Το δάσος της Λήθης 15 - Μουσικές Ιστορίες#3
15. Η βασίλισσα Άλμπα
Ένας περίπατος στη σκιά των αποκαλύψεων
Ο
Μέλιαν με την Ελεάνορ έφυγαν από τα δώματα του Άλαντ με σφιγμένες τις καρδιές.
Η εξιστόρηση των γεγονότων βάρυνε την καρδιά και τη διάθεσή τους. Βάδιζαν έξω
στο δρόμο, πάνω στα άλογά τους, ο ένας δίπλα στον άλλο, αργά. Πιο πίσω
ακολουθούσε και το απόσπασμα της φύλαξής τους. Μετά τις τελευταίες επιθέσεις,
τα μέτρα ασφαλείας σε κάθε πρόσωπο του βασιλιά και της οικογένειάς του, είχαν
αυξηθεί. Και οι δυο τους ήταν αγαπημένα πρόσωπα στους πολίτες του Φόριεν. Όπου
να περνούσαν συναντούσαν ένα ευγενικό χαμόγελο και μαζί έναν θερμό χαιρετισμό
με κάθε εκφραστικό τρόπο. Ο λαός του Φόριεν έβλεπε σε αυτούς τους δύο νέους
ανθρώπους ένα πιο ελπιδοφόρο αύριο για τους ίδιους και το βασίλειο. Ο Ζάρεκ
είχε γίνει πλέον τόσο δεσποτικός, φοβικός και ανασφαλής που η συμπεριφορά του
προς τους υπηκόους του, είχε αποκτήσει τυραννικά χαρακτηριστικά.
«Πως
νιώθεις;» την ρώτησε ο Μέλιαν.
«Θλίψη
μπορώ να πω. Με στενοχώρησε όλη αυτή η ιστορία…»
«Τι
ακριβώς;»
«Η
τύχη εκείνου του βασιλιά, η τραγωδία. Τόσο κακό. Τόση φρίκη. Βλέπω με τα μάτια
της ψυχής μου αυτήν τη δύσμοιρη γυναίκα…»
«Την
Όριελ λες;»
«Ναι..
να δίνει όλο της τον εαυτό και να συναντά τι στο τέλος;»
«Τον
ίδιο το θάνατο…»
«Και
του μικρού της παιδιού και το δικό της, με τέτοιο τρόπο…»
Ο
Μέλιαν κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.
«Πως
μπορεί στην καρδιά ενός ανθρώπου να κρύβεται τόσο κακό μου λες; Πως γίνεται
τέτοια απωθημένα; Τόσο μίσος;»
«Τι
νομίζεις Ελεάνορ ότι είμαστε τελικά; Έχουμε την εντύπωση ότι παραμένουμε
κυρίαρχοι του εαυτού μας. Κομπάζουμε για αυτό. Γινόμαστε αλαζόνες. Και έρχεται
η στιγμή που σκοτεινές δυνάμεις, το απεχθές, το κακό, το χθόνιο, έρχεται να
κατοικήσει μέσα μας. Και οι ανίσχυροι εαυτοί μας καταρρέουν σαν πύργοι στην άμμο.
Και γινόμαστε σαν τον Σάγκρος…»
Η
Ελεάνορ τον κοίταξε για μια στιγμή.
«Πόσο
χαίρομαι να ‘ξέρες να σε ακούω να μιλάς. Με πόση σύνεση και λογισμό αγαπημένε!»
Ο
Μέλιαν χαμογέλασε. Της είπε κάποια στιγμή.
«Θέλω
να πάρω λίγο αέρα, νιώθω ένα μεγάλο βάρος στην καρδιά μου. Θέλεις να κάνουμε
έναν περίπατο;»
«Ναι,
θα το ήθελα, που;»
«Πάμε
στο δάσος;»
Τον
κοίταξε με έμφαση.
«Δεν
φοβάσαι;»
«Φοβάμαι
ναι αλλά δεν θέλω αυτό το συναίσθημα να με υπερνικήσει».
«Αυτή
τη φορά φοβάμαι και εγώ Μέλιαν! Και μάλιστα πολύ! Αλλά πρέπει να σταθούμε
απέναντι σε όλο αυτό. Πάμε, σου έχω εμπιστοσύνη».
Ο
Μέλιαν γύρισε προς τον επικεφαλής του αποσπάσματος των πέντε καβαλάρηδων που τους συνόδευαν.
«Θα
κάνουμε έναν περίπατο προς το δάσος…»
Ο
επικεφαλής αλλά και οι άλλοι συνοδοί αντέδρασαν κατηγορηματικά με φόβο.
«Πρίγκηπά
μου, με κάθε σεβασμό, πως μπορεί να γίνει αυτό; Είναι άκρως επικίνδυνο».
«Θα
πάμε μέχρι ενός σημείου, όχι για πολύ».
«Δεν
μπορούμε να το κάνουμε αυτό… (ψέλλισε), έχουμε οδηγίες από το βασιλιά για
αυστηρή φρούρησή σας και αν το μάθει παίζω το κεφάλι μου».
«Ακολουθήστε
τότε. Θα μείνετε διακριτικά κοντά μας. Το κάνω για σας, μην εκτεθείτε».
«Μα
αν γίνει κάτι…»
«Ήμουν
σαφής στην απόφασή μου», απάντησε αυστηρά ο Μέλιαν.
Προχώρησαν
αρκετά με πιο γρήγορο ρυθμό. Βγήκαν από την πόλη. Έφτασαν στο όριο που τα
δέντρα πύκνωσαν, στην αρχή του δάσους. Σε μια μεγάλη κρήνη ο Μέλιαν είπε στους
καβαλάρηδες να τους περιμένουν εκεί. Τους όρισε και το χρόνο αναμονής για να
ξέρουν. Στη συνέχεια πήραν με χαλαρό ρυθμό πορεία προς το εσωτερικό. Τώρα ήταν
ελεύθεροι να συζητούν εντελώς μόνοι.
«Φοβάσαι;»
της είπε.
«Ναι...νιώθω
ένα δέος, μετά από όσα άκουσα, δεν το περίμενα…» του απάντησε διστακτικά.
«Εγώ
φοβάμαι το ομολογώ, δεν μπορώ να σου κρυφτώ».
«Κοίτα
πέρα βαθιά πως φαίνονται όλα Μέλιαν», του είπε.
Κοίταξαν
και οι δύο ίσια μακριά μέσα στο δάσος. Τα δέντρα στο βάθος πύκνωναν και το
μεγάλο τους ύψος τα έκανε επιβλητικά με μια εμφάνιση απειλής.
«Γιατί
το κάνουμε αυτό εδώ αγαπημένη μου;» τη ρώτησε.
«Δεν
ξέρω, αυτό το δάσος ασκεί μέσα μου μια παράξενη επίδραση Μέλιαν. Θα το
πιστέψεις; Μετά από όλα όσα έμαθα για την ιστορία του νιώθω μια...λύπη για
αυτό. Νιώθω να το αγαπώ! Γιατί υποφέρει Μέλιαν! Λες και είναι κάτι ζωντανό…»
«Μα
είναι ζωντανό Ελεάνορ! Κάθε πράγμα της φύσης έχει τη δική του ζωή και
ταυτότητα. Είτε άνθρωπος, είτε ζώο, είτε δέντρο».
«Θα
ήθελα να φύγει αυτό το κακό από πάνω του, να βρει ξανά την παλιά του αίγλη και
τη φυσική του ομορφιά».
«Τι
λες για τη μαύρη βασίλισσα;» τη ρώτησε.
«Δεν
ξέρω. Είναι στη δεύτερη στροφή. Είναι λόγια σε παράξενη γραφή γεμάτη σύμβολα.
Δεν μπορώ να δεχτώ ότι τον όνομα ταυτίζεται με θηλυκή οντότητα».
«Τότε
γιατί να το γράφει;» της είπε.
«Ίσως
κάποιο σύμβολο, μπορεί να μην είναι άνθρωπος».
«Μα
υπάρχει. Έχουμε δει τα αποτελέσματα. Υπάρχει, περιπλανιέται, σκοτώνει».
«Μέλιαν,
σκέφτηκα κάτι που δεν το είδαμε καν».
«Τι;»
«Αυτό
το φονικό πλάσμα, γιατί να μην είναι ο ίδιος ο Σάγκρος;»
Την
κοίταξε με ερωτηματικά πολλά. Έδειξε να
προβληματίζεται.
«Αυτό
γιατί το λες;»
«Τι
έχουμε στα χέρια μας να μας λέει ότι είναι κάτι άλλο από αυτόν;»
«Μόνο
την αναφορά για τη μαύρη βασίλισσα και τον πορφυρό βασιλιά».
«Δεν
ξέρω, όλα είναι τόσο ασαφή. Και ο πατέρας σου; Γιατί στοχοποιείται;»
«Αυτό
είναι κάτι που πραγματικά με προβληματίζει πολύ. Είναι κάτι που μόνο με τον
ίδιο μπορώ να το συζητήσω».
Περπάτησαν λίγο ακόμα. Στις στράτες και στα μονοπάτια που πήγαν είχε το φως της μέρας. Απέφυγαν να τραβήξουν πιο μέσα. Το φως αδυνάτιζε πολύ και ολάκερο το μέρος έδειχνε να σκεπάζεται από ένα γκρίζο σύννεφο. Άλλαξαν την κουβέντα τους σε θέματα πιο όμορφα, πιο δικά τους.
«Σε
λίγο καιρό ξεκινάμε μια καινούργια ζωή», της είπε.
«Πόσο
χαίρομαι που αυτό το ταξίδι θα το κάνω μαζί σου».
Άπλωσε
τα χέρια του και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Διακριτικά πλησίασε προς το πρόσωπό της. Τα χείλη τους
ενώθηκαν για λίγο. Η Ελεάνορ ξαφνικά βγήκε από την αγκαλιά του σκεπτική.
«Τι
έπαθες;» τη ρώτησε.
«Είναι
δύο μέρες τώρα που είδα ένα παράξενο όνειρο».
«Τι
όνειρο;»
«Να!,
περπατούσαμε σε ένα δρόμο οι δυο μας, χέρι-χέρι. Με είχες αγκαλιά. Ξαφνικά! Λες
και φύγαμε από εκεί, σαν κάτι μαγικό να μας πήρε και βρεθήκαμε κάπου αλλού…»
Ο
Μέλιαν άκουγε με προσοχή.
«Σε
ένα χώρο σκοτεινό, που ξαφνικά γέμισε φως. Ένα παράξενο κιτρινοπράσινο φως που
γέμισε τα πάντα. Δεν μας άφηνε να δούμε τίποτα απολύτως, λες και μας τύφλωσε.
Και τότε… ναι τότε τα σώματά μας άρχισαν να αλλάζουν. Το δέρμα μας έγινε πιο
σκούρο, χάναμε σιγά-σιγά τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά μας. Προσπαθούσαμε να
κινηθούμε μα τα πόδια μας άλλαξαν. Έγιναν σαν κομμάτια ξύλου που δεν μπορούσαν
να κινηθούν. Και το ξύλο άρχισε να διαμορφώνεται. Αργά μα σταθερά έφυγε εντελώς
η ανθρώπινη μορφή μας και ναι… γίναμε δύο δέντρα. Αντίκρυ ο ένας στον άλλο. Δύο
πολύ μεγάλα δέντρα. Παλιά, γέρικα, σαν να στεκόμασταν εκεί αιώνες ολάκερους. Το
σώμα μας είχε γίνει χοντρός κορμός, τα χέρια μας δύο μεγάλα κλαδιά σε κάθε
δέντρο. Ένα δέντρο με τόσο απόκοσμο σχήμα. Και τότε ξαφνικά μέσα απ το φως,
αυτό το εκτυφλωτικό φως έφερε ένα μωρό. Ένα μωρό ναι, πολύ μικρό. Ίσα που
περπατούσε μέσα στο λαμπύρισμα…»
«Μωρό;
Αγόρι; Κορίτσι;»
«Δεν
ξέρω, αυτό δεν φαινόταν καθόλου, μόνο η μορφή του. Ένα ιδιαίτερο άφυλο πλάσμα
μπροστά μας. Όμως δεν ξέρω γιατί, αλλά το ένιωθα πανέμορφο. Ήρθε αργά προς το
μέρος μας. Για μια στιγμή στάθηκε ανάμεσα στα δύο δέντρα, τα κοίταξε και
συνέχισε το αργό του βήμα προς το φως ώσπου χάθηκε…»
Τελείωσε
την αφήγησή της, έδειχνε φορτισμένη αλλά όχι τρομαγμένη.
«Σε
τρόμαξε;» τη ρώτησε.
«Όχι!
Αλλά μου άφησε μια μεγάλη θλίψη. Μια μελαγχολία. Μια συγκίνηση».
«Του
ύπνου τα ταξίδια αγαπημένη μου. Πάντα σε κόσμους άγνωστους αλλά και παράλογους.
Άλλωστε αυτή είναι και η ομορφιά τους ή ο φόβος τους, πάμε;» της είπε.
«Ναι
είναι ώρα να γυρίσουμε, ξεχαστήκαμε και σίγουρα θα ανησυχούν».
Πήραν
αργά το δρόμο της επιστροφής, χέρι-χέρι αφήνοντας πίσω τους το δάσος που είχε
μεταβληθεί σε κάτι σαν το δικό τους όμορφο καταφύγιο.
Η Βασίλισσα Άλμπα
Λένε πολλές φορές ότι, η διακριτική παρουσία ενός ανθρώπου είναι ασήμαντη. Πως το πέρασμά του στη ζωή δεν καθορίζει τίποτα. Όμως η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η σύζυγος του Ζάρεκ, η βασίλισσα Άλμπα, κόρη του Ντάνμαρ, ήταν μια όμορφη γυναίκα. Στην αρχή της τέταρτης δεκαετίας της ζωής της διατηρούσε άσβηστη στο πρόσωπο και στο σώμα τα στοιχεία μιας γαλήνιας ευγενικής παρουσίας.
Εκείνο που θα μπορούσε αμέσως να διακρίνει κανείς ήταν μια καλά κρυμμένη
μελαγχολία στα όμορφα μάτια της. Λες και μια κηλίδα θλίψης άφηνε το στίγμα της
στο καλοσχηματισμένο οβάλ πρόσωπό της. Η μοίρα της και οι επιλογές του πατέρα
της του Ντάνμαρ, ηγεμόνα του μικρού βασιλείου κάτω στα Νότια του Φόριεν, την
έφεραν να επιλεγεί ως νύφη για τον Ζάρεκ, το γιο του Φάρκας, βασιλιά τότε του
Φόριεν. Ο γηραιός βασιλιάς είχε εντυπωσιασθεί από την νεανική της ευγένεια αλλά
και επηρεαστεί από την εμμονή του πατέρα της να ενώσουν τα δύο βασίλεια την
τύχη τους. Το μέσον; Μα φυσικά τι άλλο; Ένας γάμος! Προίκα λοιπόν για τον
φερέλπιδα τότε πρίγκηπα Ζάρεκ η δεκαεπτάχρονη Άλμπα. Ο καημός του έρωτα και της
αγάπης, που τόσα πολλά άκουγε για αυτόν από τα χείλη της γιαγιάς της αλλά και
από μεγαλύτερες φίλες της, έμεινε για εκείνην ανεκπλήρωτο όνειρο. Φυλακίστηκε
σε ένα πριγκηπικό στέμμα και μια ένωση με τον διάδοχο του Φόριεν. Κάπως έτσι
μια όμορφη μέρα τότε, έγινε νύφη στο πλάι του. Ναι, σοκαρίστηκε στην αρχή.
Ένιωσε ανέτοιμη. Κενή, χωρίς αισθήματα. Πως θα έδενε τη ζωή της με έναν άντρα χωρίς
να έχει αγαπήσει; Χωρίς να τον ποθήσει, να νιώσει το πάθος του για εκείνη; Όπως
οι περισσότερες γυναίκες, το έζησε με τη σειρά της. Βέβαια, στα άγουρα τότε νιάτα της, δεκαεπτά
Μάηδες στον κύκλο της ζωής της, ήρθε να δώσει αίγλη η παρουσία δίπλα της ενός
νεαρού όμορφου πράγματι άντρα. Ο Ζάρεκ ήταν ελκυστικός και αρρενωπός. Και
ανάμεσα σε όλα αυτά και ένας πρίγκηπας που ανέμισε τα όνειρά της στα δικά του
παλάτια.
Μόνο
που η Άλμπα είχε και μια άλλη ...τύχη σε αυτή τη σχέση. Έτσι νόμιζε βέβαια.
Γιατί δεν ήξερε! Η νεαρή παρθένα κόρη στέφθηκε κατ’ ευθείαν βασίλισσα στο πλάι
του, καθώς ο γάμος τους έγινε αφ’ ότου είχε πεθάνει πρόωρα ο Φάρκας. Έναν
θάνατο για τον οποίο η νεαρή κοπέλα δεν έμαθε ποτέ την αιτία του. Ούτε φυσικά
για το παρελθόν της μοιραίας σχέσης του άντρα της με μια νεαρή κοινή κοπέλα.
Πόσο δε μάλλον τα σκοτεινά θανάσιμα δρώμενά του.
Έγινε
γυναίκα του, πιστή αφοσιωμένη σύζυγος και σύντομα μητέρα, όπως συνηθίζονταν. Ο
ερχομός του Μέλιαν ήταν στη ζωή της ένα δώρο που ήρθε ακριβώς να καλύψει ένα άλλο
μεγάλο κενό στη ζωή της. Ένα κενό που μεγάλωνε συνέχεια καθώς περνούσαν τα
χρόνια όντας στην ίδια κλίνη με τον βασιλιά πια Ζάρεκ. Έναν άντρα που γρήγορα
αντιλήφθηκε, με τρόπο ωμό, ότι αυτό που ζητούσε από εκείνη ήταν μόνο το όμορφο
σώμα της. Ένα σώμα που το αποστράγγιξε γρήγορα, με τρόπο άσχημο, πολλές φορές
βίαιο και προσβλητικό. Μια κλίνη που ρούφηξε τους δικούς της χυμούς πάρα πολύ
γρήγορα μεταβάλλοντάς την σε ένα αντικείμενο ηδονής και τίποτα άλλο. Η όμορφη
βασίλισσα του Φόριεν, στην εξωτερική της εμφάνιση, αυτήν που το πρωτόκολλο
επέβαλε, έκρυβε τη δική της άδεια ψυχή και ανυπαρξία. Έτσι την κέρδισε το παιδί
της, ο Μέλιαν. Και καθώς η ζωή δεν της έδωσε δεύτερο παιδί, αποτέλεσε για
εκείνη το δικό της καταφύγιο. Ο Μέλιαν ήταν το φως της. Το δικό της λιμάνι. Όλα
αυτά τα χρόνια κράτησε μαζί του μια εκπληκτική σχέση που βοηθήθηκε από την
υστερική εμμονή του Ζάρεκ να κυβερνά απολυταρχικά και να μην νοιάζεται για την
ανατροφή του γιού του. Σε αυτό το κομμάτι η Άλμπα αλλά και ο Μέλιαν, στάθηκαν
τυχεροί. Γιατί έδωσαν και πήραν ο ένας από τον άλλο μόνο όμορφα αισθήματα και
ανθρώπινες αξίες.
Δική
της επιλογή ήταν ο σοφός δάσκαλος του Φόριεν, ο Άλαντ, να αποτελέσει πνευματικό
δάσκαλο για το γιο της. Και έδινε τα εύσημα στον εαυτό της που, τουλάχιστον
κατάφερε να περάσει αυτήν την άποψη και στον άντρα της, βάζοντας σε ενέργεια
κάθε της έξυπνο όπλο στο νοητικό της οπλοστάσιο. Ο απολυταρχισμός που διέκρινε
την πολιτεία του άντρας της, τον οδήγησε να μη δώσει μεγάλη σημασία στον έρωτα
του νεαρού γιου του για μια νεαρή γυναίκα έξω από το βασιλικό τους σινάφι. Η
Ελεάνορ, κόρη του Έντγκαρ και της Έλντα, έμελλε να είναι η αγαπημένη του γιου
του. Ο, πάντα άνθρωπος του συμφέροντος, Ζάρεκ, είδε σε αυτή τη σχέση την
ενδυνάμωση της επιρροής του και στον ευρύτερο κύκλο των αξιωματούχων του
παλατιού, ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονταν από την παλιά αυλή του πατέρα του.
Ο Έντγκαρ ήταν υψηλός οφικιούχος της αυλής. Χρόνια υπεύθυνος για το
θησαυροφυλάκιο του βασιλείου ήταν ο άνθρωπος που καθόριζε την οικονομική τύχη
στην πόλη. Χρυσή ευκαιρία για τον Ζάρεκ να έχει έναν συγγενή σε εκείνη τη θέση
για να μπορεί να περνάει την άποψή του ή το μακρύ του χέρι. Έτσι όχι μόνο
αντέδρασε σε αυτήν αλλά προώθησε και την επισημοποίησή της. Έτσι ο γιος του, ο
Μέλιαν, δέθηκε με τα δεσμά της μνηστείας με την Ελεάνορ κάτι που θα οδηγούσε
σύντομα και στο γάμο τους.
Ο
Μέλιαν επέστρεψε από τον περίπατο με την μνηστή του. Ανέβηκε στα δώματα του
σπιτιού τους. Εκεί τον περίμενε η μητέρα του, όπως πάντα με το χαμόγελο στα
χείλη.
«Καλώς
όρισες αγόρι μου!»
«Καλώς
σε βρίσκω μητέρα», της απάντησε γυρεύοντας ένα μέρος να ξαποστάσει το σώμα του.
«Σε
βλέπω κουρασμένο, συνέβη κάτι;»
Εκείνο
βέβαια που πρόσεξε η βασίλισσα Άλμπα δεν ήταν η κούραση αλλά μια εμφανής
προβληματισμένη εικόνα στο πρόσωπο του γιου της.
«Περπατούσαμε
με την Ελεάνορ, κάναμε μια μεγάλη βόλτα, την είχαμε ανάγκη μητέρα».
«Πολύ
καλά κάνατε, που;»
«Ως
το δάσος…»
Το
πρόσωπό της σφίχτηκε.
«Γιατί
πάλι; Δεν βλέπεις τι γίνεται παιδί μου;»
«Ξέρω
μητέρα, και ακούω και βλέπω και μαθαίνω επίσης…»
Τον
κοίταξε απορημένη.
«Τι
μαθαίνεις;»
Έριξε
μια ματιά γύρω του στο χώρο.
«Ο
πατέρας που είναι;»
«Λείπει
στα δώματα του παλατιού, ήταν πάλι με εκείνον τον Ντέμιαν…»
«Τον
σιχαίνομαι αυτόν τον άνθρωπο!» σχολίασε ο Μέλιαν.
«Ομολογώ
δεν είναι και σε μένα συμπαθής αλλά δεν παύει να είναι αρχηγός του στρατού…
αλλά… κάτι νομίζω ήθελες να μου πεις».
Ο
Μέλιαν σηκώθηκε από το μεγάλο ανάκλιντρο. Βημάτισε προβληματισμένα στο χώρο.
«Δεν
ξέρω μητέρα, είναι κάποια πράγματα που με προβληματίζουν…»
«Σαν
τι;»
Ανέφερε
για τη συνάντηση που είχαν με την Ελεάνορ και τον Άλαντ οι τρεις τους. Για όσα
τους ανάφερε και τις σκέψεις του σχετικά με τη σύνδεση εκείνων των πραγμάτων
και προσώπων με το σήμερα. Η Άλμπα άρχισε να προβληματίζεται έντονα. Η ερώτηση
του γιου της ήρθε να την ανησυχήσει παραπάνω.
«Ήξερες
κάτι για τον πατέρα από παλιά μητέρα;»
«Τι
εννοείς;»
«Ο
δάσκαλος ψάχνει μια σχέση ανάμεσα στο τερατόμορφο πλάσμα του βουνού, το ον αυτό
που προκαλεί θανατικά στο δάσος και στην αυλή του βασιλείου, δηλαδή έμμεσα με
τον βασιλιά».
«Όχι
Μέλιαν! Δεν γνωρίζω τίποτα. Όλα αυτά τα χρόνια που είμαι με τον πατέρα σου,
ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο».
«Μάνα
από ότι καταλαβαίνεις και σου είπα, ο Άλαντ, βλέπει ότι κάτι έρχεται στην αυλή
του πορφυρού βασιλιά μέσα από εκεί. Και έχει τη ρίζα του στο παρελθόν».
«Γιατί
δεν κάνεις άμεσα μια συζήτηση μαζί του παιδί μου; Νομίζω έχεις κάθε
νομιμοποίηση να την υποβάλεις. Πρίγκηπας είσαι;»
«Νομίζω
θα ψάξω να βρω μια ευκαιρία να το κάνω», της απάντησε σκεφτικός.
Η
Άλμπα πλησίασε κοντά του. Άπλωσε τα χέρια της αγκαλιάζοντάς τον από τους ώμους.
Εκείνος ακούμπησε τρυφερά στο στήθος της.
«Τι
είναι αυτό που σε φοβίζει παιδί μου;» τον ρώτησε ήρεμα.
«Κάτι
νιώθω να έρχεται και να μας πλησιάζει μητέρα. Οι γραφές που σου είπα αυτό
δείχνουν. Και δεν ξέρω τι μπορεί να είναι αυτό».
Έκλεισε
περισσότερο τα χέρια της γύρω από τις πλάτες του. Η φωνή της ακούστηκε ζεστή,
ανθρώπινη:
«Για
χρόνια σε μεγάλωσα με αξίες φωτεινές, που δεν έχουν σχέση με το σκοτάδι που
φοβάσαι. Και τώρα γίνονται πράγματα που μας φοβίζουν ναι. Σε λίγο καιρό θα
γίνει ο γάμος σου. Μια νέα γυναίκα θα σταθεί δίπλα σου. Θα μοιραστείτε μαζί το
αύριο της ζωής σας. Αλλά και του βασιλείου σαν έρθει η ώρα…»
«Μητέρα
αυτό δεν έχει σχέση με αυτό που νιώθω. Η Ελεάνορ ξέρει για όλα αυτά,
συμμετέχει, έχει άποψη. Δεν την έχω βγάλει έξω από όλο αυτό…»
«Και
καλά κάνεις… έτσι πρέπει. Μια ένωση ανθρώπων για να είναι ευτυχισμένη
προϋποθέτει τον αμοιβαίο σεβασμό».
Ο
Μέλιαν έσπασε την αγκαλιά τους.
«Μητέρα
πάω να ξεκουραστώ λίγο, σου υπόσχομαι θα μιλήσουμε με τον πατέρα».
Τον
είδε να της χαρίζει ένα χαμόγελο και να αποχωρεί από το χώρο. Μέσα της όλα όσα
έμαθε και της είπε την γέμισαν με ανησυχία και την έβαλαν σε σκέψεις.
Ακόμα
ένα κουραστικό βράδυ για τον Άλαντ. Τον τελευταίο καιρό είχε χαθεί ολότελα στις
αναζητήσεις του. Ώρες ολάκερες χαμένος μέσα στις μελέτες και στις έρευνές του.
Μια ακόμα ημέρα που δεν ήξερε πόσο ήταν σκυμμένος πάνω από βιβλία και γραφές.
Το σκοτάδι έξω από τον πύργο του Φόριεν είχε ήδη αρχίσει να πέφτει για τα καλά.
Ο ήλιος είχε πει τη δική του καληνύχτα και είχε αφήσει να χαθεί προς τη Δύση.
Άναψε κάποια κεριά δίπλα του για να δυναμώσει το φως ολόγυρά του. Κάποια στιγμή
απόκαμε ανακουφισμένος. Σαν να ολοκλήρωσε κάτι μπροστά του άφησε το κουρασμένο
του κορμί να γύρει προς τη μεγάλη ξύλινη πολυθρόνα του. Έβαλε τα χέρια του στο
πρόσωπό του. Σηκώθηκε. Τράβηξε δίπλα προς ένα λαβομάνο. Έβρεξε τα χέρια του σε
μια λεκάνη με νερό και τα έβαλε στο κεφάλι και στο πρόσωπό του. Ένιωσε τη
δροσιά του να ανακουφίζει την κάψα που τον έκαιγε ώρα τώρα. Περπάτησε λίγο προς
το μεγάλο παράθυρο και ύστερα γύρισε πάλι στο γραφείο του. Κάθισε ξανά και
έσυρε μπροστά του ακριβώς τις σημειώσεις. Τα μάτια του εστίασαν στο γραπτό που
μόλις πριν είχε ολοκληρώσει. Ακούστηκε να ψιθυρίζει στον εαυτό του.
«Η
τρίτη στροφή λοιπόν… με όλα της τα μηνύματα και τα μυστικά…»
Άρχισε
να διαβάζει μεγαλόφωνα για να ακούει:
“Ο
κηπουρός φυτεύει ένα αειθαλές δέντρο,
η
στιγμή που πληγώνει ένα μικρό λουλούδι.
Αλλάζω
τον άνεμο σε ένα καράβι,
για
να δεχτώ τα γλυκά και τα ξινά.
Ο
γελωτοποιός θα σηκώσει το χέρι του,
η
ορχήστρα ξεκινά καθώς αργά γυρίζει ο τροχός της λήθης,
στην
αυλή του πορφυρού βασιλιά”
Πήρε
μια βαθιά ανάσα.
«Έτοιμη
λοιπόν και η τρίτη στροφή», ψιθύρισε δυνατά. Στις μοναχικές του ώρες συνήθιζε
να εξωτερικεύει τις σκέψεις του για να τις επεξεργάζεται δύο φορές. Οι πρώτοι
τέσσερις στίχοι ήταν για αυτόν εντελώς ακαθόριστοι. Δεν μπορούσε να βγάλει
άκρη. Ο Ράνουλφ μιλούσε συμβολικά, αλλόκοτα. Ποιος ξέρει σε ποια κατάσταση
ύστερα από όσα βίωσε. Όμως οι τρεις τελευταίοι στίχοι του έδειχναν πιο προσιτοί
στην εξήγηση. Όπως τουλάχιστον αυτός την αντιλαμβανόταν.
«Ο
γελωτοποιός θα σηκώσει το χέρι του και η ορχήστρα ξεκινά.. η ορχήστρα ξεκινά,
αυτό μπορεί να σημαίνει… τι κάνει η ορχήστρα; βάζει σε κίνηση τα μουσικά
όργανα!» σκεφτόταν με περισυλλογή πλησιάζοντας να δώσει την ερμηνεία του.
«Άρα
η ορχήστρα ξεκινά σημαίνει τα γεγονότα τρέχουν, εξελίσσονται. Πότε όμως; Όταν ο
γελωτοποιός σηκώσει το χέρι του». Εδώ έσφιξε το πρόσωπό του με τα χέρια του.
Τον “γελωτοποιό” τον συναντούσε μπροστά του και στην τέταρτη στροφή. Η αναφορά
σε αυτόν του έδινε κάποιο ρόλο να κινεί τα νήματα.
«Η
μοίρα!» φώναξε
δυνατά. «Ναι η μοίρα! Αυτό είναι! Ο γελωτοποιός παριστάνει τα μελλούμενα να
συμβούν. Όσα έχουν οριστεί να γίνουν», έδειξε ικανοποιημένος από την οπτική
γωνιά που το είδε και συνέχισε στον τελευταίο στίχο.
«Η
Ορχήστρα ξεκινά καθώς αργά γυρίζει ο τροχός της λήθης, στην αυλή του πορφυρού
βασιλιά. Τα γεγονότα λοιπόν μπαίνουν σε κίνηση καθώς γυρίζει ο τροχός της
λήθης…»
Αυτό
του κέντρισε την προσοχή. Ο τροχός της λήθης! Με τι να το συνδέσει;
Προσπαθούσε. Κοινή λέξη η “λήθη” σε δύο πράγματα.
«Ο
τροχός της λήθης και το Δάσος της λήθης! Να που υπάρχει η ίδια λέξη σε δύο
πράγματα», σκέφτηκε και συνέχισε να μονολογεί:
«Τα
γεγονότα μπαίνουν σε κίνηση δηλαδή πράγματα συμβαίνουν καθώς γυρίζει ο τροχός
της λήθης δηλαδή κάτι που έχει να κάνει με το Δάσος. Άρα τα γεγονότα που έχουμε
συνδέονται με το Δάσος! Εκεί παραπέμπουν όλα! Και όλα έρχονται ως θέατρο στην
αυλή του βασιλιά».
Το
βλέμμα του βάθυνε. Τον πονούσε η ένταση της σκέψης και η προσπάθεια που έκανε.
Όμως δεν είχε άλλη επιλογή.
«Αυτό
που φοβάμαι καιρό τώρα με αυτά τα μηνύματα…» ψιθύρισε τρομαγμένος, «αυτό που
υποπτεύομαι…» είπε.
Σηκώθηκε.
Τύλιξε τα βιβλία του, τακτοποίησε όσο μπορούσε το χώρο του. Κράτησε στα χέρια
το γραπτό του και έφυγε προς τα δώματα του βασιλιά στο μεγάλο κάστρο. Έπρεπε να
προλάβει πριν πέσει για τα καλά η νύχτα.
Ωωω μαθαίνουμε για τη μητέρα του Μέλιαν σήμερα. Έτσι ξεκαθαρίζεται μέσα μας η ανατροφή του Μέλιαν και η διαφορά του με τον Ζάρεκ. Και δεν είναι μια η διαφορά. Κρίμα που μια τέτοια γυναίκα με αξίες παντρεύτηκε αυτότ ο πράμα που είναι ο Ζάρεκ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάμε στο ζευγάρι τώρα...Φιρί φιρί το πάνε με το δάσος ναι; Και λογικό να είναι συγκλονισμένοι με όσα έμαθαν. Κοίτα τι συμβαίνει στη ζωή τους όμως! Αντί να ασχολούνται με το παρόν τους και το μέλλον τους προσπαθούν να λύσουν γρίφους.Τι τους επιφυλάσσει η μοίρα άραγε, εννοώ η μοίρα της πένας σου φυσικά.
Και αυτή η στροφή της περγαμηνής...κατανοούμε το βάρος του Άλαντ... Προσπαθεί να ερμηνεύσει τόσα παράξενα γεγονότα και να προφυλάξει την αυλή του βασιλιά. Θα το καταφέρει άραγε; Θα φτάσει στην αλήθεια;
Μπράβο Γιάννη και γι αυτό το κεφάλαιο
Ναι Άννα μου! Σήμερα ήταν στιγμή να μάθουμε και να δούμε λίγο τη βασίλισσα Άλμπα, μητέρα του Μέλιαν και, δυστυχώς, γυναίκα του Ζάρεκ. Ένας γάμος τότε, πριν εικοσιπέντε χρόνια, που τον έκανε για λόγους συμφέροντος ο σημερινός βασιλιάς ώστε να ισχυροποιήσει εδαφικά τη σχέση του. Μια γυναίκα με εντελώς διαφορετική ψυχή από το μαύρο του συζύγου της. Που αναγκάστηκε, όλα αυτά τα χρόνια, να παραμείνει στη σκιά, δίνοντας το βάρος της ζωής της στο γιο της.
ΔιαγραφήΤο νεαρό ζευγάρι, στην κρίσιμη καμπή της ζωής τους, βρίσκεται αντιμέτωπο με άλλα πολύ σοβαρότερα προβλήματα. Άραγε θα επηρεάσουν όλα αυτά τα σχέδιά τους. Τους έχουν φέρει όλα αυτά ακόμα πιο κοντά τον έναν στον άλλον. Και ο Άλαντ! Ο ...δύσμοιρος Άλαντ. Νιώθει ένα τεράστιο βάρος στους ώμους και στην καρδιά του.
Ευχαριστώ Άννα μου για την παρουσία σου και τα λόγια σου. Η συμμετοχή σου πάντα ουσιώδης και ζωντανή. Προχωράμε.
Τι ωραία όσα διαβάσαμε σήμερα. Είχα εκφράσει την "ανάγκη" μου να διαβάσω για τη μητέρα του Μέλιαν. Επαληθεύονται οι (δικαιολογημένες) υποψίες μου ότι τη γλυκύτητα του την πήρε από εκείνη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια γυναίκα που η ψυχή της καταδικάστηκε με έναν άδειο άνθρωπο σε έναν άδειο γάμο. Μια γυναίκα συνετή, μα ταυτόχρονα δυνατή, αφού εξασφάλισε το παιδί της να μεγαλώσει σωστά και να γνωρίσει την αγάπη.
Δεν ξέρω, σκεφτόμουν αυτές τις αναφορές στη Μαύρη Βασίλισσα, τον Πορφυρό Βασιλιά, τον Γελωτοποιό και με την αναφορά στη μοίρα το μυαλό μου πήγε στα Ταρώ. Όπου ο "Τρελός" απεικονίζεται ως γελωτοποιός. Και φυσικά υπάρχει Βασίλισσα και Βασιλιάς.
Ανυπομονώ να δω τι θα ανακαλύψει ο σοφός δάσκαλος για την Μαύρη Βασίλισσα που εξ αρχής έχω μια υποψία πως έχει κάποια σχέση με την Αρμάντια.
Υπέροχα όσα μας χάρισες και σήμερα!
Καλή συνέχεια Γιάννη μου και καλό Σαββατοκύριακο!
Μου αρέσει να παρακολουθώ της σκέψης σου τα μονοπάτια Μαρίνα μου! Φωνάζουν ότι παρακολουθείς και ζεις την εξέλιξη και την αγωνία. Και αυτό με συγκινεί και με τιμά, να το ξέρεις.
ΔιαγραφήΟ Γελωτοποιός στις παλιές αυλές ήταν ένα περίεργο πρόσωπο. Συνήθως ήταν αυτό που έλεγε η ιδιότητά του. Άλλες φορές έπαιζε ρόλους παρασκηνίου. Εδώ είναι συμβολικός και αναφέρεται σε σημασίες.
Η βασίλισσα ναι, είναι μια γυναίκα καλοσύνετη, ευγενική και διακριτική με τη θετική της αύρα. Συνεχίζουμε καλή μου φίλη μπαίνοντας σε κρίσιμα μονοπάτια. Ειλικρινά ένα ακόμα μεγάλο μου ευχαριστώ.
Υπέροχο ζευγάρι ο Μέλιαν και η Ελεάνορ με αγάπη βαθιά και σεβασμό! Καμία σχέση ο Μέλιαν με τον πατέρα του και γνωρίζοντας τη μητέρα του καταλαβαίνουμε από πού διδάχθηκε τις αρχές του. Και η επιλογή του δασκάλου του φυσικά έπαιξε ρόλο. Όμως αυτή η τάση τους να επισκέπτονται το δάσος που λες και τους τραβάει είναι σαν η μοίρα να έχει ήδη αρχίσει να φανερώνει τα χαρτιά της. Και αυτό δεν είναι καλό για τους αθώους. Λυπάμαι για τους αθώους που υποψιάζομαι πως θα χαθούν, και με τίποτα δεν μπορώ να τους πω παράπλευρες απώλειες, ή αναγκαίες, μόνο και μόνο γιατί πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη και η Φύση και η ζωή να βρει τις χαμένες της ισορροπίες. Βέβαια θα ήθελα και ο Ντέμιαν να τιμωρηθεί παραδειγματικά γιατί για μένα τα τσιράκια είναι χειρότερα. Χωρίς τα τσιράκια όλοι τα θρασύδειλα τέρατα θα αναγκάζονταν να δράσουν μόνοι τους. Και αυτό είναι το μόνο που δεν θέλουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ όμορφα ξετυλίγεται το κουβάρι! Περιμένω με αγωνία!
Πόσο αγαπώ αυτήν την κατάθεση της ψυχής σου Μαίρη μου! Πόσο όμορφη είναι η συμμετοχή σου, η γνώμη, τα συναισθήματά σου. Μια ολοζώντανη συμπόρευση στο δράμα που διαβάζουμε έστω και αν είναι αυτό στο χώρο της φαντασίας.
ΔιαγραφήΝαι, τα εκτελεστικά όργανα των αχρήστων και των δολερών είναι το ίδιο εκτρώματα με έναν ρόλο βρώμικο και υπεύθυνο στο άπλωμα της καταστροφής και του ολέθρου. Και αυτό αναπαριστά ο Ντέμιαν.
Το ζευγάρι των νέων παιδιών, ο Μέλιαν με την Ελεάνορ, είναι τα καθαρά σύμβολα ενός όμορφο μέλλοντος για το βασίλειο και αυτό αντιπροσωπεύουν. Βέβαια η μοίρα τους είναι δεμένη άρρηκτα με μια σπείρα καταστροφής και ολέθρου που δεν ξέρουμε ως που και πως θα φτάσει και αν φυσικά εκδηλωθεί.
Η βασίλισσα Άλμπα, μια διακριτική παρουσία, "σιωπηρή" για χρόνια, έχει αφήσει το έργο της σε ένα όμορφο μέλλον και ίσως διεκδικήσει και ένα παρόν πιο ενεργό και σημαντικό.
Δεν έχω λόγια να σε ευχαριστήσω αγαπημένη μου φίλη. Προχωράμε.