Το δάσος της Λήθης 18α+18β - Μουσικές Ιστορίες#3
18. Οι μέρες που άλλαξαν όλα
Επιστροφή στο παρελθόν
Ύστερα
από εκείνο το άγριο βράδυ που η Αρμάντια
έμαθε για τη δολοφονία των γονιών της και την επιστροφή της στον κόσμο της
μνήμης, όλα άλλαξαν στην ζωή της. Η μοναχική εκείνη αγροικία του φύλακα άγγελού
της, του Έλνταρ, έμελλε να γίνει το νέο σπιτικό της. Και το δάσος του Φόριεν,
το νέο της περιβάλλον. Ο άντρας εκείνος στεκόταν δίπλα της σαν δεύτερος
πατέρας. Σε όλα! Μικρά και μεγάλα που την απασχολούσαν. Μέρα τη μέρα άφηνε την
καρδιά της να ακουμπήσει στην αγκαλιά του. Να μοιράζεται μαζί του τα μυστικά
της ζωής της ένα προς ένα. Μόνο σε ένα δεν μπορούσε ακόμα να φτάσει. Μα μέσα
της ήξερε ότι δεν μπορούσε να αργήσει πολύ. Τον έβλεπε διακριτικό, γαλήνιο. Δεν
την πίεζε ποτέ για τίποτα. Ήταν εκείνη που θα επέλεγε τη στιγμή που θα μιλήσει.
Έτσι
ο Έλνταρ έμαθε τα πάντα για τη ζωή της. Για τα παιδικά της χρόνια, για τους
γονείς της. Για τις εφηβικές της ανησυχίες, τον πρώτο και μεγάλο έρωτά της που,
έμελλε να είναι και ο απεχθής μέχρι τώρα. Για τον Ζάρεκ. Εξομολογήθηκε στον
Έλνταρ τις ενοχές και τις ντροπές απέναντι στους γονείς της. Ένιωθε ένα μεγάλο
βάρος για τον τρόπο που έφυγαν απ τη ζωή. Και οι τρεις τους. Εκείνοι αλλά και η
γλυκιά της παραμάνα η Μπρέντα. Η στυγνή δολοφονία των δυο τους και ο θάνατος
της μητέρας της, έγιναν στην ουσία, για χάρη της. Έτσι ένιωθε και έτσι πίστευε.
Τις δικές της ανομίες πλήρωσαν εκείνοι με τη ζωή τους.
Η
Αρμάντια όμως ένιωθε πια ότι έπρεπε να μοιραστεί με τον Έλνταρ ακόμα κάτι απ τη
ζωή της. Και αυτό το κάτι ήταν που τη βάραινε τρομερά για μια σειρά λόγους.
Προσπαθούσε να βρει τρόπο να του το πει. Πολλές φορές είχε φτάσει, ήταν έτοιμη
μα γύριζε πίσω. Ως εκείνο το ήρεμο βράδυ που ο ίδιος της άνοιξε μια ήρεμη
κουβέντα.
«Αρμάντια
κόρη μου…τώρα πια θα μου επιτρέψεις να καθιερώσω αυτήν την ιδιότητα, ναι;» της
είπε.
Τον
κοίταξε με τα όμορφα μάτια της. Το βλέμμα της τα έλεγε όλα. Εκείνος συνέχισε:
«Νομίζω
είναι και κάτι άλλο που πρέπει να μου πεις…»
«Τι
θέλετε να πείτε;” τον ρώτησε παραξενευμένη.
«Κατ’
αρχήν το όνομά μου είναι Έλνταρ και έτσι να με φωνάζεις πια. Όχι αποστάσεις
μεταξύ μας. Ύστερα, είναι ώρα νομίζω να μου πεις και ένα ακόμα μεγάλο μυστικό
σου. Άλλωστε σε λίγο δεν θα μπορείς να το κρύψεις…»
Τον
κοίταξε γεμάτη έκπληξη και ντροπή.
«Αυτός
είναι ο πατέρας;» την ρώτησε αποφασισμένος να κάνει το πρώτο βήμα. Έσκυψε το
κεφάλι της στο πάτωμα. Έβαλε τα χέρια στο πρόσωπό της, άρχισε να κλαίει γοερά.
«Το
κατάλαβα Αρμάντια. Από την πρώτη σου νύχτα εδώ το ένιωσα. Δεν ήθελα να σε
πιέσω. Ύστερα ήταν και τα σημάδια. Ήθελα να το μοιραστούμε ήρεμα, όπως αυτή τη
στιγμή».
«Σας
ντρέπομαι τόσο. Τι θα κάνω;» ακούστηκε μέσα στους λυγμούς της.
«Η
μητρότητα κόρη μου είναι ευλογία. Είναι δώρο ζωής. Κάθε γυναίκα ζηλεύει μια
τέτοια στιγμή. Γίνεται κάτι άλλο. Περνάει σε μια άλλη εικόνα της ζωής της. Θα
το ζήσεις λοιπόν…»
«Πως;»
«Εδώ
μαζί. Πατέρας και κόρη. Δεν έχουμε κριτές εδώ, δεν έχουμε νόμους και
προκαταλήψεις. Κανείς δεν ξέρει κανέναν. Μόνο το δάσος συντροφιά και τα ζώα
μας. Α, και κάποιους γείτονες όχι όμως τόσο κοντά μας για να γίνουν ενοχλητικοί».
Έδειξε
να παίρνει ανάσες. Άφησε τον εαυτό της να γείρει στην αγκαλιά του καθώς ήταν
έτσι γονατιστή κοντά του. Την ένιωθε να τρέμει.
«Μην
φοβάσαι! Η ζωή μας μαθαίνει τα πάντα μόνη της. Αν υπάρξει ανάγκη θα φωνάξω
κάποια γυναίκα από τις πιο κοντινές. Δεν μας ξέρει, δεν χρειάζεται να μάθει
ποτέ».
«Σε
ευχαριστώ Έλνταρ…σε ευχαριστώ πατέρα…»
Έγιναν
ένα κουβάρι στις αγκαλιές τους. Μια αχνή ελπίδα φεγγοβόλησε στη ζωή της. Μια
χαραγματιά στο σκοτάδι που έζησε, άφησε λίγο φως να την ζεστάνει. Άρχισε να
βάζει τη ζωή της και την καθημερινότητά της στο αγροτόσπιτο του Έλνταρ.
Μαθημένη και η ίδια στη δουλειά δεν άργησε να προσαρμοστεί. Μάθαινε γρήγορα το
κάθε τι. Της έμαθε τα κοντινά κατατόπια στο δάσος γύρω από το σπίτι τους. Πού
μπορούσαν να βρουν το κάθε τι. Τα περάσματα, τα μονοπάτια. Ήξερε ότι ίππευε και
η ίδια και μια μέρα στο στάβλο, της έκανε ένα υπέροχο δώρο.
«Αυτός
εδώ είναι ο Άνγκορ!» της είπε εκείνο το πρωί.
Το
μαύρο δεύτερο άλογο που είχε στο στάβλο. Πανέμορφο, δυνατό. Μπροστά στο στήθος
του είχε έναν λευκό χρωματισμό που του έδινε ξεχωριστή χάρη.
«Ο
Άνγκορ περιμένει να σε γνωρίσει! Είναι δικός σου! Θα τον αγαπήσεις και το ίδιο
θα κάνει και εκείνος να το ξέρεις…»
«Έλνταρ!»
του είπε γεμάτη έκπληξη.
«Μην
νοιάζεσαι. Εγώ έχω τον Φέοντορ. Μόνο που αυτήν την εποχή δεν θα είσαι για
πολλά-πολλά. Η κατάστασή σου δεν μας το επιτρέπει».
Έτσι
σιγά-σιγά η Αρμάντια μπήκε σε αυτόν το ρυθμό ζωής. Έτσι δέθηκε με το δάσος, το
γνώρισε, το ζούσε και το μάθαινε. Όμως πέρα από το δάσος άρχιζαν τα όρια του
Βουνού των σκιών. Και μέσα σε εκείνο το βουνό κάτι καραδοκούσε. Κάτι τρομερό
και σκοτεινό. Κάτι που και η ίδια το ήξερε από τους γονείς της και όχι μόνο. Το
είχε ακούσει ως αναφορά αλλά τώρα πια, ήταν μοιραία γραμμένο, να το βιώσει και
εκείνη. Με έναν τρόπο που θα καθόριζε τα πάντα στη ζωή της.
Όταν
ο καιρός άνοιξε για τα καλά, ο Έλνταρ την έπαιρνε και έκαναν ήρεμες περιηγήσεις
στο εσωτερικό του δάσους, πάντα με προσοχή. ‘’Όσο είναι καιρός’’, της έλεγε, ‘’γιατί
μετά δεν θα μπορείς’’. Μια μέρα λαμπερή τράβηξαν αρκετά ψηλά. Πέρασαν μεγάλα
δέντρα, πυκνά φυλλώματα, όμορφα λουλούδια και παράξενα φυτά. Πολλές πηγές και
μικρά ρέματα. Ώσπου κάποια στιγμή έφτασαν σε ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος. Το
μονοπάτι που βάδιζαν στένεψε. Έγινε μικρό και από ένα σημείο και μετά αδιάβατο.
Ξαφνικά μπροστά τους φάνηκε ένα πολύ άγριο τοπίο. Η Αρμάντια έμεινε γεμάτη δέος
να το παρατηρεί. Δεξιά-αριστερά, οι πλαγιές του βουνού σχημάτιζαν στο βάθος ένα
φαράγγι άγριας ομορφιάς, με τεράστια βράχια, χωρίς δέντρα, μόνο με βλάστηση. Το
φως του ήλιου αντίκρυ τους χτυπούσε ίσια στα μάτια και το φαράγγι έχασκε
φωτισμένο με μια αλλόκοτη λάμψη. Τις δύο πλαγιές ένωνε ένα μικρό πέτρινο
πέρασμα, μόλις που θα μπορούσε να διαβεί ένα άλογο. Και κάτω γκρεμός. Ένας
άγριος γκρεμός που σου έκοβε το αίμα.
«Τι
είναι εδώ;» τον ρώτησε η Αρμάντια εκστασιασμένη.
«Αυτό
είναι το πέρασμα του γκρίζου λύκου», της είπε.
«Μα
είναι απίστευτο!» έκανε.
Εκείνος
άπλωσε το βλέμμα του ίσια στον ορίζοντα.
«Κανείς
ποτέ δεν έχει διαβεί αυτό το πέρασμα κόρη μου! Να το θυμάσαι αυτό! Και όσοι το
τόλμησαν κανείς δεν γύρισε ζωντανός από εκεί!» της είπε με δέος, «μήτε ζώα,
μήτε ερπετά, μήτε πουλιά κατοικούν στη γη του».
«Γιατί;
Τι είναι εκεί πάνω;»
«Εκεί
κατοικεί εκείνος! Ο Σάγκρος! Η μορφή του σκοταδιού και της κατάρας…»
Η
Αρμάντια ένιωσε παράξενα.
«Ο
Σάγκρος…ναι, μου είχαν μιλήσει οι δικοί μου για όσα λέγονται για αυτόν και τους
θρύλους που τον δένουν…»
«Άρα
ξέρεις παιδί μου…»
«Θέλω
να μου μιλήσετε περισσότερο για αυτόν κάποια στιγμή… Να μάθω».
«Θα
το κάνω, όμως πάμε τώρα να φύγουμε από εδώ…»
Έστριψαν
τα άλογά τους προς την επιστροφή. Όμως κάτι παράξενο άρχισε να αλλάζει ολόγυρά
τους. Ξάφνου μια παράξενη ομίχλη άρχισε να έρχεται από το φαράγγι ψηλά στο
πέρασμα και να τους τυλίγει. Το φως λιγόστεψε, τα άλογα άρχισαν να νιώθουν
ανήσυχα. Ψίθυροι και τριξίματα, θόρυβοι ανεξήγητοι άρχισαν να γεμίζουν ολόγυρα
το χώρο. Ο Έλνταρ άρχισε να ανησυχεί.
«Πρέπει
να βιαστούμε Αρμάντια, έλα…»
«Μα
τι συμβαίνει…τι είναι όλα αυτά;»
Έμοιαζε
σαν χαμένη. Σαν κάτι να αποσπούσε τη σκέψη της από το γύρω της. Σαν να ήταν
αλλού. Κάποια στιγμή έδειξε να χάνει τον έλεγχο. Το πρόσωπό της ντύθηκε με μια
παράξενη λάμψη. Τα μάτια της φεγγοβολούσαν. Ο Έλνταρ τρόμαξε. Έπιασε τον Άνγκορ
από το χαλινάρι, έδεσε ένα σχοινί και άρχισε να τραβά το άλογο πίσω του όσο
μπορούσε πιο γρήγορα με προσοχή μην πέσει εκείνη. Μια παράξενη αναταραχή
περνούσε δίπλα τους. Η γη άρχισε να τρέμει λες και κάποιο θηρίο βάδιζε με βία
πάνω της. Όλα ήταν τρομερά. Λες και κάτι διεκδικούσε την παρουσία τους.
Με
χίλια ζόρια κατάφερε να απομακρυνθούν από εκεί αρκετά και να επιστρέψουν σε
γνώριμα μέρη. Η Αρμάντια είχε πια επανέλθει στην πραγματικότητα αλλά ένας πόνος
παράξενος, διαφορετικός την ενοχλούσε στο στήθος. Ένιωσε μια παράξενη δύναμη να
προσπαθούσε να έρθει κοντά της. Να μπει μέσα της, να την κυριέψει. Ήταν κάτι
που ζούσε για πρώτη φορά αλλά όμως δεν ήξερε ότι από εδώ και πέρα, αυτό θα
γίνονταν όλο και πιο έντονο σαν παρουσία και κάλεσμα. Κανείς τους δεν μπορούσε
να σκεφτεί το τι ερχόταν στη συνέχεια.
Ο καιρός περνούσε και η εγκυμοσύνη της προχωρούσε. Οι μήνες έφευγαν και εκείνη άλλαζε. Και σαν γυναίκα αλλά και σαν άνθρωπος. Ζούσε αυτό της το βίωμα με έναν δικό της και ιδιαίτερο τρόπο. Σιγά-σιγά, άρχισε να απαγκιστρώνεται από τις βαριές δουλειές του σπιτιού και είχε να κάνει με τις απλές που απαιτούσαν λιγότερο σωματικό κόπο. Εκείνο όμως που άρχισε να βαραίνει άσχημα ήταν οι κρίσεις της! Ξεκίνησαν σποραδικά με τη μορφή κάποιου πόνου ή τραβήγματος στο στήθος. Ύστερα έγιναν ακόμα πιο έντονοι. Έφτασαν σε σημείο να ενοχλούν και το κεφάλι της ταράζοντας το θυμικό της. Και οι πόνοι άρχισαν να συνοδεύονται και από όνειρα. Άσχημα όνειρα, εφιάλτες σωστούς που τους ζούσε στο δωμάτιό της. Κάποια παρουσία άρχισε να κάνει αποφασιστικά την παρουσία της στα όνειρά της. Μια παρουσία τρομακτική, γκρίζα, απόκοσμη. Λες και έρχονταν από τα βάθη των αιώνων. Μια μορφή, χωρίς φύλο, τυλιγμένη στις φλόγες, με σώμα πύρινο, έχασκε μπροστά της. Πεταγόταν την νύχτα μούσκεμα στον ιδρώτα, ταραγμένη, τρέμοντας ολόκληρη. Και τα όνειρα έκαναν και αυτά ένα βήμα παραπέρα για να μετατραπούν σε οράματα. Έρχονταν στην Αρμάντια με τη μορφή διεκδίκησης και χειραγώγησης. Ήταν η εποχή που φοβόταν πολύ. Κάτι, άρχισε με χθόνιο τρόπο να διεκδικεί το μυαλό της και να προσπαθεί να την ελέγχει όλο και πιο επώδυνα.
Ο Έλνταρ παρακολουθούσε πολύ ανήσυχος αυτές τις κρίσεις αλλά και τις αλλαγές που γίνονταν στην ίδια. Γιατί την ώρα του εφιάλτη αυτού, είχε μπροστά του μια γυναίκα άκαμπτη, σκληρή. Τρόμαζε στην ιδέα ότι η κοπέλα έχανε το μυαλό της σιγά-σιγά. Αισθανόταν να την έχανε μέσα από τα χέρια του και δεν ήξερε τι να κάνει. Πως γίνεται μια γυναίκα να βιώνει την ομορφότερη περίοδο της ζωής της μέσα σε τέτοιο εφιάλτη. Έτσι περνούσε ο καιρός με την νεαρή κοπέλα να είχε φτάσει σχεδόν στο μισό της εγκυμοσύνης της.
«Δεν
μπορώ να σε πάω στην πόλη για κάποια βοήθεια», της έλεγε. Ο κίνδυνος να
αναγνωριστεί από τους στρατιώτες του βασιλιά ήταν αρκετά μεγάλος. Η μόνη λύση
ήταν, η ίδια η φύση, με κάποια βότανα, να μπορούσε να την βοηθήσει. Αλλά αυτά
δεν τα ήξερε. Μόνο κάποια από τις γυναίκες που ζούσαν εκεί γύρω. Όμως και αυτό εγκυμονούσε κινδύνους και το
σκεφτόταν. Υπήρχε κάποια έμπιστη γυναίκα εκεί, σχεδόν συνομήλική του που ζούσε
με τον άντρα της. Η Έθελ. Την εμπιστευόταν αλλά είχε πολλές αναστολές.
Έτσι,
μέρα τη μέρα, μήνα το μήνα, η Αρμάντια ζούσε ίσως την πιο σκληρή και δύσκολη
μεταστροφή. Αυτά τα εφιαλτικά καλέσματα την επισκέπτονταν όλο και πιο συχνά και
‘’αυτό’’ το κάτι συνδέονταν μαζί της.
Και
εκείνο που συνειδητοποίησε ήταν η χειραγώγηση του μυαλού της. Ναι! Η σκέψη της
έφευγε. Και ένιωσε τρόμο όταν άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτός που την
ακολουθεί κατά πόδας είναι το άμορφο εκείνο τέρας του βουνού των σκιών, ο
Σάγκρος. Η φωνή του, μάλλον ο βρυχηθμός του, στα οράματά της ήταν ένα δικό του
κάλεσμα. Είχε πια καταλάβει ότι ο έντονος πόνος στο κορμί της εστίαζε λίγο πιο
πάνω στο στήθος της και πλέον είχε γίνει προάγγελος επαφής με το πλάσμα του
βουνού. Η Αρμάντια έβλεπε το σημάδι που είχε στο στήθος της και παρακολούθησε
με τρόμο, το πόσο εκείνο άλλαζε σε όλες αυτές τις περιπτώσεις. Κάτι που έπεσε
και στην αντίληψη του ίδιου του Έλνταρ, που το είδε σε κάποιες φορές που την
έχανε από την πραγματικότητα. Ήταν πάντα κοντά της και πολλές φορές ξεκινούσε
κουβέντα μαζί της για τα τεκταινόμενα.
«Κόρη
μου, ως που θα πάει όλο αυτό; τι είναι αυτό που σε κυνηγά και σε βασανίζει;»
«Δεν
ξέρω Έλνταρ… Όμως αυτό το πλάσμα με καλεί, το νιώθω. Κάτι έχει να μου δώσει.
Τελευταία σαν να τρέφεται από το μίσος μου για τον άνθρωπο που φταίει για όλα
αυτά. Αν δεν ήταν ο Ζάρεκ, όλα θα ήταν αλλιώς. Αυτό το μίσος μου για εκείνον, η
αποστροφή μου, η έχθρα μου, η διάθεση για εκδίκηση. Αυτό βλέπω να με τραβάει
κοντά του».
«Αρμάντια,
δεν θα αλλάξει τίποτα με αυτές τις σκέψεις παιδί μου, μόνο που θα δηλητηριάζεις
τον εαυτό σου. Αυτό το σημάδι που έχεις στο στήθος σου, τι είναι;» την ρώτησε.
«Δεν
ξέρω, το είχα από τη γέννα μου, πάντα εκεί το θυμάμαι. Αλλά δεν ξέρω τι
συμβαίνει μ’ αυτό».
Δεν
είχαν απαντήσεις. Δεν ήξεραν. Μόνο ένιωθαν. Ο καθένας τους διαφορετικά
πράγματα. Και ο καιρός κυλούσε γρήγορα. Για να φτάσει σε εκείνες τις μεγάλες
μέρες όπου η Αρμάντια θα έφερνε στο φως τη ζωή που έκρυβε μέσα της.
Ένα
παράξενο σκούρο πούσι είχε πέσει από την αυγή εκείνης της μέρας. Λες και ο
ήλιος στο δάσος είχε ξημερώσει με διαφορετική διάθεση. Από το μακρινό βορρά,
μια αγριωπή γραμμή με σκούρα σύννεφα στεφάνωνε, σαν μαύρη κορώνα, τον ουρανό.
Που και που ένας παράξενος άνεμος φυσούσε μέσα στο δάσος κάνοντας τα δέντρα να
λυγάνε στην πνοή του.
Η
Αρμάντια είχε εδώ και πολλές μέρες μπει στο μήνα της γέννας. Το γεγονός που
σημάδευε τη ζωή της έφτανε η ώρα να ολοκληρωθεί και το παιδί που ζούσε στα
σπλάχνα της να βγει στο φως τούτου του κόσμου. Αλλιώς είχε ονειρευτεί αυτές τις
στιγμές. Από νεαρή έφηβη, έχοντας μάθει τα πρώτα βήματα της ζωής μιας γυναίκας,
έπλαθε όμορφα όνειρα στην καρδιά της για τη στιγμή που θα έφερνε στη ζωή το
πρώτο της παιδί. Το δικό της παιδί. Ένα όνειρο που έφερνε κοντά της, σε αυτές
τις δύσκολες στιγμές, τον άντρα που θα έστεκε δίπλα της. Εκείνον που θα
αγαπούσε και θα ήταν ο σύντροφος της ζωής της. Ο πατέρας του παιδιού της. Το
δικό τους δημιούργημα. Ο καρπός του έρωτά τους. Ότι πιο όμορφο στην αγάπη δύο
συντρόφων.
Πόσο
έξω έπεσε σε όλα αυτά! Όλα κατέρρευσαν γύρω της με πάταγο. Ο άντρας του οποίου
ο καρπός ρίζωνε μέσα στα σπλάχνα της όχι μόνο στεκόταν δίπλα της για να της
κρατήσει το χέρι αυτή την ώρα αλλά την απαρνήθηκε με τον πιο ιταμό τρόπο. Και
δεν έφτασε μόνο στην απόρριψη, στο διωγμό, στο χωρισμό. Επέλεξε να την
σκοτώσει! Να της αφαιρέσει τη ζωή. Αυτήν, που τόσο απλόχερα του έδωσε χωρίς
αναστολές με περισσή αφέλεια. Και πάλι το αίμα της δεν του αρκούσε. Άπλωσε το
δίχτυ του θανάτου σε ολάκερη την οικογένειά της. Ο πατέρας και η παραμάνα της
κάηκαν ζωντανοί από τους φονιάδες που όπλισε και καθοδήγησε το χέρι του...πατέρα
του παιδιού της. Αν είναι δυνατόν! Πως να διαχειριστεί μια τέτοια αντίφαση μέσα
της! Πως να αποδεχτεί συναισθηματικά αυτήν την ιδιότητα. Πόση υπέρβαση έπρεπε
να κάνει.
Τους
τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης η Αρμάντια ένιωθε πλέον να ‘’μην είναι εκεί’’.
Να μην ανήκει στους αρμούς αυτού του κόσμου. Μια μαύρη σκιά ήδη την είχε
αγκαλιάσει και είχε καταλάβει ότι οι δεσμοί που την κρατούσαν εδώ είχαν πια
σχεδόν διαλυθεί. Από το πρωί είχε καταλάβει τα μηνύματα που της έδινε το κορμί
της. Όλα οδηγούσαν ότι σήμερα θα γεννούσε. Και μετά το μεσημέρι το ένιωσε ακόμα
πιο έντονα. Ο Έλνταρ είχε φύγει για λίγο, όχι μακριά, για να φέρει κάποια
εφόδια στο σπίτι. Ήταν μόνη της. Ο ήλιος προσπαθούσε να μεσουρανήσει προς το
μεσημέρι αλλά τα μαύρα σύννεφα απειλητικά είχαν ανέβει για τα καλά στον ουρανό
πάνω απ’ το δάσος. Μια περίεργη σιωπή ανάμεσα στα δέντρα έδινε την εικόνα μιας
παράξενης αναμονής για κάτι αλλόκοτο. Προς το απόγευμα όλα άλλαξαν έντονα. Ο
ουρανός είχε μαυρίσει για τα καλά. Στο Βορρά χαμηλά ανάμεσα στο δάσος παράξενες
λάμψεις έκαναν την ατμόσφαιρα τρομακτική. Η Αρμάντια ένιωσε να φοβάται για αυτό
που ερχόταν. Μέσα της σαν να ήξερε το κάλεσμα που πλησίαζε αλλά η ανησυχία της
δεν ήταν για την ίδια αλλά για τη ζωή μέσα της. Τότε ήταν που την έπιασαν οι
πόνοι πιο έντονα. Όλα είχαν μπει πια στην τελική ευθεία. Μια έντονη ανατριχίλα
απλώθηκε σε όλο της το κορμί και αυτό που την πλησίαζε κάλπαζε κοντά της.
Ένας
παράξενος αγέρας είχε ήδη σηκωθεί ξαφνικά στο δάσος. Τα δέντρα πήραν σκούρο
χρώμα. Η γη άρχισε να τρέμει ξαφνικά σε παράξενους ρυθμούς. Μια αρρωστημένη
ομίχλη αιώνων σερνόταν ανάμεσα σε κάθε πέρασμα ζυγώνοντας το σπίτι. Ο Έλνταρ
είχε τελειώσει τον εφοδιασμό του με το κάρο του και βλέποντας τα γενόμενα,
άρον-άρον, πήρε το δρόμο του γυρισμού όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Τα μάτια του
είχαν γεμίσει φόβο και πανικό καθώς έβλεπε τι γινόταν ολόγυρά του. Η σκέψη του
πήγε στην Αρμάντια. ‘’Δεν έπρεπε να σε αφήσω μόνη σήμερα…’’ σκέφτηκε δυνατά καθώς
καλούσε τον Φέοντορ, το άλογό του, να σύρει όσο γινόταν πιο γρήγορα το κάρο.
Καθώς πλησίαζε προς το σπίτι όλα στη φύση γύρω του είχαν ντυθεί με ένα χρώμα
θανάτου. Λες και ένα χέρι άρχισε να ντύνει τη φύση ολόγυρα. Παράξενοι κρότοι
και λάμψεις αντιφέγγιζαν έντονα στο βάθος κοντά στο σπίτι του. Προσπαθούσε να
ελέγξει τον τρόμο του απέναντι σε αυτό που δεν είχε ζήσει ποτέ του και δεν
μπορούσε να εξηγήσει.
Είδε
μπροστά του την μεγάλη αυλή στο κτήμα του. Όλα ήταν τυλιγμένα σε παράξενες
λάμψεις που φωσφόριζαν στο δάσος. Η γη έτρεμε, ο αγέρας σήκωνε με λύσσα ότι μπορούσε από το χώμα.
«Αρμάντια!»
φώναξε με όλη του τη δύναμη.
Η
εξώπορτα ήταν διάπλατα ανοιχτή στο κτήμα. Έφτασε, πέρασε το κατώφλι και
σταμάτησε μπροστά στο σπίτι. Ο χαλασμός ολόγυρά του δυνάμωνε.
«Αρμάντια!»
φώναξε ακόμα πιο δυνατά. Ο πανικός του έγινε ακόμα μεγαλύτερος όταν είδε ότι ο
Άνγκορ, το άλογο έλειπε μαζί με την κοπέλα. Άρχισε να ουρλιάζει απ την αγωνία.
Δεν ήξερε που να πάει, σε ποια
κατεύθυνση. Έλυσε τα γκέμια βιαστικά από το κάρο και πήρε το άλογό του. Από
ένστικτο τράβηξε προς το πέρασμα του γκρίζου λύκου. Παρά το ότι ήταν πρώιμο
σούρουπο, όλα γύρω είχαν σκοτεινιάσει σαν να είχε πέσει ο ήλιος. Ο χαλασμός όλο
και μεγάλωνε και με απίστευτη δυσκολία μπορούσαν, με το άλογό του, να προχωρούν.
Ακολούθησε τη λάμψη ίσια μπροστά του που έδειχνε ανταύγειες από φωτιά. Φώναζε
απελπισμένα το όνομά της. Ανέβηκε ακόμα προς τα πάνω στο μονοπάτι και τότε στη
στροφή το είδε!
Ο
Φέοντορ σηκώθηκε πανικόβλητος στα δυο του πόδια και μόλις μετά βίας ο Έλνταρ
κατάφερε να πέσει κάτω χωρίς να γκρεμοτσακιστεί. Απέναντί του έβλεπε κάτι που
κανένα ανθρώπινο μάτι δεν το είχε μέχρι τώρα περιγράψει. Και αυτό που έβλεπε
ήταν έξω από κάθε λογική, έξω από αυτό που μπορούσε να αντέξει.
Ένα
τεράστιο ανθρώπινο μόρφωμα στέκονταν ολόρθο μπροστά του. Το σώμα του ήταν
ακαθόριστο αλλά έμοιαζε με αντρική μορφή. Το κορμί του έχασκε ξεφτισμένο με τα
κομμάτια από το δέρμα του να ανεμίζουν σαν κουρέλια σκισμένα. Σε όλα του τα
τεράστια άκρα, φλόγες πύρινες έκαναν γλώσσες σαν να πυρπολούσαν όλο του το
σώμα. Και στο πρόσωπό του, αποτυπωμένη η απόλυτη έκφραση του τρόμου. Δέρμα
καμένο και τα δυο του μάτια στις κόγχες του ξερνούσαν φωτιά. Τα μαλλιά του σαν
θαλάσσια φύκια ανέμιζαν ανατριχιαστικά στη θύελλα που είχε ξεσπάσει. Ο Έλνταρ ήταν
αντιμέτωπος με το πέρασμα και την συνάντηση των χρόνων μπροστά στα έντρομα
μάτια του. Απέναντί του ήταν ο Σάγκρος! Ακίνητος, ασάλευτος.
Τα
μάτια του έπεσαν στο χώμα λίγο πριν την εικόνα της καταραμένης εκείνης μορφής.
Στην άκρη σε ένα βράχο έστεκε ξαπλωμένη γυρτή η Αρμάντια! Ήταν μούσκεμα στον
ιδρώτα και το πρόσωπό της μουσκεμένο στο κλάμα. Στην αγκαλιά της, στα χέρια της
κρατούσε, ναι! Ένα μωρό! Το νεογέννητο παιδί της. Το κρατούσε σφιχτά ως το πιο
πολύτιμο πετράδι της σκληρής ζωής της. Λες και το νανούριζε με ένα παράξενο
τραγούδι. Εκεί στα πόδια σχεδόν του Σάγκρος.
«Αρμάντια!
Να σε πάρω να φύγουμε, έρχομαι κόρη μου», βρυχήθηκε ο Έλνταρ αλλά με μια κίνηση
του χεριού του η άναρχη εκείνη μορφή έστειλε κατά πάνω του ένα παράξενο κύμα
ώθησης που τον έριξε άτακτα κατά γης. Προσπάθησε να σηκωθεί. Τα κατάφερε.
«Έλα
κόρη μου! Προσπάθησε!» της είπε μια ακόμα φορά.
Το
πλάσμα κινήθηκε σηκώνοντας ολόγυρά του έναν ορυμαγδό ενέργειας και βοής. Η
Αρμάντια γύρισε προς το μέρος του με απίστευτο θάρρος.
«Σταμάτα!»
ούρλιαξε, «Εμένα θέλεις! Εγώ θα έρθω κοντά σου. Εγώ γύρεψα τη δύναμή σου! Εγώ
είμαι δική σου!»
Ο
Έλνταρ δεν πίστευε στα μάτια του, η Αρμάντια συνέχισε στους βρυχηθμούς του
πλάσματος.
«Άφησέ
τον, μην τον αγγίξεις!»
Σηκώθηκε
στα πόδια της. Κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά της πλησίασε τον Έλνταρ.
«Πατέρα
μου! Πάρε το παιδί μου! Στα χέρια σου… Εμένα ξέχασέ με, εδώ ανήκω πια, είμαι
κομμάτι της δύναμής του. Στο δρόμο για την εκδίκησή μου. Αυτό είναι το τίμημα
της επιστροφής μου σε εκείνους που κατέστρεψαν τη ζωή μου Έλνταρ. Για αυτό το
σκοπό θα ζω πια. Να γλιτώσω το παιδί μου τουλάχιστον. Ξέρω ότι το αγαπάς και θα
το φροντίσεις σαν εγγόνι σου…πάρτο αγαπημένε μου…»
«Τι
είναι αυτά που μου λες παιδί μου; Δεν είσαι εσύ που μιλάς. Καταλαβαίνεις τι μου
ζητάς;» της είπε με όση δύναμη είχε μέσα του.
«Δεν
υπάρχει άλλος δρόμος, είναι γραμμένο να γίνει. Όλα ήταν γραμμένα στο πέρασμα
των χρόνων. Δεν το βλέπεις;» του απάντησε.
Ο
Έλνταρ ζούσε κάτι έξω από τις δυνάμεις του. Έναν εφιάλτη στα πιο ακραία του
όρια. Άπλωσε τα χέρια του και πήρε το μωρό στα χέρια του, την ίδια ακριβώς
στιγμή που αυτή η νοσηρή ομίχλη τύλιγε το σώμα της Αρμάντια όλο και πιο πολύ.
Ένιωσε για ελάχιστο τα ακροδάχτυλά της να χαϊδεύουν το μικρό και ύστερα τα δικά
του χέρια σαν στερνός αποχαιρετισμός. Την είδε να αρχίζει να χάνεται σιγά-σιγά
καθώς ο Σάγκρος την έπαιρνε στο δικό του κόσμο αργά, βήμα το βήμα. Τους είδε
τυλιγμένους σε μια πύρινη λάμψη να
απομακρύνονται μέσα σε βροντές και κρότους βγαλμένους από τα βάθη της γης. Όλο
και πιο πολύ, μέχρι που χάθηκαν στο βάθος του μονοπατιού ψηλά προς το πέρασμα.
Ο
Έλνταρ κρατούσε στην αγκαλιά του μια καινούργια ζωή σε έναν παράξενο κόσμο. Τα
δάκρυά του έλουζαν το μωρό που το έσφιγγε στην
αγκαλιά του σαν τον μεγαλύτερο θησαυρό της ζωής του.
«Καλή
στράτα κόρη μου», φώναξε για μια στιγμή ρίχνοντας το βλέμμα πίσω του. Ύστερα
γύρισε μπροστά και τύλιξε πιο προσεκτικά το νεογέννητο στην αγκαλιά του. Για
μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν. Ο καινούργιος άνθρωπος τον κοιτούσε.
Ήταν κοριτσάκι.
Είχε
πολλά να κάνει. Πήρε το δρόμο της επιστροφής στο άλογό του. Η αντάρα στο δάσος
κόπαζε σιγά-σιγά όμως τα χρώματα και τα αρώματα της ζωής του, είχαν πια
ξεθωριάσει. Λες και αυτό που πέρασε πριν, κύλησε ολάκερους αιώνες και εποχές
μαραίνοντας τα πάντα. Είχε πολλά να
κάνει και να νοιαστεί. Όλα άλλαζαν στη ζωή του. Λες και γράφονταν τα πάντα απ’
την αρχή. Ο Φέοντορ κάλπαζε πια προς το σπίτι του με τον Έλνταρ να παρατηρεί το
γκρίζο να έχει σκεπάσει τα πάντα στο δάσος. Μια γκρίζα μούχλα κάλπαζε θαρρείς
ανάμεσα στα δέντρα. Σε κάθε λόφο, σε κάθε πέρασμα και ξέφωτο. Μάραινε τα
λουλούδια, ξέραινε τα φυτά, έζωνε τα δέντρα. Κάτι σαν στάχτη βγαλμένη μέσα από
μια άρρωστη γη και ένα σκουληκιασμένο χώμα. Τα πάντα άλλαζαν γρήγορα. Τίποτα
δεν θύμιζε εκείνο το όμορφο δάσος του Φόριεν. Λες και η δύναμη μιας κατάρας
βγαλμένης από τα έγκατα της γης έκανε τα παλιά εκείνα όμορφα πράγματα να
ξεχαστούν και να δώσουν μια νέα πραγματικότητα στο ‘’Δάσος της λήθης’’.
Συνεχίζεται...
Τι ήταν αυτό Γιάννη!!!!!!!!! Τι κεφάλαια και αυτά!!!!! Μέχρι τώρα να σημειωθεί πως ότι έχω προβλέψει βγαίνει. Μέχρι εδώ ο σχολιασμός για το Δάσος της Λήθης πάω να παίξω τζόκερ χαχαχαχα
ΑπάντησηΔιαγραφήΜας συνεπήρες!
Η εμφάνιση του Σάγκρος, η εκδίκηση της Αρμάντια που τελικά την ρούφηξε σε μια μοίρα βαριά, σκοτεινή, η γέννηση του παιδιού της.
Δε μπορώ να πω, ήταν ωραίο το δώρο που μας έκανε για Πάσχα. Απίστευτα ατμοσφαιρικά τα σημερινά κεφάλαια, με δράση στην πλοκή, αλλά και πολλά γεγονότα!
Αναμένω με πολύ αγωνία τις εξελίξεις!
Καλό Πάσχα και καλή συνέχεια στο υπέροχο διήγημα σου!
Μαρίνα μου! Απ' την αρχή, η αγάπη σου για το έργο αυτό, σε έβαλε στα μύχια μονοπάτια του. Ακολουθείς τη στράτα των γεγονότων με ένα αλάνθαστο αισθητήριο ομολογουμένως. Και αυτό είναι που αγαπώ στην ανάγνωσή σου. Αν αποκαλείς το κεφάλαιο "δώρο" για τις γιορτινές μέρες, εμένα με κάνεις να πετάω στα ...σύννεφα. Και σε ευχαριστώ πολύ.
ΔιαγραφήΑπό εδώ και πέρα έχουμε γεγονότα δράσης. Που θα κορυφώσουν την ένταση και τις εξελίξεις. Η Αρμάντια παίρνει ένα μοιραίο δρόμο καταδίκης σε ένα κόσμο γκρίζο. Να δούμε τι επιδράσεις θα έχει αυτό στις ζωές όλων.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ απ' την καρδιά μου.
Τα ωραιότερα κεφάλαια δξάβασα σήμερα. Πρώτα από όλα γεννήθηκε ένα μωρό που ως φαίνεται θα μεγαλώσει χωρίς μάνα και πατέρα. Τι θα απογίνει ο Έλνταρ ένας ηλικιωμένος με ένα μωρό; Και πώς θα διαχειριστεί άραγε αυτό που βίωσε με τη συνάντηση με τον Σάγκρος; Πολύ δυνατές οι περιγραφές της παρουσίας του Σάγκρου. Απορώ πώς δεν σκότωσε τον Έλνταρ.... έχει άραγε αισθήματα;
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι η Αρμάντια; Τι μοίρα κι αυτή η κοπέλα....φαντάζομαι πώς θα ένιωθε που αποχωριζόταν το νεογέννητο της!!!!
Μπράβο Γιάννη, από τα ωραιότερα έργα σου.
Καλά να περάσεις τις Άγιες Μέρες αλλά......γράφε!!!!
Καλά να περάσεις κι εσύ Γιώργο μου και ....γράφε κι εσύ!!!
Χαχαχαχαχαχα Άννα μου! Μας δίνεις θάρρος έτσι; Μας στηρίζεις και μας υποκινείς να γράψουμε. Καλά μας κάνεις. Έχουμε και τον "Τρελοφάν" μην ξεχνιόμαστε ναι;
ΔιαγραφήΣτο κεφάλαιο τώρα. Χάρηκα πολύ που σου άρεσε καλή μου φίλη. Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα για τον Έλνταρ. Ένας άντρας μόνος με ένα μωρό στη μέση του δάσους. Σε μια ατμόσφαιρα που κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή είναι. Δεν ξέρω τι θα απογίνει το μωρό και θα το δούμε στα κεφάλαια που ακολουθούν.
Τραγικός ο αποχωρίσμος Αρμάντια και του μωρού της. Πραγματικά. Ο Σάγκρος, το τέρας του βουνού. Αληθινά μια τρομακτική παρουσία.
Θα έχουμε μεγάλη συνέχεια Άννα μου. Υπομονή. Καλή Ανάσταση καλή μου φίλη και ειλικρινά σε ευχαριστώ για όλα.
Δεν ξέρω τι θα γίνει με τον Τρελοφαν. Ο τεχνικός είπε Τετάρτη θα του παω το πισι που τα παιξε. Και εκεί είναι όλα τα αρχεία του Τρελοφαν. Σκέψου να μου πει θέλει φορματ......Χριστέ μου!!!!
ΔιαγραφήΕλπίζω να μην το ζήσουμε αυτό. Και κοίτα να παίρνεις back-up στα αρχεία σου Άννα μου. Θα μιλήσουμε για αυτό.
ΔιαγραφήΦανταστική εξέλιξη Γιάννη μου και η περιγραφή τόσων συναισθημάτων στην ιστορία σου πέρασαν μέσα μου. Το έζησα φοβερά και ένοιωσα τον πόνο για την τύχη της Αρμάντια που ακολούθησε τον δρόμο της εκδίκησης και της απονομής δικαιοσύνης. Είναι κρίμα που για να τιμωρηθούν οι ένοχοι πρέπει να διανύσει ένα αθώο άτομο που η μόνη του αμαρτία ήταν το ότι αγάπησε βαθιά και άδολα ένα βδέλυγμα, έναν δρόμο γεμάτο πόνο. Μεγάλο τίμημα για την αθώα Αρμάντια που δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε το παιδί της η δόλια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠω πω φοβερή έκβαση! Με συνεπήρες με αυτά τα κεφάλαια σου! Περιμένω με αγωνία!
Πόσο με συγκινείς Μαίρη μου! Τι όμορφο και πολύτιμο δώρο για μένα αυτά σου τα συναισθήματα. Αυτή σου η ακολουθία με τη συμμετοχή σου δεν ξέρεις πως την νιώθω και την αφουγκράζομαι.
ΔιαγραφήΗ νεαρή αυτή κοπέλα, ναι, είναι τραγικό να πληρώσει τέτοια καταδίκη. Την βεβήλωση που ένιωσε η Όριελ, εκείνη η ξεχασμένη βασίλισσα της Κράγια, ακριβώς την ίδια βιώνει και αυτή. Με άλλο δράστη αυτή τη φορά. Και με ένα κοινό πρόσωπο-μορφή στο πέρασμα των χρόνων. Το τέρας που ακούει στο όνομα Σάγκρος. Θα έχουμε δράση από εδώ και πέρα καλή μου φίλη.
Σε ευχαριστώ πολύ.