Το δάσος της Λήθης 37-38 - Μουσικές Ιστορίες#3





37. Στην αυλή του “Πορφυρού βασιλιά”

 

Ολάκερη η πόλη είχε τυλιχτεί στο πένθος και στην οδύνη. Η είδηση για τον τραγικό θάνατο του πρίγκηπα Μέλιαν έπεσε σαν κεραυνός στο ήδη πληγωμένο βασίλειο. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν τους λόγους αλλά κανείς δεν ήξερε με σαφήνεια τι ακριβώς είχε συμβεί στα πολύπαθα ανακτορικά δώματα. Πρώτα η είδηση του θανάτου του Ντέμιαν, του αρχηγού του στρατού και τώρα αυτή του πρίγκηπα και διαδόχου. Κάθε πρόσωπο της τραγωδίας βίωνε τα γενόμενα με το δικό του μαρτυρικό τρόπο. Ο βασιλιάς Ζάρεκ ήταν εκτός εαυτού. Μια άρρωστη οργή είχε σηκωθεί μέσα του. Η ανυπαρξία κάθε σύνεσης και ανθρωπιάς ήρθε να βρει το δικό της άλλοθι. Η αιτία της τραγωδίας είχε ένα μόνο όνομα. “Αρμάντια”! Σε αυτό είχε σταθεί. Τη δική της ύπαρξη για μια ακόμα φορά στόχευε ως ένοχο του κακού και σαν τέτοια ετοιμαζόταν να την αντιμετωπίσει. Όμως του διέφευγε κάτι σημαντικό. Η γυναίκα που για εκείνον ήταν το “κόκκινο πανί” κάλπαζε γοργά εναντίον του για να τον συναντήσει. Τίποτα πλέον δεν θα μπορούσε να την εμποδίσει για τη μεγάλη ώρα που χρόνια περίμενε. Αυτό ήταν κάτι που σε λίγο ο Ζάρεκ θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει.

Η βασίλισσα Άλμπα ζούσε το δικό της ανείπωτο δράμα. Την τραγωδία, μια μάνα να θρηνεί το χαμό του δικού της σπλάχνου. Μια ώρα που κάθε άνθρωπος αποδιώχνει από τη ζωή του ως το χειρότερο εφιάλτη. Να όμως τώρα που για αυτήν την ήρεμη και γαλήνια γυναίκα ήρθε η πικρή ώρα να το ζήσει. Ο δάσκαλος του νεαρού Μέλιαν, ο Άλαντ, περνούσε κι αυτός τραγικές στιγμές. Από τη στιγμή που ξεκίνησε να βουλιάζει όλο και πιο πολύ στην αλήθεια, κατάλαβε ότι όλο αυτό δεν θα ήταν καθόλου αναίμακτο. Ήταν ένας φόβος που έκρυβε βαθιά μέσα του, δεν ήθελε να τον μοιραστεί με κανέναν. Και ερχόταν οι καταστάσεις να τον επιβεβαιώσουν.

Όλοι είχαν προστρέξει στον πύργο των ανακτόρων. Το νεκρό σώμα του Μέλιαν σηκώθηκε με σεβασμό απ’ τη γη και πήγε στα δώματα της μητέρας του με δική της εντολή. Ήταν τέτοιο το βλέμμα της προς τον σύζυγό της που ο ίδιος δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Την έβλεπε ότι ήταν στα όριά της. Στον πύργο των ανακτόρων είχαν σπεύσει, γεμάτοι αγωνία και φόβο, οι γονείς της Ελεάνορ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Μαθαίνοντας τη φυγή της κόρης τους και το θάνατο του γαμπρού τους, ένιωσαν τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Αναζητούσαν στην παρουσία του Άλαντ ένα σημείο αναφοράς ενός ανθρώπου στον οποίο ένιωθαν εμπιστοσύνη.

Η Αρμάντια κάλπαζε προς το Φόριεν έχοντας δίπλα στο δικό της άλογο την Ελεάνορ. Η αγωνία για την κόρη της ήταν μεγάλη. Την έβλεπε να υποφέρει από πόνους και δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί. Ήταν αποφασισμένη. Στην πλάτη της εξείχε το μεγάλο σπαθί της φορεμένο στη θήκη του, χιαστί στο κορμί της. Η είσοδός της στους δρόμους της πόλης προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο σούσουρο και αναταραχή. Η μοίρα την έφερνε να επέστρεφε πίσω στο δικό της τόπο εντελώς διαφορετική απ’ ότι έφυγε εκείνη τη μοιραία μέρα. Για μερικούς δεν ήταν παρά μια ζωντανή νεκρή. Για πολλούς μια εντελώς άγνωστη. Διάβαινε τους δρόμους της πόλης με έναν προορισμό. Το κεντρικό ανάκτορο. Τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να την σταματήσει.

Η μαύρη βασίλισσα επέστρεφε στο Φόριεν. Σε λίγο πατούσε την αυλή του “Πορφυρού βασιλιά”. Αυτή τη φορά δεν ήταν εκείνη που θα κρυβόταν, δεν θα ήταν εκείνη που θα ικέτευε οίκτο και κατανόηση. Θα ήταν εκείνη τιμωρός!

Οι φρουροί δεν διανοήθηκαν να την σταματήσουν ή να την εμποδίσουν καν. Έβλεπαν στο ύφος και στη μορφή της κάτι το εξωπραγματικό. Τον μύθο του πλάσματος που σκορπούσε τον τρόμο στο δάσος της λήθης. Και τώρα την έβλεπαν δίπλα, σιμά τους. Και το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραμερίσουν.

 

Ξεπέζεψε με μεγαλοπρέπεια από το άλογό της. Το έδεσε στην είσοδο των ανακτόρων. Πήγε δίπλα, τράβηξε με προσοχή την Ελεάνορ και την κράτησε στην αγκαλιά της. Τα μάτια των φρουρών την κοιτούσαν με δέος. Τόσο εκείνην όσο και τη μνηστή του πρίγκηπά τους. Η Αρμάντια ξεκίνησε να ανεβαίνει τα σκαλιά των ανακτόρων. Έφτασε στο πρώτο πλάτωμα και μπήκε στο εσωτερικό τους.

“Βασιλιά Ζάρεκ!” έσκισε τη σιωπή η στεντόρεια κραυγή της προκαλώντας ανατριχίλα σε όλους! Ειδικά στους ενοίκους του παλατιού που το παράξενο εκείνο κάλεσμα τους συγκέντρωνε όλους στην κεντρική αίθουσα. Εκεί που εκείνος την περίμενε. Αποφασισμένος ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά την τελική αναμέτρηση μαζί της.

«Βασιλιά Ζάρεκ, που είσαι!» ακούστηκε δεύτερη φορά η κραυγή της καθώς ήταν πια στο κεντρικό κτίριο. Μπήκε στην κεντρική αίθουσα όπου το τελικό σκηνικό ήταν εκεί στημένο. Κρατώντας πάντα στην αγκαλιά της την Ελεάνορ σχεδόν λιπόθυμη, στάθηκε μπροστά ακριβώς στη μεγάλη είσοδο της αίθουσας. Ήταν όλοι εκεί! Ο Άλαντ, ο Έντγκαρ, η Έλντα, η βασίλισσα Άλμπα. Οι γονείς της κοπέλας πήραν μια όψη τρόμου μόλις είδαν την κόρη τους. Την πήγε κοντά τους. Στάθηκε αντίκρυ τους. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στην αλήθεια που έβγαζαν και ήξεραν. Βλέμματα κατανόησης και ανθρωπιάς.

«Είναι πληγωμένη, τη βρήκα στο δάσος, είχε πέσει από το άλογό της», τους είπε καθώς την έδινε στα δικά τους χέρια. Η Έλντα έσπευσε κοντά της. Στάθηκε δίπλα της. Άπλωσε τα χέρια της, μια χειρονομία αγκαλιάς με τα μάτια δακρυσμένα.

«Αρμάντια…» της είπε.

«Ξέρει…» απάντησε εκείνη. Η Ελεάνορ ακούμπησε σε ένα ανάκλιντρο αποκαμωμένη.

«Πρέπει να την δει κάποιος… να την περιποιηθεί», τους είπε. Ο Έντγκαρ την πλησίασε και εκείνος. Άπλωσε το χέρι του να αγγίξει τους ώμους της. Λες και ήθελε να δει αν ήταν πλάσμα του κόσμου ετούτου ή κάτι άλλο υπερφυσικό.

«Σας ευχαριστώ πολύ…» τους είπε με ένα βλέμμα γεμάτο καλοσύνη,  «για ότι κάνατε για εκείνη… και ότι έχετε ακόμα μπροστά να δώσετε για τη ζωή της». Ο Άλαντ έσμιξε τα φρύδια του στο άκουσμα της φράσης. Σε όλους ήχησε παράξενα. Σαν μια παραδοχή. Η Αρμάντια ήξερε καλά ότι οι πραγματικοί γονείς της δικής της κόρης ήταν εκείνοι οι δύο σεβάσμιοι άνθρωποι. Αυτούς που τώρα γνώριζε για πρώτη φορά στη ζωή της. Τι θα μπορούσε άραγε να διεκδικήσει εκείνη; Με ποιο ηθικό δικαίωμα; Η Άλμπα την κοίταζε με πόνο. Πήγε κοντά της, στάθηκε απέναντί της. Τα μάτια τους συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα φορτωμένο συγκίνηση. Άπλωσε το βλέμμα της σε όλους, έναν προς έναν. Σαν έναν παράξενο χαιρετισμό. Μια γνωριμία που άργησε να γίνει τόσα χρόνια. Τραβήχτηκε από κοντά τους κάνοντας λίγα βήματα προς την μεγάλη ξύλινη πόρτα του θρόνου.

«Βασιλιά Ζάρεκ! Ήρθε η ώρα λοιπόν!»

 

Η Μεγάλη ξύλινη πόρτα άνοιξε με την δύναμη των χεριών της διάπλατα. Στάθηκε επιβλητική κάτω από τον πέτρινο θόλο της. Στο βάθος δίπλα στο μεγάλο θρόνο έστεκε ορθός, ο ίδιος ο βασιλιάς Ζάρεκ. Πιο πίσω του ήταν μια ομάδα από πέντε μέλη της φρουράς του. Μόλις εκείνοι αντίκρισαν την Αρμάντια, κινήθηκαν προς το μέρος της αλλά πάγωσαν με ένα αποτρεπτικό νεύμα του. Έμειναν οι δύο τους ο ένας απέναντι από τον άλλον, αρκετά βήματα μακριά. Η Αρμάντια έκανε λίγα βήματα ακόμα προς το μέρος του. Τα βλέμματά τους ευθυγραμμίστηκαν.

«Επιτέλους οι δυο μας βασιλιά! Ένα ραντεβού που καθυστέρησε εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια!» του πέταξε κατάμουτρα.

«Έχεις το θράσος και εμφανίζεσαι μπροστά μου μετά από το θάνατο που έχεις σπείρει ολόγυρά σου;» της αντιγύρισε με περισσό και προκλητικό θράσος, χωρίς να κινηθεί. Τον κοίταζε όπως ο γυπαετός τριγυρίζει από ψηλά το θύμα του.

«Λένε πως ο θρασύς άνθρωπος ξεπερνά κάθε μέτρο εξαχρείωσης ανάμεσα στα ζωντανά πλάσματα. Να λοιπόν που επιβεβαιώνεις τον κανόνα σφετεριστή του θρόνου της πόλης σου!»

«Κρίνεις με το στόμα σου θεσμούς που δεν μπόρεσες ποτέ να αγγίξεις. Ίσως αυτό να ήταν που σε τρέλανε. Τους επιβουλεύτηκες και προσπάθησες να τους κάνεις δικούς σου. Οδήγησες το γιο μου στο θάνατο και στέκεσαι μπρος μου; Έχεις το θάρρος και με κοιτάς στα μάτια;» της είπε.

«Ωωωωω άρχοντες του Φόριεν ακούστε τον ηγεμόνα σας!» κραύγασε. Την ίδια στιγμή από πίσω της έσπευσαν σε απόσταση, σχεδόν όλοι. Η Αρμάντια συνέχισε με στεντόρεια φωνή και οργισμένο ύφος.

«Πάντα ήσουν καλός στα λόγια. Από τότε που πήρες την καρδιά μιας γυναίκας για την χρησιμοποιήσεις για τους σκοπούς σου. Πες τους την αλήθεια λοιπόν Ζάρεκ! Πες τους τι έκανες; Έχεις το θάρρος, μια φορά, να σταθείς απέναντι στις ευθύνες σου;»

«Πάψε! Εσύ ήρθες να με γυρέψεις, όχι εγώ!» της φώναξε.

«Δεν έχεις την παραμικρή δικαιοδοσία πάνω μου κάθαρμα! Φίδι! Μίλα λοιπόν ή θα αρχίσω εγώ τον κατάλογο των έργων σου; Πες τους ποιος έβαλε να σκοτώσουν εμένα και το παιδί μου; Που τύχαινε να είναι και δικό σου γέννημα!» Έφτυσε κατά γης μπροστά του.

«Ιδού λοιπόν η θυγατέρα σου Ζάρεκ, είναι εδώ μπροστά σου! Πες της την αλήθεια! Ποιος οργάνωσε τη δολοφονία μου αλλά και τη δική της; Τα χέρια του ίδιου του πατέρα της. Ευτυχώς που οι θεϊκές δυνάμεις το έφεραν να γλιτώσει στα χέρια αυτών των ευγενικών ανθρώπων».

«Είσαι ένα αρρωστημένο φάντασμα που περιφέρεσαι σαν σκιά στο Φόριεν», της είπε. Εκείνη ατάραχη συνέχισε:

«Θα τους πεις ποιος έβαλε φωτιά στο σπίτι των γονιών μου Ζάρεκ; ποιανού απόφαση ήταν να κάψουν ζωντανούς τον πατέρα και την παραμάνα μου; Θα τους πεις ποιος έδωσε εντολή στον συνεργάτη σου, αυτό το μίασμα τον Ντέμιαν, να βγάλει απ’ τη μέση τον Άλαντ; Αν δεν ήμουν εκεί να κόψω την βρώμικη ανάσα του για πάντα θα είχε σκοτώσει και το γιο σου…»

Οι άλλοι πίσω τους ένιωθαν να ανοίγει η γη και να βγαίνει από μέσα της το σκοτάδι της αλήθειας που δεν ήξερα τόσα χρόνια. Η Άλμπα ένιωθε συγκλονισμένη αν και ήδη είχε μάθει πολλά από τον Άλαντ. Ο Έντγκαρ με την Έλντα είχαν μείνει άφωνοι.

«Το έκανες εσύ με την παρουσία σου!» της αντιγύρισε.

 

Ήταν φανερό ότι είχε αρχίσει να χάνει την αυτοκυριαρχία του. Τα χείλη του έτρεμαν μαζί με τα χέρια του. Έβλεπε τα μάτια όλων να τον καίνε με τα βλέμματά τους.

«Λοιπόν βασιλιά του αίματος και του σκοταδιού, χρόνια ολάκερα ζούσα για αυτήν εδώ τη στιγμή! Πρόσφερα το ίδιο μου το είναι, ενέχυρο σε μια καταραμένη μορφή του βουνού για να ετοιμαστώ για αυτήν εδώ τη συνάντηση! Έχασα το ίδιο μου το παιδί. Ένα παιδί που αγάπησα τόσο και ονειρεύτηκα τόσα πράγματα για εκείνο και για μένα. Περίμενα μέρες, εποχές, του ήλιου τα γυρίσματα μέχρι να σταθώ απέναντί σου. Να δώσεις το δικό σου λογαριασμό. Σε καταράστηκα βαθιά υποθηκεύοντας τη ζωή μου για να έχω τη δύναμη να σε κοιτάξω στα μάτια και να ζητήσω πίσω όλα εκείνα που στέρησες με αίμα, πόνο και θάνατο…»

 

Άρχισαν να κινούνται κυκλικά μέσα στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου. Ο Ζάρεκ τράβηξε το μεγάλο σπαθί που κρέμονταν στη ζώνη του. Το ίδιο έκανε και η Αρμάντια σε χρόνο μηδέν. Τα βήματά τους έγραφαν με προσοχή την περιφέρεια ενός κύκλου.

«Ήρθε η ώρα πορφυρέ βασιλιά να αναμετρηθείς με το παρελθόν σου!»

«Δεν θα γλιτώσεις, θα γυρίσεις πίσω στο σκοτάδι της γης που ανήκεις», της γρύλλισε με κακία κραδαίνοντας το μεγάλο σπαθί σε θέση μάχης.

«Όπως βλέπεις τρανέ βασιλιά, ήρθα η ίδια, πρόσωπο με πρόσωπο να σε αντιμετωπίσω. Ενώπιον όλων! Να ξέρουν ποιος και γιατί σου αφανίζει τη ζωή! Δεν έβαλα κάποιον άλλον να το κάνει. Δεν το κάνω στα σκοτάδια της νύχτας όπως εσύ».

«Έρχεσαι εδώ να βάλεις φωτιά στο βασίλειό μου και θαρρείς θα σε αφήσω να ζήσεις; Έπρεπε να το είχα κάνει με τα χέρια μου ο ίδιος τότε στο δάσος που με παρακαλούσες στα πόδια μου. Έπρεπε να σε πνίξω εκείνη τη στιγμή. Σου γυάλισε τότε ο θρόνος και έμενες δίπλα μου για να στρογγυλοκαθίσεις πάνω του. Μια βασίλισσα. Και πήγες να με εκβιάσεις με ένα παιδί με δικό σου δόλο», της φώναξε προκαλώντας την απόλυτη έκρηξή της.

«Ήξερα ότι είσαι ένα δειλό σκουλήκι της μαύρης γης Ζάρεκ αλλά δεν περίμενα να τρέμεις τόσο τις ευθύνες. Δώσε μου λοιπόν μια περισσή χαρά να απολαύσω το χαμό σου».

 

Οι άλλοι πιο μακριά κρατούσαν την ανάσα τους. Εκείνη τη στιγμή η Ελεάνορ, με την απόγνωση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της,  έκανε μια κίνηση να τρέξει προς το μέρος τους. Να σταματήσει το κακό. Ο Άλαντ την άδραξε από τη μέση.

«Δεν υπάρχει γυρισμός από εδώ κόρη μου! Δεν μπορείς να πας κόντρα στης μοίρας τη δύναμη», της είπε με δυνατή φωνή. Η νεαρή γυναίκα όμως δεν άκουσε! Επιστρατεύοντας όλη της τη δύναμη ξέφυγε από το σφιχταγκάλιασμα του Άλαντ. Γλίστρησε από τα χέρια του.

«Σταματήστε!» φώναξε και βρέθηκε σχεδόν ανάμεσά τους. Η Αρμάντια αιφνιδιάστηκε. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον Ζάρεκ. Κάνοντας ένα μόλις βήμα μπροστά την άρπαξε από το λαιμό. Την τράβηξε προς το μέρος του κολλώντας την πλάτη της στο στήθος του. Έκανε αρκετά βήματα πίσω. Από τη ζώνη του έβγαλε ένα μεγάλο αστραφτερό μαχαίρι που το έβαλε στο λαιμό της. 

«Ένα βήμα αν κάνεις!» ούρλιαξε στην Αρμάντια.

Ακούστηκαν κραυγές τρόμου από όλους. Κάποιοι χαμήλωσαν το βλέμμα μην αντέχοντας την εικόνα που έβλεπαν. Εκείνη τη στιγμή, ένας βασιλιάς κυλιόταν στο βούρκο μέσα στη συνείδησή τους. Η Ελεάνορ δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε. Το σοκ που βίωνε ήταν έξω απ’ τις δυνάμεις της. Μόνη ψύχραιμη έστεκε μπρος του η Αρμάντια που τον κοιτούσε με το βλέμμα του φιδιού ίσια στα μάτια.

«Που κατρακυλάς Ζάρεκ! Θα φτάσεις στο σημείο να κόψεις το λαιμό του ίδιου σου του παιδιού;» τον ρώτησε παγωμένα.

«Δεν είναι παιδί μου! Ένα μπάσταρδο είναι! Δεν ξέρω με ποιους κυλίστηκες για να έρθεις να μου φορτώσεις τώρα της βρωμιάς σου τα γεννήματα», της σφύριξε. Το μαχαίρι του είχε γίνει ένα με το λαιμό της Ελεάνορ. Το πρόσωπό της είχε γεμίσει δάκρυα. Όχι από τον πόνο αλλά από την εικόνα αυτού του εκτρωματικού και βρώμικου ανθρώπου που θα έκανε πεθερό της. Η Αρμάντια έκανε ένα βήμα μπροστά του, οι άλλοι κρατούσαν την ανάσες τους. Ο Έντγκαρ με την Έλντα ούρλιαζαν από πανικό.

«Βασιλιά άφησε το παιδί μας! Δεν σου έφταιξε σε κάτι».

«Δειλό σκουλήκι! Κρύβεσαι πίσω από το ίδιο σου το αίμα. Χρησιμοποιείς σαν ασπίδα θανάτου το ίδιο σου το παιδί. Ποια καταραμένη δύναμη φωλιάζει σε αυτό που λέγεται καρδιά σου;» του φώναξε μέσα από τα δόντια της η Αρμάντια.

Ο Ζάρεκ δεν άκουγε τίποτα. Το μίσος και η κακία είχαν ποτίσει αρρωστημένα κάθε κύτταρο του κορμιού του.

Με μιας, από το στόμα της Αρμάντια ακούστηκαν κάποιες ακατάληπτες λέξεις. Και ύστερα:

«Ελεάνορ! Κλείσε τα μάτια σου!»

Μια τρομερή θολή αντάρα γέμισε το χώρο μπροστά της, μια εκτυφλωτική λάμψη τύλιξε τον Ζάρεκ που έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον γύρω του. Η λάμψη τον τύφλωσε, έκανε κάποια βήματα πίσω και προσπάθησε να καλύψει τα μάτια του με τα χέρια του. Η λάμψη τον έκαιγε σύγκορμο, τον τύφλωνε. Τα χέρια του έλυσαν την θανάσιμη λαβή που κρατούσε την Ελεάνορ και εκείνη άδραξε την ευκαιρία και απομακρύνθηκε από κοντά του. Τα ασφαλή χέρια του Άλαντ την έπιασαν ξανά και την έβγαλαν έξω στους γονείς της που παραληρούσαν από αγωνία. Η τρομερή εκείνη λάμψη έσβησε ξαφνικά όπως ήρθε και όλα πήραν την γνώριμη μορφή τους. Ο Ζάρεκ έριξε ένα λυσσασμένο βλέμμα μίσους στην Αρμάντια. Έβαλε το μαχαίρι του στη δερμάτινη θήκη στη ζώνη του. Είχαν πλησιάσει ο ένας τον άλλον σε απόσταση βολής σπαθιού. Σήκωσε το μεγάλο του σπαθί και με μια αστραπιαία κίνηση το κατέβασε προς το κεφάλι της. Η Αρμάντια απέφυγε σαν αίλουρος το χτύπημα τραβώντας το κορμί της κόβοντας την ορμή του σπαθιού του με το δικό της. Η αμείλικτη σύγκρουση μόλις είχε ξεκινήσει. Τα μεγάλα σπαθιά λαμπύριζαν στο δώμα. Οι φρουροί έσπευσαν να αποχωρήσουν από την αίθουσα ενώ οι άλλοι κρατούσαν τις ανάσες τους. Τα χτυπήματα ήταν συνεχόμενα και αμείλικτα ο ένας προς τον άλλον. Διασταύρωναν τα σπαθιά μπροστά τους, πάνω τους ψηλά, χαμηλά στα πόδια τους. Χέρια και πόδια έγιναν εργαλεία της μάχης τους. Αντικείμενα ανατρέπονταν στο διάβα τους. Τα κορμιά τους σάρωναν τα πάντα γύρω τους. Κάποια στιγμή το χτύπημά του ήταν σφοδρό. Η Αρμάντια σκόνταψε σε ένα έπιπλο, παρασύρθηκε στο έδαφος. Τον είδε από πάνω της με τα μάτια του σαν το θάνατο και το σπαθί του να διαγράφει τροχιά στο κεφάλι της. Μόλις την τελευταία στιγμή κύλισε στο πλάι αποφεύγοντας το χτύπημα, ανταποδίδοντας με ανάλογη ένταση κάνοντας τον Ζάρεκ να πέσει σε ένα μεγάλο τραπέζι. Εφόρμησε εναντίον του λυσσασμένη. Όμως εκείνος της πέταξε ένα μεγάλο πήλινο αγγείο. Την βρήκε στο πλάι του προσώπου προκαλώντας ένα αιματηρό σκίσιμο. Άντεξε και ξεκίνησε νέο κύκλο με χτυπήματα βγάζοντας άμυνες και επιθέσεις. Ο Ζάρεκ άρχισε να κουράζεται, ήταν εμφανές. Χύμηξε πάνω του για ένα ακόμα θανάσιμο χτύπημα. Αμύνθηκε με ένα φανάρι γεμάτο λάδι  το οποίο αφού το έσπασε με το άλλο χέρι του, πέταξε το περιεχόμενο στο πρόσωπό της. Η Αρμάντια πισωπάτησε και έπεσε. Δέχτηκε όλο του το βάρος με το σπαθί του καθώς ήταν κάτω πεσμένη. Είδε στο βλέμμα του, λίγα εκατοστά από το δικό της, ξανά το θάνατο ζωγραφισμένο στο βλέμμα του. Όπως τότε! Η κόψη του σπαθιού του έστεκε λίγα εκατοστά από το λαιμό της. Την πίεζε όσο τίποτα. Ήταν λίγο πριν το τέλος. Ξάφνου στροβιλίστηκε αριστερά. Το σπαθί και το σώμα του Ζάρεκ παρασύρθηκαν στο έδαφος με την πλάτη του στο πάτωμα. Η Αρμάντια σε μηδενικό χρόνο σηκώθηκε στα πόδια της δίνοντας πλεονέκτημα στη θέση της. Το σπαθί της καρφώθηκε στο στήθος του διαπερνώντας τον απ’ άκρη σε άκρη. Πνιχτές κραυγές ακούστηκαν στα μεγάλα δώματα αλλά συνάμα και ένα παράξενο βουητό έσεισε το χώρο. Ο Ζάρεκ έστεκε κάτω ξαπλωμένος. Στα μάτια του έμεινε αποτυπωμένη μια παγωμένη έκφραση κακίας καθώς από το στόμα του ανάβλυζε αίμα. Η Γη στο μεγάλο δώμα άρχισε να τρέμει προκαλώντας τρόμο σε όλους ολόγυρα. Ο Ζάρεκ έμεινε να σπαράζει στο πέτρινο πάτωμα. Τα κόκκινα μαλλιά του έπεφταν άτακτα δεξιά και αριστερά στους ώμους του.

 

Η Αρμάντια τράβηξε το ματωμένο σπαθί της απ’ το κορμί του. Εκείνος έχανε τη μάχη με τη ζωή και φριχτό σκοτάδι αγκάλιαζε τα μάτια του. Το μεγάλο δώμα άρχισε να τρέμει. Όλοι όσοι ήταν εκεί  τυλίχτηκαν στον πανικό. Εξαίρεση αποτελούσε η Αρμάντια που κρατούσε το μεγάλο σπαθί της κάθετα ψηλά. Κάποια απόκοσμα λόγια ξεπήδησαν πάλι απ’ το στόμα της σε μια αρχαία γλώσσα. Ακούγονταν σαν αρχαίο χορικό ερχόμενο πίσω απ’ τα βάθη των χρόνων. Την ίδια στιγμή η οροφή του μεγάλου δώματος της αίθουσας του θρόνου άρχισε να τρέμει. Κομμάτια μεγάλα από πέτρες άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα. Ο Άλαντ πετάχτηκε έντρομος.

«Φύγετε όλοι! Φύγετε!» κραύγασε σε όλους ολόγυρά του. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν με εξαίρεση την Ελεάνορ που προσπαθούσε να δει την μητέρα της. Μια μεγάλη τρύπα έχασκε στην οροφή του πύργου και μια εκτυφλωτική λάμψη κατέβηκε κάθετα προς το πάτωμα στο σημείο που κείτονταν άψυχο το σώμα του Ζάρεκ. Η Αρμάντια χάθηκε τυλιγμένη μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Η δέσμη ενώθηκε με το σώμα διαπερνώντας το κορμί του Ζάρεκ μεταβάλλοντας τη σωρό του σε μια μαύρη καμένη σκόνη από στάχτη. Μια δυνατή βοή ακούστηκε και το δώμα άρχισε να καταρρέει.

«Μάνα!» ακούστηκε η κραυγή της Ελεάνορ πριν την τραβήξει την τελευταία στιγμή ο Άλαντ προς τα έξω. Σκόνη, πέτρες και αντικείμενα έγιναν ένα με τρομερό πάταγο που πέρασε σε ολάκερη την πόλη. Σε λίγο ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης υψώνονταν στον ουρανό του Φόριεν και στη θέση του μεγάλου ανακτορικού δώματος υπήρχε μονάχα σωρός από ερείπια.

 

Είχαν καταφέρει όλοι να εκκενώσουν το χώρο και να βρεθούν ασφαλείς στον πρόδομο του πύργου. Το υπόλοιπο μέρος του ήταν ασφαλές. Σε λίγο μέσα από την αντάρα της σκόνης τα μάτια όλων έκπληκτα είδαν την Αρμάντια να βηματίζει αλώβητη προς το μέρος τους. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη ένα κράμα αντιφατικών συναισθημάτων. Δικαίωση, επιβράβευση, αποφασιστικότητα, ηρεμία.  Ο Άλαντ την πλησίασε. Σαν να κατάλαβε τις προθέσεις του, τού είπε:

«Θα γυρίσω δάσκαλε! Τίποτα δεν τέλειωσε! Η κόρη μου κινδυνεύει», του είπε. Ήρθε κοντά της, την κοίταξε κουρασμένη στα μάτια αλλά γαλήνια. Στο κορμί της κουβαλούσε τις πληγές της και ήταν ματωμένη. Ύστερα κίνησε τα βήματά της αποχωρώντας. Κανείς δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτα. Έφυγε. Σε λίγο, ο καλπασμός του αλόγου της ακούγονταν στις ρούγες της πόλης. Όλο και περισσότερος κόσμος συνέρρεε στο παλάτι για να δει τι ακριβώς είχε συμβεί. Οι στιγμές που ζούσαν ήταν πολύ μεγάλες. Ο ορυμαγδός από το γκρέμισμα του ανακτορικού δώματος με τις απόκοσμες εκείνες λάμψεις είχε αναστατώσει συθέμελα ολάκερη την πόλη.

«Ο Ζάρεκ είναι νεκρός!»

Η αλήθεια έγινε φωνή και η φωνή κραυγή. Σύρθηκε σε κάθε δρόμο και σοκάκι της πόλης. Μπήκε στα κτίρια, στην αγορά, εισχώρησε στα σπίτια και στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Όσοι είδαν την σκηνή με εκείνο το εκτυφλωτικό φως να διαπερνά την αίθουσα του θρόνου είχαν μείνει άφωνοι με τον συμβολισμό και τα γενόμενα. Ο Άλαντ, αποσβολωμένος, έριξε μια ματιά στην γκρεμισμένη αίθουσα και στη στάχτη που πριν ήταν το νεκρό σώμα του βασιλιά Ζάρεκ.

«Φτάσαμε στο τέλος λοιπόν! Η αυλή του πορφυρού βασιλιά έγινε ένας μαύρος σωρός από ερείπια. Ερείπια που γεννήθηκαν από το ίδιο το σκοτάδι της μαύρης του ψυχής. Ας είναι το τελευταίο κακό αυτό που ζήσαμε», ακούστηκε η φωνή του σαν προσευχή. Όμως στο νου του αντηχούσαν τα λόγια της Αρμάντια καθαρά και δυνατά:

“Θα γυρίσω δάσκαλε, τίποτα δεν τελείωσε! Η κόρη μου κινδυνεύει.

 

 

 


  

 

 

 

 38.  Λίγο πριν…

 

Ο αγέρας στην πλαγιά του Βουνού των Σκιών έδερνε το δάσος για τα καλά. Ακόμα και τα γερά κλαδιά των δέντρων έστελναν τις διακριτικές τους υποκλίσεις στον δυνατό βοριά που κατηφόριζε με δύναμη απ’ την κορυφογραμμή. Ο ήλιος είχε ήδη πάρει το ταξίδι του προς τη δύση μετά από μια κουραστική μέρα. Μια μέρα που σημάδεψε την ιστορία του Φόριεν για πάντα. Για εικοσιπέντε χρόνια ο βασιλιάς Ζάρεκ είχε συναντήσει την πληρωμή  των  επιλογών του και της δολιότητάς του. Τα μεγάλα εκείνα φαινόμενα που, πριν λίγες ώρες σημάδεψαν το ανακτορικό δώμα δεν θα μπορέσουν ποτέ να βγουν από τις μνήμες κανενός!  Ο θρόνος του βασιλείου έμεινε κενός. Αλλά, αυτό που πέρναγε από στόμα σε στόμα, σε κάθε απλό πολίτη ήταν εκείνη! Η τιμωρός! Η “μαύρη βασίλισσα” των γραφών και των περγαμηνών. Αρκετά μεγαλύτεροι στην ηλικία ξέθαψαν από τις μνήμες τους την τραγική εκείνη ιστορία της νεαρής κοπέλας που χάθηκε τότε, τόσο παράξενα, στα νερά της λίμνης του Μπέλουαρ εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια πριν. Ξέθαψαν την τραγική εκείνη ιστορία της φονικής πυρκαγιάς που πήρε στο θάνατο την οικογένειά της. Και ήρθαν σήμερα να συναντήσουν την Αρμάντια του παρόντος χρόνου. Κάτι εντελώς διαφορετικό. Μια άλλη γυναίκα, μια διαφορετική μορφή.

Ανέβαινε αργά, με το άλογό της, την πλαγιά του βουνού. Προορισμός της ο ακρόπυργος της Κράγια. Το τελευταίο μεγάλο εκείνο απομεινάρι του τραγικού εκείνου βασιλείου. Η πύλη ανάμεσα στους δύο κόσμους. Ένιωθε παράξενα σε όλη τη διαδρομή. Τα συναισθήματά της ήταν έντονα και μια χαρακτηριστική συγκίνηση διαπερνούσε όλο της το “είναι”. Είχε φτάσει στο στόχο της! Ένιωθε λες και μια ασήκωτη βασανιστική πέτρα από μάρμαρο που βάραινε την καρδιά της, έφυγε ξαφνικά από πάνω της. Ο θάνατος του ανθρώπου που κατέστρεψε τα πάντα στην επιρροή του, ήρθε να λυτρώσει την ψυχή της. Κάθε κύτταρο του κορμιού της, το ένιωθε κουρασμένο, σαν τον πολεμιστή έπειτα από μακροχρόνια εκστρατεία. Ήταν σαν να πολεμούσε συνεχώς σε όλα τούτα τα χρόνια που διάβηκαν τρομερά από πάνω της.

Θα έλεγε κανείς πως έπρεπε να νιώθει σαν κατακτητής και τροπαιούχος μιας δικής της προσωπικής μάχης δικαίου και αλήθειας. Αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια να φτάσει εκεί και στην τιμωρία. Όμως τώρα ένιωθε και κάτι άλλο. Το τίμημα! Ήθελε, όσο τίποτα, να βρει τη χαμένη της κόρη. Αλίμονο!  Ποια μάνα δεν θα το προσδοκούσε αυτό. Όμως να που η ζωή και ο κύκλος της μοίρας, την έφερε μπροστά σε μια άλλη αλήθεια που δεν θα μπορούσε να υπολογίσει. Η χαμένη της κόρη, το άλλο μισό του εαυτού της, ήταν η Ελεάνορ! Ένα πρόσωπο, με ενεργή ανάμιξη στην πλοκή αυτής της αναζήτησης. Ένα πρόσωπο που, πλήρωσε και εκείνο βαρύτατο τίμημα θανάτου στη μεγάλη αυτή μάχη. Το χτύπημα για τη ζωή του παιδιού της, τελικά ήταν μεγάλο και η Αρμάντια ένιωθε μεγάλη θλίψη για αυτό. Άλλαξαν τα πάντα στη ζωή της μέσα σε μια μέρα. Ήταν κάτι τρομερό. Ένα κύμα ενοχών περνούσε από το μυαλό και φώλιαζε στην καρδιά της. Αλλά μετά αναρωτιόταν, αν δεν είχε βγει η τρομερή αυτή αλήθεια στο φως για την συγγένειά της με τον Μέλιαν, ο γάμος τους θα προχωρούσε. Και τότε… Όχι! Αυτό δεν ήθελε καθόλου να το σκέφτεται, έτρεμε στην ιδέα, ανατρίχιαζε στην πιθανότητα.

Ο ακρόπυργος της Κράγια έστεκε πλέον εκεί μπροστά της, στο τέρμα της κορυφής. Και πλέον η Αρμάντια είχε να διαχειριστεί ένα άλλο πολύ μεγάλο θέμα. Αυτό του “δωροδότη” της! Όσο ανατριχιαστικό και να ακούγονταν, χρωστούσε τη δύναμή της και την επιβίωσή της στο καταραμένο αυτό σκοτεινό πλάσμα, στον Σάγκρος. Και την είχε ήδη προειδοποιήσει ότι ερχόταν για εκείνη, η ώρα της εξόφλησης του λογαριασμού. Δεν ήταν αφελής. Είχε πια τη γνώση όλου του κύκλου του θρύλου. Τα πάντα για το σημάδι του Άζερον και το πως αυτό λειτουργούσε. Ένιωθε καλά τι θα ήταν αυτό που θα της ζητούσε ο σκοτεινός, τρομακτικός, πρίγκηπας του βουνού. Δεν έμενε παρά να το επιβεβαιώσει με τα ίδια του τα λόγια, σε μια προσωπική συνάντηση τετ-α-τετ, στο μέρος που οι δύο κόσμοι επικοινωνούσαν. Εκεί ήταν το τέρμα της σημερινής της διαδρομής. Ήξερε ότι την περίμενε και ήταν προετοιμασμένη να ακούσει.

 

Ο χώρος στον μεγάλο εγκαταλειμμένο και στοιχειωμένο πύργο στα ύψη του βουνού, τής ήταν γνωστός. Τον είχε διαβεί αρκετές φορές όλα τούτα τα χρόνια. Ένα μέρος που πάντα προκαλούσε το δικό του δέος. Σκορπούσε το δικό του τρόμο. Οι αισθήσεις της ένιωσαν την παρουσία του. Είχε μάθει την αλλαγή στον αέρα ολόγυρα. Αυτή τη μυρωδιά από θειάφι και μούχλα που ανέδυε από τα έγκατα της γης. Ήταν σίγουρη ότι ήταν εκεί και την περίμενε. Είχε τη δυνατότητα να αλλάζει μορφές και να προσαρμόζεται σε αυτό που θέλει.




«Τέλειωσαν όλα λοιπόν;» άκουσε την παραμορφωμένη φωνή του βγαλμένη από τα έγκατα της γης. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει την πηγή μήτε τον έβλεπε μπροστά της. Στάθηκε στο κέντρο του χώρου.

«Όλα έγιναν όπως έπρεπε να γίνουν», αποκρίθηκε εκείνη.

«Πως ένιωσες;» την ρώτησε.

«Δεν περίμενα να μου κάνεις αυτήν την ερώτηση», του είπε πράγματι παραξενευμένη.

«Ναι, …βλέπεις πολλές φορές τα κατάλοιπα από τα άχρηστα ανθρώπινα αισθήματα συνεχίζουν να εκπλήσσουν ακόμα και μένα», της είπε.

Της μιλούσε και παράλληλα μεγάλες γλώσσες φωτιάς σαν πύρινα φίδια διέτρεχαν το χώρο μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Σαν εκλάμψεις.

«Πως μπορείς να συντηρείς μέσα σου όλον αυτόν τον άπειρο χρόνο, τόση κακία;» του είπε.

«Δεν είμαι εγώ το θέμα μας. Θαυμάσια λοιπόν κόρη του Ιγκόρ… πήρες εκείνο που ήθελες. Νομίζω δεν αθέτησα το λόγο μου», άκουσε πάλι τη φωνή.

«Οφείλω να το ομολογήσω», συμφώνησε εκείνη.

«Ήρθε λοιπόν και η ώρα της πληρωμής μου. Δεν νομίζεις;»

«Τι είναι αυτό που μπορώ να σου δώσω Σάγκρος;» τον ρώτησε ευθέως.

 

Οι εκλάμψεις της φωτιάς έγιναν άμεσα πολύ πιο έντονες. Ένιωθε τη γη να τρέμει. Μικρά κομμάτια από τα πέτρινα μέρη της αίθουσας έπεφταν στη γη. Ένιωσε πίσω της μια έντονη δύναμη θερμότητας να την καίει και μια ενέργεια να την καθηλώνει. Γύρισε προς τα εκεί. Ο Σάγκρος, στη φλεγόμενη μορφή του έστεκε στην άκρη της αίθουσας απέναντί της. Τα πύρινα μάτια του γύρευαν τα δικά της.

«Ξέρεις καλά Αρμάντια. Αυτό που μας ενώνει, το σημάδι. Ξέρεις καλά ότι γυρεύω τη δική σου κίνηση, τη αναστροφή της κατάρας σου στο πρόσωπό μου. Γυρεύω τη δύναμη του κακού, το μίασμά του, την γκρίζα σκέψη και διάθεση για να ξεκινήσω τον κύκλο μου», ακούστηκε παραμορφωμένη και κοντά της, η φωνή του.

«Δεν κουράστηκες απ’ αυτόν τον κύκλο Σάγκρος; Δεν ένιωθες πλέον ότι δεν έχει να σου προσφέρει τίποτα;»

Η πύρινη μορφή αγρίεψε έντονα. Δέχτηκε ένα καυτό κύμα θερμότητας πάνω της που την έκανε μεν να οπισθοχωρήσει αλλά να μην σταματήσει:

«Τι θα καταφέρεις λοιπόν αν δεχτείς μία ακόμα δύναμη κακού πάνω σου; μια επί πλέον κατάρα; Τι είναι αυτό που σε έλκει εκεί;»

«Το πέρασμα στην αθανασία ασήμαντη! Αυτό δεν είναι πάντα το διακύβευμα; Δεν αξίζει όλο αυτό;»

Ο διάλογός του έμοιαζε τόσο αλλόκοτος και εξωπραγματικός. Δύο κόσμοι διαφορετικοί που προσπαθούσαν να σμίξουν μέσα από τα λόγια.

«Η Αθανασία λοιπόν! Να μην πεθάνεις ποτέ Σάγκρος ε; Άρα να ζεις! Η Αθανασία θα είχε νόημα αν ζούσες, αν είχες στιγμές. Έχεις όμως; Αναρωτήθηκες αν έχεις; Που τις ζεις τις στιγμές της ζωής; Με ποιον τις μοιράζεσαι; Ποια συναισθήματα έδωσες; Και ποια πήρες; Ποια χαμόγελα, αγάπη; Πότε τα βίωσες όλα αυτά για να διεκδικήσεις την αθανασία; Το πέρασμά σου ήταν βουτηγμένο στην βεβήλωση κάθε ζωής και στο θάνατο».

«Τι παιχνίδι πας να μου παίξεις Αρμάντια; Ήμουν νομίζω ευθύς μαζί σου. Δεν σου έκρυψα τίποτα. Σου πρόσφερα ότι μου ζήτησες. Ήρθε η ώρα να μου δώσεις αυτό που συμφώνησες», της είπε.

«Και εξακολουθώ και ρωτάω, τι σου προσέφερε αυτή η καταραμένη ζωή; Μόνος, ξένος, απελπιστικά μισημένος από κάθε άνθρωπο. Προξενείς μόνο φόβο, αποστροφή, αηδία. Αυτό θέλεις; Να διαιωνίζεις την κατάρα που σε βαραίνει; Τα όσα έπραξες δεν ήρθε η στιγμή να ζητήσεις συγχώρεση και να τα αφήσεις στη σκοτεινή πλευρά της ζωής; Τι σου πρόσφερε όλο αυτό πες μου;»

Μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη, ο Σάγκρος μεταμορφώθηκε σε μια πιο ανθρώπινη μορφή. Οι πύρινες γλώσσες ολόγυρά του έφυγαν. Όμως έμενε αποκρουστικός και τρομακτικός στην όψη. Ήρθε κοντά της, ένα μουχλιασμένο χέρι την άρπαξε από το λαιμό.

«Δεν θέλεις να ξέρεις τι είμαι ικανός να κάνω αν νιώσω ότι πας να με προδώσεις!» της είπε καρφώνοντάς την στα μάτια. Ένιωσε να πνίγεται. Έβαλε το χέρι της και προσπαθούσε να απαγκιστρωθεί απ’ τη λαβή του.

«Με χρειάζεσαι Σάγκρος! Χωρίς εμένα σε λίγο δεν θα υπάρχεις.  Άρα φρόντισε να σταματήσεις. Τι θα κάνεις; Θα με σκοτώσεις;»

Άκουσε το γέλιο του να τραντάζει το χώρο.

«Όχι φυσικά! Γιατί να σε σκοτώσω. Την κατάρα σου γυρεύω. Μην με αναγκάσεις να την πάρω μόνος μου χωρίς να μπορείς να κάνεις κάτι να με σταματήσεις», της είπε.

Με το ένα της χέρι απελευθερώθηκε από τη λαβή του. Προσπάθησε να πάρει ανάσες.

«Θα φύγω Σάγκρος. Θα γυρίσω το Φόριεν. Εγώ βλέπεις δεν αναζητώ καμία αθανασία. Εκεί που ανήκω. Στο μέρος που μου έλειψε. Να το ζήσω ταπεινά και ήρεμα όσο ορίζουν οι μοίρες μου. Ήθελα να σε πείσω να επιστρέψεις εκεί που ανήκεις, διαφορετικός και αποδεκτός».

Η έκρηξή του ήταν ακόμα πιο έντονη και τρομακτική. Τα ουρλιαχτά του τάραξαν τα βάθη της γης.

«Αν με προδώσεις Αρμάντια τότε θα πληρώσεις βαρύ τίμημα. Θα πάρω αυτό που μου χρωστάς είτε το θες είτε όχι…» ακούστηκε.

«Μην υπερεκτιμάς τον εαυτό σου Σάγκρος», του είπε.

«Λυπάμαι που θα δεις τότε αυτό που τόσο λατρεύεις και που τόσο σου έλειψε, κομματιασμένο με τα ίδια μου τα χέρια! Η κόρη σου θα είναι η τροφή μου, να το ξέρεις. Και τότε… ξέρεις πολύ καλά τι θα γίνει», της είπε.

 

Ένιωσε μέσα της να κόβεται η καρδιά της στα δύο. Για μια στιγμή το κορμί της, τα άκρα της, συσπάστηκαν μαζεύοντας τρομερή δύναμη. Πήγε κάτι να πει αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι από εκείνη τη στιγμή ως την τελική εικόνα, πρέπει να προσέχει κάθε του πρόκληση. Τα παιχνίδια του μυαλού ανάμεσά τους, είχαν ήδη ξεκινήσει.

«Άφησε την Ελεάνορ ήσυχη! Αρκετό πόνο γνώρισε», είπε. Σε όλη αυτήν την ιστορία είναι αμέτοχη κι όμως πληρώνει ακριβό τίμημα.

«Είναι στο χέρι σου να την γλιτώσεις…»

«Φεύγω Σάγκρος! Δεν έχω καμία δουλειά στους κόσμους του σκοταδιού. Γυρίζω στη γη μου, στους τάφους των δικών μου, στο καμένο μου σπίτι, στα πεθαμένα μου όνειρα», του είπε επιβλητικά και με αυθάδεια προκαλώντας την οργή του.

«Σε δύο μέρες το φεγγάρι χάνεται. Οι πύλες ανοίγουν. Θα σε περιμένω Αρμάντια! Εδώ! Αν δεν έρθεις τότε θα σε βρω εγώ ο ίδιος για να πάρω αυτό που πρέπει. Και τότε… ο διάλογός μας δεν θα είναι καθόλου σαν τον αποψινό», ούρλιαξε παράταιρα.

Η Αρμάντια είχε είδε κινήσει να αποχωρεί. Λίγο πριν στρέψει εντελώς την πλάτη της κατηφορίζοντας ακούστηκε να του λέει:

«Θα σε περιμένω…»

 



Ποιος θα ήταν εκείνος που θα μπορούσε να περιγράψει την ατμόσφαιρα που βασίλευε πίσω στο Φόριεν. Ποτέ ξανά στην ιστορία αυτού του βασιλείου δεν είχε ποτιστεί κάθε εκατοστό γης με τόσα αντιφατικά συναισθήματα. Η τελευταία φορά που θρήνησε η πόλη ήταν πριν εικοσιπέντε χρόνια στον θάνατο του ευγενούς βασιλιά Φάρκας. Από τότε, εκείνος ο θρήνος, έδωσε τη θέση του σε μια εσωστρέφεια, που κυρίεψε αργά-αργά, κάθε απλή ανθρώπινη ψυχή. Μια εσωστρέφεια και ένα σφίξιμο που μεγάλωνε σιγά-σιγά από την πολιτεία του νέου βασιλιά Ζάρεκ. Μια αναδίπλωση που τελικά μετασχηματίστηκε σε φόβο. Η τυραννική του πολιτεία, τα ελάχιστα αρπακτικά που αποτέλεσαν τον κλειστό κύκλο της αυλής του, έγιναν οδύνες συνέχειας για τον απλό λαό του μόχθου. Τα στόματα έκλειναν  το ένα μετά το άλλο, ο φόβος μεγάλωνε, μαζί του και η αγωνία για το μέλλον. Τα τελευταία χρόνια της θητείας του πορφυρού βασιλιά είχαν φτάσει στον ύψιστο βαθμό όλα αυτά τα αρνητικά. Έτσι ο τραγικός θάνατός του και μαζί μ’ αυτόν η παράξενη και απόκοσμη καταστροφή του ανακτορικού δώματος, ήρθε σαν λύτρωση για την πόλη. Τα νέα έφυγαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα από στόμα σε στόμα για την μορφή εκείνης της γυναίκας που στάθηκε απέναντι στον τύραννό τους. Για την ύστατη αναμέτρησή τους και το θρίαμβό της. Όλα αυτά ήταν η καθαρτική πλευρά για το Φόριεν. Όμως υπήρχε και η άλλη πλευρά, γκρίζα, μελαγχολική, θλιβερή αλλά και γεμάτη αγωνία.

Ο τραγικός θάνατος του αγαπημένου τους πρίγκηπα Μέλιαν ήρθε να αρπάξει τη χαρά και την ανακούφιση από τα στήθη τους. Ένιωθαν να πληρώνουν ένα βαρύτατο τίμημα. Ένας νέος άνθρωπος. Το ίδιο τους το αύριο για ένα καλύτερο μέλλον πέταξε ψηλά στους ουρανούς από τα τείχη του πύργου σε μια κίνηση απόγνωσης. Ολάκερη η πόλη αποχαιρέτισε για το τελικό ξόδι το χαμογελαστό και γαλήνιο παλικάρι που μέχρι πριν λίγες μέρες έστεκε υποψήφιος γαμπρός στο πλάι της αγαπημένης του. Μιας αγαπημένης που η τραγική μοίρα επιφύλασσε να είναι η ετεροθαλής αδελφή του. Ποια γη μπορούσε να τα δεχτεί όλα τούτα. Ποιες καρδιές να τα αφομοιώσουν. Η σωρός του αγαπημένου του νέου, πλύθηκε και μυρώθηκε. Ποτίστηκε με όλα εκείνα τα βοτάνια και τα ξόρκια για να βαστάξει στο λαϊκό προσκύνημα που ακολούθησε.

 

Ήταν όλοι εκεί στον ύστατο αποχαιρετισμό! Πρώτη στην πένθιμη περιφορά η τραγική μορφή της βασίλισσας Άλμπα που, προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της και να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς την είχε βρει στη ζωή της. Να μάθει όλη την αλήθεια για το τέρας που ήταν ομόκλινός της όλα αυτά τα χρόνια της. Και τώρα να αποχαιρετά το μονάκριβο γιο της. Όχι για το δικό του σπίτι σαν γαμπρός αλλά για το νεκροκρέβατό του και την κάθοδό του στον Άδη. Ποια γη θα μπορούσε να τυλίξει το παλικάρι της; Ήταν ύβρις το σκοτάδι που σφάλισε τα μάτια του.

Δίπλα του ήταν η Ελεάνορ βαθιά συγκλονισμένη τυλιγμένη σε ένα θρήνο που δεν πίστευε ποτέ ότι θα βιώσει με τους χτύπους της καρδιάς της. Εκείνος που λάτρεψε σαν υποψήφιος άντρας της και θα έστεκε σε λίγο πλάι της, ήταν αδελφός της. Το ίδιο αίμα έτρεψε στις φλέβες τους. Η μαντεία εκείνης της παράξενης γριάς στη γιορτή των ρόδων με το ψηλάφισμα του χεριού της, βγήκε πέρα για πέρα αληθινή! “Θα νιώσετε μεγάλο πόνο στη ζωή σας και οι δύο…” Θυμήθηκε τα λόγια της. Όπως και το παράξενο εκείνο όνειρό της με τα δικά τους κορμιά να γίνονται αποστεωμένα δέντρα μέσα στο δάσος και εκείνο το μικρό κορίτσι να διαβαίνει ανάμεσά τους. Να που το μικρό αυτό παιδί ήταν ο ίδιος της ο εαυτός, το μωρό του δάσους. Ήρθε να τους φέρει τη μεγάλη αλήθεια και να τους αλλάξει ρόλους. Από ζευγάρι σε αδέλφια. Και στο τέλος να τους χωρίσει για πάντα. Τον κοιτούσε για τελευταία φορά μπροστά της λίγο πριν την τελευταία του κατοικία. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο μα τα μάτια του σφαλιστά. Αυτά τα μάτια που τόση αγάπη και συναισθήματα είχαν γεννήσει μέσα της. Είναι τρομερό να θέλεις να θρηνήσεις έναν δικό σου άνθρωπο και να μην ξέρεις με ποια ιδιότητα να τον αποχωριστείς. Αυτός ο διχασμός της ψυχής ήταν ότι χειρότερο για τον κάθε άνθρωπο. Σε σκότωνε, σε τσάκιζε.

 

Και ο Άλαντ δίπλα τους! Ο εμβληματικός αυτός ιεροφάντης της αλήθειας! Ο άνθρωπος τον οποίο διάλεξε η μοίρα αλλά και οι γραφές για να σκίσει τα σκοτάδια του ψέματος και να αποδείξει τα θανάσιμα κρυμμένα μυστικά. Και μαζί του οι τραγικοί γονείς της Ελεάνορ, ο Έντγκαρ με την Έλντα. Ο ένας να στηρίζει τον άλλο και των δύο οι καρδιές και τα βλέμματα να αναζητούν την κόρη τους! Ναι την κόρη τους. Γιατί η Ελεάνορ για αυτούς ήταν το παιδί τους.

Και πιο πίσω ένας ολάκερος λαός, όλη η πόλη του Φόριεν παρούσα εκεί στο στερνό ταξίδι του αυριανού βασιλιά τους. Να τον αποχαιρετίσουν με ένα λουλούδι, με ένα ξόρκι για ένα καλό κατευόδιο στον ουρανό. Και τα βλέμματά τους, διακριτικά μα ουσιαστικά να στρέφονται στην Ελεάνορ. Για το λαό του Φόριεν, ήταν το δεύτερο μισό της αυριανής τους ελπίδας. Έχασαν το πρώτο μέρος, το Μέλιαν. Έμενε το δεύτερο, βαριά πληγωμένο αλλά ζωντανό.

 

Η γη του Φόριεν αγκάλιασε για πάντα τον νεαρό γιο της Άλμπα και του Ζάρεκ. Ήδη η παρουσία του έγινε ανάμνηση. Και σημείο αναφοράς για την ελπίδα. Η Ελεάνορ, μετά από αυτό, στο σπίτι της, πήρε στην αγκαλιά της με όλα της τα αισθήματα δυνατά και αληθινά, τον Έντγκαρ με την Έλντα. Τους γονείς της! Ναι, η Αρμάντια ήταν η φυσική της μητέρα. Ναι, ένιωσε για εκείνη απέραντη αγάπη, ευγνωμοσύνη για όλα. Σεβασμό για τη δική της θυσία. Αποδοχή για την ύπαρξή της. Τιμή για το ρόλο της. Απέκτησε τη δική της ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. Μια θέση ιερή και μοναδική. Ακλόνητη και αδιαπραγμάτευτη. Αλλά οι άνθρωποι που την μεγάλωσαν ήταν αυτοί οι δύο που τώρα έτρεμαν σύγκορμοι στην αγκαλιά της τρέμοντας την όποια απόφαση ή διάθεσή της. Όμως για την Ελεάνορ, αυτοί ήταν οι γονείς της. Εκείνοι της έδωσαν αγάπη, στήριξη, αξίες και θαλπωρή. Άπλωσε τα χέρια της στα πρόσωπά τους χαϊδεύοντας κάθε εκατοστό. Και εκείνοι ένιωσαν ένα τρομερό βάρος να γίνεται σκόνη, να φεύγει από πάνω τους και να σκορπά στον αγέρα παντού.

Όμως το Φόριεν είχε και κάτι άλλο να αντιμετωπίσει. Κάτι που αυτές τις στιγμές δεν ήταν τόσο έντονο στη σκέψη τους αλλά, ήταν μοιραίο, σύντομα να το δουν μπροστά τους. Μια ακόμα θανάσιμη απειλή για το ίδιο τους το αύριο. Μια απειλή που, ναι μεν τόσα χρόνια την ήξεραν φωλιασμένη στα ψηλά του Βουνού των σκιών. Τώρα όμως έμελλε να την νιώσουν μέσα στα ίδια τους τα σπίτια. Αυτό δεν το ήξεραν! Και αυτό ερχόταν τώρα πια ως επικρεμάμενος εφιάλτης. Ο ήλιος θα έγραφε ακόμα ένα γεμάτο κύκλο από το φως στο σκοτάδι για να έρθει εκείνη η σκοτεινή νύχτα. Η νύχτα χωρίς φεγγάρι.

 



Η Αρμάντια έστεκε ακίνητη μπροστά στους πέτρινους θόλους στον μικρό πύργο που συνήθιζε να είναι το προσωπικό της καταφύγιο πέρα από το πέρασμα του γκρίζου λύκου στο βουνό των σκιών. Η νύχτα ήταν παράξενα ήρεμη και είχε τη δική της ανατριχιαστική γαλήνη. Μπροστά στον μακρινό ορίζοντα μπορούσε να δει καθαρά μόλις το αμυδρό σχήμα του τελευταίου ίχνους του κύκλου του φεγγαριού για αυτόν το μήνα. Είχε ξεκινήσει να ανατέλλει ασθενικό, χλωμό, πασχίζοντας να ανέβει το δρόμο προς τον νυχτερινό ουρανό. Μπροστά της πέρα μακριά μπορούσε να διακρίνει τον σκούρο όγκο του δάσους. Και μετά απ’ αυτόν αχνοφαίνονταν κάποιες φωτιές από την πόλη του Φόριεν. Τρεμόπαιζαν δηλώνοντας την παρουσία του απέναντί της. Πίσω της οι αγριωπές κορυφές του βουνού των σκιών. Τη γαλήνη αυτής της νύχτας έσπαγε ακανόνιστα το απόμακρο βουητό που προκαλούσαν κάποιες μεγάλες αναλαμπές στον ουρανό. Η λάμψη τους έφτανε μέχρις εκεί. Δεν υπήρχαν σύννεφα για να είναι προάγγελος επερχόμενης καταιγίδας. Άρα ήταν κάτι άλλο. Κάτι που σιγόβραζε μέσα στην οργή του.

Η Αρμάντια, για μια ακόμα φορά προσπαθούσε να συγκεντρώσει το νου της για να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις της. Ήξερε πια καλά ότι είχε πλησιάσει η μεγάλη εκείνη στιγμή της αναμέτρησης. Μέχρι τώρα πίστευε ότι αυτή ήταν η αναμέτρηση με τον βασιλιά Ζάρεκ και τα εγκλήματά του. Όμως τώρα ήταν για κάτι άλλο. Θα έκρινε το αύριο πολλών. Και μέσα ς’ αυτούς και εκείνη που την βρήκε ξανά μετά από τόσα χρόνια. Η Ελεάνορ, η μονάκριβη θυγατέρα της. Μια δυνατή λάμψη φώτισε τα πάντα μαζί με έναν υπόκωφο ήχο. Την τρόμαξε και διέκοψε τις σκέψεις της. Στο ελάχιστο της λάμψης είδε στα δεξιά τη μορφή της! Έστεκε εκεί πανέμορφη όπως και την άλλη φορά. Τα μαλλιά της μόνο τώρα ήταν λυμένα και έπεφταν λεύτερα στους ώμους της κάτω από την κατακόκκινη κάπα που σκέπαζε το κεφάλι της. Όλο της το άλλο σώμα ήταν καλά καλυμμένο από μια πολύ μεγάλη και ευρύχωρη μπέρτα. Η Αρμάντια έμεινε για λίγο εκστασιασμένη, όπως και την πρώτη φορά.



«Όριελ!» κατάφερε να ψελλίσει μένοντας προς το μέρος της.

«Αύριο είναι η μεγάλη νύχτα!» άκουσε γλυκύτατη τη φωνή της, συνέχισε: «Μόλις πέσει ο ήλιος, το φεγγάρι χάνεται. Μένει μια νύχτα βουτηγμένη στο σκοτάδι. Είναι η δική σου ώρα Αρμάντια!»

Πόσο όμορφα ήταν τα μάτια της! Λες και αυτή η ασχήμια των ανθρώπων πέρασε και δεν την άγγιξε καν.

«Τα ήξερες λοιπόν όλα αυτά Όριελ;» την ρώτησε γεμάτη αγωνία, «ήξερες για την Ελεάνορ; Για την κόρη μου;» ολοκλήρωσε το ερώτημά της με ένα διαμαντένιο δάκρυ στα μάτια της. Εκείνη γύρισε και την κοίταξε μέσα στα μάτια με ένα γλυκύτατο πρόσωπο.

«Ναι! Τα ήξερα όλα! Απ΄ την αρχή! Για σένα, για εκείνο το τέρας που κατέστρεψε τη ζωή σου, για τη θυγατέρα σου…»

«Πως;»

«Όταν ζεις ανάμεσα σε δύο κόσμους και ακροβατείς στις πύλες τους, μπορείς να βλέπεις πράγματα και γεγονότα που κάποιοι δεν βλέπουν. Ήξερα τους ορισμούς της μοίρας, τον ερχομό σου. Το σημάδι. Το θάνατο στους δικούς σου. Τον αποχωρισμό του παιδιού σου. Έζησα κάθε στιγμή από το μεγάλο σου δράμα. Πόνεσα μαζί σου, δάκρυσα, τρόμαξα, φοβήθηκα και οργίστηκα».

«Γιατί δεν μου είπες τίποτα την άλλη φορά;» την ρώτησε με αγωνία. Εκείνη την κοίταξε κατάματα.

«Γιατί έπρεπε να γίνει όπως έγινε. Όλα γίνονται για κάποια αιτία».

 

Η Αρμάντια έφερε το βλέμμα της κάτω προς την πλαγιά του βουνού πέρα μακριά στην πόλη. Ένας παράξενος ήχος έφτανε ως εκεί ψηλά κοντά τους.

«Το Φόριεν θρηνεί! Το νιώθεις; Μπορείς να το ακούσεις;»

«Θρηνεί αλλά και ελπίζει μαζί, αυτό μην το ξεχνάς», απάντησε η Όριελ.

«Ξέρεις και τη συνέχεια;»

«Όχι! Όπως σου είπα και πριν, τώρα είναι η δική σου ώρα. Τώρα είσαι αντιμέτωπη με τη μοίρα σου. Και κρεμόμαστε από τα χέρια σου».

«Μου ζήτησε να εκπληρώσω το χρέος μου για να ξαναγεννηθεί».

«Θα κάνει οτιδήποτε για να τον καταραστείς! Όπως έκανα και εγώ τότε, στην αρχή του. Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνει».

«Το ξέρω…»

«Αρμάντια… αυτή τη στιγμή ένα πράγμα είναι η αδυναμία σου», της είπε η Όριελ.

«Νομίζω ότι το έχω καταλάβει ότι στοχεύει εκεί».

«Στην κόρη σου! Είσαι έτοιμη να το αντιμετωπίσεις;»

«Θα σταθώ απέναντί του! Θα τον πολεμήσω, ως το τέρμα. Με όποιο τίμημα! Δεν θα αγγίξει το παιδί μου, δεν θα πάρει από μένα την κατάρα που αναζητεί αλλά του σπαθιού μου την κοφτερή λεπίδα».

Η Όριελ, αέρινη και γαλήνια, την κοίταξε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό.

«Ο Σάγκρος κουβαλάει τις δυνάμεις του σκοταδιού! Εντολοδόχος του Άζερον. Είναι τρομερός και δεν τον έχεις δει. Δεν μπορείς αβοήθητη να σταθείς απέναντί του».

«Θα τον πολεμήσω με τα όπλα που μου έδωσε ο ίδιος…»

 

Η Όριελ έκανε μια κίνηση εσωτερικά από τη μεγάλη σκούρα μπορντό μπέρτα της. Με μια κίνηση αργή, με τα χέρια της έφερε μπροστά στα μάτια της έκθαμβης Αρμάντια ένα μεγάλο σπαθί. Η λαβή του ήταν σε σχήμα σταυρού. Η κοφτερή του λεπίδα άστραφτε με έναν παράξενο και αλλόκοτο τρόπο. Η λαβή του ήταν σαν κόσμημα και κατέληγε σε ένα στρογγυλό μεταλλικό σχήμα που στο κέντρο του είχε ένα μεγάλο πολύτιμο πετράδι. Το κράτησε στην αγκαλιά της και το έφερε μπροστά ακριβώς από την Αρμάντια, η οποία προσπαθούσε να καταλάβει.



«Αυτό είναι για σένα!» της είπε.

«Τι είναι αυτό Όριελ;» ρώτησε εκστασιασμένη.

«Θα σου χρειαστεί στη μεγάλη σου μάχη. Είναι το μοναδικό όπλο που μπορεί να σταθεί απέναντι στις δυνάμεις του Σάγκρος!»

Άπλωσε τα χέρια της με το σπαθί προς το μέρος της. Η Αρμάντια το άγγιξε επιφυλακτικά, λες και άγγιζε κάτι το απόκοσμο.

«Τι είναι αυτό το σπαθί; Πως βρέθηκε στα χέρια σου;» τη ρώτησε.

«Αυτό είναι το σπαθί του βασιλιά Ράνουλφ, Αρμάντια!»

Ανατρίχιασε στο άκουσμα, το πήρε στα χέρια της λες και κρατούσε κάτι ιερό.

«Με αυτό το σπαθί ο αγαπημένος μου στάθηκε πάντα μαχητής και υπερασπιστής του λαού του. Μ’ αυτό το σπαθί στάθηκε δίπλα μου, πάλεψε για τη ζωή μου, για την αξιοπρέπειά μου. Για το δίκιο!»

«Τι θες να πεις;»

«Είναι το τέλος αυτής μου της τραγικής ιστορίας. Όταν ο θετός γιος μου βεβήλωνε το σώμα μου, όταν βίαζε και την ψυχή μου, ο Ράνουλφ βρέθηκε εκεί. Είχε δει πριν το νεκρό μικρό του αγόρι, τον Άλντις και τυλιγμένος στην αλλοφροσύνη μπήκε σαν καταιγίδα στο δώμα μου. Την ώρα της στερνής μου ανάσας…»

Η Αρμάντια άκουγε συγκλονισμένη αλήθειες βγαλμένες από περασμένα ξεχασμένα χρόνια, η Όριελ συνέχιζε σε μια απόκοσμη γαλήνη, «Η κατάρα μου είχε ήδη αρχίζει να μετασχηματίζει τον πρωτότοκο γιο του. Τράβηξε αυτό το σπαθί που έχεις στα χέρια σου και πολέμησε για μένα, για το δίκιο, για το καλό. Ο Σάγκρος χάθηκε τυλιγμένος στις φλόγες της χθόνιας γης και της κακίας».

 

Η Αρμάντια έπιασε πιο γερά το μεγάλο σπαθί στα χέρια της. Το κράτησε σε θέση μάχης σαν να το δοκίμαζε.

«Μ’ αυτό το σπαθί έχεις ελπίδες να τον νικήσεις», της είπε. Η Αρμάντια σήκωσε με τα δυο της χέρια το μεγάλο σπαθί κάθετα μπροστά της ψηλά. Ξαφνικά η κόψη του γέμισε φλόγες. Πύρινες γλώσσες έβγαιναν και τύλιξαν όλο του το μήκος. Έκπληκτη ένιωθε τις τρομερές δυνάμεις του στα χέρια της. Γύρισε προς την Όριελ.

«Σ’ ευχαριστώ!» της είπε…

«Τώρα καταλαβαίνεις τη σχέση του Σάγκρος με τον Ζάρεκ. Συνεχιστές του κακού και του δόλου. Στα χέρια σου είναι τώρα όλα πια Αρμάντια. Από σένα κρίνονται τα πάντα. Δεν θα είσαι μονάχη…» της είπε με ένα τελευταίο γλυκό χαμόγελο.

Κατέβασε το σπαθί κάτω στα πόδια της. Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος της, σαν να ήθελε να την αγγίξει, σε έναν τελευταίο χαιρετισμό ευγνωμοσύνης. Η Όριελ τυλίχτηκε πάλι στη μεγάλη της μπέρτα και άρχισε να περπατά αργά, αέρινα πάνω στα βράχια και να απομακρύνεται προς το σκοτάδι. Λίγο πριν χαθεί εντελώς γύρισε το πρόσωπό της προς τα πίσω να την δει. Με μιας χάθηκε εντελώς μέσα σε ένα θρόισμα ανέμου.

Η Αρμάντια σήκωσε το βλέμμα της ψηλά στον έναστρο ουρανό. Μυριάδες αστέρια γίνονταν ένα με το γαλακτώδες πολύχρωμο νεφέλωμα πάνω από το κεφάλι της. Όλα πια ήταν έτοιμα. Λίγο πριν τη μεγάλη ώρα.

 

Συνεχίζεται...
 

Σχόλια

  1. Καλησπέρα αγαπημένοι μου φίλοι και φίλες. Διπλό κεφάλαιο σήμερα καθώς είμαστε λίγο πριν το μεγάλο τέλος, το οποίο θα γραφεί με μία ακόμα δημοσίευση των τριών τελευταίων κεφαλαίων. Επισπεύδω για να προλάβω τον αγαπημένο μας φίλο Γιώργο με τις σοβαρές του και μεγάλες υποχρεώσεις του. Το "Δάσος της λήθης" ξεκίνησε και θα τελειώσει, σε πρώτη κυκλοφορία, εδώ! Στο φιλόξενο και αγαπημένο αυτό blog, στο "My little stories", μέρος στις "Μουσικές ιστορίες", που ξεκίνησε ο φίλος μας, δίνοντάς μας, την έμπνευση, το ερέθισμα αλλά τον άπλετο χώρο να παρουσιάσουμε τις δικές μας γραφές. Πάμε λοιπόν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη φίλε μου, σ'ευχαριστώ για την συμμετοχή σου, την δική σου και όλων των φίλων.
      Πραγματικά δημιούργησες ένα έπος όλο δικό σου, με την ποιότητα γραφής που μας έχεις συνηθίσει. Λυπάμαι που τα τελευταία κεφάλαια θα βγουν κάπως γρήγορα, όμως θα χρειαστεί να λείψω για κάποιο διάστημα. Και πάλι σ'ευχαριστώ για την επιλογή σου να το τελειώσουμε το ταξίδι εδώ.

      Διαγραφή
    2. Σοβαρές και μεγάλες υποχρεώσεις του Γιώργου ; Είναι καλά ναι; Δεν συμβαίνει κάτι πιστεύω...ανησύχησα τώρα...

      Διαγραφή
    3. Τώρα διάβασα την απάντηση του Γιώργου Θα λείψεις Γιώργο μου, υποθέτω γιατί, και θα μας λείψεις. Ας είσαι καλά και θα τα ξαναπούμε εδώ. Κάθε καλό σε κάθε σου βήμα εύχομαι

      Διαγραφή
    4. Άννα μου μην ανησυχείς. Θα φύγω για δουλεία μα σίγουρα θα τα πούμε στα μπλογκ μας ξανά. Ευκαιρία να δημιουργήσουμε και να μοιραστούμε τις ιδέες μας. Φιλιά πολλά.

      Διαγραφή
    5. Καλό κατευόδιο και καλές θάλασσες να πούμε στον αγαπητό μας φίλο. Και φυσικά θα είμαστε πάλι εδώ. Στην αγαπημένη μας γειτονιά.

      Διαγραφή
  2. Στο έργο σου τώρα Γιάννη
    Χορταστικά κεφάλαια και δεν με νοιάζει καθόλου το μέγεθος. Η αγωνία κορυφώνεται και η αναμονή δύσκολη.
    Πάει ο Ζάρεκ Απόλαυσα το τέλος του. Τι κάθαρμα πια...να απειλήσει τη ζωή της κόρης του. Να αρνηθεί την ύπαρξή της. Να μην διδαχθεί τπτ από όσα συνέβησαν. Να μην έχει λυγίσει από το χαμό του γιου του.
    Και εκείνη η Αλμπα...τι τραγική φιγούρα. Η μάνα που πονάει για το παιδί της αλλά συγχρόνως που μαθαίνει σε τι σκοτάδι ζούσε τόσα χρόνια με τον Ζάρεκ δίπλα της.
    Και έρχεται ο Σάγκρος! Να απαιτήσει, να απειλήσει.
    Φοβερή θα είναι η αναμέτρηση της Αρμάντιας και του δαίμονα. Μα ανησυχώ για την Ελεάνορ
    Όμως πολύ με συκίνησε η στάση τους στους γονείς της. Πώς βιώνει τόσα που της έχουν συμβεί; Πώς στέκεται ορθή;
    Περιμένω τα υπόλοιπα για το τέλος. Υπέροχο έργο και το ότι θα τελειώσει στο σπίτι που το γέννησε είναι ό,τι καλύτερο
    Καλημέρα και στους δυο σας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι Άννα μου, είπαμε δικαιωματικά, να το τελειώσουμε εδώ. Στο φιλόξενο σπιτικό του Γιώργου. Εδώ που γεννήθηκε, καθώς τόσο όμορφα λες. Εδώ να τελειώσει.
      Το δράμα μας κορυφώνεται καλή μου φίλη. Και δυστυχώς, τα λόγια εκείνης της γριάς παράξενης γυναίκας στη γιορτή των ρόδων, βγήκαν αληθινά. Πόνος, οδύνη, απώλεια, κυκλώνει τους ήρωές μας. Γιατί το κακό της ανθρώπινης ψυχής μπορεί να πολλαπλασιαστεί και να απλωθεί σε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Και οι δυνάμεις του πάντα καραδοκούν για το χειρότερο. Ο Ζάρεκ είχε το τραγικό τέλος που του άξιζε. Μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν αμετανόητος. Τίποτα δεν τον άγγιξε, τίποτα δεν τον επηρέασε. Έκανε όμηρο και ασπίδα το ίδιο του το παιδί.
      Τώρα έχουμε ένα μεγάλο σκαλί να διαβούμε. Κάτι που, εξ' αρχής, κανείς δεν το είχε υπολογίσει. Η μεγάλη και τελική αναμέτρηση. Πως θα είναι; Θα γίνει; Με τι όρους; Θα προλάβει κάτι; Θα αλλάξει κάτι;
      Έρχονται τρία τελευταία κεφάλαια να πέσει η αυλαία στο "Δάσος".
      Σε ευχαριστώ που το αγάπησες Άννα μου, σε ευχαριστώ που το στήριξες με τόσο πάθος. Να είμαστε καλά.

      Διαγραφή
  3. Συγκλονιστικό! Ζήσαμε τις προφητείες!
    Φανταστικά δοσμένη η σκηνή του αποχαιρετισμού του Φόριεν στον πρίγκιπα τους.
    Ακόμα πιο συγκλονιστικά δοσμένη η σκηνή της μάχης της Αρμάντια και του Ζάρεκ, του καλού και του κακού.
    Μας δείχνει πολλά η καλοσύνη, η αποδοχή μα και η αξιοπρέπεια της Ελεάνορ, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει υποστεί πολλά πλήγματα και συνεχίζει να βρίσκεται σε κίνδυνο.
    Άλλη μια εκπληκτική σκηνή αυτών των κεφαλαίων ήταν η αντάμωση Αρμάντιας και Όριελ.
    Τώρα μένει να δούμε, ποιος θα κερδίσει την μεγάλη μάχη.
    Τι θα συμβεί στην Αρμάντια και αν τελικά η Ελεάνορ θα ζήσει εκτός κινδύνου!
    (φυσικά θα ήθελα να δω, μια ματιά στο μέλλον της, αν ξαναβρήκε τον έρωτα, αν έζησε καθόλου την Αρμάντια)
    Αλλά ανυπομονώ για το τέλος όπως το έχεις ονειρευτεί, διότι τους ήρωες αυτού του διηγήματος τους έχεις αγαπήσει πιο πολύ απ' όλους.
    Μπράβο Γιάννη για το υπέροχο διήγημα που μας χαρίζεις και μπράβο και στον Γιώργο για που με αφορμή το δρώμενο του σε ενέπνευσε να δημιουργήσεις!
    Καλό μεσημέρι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου καλησπέρα κορίτσι μου και καλή σου βδομάδα.
      Να 'μαστε λοιπόν πάλι εδώ καλή μου για να φτάσουμε στις μεγάλες κορυφώσεις. Ζήσαμε μεγάλες στιγμές στα κεφάλαια αυτά. Τον ύστατο αποχαιρετισμό στον Μέλιαν, την Ελεάνορ που, γρήγορα γίνεται το πρόσωπο πρωταγωνιστής στις εξελίξεις. Εξελίξεις που τρέχουν με δαιμονιώδη ταχύτητα . Ο ορίζοντας είναι σκοτεινός. Η μεγάλη αναμέτρηση ανάμεσα στον Σάγκρος και την Αρμάντια δείχνει αναπόφευκτη. Κάτι που δεν περίμενε κανείς στην αρχή. Έρχεται η συνέχεια Μαρίνα μου και το μεγάλο φινάλε. Και ελπίζω να ανταποκριθεί και στις προσδοκίες που εξέφρασες για το αύριο της νεαρής και τραγικής κόρης.
      Σε ευχαριστώ για κάθε σου παρουσία, κάθε σου στιγμή, κάθε σχόλιο και σκέψη. Δεν ξέρεις πόση χαρά μου δίνετε. Και φυσικά ο Γιώργος με το φιτίλι που μας πυροδότησε. Πάμε για το μεγάλο φινάλε λοιπόν!

      Διαγραφή
  4. Καταρχήν Γιώργο μου καλό σου ταξίδι και με το καλό να σμίξουν οι ιντερνετικοί δημιουργικοί δρόμοι μας ξανά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γιάννη μου σε σένα τώρα. Εξαιρετική η αναμέτρηση και παρουσίαν όλων μεγάλη δικαίωση για την Αρμάντια ωστόσο θα πρέπει να πω πως τα κτήνη μένουν πάντα κτήνη. Ακόμη βλέπω πως σου άφησε ο άρχοντας ένα σύνδρομο μάχης και μαγικών σπαθιών. Καλώς δεκτόν. Θα διαβάσω και το παρακάτω πουφ από το κινητό και θα τα πούμε πάλι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όπως το λες Μαίρη μου! Τα καθάρματα μένουν ως έχουν. Ο "Άρχοντας" δεν γίνεται να μην αφήσει τις επιρροές και σφραγίδες του. Απέφυγα βέβαια εδώ μάχες συλλογικές καθώς δεν υπήρχε και σεναριακή βάση για κάτι τέτοιο. Κινητό ε; Σε καταλαβαίνω. Να περνάς καλά κορίτσι μου. Αυτό μετράει.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα