Το δάσος της Λήθης 35 - Μουσικές Ιστορίες#3
35. Πρόσωπο με πρόσωπο
«Μέλιαν!» ακούστηκε, σε δραματικούς τόνους, η
φωνή της επίκλησης από το δάσκαλό του και σοφό του Φόριεν. Εκείνος, είχε ήδη
σηκωθεί και τον κοίταξε με ένα βλέμμα θλίψης, απλανές και μακρινό.
«Αυτό
σε βασανίζει λοιπόν δάσκαλε; Σε ποιο σημείο έφτασαν οι σχέσεις μου την Ελεάνορ;
Θα περίμενα πρώτα να με ρωτήσεις αν δέχομαι αυτήν σου την αλήθεια. Αν την θεωρώ
πραγματική. Αν μπορώ να την αποδεχτώ, αν μέσα μου υπάρχουν δυνάμεις που με
ωθούν να ψάξω, να διασταυρώσω, να δω με τα ίδια μου τα μάτια… αν σε πιστεύω! Αν
μπορώ να σε πιστέψω!»
«Μέλιαν…
έχω εδώ το ημερολόγιο του ανθρώπου που γλίτωσε την Αρμάντια. Στις γραμμές του
γράφει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Μπορείς να το δεις… αλλά… καταλαβαίνεις
την αγωνία όλων μας… πιστεύω και τη δική σου… δεν είναι μομφή η ερώτησή μου.
Είναι αγωνία και για τους δυο σας. Είναι νοιάξιμο παιδί μου!»
«Πόσο
εύκολα την προσπερνάς αυτή την αλλαγή δάσκαλε! Λες και τα συναισθήματα κάθε
ανθρώπου είναι σαν το ζυμάρι που κάνουμε το ψωμί για να αλλάξουν αμέσως και να
προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες… τι είναι λοιπόν αυτή η αλλαγή; Αυτός ο δρόμος
που πρέπει να διανυθεί για να φύγουμε από τo αγαπημένη και να φτάσουμε στο
αδελφή, από ποια κόλαση περνάει δάσκαλε; Το σκέφτηκες; Πόσος πόνος συνοδεύει δύο
λέξεις;»
Η
βασίλισσα Άλμπα, κάποια στιγμή βρήκε τη δύναμη, σηκώθηκε όρθια, τον πλησίασε:
«Γιε
μου πρέπει μέσα σου να βρεις τη δύναμη να το ξεπεράσεις όλο αυτό. Η Ελεάνορ και
εσύ έχετε ένα δεσμό ακόμα πιο δυνατό από αυτόν που σχεδιάζατε. Έχετε το ίδιο
αίμα…»
«Το
ίδιο αίμα που μας καταριέται και καταστρέφει τη ζωή μας μητέρα! Το δολοφονικό
αυτό αίμα του ανθρώπου που είναι η πηγή αυτού του κακού…»
«Μέλιαν!
Πρέπει να αντέξεις! Εσύ και η….» του είπε ο δάσκαλος.
«Γιατί
φοβάσαι να το πεις Άλαντ; Ακόμα και εσύ δυσκολεύεσαι!»
«Εσύ
και η αδελφή σου είστε το αύριο του Φόριεν. Σε χρειάζεται γιε μου. Ο ένας έχει
την ανάγκη του άλλου. Πρέπει να την στηρίξεις και να σε στηρίξει».
«Το
αύριο αυτής της πόλης… μιας πόλης τυλιγμένης στο θάνατο και στην κατάρα… στο
αίμα και στα ανόσια. Έχει αύριο αυτή η πόλη;»
«Έχει
γιε μου! Και είστε εσείς!» φώναξε η Άλμπα για να το επιβεβαιώσει ο Άλαντ.
«Μητέρα
και εσύ σοφέ δάσκαλε, κάτι ξεχνάτε! Βασιλιάς στην πόλη είναι ο Ζάρεκ!» του είπε
και κίνησε γοργά προς την έξοδο.
«Που
πας παιδί μου;» ακούστηκε η φωνή της μητέρας του. Γύρισε και την κοίταξε.
«Θέλω
να την δω μάνα, σαν μια ύστατη σπονδή πάνω σε αυτό που ήταν το δικό μας όνειρο».
Η
Άλμπα έκανε μια κίνηση να τρέξει κοντά του, ο Άλαντ της έκανε νόημα να μείνει
εκεί. Ο Μέλιαν βγήκε με ταχύτητα από το δώμα. Κατέβηκε τις σκάλες προς την
έξοδο χωρίς να έχει αντίληψη του χώρου και του χρόνου. Σχεδόν πετούσε. Οι
στρατιώτες τον κοιτούσαν με φανερή την απορία. Τίποτα δεν τον άγγιζε από γύρω
του. Όλα αποτελούσαν απλές θολές καρικατούρες στην ψυχή του. Χωρίς νόημα, χωρίς
σκοπό. Το άλογό του κάλπαζε στους δρόμους του Φόριεν προκαλώντας σούσουρο και
ανησυχία στους κατοίκους. “Τι είναι αυτό που μας βρήκε πάλι;” ήταν μια φράση
που άκουγες στα στόματα πολλών. Μαζί με τους αγωνιώδεις χτύπους της καρδιάς
τους.
«Άφησέ
τον βασίλισσά μου!» ακούστηκε η φωνή του Άλαντ γεμάτη γαλήνη, «Δεν μπορείς να
κάνεις τίποτα να τον σταματήσεις. Μήτε εσύ, μήτε εγώ, μήτε κανείς! Αυτές είναι
δικές του ώρες και στιγμές. Ο Μέλιαν θα μετρηθεί με την ίδια του την ιστορία.
Με την ίδια του τη μοίρα. Με τον εαυτό του. Εμείς μονάχα να προσευχηθούμε
μπορούμε και να μείνουμε δίπλα του. Κάθε τι άλλο είναι αδύνατο. Θα περάσει μέσα
από το δρόμο της φωτιάς και του πόνου. Και εκείνος και η Ελεάνορ και εμείς
όλοι. Να παρακαλάμε να αντέξουν τα παιδιά μας», είπε με εμφανή συγκίνηση.
Ο
ήλιος του Φόριεν είχε πια φτάσει πολύ ψηλά στον ουρανό. Οι ακτίνες του ήταν
δυνατές και το φως του λαμπερό και ζεστό. Στο θλιβερό δάσος της λήθης, ψηλά
πάνω από το πέρασμα του γκρίζου λύκου, μια παράξενη και ανησυχητική γαλήνη είχε
πέσει στα δέντρα και στη γη. Η Αρμάντια ένιωθε ένα παράξενο σφίξιμο στην καρδιά
της. Από το πρώτο φως της αυγής, εκείνο το βαρύ αίσθημα, που είχε νιώσει και το
βράδυ στο σπίτι του Έλνταρ πριν χρόνια πολλά, το βράδυ του θανάτου των δικών
της, ήρθε και πάλι να κυριαρχήσει στην ψυχολογία της. Κάτι βαρύ σερνόταν
ολόγυρά της. Κάτι άσχημο και ανησυχητικό. Δεν ήξερε τι να κάνει. Χωρίς να ξέρει
το γιατί, ένιωθε ότι κάποιος ζητούσε τη βοήθειά της. Κάτι γίνονταν εκεί κάτω
στην πόλη. Κάτι μεγάλο. Να έφτασε άραγε η ώρα; Πήρε την απόφασή της χωρίς
δισταγμό. Δεν την βαστούσε ο τόπος στις πλαγιές του βουνού. Χωρίς αναστολή
έτρεξε. Ανέβηκε στο άλογό της και πήρε τα άγρια μονοπάτια προς τα κάτω.
Στήριξε
το κορμί της στον μεγάλο πέτρινο τοίχο λίγο πριν το αίθριο. Ήταν ώρα που έψαχνε
από κάπου να πιαστεί. Η αγκαλιά των δικών της ήταν ένα λιμάνι. Η Ελεάνορ ένιωθε
όλα να είχαν καταρρεύσει γύρω της. Ένας παλιός κόσμος άλλαζε εντελώς μέσα
της με πάταγο. Τα σταθερά σημεία της
ζωής της γκρεμίζονταν. Ο πατέρας της, ο Έντγκαρ, στα όρια της δύναμής του, της
είπε τη μεγάλη αλήθεια για την πραγματική της μητέρα. Έμαθε και εκείνη
αναλυτικά τα δρώμενα σε εκείνο το δάσος που αγαπούσε και έτσι μπόρεσε να
εξηγήσει, τι ήταν εκείνη η παράξενη δύναμη που την γοήτευε στα μονοπάτια του.
Το πνεύμα εκείνης, η παρουσία, η ιστορία της και το μαρτύριό της. Μα δεν ήταν
μόνο αυτό. Σαν μια τρομακτική αλληλοδιαδοχή, η νεαρή γυναίκα, λίγες μέρες πριν
το γάμο με τον αγαπημένο άντρα της καρδιάς της, μάθαινε ότι ήταν ...αδελφός
της. Και αυτό της έκοψε την ανάσα. Την βύθισε σε μια κατάσταση σοκ που έπρεπε,
σε άμεσο χρόνο, να σκοτώσει έναν ολάκερο κόσμο τον οποίο έχτιζε εδώ και καιρό
με την αγάπη της και να του δώσει μια άλλη μορφή. Ναι, μια μορφή που τώρα, δεν
την ήθελε! Την απόδιωχνε! Και κανείς δεν θα μπορούσε να την κατηγορήσει γι’
αυτό.
Στην
κατάστασή της, οι φωνές που άκουσε έξω από το δωμάτιό της, στο οποίο κλείστηκε
αμέσως μετά, δεν της έκαναν καμία εντύπωση. Φωνές που έγιναν δυνατότερες μέχρι
που η πόρτα του δωματίου της άνοιξε διάπλατα και η μορφή του Μέλιαν φάνηκε να
στέκεται στο άνοιγμά της. Με μιας ανατρίχιασε. Τα μάτια της ενώθηκαν με τα δικά
του. Ω αλίμονο, τι έκφραση απελπισίας ήταν αυτή που αντίκριζε στο πρόσωπο του
...αγαπημένου της!
«Πες
μου ότι δεν είναι αλήθεια! Πες μου ότι είναι ένας εφιάλτης και όλο αυτό θα
φύγει. Θα ανοίξουμε ξαφνικά τα μάτια μας και όλα θα γίνουν όπως πριν!» της είπε
δυνατά.
«Το
θυμάσαι το όνειρο; Δύο δέντρα τεράστια, δύο ξεραμένοι κορμοί, ο ένας μακριά απ’
τον άλλον. Και στη μέση ένα μωρό. Ποιος να το έλεγε ότι έκρυβε την αλήθεια; Να
που το μωρό αυτό μεγάλωσε, έγινε εικοσιπέντε χρονών. Και είναι τώρα μπροστά σου»,
του είπε. Μια μικρή κρυστάλλινη σταγόνα από δάκρυ σχηματίστηκε στο μάτι της.
Στάθηκε εκεί στα βλέφαρά της, να λαμπυρίζει γεμάτη φως.
«Ώστε
είναι αλήθεια λοιπόν!» είπε ξανά εκείνος.
«Ναι!
Μου τα είπαν όλα οι δικοί μου. Τα πάντα. Ένα προς ένα. Να που εκείνη η
αλλοπαρμένη γριά είχε δίκιο αγαπημ….» έκοψε τη λέξη στη μέση κλείνοντας τα
μάτια της.
«Πες
το! Γιατί σταμάτησες;» τη ρώτησε γεμάτος αγωνία. Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια.
«Αγαπημένε
μου… να που είχε δίκιο σε αυτά που είπε τότε. Μας περιμένει μεγάλος πόνος. Να
‘τος τώρα μπροστά μας».
Η
Ελεάνορ σήκωσε αργά το χέρι της. Το έβαλε στο ένα άκρο του στήθους της και με
μια αργή κίνηση τράβηξε την άκρη του φορέματός της. Το σημάδι αποκαλύφτηκε με
σαφήνεια μπροστά στα παγωμένα μάτια του καθώς πλησίαζε κοντά της. Κάρφωσε με
απόγνωση το βλέμμα του εκεί. Άπλωσε το χέρι του που έτρεμε προς το σημείο αυτό.
«Το
ήξερες;» τη ρώτησε.
«Τη
μέρα που μας το έδειξε ο Άλαντ στα βιβλία του, τη μέρα εκείνη το είδα…»
«Και;»
«Δεν
είπα τίποτα σε κανέναν, δεν ήξερα πως να το ερμηνεύσω. Δεν μπορούσα να το
συνδέσω με το παρελθόν. Το θεώρησα ως μια συγκυρία…»
«Μίλησες
με τους γονείς σου;»
«Όχι…
πάντα γύρευα έναν τρόπο και μια αφορμή για να το κάνω, να το ξεκινήσω. Όμως να
που τα γεγονότα με πρόλαβαν».
Σήκωσε το χέρι του προς το πρόσωπό της…
ανέβηκε ψηλά στο κεφάλι της, άγγιξε για μια στιγμή τα μαλλιά της, κατέβηκε
μπροστά από το μουσκεμένο της μέτωπο, ζωγράφισε το σχήμα των χαρακτηριστικών
του προσώπου της, κατέβηκε στα χείλη της τρέμοντας. Ήταν οι δύο τους, μόνοι
τους. Πρόσωπο με πρόσωπο στην νέα αλήθεια της ζωής τους.
«Δεν
το μπορώ…» της ψιθύρισε. «Μου είναι αδύνατον…» της είπε καθώς και το δικό του
δάκρυ άπλωσε την αλμύρα του στα ξεραμένα του χείλη. Εκείνη σιωπούσε. Δεν ήξερε
τι να πει, πως να αντιδράσει. Έκανε απελπισμένη προσπάθεια να συντάξει ένα
λόγο. Εκείνος συνέχισε.
«Πες
κάτι! Μίλησέ μου! Δεν γίνεται να το δεχτώ όλο αυτό! Είναι πολύ μεγάλο για μένα!»
Σήκωσε
το χέρι της να συναντήσει το δικό του. Έτρεμαν και οι δύο. Τα δάχτυλά τους
αγγίχτηκαν στον αέρα. Λες και ήταν πρώτη φορά. Είχαν τώρα μια αναστολή, έναν
τρόμο, μια ενοχή. Ξαφνικά! Λες και όλα αυτά διαλύθηκαν σαν να ήταν σκόνη,
άνοιξαν οι αγκαλιές τους. Ο ένας γερμένος στον ώμο του άλλου. Έσφιγγαν ο ένας
τον άλλον λες και ήθελαν να πνιγούν, λες και γύρευαν μια λύτρωση σε αυτήν την
αγκαλιά.
«Πως
να σε φωνάξω πες μου! Πως να σε αποκαλέσω;» ακούστηκε η φωνή του. Εκείνη
έκλεισε τα μάτια.
«Ποιο
όνομα να σου δώσω. Γυναίκα ή αδελφή μου; Ποιας κόλασης επιλογές πληρώνουμε
ερήμην μας και γιατί; Τι καθορίστηκε χωρίς τη θέλησή μας που σημαδεύει τις ζωές
μας; Και εμείς; Που υπάρχουμε σε όλο αυτό;» της είπε συνεχίζοντας:
«Η
παράσταση αρχίζει, ο αυλητής παίζει το δικό του σκοπό… το θυμάσαι Ελεάνορ;»
Του
έγνεψε θετικά χωρίς να σπάσει την αγκαλιά τους. Έστεκαν εκεί στη μέση του
δωματίου αγκαλιασμένοι.
«Ο
φύλακας των κλειδιών της πόλης βάζει ρολά στα όνειρα… στα δικά μας όνειρα
αγαπημένη μου».
«Οι
στίχοι στις περγαμηνές! Η ώρα της οριστικής εκπλήρωσης… μεγάλες αλήθειες
κρυμμένες στις γραφές», ακούστηκε και εκείνη.
«Άφησέ
με για ύστατη φορά να χαιρετίσω την Ελεάνορ όπως την έζησα, να νιώσω την αγάπη
που μου προσέφερε… και ακόμα να αφήσω τη ζεστασιά από το αδελφικό της αίμα να
με ράνει…»
«Πάψε
να μιλάς για ύστερες φορές σε παρακαλώ! Διώξε κάθε σκέψη αποχαιρετισμού από
πάνω μας», του είπε.
«Τι
περιθώρια έχω Ελεάνορ; Τι μας μένει να κάνουμε; Δεν το βλέπεις; Μας έσπρωξαν
στο γκρεμό, δεν έχει παραπέρα...»
«Μέλιαν,
το είπες και μόνος σου… δεν έχει παραπέρα. Πρέπει να βρούμε τρόπο να σταθούμε
απέναντι σε όλο αυτό αγαπημένε μου! Ναι, δεν ντρέπομαι να σε αποκαλώ έτσι. Και
θα το φωνάζω δυνατά. Όσο πιο δυνατά μπορώ! Με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, τ’
ακούς; Και ξέρεις γιατί; Το νιώθεις; Η αγάπη έχει το φως της σε κάθε της μορφή…
θα είσαι δικός μου και θα είμαι δική σου. Αυτό δεν είναι άλλωστε το μεγάλη της
νόημα; Το δόσιμο, το μοίρασμα, η στήριξη.
Σε κάποια άλλη διάσταση ναι αλλά τώρα με μεγαλύτερη ισχύ στο δέσιμό μας»,
του είπε.
Έσπασαν
την αγκαλιά τους. Γύρισε και την κοίταξε με ένα βλέμμα θλίψης.
«Το
μπορείς; Το αντέχεις;»
«Αν
δεν το παλέψουμε δεν ξέρουμε Μέλιαν! Είναι οι ζωές μας, οι δικές μας ζωές!»
«Πως
γίνεται να κρυβόμαστε πίσω απ’ την αλήθεια; Μέχρι πρότινος ο έρωτας! Το
σκίρτημα της καρδιάς. Οι ανάσες σου στο στήθος μου. Τα παγωμένα σου χέρια που
έμπλεκαν στα δικά μου δάχτυλα για να ζεσταθούν. Η σφιχτή μας αγκαλιά που
έκλεινε μέσα της όλα μας τα όνειρα, όλο μας το αύριο. Το φτερούγισμα της σάρκας
μας στα κρυφά μικρά μας αγγίγματα».
«Πάψε…»
πήγε να τον κόψει, εκείνος συνέχισε:
«Η
ροδαλή αυτή προσμονή ότι κάποια στιγμή ευλογημένη και ιερή θα γίνουν τα κορμιά
μας ένα σώμα και μια ψυχή. Τα γραμμένα σου χείλη όπως μιλούσαν στις αισθήσεις
σου, τα μαλλιά σου σκόρπια στον άνεμο του βουνού, οι σταγόνες απ’ τον ιδρώτα στο πρόσωπό σου, μικρά κρύσταλλα που
κυλούσαν στη γη. Τα μπορείς όλα αυτά να τα αλλάξεις;» την ρώτησε με δραματικό
τόνο.
Κούνησε
το κεφάλι της πάνω κάτω θετικά με συσπάσεις στο πρόσωπό της. Εκείνος συνέχιζε
ασταμάτητος.
«Πόσες
φορές έρχονταν η νύχτα να λαχταρώ τη μέρα που θα γίνεις δική μου».
«Μέλιαν!»
«Τώρα
τι έχω να περιμένω πες μου; Τα μπορείς όλα αυτά; Αυτές τις αλλαγές; Πες μου!»
«Θα
το προσπαθήσω αγαπημένε μου… όπως και εσύ! Ναι, μαζί! Όπως πάντα! Θα πονέσουμε,
θα ματώσουμε. Όμως θα είμαστε εδώ για μας. Για το ίδιο αίμα που κυλά στις
φλέβες μας. Δεν είναι βαρύ αυτό; Δεν είναι ουσιαστικό; Μεγάλο; Δεν αξίζει να το
προσπαθήσουμε; Πόσες φορές Μέλιαν μιλάγαμε για τη δύναμη της μοίρας. Για αυτά
που στέλνει η ζωή στο δρόμο μας. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όλα γίνονται για
κάποιο λόγο. Αν έχουμε άλλο δρόμο πες μου;»
Κούνησε
το κεφάλι του δεξιά, αριστερά. Πήρε το κεφάλι της στα χέρια του. Τη φίλησε απαλά
στο μέτωπο. Ύστερα την άφησε ξαφνικά. Ένα τελευταίο κοίταγμα και έκανε μερικά
βήματα προς τα πίσω απότομα.
«Που
πας;» του είπε.
Εκείνος
στάθηκε στην πόρτα. Ένα βλέμμα απόκοσμο συνάντησε το δικό της. Το βλέμμα του έμεινε να την τυλίγει ολόκληρη,
να την κρύβει μέσα του. Ένα παράξενο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του προς
στιγμή. Ύστερα χάθηκε από τα μάτια της.
«Μέλιαν!»
φώναξε δυνατά. Έκανε μερικά βήματα μπροστά, βγήκε απ’ το δωμάτιο.
«Μέλιαν!»
φώναξε ακόμα πιο δυνατά!
Εκείνος
είχε φύγει τρέχοντας αφήνοντας πίσω σε απόγνωση και τους γονείς της Ελεάνορ που
παρακολουθούσαν παγωμένοι. Τον είδαν που βγήκε έξω, που ανέβηκε στο άλογό του
σε ένα κλίμα πανικού. Μια ύστατη κραυγή βγήκε απ’ τα χείλη της:
«Μέλιαν!»
Γύρισε
προς τους δικούς της.
«Το
άλογό μου! Πρέπει να πάρω το άλογό μου, πατέρα που είναι;» το χρώμα της φωνής
είχε γεμίσει ένταση και αγωνία.
Το
άλογό του κάλπαζε στους δρόμους και τα περάσματα της πόλης. Έμοιαζε σαν
αφηνιασμένος. Όλα τα έκανε σχεδόν μηχανικά χωρίς καν να βλέπει μπροστά ή γύρω
του. Οι κάτοικοι της πόλης έστρεφαν το βλέμμα τους τρομαγμένοι και απορημένοι
στη θέα του πρίγκηπά τους. Δεν τον είχαν δει ποτέ σε τέτοια κατάσταση. Ένα
σκοπό μονάχα είχε! Να βρει τον πατέρα του και βασιλιά. Τον ίδιο τον Ζάρεκ! Να
σταθεί απέναντί του! Στον άνθρωπο που τον έφερε στη ζωή αλλά και ς’ αυτόν που
του την καταστρέφει! Αυτό είχε κατά νου και αυτό θα έκανε!
Η
Ελεάνορ έτρεξε αλαφιασμένη έξω από το σπίτι της. Κατέβηκε στο στάβλο. Οι
άνθρωποι εκεί τρόμαξαν στην κατάσταση που την είδαν.
«Γρήγορα!
Σελώστε το άλογό μου!» ήταν η εντολή της σε ατμόσφαιρα πανικού. Ο φροντιστής
του στάβλου προσπάθησε να κάνει όσο γρήγορα μπορούσε αλλά για την ίδια κάθε
μικρή καθυστέρηση της φαίνονταν ένα μεγάλο πέρασμα χρόνου.
«Παιδί
μου στάσου που πηγαίνεις;» άκουσε πίσω της τη φωνή του πατέρα της.
«Δεν
έχουμε χρόνο για εξηγήσεις πατέρα! Θα κατέβω στο παλάτι. Ο Μέλιαν είμαι
σίγουρος ότι πηγαίνει στον πατέρα του».
Έτρεμε
σύγκορμη από την αγωνία της προσμονής. Κάποια στιγμή το άλογό της ήταν έτοιμο.
Πήδηξε πάνω του σαν αερικό. Τράβηξε τα γκέμια. Πήρε κατεύθυνση εξόδου απ’ την
αυλή. Σε λίγο κάλπαζε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στους δρόμους του Φόριεν με
κατεύθυνση το παλάτι. Έπρεπε να προλάβει.
Ο
Μέλιαν έβλεπε πλέον μπροστά το τον βασιλικό πύργο. Τα μάτια του είχαν δακρύσει
από τον άνεμο που τον έδερνε στο πρόσωπο. Μυριάδες σκέψεις είχαν στήσει έναν
παράξενο χορό στο μυαλό του. Μαζί με άπειρες εικόνες από τη ζωή του με την
αγαπημένη του και τώρα πια ...αδελφή του. Για μια στιγμή νόμιζε ότι ένιωσε την
αύρα της να καλπάζει δίπλα του όπως σε εκείνες τις δικές τους μοναδικές στιγμές
στο δάσος. Έφτασε! Κατέβηκε από το άλογό του αφήνοντάς το κάτω στα μεγάλα
σκαλιά. Οι φρουροί της πύλης έβλεπαν έναν πρίγκηπα εκτός εαυτού να ανεβαίνει
τρέχοντας το κλιμακοστάσιο. Κάθε ένας από αυτούς παραμέριζε στο πέρασμά του.
Πέρασε την πρώτη είσοδο, τα πρώτα δώματα και χώρους εισόδου του παλατιού. Μπήκε
στο κυρίως ανάκτορο. Άνοιγε τη μία πόρτα μετά την άλλη όσες εύρισκε κλειστές
στο σαρωτικό του πέρασμα. Στο τέλος μπροστά του φάνηκε το κεντρικό δώμα του
παλατιού. Άρχισε να φωνάζει!
«Βασιλιά
Ζάρεκ!»
Οι
φωνές του ήταν κραυγές και αντηχούσαν σαν καμπάνες μαζί με την ηχώ που έκαναν
στους μεγάλους πέτρινους τοίχους.
«Βασιλιά
Ζάρεκ!» μία ακόμα φορά. Έσπρωξε με δύναμη τη διπλή μεγάλη πόρτα της αίθουσας
του θρόνου. Εκείνη άνοιξε διάπλατα. Στάθηκε στο άνοιγμά της κάτω από το θόλο
της εισόδου. Στο κέντρο του δώματος ολόρθος μπροστά του στέκονταν ο Ζάρεκ.
Πατέρας και βασιλιάς του. Τον κοιτούσε ανήσυχος και ίσως λίγο τρομαγμένος. Δεν
είχε περάσει πολύ ώρα από τις στιγμές που η ίδια του η σύζυγος, η βασίλισσα
Άλμπα είχε γίνει μαύρος άγγελος των τρομερών ειδήσεων. Είχε και ο ίδιος δεχτεί
το πρώτο χτύπημα της ανατριχιαστικής αλήθειας. Η εισβολή του γιου του μπροστά
του τον βρήκε εντελώς απροετοίμαστο να χειριστεί την κατάσταση.
«Εδώ
είσαι λοιπόν τρανέ βασιλιά του Φόριεν;»
«Μέλιαν!
Γιε μου…» ανταπάντησε με ήχο φωνής λυγισμένο.
Εκείνος
έκανε λίγα βήματα προς το μέρος του. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. Τα μάτια του
ήταν ορθάνοιχτα κόκκινα και οι σταγόνες του ιδρώτα έσταζαν από το πρόσωπό του.
«Γιε
μου; Ωωωωω αγαπημένε πατέρα μου! Θαύμασε τα έργα σου λοιπόν! Κάτσε στον ακριβό
σου θρόνο να απολαύσεις τις επιλογές σου!»
«Μέλιαν
πρέπει να με ακούσεις…» προσπάθησε να του πει.
«Να
σε ακούσω; Ακούστε αξιωματούχοι και πολίτες του Φόριεν! Ο βασιλιάς και πατέρας
μου θέλει να τον ακούσω. Να του δώσω το δικαίωμα της απολογίας. Της επιλογής.
Όπως το έδωσε και εκείνος σε όσους βρέθηκαν κοντά του», τον άρπαξε με τα λόγια
του.
«Δεν
είναι πάντα τα πράγματα όπως φαίνονται, υπάρχουν αιτίες πίσω τους….πρέπει να με
ακούσεις».
«Όπως
άκουσες και εσύ τον δάσκαλό μου; Όπως σεβάστηκες εμένα; Ο εκλεκτός σου
συνεργάτης θα σκότωνε και τους δυο μας αν δεν προλάβαινε εκείνη! Τι να ακούσω
λοιπόν αξιοσέβαστε πατέρα μου; Ποιο από τα στυγνά σου εγκλήματα να παραγράψω
μίλα μου! Τα έχεις μετρήσει στον αριθμό;»
Ήταν
ο ένας απέναντι στον άλλον κάνοντας κύκλους σε μια παράσταση τραγική. Ο Μέλιαν
δεν μπορούσε να συγκρατηθεί, μέσα του πνίγονταν στην κυριολεξία.
«Δες
γύρω σου επιφανή βασιλιά και πατέρα μου! Δες το έργο σου! Κοίτα κάτω απ’ το
θρόνο σου! Είναι γεμάτος αίμα! Και θάνατος σημαδεύει κάθε σου βήμα! Πως
μπόρεσες;» του είπε και λύγισε. «Κοίτα τι αφήνεις γύρω σου; Καταστροφή! Τα
παιδιά σου πατέρα! Η κόρη σου με το γιο σου...μνηστευμένοι, τυλιγμένοι στο
μίασμα μιας νοσηρής σχέσης αίματος, που μας οδήγησες; Κοίτα!»
«Πιστεύεις
ότι αν το ήξερα θα το άφηνα να γίνει;» προσπάθησε να του δικαιολογηθεί.
«Μα
ήδη το είχες κάνει Ζάρεκ! Από τα πρώτα σου δολερά σχέδια ως τώρα. Άνοιξε τα
μάτια σου λοιπόν! Οι επιλογές σου καθορίζουν τη μοίρα σου! Η κάθοδος στην
καταστροφή και στον όλεθρο. Όμως δεν θέλω να το δω αυτό! Δεν με νοιάζει να το
δω! Δεκάρα δεν δίνω για το δικό σου χαμό γιατί ναι, η ώρα της τιμωρίας σου
πλησιάζει και τίποτα δεν μπορείς να κάνεις για να την σταματήσεις!»
«Θα
της δώσεις λοιπόν το δικαίωμα Μέλιαν να χαρεί την εκδίκησή της; Θέλεις να την
δεις να μας καταστρέφει;» του φώναξε και εκείνος με τη σειρά του.
Ο
Μέλιαν γέλασε τρελά: «Τίποτα δεν έχεις καταλάβει βασιλιά! Τυλιγμένος στην πλάνη
της δύναμής σου πίστευες ότι με το θάνατο θα τα όριζες όλα… πόσο φτηνός
φάνηκες! Πόσο ανάξιος».
Ξαφνικά
άρχισε να μιλά σαν να απαγγέλει.
«Ο
γελωτοποιός με τα κίτρινα δεν παίζει πια, παρά μονάχα τραβά προσεκτικά τις
χορδές και, να ‘τος που χαμογελά καθώς χορεύουν οι μαριονέτες, στην αυλή του
πορφυρού βασιλιά….»
«Μέλιαν,
πάψε να γίνεσαι ένα με εκείνους που επιβουλεύονται τον πατέρα σου και το θρόνο!»
του φώναξε.
Το
αίμα στο κεφάλι του πρίγκηπα Μέλιαν ανέβηκε στα κόκκινα. Με μια κίνηση όρμησε
στον πατέρα του. Τράβηξε από τη ζώνη του ένα κοντό μαχαίρι. Η κάμα του
λαμπύρισε στο φως καθώς υψωνόταν πάνω από το κεφάλι του βασιλιά.
«Τι
πας να κάνεις!» του φώναξε εκείνος απόλυτα ξαφνιασμένος. Ο Μέλιαν σαν να τον
χτύπησε κάτι, έμεινε ξαφνικά μετέωρος. Χαμήλωσε το χέρι του. Πέταξε το φονικό
μαχαίρι στο πάτωμα που έπεσε στα πόδια του βασιλιά. Τον κοίταξε στα μάτια, η
φωνή του ακούστηκε καθαρά:
«Όχι,
δεν κάνεις και μένα δολοφόνο. Φτάνει με την καταστροφή της δικής μου ζωής!
Φτάνει με το μίασμα στο δικό μας όνειρο! Δεν ανέχομαι να ζήσω άλλο έτσι…
θλιβερές μαριονέτες στα χέρια σου και στις επιλογές σου…»
Ξαφνικά
γύρισε την πλάτη του στον Ζάρεκ, άρχισε να απομακρύνεται με γρήγορα βήματα.
«Μέλιαν
στάσου! Που πας;»
Δεν
τον άκουγε! Δεν ήθελε καν να τον ακούσει! Τον ένιωθε σαν κάτι άρρωστο στη σκέψη
του, σαν βάρος στην καρδιά του. Άρχισε να επιταχύνει το βήμα του. Βγήκε από την
αίθουσα του θρόνου. Πήρε τις κυκλικές σκάλες προς το μεγάλο πέτρινο πύργο.
Άρχισε να ανεβαίνει γοργά προς τα πάνω. Ένα μοναχικό ταξίδι στην απελπισία του.
Οι φωνές του βασιλιά όλο και ξεμάκραιναν πίσω του. Ανέβαινε γοργά προς την
κορυφή. Ένιωθε το σώμα του να ελαφραίνει, να απαλλάσσεται από το σωματικό κόπο.
Λες και οι ανάσες του έγιναν αχρείαστες. Σε κάθε σκαλί μία προς μία όλες του οι
αγωνίες έφευγαν από το σώμα του. Σε κάθε κύρτωμα της σκάλας κάθε ενοχή τον
απάλλασσε από το βάρος της. Όσο πιο ψηλά τόσο πιο ανάλαφρα. Έφτασε στην κορυφή
του πύργου. Βγήκε στο αίθριο. Ο δυνατός άνεμος της μέρας ήρθε να τον χτυπήσει
κατά πρόσωπο. Όλα φαίνονταν υπέροχα από εκεί ψηλά. Όλα αλλιώτικα. Απαλλαγμένα
από το μίσος και την κακία. Μακριά απ’ το θάνατο και την απώλεια. Μπροστά του
ήταν ένας μεγάλος πέτρινος διάδρομος στα ψηλά τείχη. Άρχισε να τρέχει, όλο και
πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Μπροστά του έστεκε το μεγάλο άνοιγμα στον τελευταίο
πύργο. Το σώμα του ελάφρυνε εντελώς. Τα μάτια του αντίκριζαν ολάκερο το Φόριεν
από ψηλά. Έβλεπε τα μονοπάτια που περπατούσε με την Ελεάνορ, οι δύο τους.
Πιασμένοι χέρι, χέρι στα στενά και στους δρόμους της πόλης. Στο βάθος έβλεπε το
μεγάλο δάσος της λήθης και κάπου εκεί γέμισε με τις εικόνες της αγκαλιάς τους.
Να! Τα δικά τους μονοπάτια! Οι δικές τους πηγές! Πέρα εκεί μακριά! Τα μονοπάτια
που διάβηκαν ως τα τώρα. Κάθε πέρασμα ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Το πέτρινο
πλάτωμα της δικής τους κρήνης. Εκεί που έγερνε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου να
ξαποστάσει η ψυχή του. Εκεί που έβαζαν κάτω τα δικά τους όνειρα για να σιάξουν
το μέλλον τους. Όλα περνούσαν από μπροστά του εκεί στο βάθος. Έβλεπε τα πάντα
σε κάθε λεπτομέρεια. Όμως δεν μπορούσε να δει το άλογό της να καλπάζει για να
τον προλάβει, μία ακόμα φορά, κραυγάζοντας το όνομά του, με αγωνία στα χείλη
της. «Μέλιαν!», να ουρλιάζει. Ο διασκελισμός του έγινε ακόμα μεγαλύτερος, τα
χέρια του έδιναν ώθηση. Έτρεχε σαν πουλί στον άνεμο εκεί ψηλά. Ο ορίζοντας πέρα
ψηλά στο βουνό των σκιών γέμισε εικόνες με το πρόσωπό της. Παντού. Όλος ο
ορίζοντας έγινε ένα δικό της πορτραίτο. Η Ελεάνορ! Με τα μαλλιά, το πρόσωπο, το
χαμόγελο, τα χείλη. Τη φωνή και την αγκαλιά της. Τη θέρμη των χεριών της, το
καθάριο της φωνής της. Πέρασε σαν σίφουνας το μεγάλο τελευταίο πέτρινο άνοιγμα
του πύργου. Και το σώμα του πέταξε στο κενό. Άπλωσε τα χέρια του ανοιχτά
θέλοντας να αγκαλιάσει τη μορφή της αγαπημένης του, της γυναίκας που έδωσε
ομορφιά στη ζωή του. Και με την εικόνα της έφυγε ψηλά για το στερνό του ταξίδι.
Μπορεί
το σώμα του να άρχιζε ήδη να πέφτει προς τα κάτω από τον πανύψηλο πύργο όμως
εκείνος ανέβαινε στα ύψη, με ασύλληπτη ταχύτητα στον ουρανό αγκαλιά μαζί της,
στο δικό τους όμορφο κόσμο της αγάπης τους. Το βουνό των σκιών άρχισε να
ταράζεται συθέμελα, με χίλιες λάμψεις, κρότους και μαύρα σύννεφα να αναταράζουν
τις κορυφές του.
Δεν
θα μπορούσε να ακούσει την Ελεάνορ να φωνάζει ξανά, με όση δύναμη είχε μέσα
της, το όνομά του καθώς πλησίαζε έφιππη στον πύργο του βασιλιά. Το σώμα του
κατέβαινε σαν βράχος κάθετα από τον πύργο στη γη για να συνθλιβεί στο
χώμα. Πόσες ψυχές εκείνη τη στιγμή
ρίγησαν! Πόσοι αναστεναγμοί πήραν φθόγγους ήχων. Της Αρμάντια, ψηλά στο βουνό, της μητέρας του, της Άλμπα, του
δασκάλου του, του πατέρα του που έντρομος συνειδητοποιούσε τα γενόμενα αλλά και
εκείνης…. Και εκείνης αργότερα όταν είδε την αναστάτωση μέσα στο παλάτι καθώς
ανέβαινε τα σκαλοπάτια του. Που έντρομη έμαθε.
Ο
ουρανός είχε σκοτεινιάσει ξαφνικά. Σκοτεινά σύννεφα έσερναν το σκοτάδι τους
προς το Νότο, τρομερές λάμψεις έπεφταν από τον ουρανό όλες με κατεύθυνση την
πόλη. Οι ραγισμένες μπρούτζινες καμπάνες θα χτυπούσαν ξανά για να καλέσουν τη
μάγισσα της φωτιάς στην αυλή του πορφυρού βασιλιά.
Συνεχίζεται...
Όχι!!!!!! Τι άδικο τέλος για την αγάπη τους. Τι άδικο τέλος για τον Μέλιαν! Απίστευτο!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠόσο στενάχωρο γι' αυτό τον ήρωα που είχαμε τόσο αγαπήσει εξ' αρχής.
Τι να πω! Η Μοίρα τους έπαιξε άσχημο παιχνίδι.
Τώρα ο Ζάρεκ πρέπει να μείνει με την πικρή επίπτωση των επιλογών του!
Οι γραφές βγαίνουν σιγά σιγά. Επαληθεύονται με τον πιο ακριβό τρόπο!
Μας συγκλόνισες Γιάννη! Αναμένουμε τα επόμενα.
Καλό βράδυ!
Μαρίνα μου! Δεν ξέρω αν το περίμενες. Ο Μέλιαν είναι το μεγάλο τραγικό θύμα αυτή τη στιγμή αυτής της τραγωδίας. Ένας εξαίρετος άνθρωπος που δεν μπορεί να διαχειριστεί την τραγική εξέλιξη των γεγονότων. Το βάρος τον συνέθλιψε στην κυριολεξία. Τα γεγονότα και οι γραφές παίρνουν φωτιά στην κυριολεξία. Έρχεται η μεγάλη κορύφωση στο Φόριεν καλή μου φίλη. Σε ευχαριστώ πολύ για κάθε σου συμμετοχή. Τα φιλιά μου.
ΔιαγραφήΠω πω συγκλονίστηκα με το θάνατο του Μέλιαν!! Αχ πόσος πόνος και τη γλαφυρά που μας τον δίνεις. Δεν άντεξε ο Μέλιαν, δεν μπόρεσε. Η Ελεάνορ; Εκείνη άραγε τι θα κανει;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠω πω πω πολύ με τάραξε ο θάνατός του. Πολύ.
Κρίμα να ζει ο Ζάρεκ αλλά ελπίζω να βγουν όλα αληθινά και τα λόγια της Αρμάντιας '' Θα πεθάνεις'' αλλά πρώτα θα δει και θα μάθει. Το εύχομαι...
Ας μην μας πάρεις και την Ελεάνορ Γιάννη...πολύς πόνος με της ήρωές σου
Κοντεύει πιστεύω το τέλος έτσι;
Με αγωνία περιμένουμε το επόμενο...και γρήγορα
Άννα μου γλυκιά μου,
Διαγραφήπόσο συμμερίζομαι τα αισθήματά σου να ήξερες. Πόσο θρηνούσα και εγώ με τον θάνατο του Μέλιαν! Αυτής της ευγενικής καθάριας μορφής μέσα σε αυτή τη μαυρίλα. Είναι τραγικό να πληρώνει ένας αθώος αλήθεια. Είναι τραγικό. Η Ελεάνορ.... Ναι, και εκείνη τραγική φιγούρα στην αλήθεια που ήρθε στο φως. Τι θα απογίνει. Το σοκ είναι τριπλό. Πρώτα μαθαίνει για τους γονείς της, ύστερα για τον αγαπημένο της, τώρα τον χάνει. Δεν ξέρω... Είναι πραγματικά να ακροβατεί στην κόλαση.
Δεν αργούμε Άννα μου. Είμαστε σε τελική πορεία γεγονότων που θα μας φτάσουν στη μεγάλη κορύφωση. Σε ευχαριστώ που είσαι κοντά μας. Να είσαι καλά.
Τι φοβερό τέλος για ένα παληκάρι που λάτρεψα στην κυριολεξία για τον χαρακτήρα του! Πόσο πόνο φέρνει αυτό το κεφάλαιο Γιάννη για τον άδικο χαμό ενός αθώου που τον στερούνται οι αγαπημένοι του αλλά και το μέλλον ολόκληρο από τις επιλογές ενός ανάξιου φθηνού ανθρώπου! Περιμένω με αγωνία τη συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝιώθω πολύ καλά τι λες κορίτσι μου. Το αφουγκράζομαι, το καταλαβαίνω. Γράφοντάς το, το εισέπραξα και εγώ. Αυτή η έκρηξη της καρδιάς του, η αδυναμία να διαχειριστεί την κρίση ή μάλλον να την τακτοποιήσει στην καρδιά του την ώρα της μεγάλης φωτιάς. Ο Μέλιαν ανήκει στους ουρανούς σε κάποιους άλλους κόσμους. Το αγαπημένο μας ζευγάρι χώρισε και άφησε πίσω του σπασμένες καρδιές και ρημαγμένα όνειρα. Το κακό ενός μοιραίου ανθρώπου δηλητηριάζει τα πάντα. Συνεχίζουμε καλή μου φίλη πλέον ολοταχώς. Σε φιλώ και σε ευχαριστώ.
Διαγραφή