Το δάσος της Λήθης 32-33 - Μουσικές Ιστορίες#3


32.  Ελεάνορ

 

Τίποτα δεν θα την έκανε να ξεχάσει εκείνον τον εφιάλτη που την είχε τυλίξει λίγα βράδια πριν. Την βασάνιζε, την αναστάτωνε όσο τίποτα. Αυτό το άγνωστο και τρομερό πλάσμα που εμφανίστηκε δίπλα της δεν ήταν κάτι που μπορούσες να ξεχάσεις εύκολα. Και η Ελεάνορ εξακολουθούσε να κουβαλά την ταραχή του. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τον εφιάλτη μπορούσε να τον διαχειριστεί. Ο κόσμος των ονείρων δεν ήταν πάντα τυλιγμένος στην ομορφιά και στο φως. Είχε και τα σκοτάδια του. Εκείνο όμως που, τον τελευταίο καιρό την απασχολούσε ήταν κάτι άλλο. Κάτι που έμαθε μαζί με τον Μέλιαν κοντά στον κοινό πλέον δάσκαλό τους. Της προκαλούσε ερωτήματα και αγωνία.

Η νύχτα της, αυτό το βράδυ, ήταν παράξενα ήρεμη. Η κούραση οδήγησε το σώμα και το λογισμό της στην νιρβάνα ενός παράξενου ύπνου. Οι δικοί της, μετά το πρόσφατο περιστατικό ξενυχτούσαν διακριτικά δίπλα της. Καταλάβαιναν ότι η μονάκριβη κόρη τους είχε μπει σε μια παράξενη δίνη, την οποία μήτε οι ίδιοι μπορούσαν να ερμηνεύσουν.

Ξύπνησε απότομα, μουσκεμένη σε ένα ιδρώτα αγωνίας! Πάλι το ίδιο όνειρο που είχε, καιρό πριν, δει. Μάλιστα τότε το είχε συζητήσει με τον αγαπημένο της. Μόνο που τώρα ήταν ακόμα πιο έντονο απ’ την προηγούμενη φορά. Εκεί, οι δυο τους, στο κέντρο του παράξενου αυτού δάσους. Μέσα σε ένα πηχτό σκοτάδι που δημιουργούσαν τα τεράστια δέντρα του.



 Δέντρα γιγάντια που έπαιρναν περίεργες μορφές στήνοντας έναν παράξενο χορό σκιών με έναν φέγγος να εναλλάσσεται με το μαύρο χρώμα. Δέντρα ακίνητα, λες και έστεκαν εκεί χωρίς ψυχή, νεκρά από ζωή. Και ανάμεσά τους πάλι εκείνη και ο Μέλιαν. Πιασμένοι χέρι-χέρι, ο ένας να ζει την ανάσα του άλλου. Πόσο όμορφα ένιωθε στην αρχή του ονείρου. Όμως όταν πάλι άρχιζε εκείνη η απόκοσμη μεταμόρφωσή τους, πάλι συνειδητοποιούσε ότι βίωνε την ίδια αγωνία και αυτή τη φορά τρόμο. Είδε πάλι τα κορμιά τους να μετατρέπονται σε ξυλώδεις κορμούς και τα άκρα τους σε κλαδιά. Έτσι τέλος στη θέση δύο νέων ανθρώπων, έβλεπαν τους εαυτούς τους να έχουν γίνει εκείνα τα δύο τεράστια δέντρα που έστεκαν μόνα τους ανάμεσα σε ένα μεγάλο ξέφωτο στο δάσος. Και ξεμάκραιναν αργά το ένα από το άλλο. Και τότε το είδε πάλι ξανά. Εκείνο το μικρό παιδί! Ένα κοριτσάκι ντυμένο σε ένα ολόλευκο φόρεμα με σκούρα μαλλιά ως τους ώμους. Στο χέρι της κρατούσε ένα φανάρι που έλαμπε με μια δυνατή φωτιά. Μια φωτιά που φεγγοβολούσε στο δάσος σκορπίζοντας φως και σκιές. Το μικρό κορίτσι ήρθε και στάθηκε ακριβώς ανάμεσα στα δύο δέντρα. Δηλαδή ανάμεσα σε αυτό που ήταν εκείνη και ο Μέλιαν κάποτε. Δεν τους κοίταξε καν. Απλά στάθηκε ακριβώς ανάμεσά τους. Είδε τα μάτια της! Ω πόσο όμορφα παιδικά μάτια. Αθώα, αληθινά, εκφραστικά. Κοιτούσαν ίσια πέρα στο βάθος των δέντρων. Τίποτα άλλο. Ένα βλέμμα λες ακίνητο, μονοδιάστατο. Και την ώρα που περνούσε ανάμεσά τους είδε τα δύο δέντρα να σέρνονται πάνω στη γη, λες και οι ρίζες τους ζωντάνεψαν. Και άρχισαν να κινούνται, να απομακρύνονται το ένα από το άλλο. Και το μικρό κορίτσι άρχισε πλέον αργά να βηματίζει ξεμακραίνοντας από εκεί. Αργά και σταθερά. Εκείνο να φεύγει μακριά και τα δέντρα να απομακρύνονται ώσπου έγινε μια μικρή λαμπερή πυγολαμπίδα μέσα στο δάσος.



 

Για μια ακόμα φορά η καρδιά της κόντευε να σπάσει από την ένταση των συναισθημάτων της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Έξω η νύχτα προσπαθούσε να κρατηθεί ζωντανή καθώς οι πρώτες ανταύγειες της αυγής έστελναν τις προθέσεις τους. Προσπάθησε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι της. Τα χείλη της είχαν στεγνώσει. Ένιωθε κάπως να ηρεμεί. Πήρε την κανάτα με το νερό και γέμισε το ποτήρι της. Το σήκωσε και το έφερε στα χείλη της. Είχε την ανάγκη της δροσιάς του. Τα μάτια της τότε έπεσαν στην δαντελλένια άκρη του νυχτικού της, η οποία και είχε τραβηχτεί. Τα μάτια της έπεσαν, θέλοντας και μη στο κομμάτι του στήθους της που έμεινε ακάλυπτο. Αργά-αργά, είδε να ξεπροβάλλει κάτω από το ρούχο, εκείνο το παράξενο σημάδι που το είχε δει ξανά στα βιβλία του δάσκαλου Άλαντ σχετικά πρόσφατα. Από τότε είχε επιβεβαιώσει ότι αυτό που κουβαλούσε πάνω της πάνω της από παιδί, ήταν το σημάδι του Άζερον.

«Κόρη μου, στη ζωή είναι πράγματα που δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε με τη λογική που ξέρουμε. Είναι γεγονότα που γίνονται έξω από εμάς, σε άλλους κόσμους. Υπάρχουν δυνάμεις που δεν ελέγχουμε, που δεν εξηγούνται… κάποια πράγματα είναι ορισμένα να γίνουν».

Η φωνή του Άλαντ έρχονταν συνέχεια στο νου της, από την ημέρα που έμαθαν για την ιστορία του. Μια ιστορία, που έβλεπε να έχει συνέχεια στην ίδια! Στο δικό της κορμί, άραγε και στη δική της μοίρα; Είχε άραγε αυτό κάποια σημασία στη ζωή της; Ήταν τυχαίο; Ήταν συγκυρία;

 

Στις σκέψεις της επάνω δεν κατάλαβε το ήρεμο και προσεκτικό άνοιγμα της πόρτας του δωματίου της.

«Ελεάνορ κόρη μου, θέλεις κάτι;» ήταν η γαλήνια φωνή της Έλντα της μητέρας της. Είχε μπει διακριτικά στο χώρο, «Άκουσα πατήματα παιδί μου και είπα να δω αν χρειάζεσαι κάτι», της είπε.

«Μητέρα…δεν κοιμάσαι;» τη ρώτησε γλυκά.

Η ηλικιωμένη γυναίκα την είδε εκεί μπροστά στο καθρέφτη.

«Φαίνεται παιδί μου έχουμε και οι δύο τις ίδιες αυπνίες», απάντησε στοργικά πλησιάζοντας λίγο ακόμα προς το μέρος της.

Η Ελεάνορ, άφησε κάτω το άδειο πια ποτήρι στο λαβομάνο της. Γύρισε λίγο προς το παράθυρο. Το φως της αυγής είχε γίνει ακόμα πιο απαιτητικό τώρα.

«Ξημερώνει…» ακούστηκε.

«Ναι παιδί μου… μια καινούργια μέρα… φεύγω να σε αφήσω να ξαπλώσεις πάλι. Δεν νομίζω να είναι ώρα αυτή να σηκωθείς. Ίσως προσπαθήσω και εγώ να με πάρει λίγο ο ύπνος».

«Ναι… μια καινούργια μέρα… με πολλές ερωτήσεις αλλά και αγωνίες…», γύρισε λίγο προς το μέρος της μητέρας της.

«Πήγαινε μητέρα, δεν θέλω κάτι, σε ευχαριστώ, συγγνώμη αν σε ανησύχησα… μόνο που θα ήθελα… αύριο, με το καλό, να κουβεντιάσουμε κάτι. Αλλά θα ήθελα και τον πατέρα μαζί».

Η Έλντα την κοίταξε εμφανώς απορημένη.

«Εντάξει παιδί μου, θα του πω να είναι εδώ».

Η Ελεάνορ την πλησίασε ήρεμα. Άφησε τον εαυτό της να χωθεί λίγο στην αγκαλιά της. Μια αγκαλιά πάντα δεκτική και υποστηρικτική σε όλα τα χρόνια της ζωής της. Το δικό της απάγκιο λιμάνι. Μέσα σε αυτό ήξερε ότι μπορούσε να ανοίξει λεύτερα την καρδιά της και να ομολογήσει κάθε τι που την προβλημάτιζε και ανησυχούσε. Και τώρα ήταν πια σίγουρη ότι αυτό δεν έπαιρνε άλλη αναβολή. Έπρεπε να μιλήσει, να ρωτήσει, να φύγει κάθε έγνοια από μέσα της.

 



Το φως του ήλιου, προχωρημένο πια,  βρήκε και τους τρεις στο κεντρικό δώμα του σπιτιού τους. Η Ελεάνορ, ο Έντγκαρ και η Έλντα. Το πρωινό τους είχε ξεκινήσει ήρεμα και καθημερινά. Οι πρώτες τους στιγμές ήταν απλές όπως πάντα. Οι γονείς της όμως, ενημερωμένοι και οι δύο, καρτερούσαν μια της λέξη από αυτήν που είπε στη μητέρα της το ξημέρωμα. Για να σταθούν και πάλι κοντά της.

«Κόρη μου αν εσύ το νιώθεις, εμείς είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε κάθε τι που σε βασανίζει. Αρκεί να σε κάνει να ηρεμήσεις, να νιώσεις καλύτερα», έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσει η κουβέντα η μητέρα της. Εκείνη με χαρακτηριστική ωριμότητα και σύνεση πήρε το λόγο:

«Είναι μέρες που θέλω να σας μιλήσω για κάτι που μου έχει κινήσει την περιέργεια. Για κάτι που, δεν το κρύβω, με ανησυχεί».

Οι δικοί της κοιτάχτηκαν με ένα βλέμμα ανησυχίας.

«Μίλα ελεύθερα Ελεάνορ!» απάντησε ο Έντγκαρ.

«Θέλω να σας ρωτήσω κάτι που κουβαλώ στο κορμί μου…»

Εκείνοι κοιτάχτηκαν ανήσυχοι.

«Τι εννοείς;» τη ρώτησε ο πατέρας της.

«Δεν μπορεί να μην το ξέρετε, μιλάω για αυτό εδώ το σημάδι πατέρα!»

Η Ελεάνορ παραμέρισε το φόρεμά της στο ύψος του στήθους της ψηλά. Του το έδειξε. Εκείνοι κοιτάχτηκαν λίγο μεταξύ τους.

«Κόρη μου ναι, φυσικά και το έχουμε δει αυτό, το έχεις από τότε που γεννήθηκες», απάντησε η μητέρα της.

«Τι ξέρετε για αυτό πατέρα;» ήρθε η επόμενη ερώτησή της.

«Τι μπορούμε να ξέρουμε για ένα σημάδι στο δέρμα μας Ελεάνορ; Δεν μπορώ να σε καταλάβω».

Η επόμενη ερώτησή της, τους έκανε να απορήσουν ακόμα πιο πολύ.

«Το έχει στο σώμα του κάποιος από εσάς; Από ότι σας θυμάμαι στο στήθος σας κανείς δεν το κουβαλά. Μήπως σε άλλο πιο απόκρυφο σημείο του σώματός σας;»

«Ελεάνορ, τι συμβαίνει με αυτό το σημάδι;» ρώτησε με αγωνία η μητέρα της.

«Ποτέ άλλωστε δεν είχαμε κάνει κουβέντα για αυτό. Για ποιο λόγο τώρα;»

«Κόρη μου, κάθε σημάδι που έχουμε στο σώμα μας δεν μεταφέρεται υποχρεωτικά στα παιδιά μας», συμπλήρωσε ο πατέρας της.

«Σας ρώτησα πριν αν ξέρετε την ιστορία του, λοιπόν;» επανέλαβε εκείνη. Εξακολουθούσαν και οι δύο να μην μπορούν να καταλάβουν.

«Όχι δεν ξέρουμε κάτι. Ποια ιστορία μπορεί να έχει ένα σημάδι στο κορμί μας;» ήταν σειρά του πατέρα της να ρωτήσει.

«Εγώ έμαθα πατέρα! Και αν όντως μου λέτε την αλήθεια τότε είναι σειρά σας να μάθετε και εσείς».

«Ποιος; Τι σου είπανε δηλαδή;»

 

Η Ελεάνορ ξεκίνησε αργά να διηγείται στους γονείς της, αναλυτικά, την ιστορία του σημαδιού, όπως ακριβώς την είδε ως εικόνα στα παλιά βιβλία του βασιλιά Ράνουλφ μέσα από την αφήγηση του Άλαντ σε εκείνην και στον Μέλιαν. Σε κάθε της φράση και καθώς προχωρούσε, έβλεπε τα πρόσωπα και των δύο γονιών της να σφίγγονται από μια έντονη απορία και ανησυχία σε τέτοιο βαθμό που της έκανε εντύπωση. Συνέχισε την αφήγησή της με όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που έμαθε.

«Καταλαβαίνετε λοιπόν πως ένιωσα όταν τα έμαθα όλα αυτά; Όταν άκουσα για το τι μπορεί να κρύβει αυτό που σημαδεύει το σώμα μου; Με τι είναι δυνατόν να συνδέεται; Τι τρομερό μπορεί να προκαλέσει;»

«Παιδί μου, μιλάμε για κάτι πάνω στο δέρμα μας, πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη ότι μιλάς για το ίδιο πράγμα που διάβασε ο Άλαντ στα βιβλία του;» προσπάθησε να την μεταπείσει ο πατέρας της.

«Πατέρα, είναι ξεκάθαρο ότι αφορά το ίδιο ακριβώς αποτύπωμα. Είναι τόσο διακριτό που δεν χωρά καμία αμφιβολία. Άλλωστε μπορείτε να το δείτε και εσείς», απάντησε εκείνη.

Ο πατέρας της κούνησε προβληματισμένος το κεφάλι του. Οι ματιές που αντάλλασσαν με τη γυναίκα του ήταν έντονες.

«Ναι… δεν μπορώ να σου ρίξω άδικο… καταλαβαίνω την όποια ταραχή σου αλλά και πάλι μου είναι τόσο παράλογη όλη αυτή η σύνδεση…» της είπε.

«Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί ανησυχώ! Γιατί τον τελευταίο καιρό έχω ερωτήματα που με καίνε. Είναι τυχαία όλα αυτά; Ρίξτε μια ματιά στο τι συμβαίνει γύρω μας. Αν είναι κάτι που ξέρετε πατέρα νομίζω είναι σειρά σας να μου μιλήσετε. Πρέπει να ξέρω. Σε λίγο καιρό παντρεύομαι, θα κάνω οικογένεια. Δεν μπορώ να κουβαλώ μαζί μου ερωτήματα. Έπειτα… ήταν κι αυτό που έγινε όταν βγήκαμε έξω με τον Μέλιαν στην πόλη. Αυτό το...ανεξήγητο! Το είδατε, το ζήσατε!  Αυτή η καταιγίδα, ο στρόβιλος που χτύπησε τον βασιλιά με τη γυναίκα του. Όλα αυτά με ανησυχούν. Μαζί με εκείνα που ψάχνει ο δάσκαλος για εκείνο το πλάσμα που σκοτώνει…»

 

Ήταν πια ολοφάνερο για εκείνη ότι οι γονείς της είχαν ταραχτεί. Σε κάθε τους έκφραση έβλεπες την ανησυχία και τον προβληματισμό τους. Και ήταν αλήθεια. Οι παρατηρήσεις της κόρης τους δεν ήταν αβάσιμες και δεν μπορούσαν να αγνοηθούν.

«Κόρη μου να σε ρωτήσω…» της είπε η μητέρα της.

«Ναι…»

«Έχεις μιλήσει με κανέναν άλλον για αυτό το θέμα;» την ρώτησε.

«Με ποιον άλλον θα μπορούσα να μιλήσω μητέρα;» έκανε εκείνη απορημένη.

«Με τον Μέλιαν το έχετε συζητήσει; Θέλω να πω το ξέρει;»

«Όχι! Δεν του έχω πει το παραμικρό. Δεν ξέρω γιατί το κράτησα κρυφό αλλά νομίζω ότι είναι στιγμή να το μοιραστώ μαζί του».

«Να το κάνεις παιδί μου», της είπε ο πατέρας της, «μόνο που φρόντισε να μείνει μεταξύ σας, δεν νομίζω ότι πρέπει να σπάσει όλο αυτό έξω από σας».

«Σε φοβίζει κάτι πατέρα συγκεκριμένο;»

Εκείνος έδειξε ανήσυχος.

«Γίνονται πολλά τελευταία θυγατέρα μου και ο ...βασιλιάς είναι μέσα σε όλο αυτό. Μετά… μήπως πρέπει να ακούσουμε και τη γνώμη του δάσκαλου; Αυτός έχει στα χέρια του, όπως μας είπες, όλη αυτή τη γνώση».

«Και αυτό θα γίνει πατέρα μου, μένει όμως πρώτα να μιλήσω με τον Μέλιαν».

 

Η κουβέντα τους τελείωσε όμορφα και ήρεμα όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει. Όμως για τους γονείς της Ελεάνορ είχαν αλλάξει πάρα πολλά. Η κόρη τους έφυγε. Θα αναζητούσε τον Μέλιαν κάποια στιγμή αργότερα. Έμειναν μόνοι οι δυο τους. Η Έλντα καθόταν σκεπτική στην ξύλινη καρέκλα της ενώ ο Έντγκαρ σηκώθηκε και άρχισε να πηγαινοέρχεται λες και δεν τον βαστούσε ο τόπος.

«Γυναίκα! Καταλαβαίνεις ότι δεν μπορούμε να μένουμε πια απαθείς σε όλο αυτό».

«Τι έχεις κατά νου Έντγκαρ;»

«Πρέπει αμέσως να μιλήσουμε με τον Άλαντ. Να δούμε τι έχει να μας πει αλλά…» ήρθε κοντά της. Έσκυψε δίπλα και την πήρε στην αγκαλιά του εντελώς προστατευτικά.

«Νομίζω Έλντα ότι δεν μπορούμε πλέον να μένουμε απαθείς. Είναι και δική μας σειρά να μιλήσουμε δεν νομίζεις; Η κόρη μας είναι η πιο όμορφη παρουσία στη ζωή μας. Και έχουμε χρέος να σταθούμε κοντά της. Όσο επώδυνο και αν είναι αυτό αγαπημένη μου».

 

Έμειναν αγκαλιασμένοι στο κέντρο του δωματίου. Τα χέρια τους ήταν πλεγμένα σφιχτά. Τα πρόσωπά τους ακουμπούσαν και ο καθένας τους προσπαθούσε να εμψυχώσει τον άλλο.

 



Η είδηση του θανάτου του αρχηγού του στρατού του βασιλείου σέρνονταν σαν σκιά σε κύκλους στην πόλη. Τα νέα κυκλοφορούσαν σαν την μούχλα μέσα στα στενά και σε κλειστούς κύκλους συζήτησης. Η γενική αναταραχή στο στράτευμα και ειδικότερα στην προσωπική φρουρά του βασιλιά δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη στην πόλη. Από την επόμενη μέρα κιόλας των γεγονότων, ψίθυροι είχαν γεμίσει κάθε στέκι στην αγορά. Στόμα με στόμα μίλαγαν για το θάνατο του Ντέμιαν. Κανείς όμως δεν ήξερε λεπτομέρειες. Όλοι ήξεραν κάτι ασαφές και απροσδιόριστο που ο καθένας του έδινε τη δική του ερμηνεία. Οι φήμες για το φονικό πλάσμα που χτυπούσε πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις. Μια ολάκερη πόλη ζούσε στην αναστάτωση και στην ασάφεια.

Στο κλειστό βασιλικό περιβάλλον, το πρόσωπο που ανησυχούσε βαθιά ήταν η Άλμπα. Από τη μία έβλεπε τον σύζυγό της σε κατάσταση παράκρουσης. Από την άλλη ο γιος της απουσίαζε. Όλα αυτά μαζί με τις ρέουσες ειδήσεις την έκαναν να νιώθει σαν θηρίο μέσα σε ένα κλειστό κλουβί.

 

Ο Μέλιαν, μετά τα γεγονότα της απόπειρας του Ντέμιαν στο δάσκαλό του, φρόντισε να εξασφαλίσει ο ίδιος την ασφάλεια του Άλαντ. Παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του δεν άκουγε τίποτα. Είχε πλέον αποφασίσει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Σαν πρίγκηπας στο βασίλειο είχε και εκείνος τις δικές του επιρροές στο στράτευμα και φρόντιζε να τις κινητοποιήσει το ταχύτερο. Όλα ήταν ρευστά και δεν μπορούσε να ξέρει την αντίδραση του βασιλιά και πατέρα του. Ο Άλαντ στον πύργο του, δέχτηκε προς το μεσημέρι το μήνυμα των γονιών της Ελεάνορ και παραξενεύτηκε. Το έφερε ένας δικός τους έμπιστος άνθρωπος στα ίδια του τα χέρια. Ένα μήνυμα κατηγορηματικό και σαφές. Του ζητούσαν επειγόντως να συναντηθούν μαζί του για κάτι σοβαρό χωρίς φυσικά να το κατονομάζουν. Ο Άλαντ έστειλε απάντηση στους γονείς της να συναντηθούν λίγο αργότερα στο κτήμα του μακριά από το κέντρο της πόλης. Τα μάτια του βασιλιά πλέον ήταν παντού και μετά τα γεγονότα έπρεπε να βρει τρόπους να περιφρουρεί τη μυστικότητα και την ασφάλεια τέτοιων συναντήσεων.

«Τι συμβαίνει δάσκαλε;» τον ρώτησε ο Μέλιαν κάποια στιγμή σαν τον είδε με πρόσωπο απορημένο και ανήσυχο.

«Ζήτησαν να με δουν επειγόντως οι γονείς της μνηστής σου παιδί μου».

Ο Μέλιαν παραξενεύτηκε.

«Συμβαίνει κάτι στην Ελεάνορ;» ρώτησε αμέσως.

«Δεν ξέρω, δεν αναφέρει τίποτα το μήνυμα».

Ο Μέλιαν ένιωθε σαν θηρίο στο κλουβί.

«Πρέπει να την βρω οπωσδήποτε δάσκαλε, να μάθω. Κάτι τρέχει», του είπε.

«Όχι κινήσεις πανικού. Είναι το χειρότερο που μπορούμε να κάνουμε», απάντησε εκείνος.

«Να έρθω μαζί σας;» ρώτησε ο Μέλιαν.

«Όχι, όχι! Εμένα ζήτησαν. Καλύτερα μην είσαι μπροστά. Άκουσέ με. Τους μήνυσα ήδη ότι θα τους συναντήσω στο κτήμα, είναι το ασφαλέστερο σημείο. Εσύ φρόντισε αν θες να βρεις την Ελεάνορ. Πρέπει αυτές τις στιγμές να είμαστε κοντά ο ένας στον άλλον. Και… σε παρακαλώ, η μητέρα σου λογικά δεν γνωρίζει τίποτα. Θέλω να βρεις τρόπο να την ενημερώσεις. Μου το υπόσχεσαι;»

«Εντάξει δάσκαλε, σου δίνω το λόγο μου. Θα περάσω από εκεί».

Έφυγε και αυτός αναστατωμένος όπως όλοι τις τελευταίες ώρες. Καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο Άλαντ έμεινε μόνος και ετοιμάστηκε να φύγει για το κτήμα. Στο μυαλό του τριγυρνούσαν πολλά. Μα πάνω απ’ όλα ο πιθανός λόγος που οι γονείς της Ελεάνορ, ζήτησαν να τον δουν με τέτοιο επείγον μήνυμα.

 

«Η ορχήστρα ξεκινά καθώς αργά γυρίζει ο τροχός της λήθης στην αυλή του πορφυρού βασιλιά…», ήρθαν πάλι στο νου του οι λέξεις στην τελευταία στροφή της περγαμηνής. Τα γεγονότα έτρεχαν λοιπόν και κανείς πλέον δεν μπορούσε να τα σταματήσει.

33.  Έντγκαρ και Έλντα. Μπροστά στην αλήθεια

 Στην ώρα της συνάντησή τους ήταν ακριβέστατοι. Παρόντες και οι δύο. Ο Έντγκαρ με την Έλντα. Έφτασαν στο κτήμα με την οικογενειακή τους άμαξα. Υπήρχε διακριτική στρατιωτική επιτήρηση και είχε φροντίσει για αυτό ο Μέλιαν με έμπιστους δικούς του. Ο Άλαντ τους υποδέχτηκε έξω στο αίθριο. Η πρώτη ματιά του επάνω τους διέγνωσε αμέσως την έντονη ανησυχία και προβληματισμό τους. Τους καλωσόρισε, αντάλλαξαν σύντομους χαιρετισμούς και πέρασαν στο εσωτερικό. Ένα αρκετά ευρύχωρο δώμα, μέρος του πέτρινου οικήματος του κτήματος του Άλαντ, τους ήταν αρκετό για να φιλοξενήσει τη συνάντησή τους.

«Το μήνυμά σας Έντγκαρ με ανησύχησε οφείλω να ομολογήσω», ξεκίνησε σχετικά άμεσα ο Άλαντ. Τους έδειξε μέρος να καθίσουν.

«Ναι δάσκαλε, ζητήσαμε αυτή τη συνάντηση σε συνθήκες εμπιστοσύνης. Είναι πράγματα που μας βασανίζουν και θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σου», του είπε εκείνος.

«Ομολογώ, πρώτη φορά σας βλέπω έτσι!» ακούστηκε ο Άλαντ.

Ήταν σειρά της Έλντα να μιλήσει:

«Δεν έχουμε πολύ καιρό δάσκαλε και πρέπει να σου πούμε πράγματα. Είναι που μας βασανίζει».

Ο Άλαντ σκέφτηκε για μια στιγμή ότι ξαφνικά όλα γύρω τους έδειχναν να αλλάζουν ριζικά.

«Σας ακούω και σας ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη, μιλήστε ελεύθερα», τους παρακίνησε.

«Πρόκειται για την κόρη μας!» ξεκίνησε ο Έντγκαρ.

«Τι συμβαίνει με την Ελεάνορ;» ρώτησε.

«Δάσκαλε χθες ήρθε μόνη της και ξεκίνησε μια συζήτηση μαζί μας. Μας είπε για μια κουβέντα που κάνατε με τον Μέλιαν για κάποια χαρτιά και περγαμηνές που βρήκες».

«Πολλά είναι αυτά που έχουμε δει μαζί, αυτούς τους τωρινούς καιρούς Έντγκαρ, σε τι αναφέρεσαι συγκεκριμένα».

«Μιλήσατε για ένα σημάδι! Ένα σχέδιο που βρήκες σε κάποια παλιά βιβλία;»

«Μιλάς για το σημάδι του Άζερον, ναι! Είναι και αυτό ένα από τα κομμάτια μιας αλήθειας που έρχεται να αποκαλυφθεί μπροστά μας. Αλλά τι ακριβώς σας είπε;» απάντησε ο Άλαντ.

Οι γονείς της Ελεάνορ τον ενημέρωσαν για το τι ακριβώς τους μετέφερε η κόρη τους. Εκείνος συναίνεσε.

«Ακριβώς! Σας είπε απόλυτα την αλήθεια». Οι γονείς της κοιτάχτηκαν. Έμοιαζαν να προσπαθούν να βρουν ποιος θα συνέχιζε. Το έκανε ο Έντγκαρ.

«Συμβαίνει κάτι σοβαρό δάσκαλε… κάτι που τώρα καταλαβαίνουμε ότι ίσως έχει κάποια σημασία. Και θέλουμε τη γνώμη σου. Γι’ αυτό είμαστε εδώ».

Άρχισε να φοβάται από το τι μπορούσε να ακούσει. Τους παρακίνησε να συνεχίσουν.

«Η Ελεάνορ, Άλαντ…» είπε ο Έντγκαρ τρέμοντας.

«Η Ελεάνορ τι;» ρώτησε ο δάσκαλος.

«Έχει στο σώμα της αυτό το σημάδι!»

Ο Άλαντ έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, σηκώθηκε έντρομος με το πρόσωπό του να γίνεται ωχρό.

«Τι είπατε;» κατάφερε να συλλαβίσει.

«Ναι δάσκαλε, εμείς το ξέραμε βέβαια, ποτέ δεν είχε γίνει κουβέντα γιατί… πως να στο πούμε… δεν χρειάστηκε ποτέ… τώρα ανακαλύπτουμε τη σημασία του».

Ο Άλαντ έκανε σαν τρελός.

«Τι είναι αυτά που μου λες Έντγκαρ;»

«Την αλήθεια… η κόρη μας, μας είπε ότι είδε το ίδιο σημάδι στα γραπτά σου και έμαθε για την ιστορία του… καταλαβαίνεις;»

Ο δάσκαλος τον άρπαξε από το μανδύα. Κοίταξε και τους δύο σαν να έβλεπε ένα όνειρο. Ένα άσχημο κακό όνειρο.

«Είναι σίγουρη ότι αυτό που είναι στο σώμα της είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό το στο βιβλίο;» ρώτησε παρακαλώντας να ακούσει αρνητική απάντηση, όμως όχι.

«Ναι δάσκαλε. Το παιδί μας είναι σίγουρο ότι είναι το ίδιο».

«Μα… πως είναι δυνατόν; Εσείς; Θέλω να πω… κάποιος από σας, το ‘χει στο σώμα του;»

«Όχι δάσκαλε, κανείς μας! Είναι άραγε υποχρεωτικό να συμβαίνει αυτό;» ρώτησε η Έλντα.

«Όχι, δεν είναι υποχρεωτικό, απλά προσπαθώ να συγκεντρώσω στοιχεία».

Οι δύο τους κοιτάχτηκαν στα μάτια σαν να προσπαθούσαν να συμφωνήσουν αν θα προχωρούσαν στη συνέχεια. Ο Έντγκαρ συνέχισε:

«Δάσκαλε πρέπει να μάθεις κάτι… κάτι μεγάλο… κάτι…» κόπηκε άξαφνα η λαλιά του.

«Μίλα Έντγκαρ, δεν είναι ώρα για δισταγμούς… πρέπει να μάθω το οτιδήποτε! Κάθε τι έχει τη δική του αξία για να καταλήξουμε κάπου».

Ο Έντγκαρ άνοιξε το στόμα του.

«Αυτό που θα σου πούμε… το γνωρίζουμε μόνο εγώ με τη γυναίκα μου». κόμπιασε.

Ο Άλαντ κατάλαβε και σεβάστηκε το δισταγμό τους.

«Πρέπει να με εμπιστευτείτε και οι δυο σας!» του είπε με έμφαση.

Στη συνέχεια μία προς μία, οι λέξεις έφευγαν από τα χείλη του Έντγκαρ σαν βέλη γεμάτα φωτιά.

«Η Ελεάνορ… δεν είναι πραγματικό μας παιδί… «

 

Ο γέρο δάσκαλος σηκώθηκε. Προσπάθησε να κρατηθεί όρθιος. Είχε κοκκινίσει..

«Τι είναι αυτά που μου λέτε σήμερα… δεν… δεν είναι δυνατόν».

«H αλήθεια είναι… η Ελεάνορ ήρθε στα χέρια μας μωρό».

«Πως; Με ποιον τρόπο;»

«Τη γνωρίσαμε στα χέρια ενός γέροντα».

Ο Άλαντ νόμιζε ότι άνοιγαν οι πύλες της κόλασης. Δεν μίλησε. Άκουγε.

«Η μητέρα του είχε πεθάνει; Είχε φύγει; Έτσι μας είπε. Δεν ήξερε καλά. Τέλος πάντων… Ο άνθρωπος δεν ήταν καλά… εμείς… εμείς Άλαντ πέρναγαν χρόνια και δεν μπορούσαμε να έχουμε την ευτυχία ενός παιδιού. Κάναμε τα πάντα. Γιατρικά, βοτάνια, ως και ξόρκια. Φαίνεται η ζωή δεν ήθελε να μας κάνει γονείς. Ως την ώρα που γνωρίσαμε αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο…»

«Που; Σε ποιο μέρος;» τους ρώτησε σαν πεθαμένος.

«Εδώ, στην αγορά. Ερχόταν πάντα με ένα μωρό μαζί του. Με ένα κοριτσάκι. Δεν το αποχωρίζονταν ποτέ. Πιάσαμε κουβέντες μαζί του, γίναμε φίλοι. Έμενε στο δάσος…»

Ο Άλαντ σε κάθε πληροφορία έδειχνε να γκρεμίζεται ακόμα περισσότερο.

«Τότε μας μίλησε για τον πόνο και τη λατρεία του για αυτό το μωρό. Άνοιξε την καρδιά του. Ένιωσε κοντά μας ασφαλής όπως νιώσαμε και εμείς την καλοσύνη και τον πόνο του. Είχε αγωνία για την τύχη του. Εκείνος, γερνούσε… εμείς ήμασταν νέοι… και θέλαμε τόσο ένα παιδί. Καταλαβαίνεις δάσκαλε; Ένα παιδί! Ήρθε κοντά μας από το πουθενά, σταλμένο λες από την ίδια τη μοίρα να αλλάξει τη ζωή μας».

«Τη μοίρα ναι…» ψέλλισε ο Άλαντ κουνώντας το κεφάλι του.

«Δεν έχει νόημα να μακρηγορούμε δάσκαλε. Το κοριτσάκι αυτό το πήραμε με την καρδιά μας. Έγινε κόρη μας. Μπήκε ευλογημένα στη ζωή μας. Το υιοθετήσαμε. Και τον είδαμε τόσο γαλήνιο, τόσο ήσυχο».

 

Κάθε λέξη τους έκανε το δάσκαλο να καταρρέει όλο και περισσότερο. Τα πρώτα δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια του. Μια απίστευτη όψη απόγνωσης αποτυπώθηκε στο πρόσωπό του. Μόλις τελείωσαν την αφήγησή τους, μια ερώτηση μονάχα θα μπορούσε να βγει από το στόμα του. Μονάχα μία! Και έτρεμε στην κυριολεξία την απάντηση σε αυτήν. Δεν ήθελε να πέσει μέσα στους φόβους του. Όχι! Ήταν το τελευταίο που ήθελε, στη ζωή του, να ακούσει. Επιστράτευσε κάθε τελευταίο ίχνος αυτοκυριαρχίας. Οι λέξεις βγήκαν αργά βασανιστικά από τα χείλη του:

«Το όνομα του άντρα από τον οποίο πήρατε την Ελεάνορ μωρό; Τον έλεγαν… (έκλεισε τα μάτια του με τρόμο)…Έλνταρ;»

Ο Έντγκαρ με την Έλντα κοιτάχτηκαν με απορία μεταξύ τους.

«Ναι! Το όνομά του ήταν Έλνταρ… που το ξέρεις δάσκαλε;»

Ο Άλαντ άρχισε να τρέμει. Τον έβλεπαν με ανησυχία απέναντί τους. Τον άκουσαν να ρωτάει ξανά.

«Τον γνωρίσατε στο βάθος του δάσους; Μπορείτε να μου δείξετε το σημείο που ήταν το σπίτι του;»

«Ναι δάσκαλε! Εκεί τον γνωρίσαμε, ξέρουμε που ήταν το σπίτι του. Έρχονταν στο Φόριεν για αγορές… πες μας! Που τα ξέρεις όλα αυτά;»

Αντί για την λεκτική του απάντηση πήραν μια άναρθρη κραυγή που έσκισε στα δύο τη γαλήνη του μεσημεριού. Αντί για τα λόγια του εισέπραξαν απέναντί τους τον οδυρμό του Άλαντ που, σε απόλυτη απελπισία, είχε τυλίξει το κεφάλι του με τα δύο του χέρια και μ’ αυτά τράβαγε τα μαλλιά του αδιαφορώντας για κάθε έντονη σουβλιά πόνου. Η απελπισία και η απόγνωση που του έδωσε η αλήθεια που μόλις διαπίστωσε τον γέμισε με έναν άλλο πόνο που, όμοιός του, δεν υπάρχει. Ο Έντγκαρ με την Έλντα, τον κοιτούσαν σιωπηροί συνειδητοποιώντας ότι κάτι τρομακτικό ερχόταν στο φως αλλά αδυνατούσαν να το προσδιορίσουν. Ο Άλαντ ούρλιαζε γκρεμίζοντας γύρω του ότι ακουμπούσε.

 

Ένας ξαφνικός άνεμος ξεκίνησε να ζώνει την περιοχή. Στην αρχή σαν μικρή ριπή αγέρα. Ύστερα δυνάμωσε. Έγινε στρόβιλος. Ένας ανεμοστρόβιλος που ξεχύνονταν μέσα από το δάσος και πλησίαζε προς το μέρος του κτήματος σαρώνοντας ότι εύρισκε στο διάβα του όπως τότε, στο πρώτο περιστατικό με το βασιλιά Ζάρεκ και την άμαξά του. Ο Άλαντ είχε βγει έξω στην αυλή ουρλιάζοντας σαν άγριο θηρίο με τα χέρια του στο κεφάλι του.

«Άλαντ! Μίλησέ μας τι συμβαίνει; Τι μας κρύβεις;» του φώναζε ξοπίσω του ο Έντγκαρ. Ο μανδύας του δάσκαλου ανέμιζε σαν παντιέρα στην οργή του ανέμου. Τα μαλλιά του αφέθηκαν να ταξιδεύουν στη δύναμη της δίνης. Το μουσκεμένο του πρόσωπο γέμισε χώματα και σκόνη. Οι γονείς της Ελεάνορ έμειναν να κρατιούνται μέσα στο σπίτι. Μόνο έβλεπαν τον δάσκαλο να γίνεται σαν σβούρα μέσα στην αντάρα του αγέρα αλλά κύρια σε αυτό το τρομερό που κατέβαλε τη σκέψη του. Τον είδαν να επιστρέφει προς τα μέσα. Έμοιαζε να είναι χαμένος σε δικές του σκέψεις λες και είχε ξεκοπεί εντελώς από τα πάντα γύρω του. Μπήκε πάλι στο δώμα. Ο ανεμοστρόβιλος έξω είχε μεν φύγει αλλά εκεί στον ουρανό προς το βουνό μια έντονη και πυκνή μαύρη αντάρα είχε θρονιαστεί απειλητικά σαν να ήθελε να φτάσει κοντά τους. Άρχισε να μονολογεί λες και κάτι τον είχε καταπιεί.

Η φωνή του ακούγονταν αργή, τρεμουλιαστή.

«Τα γενόμενα λοιπόν ήρθαν στην αυλή του πορφυρού βασιλιά… να χτυπήσουν την πόρτα μας… σε ένα τραγικό πέρασμα του χρόνου… Οι σκουριασμένες αλυσίδες στις φυλακές διαλύονται απ’ το φως του ήλιου… περπατώ σε έναν δρόμο που οι ορίζοντες αλλάζουν…»

 

Ο Έντγκαρ με την Έλντα τον κοιτούσαν σαν χαμένοι, δεν ήξεραν πως να ερμηνεύσουν την κατάστασή του. Εκείνος συνέχιζε το παραλήρημά του. Ήταν φανερό πια ότι στα χείλη του έπαιζαν στροφές από τις περγαμηνές. «Ο γελωτοποιός δεν παίζει πια… παρά μονάχα τραβά προσεκτικά τις χορδές… και να ‘τος που χαμογελά καθώς χορεύουν οι μαριονέτες…» ψέλλισε.

«Δάσκαλε μίλησέ μας, τι συμβαίνει;» ακούστηκε με αγωνία η Έλντα.

«Γίναμε θλιβερές μαριονέτες για να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του δράματος Έλντα! Αυτό γίναμε. Σε κάτι που δεν περιμέναμε ποτέ!»

«Άλαντ, πρέπει να μας πεις την αλήθεια!» συμπλήρωσε ο Έντγκαρ. Ο δάσκαλος γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και υγρά.

«Είστε σίγουροι ότι θέλετε να ακούσετε; Είστε βέβαιοι ότι αυτήν την αλήθεια θέλετε πραγματικά να τη μάθετε; Πείτε μου!» φώναξε σπαρακτικά. Οι άλλοι κοιτάχτηκαν. Μέσα τους η καρδιά τους σφίχτηκε. Ασυναίσθητα τα χέρια τους έγιναν ένα.

«Κι όμως πρέπει να την ακούσετε! Γιατί είμαστε ένα σκαλοπάτι πριν την ολική καταστροφή, πριν τον όλεθρο, πριν το ανίερο…»

Έκλεισε τα μάτια του. Το χέρι του τρίφτηκε με μανία πάνω στο μέτωπό του.

«Γιατί εγώ; Γιατί;» φώναξε μία ακόμα φορά.

«Δάσκαλε! Μας τρομάζεις…» είπε η Έλντα.

Γύρισε ξαφνικά προς το μέρος τους. Άξαφνα λες και μια παράξενη λάμψη κυρίεψε τα μάτια του. Κάτι σαν φλόγα άναβε μέσα του.

«Όχι! Πρέπει να προλάβουμε το ύστερο κακό! Τώρα! Και δεν ξέρω πόσο αργά είναι για να το κάνουμε! Ακούστε με! Πρέπει να δείξετε μεγάλη δύναμη. Πρέπει να ξεπεράσετε κάθε όριο στον εαυτό σας. Αν αγαπάτε την Ελεάνορ και ξέρω ότι το κάνετε όπως το νιώθω και εγώ πρέπει να προλάβουμε…»

«Μίλα Άλαντ!» ήχησε σαν σάλπιγγα η φωνή του Έντγκαρ.

Τα λόγια του Άλαντ ήρθαν σαν την ορμή της θύελλας να συντρίψουν τα πάντα:

«Η Ελεάνορ, η κόρη σας… είναι… κόρη της Αρμάντια… της γυναίκας εκείνης που εγώ πιστεύω είναι η μορφή που σκορπά τον τρόμο στο στρατό του βασιλιά…»

Οι δύο άλλοι απέναντί του χλόμιασαν, ο δάσκαλος δεν τους έδωσε χρόνο μήτε για ανάσα, συνεχίζοντας:

«Πατέρας της είναι… (έκλεισε τα μάτια του με τρόμο)… ο άνθρωπος που… είναι εδώ στο Φόριεν… και είναι ο βασιλιάς! Ο Ζάρεκ!»

 

Μια κραυγή τρόμου ξέφυγε από τα χείλη και των δύο τους. Έγιναν χλωμοί σαν νεκροί.

«Δάσκαλε τι ξεστομίζεις;» κατάφερε να πει ο Έντγκαρ.

«Έχω στα χέρια μου το ημερολόγιο του Έλνταρ! Γραμμένο με τα χέρια του… στο σπίτι του… και όχι μόνο αυτό. Έχω και την διαβεβαίωση της ίδιας της μητέρας της Ελεάνορ! Της Αρμάντια! Της μαύρης βασίλισσας!»

«Ποιος δαίμονας φωλιάζει στα λόγια σου Άλαντ;» φώναξε εκτός λογικής ο Έντγκαρ, «Ποια δολερά και νοσηρά λόγια βγαίνουν απ’ τα χείλη σου;» φώναξε ακόμα πιο δυνατά αρπάζοντας τον Άλαντ από το μανδύα του.

«Σε ποια άρρωστη γέννα βάζεις την κόρη μας; Τι λες;»

«Την αλήθεια Έντγκαρ! Αυτήν την αλήθεια που κρυβόταν τώρα εδώ και εικοσιπέντε ολάκερα χρόνια μέσα στο δάσος της λήθης. Ξεχασμένη και τραγική από την κακία εκείνου που τη δημιούργησε. Αυτού που κουβαλά το στέμμα του θρόνου. Αυτού που ο γιος του, ο Μέλιαν… (εδώ πραγματικά λύγισε)… και η κόρη σας η Ελεάνορ, το ...μνηστευμένο μας ζευγάρι… τα λουλούδια μας… είναι… (προσπαθούσε να μην το πει λες και τον κυνηγούσε η λέξη)…»

«Πάψεεεεε!» ούρλιαξε η Έλντα, βυθίζοντας τα νύχια της στα μάγουλά της.

«Είναι αδέλφια! Ο Μέλιαν με την Ελεάνορ είναι αδέλφια! Ετεροθαλή αδέλφια με τον ίδιο πατέρα!»

 

Η Έλντα έπαθε σοκ. Ούρλιαζε και χτυπιόταν πάνω στον άντρα της προσπαθώντας να ξεσκίσει το πρόσωπο και τα ρούχα της. Εκείνος  προσπαθούσε να την κρατήσει κλαίγοντας. Ο Άλαντ συνέχιζε να τσακίζει με την αλήθεια του.

«Στις φλέβες τους τρέχει το ίδιο γονικό αίμα! Καταλαβαίνετε; Έχετε επίγνωση;» φώναξε ακόμα πιο πολύ, “Πρέπει να προλάβουμε, αν δεν είναι ήδη αργά».

«Τι θες να γίνει; Τι εννοείς;» είπε ο Έντγκαρ αλλά ο Άλαντ ήταν σίγουρος ότι κανείς από τους δυο τους δεν ήταν σε θέση να σκεφτεί εκείνες τις στιγμές. Σε εκείνον έπεφτε το τρομερό, ανείπωτο βάρος να τρέξει, να αγωνιστεί, να μιλήσει, να προλάβει.

«Πρέπει να τους το πούμε! Δεν μένει κρυφό κάτι τέτοιο! Δεν μπορεί να μείνει κρυφό…»

«Πως μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο δάσκαλε; Τι μας ζητάς;» είπε ο Έντγκαρ.

«Αν δεν το κάνετε τα παιδιά, η κόρη σας, ο Μέλιαν… καταλαβαίνετε; Οδεύουν στο χαμό. Θα μιλήσετε στην Ελεάνορ και εγώ στον Μέλιαν. Δεν έχουμε καιρό! Οι ώρες μας τελειώνουν».

«Πως μπορούμε να ξεστομίσουμε κάτι τέτοιο δάσκαλε; Ακόμα… ακόμα καλά-καλά δεν το συνειδητοποιούμε εμείς, τι μας ζητάς;» πρόσθεσε, μία ακόμα φορά, ο Έντγκαρ.

«Αν έχετε ίχνος αμφιβολίας σε όσα σας είπα, πρέπει να με ακολουθήσετε τώρα!» τους είπε σε ένα τελευταίο επιχείρημα πειθούς.

«Να πάμε που;»

«Θα γυρίσουμε στον πύργο μου. Θα σας δώσω να διαβάσετε με τα ίδια σας τα μάτια το προσωπικό ημερολόγιο του Έλνταρ. Του ανθρώπου από τον οποίο πήρατε την κόρη σας. Δεν έχω κάτι άλλο παραπάνω να σας πω. Εμπρός! Φεύγουμε!»

Τα βλέμματά τους βούλιαξαν στην απελπισία. Σηκώθηκαν. Το διακύβευμα των γεγονότων ήταν τέτοιο που ήθελαν να εξαντλήσουν ως το τέλος κάθε δική τους αμφιβολία. Ο Άλαντ βγήκε, έδωσε εντολή στον Φάρελ τον στενό του συνεργάτη να ετοιμάσουν την άμαξά τους. Δεν πέρασε πολύ ώρα που οι δύο μικρές άμαξες κινούσαν, η μία πίσω απ την άλλη. Με κάποιους καβαλάρηδες στρατιώτες συνοδούς. Μια πορεία επιστροφής προς το κέντρο του Φόριεν. Μια πορεία συνειδητοποίησης μιας αλήθειας που κανένας τους δεν ήθελε μήτε μπορούσε εύκολα να αποδεχτεί.

 

Να όμως που το ημερολόγιο του Έλνταρ ήταν μια παγωμένη πραγματικότητα στα χέρια των γονιών της Ελεάνορ. Όταν ο Άλαντ τους άφησε μόνους σε ένα από τα δώματα του μικρού του πύργου, πήραν στα χέρια τους το ημερολόγιο αυτού του άντρα. Λες και το παρελθόν έπαιρνε μορφές και εικόνες πάλι μπροστά τους. Πήγαν πίσω σε εκείνα τα παλιά χρόνια. Έφεραν στη μνήμη τους τον σεβάσμιο εκείνο άντρα. Το μικρό εκείνο λαμπερό μωρό που ήρθε να δώσει φως στη ζωή τους και να γίνει κομμάτι αναπόσπαστο της ζωής τους. Και να τώρα που αυτή η ψυχή, ώριμη γυναίκα τώρα πια, έρχονταν αντιμέτωπη με μια τραγική αλήθεια για τη ζωή της. Όλα τινάζονταν στον αέρα. Τα όνειρα, τα σχέδια, η ίδια της η αγάπη. Ρούφηξαν με απληστία τις γραμμές. Κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Δεν ήταν ψέματα λοιπόν! Ο Άλαντ τους έλεγε την αλήθεια. Η γραφή του Έλνταρ ήρθε να δώσει τέλος στις όποιες τους ελπίδες. Να φέρει στη ζωή τους μια τρομακτική πραγματικότητα.

«Τι θα κάνουμε Έντγκαρ;» ρώτησε τρεμάμενη με αγωνία η γυναίκα του.

«Πρέπει να σώσουμε ότι μπορούμε απ’ την κόρη μας γυναίκα! Πιστεύω οι Θεοί να σταθούν φιλικοί μαζί μας και να μην έχουν γίνει βήματα που δεν έχουν επιστροφή», της είπε με νόημα. Εκείνη στην κυριολεξία κρεμάστηκε πάνω του. Στα μάτια της έγινε η ύστατη ελπίδα της. Εκείνος συνέχισε: «Το παιδί μας πρέπει να μάθει την αλήθεια και εμείς πρέπει να σταθούμε δίπλα της Έλντα!»

 

Ο Άλαντ ήταν κλεισμένος στο δικό του δώμα. Προσπαθούσε να βάλει μια τάξη στο ταραγμένο του μυαλό. Όλα κρέμονταν από μια λεπτή κλωστή. Είχε στην έγνοια του εκείνους που αγαπούσε και εκτιμούσε. Το πνευματικό του παιδί, τον Μέλιαν, την Ελεάνορ, τη βασίλισσα Άλμπα, τους γονείς της Ελεάνορ. Για αυτούς τους ανθρώπους είχε καθήκον να σταθεί στα πόδια του, συμπαραστάτης και οδηγός για τη σωτηρία τους.

Η βαριά πόρτα άνοιξε πίσω του απότομα. Ο Έντγκαρ με την Έλντα βγήκαν. Τους είδε πλέον αποφασισμένους.

«Φεύγουμε Άλαντ! Πάμε να ειδοποιήσουμε το παιδί μας. Το φως αυτού του κόσμου ας μας λυπηθεί…»

«Καλή δύναμη!» ευχήθηκε ο δάσκαλος, «εγώ θα μιλήσω στον Μέλιαν. Αυτές τις στιγμές πρέπει να είμαστε μαζί».

Έφυγαν! Η δύσκολη ώρα της αλήθειας έφτασε. Ο Άλαντ έμεινε μόνος του. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του ψελλίζοντας:

«Φτάσαμε λοιπόν εκεί που δεν έχει επιστροφή… οι σάλπιγγες της αλήθειας θα ηχήσουν… ο γελωτοποιός θα πάψει το χορό του...όλα οδεύουν στη μεγάλη κρίση, στην ώρα χωρίς γυρισμό».

 


 Συνεχίζεται...

Σχόλια

  1. Πω πω τι κεφάλαιααααα! Πω πω συγκλονίστηκα και τα ρούφηξα με αγωνία φοβερή. Κοίτα να δεις ένα καθίκι φιλόδοξο και τέρας σωστό τι δημιούργησε. Πω πω το ζευγάρι σκέφτομαι το δόλιο τι πρόκειται να μάθει και αγωνιώ πώς θα το πάρουν. Και οι γονείς τους και των δύο και ο δυστυχισμένος δάσκαλος που ο κλήρος που του έλαχε ήταν να αποκαλύψει αυτός τα πάντα. Όλοι θα πρέπει τώρα να γίνουν ένα το ζευγάρι ο δάσκαλος οι γονείς της Ελεάνορ και η μητέρα του Μέλιαν. Να μείνει στην άκρη σαν τον παρία ο κόπανος που με την απληστία και φιλοδοξία του την έλλειψε ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας τα δημιούργησε όλα.
    Ό,τι και να πω γι' αυτόν λίγο είναι! Περιμένω πως και τι το παρακάτω!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαίρη μου, θεωρώ, ότι οι φόβοι σου βγήκαν αληθινοί! Και το προαίσθημά σου. Δυστυχώς ένας ζοφερός εφιάλτης σκεπάζει τις ζωές όλων και τις επηρεάζει άμεσα στην πόλη. Πολύ μεγάλη η οδύνη και το σοκ. Μένει να δούμε τώρα τον αγώνα όλων να ξεπεράσουν την πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Το αγαπημένο μας ζευγάρι, ο Μέλιαν με την Ελεάνορ βρίσκεται μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα. Οι εξελίξεις τρέχουν πια μπροστά μας.
      Σε ευχαριστώ καλή μου φίλη για κάθε σου συναίσθημα και συμμετοχή. Την καλησπέρα μου.

      Διαγραφή
  2. Πω πω πω Γιάννη μου αν και υποπτεύθηκα ότι η Ελεάνορ είναι η κόρη της Αρμάντιας και του Ζάρεκ, ο τρόπος που το περιγράφεις με συγκλόνισε. Αδέλφια...δυο ερωτευμένα αδέλφια μεταξύ τους. Τραγικό. Από αυτά που η μοίρα λες ότι είχε τις κακές της εκείνη την ημέρα. Μπορώ να πω ότι ο Ζάρεκ είναι κάθαρμα που είναι, μπορώ να πω ότι η Αρμάντια ως νεαρή δεν σκεφτόταν λογικά αλλά τα δυο παιδιά τι φταίνε;
    Και η θεση του Άλαντ είναι φοβερή. Δεν θέλω καν να σκεφθώ πώς μπορεί να αντιδράσουν τα δυο αυτά αγαπητά παιδιά μπροστά στην αλήθεια.
    Να και το όνειρο της Ελεάνορ. Κάτι θέλει να πει και το βλέπουμε σωστά;
    Θα το μάθει η Αρμάντια... θεέ μου μετά τόσα χρόνια θα δει την κόρη της...Πώς θα το πάρει άραγε η Ελεάνορ; Και το σημάδι; Ας μην το ξεχνάμε, ο Σάγκρος θα το ξέρει αραγε;
    Πολλά ερωτήματα Γιάννη μου
    Περιμένω τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι τραγικό αγαπημένη μου φίλη ότι, πάντα τις επιλογές των ενόχων τις πληρώνουν αθώοι. Μας το δίδαξε η ζωή και η αρχαία τραγωδία. Είναι στη κόψη του ξυραφιού. Δύο ετεροθαλή αδέλφια, ένα βήμα πριν το γάμο, πριν γίνουν ένα δηλαδή. Είναι μια αλλαγή, ένα σοκ στη ζωή τους που, δεν ξέρω πως θα αντιδράσουν και με τι επιπτώσεις. Και οι αντιδράσεις των άλλων γύρω τους; Όπως λες; Η Αρμάντια δεν θα μάθει για την κόρη της; Θα το μάθει άραγε; Ο Ζάρεκ; Η Άλμπα, οι γονείς της Ελεάνορ; Όλοι γίνονται ένα τραγικό κουβάρι.
      Και πολύ σωστά, κλείνεις τη σκέψη σου με τον Σάγκρος! Δεν έχει πει καν την τελευταία του λέξη!
      Σε ευχαριστώ αγαπημένη μου φίλη από καρδιάς που είσαι εδώ και το ζεις.

      Διαγραφή
  3. Από την μία ως αναγνώστρια χαίρομαι να επιβεβαιώνομαι, από την άλλη έχουμε δεθεί με τους ήρωες μας, και είναι θλιβερό που βρίσκονται σε αυτή τη θέση.
    Η Ελεάνορ λοιπόν παιδί της Αρμάντια, αρραβωνιασμένη με τον ετεροθαλή αδερφο της.
    Βαριά μοίρα. Αδίσταχτη, αφού ζωγράφισε στο κορμί της και το βάρβαρο σημάδι.
    Ένα ακόμα συγκλονιστικό κεφάλαιο Γιάννη μου, που αν είναι πρόδρομος όσων ακολουθήσουν θα πρέπει να περιμένουμε πολύ σασπένς.
    Να 'σαι καλά για το όμορφο διήγημα που μας χαρίζεις.
    Καλό απόγευμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όπως είπα και παραπάνω στα κορίτσια, Μαρίνα μου, ένιωθα την πρόβλεψή σου σωστή εδώ και καιρό. Το ένστικτό σου, το σκεπτικό σου οδηγούσε στην τραγική αλήθεια. Μια αλήθεια που δεν θα ήθελε κανείς να είναι αυτή. Ένα μεγάλο γκρίζο σύννεφο σηκώνεται πάνω από τους ήρωές μας και απειλεί να τους τραβήξει στη δίνη του. Καθένας θα αναμετρηθεί με τον ίδιο του τον εαυτό. Και η συλλογικότητα και το δέσιμο είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.
      Ναι θα έχουμε καταιγιστικές εξελίξεις στη συνέχεια καλή μου φίλη και, μία ακόμα φορά, σε ευχαριστώ που είσαι εδώ παρούσα.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα