Φόρντ Κορτίνα μοντέλο 1967 - Μουσικές Ιστορίες#2


Ένα επιβλητικό διήγημα από τον φίλο Γιάννη του Ηδύποτον για το δεύτερο τραγούδι των "Μουσικών Ιστοριών"


 Φόρντ Κορτίνα μοντέλο 1967


Μπορεί ακόμα να ήταν λίγο μετά τις έξι το απόγευμα αλλά η χειμωνιάτικη καταιγίδα είχε φορτώσει τα χρώματα της νύχτας έντονα παντού. Η βροχή έξω έπεφτε καταρρακτωδώς και ο ουρανός στην κυριολεξία φεγγοβολούσε από τους κεραυνούς που έπεφταν συνεχώς. Προσπαθούσε να οδηγεί όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά. Είχε αφήσει εδώ και ώρα τον επαρχιακό δρόμο γιατί κάποιες πινακίδες με έργα κυκλοφορίας τον οδηγούσαν σε παράκαμψη. Και αυτή η αλλαγή στην πορεία του, τον οδήγησε αναγκαστικά μέσα από σχεδόν αγροτικούς δρόμους. Ο φωτισμός ήταν στην ουσία ανύπαρκτος και ούτε λόγος να γίνεται για την ποιότητα της ασφάλτου στο δρόμο. Αναγκάστηκε να ελαττώσει ταχύτητα από τις συνθήκες που είχε μπροστά του. Η ορατότητα ήταν ελάχιστα μέτρα, το αυτοκίνητο βάδιζε στην κυριολεξία σε άγνωστα πατήματα και διαδρομές.

 Χωρίς να ξέρει το λόγο άρχισε να νιώθει ανήσυχα. Ένας παράξενος φόβος ερχόταν όλο και πιο κοντά στη σκέψη του και κυρίευε τη λογική του. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του, ήταν περασμένες έξι. Προσπάθησε να ξεθολώσει τα τζάμια στο πλάι του για να μπορεί να βλέπει καλύτερα. Τα φώτα του αυτοκινήτου φώτισαν μια μεγάλη πινακίδα στα δεξιά του. “Τέλος παράκαμψης σε 4 χιλιόμετρα.  Οδηγείτε αργά”.  Ένιωσε καλύτερα. Η πινακίδα ήρθε να του δώσει μια, ψυχολογικά, αναγκαία επιβεβαίωση ότι ήταν στο σωστό δρόμο. Πήρε μια βαθιά ανάσα.

“Άντε, επιτέλους να φύγουμε απ’ αυτό το βάλτο…” ψιθύρισε περισσότερο από ανάγκη να ακούσει τη φωνή του, να δώσει ένα τόνο συντροφιάς στην ανήσυχη μοναξιά του.

 Μια έντονη λάμψη ενός κεραυνού ευθέως μπροστά του και χαμηλά, τον έκανε να χάσει για δευτερόλεπτα την όποια επαφή διατηρούσε με το δρόμο. Ένιωσε το απότομο τράνταγμα βίαιο και το τιμόνι να γλιστρά από τα χέρια του. Το αυτοκίνητο γλίστρησε και πριν προλάβει να καταλάβει τι είχε συμβεί ένιωσε σε κάτι να πέφτει. Παρά τη μικρή του ταχύτητα η αίσθηση της πρόσκρουσης ήταν τέτοια που τον ταλάντωσε σαν εκκρεμές πάνω στη ζώνη ασφαλείας. Η μηχανή έσβησε και το όχημα ακινητοποιήθηκε.

 Στις στιγμές εκείνες σκέφτηκε δύο πράγματα αμέσως. Πρώτον το πόσο καλά έκανε και επέμενε να πείσει τον μηχανικό του να βάλει ζώνες ασφαλείας στο παλιό του αυτοκίνητο. Εραστής γαρ του παλιού, αυτό το μοντέλο, Φορντ Κορτίνα μοντέλο του 1967, το είχε κάτι σαν φετίχ του. Το έπαιρνε μόνο τα Σαββατοκύριακα για τις εκδρομές του και τις προσωπικές του στιγμές. Η άλλη σκέψη ήταν να ανάψει αμέσως τα αλάρμ καθώς δεν ήξερε που ακριβώς είχε σταματήσει και τι είχε συμβεί. Έριξε μια ματιά πίσω στον καθρέφτη. Λίγα μέτρα πιο πριν η ανωμαλία στο οδόστρωμα του επιβεβαίωσε την υποψία ότι έπεσε σε νερόλακκο σε φθαρμένη άσφαλτο και το αυτοκίνητο είχε καταφέρει να την προσπεράσει αλλά είχε σβήσει. Με την ολίσθηση είχε βρεθεί δεξιά σχεδόν έξω απ το δρόμο. Τράβηξε πάνω στο μπουφάν του την κουκούλα του και βγήκε έξω. Η βροχή λυσσομανούσε. Έκανε ένα γύρο εξετάζοντας τα λάστιχα και τους τροχούς. Έδειχναν εντάξει. Επέστρεψε στο εσωτερικό, έλεγξε το δρόμο και γύρισε το κλειδί στο διακόπτη. Με τρόμο διαπίστωσε ότι η μηχανή δεν ξεκινούσε. Μια, δυό, τρεις… άπειρες φορές. Η ανταπόκριση ήταν μηδενική.

 Κάποια στιγμή απελπίστηκε, χτύπησε με δύναμη το τιμόνι με τα δύο του χέρια. Μονομιάς θυμήθηκε τα λόγια του φίλου του, “Μην πάρεις το παλιό αμάξι με τέτοιο καιρό, λένε θα ρίξει καταιγίδες, δεν είναι για βόλτα” και αναθεμάτισε το ανόητο πείσμα και την ξεροκεφαλιά που τον χαρακτήριζε. Έριξε μια ματιά έξω. Ένας ξύλινος παλιός φανοστάτης στο δρόμο έδινε φως στο μέρος που ήταν. Δεν είχε επιλογές πολλές και οι χτύποι της καρδιάς του άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονοι. Βλαστήμησε την ατυχία του, έβαλε πάλι την κουκούλα του, πήρε και μια μικρή ομπρέλα που είχε στο εσωτερικό της πόρτας και βγήκε.

 Έκανε έναν κύκλο με τα μάτια του. Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς σε μια απόσταση διακοσίων-τριακοσίων μέτρων από εκεί είδε να διαγράφεται ο όγκος ενός οικήματος με ψηλά δέντρα ολόγυρα. Ένα αμυδρό φως που νικούσε την πυκνότητα της βροχής του έδωσε ακόμα περισσότερες ελπίδες. Εκεί ήταν ο φάρος του και η μοναδική εναλλακτική του λύση. Όλα απόψε τον οδηγούσαν εκεί. Η εκδρομή του, η καταιγίδα, τα έργα στο δρόμο, η λακκούβα, η βλάβη στο αυτοκίνητο.

 Τα μέτρα που περπάτησε για να φτάσει στο οίκημα απέναντι, του φάνηκαν σαν να ανέβηκε βουνό. Βουτώντας μέσα στη λάσπη από χωμάτινα μονοπάτια, έχοντας στην κυριολεξία γίνει μούσκεμα και γεμάτος χώμα ως τα γόνατα κατάφερε να προσεγγίσει το οίκημα απέναντι. Ήταν ένα κτήμα με μαντρότοιχο ολόγυρα, ψηλά κυπαρίσσια και δύο σπίτια στο εσωτερικό του. Ένα μεγάλο που προφανώς ήταν το κύριο και ένα μικρότερο στην άκρη. Ένα μικρό φως έκαιγε μπροστά στην μεγάλη εξώπορτα και ένα στο εσωτερικό του σπιτιού. Έφτασε κοντύτερα σε ένα τσιμεντένιο μικρό δρόμο. Κοντοστάθηκε στη μεγάλη ξύλινη αυλόπορτα. Η σιωπή ολόγυρα ήταν τόσο χαρακτηριστική όσο και παράξενη. Έψαχνε κάτι σαν κουδούνι αλλά δεν βρήκε. Έσπρωξε την πόρτα με τα χέρια του και με μεγάλη χαρά διαπίστωσε ότι άνοιγε. Την τράβηξε τόσο όσο να χωρέσει στο εσωτερικό της αυλής. Η μεγάλη καταιγίδα είχε απλώσει το χώρο σε μια απόλυτη ερημιά. Μέσα του ανησύχησε για την ύπαρξη σκυλιών αλλά θεώρησε ότι αν υπήρχαν θα είχαν ήδη προ πολλού κάνει αισθητή την παρουσία τους. Με έκδηλη την αγωνία τάχυνε το βήμα του προς την κεντρική πόρτα του μεγάλου σπιτιού. Μια ξαφνική αστραπή έδωσε στα μεγάλα κυπαρίσσια ολόγυρα μορφές τρομερές. Με την καρδιά του να χτυπά πια ανεξέλεγκτα έφτασε μπροστά στη μεγάλη κλειστή ξύλινη πόρτα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα χτύπησε πολλαπλά και δυνατά με το χέρι του.

 Η μορφή που πρόβαλε μπροστά του στην μισάνοιχτη πόρτα τον τρόμαξε. Ήταν ένας εξηντάρης άντρας με πυκνά μαλλιά και αρκετά γένια. Ξερακιανός στην όψη και αρκετά σωματώδης. Το βλέμμα του ήταν έντονο και καχύποπτο και η στάση του σώματός του αμυντική και απειλητική.

“Ποιος είσαι τι ζητάς εδώ;” άκουσε τη φωνή του και το βλέμμα του να τον διαπερνά, το άλλο του χέρι δεν φαινόταν πίσω απ την πόρτα.

“Καλησπέρα… σας παρακαλώ, συγγνώμη που ενοχλώ…” του εξήγησε για την ακινητοποίηση του αυτοκινήτου και τα συμβάντα στο δρόμο.

“Και τι θες τώρα;”

“Σας παρακαλώ, ένα καταφύγιο ζητώ μέχρι να περάσει η μπόρα και να δω τι θα κάνω με το αυτοκίνητο”

Εκείνος τον μέτρησε με το βλέμμα απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Ύστερα έριξε μια ματιά πίσω του ολόγυρα.

“Που έμεινε το αυτοκίνητο;”

Του έδειξε πίσω το σημείο με το χέρι του.

“Είσαι μονάχος;” τον ρώτησε.

“Ναι! Μόνος μου…” τον κοίταξε παρακλητικά στα μάτια.

Ο άλλος είδε τα χάλια του με τα μουσκεμένα πόδια, τραβήχτηκε πίσω και άνοιξε την πόρτα.

“Πέρασε μέσα” του είπε.

Έκλεισε την ομπρέλα αφήνοντάς την έξω. Μπήκε. Μπόρεσε να τον δει ολάκερο. Έδειχνε τώρα λιγότερο απειλητικός παρά το ότι στο άλλο του χέρι βαστούσε έναν μεγάλο σιδερολοστό.

“Να βγάλω τα παπούτσια μου, είναι γεμάτα λάσπες και νερό” του είπε.

“Είσαι χάλια. Βγάλε τα παπούτσια σου εκεί και κόπιασε μέσα” απάντησε.

Το έκανε με μια αίσθηση ανακούφισης. Ο ώριμος άντρας βάδισε σε ένα χολ και μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο, προφανώς κάτι σαν σαλόνι υποδοχής. Η στέγη στο σπίτι ήταν ξύλινη με μεγάλα δοκάρια. Όλα έδειχναν παλιά αλλά καλοδιατηρημένα, αρχοντικά. Μεγάλα βαριά ξύλινα έπιπλα γέμιζαν το χώρο. Η ζεστασιά της φωτιάς από ένα μεγάλο τζάκι έγινε αμέσως αισθητή από τον νεαρό άντρα. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού πάτησε έναν διακόπτη και δύο λάμπες από ένα παλιομοδίτικο πολύφωτο φώτισαν διακριτικά το χώρο.

Ο άντρας τον οδήγησε απέναντι απ τη φωτιά. Του έδειξε έναν μεγάλο καναπέ.

“Κάτσε εκεί να στεγνώσεις τα πόδια σου και να ζεσταθείς, έξω χαλάει ο κόσμος”, του είπε.

 Πράγματι η αίσθηση της φωτιάς, ο όμορφος χώρος έδωσαν ακόμα μια αίσθηση ανακούφισης στον νεαρό επισκέπτη. Η φωνή της ξαφνικά έσπασε τη σιωπή:

“Ποιος είναι πατέρα; Με ποιον μιλάς;”

 Το δωμάτιο έλαμψε με την ομορφιά της. Μπήκε μέσα και στάθηκε ξαφνιασμένη στη θέα του επισκέπτη τους. Τα μάτια τους διασταυρώθηκαν με μιας. Ήταν καστανή, με μια γλυκιά ομορφιά στο πρόσωπο και στο σώμα, τα μαλλιά της έπεφταν στους ώμους της, τα χείλη της κόκκινα και οι καμπύλες του σώματός της διαγράφονταν έντονα κάτω από τα πρόχειρα ρούχα της. Ο ώριμος άντρας έμεινε στην ανταλλαγή της ματιάς τους.

 “Από εδώ η κόρη μου η Σύλβια, εγώ είμαι ο Νικήτας…” του είπε. Ο νεαρός άντρας ξεκόλλησε το αμήχανο βλέμμα του από την κοπέλα.

“Και εγώ ο Αχιλλέας…” απάντησε απλώνοντας το χέρι του με διάθεση. Ο Νικήτας τον κοίταξε  χωρίς να απλώσει το δικό του και ο νεαρός συνέχισε απευθυνόμενος στην κοπέλα.

“Σας ζητώ συγγνώμη για το βάρος, απλά μου έτυχε κάτι μέσα σε όλον αυτό το χαμό και μάλλον είστε η σωτηρία μου…”

“Ο κύριος, Σύλβια, θα μείνει εδώ προς το παρόν μέχρι να δούμε τι θα γίνει με τη μπόρα”, είπε και κάθισε αντίκρυ του σε μια πολυθρόνα. Η κοπέλα ξεπέρασε το σοκ του αιφνιδιασμού και πλησίασε προς το μέρος τους.

“Καλώς ήλθατε κύριε Αχιλλέα, φυσικά και δεν θα σας αφήσουμε έτσι…”

 Δεν μπορούσε να κρύψει την αναταραχή του στην εμφάνιση και παρουσία της. Κάτι παράξενο έβγαζε αυτή η γυναίκα. Κάτι αν κάλεσμα, σαν προσέγγιση. Προσπαθούσε στη κουβέντα να είναι προσεκτικός, με δυσκολία έλεγχε τα λόγια του για να μην πέσει σε ασυναρτησίες. Είχε καθίσει απέναντί του κάτω από το άγρυπνο μάτι του πατέρα της που το ένιωθε σαν απροσδιόριστη απειλή.

 “Έπεσα πάνω στα έργα που γίνονται στον περιφερειακό δρόμο και βρέθηκα εδώ…” είπε.

“Άσχημη μέρα διάλεξες να ταξιδέψεις, εδώ η βροχή δεν παίζει, την αισθάνεσαι”, του απάντησε εκείνος.

“Πόση ώρα είναι το χωριό από εδώ;”  ρώτησε.

“Περίπου μισή ώρα με το αυτοκίνητο, που θέλετε να πάτε;” τον ρώτησε εκείνη.

“Α είμαστε αρκετά έξω; Μέχρι τα Τρίκαλα πήγαινα…” απάντησε.

“Για δουλειά;” τον ρώτησε ο Νικήτας.

“Όχι είχα ανάγκη από μια εκδρομή, είναι ωραία τα μέρη σας από εδώ” απάντησε ο Αχιλλέας.

“Αν είσαι μακριά από ενοχλητικά μάτια είναι παντού καλά” σχολίασε αινιγματικά ο Νικήτας κοιτώντας τη Σύλβια.

 Οι ώρες περνούσαν με τη βροχή να μην λέει να καλμάρει την οργή της. Το σκοτάδι πλέον έξω είχε απλώσει απόλυτο τη σκιά του. Η ζεστή σοκολάτα που του είχε ετοιμάσει η κοπέλα λειτούργησε μέσα του πολύ όμορφα. Αλλά πιο πολύ εκείνο που τον αναστάτωνε ήταν η ματιά, το βλέμμα της, η ομιλία της. Η αρχική αθωότητα με την οποία τον υποδέχτηκε έδωσε τη θέση της σε μια καλά κρυμμένη λάγνα έκφραση. Μια έκφραση που προσπαθούσε και εκείνη να τιθασεύσει. Σαν να ένιωθε την απειλή του πατέρα της έντονη να την συγκρατεί.  Έπιασαν την κουβέντα. Μίλησαν για διάφορα. Έγιναν αρκετά πιο οικείοι. Όμως πάντα το ύφος του Νικήτα έκρυβαν μια βαθιά εξέταση, μια απόσταση που πολλές φορές την ένιωθες σαν απειλή.

 Κάποια στιγμή ο Νικήτας σηκώθηκε. Έριξε μια ματιά έξω από το μεγάλο παράθυρο.

“Πάω να φέρω ξύλα” είπε και βγήκε. Έμειναν μόνοι. Στο φέγγος της φωτιάς απ το τζάκι. Το βλέμμα τους αφέθηκε λεύτερο, λυτρωτικό, αχόρταγο, να ταξιδέψει στα κορμιά τους. Τον παραξένεψε το διψασμένο βλέμμα της. Σαν κάποια δύναμη να βάσταγε έναν κρυμμένο πόθο, μια φυλακισμένη ηδονή. Τα χείλη της τρεμόπαιξαν και η γλώσσα της κύλισε ζωγραφιστά στα δύο κόκκινα χείλη της. Έπαιζε με τις αντοχές του. Με έναν τρόπο μαγικό, αισθησιακό. Έσκυψε να πάρει το άδειο φλυτζάνι του και τα δύο σφιχτά της στήθη πρόβαλαν στο βλέμμα του. Στην επαναφορά της η φούστα της τραβήχτηκε φανερώνοντας μέρος από τους χυτούς μηρούς της.

 Το ξαφνικό άνοιγμα της πόρτας ήχησε σαν κρότος ανάμεσά τους. Ο πατέρας της επέστρεψε με βροντώδη τρόπο στο χώρο τρομάζοντάς τους έντονα. Στα χέρια του βάσταγε μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα γεμάτη με ξύλα. Ήρθε και την απόθεσε κοντά στο τζάκι. Η Σύλβια σηκώθηκε.

“Πατέρα να σε βοηθήσω…”

“Έξω χαλάει ο κόσμος… δεν λέει να βαστάξει απόψε ο καιρός. Θα μείνεις εδώ…” είπε εκείνος.

“Μα, είναι δυνατόν; Τι λέτε; Να τηλεφωνήσουμε σε ένα ταξί να με πάρει, δεν γίνεται…”

Σήκωσε το βλέμμα του και τον κάρφωσε στα μάτια.

“Που νομίζεις ότι βρίσκεσαι Αχιλλέα! Στην Αθήνα; εδώ είναι χωριό στη μέση του πουθενά, ποιο ταξί θα έρθει να σε πάρει; θα μείνεις εδώ και αύριο κανονίζουμε…”

“Μα….”

“Δεν μου αρέσει να μου φέρνουν αντιρρήσεις” του είπε παγώνοντάς τον πάλι. Γύρισε προς την κόρη του.

“Σύλβια, ετοίμασε σιγά-σιγά να φάμε, έχουμε καιρό να δούμε καλεσμένο σπίτι μας και ελπίζω να το τιμήσει…” είπε με ένα παράξενο ύφος.

 Η κοπέλα έφυγε. Έμειναν οι δυό τους. Έριξε ξύλα στη φωτιά που είχε πάλι φουντώσει. Είδε τον Αχιλλέα που σαν να προσπαθούσε να ρωτήσει κάτι. Αυτός ο ηλικιωμένος άντρας σαν να μυρίζονταν τα πάντα.

“Αν ψάχνεις για τη γυναίκα μου δεν ζει. Έφυγε πριν δυό χρόνια, ζω μόνος μου με τη Σύλβια. Το κτήμα φτάνει και περισσεύει για να ζούμε καλά…”

“Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι…” του είπε ο Αχιλλέας.

“Με τι ασχολείσαι;” τον ρώτησε.

“Τοπογράφος είμαι…”

“Καλή δουλειά…”

“Η κόρη σας;” ρώτησε ο νεαρός.

“Η Σύλβια είναι μαζί μου” του είπε.

“Κάνει κάτι; σπουδάζει;”

Τον κοίταξε στα μάτια.

“Όχι! Ο καιρός των σπουδών έχει περάσει, απλά είναι μαζί μου εδώ”

Ο Αχιλλέας μαζεύτηκε, δεν μπορούσε να ερμηνεύσει αυτήν την επιλογή και του φαινόταν έξω απ τα νερά του αλλά εδώ, όπως του είπε και ο Νικήτας, δεν ήταν Αθήνα.

 Το ξύλινο μεγάλο τραπέζι, κοντά στο τζάκι στρώθηκε περίτεχνα από τα χέρια της Σύλβιας. Ο Αχιλλέας άρχισε να αναρωτιέται πως αυτή η νεαρή γυναίκα, εκεί γύρω στα εικοσιπέντε, έφερνε βόλτα όλο αυτό το σπίτι μόνη της. Ήταν άραγε μόνη της; Ή υπήρχε κάποια υπηρεσία. Και αν, δεν θα είχε κάνει ήδη την παρουσία της; Και γιατί αυτό το όμορφο κορίτσι, πνιγμένο στη ζωή, έμενε εδώ, σε ένα απομονωμένο κτήμα, μόνη με τον πατέρα της. Δεν ήταν όλο αυτό μια φυλακή; Και αυτό το συνεχές βλέμμα επίβλεψης του Νικήτα πάνω της; Αυστηρές οι αρχές στην επαρχία και μάλιστα σε μερικούς οπισθοδρομικές αλλά τόση ένταση; ένα μεγάλο μπρούτζινο κηροπήγιο έδινε το φως του μέσα από δύο χοντρά κεριά πάνω στο τραπέζι. Το φαγητό ήταν νόστιμο πραγματικά και έδιωξε κάθε δεύτερη σκέψη από τον Αχιλλέα για τους παράξενους ενοίκους αυτού του σπιτιού. Χοιρινό με λαχανικά σε πήλινη γάστρα. Με την κατάλληλη σαλάτα, τυρί και ένα εξαιρετικό ροζ κρασί που έδινε μια γευστική κορύφωση και απόλαυση στις αισθήσεις. Και όσο εκείνο κυλούσε στο αίμα του τόσο οι αισθήσεις του χόρευαν στο δικό τους ρυθμό. Και εκείνη η αίσθηση για τη Σύλβια όλο να μεγαλώνει μέσα του. Έλξη, πόθος, επιθυμία. Ναι επιθυμία! Μια επιθυμία που, λες και ερχόταν από κάτι μακρινό, κάτι γνωστό και άγνωστο μαζί που τον τυραννούσε γλυκά. Αλλά ήταν και εκείνα τα βλέμματα σαν σπαθιά του Νικήτα προς τους δυό τους. Κάτω από το πρόσωπό του όπως ήταν ελαφρά σκυμμένος προς το φαγητό του. Έδειχνε να προσπαθεί να ελέγξει τα πάντα. Ένας πατέρας φοβικός, υπερπροστατευτικός; τόσο συντηρητικός;

 Και οι ώρες στο φαγητό κυλούσαν. Και τα κρυφά φευγαλέα βλέμματα της Σύλβια γίνονταν όλο και πιο ηδονικά, όλο και πιο παράξενα. Η νύχτα βάθυνε το πέπλο της και έσπρωξε τις ώρες να διαβούν αρκετά. Τα βλέμματα άρχισαν να βαραίνουν καθώς το κρασί άφηνε τη δική του σφραγίδα επάνω τους. Πρώτος σηκώθηκε ο Νικήτας.

 “Εγώ λέω να σας αφήσω, είναι ήδη αργά και αύριο έχω πολλά το πρωί. Η μέρα εδώ για μας ξεκινά πολύ νωρίς Αχιλλέα” του είπε, “Δείξε του το δωμάτιό του”.

Ο Αχιλλέας σηκώθηκε, “Δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω” του είπε. Εκείνος τον κοίταξε.

“Ελπίζω να έχεις αυτήν τη διάθεση πάντα” του απάντησε αινιγματικά.

Σηκώθηκε και πήγε προς το διάδρομο.

“Μισό λεπτό έρχομαι να σε οδηγήσω” του είπε η Σύλβια ακολουθώντας τον πατέρα της.

Εκείνος έμεινε μόνος. Στο κέντρο της σάλας. Το ξύλο στο σπίτι έδειχνε τόσο ζεστό, τόσο φιλικό. Έκανε κάποια βήματα στο δωμάτιο. Τα μάτια του κάποια στιγμή έπεσαν στο ξύλινο πάτωμα λίγο πριν το διάδρομο. Κάποιες σκούρες χαρακιές παράλληλες μεταξύ τους είχαν σημαδέψει το ξύλο με κατεύθυνση προς την κεντρική πόρτα. Σαν κάποιος να είχε σύρει εκεί κάτι βαρύ. Προχώρησε προς το χολ όταν το αυτί του άκουσε έναν διάλογο χωρίς να μπορεί να καθαρίσει τα λόγια. Μόνο την έντονη απόκριση της Σύλβιας κατανόησε.

“Σταμάτα πια να το κάνεις αυτό! Σε ικετεύω, δεν καταλαβαίνεις ότι δεν οδηγεί πουθενά;”

Έμεινε ξαφνιασμένος να προσπαθεί να ακούσει. Η απάντηση του Νικήτα πνίγηκε στο κλείσιμο μιας πόρτας και δευτερόλεπτα μετά η νεαρή κοπέλα έκανε την εμφάνισή της.

 “Πάμε να σου δείξω το δωμάτιό σου!” του είπε η Σύλβια, καθώς ήρθε κοντά του κρατώντας μια κουβέρτα και μαξιλάρια. Την κοίταξε, προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει την έκφραση του προσώπου της. Ήταν εμφανές ότι ακροβατούσε ανάμεσα σε κάτι που δίσταζε.

“Εδώ είναι του είπε” και του έδειξε την είσοδο. Ήταν μια κλασική μονόφυλλη πόρτα σε καφέ χρώμα.

“Σύλβια!” τη ρώτησε πριν μπει, του είχε ήδη ανοίξει, “Είναι κάτι που θέλεις να μου πεις;” τη ρώτησε προσεκτικά και χαμηλόφωνα. Εκείνη έριξε μια ματιά πίσω της, έδειχνε ανήσυχη. Μπήκε στο εσωτερικό του δωματίου. Την ακολούθησε. Άφησε την κουβέρτα πάνω στο ξύλινο ημίδιπλο κρεβάτι και τακτοποίησε τα σκεπάσματα. Μια ξύλινη στόφα από μαντέμι ήδη φαινόταν να έκαιγε εδώ και ώρα γιατί ήταν πυρωμένη ολόγυρα. Γύρισε προς το μέρος του, τον κοίταξε στα μάτια. Αυτή της η έκφραση!

“Πάρε με από δω σε παρακαλώ!” του είπε κοφτά. “Δεν αντέχεται πια”

Την κοίταξε ίσια στα μάτια. Μια έκφραση κατάφασης και συμφωνίας ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Πλησίασε κοντά της αλλά του γλίστρισε μέσα από τα χέρια. Πριν φύγει του έριξε μια ματιά αποδοχής.

 Οι κεραυνοί  με την καταιγίδα έξω εξακολουθούσαν να μαίνονται. Ξάπλωσε στο κρεβάτι χωρίς να βγάλει τα ρούχα του. Για κάποιο λόγο κάτι τον κρατούσε σε ένταση. Μια αόριστη ανησυχία, κάτι που πλανιόταν στο χώρο και δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί. Τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στο ξύλινο ταβάνι με τις σκιές από το τζαμάκι της ξυλόσομπας να κάνουν παράξενα σχήματα στους τοίχους. Ένιωθε να ανατριχιάζει σύγκορμος. Η κούραση της μέρας και της ταλαιπωρίας τον οδηγούσαν στο να βαραίνουν να βλέφαρά του. Όλα θόλωναν αργά μα σταθερά μέχρι που έχασε την επαφή.

 Τον ξύπνησε ένα πνιχτό τρίξιμο στο πάτωμα. Κάποιος βάδιζε έξω απ’ το διάδρομο. Πρέπει αν είχε αποκοιμηθεί, έριξε μια ματιά στο ρολόι του και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν για πολύ. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο πόμολο της πόρτας που άνοιγε σιγά-σιγά. Ανασηκώθηκε. Η πόρτα άνοιγε αργά μα σταθερά.

 Την είδε που μπήκε στο δωμάτιο σαν σκιά. Έμεινε να την κοιτάζει εμφανώς πιο ήρεμος. Ήταν η Σύλβια. Έριξε μια ματιά πίσω της και έκλεισε την πόρτα. Γύρισε προς το μέρος του. Αυτό που αντίκρισε του έκοψε την ανάσα. Φορούσε ένα νυχτικό σχεδόν διάφανο. Στις ανταύγειες από το λιγοστό φως οι καμπύλες του κορμιού της ήρθαν να τον αναστατώσουν σύγκορμο. Όλα γύρω τους βυθίστηκαν σε έναν διάχυτο ερωτισμό. Χωρίς να ξέρει το πως και το γιατί άφησε τον εαυτό του ελεύθερο.

“Σε περίμενα!” της είπε με φωνή που έτρεμε από προσμονή.

“Γιατί ήρθες εδώ; είναι τόσο επικίνδυνο” τον ρώτησε καθώς πλησίαζε κοντά του.

“Τίποτα δεν μπορούσε να με κρατήσει μακριά!” έφυγε η κουβέντα από το στόμα του την ώρα που τα χείλη της σφράγισαν τα δικά του. Είχε καθίσει δίπλα του και τα χέρια της τον τύλιξαν στην αγκαλιά της. Ανταποκρίθηκε με θέρμη.

“Είναι τρέλα αυτό που έκανες” του είπε καθώς οι κινήσεις των χεριών τους αφαιρούσαν τα ρούχα τους.

“Δεν είχα άλλη λύση” της απάντησε για να προσθέσει “Που είναι; Τι κάνεις;” τη ρώτησε ξαφνικά ανήσυχος.

“Μην φοβάσαι, κοιμάται βαριά, το δωμάτιό του είναι πίσω μακριά από εδώ”

 Τα κορμιά τους κυλίστηκαν ολόγυμνα στο κρεβάτι. Τυλίχτηκαν με ένα έκδηλο πόθο χωρίς αναστολή και όρια. Το κρεβάτι έγινε ο ερωτικός βωμός για να καταθέσουν την ιερότητα και την ηδονή της επαφής τους. Η βροχή ακούγονταν να κροταλίζει ασταμάτητη στην ξύλινη στέγη. Άπλωσε τα χέρια του στα γυμνά της πόδια, στο στήθος, στις σκληρές ρώγες της, στο στόμα της. Τα χείλη τους έκαναν άναρχα ταξίδια σε κάθε εκατοστό του κορμιού τους. Οι κινήσεις τους γίνονταν όλο και πιο ηδονικές, πιο ρυθμικές. Για μια στιγμή τα ανοιχτά πόδια της σφίχτηκαν γύρω από τη μέση του καθώς τον τραβούσε χωρίς φραγμό μέσα της. Τον ένιωθε να γλιστρά στο είναι της βαθιά και να κινείται αχόρταγα σε έναν ρυθμό που γίνονταν όλο και πιο ξέφρενος. Προσπαθούσαν και οι δύο να συγκρατήσουν τα βογγητά τους με μεγάλη δυσκολία. Και ένα ταξίδι προς ένα ξέφρενο οργασμό τους είχε παρασύρει απόλυτα. Κανένα “πρέπει” και “μη” δεν ήταν ικανό να σταθεί εκείνη τη στιγμή ανάμεσά τους. Με μιας κάποια στιγμή έγινε Αμαζόνα στο σώμα του επάνω. Την είδε να κάθεται πάνω του φέρνοντας τα πόδια της γύρω στη μέση του. Χόρευε ηδονικά παίρνοντας εκείνη τον άκρατο ρυθμό επαφής τους. Έβλεπε τα μάτια της υγρά από ερεθισμό, τα χείλη της μισάνοιχτα. Και μέσα στο χορό εκείνο πρόσεξε το πρώτο τικ στην έκφρασή της. Δεν μπόρεσε να το ερμηνεύσει. Τον παραξένεψε που το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο το τικ αυτό έδωσε τη θέση του στο φόβο. Σαν κάτι να έβλεπε στο πρόσωπό του. Ναι, ήταν στην αρχή μια κόκκινη σταλαγματιά αίμα που έπεσε αργά στο στήθος του. Και μετά αυτές οι κατακόκκινες σταγόνες που έρχονταν από το ταβάνι λες, πύκνωσαν στα μάτια της. Το πρόσωπο του Αχιλλέα άρχισε να γεμίζει στο αίμα, ένα αίμα και μια ροή που μόνο εκείνη μπορούσε να δει.

“Σύλβια τι έχεις;” τη ρώτησε καθώς το πρόσωπό της γέμισε με τρόμο, έναν απέραντο τρόμο. Την ταρακούνησε πιάνοντάς την από τα χέρια.

“Πες μου τι έχεις, τι σου συμβαίνει;” της είπε πιο επιτακτικά χωρίς να καταφέρνει όμως να σπάει την παραμορφωμένη εικόνα του προσώπου της.

Την ίδια ακριβώς στιγμή, που δεν μπορούσαν να ακούσουν μήτε να αντιληφθούν, κάποια προσεκτικά βήματα πλησίαζαν εξωτερικά από το διάδρομο.

*********************************

 

Η χθεσινοβραδυνή καταιγίδα είχε δώσει επιτέλους τη θέση της σε έναν καθαρό ουρανό και έναν δυνατό ήλιο να προσπαθεί να στεγνώσει τη μουσκεμένη φύση. Η άνοδος της θερμοκρασίας είχε καταφέρει να στεγνώσει τα καλώδια στον διανομέα στο αυτοκίνητο. Ένιωθε παράξενα σε μια αίσθηση που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Σαν κάτι να πέρασε, να τον άγγιξε, να τον αλλάζει. Η δίψα του ήταν τέτοια που τον οδήγησε στο πρώτο καφενείο που συνάντησε στο χωριό. Πάρκαρε έξω ακριβώς από αυτό και μπήκε μέσα. Ελάχιστοι θαμώνες τον παρατηρούσαν όπως συνηθίζουν στην επαρχία να παρατηρούν κάθε ξένο διερχόμενο στον τόπο τους. Έριξε μια ματιά ολόγυρα.

“Παρακαλώ!” άκουσε τη φωνή του ανθρώπου του καφενείου που τον παρατηρούσε πίσω από τον πάγκο του. Ήταν ένας μεσόκοπος άντρας γύρω στα πενήντα με καστανά αραιωμένα μαλλιά. Τον πλησίασε. Για έναν λόγο που δεν μπορούσε να τον εξηγήσει ένιωθε τα μάτια του άντρα να τον κοιτούν με εμφανή στοιχεία απορίας. Το ίδιο και οι ματιές των άλλων θαμώνων στο εσωτερικό.

“Θα μου κάνεις ένα καφέ γλυκό σε διπλή κούπα” του είπε.

Ο άλλος ανταποκρίθηκε θετικά και δεκτικά. Έκατσε στο ψηλό καρεκλάκι εκεί στο μπουφέ.

“Σας ενοχλεί να καθίσω εδώ;” τον ρώτησε.

“Μα καθόλου” άκουσε την επιδοκιμασία του καφετζή από μέσα που ευκαιρίας δοθείσης συνέχισε, “Είστε ξένος ε;”

“Ναι έρχομαι απ την Αθήνα”

Ο καφετζής επέστρεψε με το δίσκο του, μια μεγάλη κούπα με καφέ και ένα κομμάτι κέηκ συνοδευτικό, τα άφησε εμπρός του. Ο καφετζής έριξε μια ματιά έξω στο αυτοκίνητό του και τον άκουσε να ρωτά:

“Ωραίο εργαλείο! Εξαίρετο!”

“Για το αυτοκίνητο λες;” τον ρώτησε απολαμβάνοντας καφέ και κέηκ μαζί.

“Ναι! Πρέπει να είναι πολύ παλιό, τι μοντέλο είναι;”

“Φορντ Κορτίνα, μοντέλο του 1967”

“Και το διατηρείτε έτσι μετά από τόσα χρόνια; Μπράβο! Μερακλής!” άκουσε τον καφετζή να του λέει μην μπορώντας βέβαια να βγάλει λογική στην κουβέντα του, σαν να απορούσε. Δεν έδωσε σημασία και συνέχισε. Κάποια στιγμή τον ρώτησε εκείνος με τη σειρά του:

“Αυτό το σπίτι εκεί κοντά που περνάει η παράκαμψη…”
“Ποιο λέτε;”

“Ένα μικρό κτήμα με δύο οικήματα αλλά και τα μεγάλα ψηλά κυπαρίσσια”

Ο άλλος του έριξε μια ματιά.

“Α λέτε για το παρατημένο κτήμα με τα δέντρα ναι. Όμορφο, εντυπωσιακό, ειδικά εκείνα τα κυπαρίσσια, στέκουν αρχοντικά αλλά και μελαγχολικά. Βλέπετε είναι ερειπωμένο πια!”

 Άφησε κάτω την κούπα του καφέ σαν να είχε ακούσει κάτι εξωπραγματικό. Κοίταξε τον καφετζή ίσια στα μάτια.

“Τι θες να πεις ερειπωμένο; μια χαρά το είδα;”

Ο άλλος χαμογέλασε βάζοντας και μια πικρία στο ύφος του.

“Μια χαρά; Το κτήμα του Νικήτα; Είναι κλειστό, σφραγισμένο από τότε… κανείς δεν ζυγώνει εκεί πια… μένει έτσι ξένο, μόνο να αργοπεθαίνει στο χρόνο”

Τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια.

“Τι θες να πεις; Τι μου λες τώρα;” τον ρώτησε πιο πιεστικά.

Ο καφετζής τον κοίταξε και του είπε ήρεμα.

“Είσαι ξένος εδώ και δεν γνωρίζεις την ιστορία αυτού του κτήματος. Αν τη μάθεις τότε θα καταλάβεις…”

“Σε παρακαλώ! Μίλα, τι έγινε ς’ αυτό το κτήμα!” του είπε σχεδόν παρακλητικά την ώρα που ο καφετζής τον κοίταζε παραξενεμένος. Ύστερα ξεκίνησε την αφήγησή του.

 “Το κτήμα ήταν ενός ντόπιου από το διπλανό χωριό. Του Νικήτα. Παράξενος άνθρωπος αλλά εργατικός, κοινωνικός. Όμως η ζωή ήταν γι αυτόν μια μεγάλη τραγωδία…”

“Δηλαδή;”

“Σαν έχασε τη γυναίκα του από τον πρώτο του γάμο, είχε μείνει άκληρος. Παντρεύτηκε μια ξενομερίτισσα αρχοντογυναίκα. Και εκείνη σε δεύτερο γάμο. Απ τον πρώτο της είχε μια κόρη, τη Σύλβια. Ένα κορίτσι σαν τα κρύα νερά. Γέμιζε το χωριό βογγητά και αναστεναγμούς σαν περνούσε κατά δω λέγανε οι παλιότεροι…”

“Τι θες να πεις οι παλιότεροι;” τον ρώτησε έχοντας αρχίσει να χάνει τον έλεγχο.

“Εκείνης της εποχής ντε, το 1972. Ο Νικήτας ήταν παράξενος με την θετή του κόρη. Κανείς άντρας δεν τολμούσε να την πλευρίσει. Έκανε σαν λυσσασμένος. Ξέρεις πόσους καβγάδες είχε στήσει εδώ στο χωριό; Στο τέλος περνούσε η κοπέλα και δεν τολμούσε να της μιλήσει κανείς μην μπλέξει με τον υστερικό τον πατριό της…”

“Μα γιατί όλο αυτό;”

Ο καφετζής σκυθρώπιασε, “Δεν ξέρω… κάποια στιγμή άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες…”

“Τι φήμες;”

“Ο Νικήτας έβλεπε τη Σύλβια ...αλλιώς! Δεν ξέρω, μην με κολάζεις, όρκο δεν παίρνω… άλλωστε δεν έχει και σημασία τώρα πια…”

Άρχισε να νιώθει την καρδιά του να χτυπά έντονα.

“Τι θες να πεις;” ρώτησε με φανερή αγωνία.

 “Όλα έγιναν μια νύχτα του χειμώνα. Μια άγρια νύχτα με τα στοιχειά της φύσης να ουρλιάζουν κι αυτά. Έτσι είπε ο ιατροδικαστής, έτσι ακούσαμε απ τη χωροφυλακή”

“Ιατροδικαστής; Γιατί;”

“Ένας εργάτης του Νικήτα, έφτασε στο κτήμα το πρωί. Είχε αργήσει στο χωράφι και ήρθε εδώ να δει τι γίνεται. Μπήκε στο σπίτι καθώς τα βρήκε όλα ανοιχτά. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε στο μεγάλο δωμάτιο ήταν το πτώμα του Νικήτα. Τον βρήκε πεσμένο κάτω πυροβολημένο στο κεφάλι. Η καραμπίνα δίπλα του. Προχωρώντας πιο μέσα βρήκε την κόρη του τη Σύλβια στην κρεβατοκάμαρα νεκρή. Τα δωμάτια ήταν άνω κάτω σαν να είχε γίνει μάχη. Η χωροφυλακή βρήκε ίχνη πάλης και αίμα από τρίτο άτομο. Υπήρχαν ίχνη αίματος παντού στο πάτωμα αλλά και στην καρότσα του φορτηγού του Νικήτα. Μάθαμε ότι το αίμα ανήκε σε τρίτο άτομο…”

“Άντρας ή γυναίκα;” ρώτησε με τρομερή αγωνία.

“Μάλλον άντρας γιατί η πάλη και οι ζημιές ήταν μεγάλες είπαν”

“Και τι απέγινε αυτός ο άντρας; Τι έγινε; Ποιος ήταν;” ρώτησε με αγωνία που τον κυρίευε προκαλώντας την ανησυχία του καφετζή και των άλλων θαμώνων.

“Δεν βρέθηκε ποτέ! Η βροχή είχε εξαφανίσει τα ίχνη. Το φορτηγάκι του Νικήτα ήταν μέσα στη λάσπη. Η χωροφυλακή είπε ότι κάπου τον πέταξε…”

“Κι αν έζησε;”
“Δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα. Έκαναν τον τόπο γύρω άνω κάτω, έψαξαν σπιθαμή κάθε χιλιόμετρο ολόγυρα. Δεν βρέθηκε ποτέ τίποτα…”

“Η κοπέλα;”

“Η Σύλβια βρέθηκε πνιγμένη, στο δωμάτιό της”

“Η αστυνομία τι είπε;”

“Τα στοιχεία έκριναν ότι ο Νικήτας αυτοκτόνησε αφού έπνιξε την κόρη του και μάλλον πρέπει να σκότωσε και τον άντρα που βρέθηκε σπίτι, άγνωστο ποιον. Κανείς δεν τον είχε δει στο χωριό. Μετά το κτήμα ερήμωσε. Όλα ξεχάστηκαν και βούλιαξαν στη λησμονιά. Αλλά γιατί ρωτάς έτσι με ενδιαφέρον;” είπε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

 Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η φωνή της παρουσιάστριας στην τηλεόραση πίσω του, τράβηξε την προσοχή του. Ο ήχος έφτανε στο χώρο πεντακάθαρος μαζί με την εικόνα:

“Σοβαρές εξελίξεις έχουμε με την υπόθεση της ανακάλυψης του παλιού αυτοκινήτου Φορντ Κορτίνα, μοντέλου 1972, που ανασύρθηκε από τη λίμνη. Ένα μακάβριο εύρημα έρχεται σήμερα να αναταράξει τη μικρή κοινωνία…..”

Παράλληλα άρχισαν να προβάλλονται και εικόνες του ρεπορτάζ μαζί. Ο καφετζής και οι θαμώνες καρφώθηκαν με ένταση στο δέκτη να ακούσουν:

Η εικόνα έδειχνε γερανό να ανασύρει αυτοκίνητο από τη λίμνη.

“Ως γνωστό στο εσωτερικό του η Πυροσβεστική με την αστυνομία ανακάλυψαν το σκελετό ανθρώπου νεαρής ηλικίας. Το αποτέλεσμα των εργαστηριακών αναλύσεων σε συνδυασμό με τα αρχεία της αστυνομίας σε αδιευκρίνιστες υποθέσεις έρχονται να ισχυροποιήσουν την άποψη ότι ο σκελετός ανήκει στον Αχιλλέα Αραμπατζή, 32 ετών. Ο νεαρός αγνοείται από το 1972 και εικάζεται ότι ο θάνατός του εμπλέκεται με τα τραγικά γεγονότα που είχαν σημαδέψει τους ομαδικούς θανάτους στο κτήμα του Νικήτα Ιγνατιάδη εκείνη τη χρονική στιγμή…”

 Η Οθόνη της τηλεόρασης παράλληλα με την ανακοίνωση της είδησης έβαλε ένθετη φωτογραφία του νεαρού τότε Αχιλλέα Αραμπατζή. Ο καφετζής έμεινε έντρομος να κοιτάζει παγωμένος την φωτογραφία που ζωντάνευε μπροστά στα μάτια του την εικόνα του νεαρού άντρα που έστεκε μαζί του δευτερόλεπτα πριν με τον οποίον κουβέντιαζαν για τα γεγονότα. Γύρισε με μιας το κεφάλι του απότομα προς το μπουφέ. Η αγωνία του κορυφώθηκε και όλο του το πρόσωπο γέμισε φρίκη. Ο μπουφές ήταν άδειος εντελώς και μόνο εκεί μπροστά έστεκε το σερβίτσιο με τον καφέ που μόλις πριν είχε προσφέρει.

 “Αυτός! Ω Θεέ μου δεν είναι δυνατόν!” ψέλλισε με τρόμο καθώς έριξε νέες ματιές στην εικόνα του στην τηλεόραση μέχρι που αυτή έδωσε τη θέση της στην εκφωνήτρια.

“Δεν είναι δυνατόν!” φώναξε, οι θαμώνες τον κοιτούσαν παράξενα, “Που πήγε;” ούρλιαξε. Οι άλλοι κοιτάζονταν απορημένοι.

“Που πήγε μωρέ; εδώ τώρα στεκόταν”

“Δεν ξέρουμε, δεν είδαμε κάτι” απάντησε κάποιος από αυτούς με τους άλλους να κοιτάζονται μεταξύ τους.

 Έτρεξε προς την έξοδο του καφενείου, με τη βιάση του παρέσυρε διάφορα στο πάτωμα. Κατάφερε να βρεθεί έξω στο δρόμο. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, το κεφάλι του έκαιγε φωτιά. Πανικόβλητος άρχισε να κοιτάζει δεξιά-αριστερά έξω.  Να ψάχνει τον νεαρό άνδρα που λίγο πριν έβλεπε τη μορφή του να ανακοινώνεται ότι είχε βρεθεί θλιβερό απομεινάρι χρόνων, νεκρός στη λίμνη. Κανείς όμως δεν ήταν εκεί! Μήτε αυτός, μήτε το αυτοκίνητό του. Μα ήταν τόσο σίγουρος! Πως μπορεί κανείς να ξεχάσει ένα Φορντ Κορτίνα, μοντέλο 1967, τόσα χρόνια μετά από τότε, να στέκει εκεί σε άριστη κατάσταση. Έλειπαν όλα. Σαν να μην ήρθε ποτέ. Σαν να μην υπήρξε ποτέ!

 

Πίσω σε εκείνη την βραδιά της καταιγίδας το 1972...

 “Πάω να φέρω ξύλα, θα χρειαστούμε τη σόμπα” είπε ο Νικήτας.

“Εντάξει, εγώ θα στρώσω το τραπέζι, πρέπει να φιλοξενήσουμε τον επισκέπτη μας απόψε” πρόσθεσε η Σύλβια ρίχνοντας μια έντονη ματιά στον νεαρό άντρα δίπλα της. Ο ηλικιωμένος άντρας φόρεσε το αδιάβροχό του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Η νεαρή κοπέλα ρίχτηκε στον άλλο.

“Είσαι τρελός! Πως βρέθηκες εδώ;”

Εκείνος έριξε μια προσεκτική ματιά έξω, την άρπαξε από τους ώμους με πάθος.

“Τίποτα δεν μπορούσε να με σταματήσει, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να έρθω ως εδώ. Σκηνοθέτησα λοιπόν την ιστορία με το αμάξι, δεν γίνεται καταλαβαίνεις; πρέπει να φύγεις από εδώ; Δεν μπορεί να σε κρατάει φυλακισμένη, του μίλησες;”

“Θέλω χρόνο, κάτι του είπα αόριστα, αλλά δεν καταλαβαίνει….”

“Αγάπη μου….”

Το χτύπημα στη πόρτα την ώρα που άνοιγε απομάκρυνε τον έναν απ τον άλλον με φόβο. Προσπάθησαν να καλύψουν την αμηχανία τους αλλάζοντας κουβέντα. Ο ηλικιωμένος άντρας τους έριξε μια καχύποπτη ματιά και συνέχισε να κουβαλά τα ξύλα κοντά στην ξυλόσομπα.

 Η συνέχεια της νύχτας ήταν για το νεαρό ζευγάρι μια ερωτική ιεροτελεστία κάτω από την αγωνία της παράνομης και κρυφής συνάντησης. Τα κορμιά τους έγιναν ένα στο δωμάτιο που θα περνούσε τη νύχτα του ο Αχιλλέας μέχρι το πρωί. Μια νύχτα που η συνέχειά της θα ήταν εντελώς μοιραία και τρομερή για όλους…

 Αγκομαχούσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ερωτευμένοι, πεινασμένοι για το ερωτικό τους σμίξιμο. Παραδομένοι στη φωτιά της ηδονής μα και εντελώς απρόσεκτοι και απροστάτευτοι…

 Ο ήχος από το άνοιγμα της πόρτας του δωματίου του ακούστηκε τρομακτικός στα αυτιά τους. Οι ανάσες τους κόπηκαν μονομιάς. Η φωνή του ακούστηκε άγρια, απειλητική και η μορφή του έκλεισε με το μπόι του την πόρτα.

“Το περίμενα λοιπόν ότι δεν θα σεβόσουν τίποτα αλλά αυτό ξεπερνάει κάθε όριο. Άτιμε αλήτη!”

Χώρισαν τις αγκαλιές τους, η επαφή τους κόπηκε με τρόπο βίαιο. Ο νεαρός άντρας σηκώθηκε αποφασισμένος για όλα, οι στιγμές δεν έπαιρναν αναβολή.

“Έχεις το θράσος και μας απειλείς!” φώναξε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο βάζοντας τα ρούχα του.

“Τόλμησες να έρθεις κάθαρμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι… και εσύ, (έδειξε τη Σύλβια), σε είχα προειδοποιήσει, δεν βαστάς μήτε τα προσχήματα, σαν πρόστυχη βρώμα στο ίδιο σου το σπιτικό”

Η κοπέλα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς γινόταν, ο Αχιλλέας ήταν έτοιμος να την υπερασπιστεί με κάθε τρόπο.

“Θα σε σκοτώσω τσογλάνι!” ούρλιαξε ο Νικήτας ορμώντας προς το μέρος του. Η Σύλβια κράτησε με απόγνωση το κεφάλι της με τα δύο της χέρια. Μπροστά στα μάτια της ξεκινούσε μια άγρια πάλη, μια σύγκρουση ανάμεσα στον πατριό της και στον αγαπημένο της. Μια μάχη χωρίς όρια, μια αναμέτρηση τυλιγμένη στο θάνατο. Οι δύο άντρες πιάστηκαν στα χέρια. Σπρώχνονταν παρασύροντας τα πάντα γύρω τους, χτυπιόνταν αλύπητα με κάθε τρόπο. Κυλίστηκαν κάτω πάνω σε έπιπλα και πάλι ξεκινούσαν την πάλη τους. Η πάλη τους μεταφέρθηκε στο χολ και μετά στο άλλο δωμάτιο. Ώσπου κάποια στιγμή ο Αχιλλέας γλίστρισε και έπεσε στο πάτωμα. Πριν προλάβει να σηκωθεί το μεγάλο μαχαίρι που βρήκε ο Νικήτας στο χέρι του κατάφερε θανάσιμο χτύπημα στο σώμα του. Τα ουρλιαχτά της κοπέλας έγιναν ένα με τις κραυγές των αντρών. Μέχρι που κόπασαν όλα σιγά-σιγά και μια ανατριχιαστική σιωπή απλώθηκε στο σπίτι. Ακούγονταν μόνο οι βαριές ανάσες του Νικήτα που σηκώθηκε όρθιος βουτηγμένος στο αίμα. Η Σύλβια είδε στο πάτωμα στον Αχιλλέα νεκρό σφαγμένο αλύπητα από τον πατριό της. Ένας ασύλληπτος τρόμος και ταραχή την έζωσε ολάκερη. Το βλέμμα του Νικήτα ήταν πέρα και έξω από κάθε λογική. Όρμηξε πάνω της.

“Σκάσε!” ούρλιαξε μέσα στο πρόσωπό της. Την έσυρε βίαια απ τα χέρια και το κορμί πίσω στο δωμάτιό της.

“Βούλωσέ το μ’ ακούς; σκάσε!” της είπε ξανά καθώς την πέταγε πάνω στο κρεβάτι.

“Τι έκανες, τον σκότωσες!” φώναξε εκείνη.

Ο Νικήτας αλλόφρων πήρε ένα σχοινί, το τύλιξε στο κορμί της και την έδεσε στο κάθετο δοκάρι του δωματίου.

“Τι κάνεις είσαι τρελός;” πρόλαβε να του φωνάξει πριν της κλείσει το στόμα με ένα μεγάλο σάλι για να μην φωνάζει. Κόλλησε το εφιαλτικό του πρόσωπο στο δικό της.

“Βγάλε το σκασμό! Θα μείνεις εδώ μέχρι να γυρίσω, να ξεφορτωθώ αυτό το τομάρι. Και ύστερα θα δούμε τι θα κάνουμε. Μην τολμήσεις να κάνεις κάτι….”

Τον είδε να φεύγει και να κλειδώνει την πόρτα πίσω της. Το κορμί της τραντάζονταν με ρίγη από αναφιλητά. Άκουσε θόρυβο στο διπλανό δωμάτιο. Σαν κάτι να σέρνεται στο πάτωμα και ύστερα…

 Ύστερα πάλι θορύβους και τέλος τη μηχανή του αυτοκινήτου που ξεμάκραινε. Ο Νικήτας είχε φορτώσει το πτώμα στην καρότσα του φορτηγού, το είχε καλύψει με διάφορα και είχε φύγει να ολοκληρώσει το μακάβριο έργο του.

 Την βρήκε πίσω στην επιστροφή του σιωπηρή ακριβώς στο μέρος που την άφησε. Πήγε κοντά της αποφασιστικά.

“Εντάξει με δαύτον! Τώρα σήκω να καθαρίσουμε το σπίτι!” της είπε καθώς την έλυνε, η κοπέλα τον κοίταξε με ένα βλέμμα αηδίας. Εκείνος, για έναν ανεξήγητο λόγο είχε βρει μια παράξενη ηρεμία, συνέχισε:

“Δεν ήρθε ποτέ κανείς εδώ απόψε! Μόνοι μας είμαστε εδώ και χρόνια, δυό μας και μόνοι θα μείνουμε. Ότι έγινε βαραίνει εμένα. Εσύ δεν έχεις ανάμιξη…”

Την κοίταξε με ένα παράξενο βλέμμα μιας νοσηρής στοργής. Η Σύλβια σηκώθηκε όρθια τρίβοντας τα χέρια της να συνέλθει.

“Τι άνθρωπος είσαι λοιπόν; Τι κατάφερες; Γιατί;” φώναξε δακρυσμένη. Εκείνος πήγε να την πλησιάσει.

“Για σένα…” της είπε με ένα βλέμμα άρρωστα τρυφερό.

“Μην μ’ αγγίζεις κτήνος! Δολοφόνε!” τσίριξε εκείνη εμποδίζοντάς τον.

“Σύλβια… δεν καταλαβαίνεις…”

“Τι να καταλάβω άρρωστε; Τι; Πες μου λοιπόν!”

“Όλοι σε περιτριγύριζαν με τις βρώμικες διαθέσεις τους, όλοι ήθελαν να σε μολύνουν, να ικανοποιήσουν τον πόθο τους….”, τα μάτια του είχαν ανοίξει ορθάνοιχτα, δάκρυα έτρεχαν απ τα μάτια του και τα χέρια του έτρεμαν.

“Είσαι άρρωστος!” του είπε στα μούτρα.

“Εγώ; δεν κατάλαβες λοιπόν τόσα χρόνια Σύλβια; Τίποτα δεν ένιωσες; Δεν έβλεπες ότι είσαι για μένα ολάκερος ο κόσμος, το νόημα στη ζωή μου…”

Η κοπέλα ανατρίχιασε από τρόμο.

“Δεν είναι δυνατόν να το ζω αυτό!” ψέλλισε.

“Κι όμως… είναι ότι πιο αληθινό, πιο καθαρό. Σ’ αγαπούσα… χρόνια ολάκερα μέσα στη σιωπή ς’ αγαπούσα, δεν θα άφηνα ποτέ κανέναν να ς’ αγγίξει, να σε βρωμίσει και εσύ…. Πήγες….”

Η Σύλβια όρθωσε το ανάστημά της μπροστά του.

“Ναι! Πήγα! Εκεί που είναι η ζωή μου! Στην αγάπη, στον έρωτα, στα όνειρά μου που κατέστρεψες, στις στιγμές που μου φυλάκισες, στα ταξίδια που μου στέρησες. Με έκλεισες εδώ βρωμερό κτήνος να ικανοποιήσεις την άρρωστη σκέψη σου…”

“Εγώ;” της είπε.

 Ο διάλογός τους πήρε άγρια τροπή. Εκείνη γίνονταν όλο και πιο επιθετική, πιο ατίθαση, πιο αποκαλυπτική. Εκείνος άρχισε να αφήνει το αίσθημα της παράκλησης και να σκουραίνει στο πρόσωπο. Πήγε κοντά της.

“Πάψε!” της είπε προσπαθώντας να την πιάσει απ τους ώμους. Εκείνη τον χτύπησε στο πρόσωπο.

“Είσαι ένας δολοφόνος, ένας βρώμικος πόρνος στην ψυχή βουτηγμένος στην κόλαση, τραβήξου από κοντά μου, σε σιχαίνομαι…”
“Σύλβια!” ούρλιαξε εκείνος.

“Άφησέ με!”

 Τα χέρια του τυλίχτηκαν στο λαιμό της. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο ίσκιος του θανάτου έκανε ξανά την παρουσία του αισθητή στο σπίτι. Η Σύλβια έμενε ακίνητη με ορθάνοιχτα μάτια μπροστά του άψυχη.

 Μια κολασμένη τρέλα ξέσπασε μέσα του. Λες και η αρρώστια τον τύλιξε ολάκορμο. Την αγκάλιασε σφιχτά ουρλιάζοντας το όνομά της.

“Σύλβια!”

 Προσπαθούσε απεγνωσμένα να της δώσει ζωή με μια παράλογη πλάνη να έχει κυριεύσει το μυαλό του. Δοκίμασε τα πάντα μα στο τέλος πάντα τα ίδια ορθάνοιχτα μάτια της τον κοιτούσαν κατάφατσα τυλίγοντάς τον στην τρέλα. Την έσφιξε στην αγκαλιά του, την απόθεσε στο κρεβάτι της και βγήκε έξω.

Ύστερα από λίγο ο κρότος από τον πυροβολισμό της καραμπίνας έσπασε την πρόσκαιρη σιωπή της καταραμένης εκείνης νύχτας. Το σώμα του έπεσε στο πάτωμα του σαλονιού άψυχο νεκρό. Η καταιγίδα συνέχιζε να αυλακώνει τη γη παντού και ο ουρανός άνοιγε στα δύο.

 

ΤΕΛΟΣ



Σχόλια

  1. Γιάννηηηηηηηηηηηηηη;;;;;;;;;;;;;;;; Ευτυχώς που το δια΄βασα πρωί. Τι διήγημα είναι αυτό; Αν η μουσική σου δίνει τέτοιες εμπνεύσεις μην ξανακούσεις τίποτε....οχι οχι ακου γιατί έτσι απολαμβάνουμε θρίλερ μεν αλλά φοβερά θρίλερ.
    Πολύ ωραίο και αυτό το υπερφυσικό φαίνεται ότι σε έχει κατακτήσει. Το απέδωσες υπέροχα. Και ζωντανά. Η περιγραφή της φύσης υπέροχη και η ερωτική σκηνή πια τόσο περιγραφική κατέληξε σε οργασμό....τρόμου!!
    Μπράβο Γιάννη μου άρεσε, το διάβασα απνευστί και κατάλαβα στο τέλος ότι κρατούσα την ανάσα μου.
    Μπράβο μπράβο μπράβο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όντως Άννα, ο Γιάννης μας παρέδωσε ένα διήγημα φωτιά και ναι, του αξίζουν πολλά μπράβο.

      Διαγραφή
    2. Άννα μου, Γιώργο μου, δεν ξέρετε πόση χαρά μου δίνετε βρε παιδιά! Ειλικρινά αυτό το είδος του θρίλερ τρόμου, δεν το έχω δουλέψει και το προσπαθώ. Ναι, αυτή η "ξερή" μουσική στο τραγούδι του Γιώργου, μου έδωσε το αρχικό έναυσμα. Η συνέχεια ανήκε σε έναν μεγάλο περίπατο βραδάκι σε μέρη μοναχικά, σκοτεινά, στην πόλη. Εκεί έκλεισε ο κύκλος της έμπνευσης και της πλοκής για να ξεκινήσει η γραφή.
      Σας ευχαριστώ απ την καρδιά μου. Ναι έχει στοιχεία τρόμου που βγαίνουν ακόμα και στην ερωτική σκηνή.
      Άννα μου, η γνώμη σου ξέρεις πως μετράει για μένα κορίτσι μου.
      Γιώργο μου, σε ευχαριστώ που μας δίνει χώρο και έναυσμα να δημιουργούμε.

      Διαγραφή
  2. Καλά δεν το πιστεύω! Μα τι παθαίνουμε με τα τραγούδια σου Γιώργο; Πω πω τρελά θρίλερ του προκαλείς του Γιάννη! Μπράβο Γιάννη μου πολύ ωραία ιστορία! Τελικά το πνεύμα του άτυχου νέου περιδιάβαινε ακόμα προσπαθώντας να μάθει από πού του ήρθε; Τι να πεις! Θα μπορούσε να γίνει και φοβερή διαφήμιση για το Φορντ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαίρη μου, λες διαφήμιση ε; Ναι, πράγματι, έτσι κάπως λειτουργεί. Να σε ενημερώσω ότι αυτό ακριβώς το Φορντ ήταν το δεύτερο αυτοκίνητο στη ζωή μου μέχρι τώρα και ήταν και αγαπημένο.
      Υπάρχει όντως μια ...έξαρση έμπνευσης και καλά κάνει και αυτό ακριβώς επιζητούμε μέσα από τα δρώμενά μας. Σε ευχαριστώ καλή μου φίλη.
      Πράγματι, το πνεύμα του νεαρού άντρα αναζητά μνήμες και τραγικές στιγμές.

      Διαγραφή
  3. Γιάννη εξαιρετικό το διήγημα σου, και μου άρεσε που σε είδα σε θρίλερ. Η πένα σου φαίνεται να μη γνωρίζει όρια. Σε αυτό που θα σταθώ, είναι η ερωτική σκηνή που θεωρώ πως τη χειρίστηκες υπέροχα, με ζωντάνια, αλλά χωρίς να το αντιμετωπίζεις φθηνά, κάτι που εκτίμησα γιατί σε κάποια βιβλία έχω συναντήσει το αντίθετο και με ξενέρωση.
    Ήσουν εκπληκτικός. Να δούμε πώς θα μας εμπνεύσει το επόμενο τραγούδι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου, ο λεκτικός χειρισμός μιας ερωτικής σκηνής είναι μεγάλη υπόθεση. Υπάρχουν εδώ αρκετές απόψεις που διαφέρουν μεταξύ τους. Και μάλιστα φτασμένων συγγραφέων, κλασικών. Σε αυτούς, η περιγραφή της ερωτικής επαφής δίνεται "ωμά" με περιγραφή πολύ προχωρημένη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται πορνό. (Μπουκόφσκι, Χένρι Μίλλερ κλπ). Υπάρχει και πιο συγκρατημένη προσέγγιση. Σε κάθε περίπτωση οφείλεις να είσαι προσεκτικός στη διαχείριση, στον τρόπο, στην εικόνα.
      Χάρηκα που σου άρεσε το θρίλερ και είναι μια παρόρμηση για μένα αυτό. Μου δίνει έναυσμα, έμφαση. Φυσικά και συνεχίζουμε καλή μου τις συγγραφικές μας πατημασιές. Να είσαι καλά.

      Διαγραφή
  4. Γιάννη μου, με την αγωνία να κορυφώνεται όσο πλησίαζε το τέλος, απόλαυσα το ψυχολογικό σου θρίλερ που έχει έντονα τα χαρακτηριστικά και το στυλ της γραφής σου. Μου θύμισε έντονα ασπρόμαυρο ελληνικό φιλμ νουάρ, με τραγικούς ήρωες και ανατρεπτικό επίλογο.
    Συγχαρητήρια πολλά !!!












    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα