Το δάσος της Λήθης 36 - Μουσικές Ιστορίες#3

 


36. Οι χρόνοι που σμίγουν

 

Ο απόλυτος τρόμος με την απόγνωση έγιναν με μιας κυρίαρχοι στον πύργο του παλατιού. Ένα προς ένα, τα κεντρικά πρόσωπα του δράματος, μάθαιναν την τραγική είδηση του θανάτου του πρίγκηπα Μέλιαν. Πρώτος βίωσε το δράμα ο πατέρας του, μιας και σχεδόν ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Ο βασιλιάς είχε ακολουθήσει κατά πόδας το γιο του στο στερνό και απελπισμένο του ταξίδι στον πύργο από τον οποίο γκρεμίστηκε. Για μια στιγμή η ζωή και η απώλεια του γιου του, τον έκανε να θυμηθεί ότι ήταν άνθρωπος. Βίωσε, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, τον πόνο της απώλειας, την τραγωδία του θανάτου του παιδιού του. Ένιωσε την μικρότητα και την αδυναμία να κυριεύει το μυαλό του και τους φόβους του να τον περικυκλώνουν μία ακόμα φορά. Στεκόταν ψηλά από το μέρος που “πέταξε” ο γιος του στο θάνατο, κρατώντας το κεφάλι του με τα δυο του χέρια.

Και δεν ήταν μόνον αυτός. Ήταν και η βασίλισσα Άλμπα, κυρίως εκείνη! Τραγική ανθρώπινη φιγούρα, όταν συνειδητοποίησε το θάνατο του μονάκριβου γιου της. Άφωνη, σοκαρισμένη. Στα όρια της παράκρουσης. Είδε ένα κομμάτι της ζωής της να γίνεται βορά στις επιλογές του ανθρώπου που ήταν ομόκλινός της. Τη ζωή που πόνεσε να φέρει στον κόσμο, να την αναστήσει, να τη μεγαλώσει. Να της φυσήσει μια διαφορετική πνοή. Να την τυλίξει με άλλες αξίες, να τις εμφυσήσει διαφορετικά όνειρα. Να ανοίξει νέα μονοπάτια σε μια άλλη ζωή. Τώρα; Τίποτα! Ένα άψυχο σώμα και μια τεράστια απώλεια που σκέπαζε τα πάντα στο “είναι” της.

Αλλά και ο δάσκαλος, ο Άλαντ, ο οποίος πλέον είχε φτάσει και αυτός στον πύργο, όπως-όπως, μήπως και προλάβαινε την τραγική εξέλιξη των γεγονότων. Ανήμπορος να κάνει οτιδήποτε. Ανίκανος να διορθώσει, να προλάβει. Μόνο τραγικός θεατής όσων η αποκάλυψη έφερνε ολόγυρά του. Ο μαθητής του. Ο αγαπημένος του Μέλιαν. Ο νεαρός άντρας που πήρε κοντά του από παιδί, κοινωνός της νουθεσίας και της διδασκαλίας του. Ο άντρας που καμάρωνε λες και ήταν γιος του. Ναι! Εκείνος τον ένιωθε καλύτερα. Ήταν για αυτόν ο πνευματικός του πατέρας. Τώρα όμως; Που πήγε ο πρίγκηπας του Φόριεν; Σε ποιους ουρανούς πέταξε η καρδιά του; Για ποια ταξίδια είχε τώρα ξεκινήσει; Που θα αντίκριζε τώρα αυτό το φωτεινό πρόσωπο; Πως θα άκουγε τη φωνή του και το χαρούμενο γέλιο του.

 

Η Ελεάνορ πριν μπει στο κάστρο του παλατιού είδε τους στρατιώτες αναστατωμένους και σε πανικό. Άφησε το άλογό της στην είσοδο και, χωρίς καθυστέρηση, άρχισε να ανεβαίνει σαν τρελή τις μεγάλες σκάλες για να φτάσει στην κεντρική αίθουσα. Κάθε σκαλί ήταν γι’ αυτήν ένα τεράστιο εμπόδιο να προλάβει. Όλα μέσα της έναν σκοπό είχαν. Να προλάβει! Παντού ολόγυρά της έβλεπε στρατιώτες και αξιωματούχους του παλατιού να πηγαινοέρχονται ανάστατοι και αρκετά ζευγάρια μάτια να μένουν πάνω της αφήνοντας ένα ύφος απέραντης θλίψης. Έφτασε στην αίθουσα του θρόνου. Πήρε και εκείνη τα βήματα των άλλων για να βρεθεί εκεί στην σημαδεμένη κορυφή εκείνου του πύργου από τον οποίο ο αγαπημένος και αδελφός της “πέταξε” στο δικό του κόσμο. Για μια στιγμή κοκάλωσε. Δεν μπορούσε να κινήσει μήτε ένα της δάχτυλο. Είδε τον Ζάρεκ, τραγική φιγούρα ανθρώπου που έχει δεχτεί θανάσιμο πλήγμα αλλά και την Άλμπα δίπλα, ζωντανή-νεκρή να θρηνεί. Το βλέμμα της έμεινε απέναντι στο μεγάλο αίθριο, στα ψηλά τείχη και , στον ψηλό πύργο με το μεγάλο του άνοιγμα. Στη συνέχεια άρχισε να βαδίζει αργά αργά, με τα χέρια ανοιχτά προς την έξοδο. Περπατούσε σαν χαμένη, λες και ήθελε να ακολουθήσει τα βήματά του. Έφτασε ως την άκρη. Έσκυψε το βλέμμα της προς τα κάτω. Είδε πλήθος συγκεντρωμένο σε ένα σημείο να κάνει κύκλο γύρω από ένα πεσμένο σώμα. Από το δικό του! Και πιο πέρα ένα πλήθος ανθρώπων, κατοίκων της πόλης που πλησίαζε σαν τα μυρμήγκια στο σημείο. Έκανε μεταβολή αμέσως. Αψηφώντας τις αποτρεπτικές κραυγές της Άλμπα, άρχισε να κατεβαίνει για να φτάσει στο σημείο που ήταν εκείνος.

 

Λίγο πριν την τελευταία έξοδο, δύο αποφασισμένα χέρια την άρπαξαν από το πλάι. Προσπάθησε να απαλλαγεί από τη λαβή τους, με κάθε τρόπο. Τιναζόταν σαν ψάρι έξω απ’ το νερό αλλά μήτε οι φωνές της κατάφερναν τίποτα.

«Ελεάνορ! Δεν έχει νόημα να πας εκεί!» άκουσε την επιβλητική βαθιά φωνή του Άλαντ που την είδε καθώς έφτανε και την άρπαξε.

«Θέλω να τον δω, άφησέ με! Θέλω να πάω κοντά του δάσκαλε!» έκανε εκείνη.

«Όχι τώρα κόρη μου! Θα τον δεις αλλά όπως του πρέπει! Όπως του αξίζει! Όχι τώρα!» της απάντησε προσπαθώντας να κρατήσει και ο ίδιος τα δάκρυά του. Ένιωσε το κορμί της να αδειάζει από την ένταση των στιγμών. Άκουσε την κραυγή της να γίνεται στεντόρεια σαν ξέσπασμα. Να βγαίνει μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς της καθώς έτρεμε απ’ την ένταση. Και ύστερα το κλάμα της, βροντώδες στην αρχή μα μετά να χάνει και το ίδιο τις δυνάμεις του. Ο Άλαντ χαλάρωσε το σφίξιμό του. Ήρθε και εκείνη να ηρεμήσει λίγο και να σταθεί. Ύστερα του έριξε μια ματιά. Ξάφνου, τάχυνε το βήμα της προς την κατεύθυνση που είχε το άλογό της. Ο Φάρελ, που ήταν κοντά στο δάσκαλο έτρεξε πίσω της να την προλάβει. Η Ελεάνορ καβαλίκεψε το άλογό της και πήρε το δρόμο της φυγής από τον πύργο του παλατιού. Η σκέψη και η επιλογή της, σε έναν δρόμο την οδηγούσαν. Στο δάσος της λήθης.

Ο Φάρελ γύρισε λαχανιασμένος πίσω στον Άλαντ.

«Δεν την πρόλαβα δάσκαλε, να την ακολουθήσω;»

Ο δάσκαλος του έκανε νόημα να σταθεί. Έριξε το βλέμμα του πέρα μακριά και είπε:

«Ξέρω που πάει Φάρελ! Άφησέ την!»

«Δάσκαλε! Εννοείς…» ρώτησε ανήσυχος ο Φάρελ.

«Εννοώ την Αρμάντια ναι! Όταν ο άνθρωπος βιώσει τρομακτικά την αίσθηση της απώλειας, όταν ή θλίψη πελαγώσει τη σκέψη μας, όλοι μας θα αναζητήσουμε μια αγκαλιά να χωθούμε. Και αυτή η αγκαλιά δεν είναι άλλη από της μάνας μας!»

«Άλαντ, νομίζεις ότι κάτι τέτοιο είναι εύκολο;»

«Όχι! Και δεν στο κρύβω φοβάμαι. Όμως ήρθε η ώρα για τη μεγάλη αυτή συνάντηση δεν νομίζεις; Εικοσιπέντε χρόνια είναι πάρα πολλά».

 



Η Ελεάνορ κάλπαζε με φρενήρη ρυθμό προς το δάσος της λήθης. Για έναν παράξενο λόγο που δεν μπορούσε να εξηγήσει, αυτή η ανείπωτη τραγική θλίψη που την τύλιξη σύγκορμη, ένιωθε να της έχει αντικατασταθεί από μια μεγάλη ψυχική δύναμη. Άφησε το μυαλό της χωρίς σκέψεις. Εμπιστεύτηκε το αυθόρμητο της καρδιάς της σε αυτήν τη δύναμη φυγής αλλά και αναζήτησης που την κατέβαλε. Στο δρόμο μπορούσε να δει πολλούς συμπολίτες της να έχουν ήδη βγει στο δρόμο μαθαίνοντας τα γενόμενα. Το κακό μαθεύτηκε παντού. Το Φόριεν ζούσε τη δική του τραγωδία. Διάβηκε τα τελευταία σπίτια της πόλης και μπήκε στο δάσος. Τα πρώτα μονοπάτια, τής ήταν γνωστά από τις βόλτες τους με εκείνον. Ολόγυρά της έβλεπε τη μορφή του σε γνώριμα σημεία και για τους δύο. Τα συναισθήματα της απώλειας έφεραν δάκρυα ασταμάτητα από τα μάτια της. Σιγά-σιγά έχανε την ορατότητά της. Δεν μπορούσε καν να δει το μαύρο του ουρανού που είχε αδράξει το δάσος για τα καλά και άπλωνε το σκοτάδι του ολόγυρα. Πέρασε και το τελευταίο σημείο, το οποίο ήξερε από τους περιπάτους με τον ...αδελφό της τώρα πια. Δεν ήξερε κατά που τραβούσε. Αφέθηκε στις επιλογές του αλόγου της που έτρεχε ασταμάτητο μέσα στα κακοτράχαλα πια μονοπάτια που άρχισαν σιγά-σιγά να χάνονται. Δεν μπορούσε καν να δει μήτε και τις δυνατές αστραπές και τις δονήσεις που ταρακουνούσαν τη γη κάτω απ’ τα πόδια της. Ένιωθε σιγά-σιγά να χάνει τις δυνάμεις της και η προσοχή της να μειώνεται. Η ατμόσφαιρα γύρω της γινόταν ολοένα και πιο παράξενη, ασαφής, ομιχλώδης. Τα περάσματα πια είχαν εξαφανιστεί μέσα στο δάσος και το άλογό της ακολουθούσε διαδρομή σύμφωνα με τα δικά του ένστικτα. Μέχρι που ένα χοντρό κλαδί πεύκου, τσακισμένο στο χώμα, στάθηκε η αιτία για να σκοντάψει. Η πτώση της Ελεάνορ από τη σέλα του αλόγου ήταν πολύ άσχημη. Έχασε την ισορροπία της και το σώμα της πετάχτηκε με δύναμη προς τα κάτω, κυλίστηκε με δύναμη στο χώμα και η διαδρομή της τελείωσε άδοξα σε έναν άλλο πεσμένο κορμό πιο πέρα. Ένα δυνατό αίσθημα πόνου έκοψε την ανάσα της στα δύο και ο ορίζοντας έγινε ένα απέραντο μαύρο μπρος στα μάτια της.

 

Ήξερε ότι κάτι άσχημο είχε συμβεί πίσω στο Φόριεν. Της το μαρτυρούσε το ένστικτό και ένα μεγάλο σφίξιμο στο λαιμό της. Κάθε της κύτταρο είχε μπει σε συναγερμό. Δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει αλλά όλα μέσα της, την ετοίμαζαν για κάτι μεγάλο. Η Αρμάντια, μέχρις εδώ, μπορούσε η ίδια να ελέγχει την πορεία των πραγμάτων. Με τις κινήσεις της καθόριζε τη μοίρα του “Πορφυρού” βασιλιά. Όμως η αυγή εκείνης της μέρας την έκανε για πρώτη φορά να νιώσει χωρίς προσανατολισμό. Σαν κάτι να χάθηκε μέσα της. Έβλεπε εδώ και ώρα το βουνό ανταριασμένο. Τον ουρανό να σκοτεινιάζει απειλητικά, τη γη να σείεται, ήχοι και δονήσεις χθόνιες ήρθαν να της θυμίσουν γνωστά προμηνύματα. Τα είχε ζήσει ξανά όλα αυτά. Τότε, πολλά χρόνια πριν, τη μέρα που έφερνε στο φως το παιδί της εδώ πάλι στο δάσος. Γιατί άραγε σήμερα ζούσε ξανά τα ίδια πράγματα. Ακριβώς τα ίδια.

Οι σκέψεις είχαν διακοπεί εδώ και ώρα καθώς από ψηλά μπορούσε να δει το λευκό άλογο να καλπάζει χωρίς προσανατολισμό μέσα στο δάσος ανεβαίνοντας την πλαγιά του βουνού. Κατάφερε να διακρίνει την γυναικεία φιγούρα που έστεκε στη ράχη του σαν χαμένη. Κατάλαβε τον κίνδυνο που παραμόνευε για την αναβάτρια και για έναν ανεξήγητο λόγο άρχισε να κατεβαίνει και εκείνη την πλαγιά προς τα κάτω για να συναντήσει την απροσδόκητη εκείνη επισκέπτρια του βουνού. Η ψυχή της σφίχτηκε όταν είδε την ανατροπή της γυναίκας από το άλογο και την πτώση της στο έδαφος. Ενθάρρυνε το άλογό της να επιταχύνει τον καλπασμό του και σε λίγο ήταν δίπλα στο πεσμένο σώμα. Το άλογο της γυναίκας που έπεσε έστεκε εκεί κοντά σαστισμένο, πληγωμένο και αυτό. Η Αρμάντια κατέβηκε από τον Άνγκορ και πήγε γρήγορα δίπλα στην αναίσθητη γυναίκα. Εκεί ένιωσε το πρώτο σοκ όταν είδε ότι ήταν η Ελεάνορ, η μνηστή του Μέλιαν. Για κάποιο λόγο η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Η νεαρή κοπέλα ήταν ματωμένη, γεμάτη εκδορές στο πρόσωπο, τα χέρια και τα πόδια της. Χωρίς να χάσει καιρό, επέστρεψε στο άλογο, πήρε ένα μικρό δοχείο με νερό και έτρεξε να δώσει τη βοήθειά της. Γονάτισε δίπλα στην Ελεάνορ και άρχισε να της βρέχει το πρόσωπο. Η συγκίνησή της ανέβαινε διαρκώς. Δεν είχε καιρό να το ερμηνεύσει. Τι άραγε ήταν αυτό που την τάραζε τόσο; Τι ήταν αυτό που την έκανε, για πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια, να χάνει κάθε έλεγχο;

 

Όμως… όμως λένε ότι μερικές φορές οι μεγάλες στιγμές στον άνθρωπο έρχονται να τον συναντήσουν από το απροσδόκητο. Αυτό που του αλλάζει κάθε σχέδιο, κάθε υπολογισμό. Αυτό που τον ταράζει και τον συγκλονίζει.

Η Αρμάντια έβαλε το ένα της χέρι να ξεκουμπώσει το φόρεμα της Ελεάνορ για μπορέσει να απελευθερώσει το λαιμό της κοπέλας να ανασάνει καλύτερα. Τράβηξε τις άκρες του φορέματός της αποκαλύπτοντας το στήθος της.

Αυτό που άρχισε να νιώθει στο κεφάλι αλλά και σε όλες τις αισθήσεις της δεν το είχε βιώσει ποτέ ξανά! Τα μάτια της έπεσαν έντρομα πάνω σε αυτό που σημάδευε το στήθος της κοπέλας. Όχι! Δεν έκανε λάθος! Δεν μπορούσε να κάνει λάθος! Ήταν… ήταν αυτό! Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορούσε να είναι δυνατόν! Το σημάδι του Άζερον, το ίδιο σημάδι, στο ίδιο σημείο με εκείνην.

Άρχισε να οδύρεται, να χάνει την ψυχραιμία της, να τρέμει.

«Όχι! Ποιος παραλογισμός έρχεται να παίξει με μυαλό μου; ποια δύναμη με δοκιμάζει με τέτοια παιχνίδια;» ψιθύρισε τρέμοντας. Προσπαθούσε να συνεφέρει την Ελεάνορ με κάθε τρόπο. Με κινήσεις, με ελαφρές μαλάξεις. Λυγμοί και σπασμοί κυρίευσαν το κορμί της. Πανικός! Έψαχνε τρόπο να φέρει ξανά τη ζωή μέσα της.

«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Δεν γίνεται η μοίρα και τα μηνύματα να παίζουν τέτοιο παιχνίδι μαζί μου!» επανέλαβε μόνη της. «Παιδί μου!» ψέλλισε προκαλώντας ανατριχίλα ακόμα και  στην ίδια!

Ταρακουνούσε την Ελεάνορ προσπαθώντας να της δώσει τη δύναμη να ανακάμψει. Η νεαρή κοπέλα πήρε τις πρώτες αναπνοές της. Ένας δυνατός βήχας την έπνιξε. Η Αρμάντια την σήκωσε προσεκτικά και την απόθεσε καθιστή στον κορμό του μεγάλου δέντρου. Η Ελεάνορ άνοιξε τα μάτια της, συνήλθε. Το βλέμμα της  συνάντησε εκείνο της γυναίκας που έστεκε απέναντί της. Επιβλητική και συνάμα συγκλονισμένη. Μέσα στον ελάχιστο εκείνο χρόνο που κοίταζε η μία την άλλη, η Ελεάνορ κατάλαβε! Τα μάτια της άνοιξαν, η καρδιά της μαζί, οι αισθήσεις της ακολούθησαν, η συγκίνησή της ανέβηκε σε ύψη δυσθεώρητα. Μια συνάντηση βγαλμένη μέσα από τις πιο παράξενες επιλογές της μοίρας και της ίδιας της ζωής. Ένα αντάμωμα που γύρευε την πραγματοποίησή του εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια. Και να ‘το που συνέβαινε καταμεσής του μοιραίου εκείνου δάσους που σημάδεψε τις ζωές και των δυο τους.

«Αρμάντια…» ψιθύρισε. Εκείνη την κοίταζε με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.

«Αρμάντια… Μητέρα μου!» είπε πιο αποφασιστικά. Πώς ήχησε στα αυτιά της! Πόση ανατριχίλα έδωσε και στις δύο τους.

«Ελεάνορ! Πως είναι δυνατόν; Θέλω να πω… τι ξέρεις; Πως ξέρεις», τη ρώτησε με αγωνία.

«Ήρθαν όλα στο φως… τα πάντα! Ολάκερη η κρυμμένη αλήθεια που κουβαλούσες τόσα χρόνια», της απάντησε προσπαθώντας με μεγάλο κόπο να ξεπεράσει το σοκ των πόνων από τους τραυματισμούς της.

«Τι έμαθες; Ελεάνορ! Πρέπει να μου πεις!»

 

Πως αντιστρέφονται αλήθεια οι όροι απ’ τις δυνάμεις που μας διαφεντεύουν μέσα στη ζωή! Η Αρμάντια! Η πανίσχυρη “μαύρη βασίλισσα”. Η γυναίκα με τις παράταιρες δυνάμεις, εκείνη που όριζε τα τεκταινόμενα στο Φόριεν, έστεκε εκεί γονατισμένη μπροστά σε μια νεαρή γυναίκα, κρεμασμένη στην κυριολεξία από τα χείλη της. Τώρα ήταν εκείνη η αδύνατη και η ταπεινή.

«Τα ξέρουν όλοι! Ο Άλαντ έχει το ημερολόγιο του ανθρώπου που σε έσωσε. Οι δικοί μου, μίλησαν, μου αποκάλυψαν την αλήθεια, με κάθε λεπτομέρεια».

«Ποιοι είναι οι θετοί γονείς σου Ελεάνορ;»

«Ο Έντγκαρ, ο αξιωματούχος για το βασιλικό θησαυροφυλάκιο και η Έλντα, η θετή μου μάνα…»

Η Αρμάντια συνέδεσε όλα τα γεγονότα στο παζλ του μυαλού της. Τώρα όλα εύρισκαν την ερμηνεία τους. Άγγιξε το κεφάλι της Ελεάνορ με τρυφερότητα. Εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια χωρισμού έγιναν έναν αυτήν εδώ τη μεγάλη στιγμή και για τις δυο τους. Δύο ανοιχτές αγκαλιές άνοιξαν μέσα στο δάσος κάτω από τα θεόρατα δέντρα. Δύο στεντόρειες κραυγές υψώθηκαν ως τον ουρανό ψηλά, διάβηκαν τα περάσματα, λύγισαν τα δέντρα, ανησύχησαν τα πουλιά, άγγιξαν τις κορυφές του Βουνού των σκιών. Τάραξαν τις σκοτεινές και χθόνιες δυνάμεις της γης. Δύο γυναίκες, μάνα και κόρη έγιναν ένα ξανά. Χωρίς να μιλούν, μονάχα να πάλλονται από τη δύναμη μιας χαμένης αγάπης που έβλεπε την επιστροφή της ξανά.

 

«Εσύ λοιπόν… η χαμένη μου κόρη…» της είπε γλυκά.

«Ποιος να το πίστευε μητέρα, πώς να μπορέσω να αντέξω τόσες αλήθειες μαζεμένες! Πώς να περάσουν από την καρδιά μου όλα τούτα που αλλάζουν τα πάντα γύρω μου! Λες και γεννιέμαι ξανά!»

«Μου το ‘πε! Μου το είχε πει ότι σε πήραν εδώ στο Φόριεν κάποιοι… αλλά δεν μου έδωσε ποτέ το όνομα των ευγενικών αυτών ανθρώπων που σου χάρισαν την αγάπη που δεν μπόρεσες να βρεις κοντά μου… Να λοιπόν που έρχεται η στιγμή να σφίξω στην αγκαλιά μου αυτό που έχασα τότε. Εκείνη τη μεγάλη νύχτα. Να που με αξιώνει η ζωή να νιώθω πάλι τους χτύπους της καρδιάς σου, όπως τους ένιωθα τότε που σε έφερα στη ζωή. Τότε που χτύπησαν για πρώτη φορά».

Η Αρμάντια άφησε τον εαυτό της λεύτερο. Λες και τόσα χρόνια γύρευαν να ξεφύγουν από το κρυφό κελάρι που ήταν καταχωνιασμένα όλον αυτόν τον καιρό.

 

Ξαφνικά όμως άλλαξε όψη! Ένα αίσθημα τρόμου ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της. Μια νοσηρή ανατριχίλα την κατέλαβε ολάκερη. Γύρισε και κοίταξε γεμάτη απόγνωση την Ελεάνορ. Η νεαρή κοπέλα μάλλον κατάλαβε.

«Μα τότε …κόρη μου…» κατάφερε να ψελλίσει. Η φωνή δύσκολα έβγαινε από μέσα της. Συνέχισε απελπισμένη.

«Τότε… Ο …Μέλιαν, ο αρραβωνιαστικός σου...πρέπει να είναι…»

Είδε την απέραντη θλίψη στα δακρυσμένα μάτια της κόρης της. Έβαλε τα δύο της χέρια στα μάγουλά της προσπαθώντας να τα ξεσκίσει στα δυο.

«Α...δ… ε…λφός σου!» κατάφερε μόλις να το ψιθυρίσει, ίσα να ακουστεί.

«Ναι… μητέρα…» απάντησε με λυγμούς η Ελεάνορ.

«Ω, εφιάλτης νοσηρός στα χνάρια της ζωής μας… ω, ώρα θλιβερή να κουβαλά της είδησης το μαντάτο και τη γνώση… Ω μοίρες απροσδόκητες για τα κρυμμένα μυστικά σας».

«Μητέρα… ο Μέλιαν… πλήρωσε…» της είπε.

«Τι θες να πεις;» ρώτησε με ανησυχία η Αρμάντια.

«Ο Μέλιαν έβαλε τέλος στη ζωή του μάνα! Δεν το άντεξε! Το σώμα του πέταξε από το πιο ψηλό σημείο του πύργου. Τσακίστηκε στη γη, μαζί με τη νιότη και τα όνειρά του», της είπε.

Η Αρμάντια την έσφιξε σφιχτά στην αγκαλιά της. Δάκρυα θλίψης και κραυγή οργής για δεύτερη φορά αντήχησε απ’ τη φωνή της στο ίδιο δάσος. Η ίδια πάλι κραυγή.

«Ζάρεκ καταραμένε κακούργε! Δολοφόνε! Δολερό φίδι, για μια ακόμα φορά γίνεσαι αιτία θανάτου».

 

Η Ελεάνορ προσπάθησε κάτι να πει. Μόρφασε από τον πόνο, έδειξε πάλι να μην είναι καλά.

«Ελεάνορ πρέπει να σε πάρω από εδώ, είσαι χτυπημένη», της είπε την ίδια στιγμή που κανείς από τις δύο δεν είχε προσέξει πως ο χώρος ολόγυρά τους στο δάσος δεν ήταν αυτός που έπρεπε. Η τρομερή αντάρα του βουνού και η αναταραχή της γης προμήνυε την παρουσία εκείνου! Όπως και τότε! Η Αρμάντια το κατάλαβε. Σαν γύρισε το κεφάλι της προς το ξέφωτο απέναντί τους είδε το τρομερό πλάσμα που τις πλησίαζε. Ο Σάγκρος ήταν εκεί! Παρών! Η Αρμάντια ανασήκωσε με τη δύναμη της την κόρη της. Την πήρε αγκαλιά.

«Πρέπει να σταθείς στο άλογό σου Ελεάνορ», της είπε. «Δεν μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ».

Η κοπέλα συναίνεσε σιωπηρά. Έδειξε να κατανοεί. Το βλέμμα της  άνοιξε έντρομο καθώς πίσω της, σε εύλογη απόσταση, αντίκριζε αυτό που μόνο στη φαντασία και στις περιγραφές του Άλαντ ήξερε. Το τρομερό εκείνο τέρας του βουνού των σκιών. Συστήνονταν μπροστά της τυλιγμένο στις φλόγες που περιλούζανε το τεράστιο σώμα του.

«Μην φοβάσαι κόρη μου! Απλά πρέπει να φύγουμε!»

Απόθεσε την Ελεάνορ στο άλογό της λέγοντάς της να κρατηθεί δυνατά. Κινήθηκε προς το άλογό της. Μια τρομερή δύναμη ενέργειας έπεσε πάνω της σαν να την ειδοποιούσε. Μέσα στο δάσος ακούστηκε ανατριχιαστική η φωνή του. Μια φωνή βγαλμένη από τα έγκατα της γης.

«Αρμάντια… είμαι πιστός στη συμφωνία μας… όμως είναι η ώρα σου να πληρώσεις… αυτό να θυμάσαι», ακούστηκε σαν φωνή θηρίου.

«Τι θέλεις λοιπόν από μένα Σάγκρος;» τον ρώτησε προσπαθώντας να φυλαχτεί από της θέρμης του την καυτή φλόγα.

«Ξέρεις καλά Αρμάντια! Την κατάρα σου θέλω για να συνεχίσω τον κύκλο μου! Αυτή θέλω… αλλιώς…»

«Αλλιώς τι…» τον ρώτησε αγέρωχη και αποφασισμένη.

«Αλλιώς θα την διεκδικήσω και θα την προκαλέσω μονάχος μου!»

«Τι εννοείς;» είπε υποψιασμένη.

«Με το πρόσωπο που κρατάς στην αγκαλιά σου Αρμάντια!»

Εκείνη έτρεμε από οργή και ανησυχία.

«Δώσε μια ακόμα ευκαιρία να τελειώσω, μία μόνο…» του είπε, «μετά θα είμαι δική σου».

«Μην προσπαθήσεις να κερδίσεις χρόνο, σε δύο μέρες το φεγγάρι θα κρυφτεί! Αυτή θα είναι η έσχατη προθεσμία σου! Αλλιώς η κόρη σου θα γίνει δική μου, όπου κι αν την κρύψεις, ακόμα και στις τρύπες της γης».

 

Του έριξε ένα θανάσιμο βλέμμα συναίνεσης. Ανέβηκε στο άλογό της. Κράτησε τα γκέμια από αυτό της Ελεάνορ και κίνησε να κατεβαίνει το βουνό. Πίσω τους το φλεγόμενο κορμί του Σάγκρος τους φώναξε παρακολουθώντας τους.

«Στην ασέληνη νύχτα Αρμάντια!»

Έφυγε όσο μπορούσε πιο γρήγορα προς τα κάτω. Ακούστηκε η φωνή της σαν γρύλισμα θηρίου μέσα από τα δόντια της.

«Θα έρθει η σειρά μας να μετρηθούμε Σάγκρος! Μόνο που τώρα σειρά έχει κάποιος άλλος…»

Έχοντας και κατά νου την Ελεάνορ που κρατιόταν όσο μπορούσε καλύτερα από το άλογό της, κατέβαιναν γρήγορα την πλαγιά του βουνού διασχίζοντας το δάσος της λήθης. Τα ορίσματα της μοίρας είχαν πια δρομολογηθεί.

 

Συνεχίζεται...


Σχόλια

  1. Φοβερό το σμίξιμο μάνας και κόρης μετά 25 χρόνια. Τι ήταν γραφτό να περάσει η Αρμάντια αλλά και η Ελεάνορ και ο Μέλιαν χωρίς να φταίνε!!!
    Και ο Σάγκρος έκανε φανερές τις διαθέσεις του. Πώς θα προφυλάξει η Αρμάντια την κόρη της;
    Ό Μέλιαν είχε μια τραγική κατάληξη, δεν άντεξε. Ίσως γιατί έχασε την αγαπημένη του αλλά και τον πατέρα του μαζί αφού φανερώθηκε τι κάθαρμα είναι. Πώς να αντέξει; Απ' την άλλη η Ελεάνορ έχασε τον αγαπημένο της μα βρήκε τη μάνα της δυνατή να παλευει για όλα όσα έχασε αυτά τα χρόνια. Δίνουν αντοχή στον πόνο όλα αυτά. Και έχει δυο θετούς γονείς που την υπεραγαπούν. Ίσως η Ελεάνορ έχει γερές βάσεις πιο γερές από του Μέλιαν. Ίσως γι αυτό αντέχει. Προσπαθώ να ερμηνεύσω το χαμό του Μέλιαν γιατί ακόμη με συγκλονίζει.
    Τα επόμενα θα πρέπει να είναι φοβερά κεφάλαια και αναμένω με αγωνία
    Πολύχρονος Γιάννη μου και απο εδώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ο χαμός του Μέλιαν ναι Άννα μου, σίγουρα μας έχει ταράξει και μας έχει σοκάρει. Ακραία γεγονότα, μαζεμένα, αναπάντεχα. Άλλαξαν τη ζωή του, τη γέμισαν σκοτάδι. Όλα του τα ερείσματα γκρεμίστηκαν και έμεινε το τελευταίο. Η αγαπημένη του. Η Ελεάνορ. Το τελευταίο του αποκούμπι. Το να μπορέσει να "αλλάξει ρόλο" στην παρουσία της στη ζωή του, από γυναίκα σε αδελφή, όχι απλά μπόρεσε να το διαχειριστεί αλλά τον διέλυσε στην κυριολεξία.
      Η επανένωση μητέρας-κόρης είναι ένα γεγονός από μόνο του "βαρύ" και μεγάλο. Και φυσικά ο Σάγκρος, θα ζητήσει "λογαριασμό" για όλα αυτά.
      Έρχονται μεγάλες κορυφώσεις και Άννα μου ευχαριστώ που είσαι εδώ καλή μου φίλη απ' την καρδιά μου. Τα φιλιά μου.

      Διαγραφή
  2. Συγκλονιστική στιγμή η αντάμωση της Αρμάντια και της Ελεάνορ. Δεν είμαι σίγουρη για το πως ένιωσα στην γρήγορη αποδοχή, της Αρμάντια ως μητέρα της, καθότι ήδη είχε μια μάνα. Ωστόσο η Ελεάνορ έχει δεχτεί ένα τεράστιο σοκ. Άλλαξε ο ρους της ζωής της. Έμαθα μια αλήθεια που σημαδεύει την ύπαρξη της και έζησε μια απώλεια που αλλάζει το μέλλον της και πλημμυρίζει θλίψη τη καρδιά της. Είναι λογικό αυτό να επεμβαίνει στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα και δεν μπορούμε να το κρίνουμε εφόσον δεν έχουμε βρεθεί στη θέση της.
    Αναμένουμε την αναμέτρηση με τον Σάγκρος. Θέλω να πιστεύω πως η Αρμάντια θα βρει την καλύτερη λύση.
    Καλό απόγευμα Γιάννη μου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ σωστή η παρατήρησή σου και το σκεπτικό σου Μαρίνα μου. Ναι. έχουμε μια "άμεση" αποδοχή εδώ της Αρμάντια από την Ελεάνορ. Ενισχυτικά σε αυτό, ως επιχείρημα, θα ήθελα να βάλουμε κατά νου, την νοητική και ψυχολογική προετοιμασία, που έχει υποστεί η νεαρή κοπέλα. Εδώ και καιρό μαθαίνει έμμεσα και σταδιακά πράγματα για αυτήν. Ήδη έχει μια εικόνα συμπάθειας και πρώτης αποδοχής, έχει μάθει το δράμα, την οδύνη της. Έτσι μπορεί να πάει με πιο ανοιχτή κρίση σε αυτήν την συνάντηση.
      Η συνέχεια Μαρίνα μου, ελπίζω να ανταμοίψει τη συμμετοχή και την αγάπη σου. Σε ευχαριστώ κορίτσι μου.

      Διαγραφή
  3. Συγκλονιστικές οι εξελίξεις φοβερό το σμίξιμο και το χειρότερο που σχολιάζω από το κινητό

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα