Στη σκιά του σκότους - Μουσικές Ιστορίες#2

 



Η τέταρτη σκοτείνη ιστορία μας έρχετε από την Μαίρη του ΓΙΗΝΗ ΜΑΤΙΑ...


Στη σκιά του σκότους




Καθώς το σκοτάδι υπερτερούσε σταδιακά του φωτός, στήνοντας το μαύρο του σκηνικό για τον ερχομό της νύχτας, στο βάθος άρχιζαν να φαίνονται διάσπαρτα, τα μικρά φωτεινά σπίτια της πόλης, σαν εστίες αντίπραξης. Προς τα εκεί πετούσε τώρα η Θέληση με βιάση, με σκοπό να ανακαλύψει τις φυγάδες, που για το γενικό καλό, καταδικάστηκαν από το βασίλειο των Θεών να ζουν εξόριστες και απομονωμένες. Θα έπρεπε να καταλάβουν, πως η πανουργία τους θα έβρισκε τρόπο να αποδράσουν από τη φυλακή τους, καλύπτοντας τα ίχνη τους ώστε να αργήσει να γίνει αντιληπτή η απουσία τους. 

Στη μικρή πόλη είχαν ήδη εγκατασταθεί, οι πέντε κόρες του σκότους. Ωστόσο λίγη μόλις ώρα από την φυγή τους, η αέναη διαφωνία τους ήταν η αιτία να χωριστούν σε δύο ομάδες. Η Παντία και η Δαιμονία ακολούθησαν την Υπερόλη, που αυτοανακηρύχθηκε αρχηγός. Η Μαινάδα και η Φθονούσα διψώντας για αρχηγία, αρνήθηκαν να ακολουθήσουν, και έφυγαν, για να καταστρώσουν τα σχέδια τους. Να κλέψουν τα ηνία από την αλαζόνα αδελφή τους. Ωστόσο χωρισμένες σε ομάδες ή όχι, το κακό σκορπιζόταν ήδη πάνω από την πόλη των θνητών.

Η Υπερόλη δεν άργησε να βρει τον ιδανικό άνθρωπο, για να στήσει μέσω αυτού το βασίλειο της στον κόσμο. Γρήγορα εντόπισε την σατανική ψυχή του πλούσιου άντρα, που με το μυαλό του και την ασυνειδησία του, λυμαινόταν όποιον και ό,τι μπορούσε να του αποφέρει κέρδος. Διάβασε στο υπολογιστικό του μυαλό, τα σχέδια του για απόκτηση δύναμης, χωρίς σύνορα και ανθρώπινους κανόνες. Διάβασε στα μάτια του την λαγνεία του, καθώς κοιτούσε το δεκαεξάχρονο κορίτσι που τον εκλιπαρούσε να τους βοηθήσει για να γιατρευτεί η δύστυχη μητέρα της. Η αθώα φτωχιά ύπαρξη, διαισθάνθηκε τον γλοιώδη πόθο του δίποδου κτήνους, που απομυζούσε τους κόπους τους καιρό τώρα. Ο πατέρας της ένας απλός άνθρωπος, δεν είχε φωνή, μα ούτε δύναμη να κρατήσει το κεφάλι του ψηλά. Η φωνή του είχε λουφάξει και το κεφάλι του είχε σκύψει, μπροστά στην εικόνα της γυναίκας του και των μικρότερων παιδιών του. Απέναντι τους, ξαπλωμένη άνετα στον καναπέ, η Υπερόλη, με έναν ολοπόρφυρο χιτώνα, παίζοντας με τις τέλειες μπούκλες των βυσσινί μαλλιών της τους παρατηρούσε με χαμόγελο αυτάρεσκο. Πόσο δίκιο είχε που διάλεξε να κάνει νέο σπίτι της το χώρο τούτο! Γνώριζε πως δεν μπορούσε να τη δει, μα άνετα του έδινε τις εντολές της, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην ενσάρκωση της απληστίας και της έλλειψης συνείδησης. Τον έβλεπε να την υπακούει και σαν μαέστρος να χειρίζεται τέλεια την μπαγκέτα της χειραγώγησης των άλλων. Σαν πανούργος δυνάστης που ξέρει να χρησιμοποιεί τη ζωή στις πραγματικές της διαστάσεις. Όχι μικροαστικά και επίπεδα. Αλλά με τη δύναμη του χρήματος και της φιλοδοξίας. Η Παντία πάλι, έθρεφε όλο και πιο πολύ την άπληστη φύση του.

Και η πόλη βοούσε από τα βογγητά της φτωχολογιάς που δεν είχε διέξοδο, ούτε δυνατότητες να πλατύνει τους πνευματικούς της ορίζοντες και να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον. Η Δαιμονία ακολουθώντας τη φύση της, άπλωσε τα πλοκάμια της και φώλιασε στις ψυχές, το φόβο για τις δυνάμεις του σκότους που επιβουλεύονταν τους θνητούς. Χάθηκε το χαμόγελο και η καχυποψία και η έχθρα του διπλανού, χώρισε τους κατοίκους.

Κάτω από την επήρεια τους, ο ένας άρπαζε το υστέρημα του άλλου. Χάθηκε η ασφάλεια και ο αυτοσεβασμός. 

Οι αντοχές των θνητών μειώνονταν, και αρκετοί ήταν αυτοί, που τα δεινά τους τα ονόμασαν μοίρα και τα θεώρησαν ορισμένα από τους Θεούς. Όταν ζεις για καιρό στο βούρκο, θεωρείς πως σου αξίζει μόνο το βρώμικο δέρμα και η ασφυξία της δυσωδίας.

Κι ενώ οι τρεις τους, μέσω του εγωιστή και άσπλαχνου θνητού, ύφαιναν τη καλύπτρα της απελπισίας των θυμάτων τους και τη μελλοντική μαύρη μοίρα του κόσμου, οι υπόλοιπες της παρέας της συμφοράς, συνωμοτούσαν. Το σκυμμένο κεφάλι των κατοίκων, η ανοχή απέναντι στην εκμετάλλευση και η ανυπαρξία αντίδρασης δεν ήταν αρκετά για να ταΐσουν το δικό τους πάθος. 

Ο αχόρταγος πόθος του αφέντη της πόλης και δούλου της αλαζονείας, ήταν ο άσος στο μανίκι τους. Γιατί η βοήθεια στην οικογένεια δόθηκε και η μητέρα απέκτησε ελπίδες για την γιατρειά, μα το αντίτιμο κλήθηκε με έντεχνο τρόπο να πληρωθεί αυτήν ακριβώς την νύχτα. Απόψε στο κρεβάτι ενός μιαρού κτήνους, θα μολυνόταν ανεπανόρθωτα η αγνή ψυχή μιας αθώας παιδούλας, που το αμάρτημα της ήταν η φτώχεια και η αγάπη για τους δικούς της. Στωικά σαν άλλη Ιφιγένεια ετοιμάστηκε να θυσιαστεί στον βωμό της αγάπης, για το καλό της ζωής των υπολοίπων. Κι ο πατέρας; Ο πατέρας ντροπιασμένος κατέφυγε στη λήθη του κρασιού, που όμως ήταν ανίκανο να σβήσει το μέγεθος της ντροπής και της ευθύνης του και να πνίξει τις τύψεις. Η Μαινάδα και η Φθονούσα μιλώντας του ψιθυριστά, έβγαλαν στην επιφάνεια της ψυχής του, όλα όσα ήταν θαμμένα στο υποσυνείδητο του. Την εξευτελιστική θυσία της κόρης του, την αξιοπρέπεια του και την περηφάνια του, που τις πρόδωσε για λιγότερα από τριάκοντα αργύρια. Για τον υπέρογκο τόκο που θα πλήρωναν όχι σε χρήμα μα με την αποδοχή μιας θέσης μόνιμης στο σκοτάδι. Όλα αυτά ήταν πολλά για να τα αντέξει. Πετάχτηκε όρθιος και οι δύο σατανικές μορφές χαμογέλασαν ικανοποιημένες.

Ο πατέρας έτρεχε με αγωνία να προλάβει, ενώ η Μαινάδα και η Φθονούσα του άνοιγαν τους δρόμους και του έδιωχναν τα εμπόδια. Όταν όρμησε στο γραφείο από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, το μάτι του έπεσε στη γυάλινη θήκη με τα όπλα. Την άνοιξε και όπλισε ένα. Κανείς δεν τον πήρε είδηση. Οι ένοικοι του σπιτιού ορατοί και μη, ήταν στο δωμάτιο που μια παιδούλα θα γινόταν το μέσο απόλαυσης ενός φαύλου.

Μόλις που πρόλαβε ο σάτυρος να μολύνει τα χείλη της Άνοιξης και ο πατέρας όρμησε σαν τον εκδικητή που δεν έχει έλεος, στο δωμάτιο. Η σφαίρα τερμάτισε τη βρώμικη ζωή του ακόλαστου, ενώ για πρώτη φορά αποτυπωνόταν η απορία στα πρόσωπα των τριών θυγατέρων του σκότους, και η βαθιά ικανοποίηση στα πρόσωπα των δύο άλλων. Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ένας περίεργος άνεμος σάρωσε το χώρο, καθώς η Θέληση ανακάλυπτε τα ίχνη των πέντε φυγάδων. Εκείνες τράπηκαν σε φυγή, επιζητώντας μια άλλη κρυψώνα στον τεράστιο κόσμο των αδύναμων θνητών, που ήταν φτιαγμένος λες, για να γίνει εύκολα δούλος τους. Και το κυνήγι συνεχίζεται.

Σχόλια

  1. Οργασμός εγγραφής βλέπω!! Είδες Γιώργο τι εμπνεύσεις προκαλείς και προσκαλείς;
    Μαίρη μου αυτό σου το παραμύθι/θριλερ με ανατρίχιασε. Το ζωντανεύεις εντυπωσιακά με όλη την πάλη που γίνεται εσωτερικά στον άνθρωπο όταν μικρόψυχες συμπεριφορές τον εξωθούν στα άκρα. Η πάλη εντός μας για κάθε πράξη μας είναι ολοφάνερη στο διήγημά σου αλλά και η εκμετάλλευση της φτωχολογιάς και της ανάγκης εμετική όπως στην πραγματικότητα
    Μπράβο σου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Άννα μου από μικρόψυχες συμπεριφορές οι άνθρωποι ουκ ολίγες! Δυστυχώς όσο πάνε χειροτερεύουν τα πράγματα! Και μάλιστα ανεξαρτήτως ηλικίας! Και ο φτωχός πάντα βορά στις διαθέσεις των πλουσίων και ιθυνόντων!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ωωωωω Συγκλονιστικό!
    Βρε Μαίρη μου! Δηλώνω και καταθέτω τον θαυμασμό μου για τη σύλληψη, την μυθοπλασία, την ονοματολογία, τους συμβολισμούς αλλά και την πλοκή αυτού σου εδώ του αφηγήματος, του μικρού διηγήματος.
    Μορφές βγαλμένες από τα σκοτάδια των μύθων. Ονόματα βαθύτατα συμβολικά. Περιρρέουσα ατμόσφαιρα ζοφερή. Αλλά το μεγαλείο είναι που; Μα φυσικά στα διδάγματα, που είναι τεράστια και φυσικά ιδιαίτερα ριζοσπαστικά και πολιτικοποιημένα.
    Δεν είναι η μοίρα που κάνει άβουλους τους ανθρώπους, καθώς λες αλλά η έντεχνη και περισπούδαστη χειραγώγηση των ανθρώπων στον ένδεια της φτώχειας και της δουλικότητας. Και σαν έρχεται η ώρα, αυτή η δύναμη της χειραφέτησης και της λύτρωσης έρχεται επαναστατική να δώσει τη λύση ξορκίζοντας τις δυνάμεις του κακού πέρα στον ορίζοντα μέχρι να ξαναβρούν το επόμενο θύμα.
    Εκπληκτικό σαν ιδέα καλή μου φίλη.
    Με εντυπωσιάζει ο οργασμός συγγραφής που έχει βγει από μέσα μας με αφορμή αυτό εδώ το δρώμενο. Κυριότερα δικός σας αγαπημένες μας Κυρίες.
    Μπράβο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είναι κρίμα Γιάννη μου που οι άνθρωποι δεν είναι πάντα σε θέση να ορίσουν τη μοίρα τους. Οι κοινωνίες που χτίσαμε , έτσι όπως τις χτίσαμε κάνουν και τους διαχωρισμούς. Μερικές φορές σκέφτομαι πως ήταν καλύτερη η εποχή που δεν υπήρχε χρήμα ακόμα και έκαναν ανταλλαγή αγαθών, έδινα αυτό που μου περίσσευε και έπαιρνα αυτό που μου έλειπε. Λιγότερες ανάγκες. Όμως η εξέλιξη, ο πολιτισμός καλά βέβαια αλλά σε σκλαβώνουν με τη λάθος χρήση τους και τη λάθος ερμηνεία τους. Όσο για το δρώμενο είναι κρίμα που το έχουμε αγαπήσει μόνο εμείς οι τέσσερις τελικά!

      Διαγραφή
  4. Μαίρη μου ένα τρομερό διήγημα. Θα συμφωνήσω με τα λεγόμενα του Γιάννη και θα προσθέσω πως το όλο στήσιμο και η ονοματοδοσία υφαίνουν περίτεχνα την ιστορία και σε βάζουν μες στον μύθο σου.

    Μαίρη και γω πιστεύω πως θα είμαστα καλύτερα (καλύτεροι άνθρωποι καταρχάς) χωρίς την υπέρμετρη ανάγκη για χρήμα. Δυστήχως η λάθος χρήση και κατανόηση όμως μας οδηγεί σε λάθος δρόμους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα