Το δάσος της Λήθης 22-23 - Μουσικές Ιστορίες#3

 





22. Τα πρώτα στοιχεία

 

«Η Ελεάνορ που είναι;» ρώτησε ο Έντγκαρ τη γυναίκα του την Έλντα.

«Κλεισμένη στο δωμάτιό της. Από το πρωί είναι εκεί», απάντησε εκείνη με εμφανές το στοιχείο του προβληματισμού.

Ο επιβλητικός ώριμος άντρας σηκώθηκε. Ξεφύσηξε ανήσυχος βηματίζοντας στο δωμάτιο του σπιτιού τους.

«Τις τελευταίες μέρες την βλέπω λίγο απόμακρη. Είναι ιδέα μου;» απευθύνθηκε στη γυναίκα του.

«Δεν έχεις άδικο. Το βλέπω και εγώ που είμαι περισσότερο κοντά της…»

«Τι συμβαίνει με την κόρη μας Έλντα;»

«Διακρίνω μια ανησυχία, κάτι σαν φόβο…»

«Ο γάμος! Αυτό θα ‘ναι! Αλλάζει η ζωή της γυναίκα. Είναι μια αλλαγή σημαντική και...καταλαβαίνεις…φοβάται, έχει αναστολές».

«Ξέρω τι λες αλλά δεν μιλάει… την ρώτησα», του απάντησε.

«Μήπως έγινε κάτι με τον Μέλιαν;»

«Δεν ξέρω μπορεί… αλλά είναι και κάτι άλλο… κάτι που έχει να κάνει με τον πεθερό της, το βασιλιά».

«Δηλαδή;»

«Κάτι γίνεται τελευταία στο παλάτι Έντγκαρ, πρέπει να το ξέρεις. Υπάρχει κάποια ταραχή».

Ο άντρας της έδειξε να συμμερίζεται την άποψη.

«Ναι… έμαθα! Κάτι σέρνεται εκεί. Ανησυχία βλέπω. Από τότε, εκείνη τη μέρα με τις άμαξες και τον ανεμοστρόβιλο, ο βασιλιάς είναι ταραγμένος. Κλειστός, φοβικός. Σαν να ανησυχεί για κάτι».

«Η κόρη μας μου είπε κάποια πράγματα που συζήτησαν οι τρεις τους».

«Οι τρεις τους;»

«Ο πρίγκηπας και ο δάσκαλός του, ο Άλαντ».

«Και λοιπόν;»

«Έμαθε για το δάσος, για το πλάσμα πάνω στο βουνό. Επέμενε σε αυτό και στην ιστορία του».

«Και που την ξέρει;»

«Ο Άλαντ τους την είπε, γίνονται διάφορα μέσα στο παλάτι. Μιλάνε για σκιές και μορφές που παρουσιάζονται στο βασιλιά».

«Με βάζουν σε σκέψεις όλα αυτά γυναίκα».

«Τι σε ανησυχεί άντρα μου; Πες μου», του είπε με σεβασμό πλησιάζοντάς τον.

«Δεν ξέρω, δεν έχω κάτι στο μυαλό μου. Αλλά… κάθε τι που έχει σχέση με εκείνο το καταραμένο μέρος με ταράζει. Στέκεται εκεί απέναντί μας στοιχειωμένο, φοβερό, απρόσιτο και εχθρικό. Λες και μας θυμίζει τη σχέση του μαζί μας, λες και κάτι θέλει να μας πει».

«Μην σε παρασύρει το παρελθόν άντρα μου. Το δάσος στέκει εκεί για όλους, όχι μόνο για μας».

«Ναι αλλά όλες οι επιθέσεις εκείνου του καβαλάρη είναι στο στρατό του βασιλιά και, από ότι μαθαίνω, πλέον μέσα στο κάστρο. Η κόρη μας θα γίνει νύφη του, θα ενώσει τη μοίρα της μαζί του».

«Μην μπλέκεις την αγάπη των παιδιών μ’ αυτόν!»

Ο Έντγκαρ άπλωσε τα χέρια του και αγκάλιασε τρυφερά τη γυναίκα του.

«Μακάρι να είναι έτσι, η Ελεάνορ είναι η ζωή μας, το ξέρεις καλά αυτό. Και τρέμω στην ιδέα να κινδυνεύσει από κάτι».

«Ησύχασε, είμαστε κοντά της, όπως πάντα».

Έμειναν εκεί αγκαλιασμένοι στο κέντρο του δωματίου. Το βλέμμα της Ελεάνορ τους είδε από το άνοιγμα της πόρτας. Ένιωσε μια απέραντη γαλήνη να γεμίζει την καρδιά της. Η αγάπη των γονιών της ήταν για εκείνη το καλύτερο ίαμα για της ανησυχίες και τους φόβους της.

 

Στο μεγάλο γραφείο του ο Άλαντ συζητούσε με έναν νεαρότερο άντρα. Το θέμα της κουβέντας τους πρέπει να ήταν σημαντικό γιατί και οι δύο έδειχναν προσηλωμένοι στο διάλογό τους.

«Άκου Φάρελ! Θέλω να δουλέψεις με τους συνεργάτες σου με κάθε διακριτικότητα αλλά και με κάθε προσοχή. Να ψάξετε τα πάντα!» ακούστηκε κάποια στιγμή ο σοφός δάσκαλος.

«Μείνε ήσυχος Άλαντ, θα το κάνουμε και μην ανησυχείς για την εμπιστοσύνη, είναι δοσμένη σε σένα».

Ο Άλαντ έδειχνε ευχαριστημένος, σαν να έβλεπε κανείς μια λάμψη στο πρόσωπό του. Έστεκαν και οι δυο τους όρθιοι στο κέντρο του χώρου. Πιο δίπλα τους, μια ηλικιωμένη γυναίκα καθάριζε και τακτοποιούσε το χώρο. Ήταν η πιστή του βοηθός, η γυναίκα που φρόντιζε το σπίτι του.

«Ρώτα με το όνομά της. Αρμάντια! Δεν μπορεί κάποιος κάτι θα ξέρει. Στην αγορά περισσότερο. Το βασίλειο δεν είναι απέραντο. Κάπου θα υπάρχει ένα φως», είπε στον συνεργάτη του.

Εκείνη τη στιγμή, στο άκουσμα του γυναικείου ονόματος, η γριά γυναίκα άφησε προς στιγμή τη δουλειά της και ακούστηκε να ρωτά τον Άλαντ.

«Δάσκαλέ άρχοντά μου, λες για κάποια Αρμάντια; Ή παράκουσα από τα χρόνια μου».

Γύρισαν και οι δύο προς το μέρος της.

«Ναι, ξέρεις κάτι Άλφια;» τη ρώτησε με αγωνία.

«Δεν ξέρω για ποια μιλάς αλλά πριν πάρα πολλά χρόνια είχα ακούσει μια ιστορία, ναι», απάντησε κάνοντας τους δύο άντρες να αλλάξουν αμέσως ματιές και να κρέμονται στην κυριολεξία πάνω της.

«Μίλα καλή μου, τι ξέρεις;» έκανε ο Άλαντ.

«Πριν περίπου είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια, ήταν μια νεαρή τότε κοπέλα που χάθηκε μέσα στο δάσος. Είχε γίνει θέμα τότε. Οι δικοί της την έψαξαν, κανείς δεν βρήκε ποτέ ίχνη της…»

«Τι λες τώρα; Εγώ που ήμουνα εκείνη την εποχή; Πως και δεν θυμάμαι κάτι;»

«Άρχοντά μου αυτό δεν το ξέρω, νομίζω ότι όλα αυτά έγιναν τότε που χάσαμε τον ευγενικό μας βασιλιά, τον Φάρκας, νομίζω κάτι τέτοιο», είπε και σκέφτηκε νοσταλγικά εκείνες τις παλιές μέρες.

«Άκου Άλφια! Είναι σημαντικό να μάθουμε για εκείνη, οι γονείς της; Που μπορώ να βρω τους γονείς της; Κάποιον δικό της; Ξέρεις κανέναν;»

Η γυναίκα απόρησε με την επιμονή του κυρίου της.  Τον άκουγε με έντονη θέρμη και δεν μπορούσε να καταλάβει.

«Μα τι συμβαίνει μ’ αυτήν; Είναι χαμένη, είναι πεθαμένη.. έτσι λέγανε τότε. Τον πατέρα της τον λέγανε Ιγκόρ αν θυμάμαι καλά και έκανε μπύρα. Προμήθευε και το παλάτι».

«Θαυμάσια Άλφια! Να που θυμάσαι. Ξέρεις που μπορώ να τους βρω, ζουν; Που μένουν; Άλλους συγγενείς ή γνωστούς της γυναίκας;»

«Κανείς τους δεν ζει δάσκαλε! Η μάνα της πέθανε απ τη στενοχώρια της και ο πατέρας της κάηκε…»

«Κάηκε;»

«Ναι, μια νύχτα έπιασε φωτιά το σπίτι τους, τους βρήκαν καμένους με μια ακόμα γριά».

Ο Άλαντ έριξε μια ματιά στον Φάρελ δίπλα του.

«Πήγαινε στην αγορά και προσπαθήστε να μάθετε που είναι το σπίτι τους ή κάποιον που να γνωρίζει, σε περιμένω μόλις έχεις νέα».

Ο άντρας συναίνεσε και έφυγε αφού χαιρέτισε και την γριά γυναίκα.

«Άλφια σε ευχαριστώ πολύ, δεν ξέρεις πόσο χρήσιμα ήταν αυτά που μου είπες».

«Κρίμα στους ανθρώπους άρχοντά μου, κρίμα και στην νέα κοπέλα που χάθηκε τόσο νέα».

«Τι λέγανε τότε για όλα αυτά;»

«Δεν ξέρω δάσκαλε… πολλά ακούστηκαν αλλά τι είναι αλήθεια από όλα αυτά; Πάντως όλα μαζί δεν τα λες και σύμπτωση».

Η Άλφια έφυγε να συνεχίσει τη δουλειά της σε άλλο δωμάτιο. Ο Άλαντ έμεινε να σκέφτεται. Όσα έμαθε πριν λίγο τον έκαναν να ανατριχιάσει. “Πολλά επεισόδια μαζεμένα σε μια αλυσίδα θανάτου, σκεφτόταν.  Μια νεαρή γυναίκα χάνεται στο δάσος, χωρίς να αφήσει ποτέ ίχνη πίσω της. Όλη της η οικογένεια πεθαίνει ο ένας μετά τον άλλον. Μάλιστα ο πατέρας σε φωτιά που έπιασε στο σπίτι. Μια φονική μορφή τριγυρίζει στο δάσος και σκοτώνει. Μπαίνει στο παλάτι, φτάνει στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά, αφήνει απειλητικά μηνύματα. Στέκεται μπροστά του σαν μάγισσα. Έχει τρομερές δυνάμεις. Την παίρνει στο όνομά του ο Ζάρεκ και προσπαθεί να με γλιτώσει απ’ τα χέρια του… οι γραφές του Ράνουλφ μιλάνε για μια μαύρη βασίλισσα, τα σημάδια! Όλα επαληθεύουν τα σημάδια!”

 

Ο Άλαντ έπιασε το κεφάλι του με τα χέρια του. Όλα γύρω του στροβιλίζονταν σαν μια δίνη μέσα στο διάβα του χρόνου. Τυλιγμένα σε βαθιά σκοτάδια. Ένιωθε να έχει ανοίξει μια πόρτα που τον οδηγούσε γρήγορα σε αλήθειες που δεν ήξερε αλλά και που έτρεμε ταυτόχρονα. Έπρεπε να ήταν έτοιμος να αντέξει ότι και αν μάθαινε.


Το σκοτάδι της νύχτας είχε απλωθεί βαρύ αγκαλιάζοντας κάθε γωνιά του Φόριεν. Πυκνά σύννεφα στον ουρανό έκρυβαν το φεγγάρι και έδιναν ένας πρώτης τάξης κάλυμμα απόκρυψης σε εκείνον που θα ήθελε να βαδίσει απόψε στην προστασία των σκιών.  Ο αγέρας είχε σταματήσει και τα ψηλά κλαδιά των δέντρων έστεκαν ασάλευτα λες παγωμένα, ορθώνοντας περήφανα το ανάστημά τους στο έναστρο στερέωμα. Σαν να προσπαθούσαν να κάνουν κι αυτά αισθητή την παρουσία τους σε όσα αστέρια ξετρύπωναν για λίγο στο κενό διάστημα που άφηναν, στο ταξίδι τους, τα σύννεφα.

Αυτήν ακριβώς τη βραδιά γύρευε και η σκοτεινή μορφή να σαλεύει αργά-αργά πάνω στο άλογό της. Με τέτοια σιωπή που λες και το άλογο δεν άγγιζε καν τη γη και αιωρούνταν στον αέρα. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι διακρίνονταν μονάχα μια μεγάλη μπέρτα που αγκάλιαζε εκείνη τη μορφή από τους ώμους ως κάτω στα πόδια της. Το κεφάλι της ήταν σκεπασμένο από μια κουκούλα που την απόκρυβε από κάθε βλέμμα που θα τολμούσε να ρίξει πάνω της κάποιο απρόσκλητο μάτι. Εγκατέλειπε τα στενά της πόλης και ζύγωνε να φτάσει στα πρώτα δέντρα του δάσους. Κάποια στιγμή το φεγγάρι ξέκλεψε λίγο κενό στον ουρανό και η ασημένια του λάμψη απλώθηκε λαίμαργα στη γη. Η μορφή ενός γυναικείου προσώπου διαγράφτηκε μέσα από την κουκούλα.  Και μια λάμψη άστραψε καθώς τα μεγάλα κρύσταλλα από το σπαθί που κρεμόταν στο πλάι της αντίκρισαν της σελήνης την αντανάκλαση. Συνέχιζε το διάβα της έχοντας πάρει πια το μονοπάτι.

«Γλυκέ μου Άνγκορ…» ψιθύρισε τρυφερά σκύβοντας στο κεφάλι του αλόγου της. Φαινόταν σαν επιβλητική Αμαζόνα.

«Είσαι το μόνο πλάσμα που μου απέμεινε. Πιστός σύντροφος, οδηγός και μαχητής… μέχρι τέλους μαζί!»

Η περισυλλογή της κόπηκε απότομα από καλπασμούς αλόγων.

«Εκεί κάποιος είναι εκεί! Σταματήστε τον!» ακούστηκαν κάποιες φωνές. Με μιας η ομάδα των καβαλάρηδων του Φόριεν, στρατός του βασιλιά ξιφούλκησαν και ξεκίνησαν με τα άλογά τους έναν δυνατό καλπασμό προς το μέρος της. Η γυναικεία μορφή έκανε μια άγρια γκριμάτσα στο πρόσωπό της και ένα δηλητηριώδες χαμόγελο σχηματίστηκε στην έκφρασή της.

«Ώρα για μάχη Άνγκορ! Ο βασιλιάς Ζάρεκ μας στέλνει το στρατό του!»

Τράβηξε με μιας τα γκέμια στο άλογό της. Αυτό σηκώθηκε περήφανο και αγριωπό στα πίσω του πόδια αφήνοντας ένα χλιμίντρισμα που έσκισε το δάσος. Οι καβαλάρηδες ζύγωναν προς το μέρος τους με μεγάλη ταχύτητα. Στα χέρια τους κάποιοι κρατούσαν πυρσούς αναμμένους που φώτιζαν το διάβα τους και ολόγυρα ένα μέρος του δάσους. Σε λίγο απέκτησαν άμεση οπτική επαφή μαζί της.

«Στάσου!» φώναξε κάποιος από αυτούς που ήταν προφανώς ο επικεφαλής. Η γυναικεία μορφή τράβηξε το μεγάλο σπαθί από το θηκάρι της. Ξεκίνησε να καλπάζει αναγκάζοντας τους διώκτες της να την ακολουθήσουν. Η απόσταση που τους χώριζε μειωνόταν υπέρ τους αλλά η γυναικεία μορφή τους τραβούσε όλο και βαθύτερα στο δάσος. Οι διώκτες της απλώθηκαν σε διάταξη οριζόντια καθώς συνάντησαν ένα ανοιχτό πλάτωμα και άρχισαν να επιτίθενται εναντίον της σε κυκλική διάταξη. Τότε εκείνη έστριψε απότομα τα γκέμια του αλόγου της. Εκείνο έκανε μια στροφή και βγήκε μέτωπο προς τους διώκτες της. Οι καβαλάρηδες του βασιλιά ξαφνιάστηκαν από την αλλαγή των δεδομένων αλλά θεώρησαν εύκολο στόχο τον μοναδικό τους αντίπαλο. Ώσπου η Αρμάντια φώναξε κάποια λόγια δυνατά που ακούστηκαν σαν βρυχηθμός στο δάσος μέσα. Σε κλάσματα στιγμής πολλαπλά είδωλα δικά της εμφανίστηκαν δίπλα στο άλογό της. Οι καβαλάρηδες έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Ξαφνικά ενώ είχαν έναν στόχο απέναντί τους, έβλεπαν ισάριθμους καβαλάρηδες με την ίδια μορφή να καλπάζουν κατά μέτωπο πάνω τους. Η σύγκρουση που ακολούθησε είχε εικόνες ανείπωτες και σκληρές. Οι ιππείς του Ζάρεκ βρέθηκαν να πολεμούν με σκιές. Με γυναικείες μορφές που ξεπηδούσαν ολόγυρά τους, τρομακτικές, ακαθόριστες. Μία όμως από αυτές ήταν η πραγματική. Και ενώ εκείνοι με τρόμο διαπίστωναν ότι χτυπούσαν μια διάφανη μορφή, η πραγματική Αρμάντια άρχιζε να σκορπά το θάνατο στους ανυποψίαστους αντιπάλους της. Ο ένας μετά τον άλλο οι διώκτες της έπεφταν νεκροί από τα άλογά τους. Το σπαθί της είχε γεμίσει και έσταζε αίμα. Οι δύο τελευταίοι που απέμειναν αποφάσισαν να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια. Στράφηκαν προς τα πίσω και πανικόβλητοι άρχισαν να καλπάζουν προς το Φόριεν. Με ένα της λόγο, η γυναικεία μορφή έκανε τα δικά της είδωλα να χαθούν μέσα σε αναλαμπές από φως, όπως ακριβώς εμφανίστηκαν. Δεν ήθελε να ριχτεί στο κατόπι τους. Σταμάτησε. Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά προς το Βουνό των σκιών. Φώναξε στο άλογό της και ξεχύθηκαν καλπάζοντας μέσα στη νύχτα με ένα παράξενο κιτρινοπράσινο φως να τους τυλίγει. Ώσπου χάθηκαν βαθιά στην καρδιά του δάσους.

 

 

 

 


 

 

23.  Στα καμένα ερείπια

 

Τα στοιχεία που είχε δώσει η Άλφια, η γριά βοηθός του Άλαντ για την Αρμάντια και το παρελθόν, αποδείχτηκαν εξαιρετικά χρήσιμα για να μπορέσει ο Φάρελ, ο συνεργάτης του Άλαντ να βγει στην αγορά να προσπαθήσει να μάθει περισσότερα στοιχεία για εκείνη.  Οι προσπάθειές του δεν άργησαν να αποδώσουν καρπούς και βρέθηκαν οι άνθρωποι που έδωσαν κάποιες πληροφορίες για τους γονείς της. Κράτησε με προσοχή τα στοιχεία και εμφανίστηκε μπροστά στον δάσκαλό του. Εκείνος τον καρτερούσε γεμάτος αγωνία. Περίμενε την άκρη από εκείνο το μεγάλο και μπερδεμένο κουβάρι εκείνων των χρόνων.

«Φάρελ, πες μου ότι βρήκες κάτι!» κρεμάστηκε από τα χείλη του με αγωνία. Το χαμόγελο στα χείλη του τον προετοίμασε για τα νέα που του έφερνε. Τον κάλεσε και έκατσαν στα ξύλινα καθίσματα μπροστά στο γραφείο του.

«Δάσκαλε, η γριά Άλφια είχε δίκιο! Έμαθα για τους γονείς της κοπέλας…»

«Μίλα λοιπόν, κρέμομαι  απ’ το στόμα σου!»

«Όπως μας τα είπε ακριβώς. Οι γονείς της λέγονταν Ιγκόρ και Ρέυντα. Είχε και μια παραμάνα, την Μπρέντα. Χάθηκαν όλοι σε μια νύχτα! Το σπίτι όντως κάηκε εκείνο το βράδυ».

Ο Άλαντ φάνηκε να απογοητεύεται. Ο Φάρελ τον κοίταξε με απορία.

«Τι έπαθες, γιατί συννέφιασες;»

«Γιατί δεν έχουμε τίποτα πια να μάθουμε για εκείνη, πως θα βρούμε μια άκρη», απάντησε ο Άλαντ.

«Άκου δάσκαλε, μου είπαν που θα βρούμε το σπίτι της».

«Πως είναι δυνατόν να υπάρχει μετά από τόσα χρόνια;» του είπε.

«Κι όμως υπάρχουν παρατημένα τα ερείπια. Κανείς δεν βρέθηκε να τα αγγίξει».

Ο Άλαντ σηκώθηκε:

«Μπορείς να πάμε εκεί; Θα το βρούμε;»

«Ναι! Είναι κοντά στα σύνορα της πόλης, νομίζω θα μπορέσω…»

Ο Άλαντ τον κάλεσε να σηκωθεί με ανυπομονησία.

«Σήκω λοιπόν! Τι κάθεσαι! Πάμε, ίσως καταφέρουμε να βγάλουμε κάποια άκρη».

Χωρίς δεύτερη κουβέντα ξεκίνησαν. Το σπίτι ήταν σε ένα ύψωμα κοντά σε ένα μικρό δάσος. Είχε μια όμορφη θέα από εκεί. Δεν έστεκε πολύ ψηλά αλλά μπορούσες να διακρίνεις πέρα μακρινά τον ορίζοντα σχεδόν σε όλα τα σημεία του. Έφτασαν εκεί με μια άμαξα. Ήταν ένας όμορφος συνοικισμός από σπίτια και μικρά χωράφια ολόγυρά τους διάσπαρτα. Μόλις έφτασαν στα μισά του λόφου ο Φάρελ κράτησε την άμαξα.

«Εκεί είναι στις παρυφές του μικρού λόφου», του έδειξε με το χέρι του. Ο Άλαντ επικέντρωσε την προσοχή του. Στο τελείωμα του λόφου ξεχώριζε. Στη θέα του ένιωσαν την καρδιά τους να σφίγγεται. Σαν κάτι μέσα τους να πονούσε.

«Πάμε», είπε ο δάσκαλος και η άμαξα ξεκίνησε παίρνοντας τον φιδίσιο δρόμο προς τα στερνά του λόφου. Ένας σκούρος όγκος ερειπωμένος μεγάλωνε στα μάτια τους όσο πλησίαζαν προς τα εκεί. Το σπίτι έδειχνε να ήταν κάποτε μεγάλο από την έκταση που έπιανε. Έστεκε καταμεσής ενός κτήματος. Αρκετά δέντρα είχαν ζώσει στην κυριολεξία τα ερείπια όπως μπορούσαν να δουν. Έφτασαν πλέον ακριβώς απ’ έξω.

«Σταμάτα εδώ Φάρελ», του είπε. Η άμαξα κοντοστάθηκε. Κατέβηκαν. Ο νεαρός έδεσε τα άλογα. Ο Άλαντ κινήθηκε προς το μέρος που κάποτε πρέπει να ήταν η είσοδος στο μικρό κτήμα. Όλα ήταν ένας σωρός από ερείπια και απομεινάρια θλίψης. Στο εσωτερικό τα πάντα ήταν σκεπασμένα από ξερά και άγρια χόρτα και άπειρους θάμνους, άλλους μεγαλύτερους και άλλους μικρότερους. Ο δάσκαλος προσπάθησε να διαβεί στο εσωτερικό.

«Δεν θα τα καταφέρουμε», τον προειδοποίησε ο Φάρελ. Εκείνος δεν τον άκουσε. Αδιαφορώντας για τα χόρτα και τους θάμνους που αναγκαζόταν να διαπερνά ακολούθησε ένα υποτυπώδες μονοπάτι που πρέπει κάποτε να ήταν η είσοδος προς το σπίτι. Το έβλεπε μπροστά του τώρα γκρεμισμένο. Ελάχιστα ήταν τα ερείπια που είχαν απομείνει. Κάποιοι τοίχοι, κομμάτια από ξύλινα δοκάρια και σιδερένιοι στύλοι. Εκείνο που τους έσφιξε την ψυχή ήταν τα εμφανή σημάδια της φωτιάς που κατέστρεψε τα πάντα εκείνη την ασέληνη νύχτα του φονικού. Τα απομεινάρια των τοίχων έχασκαν μπροστά τους κατάμαυρα και κάποια χοντρά ξύλινα δοκάρια ήταν στις άκρες τους καρβουνιασμένα. Ο Άλαντ ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση, κάτι του έσφιγγε την καρδιά. Μέσα σε αυτό το σπίτι, εκείνη τη νύχτα πέθαναν δύο άνθρωποι. Κάηκαν στη φωτιά.

«Τίποτα από εδώ δεν είναι τυχαίο…» ψέλλισε.

«Άλαντ είπες κάτι;» τον ρώτησε ο Φάρελ που ακολουθούσε. Ο δάσκαλος περιεργάζονταν εξωτερικά τα ερείπια και συνέχισε:

«Νιώθω εδώ την πηγή ενός μεγάλου κακού Φάρελ! Κάτι φρικαλέο γεννήθηκε εδώ. Το νιώθω παντού. Ολόγυρά μας. Στον αέρα, στη γη. Μέσα μας. Σε ολάκερο το Φόριεν. Ακούω τις κραυγές τους φίλε μου, αφουγκράζομαι τον τρόμο τους…»

«Τι πιστεύεις δάσκαλε;» τον ρώτησε ο ακόλουθος του.

«Αυτό που σέρνεται σε τούτη τη γη έχει τη ρίζα του εδώ…» του απάντησε με τον άλλον να ανατριχιάζει.

«Γυρεύετε κάτι άρχοντά μου;»

Η αντρική φωνή τους έκοψε από το παραλήρημα της συγκίνησης στην οποία είχαν περιπέσει. Ένας ηλικιωμένος άντρας έστεκε κοντά τους. Ο Άλαντ γύρισε προς το μέρος του.

«Είστε από εδώ;»

«Ναι, κάθομαι εδώ απέναντι στα σπίτια που βλέπετε».

«Είμαι ο Άλαντ ο δάσκαλος του Φόριεν…» πήγε να πει αλλά ο άλλος τον έκοψε με μια υπόκλιση ευγενείας.

«Σε γνωρίζω σοφέ μου δάσκαλε, όλοι γνωρίζουμε τη μορφή και τη φήμη σου σε τούτο εδώ το μέρος, περισσότεροι εμείς οι παλιότεροι… Είμαι ο Τρόντ, γιος του Μίλας».

«Χαίρομαι που σε γνωρίζω Τρόντ».

«Μυρίζει θάνατο εδώ δάσκαλε! Θάνατο και πόνο!» του είπε.

«Γνωρίζεις πράγματα για την ιστορία του σπιτιού, Τρόντ;» τον ρώτησε ο δάσκαλος.

«Ναι κάποια πράγματα τα ξέρω, βλέπεις ήμουν νέος όταν έγιναν και τα θυμάμαι καλά, τα έζησα με τα μάτια μου».

Ο Άλαντ με τον Φάρελ κοιτάχτηκαν.

«Που μπορούμε να μιλήσουμε ήσυχα;» τον ρώτησαν.

«Ελάτε στο σπιτικό μου, τιμή μου να σας φιλέψω κάτι με τα καλούδια της γυναίκας μου».

 

Οι δύο άντρες τον ακολούθησαν με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία. Ένιωθαν ότι βρισκόταν ακόμα πιο κοντά σε πληροφορίες σε σχέση με τα ξεχασμένα εκείνα πρόσωπα στην ιστορία του Φόριεν. Σε λίγο ήταν στο μικρό καθιστικό του σπιτιού του Τρόντ. Τους καλοδέχτηκε μια ευγενέστατη κυρία, της οποίας τα γλυκά ήταν υπέροχα. Όταν κάποια στιγμή πέρασαν στο θέμα που τους απασχολούσε ένιωσαν πως ναι! Κάτι σημαντικό έβγαινε. Ο Τρόντ τους είπε για την τραγική ιστορία εκείνης της νύχτας με τη φωτιά.

«Πως ξεκίνησε το κακό;» ρώτησε ο Φάρελ.

«Κανείς δεν ξέρει! Όταν το πήραμε χαμπάρι ήταν ήδη αργά. Οι άνθρωποι ήταν παγιδευμένοι, κάηκαν ζωντανοί…»

Συνέχισαν την κουβέντα πάνω σε αυτό το γεγονός ώσπου κάποια στιγμή ο Άλαντ έκανε την ερώτηση.

«Εκείνη η κόρη τους, νομίζω τη λένε Αρμάντια, τι απέγινε;»

Ο Τρόντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Φάνηκε σκεπτικός. Άρχισε να μιλά:

«Τραγική ιστορία κι αυτή άρχοντά μου και λέγονται πάρα πολλά…»

«Τι θες να πεις;» τον ρώτησε ο Άλαντ.

«Η κοπέλα έπεσε στη λίμνη του Μπέλουαρ μέσα στο δάσος. Βρήκαν ίχνη και κομμάτια από το αμάξι της. Το άλογό της γύρισε πληγωμένο πίσω εδώ».

«Εκείνη;» ρώτησε με αγωνία ο Φάρελ.

«Πνίγηκε! Κανείς δεν γλιτώνει από το βάλτο του Μπέλουαρ… όμως…» κόμπιασε.

«Όμως τι;» ρώτησε ο Άλαντ καθώς κρεμάστηκε στο στόμα του.

«Δεν την βρήκαν ποτέ…»

«Μα πως να την βρουν; Στο βάλτο έπεσε έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ξανά.

«Ναι αλλά…»

«Αλλά;»

«Δεν ξέρω… το πράγμα πήρε αλλόκοτη σκέψη. Κάποιοι που ζούσαν μέσα στο δάσος ακόμα και μερικοί περαστικοί δικοί μας, μίλησαν πριν χρόνια για έναν ηλικιωμένο άντρα που ζούσε σε μια καλύβα στο δάσος βαθιά και είχε κοντά μου μια νεαρή κοπέλα».

Πάλι κοιτάχτηκαν αλλόκοτα ο Άλαντ με τον Φάρελ.

«Τι πιστεύεις  εσύ;» τον ρώτησε ο δάσκαλος.

«Είναι άλλο πράγμα αυτό που θα ήθελε η καρδιά μου δάσκαλε και άλλο αυτό που λέει η λογική».

«Τι θες να πεις;» ρώτησε ο Φάρελ.

«Λέγανε φήμες τότε ότι η Αρμάντια ζούσε με εκείνον τον άντρα στο δάσος χωρίς να εξηγούν το γιατί. Κάποιοι ανέφεραν ότι την είχαν συναντήσει στο εσωτερικό του. Όμως… αν η κοπέλα ζούσε, το πρώτο πράγμα που θα έκανε ήταν να αναζητήσει τους δικούς της. Θα κινούσε γη και ουρανό να γυρίσει στο σπίτι της. Ποιος ο λόγος να μείνει εκεί;»

«Ναι, έχεις δίκιο», πρόσθεσε ο Άλαντ.

«Για αυτό σου λέω δάσκαλε. Όλα αυτά μπήκαν στη φαντασία μας.  Ίσως να ήταν αυτά που θα θέλαμε να γίνουν και όχι αυτά που έγιναν», απάντησε ο Τρόντ θλιμμένα.

«Ναι, ακριβώς έτσι. Πολλές φορές η φαντασία μας βλέπει και φτιάχνει πρόσωπα και γεγονότα γιατί το θέλει η καρδιά μας. Τους δίνουμε εμείς ζωή, τα κάνουμε θρύλο, τα πιστεύουμε γιατί έχουμε ανάγκη να το κάνουμε», σχολίασε ο Άλαντ.

«Με καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί είπα έτσι», είπε ο Τρόντ.

«Ναι, απλά… ίσως μερικές φορές…» Δεν έδωσε συνέχεια.

 

Έμειναν για λίγο ακόμα. Στη συνέχεια ευχαρίστησαν το ώριμο ζευγάρι και έφυγαν από το σπίτι τους. Περπάτησαν οι δυο τους στη διαδρομή προς την άμαξα που τους περίμενε. Ο Άλαντ έριξε μια ακόμα ματιά στο καμένο και κατεστραμμένο σπίτι.

«Κανόνισε Φάρελ σε παρακαλώ!»

«Τι δάσκαλε;»

«Αύριο νωρίς το πρωί, με το πρώτο φως της μέρας, ξεκινάμε για το δάσος», του είπε αποφασιστικά. Ο άλλος τον κοίταξε με τρόμο.

«Δάσκαλε; Είσαι στα σωστά σου; Μέσα εκεί κυκλοφορεί ο ίδιος ο θάνατος. Κανείς δεν το τολμά αυτό!»

Ο Άλαντ ήταν σαφής.

«Εμείς θα το κάνουμε Φάρελ! Και έχω λόγο να πιστεύω ότι αυτό που φοβάσαι δεν θα μας αγγίξει».

«Και θα κάνουμε τι στο δάσος;»

«Θα ψάξουμε μήπως βρούμε κάτι, το σπίτι εκείνου του άντρα που ανέφερε ο Τρόντ».
Ο Φάρελ κοίταξε τον δάσκαλο με ένα ύφος που μαρτυρούσε απορία αν εκείνος ήταν στα λογικά του.

«Δάσκαλε πιστεύεις ότι η Αρμάντια έζησε;»

Ο Άλαντ γύρισε πάλι προς το μέρος του. Με μάτια που έλαμπαν αποκρίθηκε.

«Ναι Φάρελ! Μόνο που δεν ξέρω πως ακριβώς μπορεί να είναι αυτό το είδος της ζωής της. Αυτό δεν το ξέρω!»


Συνεχίζεται...


Σχόλια

  1. Ώπα φίλε μου αρχίζει το κουβάρι να ξετυλίγεται! Ο Άλαντ ψάχνει με πολύ σωστό τρόπο και σίγουρα η μοίρα τιμωρός θα τον αφήσει να βρει την αλήθεια πιστεύω. Κάτι που είναι θαμένο δεν σημαίνει πως δεν θα βγει στο φως χρόνια αργότερα. Αναρωτιέμαι αν θα βρουν το σπίτι που λέω μέσα μου πως θα το βρουν, αναρωτιέμαι αν θα είναι ζωντανός ο θετός της πατέρας κι αν θα μάθουν και για το μωρό. Ω ρε πανηγύρια τέτοια θέλω χρυσέ μου και γράφε καλά τα πας και χορταστικά τα κεφάλαια τα ευχαριστήθηκα! Μπράβο Γιάννη μου πολύ όμορφη δουλειά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Είδες Μαίρη μου; Σήμερα είπα να σε "γεμίσω" με διπλή δημοσίευση με κεφάλαια, τα οποία πλέον θα γίνονται όλο και πιο αποκαλυπτικά. Ναι, ο Άλαντ ξεκινά να σκαλίζει το παρελθόν. Ο αγώνας του να "ανακαλύψει" την Αρμάντια, θα είναι σοβαρός, μεθοδικός, ουσιαστικός και φυσικά καθόλου ...ανώδυνος και εύκολος.

      Διαγραφή
  2. Επίσης ξέχασα να σου πω, πως εντοπίζω μυστικά να έχουν οι γονείς της Ελεάνορ; Άρα κάτι τρέχει κι από εκεί. Δεν νομίζω κάτι κακό αλλά μέσα μου η προσοχή μου στρέφεται στην κόρη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η Ελεάνορ είναι ένα κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημά μας. Ως μνηστή του Μέλιαν, ως αγαπημένη του, είναι λογικό να δέχεται έμμεσα μεγάλες επιρροές από αυτήν την ιστορία. Αν οι γονείς της τηρούν κάποια περίεργη στάση θα το δούμε στη συνέχεια.
      Αγαπημένη μου φίλη σε ευχαριστώ πολύ για την ουσιαστική σου συμμετοχή και αλληλεπίδραση.

      Διαγραφή
  3. Ο Άλαντ αρχίζει να ξετυλίγει το νήμα της αλήθειας και τα μυστήρια των γραφών. Μένει να δούμε, η αλήθεια που θα τον οδηγήσει. Γιατί η αυταρέσκεια και ο εγωισμός του Ζάρεκ ίσως να μην αφήσουν την αλήθεια να ακουστεί.
    Έχει ιδιαίτερη σημασία να αξιολογήσουμε την στάση της Ελεάνορ. Είναι έτσι γιατί την συγκλόνισαν όσα έμαθε από τον Δάσκαλο ή κάτι προαισθάνεται πως θα συμβεί;
    Νιώθω πως στα επόμενα κεφάλαια, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, θα έρθουν αντιμέτωποι με την ίδια τους τη Μοίρα!
    Η αγωνία κορυφώνεται σε κάθε κεφάλαιο και πιο πολύ, γιατί οι εξελίξεις όχι απλά τρέχουν, αλλά και πληθαίνουν.
    Ανυπομονώ για τη συνέχεια.
    Καλό Σαββατοκύριακο Γιάννη :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου, καλή μου φίλη.
      Κάθε πρόσωπο στο μυθιστόρημά μας θα έρθει αντιμέτωπο με τη δική του μοίρα. Στο, κατά πόσο, το επηρεάζει η εξέλιξη των γεγονότων. Αν όλοι είναι δεμένοι μαζί σε μια πορεία στην "αυλή του πορφυρού βασιλιά" είναι και αυτό ένα ζητούμενο.
      Ο Άλαντ είναι μεθοδικός και θα αναζητήσει, ως όρο ζωής, την αλήθεια. Ο δρόμος του δεν θα είναι μήτε εύκολος μήτε ακίνδυνος.
      Η Ελεάνορ, νιώθει πράγματα. Αγαπά τον Μέλιαν, συμμετέχει στη ροή των γεγονότων και βιώνει την επίδρασή τους.
      Οι εξελίξεις πληθαίνουν και κάποια στιγμή με γεωμετρική πρόοδο, αυτό δεν είναι ....spoiler.
      Σε ευχαριστώ πολύ καλή μου, ειλικρινά με ενθουσιάζει η επαφή σου με αυτό το έργο. Καλό Σαββατοκύριακο.

      Διαγραφή
  4. Ώστε προβληματίζονται οι γονείς της Ελεάνορ για όσα συμβαίνουν. Δεν δείχνουν να ξέρουν κάτι αλλά γιατί λένε ότι έχουν σχέση με το δάσος; Τι να έχει συμβεί και είναι δεμένοι μαζί του; Ή κατάλαβα λάθος;
    Ο Άλαντ κορυφαίος. Κοίτα να δεις που πιστεύω ότι θα ξετυλίξει το νήμα του μυστηρίου. Και δεν φοβάται να μπει στο δάσος ε; Λες να έχει εμπιστοσύνη στην Αρμάντια; Για να δούμε τι θα βρει αν βρει κάτι.
    Πολύ μου άρεσε που έβαλες δυο κεφάλαια. Σαν νεράκι διαβάζονται. Υπέροχο το έργο σου και γράφε γράφε μην σταματάς
    Καλό Σ/Κο Γιάννη μου
    ΥΓ
    Ο Γιώργος είναι καλά; Όλα εντάξει ΓΙώργο; Στο σπιτικό σου είμαστε πού χάθηκες; Δεν βλέπω και σχολιασμό σου στα κεφάλαια του Γιάννη και μας λείπεις πολύ να το ξέρεις. ΄Καλό Σ/Κο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου!
      Ο Άλαντ ναι έχει κάνει όρο ζωής να φτάσει στην αλήθεια. Νιώθει ότι αυτή είναι σκληρή και επώδυνη, ειδικά μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις με τους γονείς της Αρμάντια αλλά θα το κάνει. Με όσα έχει τραβήξει τον τελευταίο καιρό, για κάποιο λόγο, νιώθει ότι δεν κινδυνεύει να μπει σε έναν βαρύ χώρο, στο δάσος και να βρεθεί αντιμέτωπος με την ίδια. Τον έσωσε ήδη μία φορά. Ευελπιστεί αυτό να είναι μόνιμο και όχι τυχαίο.
      Οι γονείς της Ελεάνορ, ξέρουν την αγάπη της κόρης και του γαμπρού τους για το δάσος. Αυτό τους φοβίζει καθώς και οι ίδιοι είναι επηρεασμένοι με τα γενόμενα εκεί μέσα. Για αυτό βγάζουν φόβο.
      Δύο κεφάλαια ναι! Για να τα απολαύσετε!

      Όσον αφορά το Γιώργο μας! Εντάξει, τον ταλαιπωρώ εγώ με την επιμέλεια που κάνει εδώ για τις αναρτήσεις των κεφαλαίων. Βάλε και την προώθηση που κάνει στα social media. Έχει και τη ....Διαθήκη ναι ; Χαχαχαχαχα.
      Γιώργο φίλε μου, ο λαός σου σε αναζητά!

      Άννα μου, καλό Σαββατοκύριακο κορίτσι μου, ευχαριστώ.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα