Το δάσος της Λήθης 31 - Μουσικές Ιστορίες#3


 


31. Σπαθιά λάμπουν στη νύχτα

 

«Μέλιαν!» ακούστηκε η φωνή του Άλαντ καθώς προσπαθούσε να σηκωθεί. Ο Ντέμιαν εξακολουθούσε να στέκεται από πάνω του με το σπαθί στο χέρι γυρτό προς τα κάτω.

«Ντέμιαν! Τι συμβαίνει εδώ; Τι κάνετε στο δάσκαλο;»

Ο νεαρός πρίγκηπας όρμησε προς τον πεσμένο σοφό αλλά το ογκώδες σώμα του Ντέμιαν στάθηκε μπροστά του αποφασιστικός φραγμός.

«Πρίγκηπα Μέλιαν, στάσου! Είναι διαταγή του βασιλιά!» ακούστηκε βλοσυρή και υπηρεσιακή η φωνή του.

«Διαταγή για τι ακριβώς;»

«Έχω διαταγή να τον πάρω μαζί μου;»

«Δεν έχει να πάει πουθενά, παραλογίζεσαι αρχηγέ του στρατού; Στέκεις μπρος στον πρίγκηπα και διάδοχο του βασιλείου και τον εμποδίζεις βίαια; Αναλογίζεσαι τη θέση σου;»

Ο Άλαντ δεν πίστευε στα μάτια του. Μέχρι τώρα ήξερε το πνευματικό επίπεδο του μαθητή του. Τώρα όμως έβλεπε και το σωματικό του σθένος αλλά και την ψυχολογική του ρώμη. Ο Ντέμιαν ήταν όμως αμετακίνητος.

«Άφησέ με να περάσω, γιατί ξεπερνάς τα όριά σου πριν σε καταγγείλω στο βασιλιά σου…»

«Πρίγκηπα, δεν μου αρέσει να αμφισβητούν μήτε το ρόλο μήτε τα λόγια μου. Σου είπα έχω εντολή απ’ το βασιλιά, που τυχαίνει να είναι και πατέρας σου, να πάρω το σοφό Άλαντ μαζί μου. Λοιπόν μην με καθυστερείς παραπάνω γιατί δεν θα ήθελα να μεταφέρω στον βασιλιά Ζάρεκ ότι ήσουν η αιτία για να ακυρωθεί η διαταγή του».

Ο Μέλιαν επέμενε στη θέση του. Την ίδια στιγμή ο Άλαντ είχε σηκωθεί.

«Ο δάσκαλός μου δεν θα πάει πουθενά!» έκανε απόλυτη τη θέση του. Ο Ντέμιαν έριξε μια ματιά προς δύο από τους στρατιώτες που ήταν κοντύτερα του. Μια ματιά σαν εντολή. Αμέσως και οι δύο τους, έμπιστοι δικοί του, πλησίασαν προς το δάσκαλο να τον τραβήξουν προς τα έξω. Ο Μέλιαν γλίστρησε ανάμεσά τους. Έγινε εμπλοκή ανάμεσα στους τρεις τους. Πιάστηκαν στα χέρια. Ο νεαρός πρίγκηπας κατάφερε να σπρώξει και να ρίξει κάτω τον έναν από αυτούς ετοιμαζόμενος να αντιμετωπίσει το δεύτερο. Την ίδια όμως στιγμή ένιωσε ένα στιβαρό χέρι να τον αρπάζει πίσω από τον μανδύα. Πριν προλάβει να αντιδράσει καθώς γύρισε το πρόσωπό του, ένα ισχυρό χτύπημα, γροθιά στο πρόσωπό του τον έκανε να πεταχτεί αρκετά πιο πίσω μην μπορώντας να σταθεί. Ήταν ο ίδιος ο Ντέμιαν. Ζαλισμένος από το χτύπημα ο Μέλιαν, προσπάθησε να σταθεί όρθιος. Ο Ντέμιαν τον πίεζε προς τον τοίχο.

«Άκου να δεις νεαρέ γραμματιζούμενε. Αρκετά μπήκες μες στα πόδια μου. Εδώ δεν είσαι στο παλάτι σου, μήτε στα χέρια του δασκάλου ή της μανούλας σου να σε τυλίξουν στην αγκαλιά τους. Εδώ είσαι μόνος! Μην παίζεις λοιπόν με τα νεύρα μου και άσε με να κάνω τη δουλειά μου…»

«Τομάρι, κακούργε! Δεν μπορείς να κάνεις ότι θέλεις!» προσπάθησε να φωνάξει ο Μέλιαν αλλά ένα δυνατό χαστούκι τον έστειλε για δεύτερη φορά κάτω στο πάτωμα.

«Μέλιαν σταμάτα!» ακούστηκε η κραυγή του Άλαντ καθώς έβλεπε τον κίνδυνο να τυλίγει το μαθητή του χωρίς έλεος. Οι στρατιώτες είχαν αποσυρθεί στις άκρες του δωματίου καθώς ο ίδιος ο αρχηγός τους είχε πάρει τα ηνία στη δράση. Ο νεαρός σηκώθηκε και με μια κίνηση τράβηξε το σπαθί του απ’ το θηκάρι. Με μια του κίνηση το σπαθί διέγραψε μια τροχιά μπροστά του και η άκρη του έσκισε το μανδύα του Ντέμιαν αλλά και ελαφρά το δεξί του μπράτσο. Τα μάτια του αρχηγού του στρατού πήραν ένα σκοτεινό χρώμα γεμάτο μίσος και οργή. Με μια κίνηση τραβήχτηκε πίσω. Το χέρι του τράβηξε και το δικό του σπαθί. Βγήκε απ’ τη θήκη του και γυάλισε στις σκιές. Η φωνή του ακούστηκε λες και έβγαινε από τα βάθη της γης.

«Μου έδωσες τη θαυμάσια ευκαιρία που γυρεύω εδώ και καιρό καλοαναθρεμμένο μυξιάρικο να σε βγάλω απ τη μέση. Έπαιξες με την τύχη σου και μόλις έχασες…»

Έριξε το πρώτο χτύπημα στον Μέλιαν βρίσκοντας κόντρα το σπαθί του. Το χέρι του νεαρού λύγισε από τη δύναμη και τον πόνο. Ο Ντέμιαν εφορμούσε:

«Ο γιος του βασιλιά, έπαθε ένα απρόσμενο ατύχημα απόψε… έπεσε θύμα κάποιων ληστών στο δρόμο καθώς πήγαινε μόνος του, μέσα στη νύχτα στο σπίτι του δασκάλου του…»

Ο Μέλιαν προσπάθησε να αμυνθεί αλλά γεμάτος αγωνία, το μόνο που μπόρεσε ήταν να πισωπατήσει. Το δεύτερο χτύπημα του σπαθιού του Ντέμιαν ήταν πιο δυνατό. Το σπαθί έφυγε από το χέρι του και κύλησε στο πάτωμα.

«...Έτσι οι ληστές επιτέθηκαν και σκότωσαν τον νεαρό πρίγκηπα αφήνοντας το βασίλειο χωρίς διάδοχο…» ήταν τα επόμενα λόγια του Ντέμιαν καθώς με μια αστραπιαία κίνηση εγκλώβισε τον νεαρό στον τοίχο με το σπαθί του να σημαδεύει ίσα στην καρωτίδα του. Οι στρατιώτες είχαν ακινητοποιήσει τον Άλαντ που απεγνωσμένα προσπάθησε να μπει απελπισμένα στη σύγκρουση.

«Έτσι δεν είναι πρίγκηπα;» ακούστηκε η χθόνια φωνή του Ντέμιαν.

 

‘Δεν θα το κάνεις!»

Μέσα σε μια αναλαμπή από ξαφνικό φως, μια γυναικεία φιγούρα είχε σταθεί στο κατώφλι της μεγάλης πόρτας στο δώμα. Ήταν εκείνη! Βλοσυρή, επιβλητική, αγέρωχη. Το πρόσωπό της ήταν σφιγμένο από την οργή αλλά τα χαρακτηριστικά της παλιάς ομορφιάς της δεν μπορούσαν να κρυφτούν παρά το πέρασμα των χρόνων. Φορούσε στολή μάχης με μεταλλικούς θώρακες και επωμίδες και στο χέρι της έλαμπε το μεγάλο σπαθί της.

 

Ο Άλαντ με τον Μέλιαν άνοιξαν τα μάτια τους από ανείπωτη έκπληξη. Ο Ντέμιαν έδειξε να βουλιάζει στο απόλυτο αιφνιδιασμό. Τράβηξε το σπαθί αμέσως από το πρόσωπο του νεαρού, ο οποίος πρόλαβε και διέφυγε.

«Μην κάνει κανείς σας κάποια κίνηση!» ακούστηκε η φωνή της, «το θέμα πια αφορά εμένα και αυτόν!» είπε δείχνοντας τον Ντέμιαν.

«Ποια είσαι;» κραύγασε ο Ντέμιαν ετοιμάζοντας την άμυνά του.

«Ευχαρίστως να συστηθούμε λοιπόν αρχηγέ του στρατού και δεύτερο χέρι του βασιλιά Ζάρεκ. Είμαι η Αρμάντια! Η μαύρη βασίλισσα. Αυτή που στοιχειώνει τη ζωή των αντρών του στρατού σου. Η κόρη του Ιγκόρ και της Ρέυντα! Ψυχοκόρη της Μπρέντα! Ελπίζω στην καλή σου μνήμη, η οποία θα σε οδηγήσει εικοσιπέντε χρόνια πίσω σε εκείνη τη νύχτα…» έκανε κάποια βήματα μπροστά. Ο Ντέμιαν ένιωσε κάτι να τον πνίγει στο λαιμό. Οι στρατιώτες του κοιτούσαν έντρομοι. Η Αρμάντια τους έκανε νόημα:

«Φύγετε από εδώ! Τη νύχτα συνηθίζω να είμαι μεγαλόκαρδη…»

Εκείνοι έντρομοι εγκατέλειψαν τον αρχηγό τους και έφυγαν καθώς τους άφησε την έξοδο ελεύθερη.

«Και τώρα οι δύο μας Ντέμιαν! Οι κραυγές τους εκείνης της νύχτας έρχονται να ηχήσουν ξανά στη μνήμη σου. Σαν σήμαντρα. Τους ακούς;»

Ήταν κάτι σαν πριν τη μεγάλη αναμέτρηση. Όπως δύο θηρία στέκουν το ένα αντίκρυ στο άλλο κάνοντας κύκλους μετρώντας τον τρόπο και το χρόνο που θα δώσουν το δικό τους χτύπημα.

«Βλέπεις τις φλόγες; Τον καπνό που δηλητηριάζει τα πνευμόνια τους; Ακούς τις κραυγές τους και τον τρόμο τους την ώρα που η φωτιά αρχίζει να κατακαίει τις σάρκες τους;»

Τα μάτια τους πετούσαν φωτιές. Εκείνος ανέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία του.

«Θα χαρώ να κάνω τώρα εδώ εγώ ο ίδιος με τα χέρια μου, αυτό που έμεινε μισό εκείνη τη νύχτα στη λίμνη από κάποιους άχρηστους!” ακούστηκε η φωνή του σφυριχτή σαν τη γλώσσα του φιδιού, “θα έχω το προτέρημα να πάω το ξεχασμένο σου κεφάλι δώρο στον αγαπητικό σου. Μόνο που είσαι τυχερή! Ναι, πολύ τυχερή! Γιατί ακόμα δεν έχω ανακαλύψει την κόρη σου, να πάω το μπάσταρδο νεκρό στο βασιλιά πατέρα του».

 

Ο Άλαντ έκλεισε τα μάτια από φρίκη ενώ ο Μέλιαν τα άνοιξε διάπλατα νιώθοντας όλα να παίρνουν φωτιά ολόγυρά του.

«Τι είπες;» φώναξε στον Ντέμιαν. Εκείνος απάντησε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει μετρώντας κάθε κίνηση της Αρμάντια.

«Να και κάτι που δεν ήξερες νεαρέ! Απ’ ότι φαίνεται ο δάσκαλός σου ανακάλυψε ότι δεν είσαι μοναχογιός του Ζάρεκ αλλά υπάρχει και άλλο παιδί του...»

 Έκανε μια κίνηση να αντιδράσει. Ο γέρο δάσκαλος τον κράτησε σφιχτά από τους ώμους.

«Άστους! Είναι γραμμένο να γίνει γιε μου! Τίποτα πια δεν μπορεί να το σταματήσει!»

«Ναι πρίγκηπα Μέλιαν», ακούστηκε η φωνή της Αρμάντια. «Υπάρχει ένα ακόμα παιδί, καρπός του πάλαι ποτέ έρωτα του πατέρα σου με αυτήν που έχεις μπροστά σου. Ένα παιδί που ο πατέρας σου σχεδίασε να σκοτώσει με δόλο μαζί με τη μάνα του, σε συνεργασία με τον εκλεκτό βρώμικο συνεργάτη του», έδειξε τον Ντέμιαν.

 

Ήταν αυτός που έσυρε το πρώτο χτύπημα του σπαθιού του στην Αρμάντια. Ένα χτύπημα με τη λεπίδα να έρχεται κάθετα στο σώμα της. Με θαυμαστό τρόπο εκείνη έκοψε με το δικό της σπαθί το φονικό χτύπημα. Η σύγκρουση από τις δύο κοφτερές όψεις ήταν τόσο δυνατή που σπίθες φωτιάς σκόρπισαν ολόγυρά τους. Η μάχη που ξεκίνησε ανάμεσά τους ήταν τρομερή. Στροβιλίζονταν μέσα στο χώρο. Εκείνος εκμεταλλευόμενος τον μεγάλο του όγκο και την κτηνώδη του δύναμη. Εκείνη, αλήθεια, πως μπορούσε μια γυναίκα να μάχεται έτσι; Εκμεταλλευόμενη την ευελιξία και την τεχνική της. Παρέσυραν αντικείμενα στην μονομαχία τους. Τίποτα δεν έμενε όρθιο στο διάβα τους. Ο χώρος στο δώμα δεν στάθηκε ικανός να χωρέσει το άσβηστο μίσος αυτής της σύγκρουσης. Δεν υπήρχε αύριο για κανέναν. Ο θάνατος είτε του ενός είτε του άλλου θα ήταν το τέλος. Πολλές φορές ο Ντέμιαν είχε καταφέρει δυνατά χτυπήματα που είχαν ρίξει κάτω την Αρμάντια αλλά κάθε φορά εκείνη διέφευγε από το μοιραίο τελικό χτύπημα, παραμερίζοντας με τρομερή ικανότητα το σώμα της. Άλλαζε θέσεις συνεχώς σαν να έσβηνε ξαφνικά από το ένα σημείο και να εμφανίζονταν στο άλλο. Τα σπαθιά τους κοντράριζαν συνέχεια σε πολλές τομές. Είτε κάθετα πάνω από το κεφάλι τους είτε στα πλάγια είτε χιαστί μπροστά τους. Ένιωθε και εκείνος πολλές φορές την ορμή του σπαθιού της να γλύφει στην κυριολεξία είτε το πρόσωπό του είτε το σώμα του. Ο Ντέμιαν έδειχνε σημεία κούρασης στη μάχη τους. Είχε όμως καταφέρει κάποια χτυπήματα στην Αρμάντια. Ήταν φανερά καθώς αίμα έτρεχε από το αριστερό της μπράτσο αλλά και στο ένα της πόδι. Όμως, παρ’ όλα αυτά χόρευε! Έναν χορό παράξενο, αλλόκοτο, βγαλμένο από παράξενες και απόκοσμες δυνάμεις που θέριευαν μέσα της και οδηγούσαν το οπλισμένο χέρι της στη σύγκρουση. Σε μια κάποια στιγμή σε ένα χτύπημά του γλίστρησε και έπεσε με την πλάτη κάτω. Ο Ντέμιαν όρμησε πάνω της υψώνοντας το σπαθί του για να τις καταφέρει το μοιραίο θανάσιμο χτύπημα. Η Αρμάντια σε κλάσματα του χρόνου κατάφερε να στροβιλίσει το σώμα της στα δεξιά και αμέσως μετά να σηκωθεί. Η άμυνα του αντιπάλου της ήταν εντελώς εκτεθειμένη. Με ένα ευθύ τρομερό της χτύπημα βύθισε το σπαθί της στα πλευρά του. Εκείνος πήρε μια έκφραση έκπληξης στα μάτια του. Το αίμα του ήδη έβαφε τα ρούχα και το πάτωμα. Μια κόκκινη γραμμή πότισε το στόμα του και έγλυφε τα χείλη του. Σαν να μην πίστευε ότι μια γυναίκα, αυτή ειδικά η γυναίκα θα ήταν η νικήτρια αυτής της θανάσιμης μονομαχίας θανάτου. Παραπάτησε και έκανε κάποια βήματα προς τα πίσω πέφτοντας στα γόνατα. Η μάχη είχε ήδη κριθεί. Πήγε από πάνω του. Για μια στιγμή τα μάτια τους συναντήθηκαν σε ένα βλέμμα θανάτου.

«Το σκοτάδι της γης σε περιμένει Ντέμιαν μαζί με τα εγκλήματά σου!» του ψιθύρισε στο πρόσωπό του. Το σπαθί της, τού κατάφερε ένα δεύτερο φονικό χτύπημα ίσια στο στήθος μπροστά του δίνοντάς του την θανάσιμη βολή. Έπεσε άψυχος μπρος στα πόδια της με ορθάνοιχτα μάτια μέσα στον τρόμο.

 

Ο Μέλιαν με τον Άλαντ πήγαν κοντά της. Εκείνη προσπαθούσε να βρει ξανά την ανάσα της. Στήριξε το σώμα της στον τοίχο με το βλέμμα της να στέκει ίσια έξω προς το παράθυρο. Ένα βλέμμα απροσδιόριστο, πότε παγωμένο, ανέκφραστο και πότε τυλιγμένο στη θλίψη των αναμνήσεων. Ο Μέλιαν την προσέγγισε πρώτος. Στάθηκε απέναντί της. Ένιωθε λες και έβλεπε μια γυναίκα από έναν άλλο κόσμο. Από ένα μακρινό παρελθόν θαμμένο στο χρόνο.

«Εσύ λοιπόν…» ψέλλισε, «…ώστε είναι αλήθεια; Ο πατέρας μου και εσύ;»

Δεν απαντούσε στις ήρεμες ερωτήσεις του. Μόνο τον κοίταζε με ένα βλέμμα με το οποίο προσπαθούσε να σπάσει την απόσταση χρόνων.

«Εγώ… ναι… το αντικείμενο ηδονής του πατέρα σου…»

«Γιατί όλα αυτά; Γιατί μετά από τόσα χρόνια;» την ρώτησε πάλι ήρεμα.

«Θα μάθεις την αλήθεια απ’ τον δάσκαλό σου…» του απάντησε.

Ήταν σειρά του Άλαντ να την πλησιάσει. Κοιτάχτηκαν ήρεμα, με έναν αμοιβαίο σεβασμό.

«Μέχρι που σκοπεύεις να προχωρήσεις; Δεν οδηγεί πουθενά όλο αυτό», της είπε και το βλέμμα της σκλήρυνε.

«Το είδες και μόνος σου. Αν δεν ερχόμουν θα ήσουν νεκρός. Για αυτό ήρθε εδώ. Αυτή ήταν η διαταγή του. Για τον Ζάρεκ έπρεπε να πεθάνεις. Και όπως είδες, δεν θα δίσταζε να σκοτώσει και σένα! (είπε στον Μέλιαν) Και με ρωτάτε μέχρι που θα το φτάσω; Ένα μόνο τέρμα υπάρχει σε όλο αυτό. Αυτό που θέλω είναι να βρεις την κόρη μου!» είπε στο δάσκαλο. Ο Μέλιαν έδειξε να ταράζεται. Μία ακόμα αλήθεια ερχόταν να εισβάλλει στη ζωή του.  Η ετεροθαλής αδελφή του λοιπόν.

«Θα το κάνω… σου δίνω το λόγο μου».

Έφυγε όπως ήρθε. Τυλιγμένη μέσα σε ένα παράξενο σύννεφο από κιτρινωπό φως. Δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη. Ύστερα από λίγο άκουσαν ένα άλογο να καλπάζει. Πήγαν προς το παράθυρο. Είχε ήδη κινήσει προς το δάσος της λήθης.

 



Όταν ο αξιωματικός της φρουράς του παλατιού τον ειδοποίησε ότι τον ζητά κατεπειγόντως ένας αξιωματικός της έμπιστης ομάδας του Ντέμιαν, συνειδητοποίησε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Ήξερε ότι όλα ήταν στη κόψη του ξυραφιού. Η άμεση πίεση, σχεδόν η επίθεσή του στον Ντέμιαν να προλάβει τον Άλαντ πριν ανοίξει το στόμα του και γεμίσει το Φόριεν με τις καταστροφικές αλήθειες, πρέπει να απέδωσε καρπούς. Όμως… μια σκέψη πέρασε αμέσως από το μυαλό του και τον γέμισε με πανικό. Γιατί δεν έρχονταν μπροστά του ο ίδιος για να αναγγείλει τις ειδήσεις; Ίσως να είχε λόγους να κρυφτεί.

 

Όλα έγιναν αστραπιαία και δεν είχε χρόνο για περαιτέρω σκέψεις.  Έδωσε εντολή να φέρουν τον αξιωματικό μπροστά του, πράγμα που έγινε. Απέναντί του στάθηκε ένας λαχανιασμένος άντρας, από αυτούς που συνόδευαν τον Ντέμιαν στην αποστολή του στον Άλαντ. Ήταν φανερά ταραγμένος, εκτός εαυτού, στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Έτρεμε από την ταραχή του.

«Βασιλιά μου…» είπε με δυσκολία και έσκυψε το κεφάλι.

«Μίλα, τι έτρεξε; Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ο Ζάρεκ. Ο άλλος δίσταζε να εκστομίσει την αλήθεια.

«Μίλα πανάθεμά σε, τι έγινε;»

«Πήγαμε στον πύργο του δάσκαλου, μια επιλεγμένη ομάδα με τον ίδιο τον Ντέμιαν επικεφαλής».

«Λοιπόν;»

Ο αξιωματικός άρχισε να αφηγείται τα γενόμενα. Όταν έμαθε για την άφιξη εκεί και την παρουσία του γιου του πάγωσε. Δεν το περίμενε αυτό. Δεν το ήθελε καν να εμπλακεί ο γιος του σε τέτοια ιστορία. Άκουσε για τη σύγκρουση του Μέλιαν και του Ντέμιαν και έπιασε το κεφάλι του με τα δύο του χέρια. Είχε γίνει πια άσπρο πανί. Δεν είχε ακούσει όμως το τέλος.

«Βασιλιά μου, ο Ντέμιαν, ο αρχηγός του στρατού, είναι… νεκρός».

Ο Ζάρεκ τον άρπαξε από το πέτο.

«Τι είπες; Τρελάθηκες, έχασες τα μυαλά σου;»

«Μόλις έφυγε εκείνη η γυναίκα γυρίσαμε πίσω. Ήταν ….νεκρός. Τον σκότωσε…»

Τα μάτια του Ζάρεκ έκαναν ένα απότομο σπινθήρισμα, ένα νευρικό τικ. Άφησε τον αξιωματικό από τα χέρια του και στηρίχτηκε κάπου να μην πέσει.

«Τον αφήσατε μόνο του; Μια ...γυναίκα; Δειλιάσατε μπροστά σε μια γυναίκα; Πως είναι δυνατόν μια γυναίκα να νικήσει τον Ντέμιαν σε μονομαχία; Πως; Δεν έχει λογική!»

«Τίποτα από όλα αυτά βασιλιά μου δεν έχει λογική», του απάντησε ο αξιωματικός.

«Φύγε! Και βάλε όλο το στρατό σε συναγερμό. Να αυξήσουν τις σκοπιές και τις περιπόλους σε ολάκερη την πόλη. Δεν μένει κανείς στους στρατώνες! Φύγε!» του φώναξε.

Έμεινε μόνος του. Ο Ντέμιαν ήταν νεκρός. Από τα δικά της χέρια. Ανατρίχιασε στην ιδέα. Εκείνος ο παράξενος πανικός που τον επισκέπτονταν τελευταία ήρθε μια ακόμα φορά να τον κυριέψει, ακόμα πιο δυνατός. Ένιωσε μόνος, απροστάτευτος, ακάλυπτος. Λες και ένας θανάσιμος κύκλος έσφιγγε γύρω του ακόμα πιο πολύ. «...Μα πρώτα θα μάθεις… θα δεις… θα πονέσεις».

Το εφιαλτικό μήνυμα ξύπνησε πάλι μέσα του σκορπώντας ρίγη σε κάθε κύτταρο του κορμιού του, στήνοντας χορό με τους πιο άγριους και χθόνιους φόβους του.


Συνεχίζεται...

 


Σχόλια

  1. Συγκλονιστικό, συ-γκλο-νι-στι-κό κεφάλαιο!!!!! Η στιγμή του Θανάτου του Ντέμιαν, η μάχη που προηγήθηκε, η στιγμή της αποκάλυψης της αλήθειας από την Αρμάντια στον Μέλιαν, η παράκληση της στον σοφό δάσκαλο, τι να πω, από τα πιο ωραία κεφάλαια.
    Αναμένω να δω αν θα επαληθευτώ για την ταυτότητα της χαμένης κόρης της Αρμάντια.
    Νομίζω ότι τα καλύτερα κεφάλαια έρχονται!!! Και τα περιμένω με αγωνία!!!!!
    Μπράβο σου Γιάννη, μέχρι τώρα έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά.
    Καλό Σαββατόβραδο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ουάααααου με εξιτάρεις Μαρίνα μου με τον ενθουσιασμό σου! Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι για την ανταπόκριση που είχε το κεφάλαιο στα συναισθήματά σου. Είμαστε μπροστά σε καταιγιστικές εξελίξεις τώρα πλέον καλή μου. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τα γεγονότα. Μένουμε να δούμε την πρόβλεψή σου. Ειλικρινά ένα μεγάλο ευχαριστώ από την καρδιά μου. Καλό ξημέρωμα.

      Διαγραφή
  2. Πω πω το ευχαριστήθηκα όσο δεν λέγεται που πέθανε μέσα στο τρόμο αυτό το θρασίμι. Άκου θράσος και έπαρση να θέλει να σκοτώσει και τον πρίγκιπα. Το κάθαρμα. Αυτό το βρωμερό τσιράκι ήταν το μεγαλύτερο πορωμένο σκουλήκι που σαν το αφεντικό του δεν ένοιωθε καμία τύψη για τους αθώους.
    Η κόρη δυστυχώς ψυλλιάζομαι ποια είναι και δεν θέλω να το πιστέψω. Αλλά είναι υπέροχη η εξέλιξη και από δω και πέρα θα απολαύσω δικαίωση ελπίζω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαίρη μου, αγαπημένη μου φίλη. Είμαστε μπροστά σε μεγάλες καταιγίδες καλή μου. Αφουγκράζομαι τις υποψίες σας για την κόρη της Αρμάντια αλλά να είστε σίγουροι ότι θα έχουμε μεγάλα γεγονότα μπροστά μας που θα συγκλονίσουν ολάκερη την πόλη και τους ανθρώπους της. Ένα άθλιο τομάρι έφυγε ναι. Μένει να δούμε τη συνέχεια. Ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ Μαίρη μου για όλα.

      Διαγραφή
  3. Το ωραιότερο κεφάλαιο, ως τα τώρα θα πω γιατί ειμαι σίγουρη ότι θα μας εκπλήξεις στα επόμενα.
    Πέθανε το κάθαρμα αχ πολύ το χάρηκα και πολύ απολαμβάνω τον πανικό του δειλού βασιλιά που εξαιτίας του αν δεν ήταν η Αρμάντια θα χανόταν ο Μέλιαν.Πω πω ούτε να το σκέφτομαι....
    Τι θα γίνει παρακάτω; Ο Άλαντ υποσχεθηκε να βρει την κόρη της Αρμάντιας...πάει το μυαλό μου και εμένα στο ποια είναι αλλά ανατριχιάζω και που το σκέφτομαι.
    Φοβερά γεγονότα θα δούμε παρακάτω, έτσι; Θα απολαύσω το θάνατο του Ζάρεκ; Δεν μπορεί μας το χρωστάς ναι;
    Θαυμάσιες περιγραφές Γιάννη μου
    Σε απόλαυσα άλλη μια φορά
    Δεν μπορούσα να περιμένω να επιστρέψω για να αφήσω σχόλιο.Τ α κατάφερα ναι;
    Φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αχ βρε αγαπημένη μου Άννα! πόσο με συγκινείς και εσύ! Μεγάλη συγκίνηση μου δίνετε με τη συμμετοχή σας και τα συναισθήματά σας.
      Ναι, έχουμε καταιγιστικές εξελίξεις από εδώ και πέρα. Τα πράγματα αγριεύουν, όλα θα κινηθούν πολύ γρήγορα καθώς πλέον δεν υπάρχει επιστροφή. Ο Άλαντ γλίτωσε δεύτερη φορά από οριακές καταστάσεις. Ο Μέλιαν κατάλαβε σε τι κίνδυνο και θέση βρίσκεται. Η Αρμάντια έχει βγάλει το σπαθί απ' το θηκάρι και ώρες μάχης ζυγώνουν στο Φόριεν.
      Υποψίες, φόβοι, αγωνία, ανησυχία. Υπομονή για τη συνέχεια καλή μου φίλη. Στέλνω τα φιλιά μου, να περνάς καλά κορίτσι μου.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα