Η Μηδεία χτυπά - Μουσικές Ιστορίες#3

 


Ένα εκπληκτικό διήγημα μυστηρίου, εμπνευσμένο και απ' τα δύο τραγούδια όσο και από τις πρόσφατες εν εξελίξει καιρικές συνθήκες, μας έρχεται από την Μαίρη του μπλόγκ ΓΗΙΝΗ ΜΑΤΙΑ



Η Μηδεία χτυπά


Το χιόνι έπεφτε πυκνό από πριν καν ξημερώσει. Μέρες τώρα όλα τα κανάλια της τηλεόρασης συνιστούσαν προσοχή για τις επικίνδυνες καιρικές συνθήκες. Το πόσοι θα ακολουθούσαν τις συμβουλές τους θα φαινόταν μετά το χτύπημα του χιονιά.

Ο Λουκάς ήταν κλεισμένος στο σπίτι του. Ένα σπίτι που είχε όλα τα εφόδια και τις ευκολίες για τέτοιες καιρικές συνθήκες. Είχε μαζέψει ξύλα και τα είχε κάνει σωρό στη σκεπαστή βεράντα. Έτσι δεν θα βρέχονταν και θα μπορούσε να κρατηθεί ζεστός για μέρες.

Συγχρόνως δεν χρειαζόταν να βγει στο χιονιά για να τα πάρει. Μέρες έκοβε και συσσώρευε, και έτσι όπως κοιτούσε τον σωρό σκεφτόταν ακόμα έναν που είχε στην αποθήκη.

Είχε εφοδιαστεί και με τρόφιμα και είχε μαζέψει και νερό. Ήταν πολύ προνοητικό που είχε βάλει εμφιαλωμένο, που είχε αγοράσει καταψύκτη, που είχε δική του γεννήτρια και που γενικά ήταν ένα άτομο που φρόντιζε τα πάντα από πριν.

Όλα αυτά του ήταν χρήσιμα εδώ στην άκρη Θεού που ζούσε. Ο Τρύφωνας τον ακολουθούσε παντού κουνώντας την ουρά του, παρόλο που κρύωνε ο δόλιος. Γι’ αυτό όταν του φόρεσε το παλτό του έκανε μεγάλη χαρά για πρώτη φορά στα χρονικά.

Χρειαζόταν και το σκυλί τη ζεστασιά του όχι μόνο οι άνθρωποι. Τώρα κρατώντας ένα φλυτζάνι αχνιστό καφέ στο χέρι, και κοιτώντας από το παράθυρο, έβλεπε τις νιφάδες να χορεύουν κυνηγώντας η μία την άλλη. Πόσο παιχνιδιάρες αυτές οι νιφάδες, και πόσο επικίνδυνες γίνονταν στη συνέχεια μόλις μετατρέπονταν σε καταληψίες του χώρου που κάλυπταν. Και στη συνέχεια πάγωναν χωρίς συναίσθημα,   αποτέλεσμα του κακού γάμου τους με τον άνεμο.

Κανονικά ο Λουκάς Σαρρής θα έπρεπε τώρα να είχε τοποθετήσει το λάπτοπ του πάνω στο γραφείο του και να είχε αρχίσει να γράφει. Ωστόσο το υπέροχο θέαμα δεν μπορούσε να το αποχωριστεί. Ποιος έχει όρεξη να χαθεί μέσα σε σελίδες χαρτιού και σε αράδες λέξεων όταν έχει μπροστά του τέτοια ομορφιά;

Επιτυχημένος συγγραφέας, με τα πρώτα του κέρδη αγόρασε αυτό το οικόπεδο, απομονωμένο στην εξοχή, με σκοπό να το αξιοποιήσει αργότερα. Η επαγγελματική του πορεία τον δικαίωσε και γρήγορα έφτιαξε το σπίτι των ονείρων του. 

Φτιαγμένο από πέτρα σμιλεμένη, με σκεπαστή βεράντα που στις άκρες της είχε δύο πόρτες από γυαλί ώστε το καλοκαίρι ο αέρας να περνά από την μια μεριά στην άλλη. Ο ήλιος να μη σε καίει και να προστατεύεσαι και από τα έντομα. Μέσα δέσποζε κυρίως το ξύλο , εκτός από το τζάκι, που η πέτρα του σε συνδυασμό με τον μπεζ γρανίτη σε παρέπεμπε σε άλλες εποχές και σου σκλάβωνε το βλέμμα κυριαρχώντας στον χώρο.

Υπέροχη βιβλιοθήκη γεμάτη, και μπροστά της δύο πολυθρόνες με ένα τραπεζάκι δίπλα η κάθε μία, πραγματικά διαλεχτά κομμάτια , που επάνω τους είχαν λάμπες πανέμορφες για να διευκολύνουν την όραση όταν ταξίδευε στις σελίδες κάποιου βιβλίου.

Δύο κρεβατοκάμαρες, μήπως χρειαστεί για κάποιον επισκέπτη, τεράστιο σαλόνι και απέναντι από το τζάκι στην άλλη άκρη η κουζίνα με το πάσο της, τα δρύινα ντουλάπια της, και το εντοιχισμένο ψυγείο που χώραγε ολόκληρο άνθρωπο μέσα. Η πόρτα από τη μεριά της κουζίνας οδηγούσε σε ένα σκεπαστό διάδρομο, που κατέληγε στην αποθήκη ώστε να μπορείς να φτάνεις τα αποθέματα ή το αυτοκίνητο αν χρειαζόταν, χωρίς ταλαιπωρία.

Ποτέ δεν φοβήθηκε αυτή την ερημιά. Αυτό το μικρό βασίλειο, το υπέροχο σπίτι του με το μεγάλο κτήμα ολόγυρα,  το ονειρευόταν από παιδί. Κι εδώ η προσωπικότητα του ξεδιπλωνόταν άπλετη, το ίδιο και η φαντασία του χαρίζοντας ένα περιπετειώδες ταξίδι στη σκέψη του.

Το σπίτι είχε τριγύρω παράθυρα μεγάλα που χάριζαν σφαιρική θέα του τοπίου. Η λίμνη έστεκε παγωμένη παραπέρα, και πιο κει ξεκινούσε το δάσος που παρότι δεν ήταν πυκνό έμοιαζε λες και καταπράσινοι φύλακες με ασπρισμένα από το χρόνο μαλλιά έστεκαν ακούραστα και σε προστάτευαν με άγρυπνο μάτι.

Κι αν το τοπίο στο μέσο του χειμώνα έμοιαζε αφιλόξενο έως φιλόξενο, την άνοιξη ήταν λες και κατέβηκαν τα ξωτικά και έχτισαν σπίτια στις νεράιδες με τους ακόλουθούς τους.

Ξαφνικά του ήρθε μια διάθεση να βγει. Να πατήσει το χιόνι να αναπνεύσει τον κρύο αέρα και να δει το χνώτο του να κάνει ατμούς, σημάδι πως μέσα του είχε μια φωτιά που έβγαινε να δώσει τη μάχη της και να τσεκάρει τις αντοχές της.

Ήθελε να πάει μέχρι το υπόστεγο και να ρίξει μια ματιά στη βάρκα του αν ήταν σκεπασμένη καλά. Δεν συνήθιζε να φτυαρίζει το χιόνι, παρά μόνο όταν άρχιζε να λιώνει, τότε που η παρακμή δίνει ένα γκρίζο χρώμα λερωμένο, και η φύση πασχίζει να το εξαφανίσει γρήγορα.

Έβαλε το παλτό του και το κούμπωσε μέχρι επάνω. Φόρεσε στο κεφάλι του ένα σκούφο μάλλινο, και τύλιξε ένα κασκόλ γύρω από το λαιμό του. Έβαλε το προστατευτικό μπροστά στο τζάκι, και βγήκε στην βεράντα με τον Τρύφωνα πίσω του που καταλαβαίνοντας πως πάνε βόλτα έτρεχε πέρα δώθε χαρούμενος και γρυλλίζοντας ανυπόμονα, σαν παιδί που λαχταράει να φτάσει στο λούνα παρκ. Φόρεσε τις γαλότσες του που είχε πάντα στο πλάι της πόρτας και άνοιξε τη μία πόρτα της βεράντας. Ο αέρας τον σάρωσε αλύπητα.

Ο Λουκάς στην ηλικία των 45 χρόνων, ήταν φοβερά γοητευτικός άντρας. Τα μαλλιά του μαύρα που σε κάποια σημεία γκριζάριζαν σαγηνευτικά, ήταν ακόμη πυκνά και πολλά. Ψηλός και ευθυτενής, γυμναζόταν αρκετά και γενικά επιδιδόταν σπάνια σε συνήθειες κακές ή κραιπάλης. Δεν έπινε πολύ, δεν κάπνιζε πολύ, δεν έτρωγε πολύ. Γενικά ο τρόπος ζωής του ήταν υγιεινός χωρίς γελοία άκρα, για να μπορεί να το ρίχνει έξω κατά διαστήματα, όποτε δηλαδή ήθελε κάτι παραπάνω και διαφορετικό, από αυτά που σε κάνουν να λες στον εαυτό σου… ‘’τώρα γλεντάω και απολαμβάνω’’.

Με ένα βήμα σταθερό και δυνατό, βυθιζόταν το πόδι του στο χιόνι αφήνοντας βαθιές τρύπες σε κάθε πάτημά του. Δίπλα του μικρότερες τρύπες σχηματίζονταν ανά δύο από τα τέσσερα πόδια του Τρύφωνα. Πλησίαζε στο υπόστεγο, όταν πρόσεξε ανάλογες τρύπες να έρχονται από το δάσος, να χάνονται εκεί που είχαν σκεπαστεί από το φρέσκο χιόνι, και να παρουσιάζονται ξανά εκεί που άρχιζε το μεγάλο υπόστεγο. Μόνο που εκεί δεν υπήρχαν μόνο πατημασιές αλλά και μια φαρδιά γραμμή, σαν κάποιος να έσυρε κάτι.

Η περιέργεια του Λουκά χτύπησε κόκκινο και τάχυνε το βήμα του. Ωστόσο ο Τρύφωνας είχε προηγηθεί, αφού ήδη βρισκόταν κοντά στο υπόστεγο μυρίζοντας διεξοδικά το σκεπασμένο από χιόνι έδαφος. Στη συνέχεια έτρεξε κοντά στη βάρκα και άρχισε να γαβγίζει με μανία.

Η πρώτη σκέψη του Λουκά ήταν το  γιατί να μην έχει βγάλει άδεια οπλοφορίας. Ένα όπλο θα του έδινε μια ψεύτικη σιγουριά, και μια ψευτονότα ασφάλειας. Έλα όμως που το μόνο όπλο που συμπαθούσε ήταν η πένα του που δεν την αποχωριζόταν.

Όταν έφτασε στο υπόστεγο είδε το πανί της βάρκας τσαλακωμένο σαν κάποιος να το είχε σηκώσει και να το είχε ρίξει πάλι βιαστικά. Αυτό που αντίκρισε τον άφησε άφωνο και λες και οι σελίδες των βιβλίων του πήραν σάρκα και οστά.

Το ακίνητο σώμα ενός άντρα ήταν πεταμένο μέσα στη βάρκα του, και παγωμένο από τον κρύο αέρα κι από τον θάνατο. Ήταν προφανές πως  ο άντρας ήταν ήδη νεκρός. Ελάχιστο αίμα υπήρχε πάνω του, που σημαίνει πως δεν σκοτώθηκε εκεί. Ο τόπος του εγκλήματος ήταν κάπου αλλού. Εκεί μεταφέρθηκε προφανώς τη νύχτα ή τις πρωινές ώρες πριν ξημερώσει για να αργήσει να βρεθεί. Κι από το σύρσιμο σημαίνει πως το σημείο που σκοτώθηκε δεν θα ήταν μακριά από εδώ.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το κινητό του. Πήρε την αστυνομία και τους ανέφερε το συμβάν δίνοντας πληροφορίες για το πού βρισκόταν, μαζί με τα στοιχεία του. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μην αγγίξει τίποτα και να περιμένει.

Η αστυνομία δεν άργησε να φανεί. Ο ιατροδικαστής που ήρθε μαζί για να ελέγξει το πτώμα ανακάλυψε το πορτοφόλι του νεκρού στη μέσα τσέπη του σακακιού του. Παρεμπιπτόντως το θύμα δεν φορούσε παλτό ή κάτι άλλο. Άρα σωστό το συμπέρασμα πως δεν είχε έρθει ζωντανός εδώ αλλά τον μετέφεραν. Επίσης η ύπαρξη του πορτοφολιού σημαίνει πως δεν ήταν ληστεία η αιτία του θανάτου του. Τα χρήματα του παρέμεναν μέσα άθικτα, καθώς και το πανάκριβο ρόλεξ στο χέρι του. Μια χρυσή ταυτότητα στο άλλο χέρι συνηγορούσε για το σωστό των λογισμών τους.  Το άγρυπνο μάτι του Λουκά παρατηρούσε τα πάντα ενόσω έδινε μια σύντομη αφήγηση των συμβάντων σε έναν αξιωματικό της αστυνομίας. Το κρύο πλάτυνε το διάστημα της υποθετικής ώρας θανάτου, μεταξύ 11 το βράδυ και πέντε το πρωί. Ο θάνατος είχε προκληθεί από ένα μαχαίρι στην  καρδιά που μάλιστα η λεπίδα είχε μείνει μέσα.

Ο αστυνομικός του μιλούσε με σεβασμό ήταν φανερό πως ήξερε τη φήμη του άντρα που είχε απέναντι του. Ωστόσο το ύφος του είχε και μια καχυποψία μια και ο νεκρός βρέθηκε στο υπόστεγο του Λουκά. Αυτό επιβεβαιώθηκε από την επιμονή του να πάνε και στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Λουκάς φυσικά δεν αρνήθηκε. Ούτε έχασε το βλέμμα του θαυμασμού του αστυνόμου όταν είδε το εσωτερικό του σπιτιού.

«Και μένετε μόνος εδώ κύριε Σαρρή;»

«Ναι ολομόναχος με τον σκύλο μου».

Συνέχισαν με τα τυπικά. Βεβαιώθηκε πως ο χώρος ήταν καθαρός και ικανοποιημένος ξαναβγήκε έξω.

Το θύμα λεγόταν Βαρθολομαίος Τόρτσας, πενήντα πέντε ετών, επιχειρηματίας. Είχε γεννηθεί στο Γιοχάνεσμπουργκ από Έλληνες γονείς και ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο αγοριών. Αυτό φανέρωνε η ταυτότητα του καθώς και μια φωτογραφία σε τσέπη του πορτοφολιού του. Μια φωτογραφία παλιά με μια γλυκιά γυναίκα κλασσικής αρχοντιάς και δύο ζωηρά κουτσούβελα. Η φωτογραφία έδειχνε πως είχε πάρει θέση στο πορτοφόλι κάποια χρόνια πριν, μα τα προφυλακτικά στην άλλη θήκη ήταν πιο καινούργια. Σημάδι πως το θύμα ήταν ‘’κυνηγός’’, που χτυπούσε ‘’μπεκάτσες’’ ξαφνικά και αυθόρμητα.

Ερευνώντας την γύρω περιοχή κλιμάκιο της αστυνομίας ανακάλυψε στην αρχή του δάσους εκτός δρόμου, παρατημένο το αυτοκίνητο του. Μέσα βρέθηκε το παλτό του, ίχνη αίματος και τα αποδεικτικά του έγγραφα,  δίπλωμα και άδεια αυτοκινήτου. Ο αστυνόμος έφθασε στο σημείο και ο Λουκάς τον είχε ακολουθήσει. Το παρατηρητικό του βλέμμα, είχε προσέξει τα πάντα στο αυτοκίνητο, και κυρίως το κάθισμα που ήταν τραβηγμένο μπροστά. Σημάδι πως ο Τόρτσας δεν ήταν ο οδηγός του μια και ήταν πολύ πιο ψηλός. Κάποιος άλλος και σίγουρα ο δολοφόνος οδηγούσε το αμάξι. Ωστόσο ο Λουκάς δεν είπε τίποτα. Ότι συμπεράσματα έβγαλε στα σβέλτα τα κράτησε για τον εαυτό του. Το αυτοκίνητο μεταφέρθηκε με γερανό για να το αναλάβει η σήμανση. Όταν το αμάξι τραβήχτηκε, ο Λουκάς έσκυψε να φτιάξει την κάλτσα μέσα στη γαλότσα του, ενώ συγχρόνως έκλεινε στη χούφτα του ένα μεταλλικό έμβλημα τσάντας Trussardi που το έχωσε βιαστικά στην τσέπη του. Επίσης μεταφέρθηκε και το πτώμα στο νεκροτομείο και σειρά είχαν η νεκροψία και η αναγνώριση του πτώματος από τους οικείους του.

Η γυναίκα του Χλόη Τόρτσα,  μία ήρεμη αξιοπρεπής κυρία, έβαλε τα κλάματα τα οποία με κόπο συγκράτησε, μπρος στη θέα του άψυχου κορμιού, και οδηγήθηκε στο γραφείο του αξιωματικού. Κατέθεσε πως δεν ήξερε τις δουλειές του άντρα της, ήταν γυναίκα του σπιτιού και μάνα και παρότι είχε τη βοήθεια μιας οικονόμου,   οι ώρες της ήταν γεμάτες. Συνεπώς δεν ήξερε αν ο άντρας της είχε πολέμιες σχέσεις με κάποιους συνεργάτες ή υπαλλήλους. Σε ερώτηση αν ο άντρας της αργούσε συχνά, ομολόγησε πως πολλά βράδια αργούσε εκείνος λόγω δουλειάς, αλλά ποτέ ολόκληρη νύχτα, εκτός αν έλειπε ταξίδι. Ακριβώς επειδή ανησυχούσε, είχε τηλεφωνήσει γύρω στις έντεκα και μισή, στο σπίτι της γραμματέως του άντρα της, Νατάσας Λιάσκου έπειτα και από επιμονή των αγοριών καθώς και ηθικής στήριξης της οικονόμου τους, για να τη ρωτήσει αν γνώριζε για κάποιο θέμα που είχε εμποδίσει τον άντρα της να γυρίσει στο σπίτι. Εκείνη της είχε απαντήσει πως τον άφησε στο γραφείο όταν έφυγε γρήγορα για να υποδεχθεί τον μνηστήρα της, και πως δεν είχε γνώση για κάποιο επαγγελματικό ραντεβού του εργοδότη της.

Η Νατάσα Λιάσκου μια όμορφη ξανθιά και γαλανομάτα, ήταν χρόνια στην εταιρεία του Τόρτσα, πιστή υπάλληλος και καλή στη δουλειά της, παρότι ήταν νέα στην ηλικία. Μετρούσε ήδη το τριακοστό έτος της ενώ έδειχνε πολύ μικρότερη, και έχαιρε εκτίμησης μεγάλης από την σύζυγο του θύματος και από συναδέλφους της, οι οποίοι μάλιστα ανέφεραν πως συζούσε εδώ και δύο χρόνια με τον αρραβωνιαστικό της  Σταύρο Ξενίδη, πιλότο υπερατλαντικών πτήσεων. Εκείνο το βράδυ είχε επιστρέψει από ταξίδι και δειπνούσαν,  όταν η σύζυγος τηλεφώνησε.

Ερευνήθηκαν τα πάντα, και ανακαλύφθηκαν κάποιες ύποπτες συναλλαγές με οικονομικό αλισβερίσι, χρήματα που μπαινόβγαιναν αλλάζοντας όνομα και χέρια, που όμως ο δρόμος που ακολουθούσαν ήταν πολύπλοκος και μπερδεμένος, ώστε κάποια στιγμή να χάνονται τα ίχνη τους και μετά να ξαναβρίσκονται αγνώστου πατρός και προέλευσης, ωστόσο αγγελικά πλασμένα.  

Με τα πολλά και αφού δεν βρέθηκαν αποτυπώματα στο αυτοκίνητο, παρά μόνο η βεβαιότητα πως το θύμα είχε έρθει σε ερωτική επαφή, ώρα πριν το θάνατο του, χωρίς όμως να εντοπίσουν κάποια σχέση του παράνομη, τα πορίσματα της αστυνομίας βρέθηκαν σε αδιέξοδο.

Εικασίες έγιναν, και υποθέσεις μη τεκμηριωμένες, αλλά όλα έτειναν στην άποψη πως ο Βαρθολομαίος Τόρτσας ξέπλενε παράνομο χρήμα και κάπου σκάλωσε η συνεργασία του με τους κρυφούς συνεταίρους και πελάτες του.

Οι σκέψεις στροβιλίζονταν και φυσικά ο αστυνόμος, άτομο παλιάς κοπής και αξίας δεν παράβλεπε το γεγονός πως το θύμα βρέθηκε στο υπόστεγο του Σαρρή, που ίσως να μην ήταν τόσο αμέτοχος όσο φαινόταν.


 

 

Η πραγματική σκηνή

 

Ο Βαρθολομαίος Τόρτσας γέμιζε για τέταρτη φορά το ποτήρι του με ουίσκι. ΄Όλα του πήγαιναν καλά, κολυμπούσε στο χρήμα με τις προμήθειες του, είχε και τη γυναίκα του που ήταν μια ήσυχη αλλά με προίκα σύζυγος και μάνα των παιδιών του, και συγχρόνως είχε και τα τσιλημπουρδήματα του με τις διάφορες κοκοτίτσες και στριπτιτζούδες τα βράδια στα κακόφημα μπαρ των φίλων του που πήγαινε. Όλα καλά στη ζωή. Η πόρτα άνοιξε και η Νατάσα του έφερε τους φακέλους που νωρίς το πρωί ήθελαν υπογραφή και ταξινόμηση για να πάρουν τον δρόμο τους. Το μάτι του γυάλισε στη θέα της, όπως γυάλιζε κάθε φορά που την έβλεπε να μπαίνει από την πρώτη μέρα πριν δέκα χρόνια που την προσέλαβε, και όπως αυτή τακτοποιούσε τα χαρτιά ο Βαρθολομαίος με ύφος μεγάλου εραστή άπλωσε στο χέρι και άρχισε να τη χουφτώνει με πάθος, όπως κάθε φορά όλα αυτά τα χρόνια.  Η κοπέλα με μια έκφραση φόβου στο πρόσωπο που είχε επισκιάσει την ομορφιά του, προσπάθησε να τον σπρώξει και να αντιδράσει αλλά αυτό τον ερέθισε περισσότερο. Την χαστούκισε και εκείνη αμέσως λούφαξε και στην συνέχεια την  έσπρωξε πάνω στο γραφείο και με κινηματογραφική ταχύτητα την πήρε, αδιαφορώντας για το ότι εκείνη δεν ήταν καθόλου διαθέσιμη. Έπειτα όσο γρήγορα την είχε αρπάξει, το ίδιο γρήγορα την άφησε παρατημένη εκεί με σηκωμένη τη φούστα , κατεβασμένο το εσώρουχο και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου για να συμμαζευτεί, να απαλλαγεί από το προφυλακτικό που όσο και να βιαζόταν δεν ξεχνούσε να φορέσει πριν κάνει τις βρωμιές του και να ξαναγίνει ένας κάλπικος κύριος.

Στο μεταξύ η Νατάσσα πήγε στο λάπτοπ της και έστειλε ένα έμβασμα, δωρεά σε φιλανθρωπικό έρανο της συζύγου του. Στη συνέχεια έστειλε ένα μέιλ στη Χλόη Τόρτσα ολιγόλογο, με τα εξής: ‘’ Το έμβασμα για την οργάνωση υπέρ των παιδιών με καρκίνο έφυγε επιτυχώς’’. Η Χλόη διάβασε το μέιλ και πλέκοντας τα χέρια με ένα ύφος ανήσυχο αλλά στωικό, ακούμπησε την πλάτη της στην πολυθρόνα. Έπειτα έστειλε ένα μήνυμα στον μνηστήρα της ‘’σε περιμένω με λαχτάρα’’ και τακτοποίησε τον εαυτό της.  Ετοίμασε δύο ουίσκι ένα για τον εργοδότη της ενισχυμένο με λίγες σταγόνες από το φάρμακο που έπαιρνε ο Τόρτσας για να χαλαρώνει και ένα για εκείνη, και τα άφησε πάνω στο γραφείο. Στη συνέχεια τον περίμενε να βγει.  

Βγαίνοντας από το μπάνιο ο Τόρτσας,  δεν φαντάστηκε πως θα έβρισκε μια Νατάσα να τον προσμένει με το ποτό στο χέρι, και πως με νάζι θα τον προκαλούσε πάλι με το βλέμμα της.    Τον πλησίασε και του είπε πως θα πρέπει να σταματήσει να την παίρνει με αυτόν τον τρόπο. Εκείνος γέλασε σαδιστικά και αυτάρεσκα. Του παραπονέθηκε πως θα ήθελε να βγουν μια βόλτα και να πάνε κάπου μόνοι, για να του χαρίσει στιγμές όπως μόνο αυτή ήξερε.

Ο Βαρθολομαίος κλονίστηκε και του έτρεξαν τα σάλια. Γρήγορα κατέβασε με τη μία το περιεχόμενο του ποτηριού που του έδωσε ο λαχταριστός μεζές που είχε απέναντι του.

Εκείνη έβαλε το παλτό της, πήρε την τσάντα της, φόρεσε τα γάντια της, τον πήρε αγκαζέ και τον άφησε να την οδηγήσει στο αμάξι του μέσα από τον έρημο διάδρομο. Στη συνέχεια την άφησε να οδηγήσει το αυτοκίνητο του, για να πάρει έναν εξοχικό δρόμο και να απομακρυνθεί γρήγορα από την κατοικημένη περιοχή. Έφτασαν σε ένα δάσος, που δεν υπήρχε ψυχή γύρω ενώ το χιόνι έπεφτε σαν σε θυσία μπροστά στα φώτα των προβολέων του αυτοκινήτου. Όταν σταμάτησαν ο Τόρτσας που ένοιωθε τόσο χαλαρός ώστε να μη βγάλει άχνα σε όλη την διαδρομή η ώρα στο αμάξι έδειχνε οκτώ παρά τέταρτο. Η σκοτεινιά τριγύρω ευνοούσε όποιον ήθελε να χαρεί για τους δικούς του λόγους τη μοναξιά και να γίνει ένα μαζί της. Έγειρε κοντά του σαν να ήθελε να τον φιλήσει, βάζοντας το γαντοφορεμένο χέρι της πάνω στο στέρνο του. Ως διά μαγείας ένα μαχαίρι έκανε την εμφάνιση του από το  μανίκι της. Το κάρφωσε αποφασιστικά στην καρδιά του και έσπασε την λεπίδα. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε γρήγορα έξω. Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά και η πόρτα του οδηγού άνοιξε για να κατέβει ο Σταύρος Ξενίδης και να την πλησιάσει. Άπλωσαν ένα μουσαμά μπροστά στην ανοικτή πόρτα και μπαίνοντας η Νατάσα στο  πίσω κάθισμά,     τον έσπρωξε αφήνοντας τον να πέσει άτσαλα επάνω στον μουσαμά ενώ ο Σταύρος καθόταν σε απόσταση. Τα πόδια του Τόρτσα  βρίσκονταν ακόμα στο εσωτερικό του αμαξιού. Πιάνοντας τις άκρες του μουσαμά, ο Σταύρος έσυρε με ευκολία το άψυχο κορμί και με τις ίδιες άκρες διπλωμένες τον πέταξαν εκεί που τον βρήκαν αργότερα.  Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει πυκνό και να καλύπτει γρήγορα τα πάντα. Δεν ήξεραν αν ο Τόρτσας είχε ξεψυχήσει ήδη, αλλά ήταν σίγουροι πως δεν θα αργούσε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Τα πάντα έπρεπε να γίνουν προσεγμένα και γρήγορα.

Πήγαν πίσω στο αμάξι τους, έκλεισαν τη πόρτα σίγουροι πως με τα γάντια δεν άφησαν κανένα αποτύπωμα, μπήκαν στο δικό τους αυτοκίνητο και έφυγαν αθόρυβα και με σβηστά φώτα για λίγη ώρα.  Κατευθύνθηκαν προς το σπίτι τους περνώντας πρώτα μπροστά από το σπίτι του Τόρτσα. Η Χλόη στο παράθυρο είδε ένα αμάξι να ελαττώνει ταχύτητα και να της αναβοσβήνει τα φώτα δύο φορές. Έπειτα το αμάξι ξεμάκρυνε. Πήρε βαθιά ανάσα. Όλα είχαν πάει σύμφωνα με το σχέδιο. Ήξερε από χρόνια τα τερατώδη γούστα και τη βρωμιά του άντρα της. Η Νατάσα είχε φροντίσει γι’ αυτό. Κατάλαβε πως η κοπέλα έπεσε θύμα του βιασμού του άντρα της για ακόμη μια φορά. Το κωδικοποιημένο μέιλ της φανέρωσε πως το σχέδιο έμπαινε σε εφαρμογή. Το ίδιο κρυφό μήνυμα πήρε και ο Σταύρος για να μπει ενεργά στο παιχνίδι. Ακόμα και να έβρισκαν τις σταγόνες στον οργανισμό του, ήταν ένα φάρμακο που έπαιρνε ο Τόρτσας χρόνια από μόνος του για να χαλαρώνει. Η Νατάσα δεν θα άντεχε άλλο, κάτω από το πνεύμα των απειλών για συνενοχή σε ξέπλυμα και για την ακεραιότητα της ενόσω ήταν παντελώς αθώα. Και τα παιδιά δεν έπρεπε να στερηθούν τη μητέρα τους και να μάθουν τις βρωμιές του πατέρα τους. Εξάλλου ακόμα και η οικονόμος τους χρόνια τώρα ήταν πιστή στη κυρία της, μια και εκείνη τα πρώτα χρόνια είχε δεχτεί τις σεξουαλικές ενοχλήσεις του εργοδότη της. Ευτυχώς η ύπαρξη των παιδιών και της Χλόης του έβαλε φρένο.

Την ημέρα της κηδείας του Τόρτσα ο Λουκάς δεν μπορούσε να λείπει. Φρόντισε να συλλυπηθεί την χήρα και έπειτα να παραβρεθεί στο σπίτι για το νεκρώσιμο τραπέζι. Εκεί το κοφτερό του μάτι, υπολόγισε στα γρήγορα το ύψος της Νατάσας και το ταύτισε με το κάθισμα του αυτοκινήτου. Πήρε αμέσως είδηση τα βλέμματα που αντάλλασσαν ο Σταύρος με τη μνηστή του και τη Χλόη. Ακόμα και τις ψιθυροκουβέντες μεταξύ τους πρόσεξε. Καθώς και την φανερή φροντίδα της οικονόμου προς τους τρεις. Τα μέιλ ερευνήθηκαν καθώς και οι τηλεφωνικές συνομιλίες αλλά τίποτα δεν  φανέρωνε την αλήθεια. Μέχρι την στιγμή που μένοντας τελευταίος με την συντροφιά των τεσσάρων, πέταξε σαν σε ξαφνική αναλαμπή πως δεν ήξερε αν σκέφτηκε η αστυνομία να εξετάσει τις κάμερες του σπιτιού μήπως και κυκλοφορούσε κάποιος ύποπτος τις προηγούμενες ημέρες. Έπειτα πρόσεξε την τσάντα της Νατάσας μάρκας Trussardi  που της έλειπε το μεταλλικό έμβλημα. Όταν το έβγαλε από την τσέπη του και άρχισε να το παίζει στα δάχτυλα του, κάποια στιγμή του έπεσε κάτω.

«Αυτό νομίζω πως έπεσε από την τσάντα σας».

«Α ευχαριστώ του απάντησε μια κατακόκκινη Νατάσσα αποφεύγοντας το βλέμμα του. Πράγματι δεν το πήρα είδηση πότε έσπασε».

«Στην πραγματικότητα δεν έσπασε εδώ».

Δεν άργησαν να καταλάβουν πως απέναντι τους είχαν ένα άτομο που αν δεν μάθαινε την αλήθεια δεν θα ησύχαζε. Δεν άργησαν να του τα φανερώσουν όλα. Όταν τελείωσαν όλοι έμειναν βουβοί να κρέμονται από τα χείλη του.

«Εν κατακλείδι ο άντρας σας ήταν ένα κάθαρμα από τα λίγα. Δεν σας αδικώ που τον δικάσατε βγάλατε ετυμηγορία και εκτελέσατε την ποινή του. Αν το αντέχει η συνείδηση σας τότε το αντέχω κι εγώ. Και εύχομαι η ζωή σας να μπει σε έναν σωστό δρόμο από εδώ και μπρος».

Επιστρέφοντας στο σπίτι του ο Λουκάς, γύρισε στον Τρύφωνα και του είπε:

«Στο κάτω κάτω ούτε εγώ ούτε εσύ είμαστε οι κριτές. Καθένας εισπράττει ό,τι επιλέγει. Μπορεί όχι με το σωστό τρόπο τον ηθικό, αλλά ωστόσο δεν είμαστε και Θεοί. Απλοί άνθρωποι με όρια είμαστε».



Σχόλια

  1. Μπράβο Μαίρη. Ενα δυνατό διήγημα. Το διάβασα με μια ανάσα. Να πω πρώτα πως η π εριγραφή στον πρόλογο όλου του περιβάλλοντος είναι σαν τα ποιήματα που γράφεις, θαυμάσια.
    Ο συγγραφέας σου αποδεικνύεται γιατί έγινε διάσημος, το μυαλό του παίρνει στροφές. Και το θύμα πήρε αυτό που του άξιζε, αν και δεν είμαι υπέρ της απονομής δικαιοσύνης από τον καθένα μας ή από το θύμα κυρίως, να πω ότι το χάρηκα το τέλος σου.
    Η φράση του συγγραφέα '' αν το αντέχει η συνείδησή σας...'' λέει τα πάντα και δεν ξέρουμε αν το αντέξει τελικά. Από την άλλη ο τύπος της Νατάσας σαν γυναίκα και προσωπικότητα, με κάνει να απορώ πώς ανεχόταν βιασμό κάθε φορά επί χρόνια. Μια καταγγελία μαζί με τα αποδεικτικά στοιχεία των παρανομιών του ήταν η καλύτερη τιμωρία. Αλλά σκέφτηκε και τη Χλόη...έτσι; Υστεροβουλία μάλλον γιατί η Χλόη είχε δική της περιουσία την προίκα της, που την υπολόγιζε ο ακατονόμαστος και ας έβγαζε ένα σκασμό λεφτά παράνομα. Κοίτα τώρα πως με παρέσυρες να κάνω αναλύσεις και κριτικές στους ήρωές σου σαν να είναι πραγματικότητα. Πολύ ωραίο Μαίρη μου και ξανά μπράβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Σ' ευχαριστώ πολύ Άννα μου για τα λόγια σου και χαίρομαι που σου άρεσε! Ο συγγραφέας μου έξυπνος πράγματι και παρατηρητικός και ούτε εγώ είμαι υπέρ της αυτεπάγγελτης απονομής δικαιοσύνης βαφτίζοντας εαυτόν τιμωρό. Όμως αν σκεφτείς πως υπό το πρίσμα του φόβου και ζυγιάζοντας τα υπέρ και τα κατά θα καταλάβεις γιατί η Νατάσα δεν μιλούσε. Εννοώ πως ο εργοδότης της την απειλούσε με εμπλοκή της με τον υπόκοσμο, ή και με απειλή κατά της ζωής της. Αν κατέληγε η Νατάσα φυλακή ο εργοδότης της θα ήταν το μικρότερο κακό από αυτά που θα πάθαινε εκεί μέσα. Δεν αδικώ λοιπόν τον φόβο της και την σιωπή της. Όπως φάνηκε την σιωπή της την έλυσε στην σύζυγο του νεκρού. Που κι εκείνη με τη σειρά της είχε προφανώς απαυδήσει από τη βρωμιά του άντρα της. Και όλα πήραν τον δρόμο τους. Φιλιά πολλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Εγώ θα πω πως ήταν ένα διήγημα μυστηρίου που ευχαριστήθηκα.
    Εγώ πάντως χάρηκα για το σχέδιο εξόντωσης του γλοιώδη αφεντικού και συζύγου.
    Και μου άρεσε που η γυναίκα του πήρε μέρος,θα μπορούσε κάλλιστα να μην ασχοληθεί. Έτσι κι αλλιώς είχε πολλά χρήματα 💰, καθαρά και άπλυτα.
    Μπράβο Μαίρη και ευχαριστώ για την συμμετοχή σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Όλα ξεκινούν ιδανικά με μια εκπληκτική περιγραφή χώρου, από τις πλέον καλύτερες που έχουμε διαβάσει με το χέρι σου Μαίρη μου. Ένα σπίτι, όνειρο για "εραστές" του είδους και της αντίληψης μιας τέτοιας ζωής, σε ένα ιδανικό περιβάλλον. Οι περιγραφές που κάνεις στο χώρο είναι μοναδικές και διακρίνω, χωρίς αμφιβολία, ένα ρεσιτάλ λυρισμού. Όπως φαίνεται ενδεικτικά από δύο φράσεις που ακολουθούν:
    "Την άνοιξη λες και κατέβηκαν ξωτικά και έχτισαν σπίτια στις νεράιδες με τους ακόλουθούς τους..."
    "...σημάδι πως μέσα του είχε μια φωτιά που έβγαινε να δώσει τη μάχη της και να τσεκάρει τις αντοχές της..."
    Ο Λουκάς Σαρρής, πρωταγωνιστής, με πλήρη παρουσίαση. Αναλυτικά τα δρώντα πρόσωπα, που κάνουν τη πλοκή πλούσια.
    Η γαλήνια ηρεμία έρχεται ξαφνικά να χαθεί όπως ήρθε και το διήγημα να βουλιάξει στην αγωνία και στο μυστήριο. Το πτώμα του Βαρθολομαίου Τόρτσα έρχεται να ανατρέψει πολλά και να μας βάλει σε διαδικασία αναζήτησης της αλήθειας και του δολοφόνου.
    Η πλοκή σου σπάει σε δύο μέρη. Στο πρώτο, το αφηγηματικό και στο δεύτερο στο οποίο έχουμε την παρουσίαση της αλήθειας.
    Και στο δεύτερο στην κυριολεξία μας καθηλώνει στην καρέκλα μας, στην οποία, άφωνοι παρακολουθούμε, ταχύτητα, την τραγική αλήθεια να έρχεται ως αποκάλυψη πραγματική μιας κόλασης, την οποία δημιουργούσε ο "ηθικόληπτος" επιχειρηματίας.
    Το δε φινάλε σου είναι εκπληκτικό. Μαίρη, ίσως από τα καλύτερα αστυνομικά που έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό. Ιδιαίτερου χαρακτήρα. Ο ρυθμός γραφής και αποκαλύψεων έρχεται καταιγιστικός που δεν προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα.
    Όσο δε για αυτήν καθ εαυτήν τη στάση του Λουκά Σαρρή, δεν θα διαφωνήσω. Δύσκολη, πολύ δύσκολη ομολογουμένως ισορροπία αλλά και ξεκάθαρη η τελική του θέση. Όσο δε για την παρατηρητικότητά του, εκπληκτική.
    Μαίρη, ο πήχης εξακολουθεί να ανεβαίνει στις "Μουσικές ιστορίες" και τα δύο ομιχλώδη τραγούδια στα οποία βασίστηκε η έμπνευσή σου έδωσαν ένα μικρό αλλά αληθινό διαμάντι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννη μου σ' ευχαριστώ για όλα όσα λες αλλά ευχαριστώ και το Γιώργο για την πλατφόρμα γραφής και το κίνητρο. Ειλικρινά έκανα μέρες να καταλήξω συναισθηματικά για να γράψω. Άκουγα τα κομμάτια και μου γεννούσαν σειρά συναισθημάτων όχι καλών. Και ως γνωστών όταν γεννιούνται τέτοια συναισθήματα τότε η φαντασία οργιάζει. Και το χέρι τρέχει. Καλή μας συνέχεια.

      Διαγραφή
    2. Θα συμφωνήσω μαζί σου Μαίρη μου. Η εμπειρία εδώ στις "Μουσικές ιστορίες" είναι ιδιαίτερη και οι επιρροές της μουσικής μεγάλες. Συνεχίζουμε να εμπνεόμαστε.

      Διαγραφή
  5. Δε θα κρίνω την ηθική της πράξης γιατί θα χρειαστώ βιβλίο. Με ξέρετε είμαι λιγομίλητη χαχαχα
    Αλλά δεν κάνει να γράφω πολύ, διότι έχω πάθει τενοντίτιδα και πονάει φριχτά.
    Η ιστορία σου όμως Μαίρη μου, συγκλονιστική. Τα είχε όλα.
    Λάτρεψα το στήσιμο των χαρακτήρων, το μυστήριο της πλοκής σου και την ανάλυση των σκηνών σου.
    Επίσης, λάτρεψα που η έναρξη σου δεν προϊδεάζει τη συνέχεια.
    Υπέροχη η έμπνευση σου και ευχαριστούμε πολύ που μας την χάρισες!
    Φιλί γλυκό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρινάκι μου καταρχήν περαστικά. Ξέρω πονάει πολύ το έχω βιώσει και είναι αφόρητο. Χαίρομαι που σου άρεσε και σ' ευχαριστώ πολύ. Η αλήθεια είναι πως το απόλαυσα γράφοντας το. Φιλάκια πολλά μωρό μου!

      Διαγραφή
  6. Ωραιότατο !!! Αστυνομικό θρίλερ με εκπληκτικές περιγραφές, ωραίους χαρακτήρες, προσεγμένες λεπτομέρειες, θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό και ένα τέλος που γίνεται αποδεκτό, παρά τις περί δικαίου αντιλήψεις μας, η αυτοδικία στην περίπτωση αυτή , μάλλον μας ανακούφισε....Σε φιλώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κλαυδία μου σ' ευχαριστώ πολύ χαίρομαι που σου άρεσε! Φιλιά πολλά!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα