Το δάσος της Λήθης 34 - Μουσικές Ιστορίες#3

 


34. Μέλιαν

 

Είναι πολλές φορές που οι στιγμές του χρόνου μετατρέπονται σε αιωνιότητα. Δεν προχωρούν. Λες και κάτι τις παγώνει σε μια νεκρική ακινησία που αφήνει στάσιμο τον κόσμο ολόγυρα. Μένεις μόνο εσύ στο κέντρο ανάμεσα, μια μικρή, ασήμαντη κουκκίδα ζωής να ακούς τους χτύπους της καρδιάς σου στην αγωνία της προσμονής. Ο Άλαντ είχε σημάνει στο μαθητή του ότι έπρεπε να τον δει για κάτι σοβαρό. Και περίμενε. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο από τα περιμένει. Και μέσα σε εκείνες τις στιγμές της αναμονής προσπαθούσε να συντάξει τρόπους και λόγια με τα οποία θα ενημέρωνε τον Μέλιαν. Όχι! Δεν ήθελε να το ζήσει αυτό! Δεν ήθελε με τίποτα αυτή τη στιγμή που θα έπαιρνε ένα μαχαίρι για να κόψει τα σχοινιά που βαστούσαν το μέλλον ενός νέου άντρα. Γιατί δεν είχε άλλο τρόπο από το να κόψει αυτά τα σχοινιά. Αλλά τι θα κρατούσε σε ισορροπία το πνευματικό του παιδί; Τι θα μπορούσε ο ίδιος, ως μέντοράς του, να φυσήξει στην ψυχή του ώστε να μείνει όρθιος απέναντι στο χτύπημα που καραδοκούσε. Δεν είναι τίποτα χειρότερο για έναν άνθρωπο από το να νιώθει ότι περιμένει ένα δικό του πρόσωπο για να του μεταφέρει μια γνώση που πιθανά να τον συντρίψει.

Βημάτιζε μπρος πίσω στο δώμα του. Ανάμεσα στις βιβλιοθήκες του, στα γραφεία, στις πολυθρόνες. Κάπου εκεί στις γραφές, στις περγαμηνές. Γραφές, θρύλοι, ιστορίες, θεωρίες, σκέψεις, βιογραφίες. Αυτές που πρώτες ήρθαν να αλλάξουν όλη την ιστορία του Φόριεν και των ανθρώπων του. Λες και ένα αόρατο χέρι έγραφε αυτήν την ιστορία από παλιά. Λες και την είχε ζωγραφίσει μέσα στα βήματα του χρόνου, στο πέρασμα των εποχών. Στις αλλαγές της μέρας με τη νύχτα. Στο φως και στο σκοτάδι. Στη ζέστη και στο κρύο. Στο θάνατο και στη ζωή. Λες και πήρε την κλεψύδρα της ιστορίας και την τοποθέτησε εκεί ακριβώς. Στο σήμερα! Τη σκέψη του έκοψαν βήματα μέσα στο δώμα του. Γύρισε απότομα προς το μέρος του ήχου. Ακόμα κι ο απλός θόρυβος τον τρόμαζε τόσο! Πόσο τεντωμένα ήταν τα νεύρα του.

«Δάσκαλε!» άκουσε την ανήσυχη φωνή της. Έστεκε εκεί λίγα βήματα μετά την μεγάλη δρύινη πόρτα. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο γεμάτο προβληματισμό και αγωνία. Πήγε προς το μέρος της. Λίγα βήματα πριν στάθηκε με ευλάβεια και υποκλίθηκε διακριτικά.

«Βασίλισσά μου!» της απάντησε κάνοντας νόημα να περάσει.

Η βασίλισσα Άλμπα έκανε κάποια βήματα και μπήκε στο εσωτερικό του δώματος. Τα ανήσυχα μάτια της γύρεψαν τα δικά του. Πόσο την είχε αλλάξει ο χρόνος. Ένα πέπλο μαρασμού είχε σφραγίσει τα μάγουλά της όμως ακόμα κι αυτό δεν είχε καταφέρει να αλλοιώσει την ομορφιά της.

«Με βρήκε ο Μέλιαν δάσκαλε, ήταν αναστατωμένος, τι συμβαίνει;»

«Σας είπε που θα πήγαινε;» τη ρώτησε γαλήνια προσπαθώντας να είναι ψύχραιμος.

«Ναι, μου είπε θα προσπαθούσε να συναντήσει την Ελεάνορ. Έγινε κάτι;»

«Πολλά έχουν τρέξει τις τελευταίες στιγμές βασίλισσά μου. Πολλά και μεγάλα, που αφορούν όλους μας. Που επηρεάζουν τις ζωές μας», της απάντησε.

«Με τρομάζεις Άλαντ…» του είπε.

«Δεν είναι ώρα αρχόντισσά μου για φόβο. Δεν έχουμε καν αυτήν την πολυτέλεια. Αν το κάνουμε πιστεύω δεν υπάρχει ελπίδα».

«Για ποια ελπίδα μιλάς, πες μου σε παρακαλώ. Νιώθω όλα αυτά τα χρόνια να έχω μείνει έξω από όλα όσα έχουν τρέξει στο Φόριεν και μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. Ίσως να έχω ευθύνη και εγώ για αυτό αλλά δεν ήταν δική μου επιλογή. Το ότι είχα μετατραπεί σε απλό και άβουλο παρατηρητή των γεγονότων που χαράζουν τη ζωή μου δεν σημαίνει ότι το αποδεχόμουν. Και δεν το λέω σαν άλλοθι δάσκαλε. Όμως, τον τελευταίο καιρό όλα είναι ένας βάλτος που κινείται και απειλεί να μας ρουφήξει όλους».

Ο Άλαντ την παρακολουθούσε με προσοχή σε αυτό το άνοιγμα ψυχής της. Εκείνη συνέχισε:

«Για το μόνο πράγμα που μπορώ να νιώθω περήφανη Άλαντ είναι το ότι απαίτησα και πέτυχα να αφήσω την ανατροφή του γιου μου στα χέρια σου. Αυτό τουλάχιστον μπορεί να με κάνει να νιώθω καλύτερα…»

Ο Άλαντ βρήκε την ευκαιρία να διακόψει:

«Έστειλα ανθρώπους να βρουν τον πρίγκηπα. Τον χρειάζομαι!»

«Μπορώ να μάθω τι συμβαίνει με τον γιο μου; Δεν νομίζεις ότι έχω το δικαίωμα;»

Την κοίταξε με σεβασμό. Πάντα αυτή η γυναίκα και ο τόνος της μετέδιδε μια ανθρώπινη οικειότητα και πραότητα χαρακτηριστική.  Παλιά, η βασίλισσα του Φόριεν, ήταν η κλασική εκείνη νεαρή γυναίκα που είναι τυφλά υποταγμένη στον άντρα της και τίποτα παραπάνω. Χωρίς άποψη, λόγο και προσωπικότητα. Όμως στα τελευταία γεγονότα, στην Άλμπα, έβλεπε ώριμα και υπεύθυνα χαρακτηριστικά που έβγαιναν με τη στάση της στην κρίση των τελευταίων καιρών. Που ήταν κρυμμένες όλες τούτες οι αρετές και σε ποια σκιά φόβου απέναντι στον άθλιο επιβήτορά της, είχαν βουβαθεί;

«Ναι βασίλισσά μου! Θα μάθεις! Τα πάντα! Μόνο που θα χρειαστείς πολύ μεγάλη δύναμη για να τα διαχειριστείς. Και θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα την βγάλεις απ’ την καρδιά σου».

«Σε ακούω δάσκαλε!»

 

 

Ο Μέλιαν βρήκε την Ελεάνορ αναστατωμένη στο σπίτι της. Τον τελευταίο καιρό την έβλεπε ότι κάτι την βασανίζει αλλά δεν μπορούσε να προσεγγίσει το λόγο. Μήτε η ίδια άφηνε τον εαυτό της να μιλήσει για όλο αυτό. Όμως σήμερα ήταν φανερό ότι η ταραχή της έμοιαζε πλέον να μην μπορούσε να κρατηθεί. Τον υποδέχτηκε με έκδηλη ανακούφιση, ήταν για αυτήν μια αφορμή να αλλάξει παραστάσεις.

«Πως βρέθηκες εδώ Μέλιαν;» τον ρώτησε κάποια στιγμή αφού η ανοιχτή τους αγκαλιά ζέστανε τις καρδιές τους.

«Ήθελα να σε δω, ήμουν στον δάσκαλο. Δεν τον είδα καλά. Συμβαίνει κάτι;»

«Ναι, έκανα μια κουβέντα με τους δικούς μου, ξέρω ότι ήθελαν να τον δουν…»

«Τι προέκυψε Ελεάνορ μίλα μου! Εδώ και καιρό σε βλέπω αναστατωμένη. Ήθελα να σου μιλήσω, να σε ρωτήσω αλλά από την άλλη δεν ήθελα να σε πιέσω».

«Ναι, είναι κάτι που η σημασία του αποκαλύφτηκε τώρα».

«Σε ακούω», της είπε.

Έκατσαν δίπλα ο ένας στον άλλον. Όπως συνήθιζαν πάντα σε τέτοιες δύσκολες περιπτώσεις. Όπως ήξεραν οι δυο τους να αντιμετωπίζουν προβλήματα, ανησυχίες και φόβους. Χωρίς να ξέρουν το τρομερό εκείνο μυστικό της μοίρας που τους έδενε και τώρα πια κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους σαν μια βαριά σκιά γεμάτη αγωνία. Του εξήγησε! Του μίλησε για αυτό που την έτρωγε καιρό τώρα ύστερα από τη μέρα που τρεις τους, με το δάσκαλο έμαθαν για το σημάδι του Άζερον. Η Ελεάνορ στάθηκε με μια κίνηση μπροστά του. Τράβηξε ήρεμα μα αποφασιστικά λίγο την πτυχή του φορέματός της στο στήθος.

«Τι κάνεις;» την ρώτησε απορημένος. Δεν του απάντησε. Αργά μα σταθερά αποκάλυψε αυτό που την συνόδευε από τη γέννα της. Τα μάτια του Μέλιαν έπεσαν εκεί ακριβώς.  Έμεινε έκπληκτος να κοιτά το ίχνος που άφηνε το σημάδι στο σώμα της. Γύρισε και την κοίταξε. Κάποιες στιγμές σιωπής έπεσαν μεταξύ τους χωρίς κάποιος να μπορεί να μιλήσει.

«Τι μπορεί να σημαίνει αυτό Ελεάνορ;» την ρώτησε ήρεμα αλλά με εμφανή ταραχή.

«Δεν ξέρω Μέλιαν… μπορεί πολλά μπορεί και τίποτα…»

«Οι γονείς σου; Ξέρουν κάτι; Θέλω να πω… έχουν σχέση με αυτό;»

«Όχι! Δεν ξέρουν κάτι, δεν είναι κληρονομικό…»

«Και το δάσκαλο τι τον χρειάζονται;»

«Λογικό είναι να τους προβληματίζουν όλα αυτά καλέ μου. Για την ύπαρξη του σημαδιού στο κορμί μου φυσικά και ήξεραν. Για την ιστορία όμως τίποτα. Είναι απόλυτα φυσικό να σοκαριστούν, να ψάξουν απαντήσεις».

 

Σηκώθηκε όρθια. Άρχισε να βηματίζει μέσα στο δωμάτιό της. Την ακολούθησε με προσοχή και σεβασμό.

«Τι σε φοβίζει Ελεάνορ;»

«Όταν ακούς μια ολάκερη τέτοια ιστορία για αυτό το πράγμα. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας, είναι λογικό ο φόβος να ταξιδεύει μέσα σου. Έτσι ένιωσα και εγώ αγαπημένε μου. Στην αρχή το σοκ της είδησης. Μετά η συνειδητοποίηση ότι κάτι τέτοιο σημαδεύει τη ζωή μου, το κορμί μου. Ύστερα μια ανησυχία σαν ανατριχίλα να διαπερνά κάθε σου κύτταρο. Και αργά-αργά να γίνεται φόβος για το άγνωστο, αγωνία για το αύριο».

Πήγε κοντά της, την κράτησε απαλά από τους ώμους.

«Ησύχασε αγάπη μου! Δεν υπάρχει κάτι να μας φοβίζει. Οι ψυχές και οι σκέψεις μας είναι καθαρές σαν την κρυστάλλινη βροχή. Όλα θα περάσουν, θα δεις. Και ο λαμπερός ήλιος θα λάμψει ξανά στο δάσος, στο δικό μας δάσος».

Αφέθηκε στα χέρια του με γαλήνη. Η γαλήνια αγκαλιά της στιγμής διακόπηκε από το χτύπημα στην πόρτα τους. Ήταν μια από τις γυναίκες του σπιτιού.

«Ελεάνορ, κάποιος κάτω ζητά τον πρίγκηπα Μέλιαν!»

Παραξενεύτηκαν και οι δύο.

«Εμένα; Και πως έφτασε εδώ;» ρώτησε εκείνος.

«Πες του να περάσει», της είπε ευγενικά.

Σε λίγο ο Φάρελ, ο συνεργάτης του Άλαντ έστεκε μπροστά τους. Τους χαιρέτισε με σεβασμό.

«Ποιος σε στέλνει;» ρώτησε η Ελεάνορ.

«Κυρά μου, έρχομαι για τον πρίγκηπα! Με στέλνει ο δάσκαλος ο Άλαντ. Μου άφησε μήνυμα να σας δει το συντομότερο».

«Σου είπε το λόγο;» τον ρώτησε ο Μέλιαν.

«Είναι κάτι αυστηρά ανάμεσα στους δυο σας», απάντησε εκείνος.

«Εντάξει, μπορείς να φύγεις. Μήνυσέ του ότι έρχομαι αμέσως μετά από εδώ».

Ο Φάρελ υποκλίθηκε και έφυγε. Έμειναν οι δυο τους. Η Ελεάνορ έγινε ακόμα πιο ανήσυχη.

«Τι να συμβαίνει άραγε; Δεν την αντέχω όλη αυτή τη συνεχόμενη αγωνία».

«Ησύχασε! Μάλλον θα συναντήθηκε με τους γονείς σου και προφανώς θέλει να μου μεταφέρει πράγματα. Μην βάζεις πάντα κακό στο νου σου».

Την αποχαιρέτισε με μια αγκαλιά. Προσπάθησε, όσο μπορούσε να της μεταφέρει μια θετική αύρα. Μια αύρα την οποία ήθελε και είχε άμεση ανάγκη να δεχτεί και ο ίδιος. Κατέβηκε στο δρόμο. Ανέβηκε στο άλογό του και πήρε το δρόμο για τον μικρό πύργο του Άλαντ. Εκεί που τον καρτερούσε το σκληρό και ανείπωτο πεπρωμένο του.

 


 Ο Έντγκαρ με την Έλντα είχαν ήδη πάρει το δρόμο του γυρισμού. Στη διάρκεια της επιστροφής, μέσα στην άμαξά τους, επικρατούσε μια απόλυτη σιγή. Μια σιωπή του τρόμου στην κυριολεξία. Τα πρόσωπά τους ήταν σφιγμένα όσο δεν παίρνει. Σχεδόν απόλυτα παραμορφωμένα. Με τις φλέβες τους να διαγράφουν παράξενα ποτάμια στα πρόσωπα και στα χέρια τους. Με τα μάτια τους υγρά και τα χείλη τους να τρέμουν. Όχι! Δεν ήθελαν να φτάσει ποτέ η ώρα αυτής της συνάντησης με την κόρη τους. Μακάρι να μπορούσαν να μην έφταναν ποτέ στο σπίτι τους. Να μην ανέβαιναν ποτέ επάνω στα δώματα του παιδιού τους. Να μην την έβλεπαν να κρέμεται από την αγωνία στα δικά τους χείλη. Όπως τώρα ακριβώς που έστεκε μπροστά τους και εκείνη αναστατωμένη και με την αγωνία στην καρδιά της.

«Τι έγινε πατέρα; Συναντηθήκατε με τον Άλαντ;» ήρθε η πρώτη της ερώτηση για να τους κάνει με τρόμο να καταλάβουν ότι δεν θα γλίτωναν αυτόν τον διάλογο και την εξομολόγηση που θα έρχονταν. Τον κοίταξε με προσοχή. Και τη μητέρα της το ίδιο. Έκανε προσπάθεια να συναντήσει με το βλέμμα της τα μάτια τους αλλά εκείνοι έστεκαν σκυμμένοι και οι δύο μπροστά της να τρέμουν.

«Θα μου πείτε τι συμβαίνει; Λίγο πριν έρθετε ήταν εδώ ο Μέλιαν!» τους είπε.

«Τι ήθελε;» ρώτησε ξεψυχισμένα ο πατέρας της.

«Ήταν ανήσυχος ήρθε να με δει, τον ζητούσε επειγόντως ο δάσκαλος…»

Στο άκουσμα της φράσης η μητέρα της δεν βάσταξε. Ένιωσε να την πιάνουν τα κλάματα και έφυγε.

«Πατέρα μίλησέ μου! Οι ώρες δεν είναι για υπεκφυγές», του είπε.

Εκείνος κατάλαβε ότι δεν είχε πια άλλα περιθώρια και ξεκίνησε να μιλά:

«Κόρη μου… στην πρώτη μας κουβέντα που μας άνοιξες για το σημάδι υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πούμε… μια αλήθεια μεγάλη που πια πρέπει να έρθει στο φως…»

 

Ήταν οι μεγάλες εκείνες στιγμές που θα σημάδευαν πια το παρόν και το αύριο της Ελεάνορ. Ήταν οι στιγμές εκείνες που θα μάθαινε για τους θετούς της γονείς, για τον τρόπο που ήρθε στη ζωή τους, για τον τρόπο που την μεγάλωσαν. Και ύστερα, ύστερα θα ήταν η τραγική εκείνη ώρα που καρτερούσε το δεύτερο κύμα της αλήθειας. Αυτό για τον Μέλιαν, τον ετεροθαλή της αδελφό. Τον Μέλιαν, που έτρεχε να συναντήσει και εκείνος το δικό του πεπρωμένο στον πύργο του δασκάλου του. Ήταν η ώρα που η αυλή του πορφυρού βασιλιά θα συναντούσε τη μοίρα της.

 


Όταν ο Μέλιαν ανέβαινε τα σκαλιά του μικρόπυργου του δασκάλου, ένιωθε την καρδιά του να χτυπά παράξενα. Λες και όλα πήγαιναν πίσω στο χρόνο τότε που μικρό παιδί, τον ανέβαζε η μητέρα του για πρώτη φορά για να τον παραδώσει στα χέρια του, να τον γνωρίσει, να αναλάβει την παιδεία του. Την ίδια ακριβώς ταραχή ένιωσε και τώρα. Μια ταραχή που έγινε σοκ όταν, μπαίνοντας στο κεντρικό δώμα, εκτός από τον Άλαντ, συναντούσε και την μητέρα του την Άλμπα. Την μητέρα του σε μια εικόνα που δεν την είχε αντικρίσει ποτέ άλλοτε στη ζωή του. Σε μια εικόνα που έβλεπε την όμορφη εκείνη ώριμη γυναίκα παραμορφωμένη σε άθλια κατάσταση λες και ένα μαγικό τερατώδες άγγιγμα την είχε μετατρέψει σε ερείπιο. Ήταν σε μια γωνιά καθισμένη σε μια πολυθρόνα. Τα καστανά της όμορφα μαλλιά είχαν πέσει μπρος στο πρόσωπό της. Τα χέρια της έτρεμαν. Το μέτωπο και τα μάγουλά της ήταν κατακόκκινα. Ακριβώς δίπλα της, μπροστά του ήταν ο Άλαντ που ήταν φανερό ότι κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να διατηρήσει την ψυχραιμία του.

«Μάνα! εσύ εδώ; Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι έτσι; Δάσκαλε!»

Η μητέρα του έριξε μια φευγαλέα ματιά στο γιο της χωρίς να θέλει να κρατήσει τα μάτια της πάνω του. Γύρισε στον Άλαντ:

«Ώρα για αλήθειες δάσκαλε! Μίλησέ μου! Ήρθε η στιγμή να φύγουν οι σκιές. Να ειπωθούν όλα!» του φώναξε παρακλητικά.

Εκείνος τον κοίταξε με εμφανή συγκίνηση αλλά και καρτερία.

«Ναι παιδί μου! Είναι ώρα ο πρίγκηπας Μέλιαν να σταθεί απέναντι στην πραγματικότητα. Σε μίαν αλήθεια που μόλις σήμερα ήρθε στο φως για όλους μας. Και δεν σηκώνει αναβολή παρά μονάχα αποφάσεις».

«Ποτέ μου δεν κρύφτηκα δάσκαλε, σε ακούω…»

«Το ξέρω παιδί μου ότι ποτέ δεν κρυβόσουν. Στα χέρια μου σε έχω. Νιώθεις έτοιμος γιε μου; Αυτά που θα ακούσεις δεν είναι μήτε εύκολα μήτε ανώδυνα, θέλω να δείξεις δύναμη μεγάλη», τον προετοίμασε ο Άλαντ. Ο Μέλιαν έριξε μια φευγαλέα ματιά στην μητέρα του, η οποία απέφευγε να τον κοιτάξει στα μάτια. Συναίνεσε σιωπηρά στο δάσκαλό του.

«Εντάξει παιδί μου… ξέρεις την προσπάθειά μου όλον αυτόν τον καιρό να φτάσω στην αλήθεια, την έχεις ζήσει από κοντά…»

«Φυσικά δάσκαλε…»

«Είμαι έτοιμος λοιπόν Μέλιαν. Έχω όλα τα στοιχεία καθαρά μπροστά μου. Διασταυρωμένα, ελεγμένα, επικυρωμένα από προσωπικές μαρτυρίες».

«Σε ακούω δάσκαλε…»

«Κανείς μας δεν είναι έξω από τα όσα συμβαίνουν στο Φόριεν τον τελευταίο καιρό παιδί μου. Κανείς… Ο βασιλιάς και πατέρας σου…»

«Το ήξερα!» διέκοψε ο Μέλιαν

«Εκείνη η γυναίκα που τρομοκρατεί το στρατό, η μαύρη βασίλισσα των περγαμηνών. Η Αρμάντια. Η Ελεάνορ…»

Στο όνομα της αγαπημένης του σάστισε.

«Τι δουλειά έχει η Ελεάνορ σε όλα αυτά;»

«Ακόμα και εσύ Μέλιαν!»

Ο νεαρός έδειξε να τα χάνει.

«Τι λέτε; Εμείς; Τι σχέση μπορεί να έχουμε εμείς με όλα αυτά; Δάσκαλε! Μητέρα! Τι συμβαίνει;»

«Ησύχασε παιδί μου. Όλα ξεκίνησαν πριν πολλά χρόνια, στο δάσος της λήθης, τουλάχιστον όσα αφορούν τον κύκλο των ανθρώπων που σου είπα».

 

Άρχισε να του διηγείται τα γεγονότα της σχέσης του πατέρα του με την νεαρή τότε Αρμάντια. Ο Μέλιαν έμεινε έκπληκτος.

«Να λοιπόν πως εξηγούνται όλα αυτά τα πράγματα, το παρελθόν λοιπόν…»

Ο δάσκαλος συνέχιζε να του παρουσιάζει τη ροή των γεγονότων. Την εγκυμοσύνη της νεαρής τότε γυναίκας, το σχέδιο εξόντωσής της που στήθηκε από το βασιλιά και τον συνεργάτη του, τον Ντέμιαν, την στυγνή δολοφονία των δικών της, της οικογένειάς της, το καμένο σπίτι, όλα! Ο Μέλιαν άρχιζε να σοκάρεται βουτώντας στον τρόμο.

«Ο Πατέρας μου δολοφόνος!» μούγκρισε προσπαθώντας να το πιστέψει. Κοίταξε την μητέρα του.

«Μητέρα, ήξερες τίποτα από όλα αυτά;» την ρώτησε με αγωνία. Εκείνη σήκωσε για πρώτη φορά το βλέμμα της φορώντας ένα προσωπείο κατάρρευσης.

«Όχι παιδί μου…» του είπε.

«Η μητέρα σου Μέλιαν, είναι το μοναδικό πρόσωπο εδώ στην αυλή του βασιλιά που είναι παντελώς αμέτοχο στα πάντα…»

Ο Άλαντ συνέχισε τη διήγησή του. Είπε στον Μέλιαν τα πάντα γύρω από την αναπάντεχη διάσωση της Αρμάντια. Του μίλησε για τον Έλνταρ, έφερε μπροστά στα μάτια του το ημερολόγιό του. Του εξιστόρησε τα πάντα που είχαν να κάνουν με τη γέννηση του παιδιού, το τρομερό τέρας του βουνού, τον Σάγκρος, το σημάδι της νεαρής γυναίκας, το ρόλο του…

Ένας συγκλονισμένος Μέλιαν ήταν δίπλα του προσπαθώντας να αφομοιώνει όσα άκουγε και στο κατά πόσο αυτά άλλαζαν τη ζωή του.

«Τι απέγινε αυτό το παιδί δάσκαλε; αυτό το κορίτσι που μου ανέφερες, είναι ...αδελφή μου!» έμεινε μετέωρος προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτήν την πραγματικότητα.

«Ζει αυτό το παιδί;»

«Ναι Μέλιαν, ζει και είναι εδώ στο Φόριεν…»

Ο νεαρός άνοιξε διάπλατα τα μάτια του.

«Εδώ; Ανάμεσά μας; Μια σκιά μέσα σε όλους; Η ...αδελφή μου; Η νόθη και σημαδεμένη κόρη του άθλιου πατέρα μου, περπατά ανάμεσά μας, χρόνια τώρα. Ξεχασμένη; Στην αφάνεια, στη λήθη; Ανασαίνουμε τον ίδιο άνεμο. Βλέπουμε τις ίδιες εικόνες της πόλης...Δάσκαλε που βρίσκεται αυτό το παιδί;… πρέπει… να είναι στα χρόνια μου, έτσι δεν είναι;»

Ο Δάσκαλος έγνεψε καταφατικά. Ο Μέλιαν τον ταρακούνησε.

«Πες μου λοιπόν! Ξέρεις που βρίσκεται;»

Του μίλησε για την υιοθεσία της χωρίς να αναφέρει ονόματα. Του μίλησε για τις αποδείξεις του. Για την ομολογία των θετών γονιών της. Για το ίδιο σημάδι που έφερε και η μητέρα της η Αρμάντια.

«Μα τότε πρέπει και η κόρη της να φέρει το σημάδι δάσκαλε;»

«Ναι γιε μου, ένας ακόμα λόγος επιβεβαίωσης. Ισχύει. Το σημάδι υπάρχει στο σώμα της».

 Ο  Μέλιαν άκουγε εκστασιασμένος πια. Αντιλήφθηκε πλέον τις προθέσεις της Αρμάντια. Συνειδητοποίησε την αναμονή της όλα αυτά τα χρόνια. Κατάλαβε, με τρόμο, τη σύνδεση αυτής της γυναίκας με το τέρας του βουνού, τις δυνάμεις της...

 

«Χρόνια ολάκερα περίμενε τη στιγμή που θα χτυπούσε… όλα λοιπόν υπακούουν σε γραμμένες αναγγελίες. Σε καθορισμένες μοίρες. Είναι εδώ για να αποκαταστήσει το παιδί της, ίσως να το ελευθερώσει; Είναι παρούσα για να σκοτώσει τον άνθρωπο που της κατέστρεψε τη ζωή, τον πατέρα μου…»

«Είμαι σίγουρος ότι η Αρμάντια δεν γνωρίζει την ταυτότητα της κόρης της Μέλιαν!» του είπε. «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό».

Κοίταξε το δάσκαλο ίσια στα μάτια:

«Πόσο κοντά μας είναι αυτή η νεαρή γυναίκα δάσκαλε; Η αδελφή μου;»

Ο λυγμός της μητέρας του δεν προμήνυε κάτι καλό.

«Πολύ κοντά παιδί μου!» ψέλλισε ο δάσκαλος προσπαθώντας να πάρει δύναμη. Η μεγάλη ώρα πλησίαζε.

«Την γνωρίζω; Την έχω δει; Αυτό θες να μου πεις δάσκαλε;» Ο Μέλιαν ανέβασε την ένταση της φωνής του. Μια αλλόκοτη δύναμη φούντωνε μέσα του. Έπιασε το δάσκαλο από τους ώμους:

«Αυτό είναι, ναι! Την ξέρω…. Την έχω δει… είναι κοντά μου… Πες μου Άλαντ! Ένα όνομα καρτερώ απ’ τα χείλη σου, ποια είναι; Εκείνη ξέρει για μένα;»

«Όχι ακόμα, αλλά ίσως αυτή τη στιγμή να μαθαίνει και εκείνη την αλήθεια», του απάντησε.

«Λοιπόν;»

 

Οι στιγμές του χρόνου που έμειναν να καρτερούν έμοιαζαν με αιώνες ολάκερους. Μια τρομερή σιωπή φώλιασε στην καρδιά και των τριών τους. Ξαφνικά τρία πρόσωπα σηκώθηκαν να κοιτούν το ένα το άλλο. Τρία ζευγάρια μάτια ενώθηκαν σε ένα βλέμμα κόκκινο σαν αίμα. Τα λόγια του Άλαντ ήχησαν σαν τις καμπάνες της κόλασης για τον νεαρό πρίγκηπα.

«Η κόρη της Αρμάντια… η ετεροθαλής αδελφή σου… είναι η… Ελεάνορ!»

Ξάφνου, όλα γύρω, μέσα σε εκείνο το δώμα τυλίχτηκαν στη σιωπή. Μια βαριά απέραντη θανάσιμη σιωπή. Σαν εκείνη που βασιλεύει στο χάσιμο της νύχτας και στον ερχομό του πρώτου φωτός της νέας μέρας. Κανείς δεν κινήθηκε. Κανείς δεν μιλούσε. Η Άλμπα σηκώθηκε όρθια. Κοιτούσαν με τον Άλαντ τον Μέλιαν. Το πρόσωπό του άδειασε ξαφνικά από το χρώμα του. Το ρόδινο έδωσε τη θέση του ξαφνικά σε ένα χλωμό νεκρικό λευκό που απλώνονταν παντού πάνω του. Η ζωή έφευγε ξαφνικά από το κορμί του, ένα αίσθημα κρύου ορμούσε μέσα του κατακτώντας κάθε κύτταρό του. Μια απόγνωση τον αγκάλιαζε ολάκερο με τα στιβαρά της χέρια. Ξάφνου, το ένα του γόνατο λύγισε. Τα χέρια του κρεμάστηκαν στο πλάι του. Η πλάτη του έπεσε πίσω στον πέτρινο τοίχο του δώματος. Άρχισε σιγά-σιγά να ολισθαίνει αργά-αργά. Χαμήλωνε ώσπου έπεσε σαν σακί κάτω στο πάτωμα καθιστός. Το κεφάλι του έγειρε πίσω βρίσκοντας τέλος στις πλαϊνές πέτρες. Η μητέρα του έτρεξε δίπλα του. Γονάτισε απελπισμένη στο πλάι του γιου της προσπαθώντας να τον συνεφέρει. Ο Άλαντ τον πλησίασε. Ο Μέλιαν κάπου πέρα μακριά λες από την άκρη των κόσμων άκουσε μια φωνή:

«Μέλιαν… πες μου ως που έφτασαν οι σχέσεις σου με την Ελεάνορ».

Ύστερα τίποτα, όλα άλλαξαν τόπο και χρόνο. Ντύθηκαν στη μορφή της. Γέμισαν από το πρόσωπό της παντού. Και μέσα στην παραίσθηση είδε τα κορμιά τους να γίνονται καταμεσής του δάσους, του δικού τους δάσους, δύο τεράστια δέντρα με χοντρούς αποστεωμένους κορμούς και ένα μικρό κοριτσάκι να σπρώχνει λες με τα παντοδύναμα χέρια του τα δύο δέντρα το ένα μακρύτερα από το άλλο. Ερχόμενο να εκπληρώσει το όνειρο της. Πως να την αποκαλέσει τώρα; Πως; Πως; Ούρλιαξε με τη φωνή του να ηχεί σαν μεταλλική καμπάνα στον πύργο.

«Αγαπημένη μου; Αδελφή μου;» και πάλι ξανά, «Αγαπημένη μου; Αδελφή μου;»

Κάτι παγωμένο και ομιχλώδες κυρίεψε το κορμί του Μέλιαν. Λες και η ζωή έδινε μάχη μέσα του για να υπάρξει, για να αντιμετωπίσει αυτό που βίωνε. Τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν, όλο και πιο σπασμωδικά, τα χείλη του ακολούθησαν προκαλώντας τρόμο και αγωνία στη μητέρα και στο δάσκαλό του. Ειδικά ο τελευταίος γινόταν μάρτυρας μιας αλήθειας που πλέον αγκάλιαζε τα πάντα στο Φόριεν σαν την καταιγίδα που ξεσπά χωρίς έλεος.


Συνεχίζεται...

 


Σχόλια

  1. Συγκλονίζομαι διαβάζοντάς το ξανά και ξανά. Τι αποκαλύψεις για το ζευγάρι τι σοκ θα ένιωσε ο Μέλιαν για την αλήθεια αλλά και η Ελεάνορ!!!
    Τραγικά πρόσωπα οι δυο νέοι αλλά και η μητέρα του Μέλιαν για όσα μαθαίνει. Ο Ζάρεκ ο δολοφόνος το κάθαρμα του Φόριεν προκάλεσε τόση δυστυχία σε τόσους ανθρώπους!
    Φοβερό...μένει να δούμε πώς θα το αποδεχθούν οι νέοι μας που αγαπήσαμε πολυ.
    Οι διάλογοι ζωντανεύουν τη διήγηση...
    Αναμένω με ενδιαφέρον και αγωνία τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αγαπημένη μου φίλη Άννα μου καλησπέρα σου.
      Σκέψου δύο νέα παιδιά, με τόσα όνειρα, με προσδοκίες. Με έναν όμορφο δικό τους κόσμο. Ξαφνικά έρχεται ένας σεισμός και αλλάζει τα πάντα. Μια αλλαγή σε μια λέξη: "σύντροφος"-"αδελφός". Πως μπορούν να την αποδεχτούν; Πως να την διαχειριστούν;
      Οι αποφάσεις και οι πράξεις μας πάντα αφήνουν πίσω τους τη στάμπα και τα απόνερά τους. Έτσι και αυτές του βασιλιά. Μόνο που ο εφιάλτης έρχεται να πέσει σε αθώους ανθρώπους.
      Έχουμε να δούμε πως θα αντιδράσει το ζευγάρι. Οι δικοί τους; Οι άμεσοι άνθρωποι που μπλέκονται σε όλο αυτό. Είμαστε σε φάση κορύφωσης.
      Σε ευχαριστώ που είσαι εδώ καλή μου. Πάντα. Καλή σου βδομάδα.

      Διαγραφή
  2. Έχω μείνει πετρωμένη όχι γι' αυτό που σταδιακά το υποψιαζόμασταν αλλά για αυτή την συγκλονιστική περιγραφή των συναισθημάτων ενός νέου που μαθαίνει μια αδυσώπητη αλήθεια που σαν φλογερός πέλεκυς γκρεμίζει ό,τι αγαπημένο, ό,τι υπέροχο είχε στον κόσμο και σκοτώνει την ελπίδα του για ένα όμορφο μέλλον. Και η δύστυχη μάνα του, ο δάσκαλος του που ήταν ο αγγελιαφόρος αυτών των νέων, η Ελεάνορ οι γονείς της..... δεν έχω λόγια να περιγράψω όσα ένοιωσα διαβάζοντας το!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαίρη μου, αγαπημένη μου φίλη!
      Είναι σαν να είμαι μέσα στην καρδιά σου! Σαν να βλέπω τα συναισθήματά σου. Τα ίδια που βίωσα και εγώ. Με κάνεις να νιώθω συγκινημένος και με μεγάλη τιμή αν μπόρεσα να σου μεταλαμπαδεύσω μια τέτοια αίσθηση.
      Ναι, το βίωμα για το ζευγάρι είναι σοκαριστικό. Και τα γεγονότα "φωτογράφιζαν" μια τέτοια εξέλιξη. Την είχες και εσύ αφουγκραστεί.
      Θυμάμαι τι νιώσαμε όταν διαβάσαμε τα "Άλμπατρος" της Άννας μας, που έχει ανάλογο γεγονός και εκεί.
      Τώρα πρέπει να δούμε τι θα πυροδοτήσει όλο αυτό καλή μου φίλη και ποιες θα είναι οι συνέπειες. Πλησιάζουμε στο μεγάλο τέλος, στην κορύφωση του δράματος που δεν είναι στο "ποιος είναι ο ένοχος" αλλά στο τι ακριβώς μας περιμένει ως κάθαρση.
      Σε ευχαριστώ καρδιά μου για τη συμμετοχή σου.

      Διαγραφή
  3. Συγκλονιστικό κεφάλαιο! Γεμάτο αλήθειες και αποκαλύψεις.
    Πολύ δυνατές και φυσικά σημαντικές σκηνές Γιάννη!
    Βρισκόμαστε άραγε στην κορύφωση του δράματος των ηρώων μας; Πιστεύω πως όχι!
    Μένει να δούμε αν οι γραφές επαληθευτούν για τη μαύρη βασίλισσα!
    Μένει να δούμε πως θα αντιδράσει η Ελεάνορ!
    Πω πω μας περιμένουν πολλές εξελίξεις.
    Αναμένω με αγωνία!
    Μπράβο σου Γιάννη! Συνεχίζεις να μας κρατάς το ενδιαφέρον αμείωτο.
    Καλό βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου!
      Σε περίμενα ναι να μου πεις τις εντυπώσεις σου καλή μου φίλη για την εξέλιξη. Βρισκόμαστε στην πορεία προς την κορύφωση καλή μου φίλη. Τα γεγονότα θα είναι καταλυτικά στη συνέχεια. Κρατάς τις εκτιμήσεις σου και προχωράμε. Σύντομα επόμενο κεφάλαιο. Σε ευχαριστώ πάντα για την παρουσία και συμμετοχή. Φιλιά πολλά.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα