Το δάσος της Λήθης 20 - Μουσικές Ιστορίες#3

 


20. Το δεύτερο περιστατικό

 

Επιστροφή στο παρόν

 

Τα δέντρα έκαναν διάφορα σχήματα αλλάζοντας συνεχώς μέγεθος. Άλλοτε γίνονταν όμορφα, καλλίγραμμα, με τα φυσικά τους χρώματα. Άλλοτε όμως άλλαζαν όψη και σχήμα. Μεγάλωναν ξαφνικά με τις κορυφές τους να χάνονται στον απέραντο ουρανό. Το χρώμα τους άλλαζε. Γινόταν σκούρο, σκοτεινό και τα κλαδιά με τα φύλλα άρρωστα. Τα χόρτα ψήλωναν κάτω στη γη. Άρχισαν να κινούνται από έναν παράξενο αγέρα που έκανε ένα ανατριχιαστικό σύριγμα. Έμοιαζαν τότε σαν μια μικρή επιφάνεια θάλασσας που εισχωρούσε βαθιά μέσα στο δάσος. Ξάφνου τα δέντρα σαν να χωρίστηκαν στα δύο, δεξιά και αριστερά και ανάμεσά τους ένα μονοπάτι καμένης γης εισχωρούσε σαν φίδι προς το βάθος. Ένα βάθος που άρχισε ξαφνικά να φωτίζεται από μια πράσινη αντιφεγγιά που δυνάμωνε και στο τέλος έγινε ένα εκτυφλωτικό φως που φωσφόριζε και τύφλωνε. Πέτρες σάλεψαν, κλαδιά σείστηκαν, φύλλα έπεσαν, τριγμοί ακούστηκαν και μια μορφή άρχισε αργά-αργά να ξεχωρίζει από το βάθος του πεδίου. Προχωρούσε προς το μέρος του επιβλητικά. Στην αρχή δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις τι ήταν. Όμως καθώς βάδιζε και πλησίαζε, άρχισε πια να ξεχωρίζει. Ήταν μια γυναικεία μορφή! Ναι! Πανύψηλη. Τα μαλλιά της πλούσια  έπεφταν μακριά δεξιά αριστερά στους ώμους της. Ένα φόρεμα σκούρο κάλυπτε το σώμα της και έπεφτε ως κάτω στα πόδια της. Φαινόταν ακριβό και εντυπωσιακό. Στο στήθος της ψηλά ξεχώριζε κάτι στο δέρμα της που λαμπύριζε. Πάνω από τους ώμους της, δεμένο με μια κρυσταλλική καρφίτσα έπεφτε μια τεράστια μπέρτα επιβλητική που άνοιγε ως κάτω στη γη. Τα μάτια της ήταν φαρμακερά και λαμπύριζαν. Κάποιος θα μπορούσε να ξεχωρίσει μια πηγαία ομορφιά τους. Στο δεξί της χέρι όπως ήταν χαμηλωμένο παράλληλα με το κορμί της ξεχώρισε ένα μεγάλο σπαθί. Η μεταλλική του κόψη γυάλιζε στις αναλαμπές του φωτός. Είχε κατά πολύ πλησιάσει, την έβλεπες τώρα καθαρά. Σήκωσε με μιας το χέρι της και το σπαθί ανέμισε στον αέρα. Ήταν γεμάτο αίματα που έσταζαν σε άλικες σταγόνες κάτω στη γη και την πότιζαν στο διάβα της. Αίμα! Που γινόταν όλο και περισσότερο, σαν λίμνη ορμητική ικανή να παρασύρει και να πνίξει.

 «Στάσου!»

Ούρλιαξε μέσα στην άγρια νύχτα καθώς πετάχτηκε καθιστός στο κρεβάτι του. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα. Έτρεμε από την αγωνία και το φόβο.

«Φύγε από μπροστά μου!» επανέλαβε με υστερική κραυγή.

Η βασίλισσα Άλμπα πετάχτηκε έντρομη από δίπλα του. Δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της τον Ζάρεκ σε τέτοια άθλια εικόνα. Τρόμαξε.

«Τι έχεις, τι σου συμβαίνει;» του φώναξε κρατώντας τον από τους ώμους.

Εκείνος προσπαθούσε κατά κάποιο τρόπο να αποδιώξει από μπροστά του τη γυναίκα με το ματωμένο σπαθί. Όταν κατάλαβε ότι ερχόταν από έναν τρομερό και τόσο ζωντανό εφιάλτη, στήριξε την πλάτη του στο κρεβάτι πίσω του και προσπάθησε να σκουπίσει τον ιδρώτα από το μέτωπό του.

«Εφιάλτης… ήταν τρομερό…» ψιθύρισε. Ανασηκώθηκε καθιστός στο κρεβάτι. Η γυναίκα του εξακολουθούσε να τον κοιτάζει τρομαγμένη. Πήγε δίπλα στο μικρό τραπέζι δίπλα και πήρε την κούπα με το νερό να πιει, να συνέλθει. Η Άλμπα πήρε μια βαθιά ανάσα. Όμως την ίδια στιγμή είδε την μεταλλική κούπα με το νερό να γλιστρά από το χέρι του άντρα της και να πέφτει στο πάτωμα μπροστά του. Τον είδε να παραπατά άναρχα, να βάζει τα χέρια του στο κεφάλι του και να ουρλιάζει βουτηγμένος στον τρόμο. Διάφορα πράγματα παρασύρθηκαν από τα χαμένα του βήματα. Είδε και εκείνη το χέρι του να υψώνεται και το δάχτυλό του να δείχνει στον μεγάλο τοίχο του δωματίου απέναντι. Ένιωσε και η ίδια μια ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί της. Ευθυγράμμισε το βλέμμα της με το δάχτυλό του, εκεί που έδειχνε. Στον απέναντι τοίχο. Ανάμεσα στους δύο αναμμένους πυρσούς γραμμένο με άναρχα γράμματα ακανόνιστου μεγέθους και σχήματος . Ήταν γεμάτα από αίμα το οποίο σχημάτιζε ροές στον τοίχο καθώς κυλούσε κατά γης. Με κομμένη την ανάσα της είδε ότι τα γράμματα σχημάτιζαν μια φράση. Όταν τη διάβασε κατάλαβε πολύ καλά τον τρόμο του Ζάρεκ.

«ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΜΑ ΠΡΩΤΑ ΘΑ ΔΕΙΣ ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ ΘΑ ΠΟΝΕΣΕΙΣ»

 


Ο βασιλιάς είχε γονατίσει στο πάτωμα μέσα σε μια κατάσταση σοκ, να τρέμει ενώ από μέσα του έβγαιναν κάποιες άναρθρες κραυγές. Μέσα στο δώμα εισέβαλλαν οι φρουροί της κλίνης με τον επικεφαλής αξιωματικό. Ο Ζάρεκ ανασηκώθηκε προσπαθώντας να επανέλθει σε μια αξιοπρεπή θέση. Στράφηκε απειλητικός στον αξιωματικό μπροστά του.

«Ποιος μπήκε μέσα στα δώματα του παλατιού; Ποιος;» φώναξε στα μούτρα του. Εκείνος προσπαθούσε να διαχειριστεί πλέον την οργή του.

«Κανείς βασιλιά μου… δεν πέρασε κανείς… σφάλισαν οι είσοδοι παντού νωρίς και φυλάσσονται τα πάντα. Κάθε δωμάτιο. Ειδικά τα δικά σας…»

«Άχρηστοι! Ανίκανοι!» ούρλιαζε μέσα σε ένα αμόκ από μια οργή που έδειχνε να τον ανακουφίζει μετά την ταπείνωση του τρόμου του. Οι στρατιώτες φοβισμένοι κοίταζαν το θέαμα μπροστά τους χωρίς να τολμούν να πουν τίποτα.

«Αν δεν μου βρείτε ποιος μπήκε εδώ θα σας κρεμάσω στον πύργο ψηλά», ούρλιαξε ξανά ανεξέλεγκτος. Εκείνοι έσπευσαν να φύγουν από μπροστά του χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Η βασίλισσα Άλμπα κοιτούσε πότε τη γραφή στον τοίχο και πότε τον άντρα απέναντί της. Εδώ και καιρό παρακολουθούσε τις αλλαγές στη συμπεριφορά του, στο επίπεδο ηρεμίας του αλλά τώρα, αυτό που βίωνε, ήταν μια ραγδαία αποσύνθεση της ψυχραιμίας του στα πρόθυρα μιας κατάρρευσης. Για κάποιο λόγο ένιωσε έναν αδιόρατο κίνδυνο να την τυλίγει. Ποιος έγραψε και πότε αυτή τη γραφή στον τοίχο τους, ματωμένη και με τι; Μια ευθεία απειλή στο βασιλιά. Τι είναι αυτό που θα έβλεπε και η γνώση του θα του έφερνε πόνο; Ανησυχούσε! Ήθελε πολύ κάπου να μιλούσε, να μοιραστεί τους φόβους και την ανασφάλειά της.






Η Τελευταία στροφή

 

Πολύ μακρύτερα από τα βασιλικά δώματα εκείνη τη νύχτα του τόσο ζωντανού εφιάλτη για τον Ζάρεκ, ο Άλαντ, είχε μπροστά του μια σειρά πάλι από βιβλία αλλά και τις παλιές εκείνες περγαμηνές που τον απασχολούσαν τον τελευταίο καιρό. Οι φλόγες από τα φανάρια του και τα κεριά πάλι έστηναν το δικό τους χορό στο μεγάλο δώμα του. Είχε γείρει πίσω το κουρασμένο του κορμί στη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα. Σαν να προσπαθούσε να πάρει ανάσες από έναν μεγάλο κόπο. Μόνο που ο κόπος και η κούραση του ήταν πνευματική.

Στα χέρια του μπροστά του κρατούσε και διάβασε πλέον καθαρά την τελευταία στροφή από το παράξενο αυτό ποίημα που έρχονταν από τα χρόνια εκείνα της Κράγια. Μίλαγε φωναχτά για να ακούει και να εμπεδώνει πάλι όσα άκουγε:

‘’Στα απαλά γκρίζα πρωινά οι χήρες κλαίνε,

οι σοφοί μοιράζονται ένα αστείο.

Τρέχω να προφτάσω τα σημάδια

για να επαληθεύσω αυτά που έχουν ειπωθεί.

Ο γελωτοποιός με τα κίτρινα δεν παίζει πια,

παρά μονάχα τραβά προσεκτικά τις χορδές

και να ‘τος που χαμογελά καθώς χορεύουν οι μαριονέτες στην αυλή του πορφυρού βασιλιά’’

Τώρα είχε τα πάντα! Όλο εκείνο το ποίημα, το γραπτό ενώθηκε σε ένα. Οι στροφές διαβάστηκαν μία προς μία. Και να τώρα αυτή εδώ που κλείνει τα λεγόμενα.

«Τρέχω να προφτάσω τα σημάδια για να επαληθεύσω αυτά που έχουν ειπωθεί», στάθηκε σε αυτή τη φράση με προσοχή. Πολλά ένιωθε να σημαίνουν οι λέξεις. Τα σημάδια που έρχονται, που φτάνουν. Και εκείνος που τα κυνηγά να τα προφτάσει. Με ένα σκοπό. Να επαληθεύσει αυτά που έχουν ειπωθεί.

‘’Ο γελωτοποιός με τα κίτρινα δεν παίζει πια παρά μονάχα τραβά προσεκτικά τις χορδές… καθώς χορεύουν οι μαριονέτες στην αυλή του πορφυρού βασιλιά’’.

Ένιωθε ένα δέος να τον κυριεύει. Ήταν αυτός που θα σήκωνε τελικά το βάρος όλης αυτής της ιστορίας; Τα γενόμενα είχαν πια επιταχυνθεί και όλα έτρεχαν με μεγαλύτερη ταχύτητα από πριν. Ήταν ξεκάθαρο. Όλα οδηγούσαν στην επαλήθευση. Και ‘’οι χήρες που κλαίνε  τα γκρίζα πρωινά’’.

«Θάνατος λοιπόν!» ψέλλισε με προσοχή, λες και δεν ήθελε να τον ακούσει μήτε ο εαυτός του. Κατάλαβε ότι έπρεπε να κινηθεί, να ψάξει, να μιλήσει. Με ποιον όμως. Στο βασιλιά είχε μιλήσει και είχε συναντήσει μια παράξενη αντίδραση, μια αποτροπή, μια βιαιότητα.

Άρχισε να μαζεύει τα βιβλία μπροστά του. Το μάτι του έπεσε πάλι στη σελίδα με το παράξενο εκείνο σχέδιο. Στο σημάδι του Άζερον. Ήταν αποφασισμένος να μιλήσει με τον μαθητή του αλλά και πρίγκηπα, τον Μέλιαν. Ένιωθε πως ήταν στιγμή να μπει πιο αποφασιστικά σε όλο αυτό. Και εκείνος και η νεαρή μνηστή του η Ελεάνορ. Μάζεψε τις περγαμηνές με προσοχή. Είχε απόλυτη ανάγκη να κοιμηθεί. Για να βαστάξει το μυαλό του καθαρό και μετρημένο. Κλείνοντας για μια ακόμα φορά το μάτι του έπεσε στη φράση ‘’...τρέχω να προφτάσω τα σημάδια’’. Ποιος να του έλεγε ότι αυτά είχαν ήδη τρέξει όχι μακριά από εκεί που βρίσκονταν. Μέσα ακριβώς στην καρδιά του παλατιού. Στη βασιλική κρεβατοκάμαρα. Η επόμενη μέρα θα επαλήθευε πράγματι πολλά.

 




Τα χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού του Άλαντ έγιναν ακόμα δυνατότερα. Μέσα στο βαθύ του ύπνο δεν μπορούσε να ξεχωρίσει την πηγή του ήχου που έφτανε στα αυτιά του ακαθόριστη. Καθώς  γίνονταν όλο και πιο δυνατά, κατάφερε να ξυπνήσει. Ελάχιστες θα έπρεπε να ήταν οι ώρες που είχε καταφέρει να κοιμηθεί και να ξεκουράσει το μυαλό του. Η συνεχιζόμενη αποφασιστικότητα των χτυπημάτων στην πόρτα του δωματίου του,  τον έκανε να καταλάβει πως κάτι σοβαρό έπρεπε να συμβαίνει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και άνοιξε την πόρτα. Στο κατώφλι ήταν η ώριμη γυναίκα της υπηρεσίας του που έμενε μαζί του στο σπίτι για χρόνια.

«Τι συμβαίνει Φιόνα;» την ρώτησε.

«Συγγνώμη δάσκαλε…» έκανε εκείνη ανήσυχη «έξω είναι ένας αξιωματικός από το παλάτι και γυρεύει να σας δει επειγόντως, είναι ανάγκη λέει».

«Έρχομαι», της απάντησε.

 

Σε λίγο ήταν στο  μεγάλο δώμα του σπιτιού του. Μπροστά του έστεκε ένας αξιωματικός της φρουράς του βασιλιά.

«Τι θέλετε; Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε ανήσυχος.

«Δάσκαλε Άλαντ, πρέπει να με ακολουθήσετε, σας περιμένει ο βασιλιάς στο παλάτι, είναι εξαιρετικά επείγον», του είπε εκείνος.

«Έγινε κάτι;» τον ρώτησε.

«Δεν γνωρίζω δάσκαλε, μόνο αυτήν την εντολή έχω να σας συνοδεύσω το ταχύτερο».

«Μισό λεπτό να ετοιμαστώ», του είπε και αποσύρθηκε για να ντυθεί.

 

Σε λίγα λεπτά ήταν στην άμαξα συνοδείας που είχε στείλει ο βασιλιάς μαζί με έναν ακόμα στρατιώτη. Ο Άλαντ έριξε μια ματιά στον ουρανό του Φόριεν. Το πρώτο φως της αυγής μόλις που σήμαινε τον ερχομό της καινούργιας μέρας. Στο μυαλό του δεν θα μπορούσαν να μην έρθουν οι σκέψεις της νύχτας. Η τελευταία στροφή. Τα προμηνύματα. ‘’Τρέχω να προφτάσω τα σημάδια’’. Ήρθε η φράση που διάβασε στο νου του και ένιωθε να ανατριχιάζει. Όλα λοιπόν έβγαιναν αληθινά. Άραγε τι είχε συμβεί στο βασιλιά που τον οδήγησε να τον καλέσει τόσο πιεστικά.

Μόλις δρασκέλισε τη μεγάλη είσοδο στο παλάτι είδε αναστάτωση. Υπήρχε κινητικότητα στη φρουρά και μια ένταση που σερνόταν παντού. Ήταν ολοφάνερο. Πέρασε στο εσωτερικό με τη συνοδεία του αξιωματικού. Σε λίγο έμπαινε στο κεντρικό δώμα του παλατιού, στην κατοικία του Ζάρεκ. Τον είδε να βηματίζει άναρχα και νευρικά στο κέντρο της αίθουσας από το ένα άκρο στο άλλο. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο από την ένταση, λες και κάτι επώδυνο πέρασε από πάνω του.

«Βασιλιά μου τι συμβαίνει;» του είπε ο Άλαντ καθώς υποκλίθηκε τιμητικά μπροστά του. Έβλεπε απέναντί του έναν άνθρωπο αγνώριστο. Ένα κράμα φόβου, πανικού θα το έλεγε κάποιος καλύτερα και επιθετικότητας, ήταν αποτυπωμένο στις κινήσεις του.

«Έλα δάσκαλε Άλαντ! Επιτέλους έλα!»

«Είμαι στη διάθεσή σου βασιλιά μου», του απάντησε.

Ήρθε απέναντί του με βλέμμα και ύφος επιθετικό.

«Σου είχα ζητήσει από την προηγούμενη φορά να μου ξεκαθαρίσεις τι συμβαίνει Άλαντ! Τι γίνεται! Τι είναι όλα αυτά! Θα μου εξηγήσει κανείς; Για αυτό είσαι στο βασίλειο, αυτή είναι η δουλειά σου!» του φώναξε κατάμουτρα.

Ο Άλαντ προσπάθησε να είναι απολογητικός αλλά όχι φοβισμένος

«Δεν έχω πάψει στιγμή να ερευνώ και να ψάχνω αυτά που σου έχω αναφέρει βασιλιά Ζάρεκ, μήτε στιγμή…»

«Και λοιπόν; Έκανες κάτι;» τον έκοψε

«Δουλειά μου είναι να ερμηνεύσω, να κάνω δεν έχω αρμοδιότητα», προσπάθησε να του αναλύσει.

«Έλα μαζί μου Άλαντ, έλα να δεις με τα μάτια σου λοιπόν!»

Του έκανε νόημα επιτακτικά να τον ακολουθήσει. Βάδισαν προς το εσωτερικό του παλατιού. Για πρώτη φορά ο Άλαντ περνούσε τα αυστηρά ιδιωτικά δώματα. Απόρησε αλλά γρήγορα θα καταλάβαινε το γιατί. Τον οδήγησε στο κατώφλι μιας μεγάλης ξύλινης πόρτας. Άνοιξαν. Με έκπληξη ο Άλαντ κατάλαβε ότι βρισκόταν στην μεγάλη κρεβατοκάμαρα του βασιλιά Ζάρεκ.  Εκείνος στάθηκε στο κέντρο του μεγάλου και πλούσια διακοσμημένου χώρου. Ένιωσε δέος από τον πλούτο και το διάκοσμο. Ήταν αποκλειστικά οι δύο τους εκεί. Κανείς άλλος. Ο βασιλιάς είχε κλείσει πριν κάθε πρόσβαση σε τρίτους.

«Δες λοιπόν μόνος σου δάσκαλε!» του είπε και έτεινε το χέρι του στον απέναντι μεγάλο πέτρινο τοίχο.

«Δες για να καταλάβεις τι λέω και τι ζητώ!» επανέλαβε ο βασιλιάς.

Ο Άλαντ γύρισε το κεφάλι του προς τα εκεί. Το βλέμμα του στάθηκε σε αυτό που αντίκριζε απέναντί του. Είδε τα γράμματα στον τοίχο. Διάβασε το θανάσιμο μήνυμα προειδοποίηση, είδε αυτό το κόκκινο υγρό στον τοίχο και στο πάτωμα. Ανατρίχιασε από την ευθεία θανάσιμη απειλή και την καταδίκη. Έμεινε άφωνος, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

«Τι έχεις να πεις για όλα αυτά;» τον ρώτησε ο Ζάρεκ.

Ο Άλαντ πλησίασε στον τοίχο. Προσπαθούσε να ανιχνεύσει τη γραφή, το υγρό, το αίμα; Σκέφτηκε.

«Πότε έγινε αυτό, πως;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή.

«Σήμερα τη νύχτα, μετά από έναν τρομερό εφιάλτη». Ο Άλαντ συνέχιζε να κοιτάζει στον τοίχο.

«Τι είδατε βασιλιά μου στο όραμά σας;»

«Όλος ο χώρος είχε γίνει ένα δάσος, και ένα μονοπάτι, από εκεί να!» του έδειξε «και μια μορφή… στην αρχή όμορφη…»

«Τι μορφή;»

«Μια γυναίκα… μια γυναίκα με επιβλητική φορεσιά και περπατησιά, έρχονταν κατά πάνω μου με ένα σπαθί…»



Ο Άλαντ έκλεισε τα μάτια του απ την αγωνία. Όλα τα μελλούμενα ερχόταν να επαληθευθούν.

«Και μετά;»

«Μετά όταν σηκώθηκα το είδα όπως τώρα, όπως το βλέπεις εσύ».

«Αυτή η μορφή βασιλιά μου… θέλω να πω… την γνωρίζετε; σας θυμίζει κάτι;»

Ο Ζάρεκ σφίχτηκε για λίγο, ύστερα απάντησε.

«Όχι! Απολύτως τίποτα! Γιατί με ρωτάς;»

Ο Άλαντ άρχισε να ψελλίζει:

«Η μαύρη βασίλισσα ψάλλει την νεκρική πομπή…»

Ο Ζάρεκ στο άκουσμα της φράσης έγινε έξαλλος, σαν κάτι να τον έπιασε ξαφνικά. Όρμησε στο δάσκαλο, τον άρπαξε από τους ώμους τραβώντας τον προς το μέρος του.

«Άκου να σου πω Άλαντ! Σε έχω στο βασίλειο και καλοπερνάς χρόνια πολλά. Χτίζεις τις ανέσεις σου, τα ξόρκια σου και τα μαγικά σου χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Σε είχε ο πατέρας μου με προνομιακή μεταχείριση».

Ο Άλαντ είχε σοκαριστεί από την ένταση της επίθεσης. Τα λόγια του βασιλιά μέσα στο ημίφως του μεγάλου χώρου ακούγονταν σαν μαχαιριές στην καρδιά του.

«Βασιλιά μου, τι λες;»

«Πάψε γέρο φαντασμένε! Τέτοια κάνεις και στο γιό μου χρόνια και βγήκε χωρίς νεύρο και δύναμη».

«Τι είναι αυτά που ξεστομίζεις!»

Η ατμόσφαιρα μέσα στον επιβλητικό χώρο άρχισε να βαραίνει πάρα πολύ. Το βλέμμα του Ζάρεκ γυάλιζε σαν δαίμονας, έτρεμε ολάκερος από την οργή, κάτι παράξενο σερνόταν μέσα στο χώρο, κάτι σαν επερχόμενη παρουσία. Ο βασιλιάς τράβηξε με το ελεύθερο χέρι του από τη ζώνη του ένα μικρό μαχαίρι. Ύψωσε απειλητικά την κόψη του και την έφερε ίσια μπροστά στο λαιμό του Άλαντ, ο οποίος δεν πίστευε τον εφιάλτη που ζούσε.

«Λέω δάσκαλε Άλαντ ότι, αν δεν μου βρεις λύση σε όλα τούτα και δεν μου πεις που τα βρήκες όλα αυτά τα γραμμένα που λες για ...μαύρες βασίλισσες και απειλές στο θρόνο, αν δεν μου δώσεις λογαριασμό για το τι γίνεται πίσω από τη πλάτη μου, τότε να ξέρεις ότι το κεφάλι σου δεν στέκει καλά στους ώμους σου! Κατάλαβες;» ούρλιαξε με μανία στο πρόσωπό του μπροστά.

«Μιας και ανέφερες τον πατέρα σου βασιλιά, ναι, ήμουν και τότε πλάι του. Αλλά ο ευγενής βασιλιάς Φάρκας  είχε την ικανότητα και τη θέληση να διαβάζει και να σέβεται τα σημάδια ολόγυρά του. Δεν είμαι κοντά σου Ζάρεκ για να ξέρω τι γίνεται στους διαδρόμους του παλατιού σου, να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει».

«Βρες εξήγηση λοιπόν τότε στις αναθεματισμένες τις γραφές σου, δώσε μου κάτι να καταλάβω», του  είπε και έσφιξε τη λαβή γύρω από το λαιμό του.

Ήταν όμως η στιγμή που όλα σκοτείνιασαν απότομα. Μια βοή τάραξε συθέμελα το κτίριο λες και κάποιος γίγαντας ταρακουνούσε τα πάντα. Το μεγάλο δώμα στο βάθος γέμισε με μια ομίχλη που άρχισε να τρυπώνει παντού.

«Μην τολμήσεις να του κάνεις κακό Ζάρεκ!» ακούστηκε λες μέσα απ τα βάθη της γης η φωνή. Την είδαν ξαφνικά μπροστά τους μια απόκοσμη παρουσία. Το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο και δεν διακρινόταν καλά ενώ τα μάτια της έστελναν βλέμματα φωτιά στο βασιλιά που έντρομος πισωπάτησε αφήνοντας το δάσκαλο να αναπνεύσει.

«Ποια είσαι εσύ;» συλλάβισε με τρόμο ο Ζάρεκ οπισθοχωρώντας παρασύροντας πράγματα στο διάβα του, «Φρουρά!» ούρλιαξε. Η γυναικεία μορφή τον πλησίαζε απειλητικά. Το τεράστιο για εκείνη σπαθί σηκώθηκε απειλητικά από τα δύο της χέρια και έγινε δόρυ για να κατευθυνθεί μπροστά του.

«Όσο και να φωνάζεις είσαι μόνος! Ζυγώνει η ώρα που θα πληρώσεις για τα κρίματά σου βασιλιά του Φόριεν».

«Τι θες να πεις….δεν καταλαβαίνω», της είπε. Ο Άλαντ κοιτούσε έκθαμβος την όλη σκηνή που ήταν παντελώς έξω από κάθε λογική. Η γυναικεία μορφή τράβηξε με μιας την κουκούλα απ το κεφάλι της. Μια εκτυφλωτική λάμψη την τύλιξε ολάκερη μέσα σε ένα κύμα που απλώθηκε ολόγυρά της σαν σφαίρα. Με μιας άλλαξε εντελώς όψη. Τώρα διακρίνονταν το πρόσωπο μιας όμορφης νεαρής επιβλητικής γυναίκας με μακριά καστανόξανθα μαλλιά. Ο Ζάρεκ έβαλε τα χέρια του στο πρόσωπό του σαν να προσπαθούσε να προστατευθεί.

«Αρμάντια! Εσύ; Δεν είναι δυνατόν; ….πως;»

«Δεν με περίμενες έτσι; εκλεκτέ πρίγκηπα του Φόριεν. Κοίτα λοιπόν πως έρχονται τα πράγματα και αλλάζουν όλα».

Η άκρη από το σπαθί της άγγιξε το λαιμό του. Στο πρόσωπό του έσταζαν πλέον ρανίδες ιδρώτα τρόμου και αγωνίας.

«Τόσα χρόνια που; Δεν καταλαβαίνω…» κατάφερε να της πει.

«Έχουμε πολλές εκκρεμότητες μαζί άρχοντά μου δεν νομίζεις;»

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα, φωνές και χτυπήματα στη κλειστή πόρτα του δώματος.

«Πατέρα!» ήχησαν οι φωνές του Μέλιαν. «Άνοιξε την πόρτα!»

Η μορφή ξαφνικά έριξε ένα αστραπιαίο βλέμμα πίσω της. Μέσα σε μια αλλόκοτη λάμψη και ομίχλη, άλλαξε ξανά όψη επιστρέφοντας στην φοβερή της εκείνη σκοτεινή φιγούρα.

«Καλή αντάμωση βασιλιά….» ακούστηκε η φωνή της να χάνεται στο χώρο και ύστερα να εξαφανίζεται με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που ήρθε.

Η πόρτα υποχώρησε από τα χτυπήματα των στρατιωτών και του Μέλιαν που εισέβαλλαν αναστατωμένοι στο χώρο. Την ίδια στιγμή ακούστηκε το ανατριχιαστικό χλιμίντρισμα ενός αλόγου από έξω. Ο νεαρός έτρεξε προς το αίθριο της κρεβατοκάμαρας. Η φιγούρα ενός αναβάτη πάνω σε ένα άλογο κάλπαζε φεύγοντας από το παλάτι.

«Πατέρα! Τι συμβαίνει; Τι έγινε εδώ;»

Ο Ζάρεκ ωχρός σαν πεθαμένος έδειχνε να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είδε λίγο πριν. Ο Μέλιαν συνέχισε:

«Δάσκαλε τι γυρεύεις τέτοια ώρα εδώ; Με ειδοποίησε η μητέρα, τι έγινε; Ποιος ήταν εδώ; Ποιος είναι ο καβαλάρης που έφευγε απ το κάστρο; Θα μιλήσει κανείς σας;» φώναξε ο γιος του.

Ο Άλαντ είχε βρει ξανά την αυτοκυριαρχία του. Κοίταξε τον Μέλιαν στα μάτια, ύστερα το βασιλιά που τώρα φορούσε ένα προσωπείο κακίας. Ακούστηκε βλοσυρή και αργή η φωνή του δάσκαλου λες και μιλούσε σε άλλο κόσμο:

«Η μαύρη βασίλισσα! Η μάγισσα της φωτιάς! Αυτά που έχουν ειπωθεί...επαληθεύονται ένα προς ένα, στην αυλή του πορφυρού βασιλιά…»

Το πρόσωπο του Μέλιαν συσπάστηκε από την ένταση και την αγωνία. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στην επιγραφή με τα ματωμένα γράμματα απέναντι στον τοίχο που έχασκαν τρομερή μαρτυρία και απειλή.

 




Να που το μακρινό παρελθόν έρχεται να συναντήσει το παρόν. Να που οι αρχαίες γραφές δείχνουν πλέον φανερά προς το παλάτι. Να που ο πορφυρός βασιλιάς Ζάρεκ είναι το κέντρο του στόχου.

Η ‘’Μαύρη βασίλισσα’’, όσα έχουν ειπωθεί, επαληθεύονται ένα προς ένα. Και εκείνο το όνομα στα χείλη του βασιλιά. ‘’Αρμάντια’’.

Το κεφάλαιο που έρχεται θα βάλει ερωτήματα πολλά και ακόμα μεγαλύτερες αποκαλύψεις...


Συνεχίζεται...


Σχόλια

  1. Δυνατό κεφάλαιο...πώς να μην τρελαθεί ο Ζάρεκ με όλα αυτά τα υπερφυσικά που συμβαίνουν; Τι καλά όμως που τα έζησε και ο Άλαντ. Είναι σημαντικό πιστεύω που άκουσε το όνομα της Αρμάντιας. Η μαύρη βασίλισσα λοιπόν, με την υπερφυσική δύναμη ονομάζεται Αρμάντια αρα ο σοφός δάσκαλος έχει από κάπου να ξεκινήσει.
    Δεν μου άρεσαν οι απειλές του Ζάρεκ προς τον δάσκαλο. Δεν τον βλέπω καλά....
    Τι θα γινει άραγε; Στενεύει ο κλοιός; Τι να έχει στο μυαλό της η μαύρη βασίλισσα;
    Και τα γράμαμτα στον τοίχο άκρως τρομαχτικά. ''Θα δεις, θα μάθεις θα πονέσεις'' και μετά θα πεθάνει λέει το μήνυμα. Τι θα δει αραγε; Τι θα μάθει που δεν ξέρει; Και αυτό θα τον πονέσει εννοεί; Έχει αισθήματα το τέρας του Φιόρεν για να πονέσει;
    Σπουδαία προχωρά Γιάννη μου
    Μπράβο
    Περιμένουμε τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου καλώς όρισες στο δάσος ξανά! Ένα όνομα κάνει την εμφάνισή του στα χείλη του Ζάρεκ. "Αρμάντια"! Εκείνος ξέρει καλά ποια είναι και τι λογαριασμούς έχει με το παρελθόν. Βλέπει καλά στα μάτια του; Μετά από 25 ολάκερα χρόνια, η νεαρή τότε γυναίκα, έρχεται εμπρός του με τη μορφή της εκδίκησης και του φόβου;
      Ο δάσκαλος κινδυνεύει ναι. Ο Ζάρεκ χάνει την ψυχραιμία του καθώς ο κύκλος στενεύει απειλητικά γύρω του. Και φυσικά θα γίνει επιθετικός, ακόμα πιο δολερός και φονικός.
      Σε ευχαριστώ πολύ αγαπημένη μου φίλη για το χρόνο, τη συμμετοχή και την παρουσία. Προχωράμε.

      Διαγραφή
  2. Δε θέλω να πω τα είχα πει εγώ, αλλά τα είχα πει εγώ χαχαχαχαχαχα
    Να λοιπόν που βλέπουμε την Αρμάντια! Την Μαύρη Βασίλισσα!
    Συγκλονιστικό κεφάλαιο! Ο Ζάρεκ ασταθής στην άγνοια και τον φόβο του (αλλά και την ευθυνοφοβία του) βλέπει την ένταση που κλιμακώνεται και ζητάει ευθύνες από τον Άλαντ που ο κακομοίρης δεν φταίει. Όπως είχα φοβηθεί όμως κινδύνευσε. Φαίνεται όμως πως η Μαύρη Βασίλισσα δε θα αφήσει να συμβεί το άδικο.
    Ανυπομονώ να δω πώς θα εξελιχθεί, αλλά και τι ρόλο θα παίξουν ο Μέλιαν και η αγαπημένη του στις εξελίξεις.
    Μας έχεις ανάψει φωτιές Γιάννη! χαχαχα
    Καλή συνέχεια!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου, αγαπημένη φίλη και αναγνώστρια, καλώς όρισες και πάλι στο δάσος!
      Δικαιώνεσαι ναι! Η φονική σημερινή μορφή που κυριαρχεί στο δάσος της λήθης δείχνει να είναι η Αρμάντια του παρελθόντος. Ο Ζάρεκ, ο ολετήρας της, ο άνθρωπος που την κατέστρεψε, γνώρισε αυτό το τρομερό βράδυ της απειλής, την παρουσία της. Και το όνομά της, μπήκε στα έντρομα χείλη του. Πως θα ερμηνεύσει την ολική επιστροφή της; Πως θα αντιδράσει; Ποιος κίνδυνος απλώνεται πάνω στα πρόσωπα που διαπλέκονται μαζί του;
      Χαίρομαι για τις ...αναμμένες φωτιές Μαρίνα μου και ελπίζω να τις διαχειριστούμε σωστά στα επόμενα κεφάλαια.
      Σε ευχαριστώ απ' την καρδιά μου.

      Διαγραφή
  3. Η Αρμαντια εμφανίζεται και ο Ζαρεκ αντιλαμβάνεται τι γίνεται εν πολλοίς. Είναι περίεργος να δω τον τρόπο αντίδρασης του. Θα δείξει μετάνοια ή θα γίνει ακόμα σκληρότερος. Ο γιος του τι ρόλο θα αναλάβει από εδώ κ πέρα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κρίσιμα ερωτήματα Βασίλη μου. Ο γιος και διάδοχος θα εμπλακεί; Και με ποιον τρόπο; Και σε ποια πλευρά και κατεύθυνση;
      Η Αρμάντια επιστρέφει (πως;) από το παρελθόν. Ο Βασιλιάς βρίσκεται μπροστά σε μια παράνοια.
      Σε ευχαριστώ πολύ αγαπητέ φίλε.

      Διαγραφή
  4. Αχα το κουβάρι ξετυλίγεται και το κακό εκδικητής αποκτά όνομα που το μαθαίνει και ο Άλαντ! Ο Ζάρεκ δεν ήθελε να το μάθει τόσο τα έχει κάνει πάνω του και ο πανικός τον τρελαίνει. Όμως γιατί προστάτευσε τον Άλαντ η Αρμάντια; Τι την ένοιαζε αν θα ζήσει ή θα πεθάνει; Άρα σε κάτι της χρειάζεται ο σοφός δάσκαλος ερμηνευτής των σημαδιών. Ενδιαφέρουσα εξέλιξη αλλά όταν είναι να βάλεις μικρά κεφάλαια να μας το λες! Άντε γράφε γιατί η αγωνία μου χτυπάει κόκκινο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαχαχαχαχα Μαίρη μου δεν παίζεσαι! Νομίζω θα συνεχίσω με ...διπλά κεφάλαια ε; Ειλικρινά σε ευχαριστώ κορίτσι μου για τη συμμετοχή και τη ζωντανή σου δράση στο έργο. Τα άλλα πρόσωπα στην αυλή δεν είναι αυτά στα οποία στοχεύει η Αρμάντια. Ο στόχος της είναι συγκεκριμένος και αρχίζει και ξεκαθαρίζει αυτό το τοπίο. Διέπεται από αρχές δικαίου και καλοσύνης για τους αθώους γύρω της και ξέρει να ξεχωρίζει. Έτσι εξηγείται η στάση της, πέραν του ότι ο δάσκαλος Άλαντ είναι κρίσιμος παράγοντας για τη λύση μυστηρίων. Γράφω, γράφω και μάλιστα ταχέως κορίτσι μου. Σε ευχαριστώ.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα