Το δάσος της Λήθης 14 - Μουσικές Ιστορίες#3

 



Σύνδεση στο προηγούμενο:

Η Αρμάντια θα μάθει απ τον Έλνταρ, την τραγική αλήθεια για τη δολοφονία του πατέρα και της παραμάνας της αλλά και τον θάνατο της μητέρας της. Η αντίδρασή της είναι εκτός κάθε ανθρώπινων ορίων. Στις τρομερές κατάρες της προς τον βασιλιά Ζάρεκ έρχεται να βρει συντονισμό μια τρομερή αναταραχή στο Βουνό των Σκιών, εκεί που κατοικεί ο Σάγκρος, το άμορφο πλάσμα του τρόμου.

Ποια θα είναι η επόμενη μέρα για την Αρμάντια; Και ...έρχεται πλέον η ώρα να μάθουμε για μια πανάρχαια τραγική ιστορία που αποτέλεσε την αρχή όλων.

 

Κεφάλαιο 14

 

Η επόμενη αυγή της αλήθειας

 

Η αυγή της επόμενης μέρα βρήκε το δάσος του Φόριεν απαλλαγμένο από τη χθεσινοβραδινή έκρηξη της φύσης. Μια αγριάδα παράξενη και σε πολλά πράγματα ανεξήγητη. Το πρώτο φως του ήλιου έριξε τις ακτίνες του στο δωμάτιο. Ο Έλνταρ προσπαθούσε να ξορκίσει αυτό το ανείπωτο που αντίκρισε χθες τόσο στην έκρηξη του Βουνού και της φύσης όσο και στο σώμα της νεαρής κοπέλας.

«Τι θέλεις από μας καταραμένε;» ψέλλισε κοιτάζοντας με δέος στην κορυφή του βουνού, «άφησε ήσυχη αυτή την γυναίκα…»

Η Αρμάντια είχε ήδη ανοίξει τα μάτια της και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι  ακριβώς είχε συμβεί και μάθει χθες. Μια καινούργια σελίδα γύριζε στην πολυτάραχη ζωή της με ένα τεράστιο βάρος αλλά και μυστήριο που δεν ήξερε αν μπορούσε να χειριστεί.

«Πως νιώθεις;» ήταν τα ζεστά λόγια του Έλνταρ. Του ανθρώπου που, μόνιμα τις τελευταίες μέρες, ήταν στο πλευρό της, αεικίνητη παρουσία γεμάτη αλληλεγγύη.

«Ένα τεράστιο κενό!» του απάντησε. Της είχε φέρει ήδη κάτι να βάλει στο στόμα της γιατί χθες ήταν σε άθλια κατάσταση. Την κοίταξε καλά στο πρόσωπο. Η γλυκύτητα και η αθωότητα που το χαρακτήριζε αυτές τις μέρες είχε δώσει τη θέση της σε κάτι πιο σκληρό, πιο παγωμένο. Κάτι που του το επιβεβαίωσε με τα λόγια της.

«Νιώθω σαν να γέρασα σε μια νύχτα, σαν να πέρασε κάτι από πάνω μου. Αλλά και σαν κάτι μέσα μου να με κυρίεψε. Κάτι τρομακτικό, άγνωστο».

«Μίλα μου Αρμάντια, αν θες να μου πεις όλη την ιστορία απ την αρχή είμαι εδώ όχι μόνο να σε ακούσω αλλά να δούμε και τι θα κάνεις».

Κούνησε το κεφάλι της πικρά.

«Την ιστορία…τον αγάπησα πολύ! Με το πάθος και την αθωότητα της νιότης. Με τα άδολα όνειρα κάθε κοριτσόπουλου που θα την εντυπωσιάσει η λάμψη, η ομορφιά, μπορεί και η θέση. Έτσι ο πρίγκηπας Ζάρεκ έγινε γρήγορα κυρίαρχος της καρδιάς μου. Το κακό είναι ότι δεν έγινε μόνο της καρδιάς μου…»

Έσκυψε το κεφάλι της ενοχικά. Ο Έλνταρ κατάλαβε αλλά την άφησε, αν ήθελε, να συνεχίσει εκείνη. Πράγμα που έκανε.

«Τώρα πλέον πρέπει να το αντιμετωπίσω και αυτό! Μόνη μου! Χωρίς κανέναν! Συντροφιά με τις ντροπές και τις ενοχές μου! Με την εγκληματική μου αφέλεια. Ίσως… ίσως καλύτερα που έφυγαν οι γονείς μου και δεν έμαθαν για μένα… δεν ξέρω…»

Σταμάτησε για μια στιγμή. Σαν να προσπαθούσε μέσα της να σταθμίσει τα λόγια της.

«Δεν ξέρω τι θα νιώθετε για μένα αλλά πρέπει να σας το πω… Είμαι έγκυος…» Δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Άκουσε την ερώτησή του ήρεμη:

«Είναι δικό του;»

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά χωρίς μιλιά.

«Του το είπες;»

«Ναι…»

«Και;»

«Ο πατέρας του είχε ήδη κανονίσει το γάμο του… αυτό!»

Ο Έλνταρ σήκωσε το κορμί του όρθιο.

«Τώρα εξηγούνται όλα στο ακέραιο παιδί μου. Απαντήθηκαν και τα τελευταία ερωτηματικά».

Η κοπέλα έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπό της αφήνοντας τα δάκρυά της να ποτίσουν τον πόνο της.

«Τι θα κάνω;»

Ο Έλνταρ πήρε μια μεγάλη ανάσα. Άπλωσε τα χέρια του στα δικά της. Η φωνή του ακούστηκε σαν μελωδία γαλήνης και σιγουριάς:

«Το Φόριεν τελείωσε για σένα παιδί μου! Κατάλαβες ότι εκεί δεν μπορείς να σταθείς. Αυτός σκότωσε τους δικούς σου μετά από σένα, όπως νομίζει. Για να εξασφαλίσει τη σιγουριά του…»

Την είδε πάλι να αγριεύει απότομα, άσχημα.

«Όσο έχω ανάσα και αναπνέω για ένα σκοπό θα ζω, να τον εκδικηθώ! Δεν θα ησυχάσω αν δεν τον κάνω! Δεν θα σταματήσω μπροστά σε κανένα τίμημα!» του είπε έξαλλη. Της απάντησε καθησυχαστικά:

«Έχεις το παιδί σου Αρμάντια και πρέπει να φροντίσουμε για αυτό…»

«Εσείς; Δεν έχω θέση ανάμεσά σας…»

«Σταμάτα… όπως σου είπα και τις προάλλες, για μένα είσαι η κόρη που δεν είχα ποτέ! Και η ζωή που περιμένεις, το εγγόνι μου… τώρα που οι δικοί σου… θέλω να πω, συγχώρα με… μπορείς να με νιώθεις πατέρα σου!» της είπε με φανερή συγκίνηση.

Η γλώσσα του προσώπου της απάντησε λυτρωτικά θετικά ενώ εκείνος ολοκλήρωνε τα λόγια του:

«Δεν θα είναι εύκολο το ξέρω. Οι πληγές που άνοιξαν μέσα σου είναι βαθιές. Αλλά μη δηλητηριάζεις τη ψυχή σου με την εκδίκηση. Δεν οδηγεί πουθενά κόρη μου.. Θα σε πονάει, θα σε τυραννάει, ίσως κάποια στιγμή σου δώσει κάποια λύτρωση αλλά πάλι μετά ο κύκλος θα ξεκινήσει και θα σε αφήσει με το κενό στην καρδιά σου. Λίγο πριν την εκδίκηση όλοι νιώθουν καλά, Εδώ στο δάσος, θα φέρεις στον κόσμο μια νέα ζωή, δική σου. Θα έχεις τη δυνατότητα να το ζήσεις. Είναι ευλογία…»

 

Οι στιγμές της Αρμάντια στο Φόριεν κόπηκαν με τρόπο βίαιο, γεμάτο αίμα και πόνο. Στην αγκαλιά του δάσους άνοιγε τώρα η ζωή της. Όμως πλέον βαθιά μέσα στο μυαλό της από χθες το βράδυ, αυτό που την έζωσε, αυτό που ένιωσε, ο πόνος, η πίκρα, η ανείπωτη οργή, απαιτούσε πλέον να κυριαρχήσει απόλυτα μέσα της, σε κάθε ικμάδα του μυαλού και του κορμιού της.






Επιστροφή στο σήμερα

 

Ιστορίες στο φως από χρόνια σβησμένα

 

Το φως του ήλιου έμπαινε δυνατά στο δωμάτιο της Ελεάνορ στο σπίτι της. Έξω η μέρα έστελνε τα δικά της αρώματα και χρώματα. Η ματιά της ήταν συνέχεια έξω στο δρόμο μαζί με την προσμονή της μαζί. Όταν από μακριά είδε το άλογο με τον Μέλιαν να πλησιάζει η καρδιά της ρίγησε.

«Έρχεται ο καλός σου…» άκουσε τη φωνή της Έντας, της μητέρας της στην είσοδο του δωματίου.

«Μητέρα…» της είπε γλυκά. Έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε με θέρμη.

«Είσαι ευτυχισμένη κόρη μου;» τη ρώτησε εκείνη.

«Ναι μητέρα! Τον αγαπώ και νιώθω και εκείνος το ίδιο. Είναι όμορφο πράγμα η αγάπη…» είπε και έγειρε το κεφάλι της στους ώμους της.

Η Ελεάνορ ήταν πολύ γλυκιά. Τα καστανόξανθα μαλλιά της χύνονταν ίσια στους ώμους της μακριά. Έκαναν ένα όμορφο κυματισμό καθώς έφταναν να αγγίζουν τη μέση της. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η ευγένεια και η γλυκύτητα. Λαμπερή όψη, στρογγυλό πρόσωπο, όμορφα μάτια και υπέροχα χείλη. Δεν την έλεγες ψηλή αλλά είχε το ανάστημά της όπως και τις εκφράσεις της.

«Ο πατέρας που είναι; Ξέρει ότι θα έρθει ο Μέλιαν σήμερα εδώ;»

«Φυσικά και το ξέρει. Πρώτα του ζήτησε την άδεια να δει τη μνηστή του αλλιώς δεν θα το τολμούσε. Λείπει όμως. Νομίζω είναι κάπου στο κάστρο στις αρμοδιότητες του».






 

Ο Μέλιαν ύστερα από λίγο ήταν στην είσοδο του σπιτιού και μετά από λίγο χτυπούσε την πόρτα της μνηστής του. Ένα όμορφο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό του. Ψηλός, γεροδεμένος, μαύρα μαλλιά και γένια λίγα. Δεν συνήθιζε να ντύνεται ή να επιδεικνύει την ιδιότητά του στο βασίλειο. Του άρεσε πάντα η σεμνότητα και η διακριτικότητα. Πολλές φορές είχε συγκρουστεί με τον πατέρα του για αυτό το ζήτημα καθώς είχε τις δικές του απόψεις. Ζήτησε την άδεια από την οικοδέσποινα να περάσει στο εσωτερικό του δωματίου. Η Ελεάνορ τον υποδέχτηκε με μια όμορφη υπόκλιση και εγκάρδιο χαιρετισμό. Ύστερα από λίγο η Έλντα τους άφησε μόνους. Είχε εμπιστοσύνη στην κόρη της για τα μέτρα και σταθμά που τηρούσε στη ζωή της και στη θέση της όπως επίσης και στον υποψήφιο γαμπρό της για το σεβασμό που συνήθιζε να δείχνει.

Τα χέρια τους έμπλεξαν σε ένα σφιχτό και τρυφερό δέσιμο. Τα χείλη τους ενώθηκαν για μια μόνο στιγμή. Ένα χάσιμο κλεφτό στο χρόνο. Στα μάτια τους έβλεπες την αγάπη, την προσδοκία αλλά θα έλεγε κανείς και την ωριμότητα. Μίλησαν για λίγο, αστειεύτηκαν, είπαν διάφορα μέχρι που κάποια στιγμή η Ελεάνορ τον ρώτησε:

«Κάτι έγινε σήμερα, χτύπησαν οι καμπάνες στις πύλες, είδα αναστάτωση και πολλά σημάδια φόβου, έμαθες κάτι;»

Ο Μέλιαν σοβαρεύτηκε απότομα. Την ενημέρωσε για τα τραγικά νέα συμβάντα στο δάσος και την κουβέντα που είχε με τον δάσκαλό του τον Άλαντ. Της είπε σε γενικές γραμμές και για τις γραφές που βρήκε.

«Πάντα πάλι αυτό το δάσος. Λες και στέκεται έξω από εμάς και μας περιβάλλει με τρόμο και δέος. Και  αυτό το χθόνιο πλάσμα που κυκλοφορεί εκεί και μοιράζει το θάνατο, τι είναι, ποιος είναι;»

«Το βλέπω και εγώ Ελεάνορ. Το βλέπω στα μάτια του κόσμου, ένα δέος. Αλλά, το κυριότερο, το βλέπω στους στρατιώτες. Εκεί μάλιστα είναι τρόμος. Και τώρα πια το νιώθω να βαραίνει και τον πατέρα μου».

«Τον πατέρα σου γιατί;»

«Από μια μεριά βλέπει τους στρατιώτες του να έχουν χάσει την αυτοπεποίθησή τους. Ειδικά όταν είναι να ταξιδέψουν στο δάσος. Αυτό είναι ένα θέμα. Ύστερα, δεν ξέρω, τον βλέπω σαν κάτι να τον ανησυχεί. Δεν το παραδέχεται βέβαια αλλά το νιώθω».

«Μέλιαν», του είπε.

«Πες μου».

«Θέλω να πάμε στο σοφό δάσκαλό σου, στον Άλαντ να μάθω για το δάσος. Και εγώ και εσύ».

«Αυτό γιατί τώρα τόσο επιτακτικά;»

«Θέλω να ξέρω τι είναι εκείνο που με εμποδίζει να περάσω μέσα από εκεί. Όταν πήγαμε προχθές εκεί στην πηγή, ένιωσα κάτι παράξενο. Όχι φόβο, κάθε άλλο. Θέλω να μάθω. Εσύ δεν το έχεις ανάγκη να ξέρεις το κάθε τι που συμβαίνει γύρω σου;»

«Μπορώ να πω όχι στο αίτημά σου;» της απάντησε με χαμόγελο, «και ναι συμφωνώ πρέπει να ξέρουμε. Θα κανονίσω να πάμε αύριο, θα έρθω να σε πάρω».

«Ωραία, πάμε τώρα μια βόλτα, έξω έχει μια όμορφη μέρα», του είπε.

Ύστερα από λίγο το νεαρό ζευγάρι με τα άλογά τους, είχε βγει να απολαύσει τον ήλιο και τα χρώματα της φύσης.  Η Άουρα, η λευκόμαυρη φοράδα της Ελεάνορ βάδιζε δίπλα στο άλογο του μνηστήρα της. Ήταν νέοι. Και ερωτευμένοι. Και ο έρωτας δεν ανέχεται περιορισμούς, μήτε υπακούει στο φόβο ούτε  χειραγωγείται από περιορισμούς.




 



Ήταν μέρες πολλές που ο Άλαντ πάλευε με τα βιβλία, τις γραφές, τις κάθε λογής περγαμηνές και τα αρχεία της μεγάλης του βιβλιοθήκης στο κάστρο. Περνούσε ώρες ολάκερες στο δικό του κόσμο ανάμεσα σε ξύλινα ράφια, μπαούλα, με εκατοντάδες δερματόδετα βιβλία, περγαμηνές, χάρτες και πέννες με μελανοδοχεία. Παρά τα χρόνια του έστεκε επιβλητικός. Τα άσπρα του μαλλιά και γένια του έδιναν ένα ξεχωριστό παράξενο κύρος. Οι γωνίες στο πρόσωπό του έδιναν μια οξύτητα στην έκφραση αλλά δεν τον έκαναν σκληρό στη θέα. Όλα όσα συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό τον είχαν προβληματίσει και τον είχαν ανησυχήσει πολύ.

Δούλευε σκληρά πάνω στις τελευταίες περγαμηνές που είχαν βρεθεί πεταμένες σε ξεχασμένα κελάρια του κάστρου.  Όμως τον προβλημάτιζαν μια σειρά πράγματα. Πως βρέθηκαν εκεί; Και αν αυτή η ερώτηση ίσως είχε περισσότερο ρητορικό και όχι κρίσιμο νόημα, το ποιος όμως τις έγραψε είχε τεράστια σημασία. Και τι ακριβώς ήθελε να πει. Από την άλλη είχε τη δράση αυτής της μορφής στο δάσος της λήθης που γίνονταν όλο και πιο επιθετική και τους πλησίαζε περισσότερο. Τι ήταν αυτό που συνέδεε τις γραφές που βρήκε, τον σκοτεινό καβαλάρη που σκότωνε στο δάσος και το βασιλιά Ζάρεκ. Αυτό ήταν το μεγάλο αίνιγμα που έπρεπε να λύσει.

Πριν λίγες μέρες ήταν στο απόλυτο σκοτάδι. Όμως τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Και μάλιστα πολύ σημαντικά. Είχε κάνει μια μεγάλη αρχή και αυτό τον οδήγησε σε μια μεγάλη ανακάλυψη. Μελετώντας με πείσμα τη γραφή των υπόλοιπων δύο περγαμηνών μπόρεσε να φτάσει σε μια μεγάλη αλήθεια. Να βρει την πηγή τους. Και αυτό του προξένησε τεράστια έκπληξη. Στα παλιά του αρχεία βρήκε ένα βαρύ δερμάτινο βιβλίο σε άσχημη κατάσταση. Ήταν η ιστορία της περιοχής γραμμένη από πολλούς δασκάλους, σοφούς ή μάγους με τα δικά τους χέρια.

 

“Τον έβλεπε που είχε εξαχρειωθεί… Δεν τον σταματούσε τίποτα…η ψυχή του είχε πάρει το δρόμο του σκοταδιού… Την ίδια μου τη γυναίκα, τη βασίλισσα Όριελ…” 

 

“Θάνατος και κατάρα σκέπασε το βασίλειο της Κράγια. Απ’ άκρη σ’ άκρη…και κατάρα βαριά ο βασιλιάς θα στείλει στα βάθη των χρόνων να σέρνεται το γιο του…”

 

Ναι! Αυτή του ήταν γνωστή ιστορία. Τραγική, νοσηρή και γεμάτη σκοτάδι και θάνατο. Προχώρησε παρακάτω:

 

“Οι χρόνοι θα φύγουν γοργά στα πέρατα του σύμπαντος. Αιώνες ολάκεροι να γυρέψουν το τέλος του δαίμονα ή την αναγέννησή του. Στη γη πέρα από το βουνό των Σκιών θα κριθεί η τύχη του καταραμένου…αλλά και αυτού που θα σηκώσει τα κρίματα και την οργή από δικές του ανούσιες πράξεις… Στο αίμα θα βάψει τον ίδιο του τον οίκο…η μαύρη βασίλισσα…στα δικά της τα χέρια η τύχη του δάσους…όλα είναι γραμμένα στο λυρικό χρησμό που έδωσε ο Ράνουλφ, γραμμένα στην αρχαία γλώσσα της Κράγια…εκείνος που θα τον διαβάσει σωστά θα βρει την αλήθεια…”

 

Υπογραφή: Μάγος Βάλαντ

 

Σήκωσε το κεφάλι του να πάρει μια ανάσα. Να μπορέσει να μαζέψει τις σκέψεις του. Ήπιε λίγο νερό και ένιωσε λιγότερο σφιγμένος. Ήταν σίγουρος ότι είχε ανακαλύψει τη σύνδεση όλων αυτών. Όλα παρέπεμπαν στην πανάρχαια ιστορία της Κράγια, στον Σάγκρος και τέλος στις γραφές του σήμερα. Κάποιες από αυτές τις είχε διαβάσει, του έμεναν λίγες ακόμα στροφές να έχει ολάκερη την εικόνα. Και αυτό που διάβαζε τον συνέδεε με όσα γίνονταν στο Φόριεν τα τελευταία χρόνια με κορύφωση το τώρα. Τράβηξε μπροστά του την περγαμηνή. Θα εστίαζε την προσοχή του στις τελευταίες δύο στροφές.

 



Ο Μέλιαν τον είχε ειδοποιήσει από το πρωί ότι θα τον επισκέπτονταν με την Ελεάνορ. Είχε χαρεί πολύ. Τα αγαπούσε αυτά τα δύο παιδιά με την καρδιά του. Για τον μαθητή του δεν γινόταν λόγος. Στα πνευματικά του χέρια είχε μεγαλώσει. Ήξερε την ψυχή του σε όλες της τις πτυχές καθώς αυτός την είχε διαμορφώσει. Και ήταν περήφανος για τον άντρα και άνθρωπο που κρατούσε τις τύχες του αυριανού Φόριεν στα χέρια του. Αλλά εδώ και καιρό είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και την νεαρή μνηστή του. Έμαθε από την αρχή τη σχέση τους, ο Μέλιαν τον είχε κάνει κοινωνό. Έβλεπε στην Ελεάνορ μια γυναίκα στην οποία μπορούσε να στηριχθεί. Άλλωστε και οι δύο ήταν σχεδόν συνομήλικοι, ίδιας γενιάς νιάτα.

 

Τους υποδέχτηκε με χαρά. Μοιράστηκαν εγκάρδια τα συναισθήματά τους. Ήξερε απ’ την αρχή το λόγο της επίσκεψής τους και έτσι μπήκαν αμέσως στο θέμα. Η Ελεάνορ ήταν εκείνη που είχε κρεμαστεί στα χείλη και στη αφήγησή του. Κάποια στιγμή τον άκουσε να κάνει αναφορά στο Δάσος της λήθης και ρώτησε:

«Δάσκαλε, αλήθεια από που πήρε αυτό το όνομα το δάσος;»

Ο Άλαντ την κοίταξε:

«Ας αρχίσουμε λοιπόν από εκεί κόρη μου για να σου πω ότι το δάσος στο Φόριεν δεν λέγονταν απ την αρχή έτσι. Αυτό το όνομα το πήρε τα τελευταία χρόνια, από τον καιρό της μεγάλης αλλαγής όλων…»

«Τι άλλαξε; Τι θέλετε να πείτε;» τον ρώτησε.

Ο Άλαντ πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε:

«Το δάσος στέκει ανάμεσα στην πόλη του Φόριεν και στο Βουνό των σκιών προς τα Βόρεια. Ήταν ένα δάσος στολίδι της φύσης κόρη μου. Τα χρώματά του, τα δέντρα, τα λουλούδια, ο ποταμός Βάεριλ, η λίμνη του Μπέλουαρ, όλα είχαν μια εξαιρετική μαγεία και ομορφιά. Τα πουλιά του δάσους είχαν το δικό τους βασίλειο ανάμεσα στα δέντρα του ως πέρα ψηλά στο βουνό στο Πέρασμα του γκρίζου λύκου. Όλα όμως τούτα μια μέρα άλλαξαν με μιας…

«Τι έγινε;» τον ρώτησε η Ελεάνορ έχοντας στην κυριολεξία μπει μέσα στην αφήγησή του.

«Ο Σάγκρος κόρη μου! Αυτός η σκιερή κατάρα, η άναρχη πια μορφή που είναι καταδικασμένη να κατοικεί στο Βουνό των σκιών είναι η αφορμή. Μαζί με κάτι άλλο…»

«Αλήθεια δεν ξέρω την ιστορία του Σάγκρος δάσκαλε», πετάχτηκε ο Μέλιαν με την Ελεάνορ να συνεπικουρεί.

«Ναι…το ξέρω, δεν την είχαμε συζητήσει ποτέ. Απλή αναφορά σου είχα κάνει για αυτόν. Είναι ώρα λοιπόν να μάθετε όλη του την ιστορία».

 

Είχαν κάτσει δίπλα του στις βαριές δρύινες καρέκλες. Έγειραν μπροστά με κάθε κύτταρό τους ανοιχτό να μάθουν. Ο Άλαντ ξεκίνησε:

«Στα άναρχα βάθη των χρόνων παιδιά μου, στο χαμένο μέτρημά του, πόσα είναι ακριβώς δεν ξέρουμε. Τετρακόσια; Πεντακόσια; Πέρα μακριά στη γη που είναι στο Βορρά στα όρια της θάλασσας ήταν τότε δυνατό το μεγάλο βασίλειο της Κράγια. Πόλη και λιμάνι μαζί με ακμή και δύναμη. Όλα ξεκίνησαν όταν βασίλευε ο Ράνουλφ, άντρας αγαθός και σεβάσμιος. Μορφή που αγαπούσαν όλοι σαν τον παππού σου το Φάρκας Μέλιαν…»

«Καταλαβαίνω…» έκανε εκείνος με νόημα.

«Ο Ράνουλφ είχε γυναίκα την Ανκρέτ. Έτσι γεννήθηκε ο Σάγκρος».

«Τόσο καιρό πριν δάσκαλε;» αναφώνησε η Ελεάνορ.

«Ναι παιδί μου. Όμως γρήγορα οι όμορφες μέρες εγκατέλειψαν την Κράγια και μια δολερή σκιά απλώθηκε παντού να φέρει τα πρώτα σύννεφα. Η Ανκρέτ μια μέρα έφυγε στη Δύση, εγκαταλείποντας τον άντρα και το παιδί της μικρό, για έναν άλλο έρωτα. Έτσι ο Ράνουλφ έμεινε μόνος να μεγαλώσει το παιδί του».

«Άσχημο αυτό…» διέκοψε ο Μέλιαν.

«Τα πάθη των ανθρώπων γιε μου δεν έχουν σταματημό και πολλές φορές οι αποφάσεις τους φέρνουν την καταστροφή. Ο Σάγκρος ήταν ένα παιδί της εγκατάλειψης. Έτσι στην ψυχή του κουβαλούσε τα δικά του βαθιά απωθημένα και τα μίση που θέριεψαν στην παιδική και εφηβική του ηλικία. Όπως ήταν φυσικό, ο Ράνουλφ γνώρισε μια άλλη γυναίκα και την έφερε κοντά του. Η αρχόντισσα Όριελ, νέα, ευγενική και όμορφη γυναίκα. Η επόμενη βασίλισσα στην Κράγια. Όμως ο Σάγκρος, δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την παρουσία της. Παρά τις προσπάθειές της και την αφοσίωση που του έδειξε σαν να ήταν δικό της παιδί».

«Δάσκαλε, να σε ρωτήσω…» τον διέκοψε ο Μέλιαν.

«Ναι παιδί μου, πες μου».

«Αυτήν η ιστορία πως ήρθε σε μας;»

«Εύλογο το ερώτημά σου γιε μου. Η Βιβλιοθήκη του Φόριεν είναι γεμάτη με τέτοια βιβλία που εξιστορούν τα γενόμενα τότε. Αλλά και περγαμηνές και πάπυρους πανάρχαιων χρόνων. Είναι ο θησαυρός του Φόριεν όλα αυτά. Κάποια τα βλέπετε εδώ μπροστά σας, ανοιγμένα στο γραφείο μου γιατί μελετούσα».

«Συνεχίστε δάσκαλε, τι έγινε μετά;» ρώτησε με όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον η Ελεάνορ. Ο Άλαντ ανταποκρίθηκε:

«Με το πέρασμα των χρόνων ο Σάγκρος γινόταν όλο και πιο επιθετικός στην Όριελ. Και πιο νοσηρός! Άρχισε να την εποφθαλμιά σαν γυναίκα και όχι μητριά!»

«Αν είναι δυνατόν!» ψέλλισε ο Μέλιαν.

«Ναι…εκείνη η δύσμοιρη προσπαθούσε να το κρατήσει κρυφό απ’ τον άντρα της. Ώσπου ήρθε στη ζωή και το δικό της παιδί».

«Έκανε παιδί με τον βασιλιά;» ρώτησε η Ελεάνορ.

«Ναι, ένα αγόρι, τον Άλντις. Όταν γεννήθηκε, ο Σάγκρος ήταν πια κοντά στα δεκαοκτώ του χρόνια. Η επιθέσεις του απέναντι στην Όριελ γίνονταν όλο και πιο άγριες και ανήθικες αλλά δεν έμεναν εκεί. Έβαλε στο μάτι και το νεογέννητο αγόρι…»

«Ο βασιλιάς; Δεν έβλεπε; Δεν κατάλαβε τίποτα;» ρώτησε η Ελεάνορ.

«Τα βιβλία κόρη μου αφήνουν να εννοηθεί ότι κάτι άρχισε να καταλαβαίνει. Κάτι παράξενο και βρώμικο που κατοικούσε στην ψυχή του μεγάλου γιου του…»

Ο Άλαντ σηκώθηκε, κινήθηκε προς το γραφείο του.

«Ελάτε να δείτε. Αυτό εκεί το βιβλίο που βρήκα πρόσφατα είναι το ημερολόγιο του ίδιου του βασιλιά. Πέρασε με γραφές από διάφορους δασκάλους και μάγους».

Οι δύο νέοι τον πλαισίωσαν στο γραφείο.  Με δέος παρατηρούσαν τις σελίδες του βιβλίου. Ο Άλαντ συνέχισε.

«Οι γραφές λένε ότι η βασίλισσα Όριελ άρχισε να τον αποκρούει. Τον κατηγορούσε ότι φέρεται σαν δαίμονας και αυτό ήταν κάτι που τον εξόργιζε περισσότερο. Ώσπου…» κόμπιασε με δέος.

«Ώσπου τι έγινε δάσκαλε;» ρώτησε με αγωνία ο Μέλιαν.

«Σε μέρες ανήλιαγες και σκοτάδια βαριά γιε μου, σε νύχτα ασέληνη με πυκνό σκοτάδι, ο Σάγκρος έπνιξε στο κρεβάτι του τον ετεροθαλή αδελφό του…»

«Τι φριχτό αλήθεια!» αναφώνησαν σχεδόν και οι δύο σοκαρισμένοι από τον τρόμο.

«Ναι…και την ίδια στιγμή στο δωμάτιό της προσπάθησε να βιάσει και την ίδια. Δεν τα κατάφερε; Δεν ξέρει κανείς, τα ημερολόγια λένε ότι την σκότωσε και εκείνη,  όμως πριν το κάνει της είπε ότι είχε δολοφονήσει το ίδιο της το μωρό…»

«Γιατί τόσο μίσος;» αναφώνησε η Ελεάνορ

«Τι φωλιάζει στις ψυχές των ανθρώπων παιδιά μου; Κανείς δεν ξέρει πότε το σκοτάδι θα μας αγκαλιάσει για να μας κατεβάσει βαθιά στις στοές του. Όμως είναι και η δίψα για κυριαρχία και εξουσία. Όχι μονάχα για το βασίλειο αλλά και απέναντι στον συνάνθρωπό μας».

Ο Άλαντ ήπιε λίγο νερό να πάρει ανάσα. Η συγκίνηση ήταν ήδη εμφανής στα συναισθήματά του. Συνέχισε την αφήγησή του:

«Πριν την τελευταία της πνοή η Όριελ καταράστηκε βαριά τον Σάγκρος…»

«Ο βασιλιάς τι έκανε;»

«Ο δυστυχής ο Ράνουλφ βρέθηκε μπροστά σε μια τριπλή τραγωδία. Η γυναίκα του δολοφονημένη, το δεύτερο παιδί του πνιγμένο και ο πρωτότοκος γιος του, βουτηγμένος στο αίμα αλλά και στην καταδίκη μιας κατάρας που τον εξοβέλισε από κάθε ανθρώπινη ζωή».

«Τι απέγινε δηλαδή;» ρώτησε ο Μέλιαν.

«Η βαριά κατάρα της Όριελ τον χτύπησε για πάντα. Από τότε έγινε μια τρομακτική μορφή, αιώνια διωγμένη…»

«Είναι τρομερό…» ψέλλισε η Ελεάνορ με υγρά μάτια.

«Το βουνό των σκιών έγινε το σπίτι του και στα ψηλά του περάσματα δεν τολμά πια να πατά μήτε άνθρωπος μήτε ζώο μήτε πουλί παρά μόνο άγρια όντα. Η μορφή του, ακαθόριστη, τρομερή, κανείς δεν έχει επιζήσει αφού τον είδε. Μόνο τη σκιά της παρουσίας του έχουν περιγράψει οι ελάχιστοι που επέζησαν. Κάτι μεταξύ ανθρώπου και πνεύματος, με τερατώδη μορφή αλλά και δύναμη».

«Ο Ρανουλφ τι απέγινε δάσκαλε;» ρώτησε η Ελεάνορ.

«Οι μέρες του γέμισαν με θλίψη και σκοτεινιά. Πέθανε μετά από λίγο καιρό».

«Και η Κράγια;»

«Αυτό το μεγάλο βασίλειο έμεινε ακέφαλο κόρη μου. Χωρίς διαδοχή. Σε λίγο καιρό σπάραζε από τις έριδες εκείνων που όρμησαν σαν τα κοράκια να πάρουν θέσεις εξουσίας, ώσπου διαλύθηκε σε πολέμους και σπαραγμούς μέχρι που παράκμασε εντελώς».

«Ανατριχιαστικό πέρα για πέρα», σχολίασε η κοπέλα.

«Το δάσος δάσκαλε; Τι έγινε στο δάσος;» ρώτησε ο Μέλιαν.

«Αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Κάτι που έγινε απότομα πολλά χρόνια πριν…»

«Πριν πόσο δηλαδή;»

«Είκοσι, εικοσιπέντε χρόνια περίπου παιδί μου. Ναι! Ήταν στα πρώτα χρόνια που ο πατέρας σου έγινε βασιλιάς στο Φόριεν».

«Και τι έγινε;»

«Ξαφνικά στο δάσος έπεσε ένα βαθύ τρομακτικό πούσι. Σαν άρρωστη ομίχλη που σκέπασε τα πάντα, λες και μια σκοτεινή εσάρπα απλώθηκε παντού. Μαράζωσε τα δέντρα, τα λουλούδια, αγρίεψε τη φύση, σφράγισε τα περάσματα. Οι άνθρωποι οι ελάχιστοι που ζούσαν στο δάσος το εγκατέλειψαν σχεδόν όλοι. Τα πάντα ξεχάστηκαν εκεί. Οι καλές του μέρες ήταν ανάμνηση. Για αυτό πήρε και το όνομα που ξέρετε. Το δάσος της λήθης».

«Ναι αλλά γιατί έγινε αυτό;»

«Κανείς δεν ξέρει παιδί μου ακριβώς… Μόνο μια μορφή πάνω σε ένα άλογο άρχισε να σκορπά το θάνατο στα περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες μας. Μια δύναμη παράταιρη, ανίκητη. Τα αποτελέσματά της τα ξέρεις πια».

«Μιλάς για τον μαύρο καβαλάρη που ξέρουμε εδώ και χρόνια», απάντησε ο Μέλιαν.

«Ναι».

«Τρομερή ιστορία», έκανε πάλι η Ελεάνορ. Έκατσαν πάλι στα καθίσματά τους. Ένιωθαν πολύ κουρασμένοι με αυτά που άκουσαν.

«Τι πιστεύεις για όλα όσα γίνονται τώρα δάσκαλε;» τον ρώτησε ο Μέλιαν.

Ο Άλαντ δίστασε. Από το μυαλό του περνούσαν διάφορα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γνωστοποιήσει τις σκέψεις του στο μαθητή του. Τον κοίταξε σκεπτικός και αποφάσισε να του πει:

«Άκου παιδί μου. Θα σου πω κάτι και θα στο πω σοβαρά. Είσαι ο διάδοχος του βασιλείου. Και εσύ κόρη μου η μέλλουσα γυναίκα του δηλαδή η αυριανή βασίλισσα. Βασανίζομαι αν πρέπει να σας μιλήσω αλλά θα το κάνω γιατί πιστεύω σε σας και οφείλετε να ξέρετε. Όμως θέλω ωριμότητα στο πως θα το χειριστείτε».

«Μίλα δάσκαλε! Ξέρεις το σεβασμό που σου έχω», του είπε ο Μέλιαν.

«Και εγώ μαζί του», συνηγόρησε η Ελεάνορ.

«Ανάμεσα στον Σάγκρος, στο βουνό των σκιών, στο δάσος της λήθης, στον μαύρο καβαλάρη του θανάτου και στον πατέρα σου το βασιλιά Ζάρεκ, υπάρχει μια άμεση γραμμή που τους συνδέει».

Ο Μέλιαν ανατρίχιασε.

«Τι προσπαθείς να μου πεις δάσκαλε; ότι ο πατέρας μου έχει σχέση με όλο αυτό;»

«Οι περγαμηνές που βρήκα μιλάνε για την αυλή του πορφυρού βασιλιά…»

«Έτσι λένε τον πατέρα μου…»

«Ακριβώς. Και η δεύτερη στροφή μιλάει για μια μαύρη βασίλισσα… Αυτό ξέρεις τι μπορεί να σημαίνει παιδί μου; Χωρίς να είμαστε σίγουροι».

«Τι;» ρώτησε ο Mέλιαν προσμένοντας ιδρωμένος την απάντηση.

«Ότι ο μαύρος καβαλάρης του θανάτου μπορεί να είναι γυναίκα!»

«Και αν είναι παραπλάνηση; Πως μπορεί μια γυναίκα δάσκαλε να κάνει τόσο κακό;»

«Μπορεί Μέλιαν, μακάρι να είναι ένα είδος συμβολισμού ή παραπλάνησης».

Οι ματιές που αντάλλαξαν ο Μέλιαν με την Ελεάνορ ήταν ματιές ακραίας έκπληξης και φόβου. Πως ήταν δυνατόν φορέας μιας τέτοιας δύναμης και καταστροφής να είναι μια γυναίκα. Έριξαν τα βλέμματά τους στον Άλαντ.

«Έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε πιστεύω σαν διαβάσω και τις άλλες στροφές στην περγαμηνή παιδιά μου και, τώρα πια, είμαι έτοιμος να το κάνω».

 

Συνεχίζεται...

 

 

 


Σχόλια

  1. Φανταστικό αυτό το κεφάλαιο. Μιλάμε είναι καλύτερο όλων ως τα τώρα. Φοβερές οι περιγραφές και τα νέα στοιχεία που παρουσιάζονται συγκλονιστικά. Μάθαμε λοιπόν μαζί με τον Μέλιαν και την Ελεάνορ για τον Σάγκρος.
    Και μάθαμε ότι το δάσος της ληθης δεν είναι δικό του δημιούργημα ούτε είναι στον έλεγχό του. Αυτό το πλάσμα που σκοτώνει στρατιώτες μόνο, τι σχέση έχει με το Σάγκρος; Έχει άραγε σχέση; Γιατί αφήνει αυτό το πλάσμα ή τη μαύρη βασίλισσα όπως λέει ο δάσκαλος να κυριαρχεί εκεί; Θα μας το εξηγήσεις παρακάτω;
    Μεγάλη αγωνία πώς θα γίνουν εξηγήσιμα όλα τα συμβάντα. Τι έχεις στο μυαλουδάκι σου και πώς τα έχεις διαμορφώσει. Σπουδαίο έργο Γιάννη μου
    Περιμένω τη συνέχεια
    Φιλιά πολλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα γλυκιά μας φίλη, σε ευχαριστώ για τη ζεστή σου ανταπόκριση στη συνέχεια του έργου. Ναι, σήμερα μάθαμε πολλά πράγματα για το μακρινό παρελθόν και τις χώρες πίσω απ το βουνό των σκιών. Μάθαμε για το πλάσμα, τον Σάγκρος, πήγαμε σε αιτίες και φοβερές σκοτεινές δυνάμεις. Μάθαμε για την τραγική μοίρα του βασιλιά Ράνουλφ και των δικών του, την Όριελ και το δεύτερο γιο του, τον Άλντις.
      Όμως ναι, ορθά το βάζεις. Υπάρχει άραγε κάποια σχέση του Σάγκρος με τη θανατερή μορφή στο δάσος. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να ξετυλίξει ο Άλαντ.
      Σε ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και την ένθερμη στήριξη. Να είσαι καλά.

      Διαγραφή
  2. Εγώ εξ αρχής πιστεύω ότι η Μαύρη Βασίλισσα έχει σχέση με την Αρμάντια, το θυμάσαι έτσι Γιάννη; Το καταθέτω στα πρακτικά, στην περίπτωση που επαληθευτώ χαχαχαχα
    Γιάννη μου τι κεφάλαια ήταν αυτά; Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το Δάσος της Λήθης θα μπορούσε να γίνει ταινία. Αυτό που ζήσαμε σήμερα ήταν μαγικό.
    Απίστευτο κεφάλαιο. Λάτρεψα που μάθαμε τόσες πληροφορίες. Θέλω πολύ να μάθω για τη μητέρα του Μέλιαν. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και τον Ζάρεκ λογικά σε εκείνη οφείλεται.
    Συγκλονιστικά τα όσα μάθαμε για τον Σάγκρος και ανυπομονώ να δω αν έχει σχέση με τη μαύρη Βασίλισσα και αν ναι, πώς ακριβώς.
    Περιττό να σας πω ότι ανυπομονώ για τη συνέχεια, αλλά ανυπομονώ!!!!!
    Μπράβο Γιάννη έχεις κάνει υπέροχη δουλειά!
    Καλό απόγευμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου, στο έχω ξαναπεί, λατρεύω και τον δικό σου ιδιαίτερο τρόπο συμμετοχής στην ανάγνωση και στο βίωμα του μυθιστορήματος. Έχεις κάνει την κατάθεσή σου στα ...πρακτικά ναι! Οι ενδείξεις και οι αναφορές στις γραφές ναι μιλάνε για γυναικεία παρουσία. Αν είναι η Αρμάντια είναι το επόμενο που θα μας απασχολήσει.
      Η ιστορία του Σάγκρος έρχεται να ανοίξει τη μεγάλη συνέχεια των θρύλων και των γεγονότων που θα δράσουν ως καταλύτες στην πλοκή μας. Ειλικρινά χάρηκα πολύ που σου άρεσε αυτό το κομμάτι. Στη συνέχεια θα έχουμε πολλές τέτοιες πτυχές καθώς όλα επιταχύνονται σιγά-σιγά.
      Με ευγνωμοσύνη εκ μέρους μου αλήθεια.

      Διαγραφή
  3. Εξαίρετη η συνέχεια και αυτή τη φορά το κεφάλαιο ήταν λίγο μεγαλύτερο, το οποίο όμως ρούφηξα στην κυριολεξία! Είναι φοβερό το τι μου περνάει μέσα από το μυαλό μου, αλλά το ότι η Ελεάνορ όταν μπήκε μέσα στο δάσος δεν φοβήθηκε και αυτό που ένοιωσε το δάσος γι' αυτήν ήταν τόσο οικείο με ανησυχεί. Ο Μέλιαν δεν ένοιωσε το ίδιο μόνο εκείνη. Και ο Σάγκρος βρήκε την αδελφή ψυχή στο μίσος της Αρμάντια; Βρήκε έκφραση μέσω άλλου; Αχ περιμένω την συνέχεια με αγωνία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό ακριβώς ανανεώνει τη δύναμη στον Σάγκρος Μαίρη μου. Η αρνητική διάθεση, το μίσος, η αρνητική ενέργεια που εισέπραξε η Αρμάντια είναι εκείνο που του έδωσε δύναμη αλλά και το σημάδι!
      Αυτή τη φορά το κεφάλαιο ήταν χορταστικό! Λέω, η Μαίρη θα το χαρεί ιδιαίτερα χαχαχα. Δεν ξέρεις τι χαρά μου δίνεις από τη συμμετοχή σου, τις κρίσεις σου, τι βλέπεις, τι φαντάζεσαι. Κάθε σου φόβος έχει βάση καθώς βαδίζουμε στο σκοτάδι. Σε ευχαριστώ πολύ αγαπημένη μου φίλη.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα