ανατρίχιασε σύγκορμη
όταν είδε τις δύο αυτές μορφές μπροστά της πλέον. γαλήνιες, αέρινες, παράξενες.
«Εσείς;
Αν είναι δυνατόν;» ψέλλισε η Ελεάνορ.
Η
Αρμάντια και ο Μέλιαν έστεκαν μπροστά της. Τυλιγμένα τα σώματά τους σε μια
παράξενη λάμψη και ένα ενεργό ρεύμα αέρα. Κάτι που έδινε εξαίρετη απόκοσμη
ομορφιά στο πρόσωπό τους. Ναι ήταν εκείνοι! Κοντοστάθηκαν ο ένας δίπλα στον
άλλο με μικρή απόσταση μεταξύ τους. Την κοίταξαν ίσια στα μάτια με ένα βλέμμα
γεμάτο έκφραση αγάπης.
«Εμείς
Ελεάνορ…» άκουσε ναι! Τη φωνή εκείνης, της Αρμάντια.
«Είμαστε
εδώ δίπλα σου, κοντά σου… όπως ζήτησες… όπως εμείς το θέλουμε αγαπημένη…»
πρόσθεσε στον ίδιο τόνο ο Μέλιαν.
Κινήθηκε
λίγο προς το μέρος τους, όμως κάτι την κράτησε σε εύλογη απόσταση.
«Πόσο
ευλογημένη νιώθω με την παρουσία σας!»
Ακούστηκε
η φωνή του Μέλιαν:
«Θέλω
να κάνεις κάτι για μένα Ελεάνορ… κάτι που το θέλω με την ψυχή μου… κάτι που θα
δώσει σε μένα και στην μητέρα σου αιώνια αγαλλίαση και αν θες, δικαίωση».
«Προσμένω
να ακούσω κάθε σου κάλεσμα», αποκρίθηκε, μέσα σε έκδηλη συγκίνηση, εκείνη.
«Θέλω
να σε καμαρώσω σε μια θέση που δικαιωματικά αξίζεις αδελφή μου! Ο σοφός
δάσκαλός μας, η μητέρα μου αλλά και όλοι είναι κάτι που ζητούν. Θέλω να δεχτείς
να δώσεις εσύ με την παρουσία σου τη συνέχεια στην πόλη που αγάπησες. Θέλουμε
να συνεχίσεις σαν βασίλισσα».
«Τι
μου ζητάς Μέλιαν;» ρώτησε εκείνη εκστασιασμένη.
«Το
δίκαιο και το σωστό κόρη μου!» ήρθε η σειρά της Αρμάντια να μιλήσει. Άπλωσε το
χέρι της και ενώθηκε με αυτό του Μέλιαν δίπλα της, συνέχισε με την απόκοσμη
φωνή της που ακούγονταν τόσο ιδιαίτερα μέσα σε εκείνο το φωτεινό σύννεφο.
«Αυτό
που σου βαραίνει την καρδιά είναι πρωτόφαντο. Κανείς άνθρωπος να μην το περάσει
ποτέ! Και οι δυο μας νιώθουμε το κενό στην καρδιά σου. Όμως και εγώ και ο
αδελφός σου νιώθουμε ότι θα βρεις τη
δύναμη να το ξεπεράσεις. Σε πιστεύουμε αγαπημένη μας. Όλοι μας περιμένουμε από
σένα να γράψεις το αύριο της πόλης που αγαπήσαμε και ζήσαμε, με το δικό σου
χέρι. Να το σφραγίσεις με τα δικά σου όνειρα. Δεν είναι αρχομανία αυτό, είναι
προσδοκία και σιγουριά ότι αυτό που θα προσφέρεις σε όλους είναι ένα ίαμα στο
Φόριεν να θεραπεύσει τις πληγές του. Πρέπει να ξεχάσουμε κόρη μου! Πρέπει να
γαληνέψουμε όλοι. Να ξεκινήσει μια άλλη μέρα εδώ».
«Αδελφή
μου… αγαπημένη μου… μαζί ονειρευτήκαμε αυτές τις εικόνες. Μαζί σχεδιάζαμε αυτήν
την επόμενη μέρα. Δώσε μου λοιπόν τη χαρά να βλέπω τη δικαίωση όσων ζωγραφίσαμε
στις καρδιές μας», της είπε και ο Μέλιαν.
Ήταν
συγκινημένη. Τόσο έντονα, τόσο απόλυτα. Ήθελε τόσο να τους αγκαλιάσει, να τους
αισθανθεί, να νιώσει τις αγκαλιές τους γύρω στο σώμα της. Άπλωσε τα χέρια της
προς το μέρος τους. Όμως μια παράξενη δύναμη έσπρωξε το σύννεφο που τους
κύκλωνε λίγο μακρύτερα. Κατάλαβε ότι τους χώριζαν δύο κόσμοι διαφορετικοί. Τα
μάτια της γέμισαν δάκρυα. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Έγνεψε το κεφάλι της θετικά
προς το μέρος τους. Με έμφαση και πολλές φορές. Πάνω, κάτω. Χωρίς να μπορεί να
μιλήσει. Τότε τους είδε να χαμογελούν. Δύο πρόσωπα γεμάτα ευτυχία και γαλήνη.
Σαν να κούνησαν αδιόρατα τα χέρια τους προς το μέρος της. Ύστερα, το φωτεινό
εκείνο σύννεφο, άρχισε να τους τραβά αργά-αργά προς το βάθος του δάσους,
κάνοντας τις μορφές τους να χάνονται και να γίνονται διάφανες, ώσπου χάθηκαν
εντελώς.
«Όλα
θα γίνουν καθώς είπατε… αγαπημένοι… όλα… και ελπίζω σε αυτό το καινούργιο αύριο
να έχω τη στήριξή σας… Σας παρακαλώ! Μην μ’ αφήσετε ποτέ πια μόνη! Σας παρακαλώ».
Γύρισε
μια τελευταία φορά προς τα εκεί που χάθηκαν. Πήγε προς το άλογό της και ανέβηκε
πάνω στη ράχη του. Το χέρι της πριν σφίξει τα γκέμια για τα καλά, έκανε μια
ανεπαίσθητη κίνηση σαν χαιρετισμό. Και προς τα εκεί αλλά και προς το βάθος του
δάσους. Πολλά ίσως μάτια ψυχής ήταν αυτή τη στιγμή, αόρατα, κολλημένα στα δικά
της. Γύρισε μονομιάς την πλάτη της και άρχισε να εντείνει τον καλπασμό της. Όλο
και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Όλο και πιο ατίθασα. Ήξερε ότι το κενό
μέσα της δεν θα έκλεινε ποτέ και ίσως ο χρόνος να μην μπορούσε να θεραπεύσει
τις πληγές. Όμως είχε στο νου της πολλά πράγματα μπροστά της να κάνει στο νέο
της ρόλο. Τα πρώτα σπίτια του Φόριεν φαίνονταν πάλι μπροστά της. Πίσω στη πλάτη
της το δάσος, το μέρος εκείνο που σημάδεψε τις ζωές όλων. Θα μπορούσε να γίνει
το δάσος της λήθης για τον πόνο; Και πέρα από αυτό, μακριά εκεί ψηλά. Το βουνό
των σκιών έστεκε μεγαλοπρεπές και ήρεμο αυτή τη φορά. Χωρίς εκείνη την χθόνια
αναταραχή που το χαρακτήριζε τα προηγούμενα χρόνια.
Πέραν
από εκείνες τις μεγάλες δύο παρουσίες της ζωής της, είχε ανθρώπους να
στηριχτεί. Οι γονείς της, ο δάσκαλος, η Άλμπα. Αλλά και ολάκερος ο λαός της
πόλης που περίμενε από εκείνη την ανάσα μιας καινούργιας μέρας. Ναι! Η αποστολή
της είναι τώρα πια να είναι κοντά τους, να μην τους απογοητεύσει. Να γίνει η
βασίλισσά τους. Στο μυαλό της ήρθαν οι στίχοι από τις στροφές στην περγαμηνή
που συχνά τους διάβαζε ο Άλαντ:
“Αλλάζω
τον άνεμο σε ένα καράβι
για
να δεχτώ τα γλυκά και τα ξινά.
Ο
γελωτοποιός θα σηκώσει το χέρι του,
η
ορχήστρα ξεκινά καθώς αργά γυρίζει ο τροχός της λήθης”
ΤΕΛΟΣ
Επίλογος
Φίλες
και φίλοι,
εδώ
τελειώνει αυτό το όμορφο ταξίδι μας στο “Δάσος της Λήθης”. Κρίνετε με την επιείκειά
σας το όλο έργο, καθώς είναι η πρώτη μου γραφή στο είδος του δράματος φαντασίας
εποχής.
Θα
ήθελα να ευχαριστήσω με όλη μου την καρδιά:
•
Τον
αγαπητό μας φίλο και συνοδοιπόρο Γιώργο Δερβεντλή καθώς οι δικές του “Μουσικές
ιστορίες” ήταν εκείνες που άναψαν το φιτίλι της έμπνευσης και μας έδωσαν την
ώθηση να γράψουμε και να παρουσιάσουμε. Τον ευχαριστώ ολόψυχα για την οργάνωση
στην παρουσίαση του έργου σε δημοσιεύσεις ανά κεφάλαιο. Επίσης για τον αμέριστο
κόπο και δουλειά του να προωθήσει το έργο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και
άλλες πλατφόρμες. Του εύχομαι ολόψυχα καλές θάλασσες στη ζωή του, όμορφο
πέταγμα στα όνειρά του, καλές εμπνεύσεις στο συγγραφικό του έργο και πάντα
υπέροχες στιγμές με την οικογένειά του.
•
Τις
αγαπημένες φίλες: ANNA
FLO,
Marina
Tsardakli,
Mary
Pertax
για την τόσο
διαδραστική τους συμμετοχή σε κάθε κομμάτι και κεφάλαιο αυτού του έργου.
•
Κάθε
φίλο/φίλη, blogger και
μη, που έμεινε μαζί μας στην ανάγνωση του έργου τώρα ή ακόμα και μελλοντικά.
Το
έργο θα μείνει εδώ για ανάγνωση στους φίλους bloggers και επίσης θα αναρτηθεί για
ελεύθερη δημοσίευση, ως e-book, στην πλατφόρμα Wattpad, στην προσωπική μου σελίδα.
Να
δηλώσω τέλος, ότι πόνεσα πάρα πολύ αυτό
το έργο, αγάπησα τους χαρακτήρες τους, βίωσα το δράμα τους, δάκρυσα μαζί τους
σε όλη τους τη διαδρομή.
“Υπήρχε
μια εποχή όταν ο λειμώνας, το σύδεντρο και το ρυάκι, η γη και κάθε κοινή θέα,
μου φαίνονταν λουσμένα σε ουράνιο φως. Η
δόξα και η φρεσκάδα ενός ονείρου δεν είναι πλέον όπως τότε. Οπουδήποτε και αν
στρέψω το βλέμμα μου, νύχτα ή μέρα, τα πράγματα που αντίκρισα, δεν μπορώ να
αντικρίσω πλέον.
Υπάρχει
όμως ένα δέντρο, ένα απ’ τα πολλά, ένα μοναχικό λιβάδι το οποίο ατένισα.
Αμφότερα μου μίλησαν για ότι χάθηκε. Ο πανσές στα πόδια μου την ίδια ιστορία
επαναλάμβανε. Σε ποιο μέρος δραπέτευσε το λαμπρό όραμα; Που βρίσκεται τώρα η
δόξα και το όνειρο;”
Ωδή
στον Υπαινιγμό της Αθανασίας
Γουίλλιαμ
Γουόντσγουορθ
Το πρώτο που μου έρχεται να σχολιάσω είναι η συγκινητική στιγμή της συγνώμης της βασίλισσας Άλμπα στην Αρμάντια και της Αρμάντια στη Βασίλισσα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια πολύ δυνατή στιγμή, που την πλαισιώνει, αν όχι κορυφώνει η ευχή της βασίλισσας για "καλή τύχη" σε αυτή την ιστορική αναμέτρηση που καλείται να συμμετέχει η Αρμάντια.
Ακόμα πιο συγκινητική η στιγμή της Αρμάντια και της Ελεάνορ. Η συμβουλή της να αγαπά τους θετούς της γονείς και η παραδοχή της Ελεάνορ πως πια και η Αρμάντια έχει μια θέση στη καρδιά της ήταν πολύ εκφραστικές!
Το σκηνικό προς τη μάχη συγκλονιστικά δοσμένο. Μας βοηθά να χτίσουμε την εικόνα.
Η πνευματικότητα του δασκάλου που τόσο έχουμε αγαπήσει στο διήγημα, μας διδάσκει πόσο σπουδαίο είναι να στέκεσαι αντάξιος των περιστάσεων. Παρά τον φόβο και τον κίνδυνο.
Το κουράγιο της Ελεανορ, το αίσθημα της για δικαιοσύνη, αλλά για τη σωτηρία της Αρμάντια, είναι αξιοσημείωτο. Η ανδρεία της απέναντι σε κάτι τόσο σκοτεινό και απρόσωπο είναι εντυπωσιακή.
Η σκηνή της μάχης της Ελεάνορ της Αρμάντια και του Σάγκρος καθώς και η φυγή του από την γη, τόσο εντυπωσιακά. ένιωσα σαν να βρισκόμαστε εκεί. Σαν να γινόμαστε μάρτυρες της ιστορίας.
Πολύ συγκινητική και η στιγμή αποχωρισμού μητέρας και κόρης.
Η Αρμάντια έφυγε δικαιωμένη, με αποδοχή και την αγάπη της κόρης της για ύστατο χαίρε. Ο θάνατος ποτέ δεν είναι δίκαιος, όμως τουλάχιστον είχε ηρεμήσει η ψυχή της πριν το στερνό ταξίδι. Και αντάμωσε πια όλους όσους αγαπούσε!
Η τελική στιγμή αυτή της αντάμωσης του αγαπημένου Μέλιαν, της Αρμάντια και της Ελεάνορ, ήταν το τέλος το ταιριαστο για την ιστορία αυτή.
Μια ιστορία στηριγμένη στη θυσία, την αγάπη, τη δικαιοσύνη. Μια ιστορία γεμάτη μηνύματα και αξιοσημείωτες στιγμές.
Υπέροχο το ταξίδι που μας χάρισες Γιάννη με αφορμή το δρώμενο του Γιώργου. Παρακολουθήσαμε με προσοχή κάθε κεφάλαιο, δεθήκαμε με τους ήρωες, νιώσαμε τον αγώνα τους, και τώρα τους αποχαιρετούμε.
Είμαι σίγουρη όμως πως θα μας γνωρίσεις άλλους ήρωες και καλά θα κάνεις γιατί το αξίζει η γραφή σου. Μεγάλο μπράβο λοιπόν και σε σένα και στο Γιώργο.
Καλό απόγευμα!
Ναι, δεν ντρέπομαι να το πω Μαρίνα μου, αποχαιρέτισα τους ήρωες του δάσους με δάκρυα στα μάτια και έκδηλη φόρτιση. Τώρα θέλω να προσθέσω ότι, την ίδια συγκίνηση με κάνουν να νιώθω και τα σχόλιά σου εδώ. Τα καταληκτικά σου σχόλια. Ξέρω ότι έζησες με αληθινά αισθήματα το πέρασμα αυτού του έργου. Ξέρω ότι περίμενες με αγωνία, ξέρω ότι ζούσες τα σχόλιά σου. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό σου δίνω το λόγο μου. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάθε τέλος έχει τη δική του φόρτιση και συγκίνηση.
ΔιαγραφήΘα προσπαθήσω να τιμήσω τις ευχές σου, την εμπιστοσύνη σου, τη στήριξή σου. Γιατί είναι για μένα το καλύτερο δώρο. Σε ευχαριστώ Μαρίνα μου, μέσα απ' την καρδιά μου για κάθε μεγάλο συναίσθημα που μου χάρισε η ανάγνωσή σου. Καλή μας συνέχεια.
Τέλος λοιπόν!!! Που μου προκαλεί μεγάλη συγκίνηση αφενός γιατί τελείωσε ένα μυθιστόρημα που αγάπησα πολύ. Αφετέρου γιατί τα κεφάλαια αυτά είναι γεμάτα συναισθήματα δυνατά και ακραία σε πολλά σημεία. Σε συγκλονίζουν οι στιγμές που περιγράφεις. Μας έκανες και ζήσαμε Γιάννη κάθε δράση των ηρώων σου. Τους αγαπήσαμε. Τους κάναμε δικά μας πρόσωπα. Μπήκαμε αφανείς θεατες στις σκηνές που παραστατικά περιγράφεις και είδαμε, νιώσαμε, δακρύσαμε αληθινά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι να πω;
Η θυσία της Αρμάντιας , της Ελεάνορ απέναντι στο Σάγκρος, είναι στιγμές που χαρίζουν διδάγματα. Μα με συγκίνηση διάβασα την ανταπόκριση του κόσμου. Τον ύστατο φόρο τιμής στην μαύρη βασίλισσα που τους έσωσε με τη βοήθεια της κόρης της. Φοβερό το τέλος του δαίμονα. Πήγε εκεί που ανήκε!
Και η πρόταση της Άλμπα μιας χαροκαμένης μάνας αλλά και βασίλισσα αποδεικνύει ακριβώς αυτό που της εί΄πε ο σοφός δάσκαλος, την ποιότητά της.
Μα θα σταθώ στο έργο σου συνολικά.
Για μένα είναι το καλύτερο όλων.
Έβαλες ψυχή Γιάννη σε κάθε αράδα του. Φαίνεται.Νομιζω ότι το είδος αυτό σου πάει απόλυτα.
Καλογραμμένο, με περιγραφές υπέροχες, με μηνύματα -διδαχές ζωής.
Να σου πω ότι αυτό το έργο σου το φαντάστηκα ταινία, το ονειρεύτηκα βιβλίο, το λάτρεψα.
Καλή συνέχεια σε ό,τι κάνεις Γιάννη
Ευχαριστούμε το Γιώργο που χάρη στο δρώμενό του έγινε η αφορμή για να ζήσουμε αυτή σου την έμπνευση.
Καλοτάξιδη η ρότα της ζωής σου Γιώργο μου σε κάθε τομέα.
Θα μας λείψεις να το ξε΄ρεις και θα σε περιμένουμε εδώ
Σας φιλώ και τους δυο
Αγαπημένη μου φίλη, Άννα μου!
ΔιαγραφήΤελικά πόσο δέσαμε σε αυτό το έργο! Περισσότερο από όλα ίσως ναι; Ίσως γιατί δεθήκαμε και συναντιόμασταν σε ένα φιλόξενο μπλογκ, αυτό του Γιώργου. Ίσως γιατί κάθε κεφάλαιο έμοιαζε, καθώς λες, με ένα ξεχωριστό επεισόδιο μιας σειράς που περιμέναμε την ώρα που θα τη δούμε.
Περίμενα κάθε σας σχόλιο, κάθε σας σκέψη, κάθε σας παρατήρηση, σαν μικρό παιδί. Τι θα πείτε, τι θα σχολιάσετε, τι θα κρίνετε, τι περιμένετε ίσως. Έζησα ναι, μεγάλες στιγμές συγκίνησης. Μπήκα στην ψυχή των χαρακτήρων της δράσης. Σε κάθε τους βήμα, σε κάθε τους καρέ. Και προσπάθησα να περάσω μηνύματα και αξίες ζωής, έστω και αν το μυθιστόρημα ήταν εποχής αρχαίων χρόνων. Κάποιες αξίες παραμένουν αναλλοίωτες στο χρόνο Άννα και οφείλουμε να τις προτάξουμε.
Πόνεσα και εγώ τους ήρωες. Κύρια την Αρμάντια με την Ελεάνορ. Μάνα και κόρη, τραγικές φιγούρες ζωής. Δεν ξέρω, ειλικρινά είχα καιρό να νιώσω τέτοια συναισθήματα καλή μου φίλη. Δώρο για μένα που τα μοιράστηκα και μαζί σου. Συνεχίζουμε Άννα μου.
Ένα υπσροχο έργο έφτασε στο τέλος του. Γεμάτο εικόνες και συναισθήματα έντονα, αγωνίες και πόνο, αγάπη και μίσος, και η αιώνια μάχη του καλού και του κακού που όμως στέφεται νικητής το κσλό όταν υπάρχει αγάπη και ενωμένη προσπάθεια ατόμων με περηφάνια καλοσύνη και αξιοπρέπεια που δεν ξεχνούν τις αρχές τους. Μας συντρόφεψε αρκετά αυτή η ιστορία αγαπήσαμε τους ήρωες της και πολεμήσαμε μαζί τους τους εχθρούς. Γιάννη μου σέυχαριστούμε για τις στιγμές, και το Γιώργο που ακούραστα συνέδραμε. Θα τα πούμε πάλι με άλλους ήρωες χωρίς να ξεχνάμε αυτούς που ήταν τόσο υπέροχη παρέα για καιρό. Θα μου λείψουν είναι η αλήθεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤώρα να πω ότι με άφησαν ασυγκίνητο τα λόγια σου, όχι δεν μπορώ να το πω. Εμένα να δεις Μαίρη μου πόσο θα μου λείψετε! Ναι, στο λέω ειλικρινά. Περίμενα σε κάθε κεφάλαιο να συναντήσω το σχόλιό σας. Είχε γίνει μια εξαίρετη παρέα εδώ και θα μου λείψει. Περίμενα να δω τα συναισθήματα, τις αντιδράσεις, τις αναμονές και προσδοκίες. Ήδη μου λείπει αυτή η μαγική συντροφιά αγαπημένη μου φίλη, στο λέω από βάθος καρδιάς. Να είσαι καλά, να ξεκουράζεσαι και να έχεις όμορφες καλοκαιρινές στιγμές.
ΔιαγραφήΕδώ και μία εβδομάδα διαβάζω κομμάτι κομμάτι το Δάσος της λήθης και με έχει μαγέψει η πλοκή του...
ΑπάντησηΔιαγραφήΕνα μυθιστόρημα που με έβαλε μέσα στο μυστήριο και την αγωνία για τις ζωές όλων των ηρώων σου, που σε κάθε συνέχεια της που άφηνα μετά τα μεσάνυχτα συνήθως εκείνη την ώρα είχα τον δικό μου χρόνο να διαβάσω, με κρατούσε η αγωνία μέχρι την επόμενη φορά που θα έμπαινα να δω την συνέχεια της ιστορίας...
Με καθήλωσε η υπόθεση και όλο το συναίσθημα που με συνεπήρε όσο το διάβαζα..
Σε διαβεβαιώ, ότι ήταν κλάσης ανώτερα από βιβλία μυστηρίου και αγωνίας ξένων συγγραφέων που έχω διαβάσει φίλε μου.
Είχα διαβάσει τα αρχικά κεφάλαια, αλλά αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερα να το διάβαζα όλο μαζί, και έτσι μπαίνοντας στο μπλοκ σου ,που πολύ καλά έκανες και μας το θύμησες , το ξεκίνησα από την αρχή , αλλά επειδή το διάβαζα αργά το βράδυ μου πήρε μια εβδομάδα να το τελειώσω, όπως ακριβώς με ένα βιβλίο...
Ενα μεγάλο μπράβο , για την έμπνευση και την συγγραφή...
Τα θερμά μου συγχαρητήρια συνέχισε την καλή προσπάθεια το ταλέντο υπάρχει!!!
Ρούλα μου, αγαπημένη μου φίλη. Συνοδοιπόρισα σε αυτή μου την προσπάθεια. Και εσύ όπως και οι άλλοι φίλοι. Ειλικρινά με συγκινείς! Και με συγκινείς πολύ! Το να δώσεις όλο αυτό το σπουδαίο κομμάτι του χρόνου σου σε αυτό το έργο είναι για μένα ένα ακριβό δώρο για το οποίο σε ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά. Δεν έχω να το πω πιο δυνατά.
ΔιαγραφήΘα το συνεχίσω ναι και σε ευχαριστώ πολύ. Και εγώ βούλιαξα στη συγκίνηση μέσα στη διαδρομή των ηρώων του έργου. Τα αγάπησα, τα πόνεσα. Ειλικρινά την ευγνωμοσύνη μου απ' την ψυχή μου.
👍
Διαγραφή