Το δάσος της Λήθης 13 - Μουσικές Ιστορίες#3



13. Όλα στο φως




Όταν ο Έλνταρ έφτασε στα πρώτα δέντρα του δάσους ο ήλιος έγερνε για τα καλά πια στη δύση. Ο ουρανός κράταγε και σήμερα τη χθεσινοβραδινή σκοτεινή φορεσιά του. Μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τα Βόρεια και τα Δυτικά. Πάνω απ τις κορυφές του Βουνού των Σκιών, μια παράξενη μαύρη ανταύγεια είχε σκεπάσει τον ουρανό. Όλα γύρω του μύριζαν σίγουρα βροχή αλλά ίσως και κάποια καταιγίδα. Ανέβασε τον καλπασμό του αλόγου του αν και δεν ήταν εύκολο. Το φιλότιμο ζώο ήταν φορτωμένο με προμήθειες και κάθε παραπάνω προσπάθεια θα το πλήγωνε ανεπανόρθωτα. Υπολόγιζε ότι θα πέρναγε το δάσος για να φτάσει στο αγρόκτημά του πριν πέσει βαρύ το σκοτάδι. Η σκέψη του ήταν συνέχεια σε εκείνη! Στην Αρμάντια. Αλλά και σε όλα τα τραγικά που είχε ακούσει. Και κάθε που ζύγωνε στην επιστροφή, τόσο μέσα του προσπαθούσε να πλάσει τρόπους να πει την αλήθεια. Έρχονταν στιγμές που σκεφτόταν να το πει ή όχι. Αλλά απ’ την άλλη, χωρίς το κλειδί της δικής της μνήμης όλα θα έμεναν στην άγνοια. Μισά και αιωρούμενα στην αμφιβολία και την απορία.

Είχε μπει για τα καλά μέσα στο δάσος, πέρασε τις πρώτες πηγές. Προσπέρασε και τα πρώτα σπίτια που αραιά και που υπήρχαν στα διάφορα ξέφωτα. Οριακά ένιωθε ότι θα προλάβαινε το σκοτάδι. Ο αέρας φύσαγε πίσω του νοτιάς δίνοντας ώθηση στο άλογό του να έχει τον καιρό μαζί του. Κάποιες σταγόνες έπεσαν στο πρόσωπό του. Ο ουρανός είχε βαρύνει κι άλλο και πίσω μπορούσε να νιώσει την ανταύγεια από κάποιες αστραπές που έρχονταν από μακριά. Επιτέλους κάποια στιγμή έφτασε. Ανέβηκε το λόφο μέσα απ’ το μονοπάτι, στα δεξιά, στο χαμήλωμα της μικρής πλαγιάς, έστεκε το αγρόκτημα. Οι σφυγμοί στην καρδιά του γίνονταν ολοένα και πιο γρήγοροι. Την έφερε στο νου του. Θα περίμενε. Σε λίγο θα άκουγε τον καλπασμό του αλόγου. Θα έβγαινε στο κατώφλι της πόρτας. Ω πως θα της έλεγε όλα αυτά; Με τι καρδιά και κουράγιο; Πως η μοίρα έστεκε άγνωστη μέχρι τώρα για την νεαρή κοπέλα. Σε λίγο θα μάθαινε. Θα άλλαζαν όλα στη ζωή της. Η νύχτα που έρχονταν θα ήταν πολύ μεγάλη.

Έφτασε στο κτήμα. Πέρασε την αυλόπορτα. Όλα ήταν εντάξει. Το σκοτάδι είχε πυκνώσει πια αρκετά. Την είδε που τον περίμενε στο κατώφλι της πόρτας κάτω από τό ξύλινο στέγαστρο. Κατέβηκε από το άλογο, ήρθε κοντά του και τον χαιρέτισε εγκάρδια. Ένιωθε να τρέμει ο ίδιος σύγκορμος, προσπαθούσε να μην την κοιτάζει στα μάτια. Εκείνη όμως είχε κρεμαστεί επάνω του, στα χείλη του. Καρτερούσε τη φωνή του, τις ειδήσεις του. Σφίχτηκε το πρόσωπό της καθώς έβλεπε τη σιωπή και την προφανή του προσπάθεια να καθυστερήσει.

«Πες μου τι έμαθες Έλνταρ!» του είπε επιτακτικά.

«Αρμάντια…να τακτοποιήσουμε τα πράγματα και μετά να μιλήσουμε, έρχεται μπόρα και να βάλω το άλογο στο στάβλο, είναι ταλαιπωρημένο».

«Έχεις κάποια νέα; Βρήκες τίποτα;» τον ρώτησε καθώς ξεκίνησε να τον βοηθά.

«Ναι! Έμαθα.. και θα τα πούμε όλα», της είπε.

Ο χρόνος που πέρασε μέχρι να βάλουν τις προμήθειες στη θέση τους, να περιποιηθούν το άλογο στο στάβλο και να καθίσει ο ίδιος να ξαποστάσει στο δωμάτιο, φάνηκε και στους δύο αιώνας ολάκερος. Αδυσώπητος, σκληρός. Έκατσε ακριβώς απέναντί του και τα μάτια της καρφώθηκαν στα δικά του.

«Λοιπόν τι έμαθες;»

«Στο Φόριεν έγιναν μεγάλα πράγματα Αρμάντια…»

«Δηλαδή;»

Της είπε για το θάνατο του Φάρκας και το νέο βασιλιά.

«Ζάρεκ είναι το όνομά του, είναι ο γιος του…» είπε, όχι τυχαία. Ένιωσε μια παράξενη αντίδραση από μεριάς της. Σαν κάτι να απασχολούσε το μυαλό της. Ύστερα την είδε πάλι να χάνεται.

«Για τους γονείς μου, για μένα τι έμαθες, αυτό με νοιάζει!»

«Η πόλη έψαχνε μια νεαρή κοπέλα που εξαφανίστηκε ξαφνικά απ το σπίτι της και δεν ξαναγύρισε…την λένε Αρμάντια!» της είπε. Εκείνη κλονίστηκε ξανά, ήταν φανερό ότι μέσα της γινόταν πάλη.

«Οι γονείς σου…» (κόμπιασε) «βγήκαν να σε ψάξουν…»

«Ποιοι είναι οι γονείς μου; Τους βρήκες; Πως τους λένε; Σε παρακαλώ!»

Η αγωνία της άρχισε να παίρνει στοιχεία σπαραγμού. Ήταν φανερή η κρίση που ερχόταν αλλά που θα έβγαζε;

«Ιγκώρ και Ρέυντα… σου λέει τίποτα αυτό;»

Επανέλαβε αργά και επανειλημμένα τα ονόματά τους. Άρχισε να πιάνει το κεφάλι της με τα χέρια. Πάλευε.

«Δεν ξέρω…ίσως…» είπε.

«Και η Μπρέντα, η παραμάνα σου Αρμάντια, ο πιο έμπιστος άνθρωπός σου. Η γριά που στα χέρια της μεγάλωσες…»

Φαινόταν σαν να ταξιδεύει σε έναν άλλο κόσμο, κάπου ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν, πάλευε, αγωνιζόταν.

«Η Μπρέντα…» (λύγισε) «η καλή μου η Μπρέντα…ναι…» μια λάμψη φώτισε το βλέμμα της, ο Έλνταρ παρακολουθούσε με αγωνία. Έκατσε δίπλα της, άπλωσε τα χέρια του στα δικά της. Την ίδια στιγμή ένας κεραυνός έσκισε στα δύο τον ουρανό έξω και η λάμψη του πλημμύρισε το εσωτερικό του σπιτιού.

«Βρήκες τη Μπρέντα; Τον πατέρα μου; Ρέυντα; Η μητέρα μου…ναι! Ναι, Έλνταρ… κάτι γίνεται στο μυαλό μου, το νιώθω…»

«Αρμάντια…οι γονείς σου…ξέρεις… Κάτι άσχημο…»

Τον κοίταξε ίσια στα μάτια με το πρόσωπό της τρομαγμένο.

«Τι έγινε; Τι έχει συμβεί; Μίλησέ μου!»

«Η μητέρα σου…πέθανε Αρμάντια… Δεν άντεξε την είδηση της εξαφάνισής σου… σε θεωρεί νεκρή…όλοι σε νομίζουν πεθαμένη, ότι σε ρούφηξε ο βάλτος στη λίμνη».

Ένας ανείπωτος τρόμος άρχισε να ζωγραφίζεται αχνά στο πρόσωπό της. Ρυτίδες εμφανίστηκαν στο μέτωπό της, τα μάτια της υγράνθηκαν ενώ τα χείλη της άρχισαν να σφίγγουν χάνοντας το κόκκινο χρώμα της ζωής.

«Τι είπες Έλνταρ;»

Εκείνος έκρινε ότι η ώρα της αλήθειας δεν είχε γυρισμό.

«Αρμάντια πρέπει να κάνεις κουράγιο…κόρη μου…χθες βράδυ…»

«Τι άλλο έγινε χθες βράδυ…»

«Το σπίτι σου…άρπαξε φωτιά…δεν…δεν τα κατάφεραν…κανείς τους…»

Ένας ακόμα τρομερός κεραυνός έκανε κομμάτια τη σιωπή του δάσους. Αγριεμένες, παραμορφωμένες σκιές εισέβαλαν στους τοίχους του σπιτιού. Η Αρμάντια άρχισε να καταρρέει. Ο Έλνταρ συνέχιζε αδυσώπητος αλλά αληθινός.

«Ο πατέρας σου ο Ιγκώρ με την Μπρέντα… Κάηκαν μέσα στο σπίτι…δεν μπόρεσαν να τους σώσουν παιδί μου…»

Η κραυγή της ακούστηκε σαν αυτές τις οιμωγές των πεινασμένων και αγριεμένων λύκων στις κορυφές των απάτητων βουνών. Τα δάχτυλά της έσκιζαν με μανία τα μάγουλά της. Πισωπάτησε, έπεσε από το σκαμνί της, σύρθηκε στο πάτωμα παραληρώντας.

«Πατέρα… Μάνα μου! Μπρέντα… Αυτός…ναι αυτός!»

Ο Έλνταρ ζύγωσε με την αγωνία να τον κυριεύει. Γονάτισε δίπλα της.

«Ποιος παιδί μου; Μίλα μου! Ποιος ήθελε να σας κάνει κακό; Γιατί σε κυνηγούσαν οι στρατιώτες Αρμάντια; Προσπάθησε!»

Η κοπέλα σύρθηκε ουρλιάζοντας στο πάτωμα παρασύροντας πράγματα στο διάβα της. Δάκρυα και στεναγμοί έδερναν την πονεμένη της ψυχή την ώρα που οι μνήμες της επέστρεφαν με τρόπο εκκωφαντικό στο νου της.

«Αυτός! Ναι… Με πρόδωσε! Τον παρακάλεσα…ικέτεψα…όμως εκείνος…»

«Ποιος κόρη μου;» έκανε ο Έλνταρ τρέμοντας για το τι θα άκουγε.

Η Αρμάντια σηκώθηκε στα πόδια της. Παραπατούσε στο δωμάτιο. Ζούσε μια παράκρουση.

«Αυτός τους σκότωσε όλους! Πρώτα εμένα…μέρες με ακολουθούσαν να με βρουν μόνη στο δάσος…και τότε…με ακολούθησαν, οι δικοί του. Έβαλε τους στρατιώτες του να με κυνηγήσουν. Τους είχε δώσει εντολή να με σκοτώσουν…»

Ο Έλνταρ άρχισε να συνειδητοποιεί την τραγική αλήθεια.

«Και όταν νόμιζε ότι το έκανε με μένα ήρθε η σειρά των γονιών μου, των δικών μου…τους έκαψε ζωντανούς… Αυτός…»

«Ποιος παιδί μου; Πες μου το όνομά του! Θυμήθηκες;»

«Ο Ζάρεκ! Ο μεγαλόσχημος πρίγκηπας του βασιλείου του Φόριεν…και τώρα βασιλιάς».

«Μα γιατί να το κάνει; Τι ήθελε από σένα;»

«Αγάπη… Μια ψεύτικη δήθεν αγάπη. Ένα δολερό έκτρωμα σαν το παγωμένο φίδι που έζωσε την καρδιά μου και με άφησε να του τη δώσω μέχρι να τα κάνει δικά του όλα!»

Ο Έλνταρ άρχισε να συμπληρώνει τα κομμάτια που έλειπαν.

«Δολοφόνος…δολοφόνος…» ούρλιαξε εκείνη και άρχισε να βηματίζει άναρχα προς την πόρτα.

«Καταραμένος να είσαι Ζάρεκ! Καταραμένος στα βάθη της γης…για το κακό που κουβαλάς μέσα σου…για τα μαύρα σου κρίματα…καταραμένος να είσαι βασιλιά του αίματος και του θανάτου…»

Τα μάτια της είχαν πάρει μια λάμψη παρανοϊκή. Ο Έλνταρ την παρατηρούσε χωρίς ανάσα.

«Τώρα τα θυμήθηκα όλα ναι! Τώρα τα ψέματα, ο δόλος σου, το φονικό σου χέρι…όλα Ζάρεκ, όλα… Και τη δική μου αφέλεια και ενοχή μαζί! Και το δικό μου αλίμονο ξεπεσμό, την ντροπή μου».

Ξαφνικά άνοιξε την πόρτα του δωματίου και όρμησε έξω.

«Αρμάντια!» ούρλιαξε ο Έλνταρ και κίνησε πίσω της. Ο ουρανός με μιας γέμισε λάμψεις και κρότους χθόνιους. Οι σκιές έκαναν τα δέντρα του δάσους να χορεύουν στην κυριολεξία. Η Αρμάντια άρχισε να τρέχει προς την αυλή, πίσω της ο Έλνταρ.

«Αρμάντια στάσου έρχεται καταιγίδα παιδί μου!»

«Καταραμένε!» άκουγε τη φωνή της κοντά του αλλά και μακριά του μαζί καθώς δεν μπορούσε στην ηλικία του να την φτάσει. Την έβλεπε να τρέχει μέσα στο σκοτάδι, να διασχίζει την αυλόπορτα, να βγαίνει έξω προς τα δέντρα. Την ίδια στιγμή ο ουρανός προς το βουνό των σκιών γέμισε με μια απερίγραπτη τρομακτική λάμψη. Κόκκινη και φεγγοβολούσα σαν αίμα. Κάτι άρχισε να σείει τη γη παντού. Κλαδιά ανάδευαν, πέτρες στροβιλίζονταν, ένας τρομερός άνεμος σάρωνε το σκοτάδι και κάτι σαν φωνή. Όχι δεν μπορούσες να το πεις φωνή, ένας τρομακτικός ήχος βγήκε πίσω ψηλά από το βουνό των σκιών που έκανε τον Έλνταρ να παγώσει από τρόμο. Ήταν κάτι σαν βρυχηθμός άγριου θηρίου, ενός κολασμένου πλάσματος που ηχούσε σαν δαίμονας παντού. Κόλλησε τα μάτια του προς το βουνό. Κόκκινες φωτεινές ανταύγειες περνούσαν μέσα από τα δέντρα. Είδε την Αρμάντια να λυγίζει, να βάζει τα χέρια στο στήθος της. Λες και ένας τρομερός πόνος έσφιγγε την καρδιά της. Έντρομη είδε το μέρος με το σημάδι να έχει πρηστεί, να πάλλεται λες και κάτι ζωντανό χόρευε εκεί μέσα της. Έπεσε στα γόνατα, με παραμορφωμένο πρόσωπο. Λέξεις ακατάληπτες έφευγαν από τα χείλη της γεμάτες οργή και μίσος.

«Θα σε εκδικηθώ Ζάρεκ! Όρκος βαρύς στους νεκρούς μου, θα σε εκδικηθώ όπου κι αν πας, σε όποια θέση κι αν βρεθείς, όσο ψηλά και αν ανέβεις… Αυτός θα είναι ο σκοπός της ζωής μου…»

Έπεσε στο χώμα κρατώντας το στήθος της απ τον πόνο λες και αμέτρητα μαχαίρια διαπερνούσαν το κορμί της.



Ο Έλνταρ κατάφερε με δυσκολία να μείνει όρθιος σε αυτόν το χαλασμό. Υπερνικώντας το φόβο του και με μάτια τρομαγμένα την πλησίασε. Την άρπαξε από τους ώμους. Με κάθε ικμάδα από τη δύναμή του την πήρε στην αγκαλιά του.

«Πάμε να φύγουμε απ’ εδώ Αρμάντια! Δεν το βλέπεις; Δεν το ακούς; Είναι εδώ! Γύρω μας! Παντού! Τον ακούς; Τον νιώθεις;»

Η κοπέλα δεν μπορούσε να τον παρακολουθήσει. Λιποθύμησε στην αγκαλιά του. Αναρωτήθηκε που βρήκε τη δύναμη να την κρατήσει στην αγκαλιά του, να αρχίζει να τρέχει προς το σπίτι με όλον αυτό το χαμό να τους κατατρέχει σε κάθε του βήμα. Μούσκεμα στον ιδρώτα και με κομμένη ανάσα έφτασε στο σπίτι. Την απόθεσε όσο μπορούσε πιο μαλακά στο κρεβάτι και σωριάστηκε και εκείνος δίπλα σε μια πολυθρόνα. Έξω οι αστραπές είχαν αραιώσει. Κατάφερε να σηκωθεί. Έτρεξε προς την πόρτα και βρήκε το κουράγιο να κοιτάξει πέρα ψηλά στο βουνό των σκιών. Εκείνη η τρομερή κόκκινη φλόγα και ανταύγεια είχε σχεδόν σβήσει και μόνο μια χλωμάδα φωσφόριζε ψηλά στο βουνό εκεί στα άγρια, στα ανείπωτα, στα απάτητα μονοπάτια του Σάγκρος. Του άναρχου αυτού όντος του βουνού.



Επέστρεψε στο εσωτερικό και άφησε το σώμα του στην πολυθρόνα πάλι. Η Αρμάντια είχε θυμηθεί! Τα πάντα! Δεν ήξερε ποια γυναίκα θα αντίκριζε αύριο μπροστά του μετά το ξημέρωμα. Τι είχε αλλάξει μέσα της. Και δεν ήξερε γιατί η παρουσία του τρομερού δαίμονα του βουνού, τους άγγιξε τόσο πολύ αυτήν ειδικά την νύχτα.



Συνεχίζεται...

Σχόλια

  1. Συγκλονιστικές στιγμές ζούμε με τη συνέχειά σου Γιάννη!. Ειδικά η επαφή με το δαιμονικό στο δάσος, το σημάδι που φούσκωσε, η λιποθυμία φοβερές σκηνές περιγραφικές και ολοζώντανες.
    Θυμήθηκε λοιπόν η Αρμάντια.
    Και με άσχημο τρόπο.
    Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα ακολουθήσει...Ήδη λυπάμαι πολύ γι αυτήν την κοπέλα. Την κατάληξη δεν την ξέρω αλλά μας ενδιαφέρει πού πάει ο δικός σου νους και τι μας επιφυλάσσεις
    Περιμένω εναγωνίως τη συνέχεια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τραγική φιγούρα η νεαρή κοπέλα. Σκληρά χτυπημένη από ανθρώπους ιταμούς. Ίσως και η δική της παρόρμηση να της χρεώνει ευθύνες αλλά όχι τέτοια αντιμετώπιση. Η "επικοινωνία" της Αρμάντια με το σκοτεινό πλάσμα του δάσους δεν είναι τυχαία. Είναι κάτι που θα δούμε στη συνέχεια. Σε ευχαριστώ πολύ Άννα μου για την παρουσία σου.

      Διαγραφή
  2. Αχ ρε Γιάννη γιατί τόσο μικρό αυτό το κεφάλαιο; Πόσο νομίζεις πως αντέχω η γυναίκα; Η δύστυχη Αρμάντια είναι φοβερή η μοίρα που της έλαχε από έναν θρασύδειλο. Όπως και να γίνει την κατανοώ πλήρως!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Και εγώ το είχα για μεγάλο Μαίρη μου!
      Ναι, η Αρμάντια είχε την "κατάρα" να συναντηθεί η ζωή της με έναν διεστραμμένο τύπο που, σύρει το θάνατο και την καταστροφή αδιακρίτως. Ευχαριστώ καλή μου για τη συμμετοχή, το λέω μία ακόμα φόρά.

      Διαγραφή
  3. Είχα διαβάσει μέχρι τα μισά και είχα πάρει την απόφαση να περιμένω να τελειώσεις
    την ιστορία και να το διαβάσω όλο μαζί Γιάννη, όμως δεν μπορούσα να αντισταθώ στην περιέργεια μου για την συνέχεια...
    Τι να σου πω ; πως δεν ήθελα να σταματήσω να διαβάζω; πως δεν την περίμενα τέτοια εξέλιξη; συνταρακτικές εικόνες που με έχουν βάλει σε αγωνία για το παρακάτω της ιστορίας;
    Θελω να δω και ποια είναι η δύναμη και η σχέση του με αυτή το σημάδι που έχει η Αρμάντια στο στήθος της!!
    Αναμένουμε ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ρούλα μου! Ένα μεγάλο ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνεις αγαπητή μου φίλη. Για μένα πολύ σημαντικό. Ναι, είναι ώρα να μάθουμε αν υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στο σημάδι της Αρμάντια με κάποια δύναμη και τι είδους σχέση είναι αυτή. Στα επόμενα κεφάλαια ανοίγουν όλα αυτά, (σου κάνω και ....σπόιλερ χαχαχα).
      Θέλω να είσαι καλά! Να απολαμβάνεις κάθε σου στιγμή. Και καλή ανάγνωση εδώ.

      Διαγραφή
  4. Ήταν λοιπόν ισχυρό το σοκ τόσο ώστε θυμήθηκε η Αρμάντια.
    Και έδωσε όρκο βαρύ, κατάρα μεγάλη.
    Κάτι συνδέει την Αρμάντια με την φύση. Ξεσπά μαζί της.
    Μένει να δούμε αν η κατάρα θα πιάσει και αν ναι, με ποιον τρόπο!
    Ποια θα 'ναι η γυναίκα που θα ξυπνήσει την επόμενη ημέρα.
    Αυτή τη στιγμή η ηρωίδα μας έχει να περάσει έναν τεράστιο ψυχικό πόνο και μια νέα κατάσταση, αυτή της μητρότητας. Θα 'χει τεράστιο ενδιαφέρον πως θα συνδυαστούν αυτά στο μυαλό της και ποια θα 'ναι τα συναισθήματα της απέναντι στο παιδί που κουβαλά.
    Στο σημερινό κεφάλαιο μίλησε για ντροπή. Ενδεχομένως να ήταν ο ειρμός που επέστρεφαν οι σκέψεις.
    Θα δούμε πως θα εξελιχθεί.
    Μπράβο σου Γιάννη, άλλο ένα υπέροχο κεφάλαιο. Οι σκηνές τόσο ζωντανές. Τις ζήσαμε, μαζί τους!
    Με αγωνία περιμένουμε τα επόμενα!
    Καλό ξημέρωμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαρίνα μου, ναι, είναι τεράστιο το βάρος που κουβαλά η νεαρή κοπέλα. Νιώθει ντροπή και μεγάλες ενοχές γιατί, φαντάσου εκείνη την εποχή, τις απόψεις για μια "ανεπιθύμητη" εγκυμοσύνη. Και το βάρος τεράστιο.
      Μένει, στα επόμενα κεφάλαια, να δούμε ποια είναι η σχέση της Αρμάντια με κάποια φαινόμενα που γίνονται στο δάσος αλλά εκπορεύονται από ψηλά, από το βουνό.
      Για μια ακόμα φορά να σου πω, τι νιώθω με την τόσο ενεργή σου συμμετοή. Πόσο με τιμάς, πόσο με γεμίζεις χαρά και ευθύνη μαζί. Σε ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα