Το δάσος της Λήθης 12 - Μουσικές Ιστορίες#3

 



12. Στον τόπο των γεγονότων

 

«Θέλω αν έρθω μαζί σου Έλνταρ», του είπε κατηγορηματικά.

«Ούτε να το σκέφτεσαι κόρη μου!» της απάντησε την ώρα που ετοίμαζε το άλογό του, «Μόνος μου θα πάω».

«Γιατί; Πρέπει να αναζητήσω τους δικούς μου, το σπίτι μου».

«Και πως θα το κάνεις; Η μνήμη σου είναι ακόμα αδύνατη Αρμάντια, θα τριγυρνάμε στην πόλη ρωτώντας; Ξεχνάς και κάτι άλλο, το πιο βασικό».

«Ποιο;»

«Κινδυνεύεις! Είναι ολοφάνερο ότι σε ψάχνουν. Δεν ξέρουμε το λόγο κόρη μου αλλά σε γυρεύουν παντού. Όσο δεν γνωρίζουμε το λόγο δεν μπορούμε να ρισκάρουμε. Θα μείνεις εδώ. Βέβαια μήτε αυτό εμένα με ησυχάζει γιατί ακόμα δεν νιώθεις καλά. Είναι και εκείνες οι ζαλάδες σου. Αλλά δεν έχουμε άλλη λύση, άλλωστε πρέπει να εφοδιαστούμε και με προμήθειες».

Τον κοίταξε με ένα βλέμμα συμπάθειας και ευγνωμοσύνης.

«Έλνταρ;» τον ρώτησε, «Γιατί τα κάνεις όλα αυτά; Τι είμαι για σένα; Ένας μπελάς και τίποτα παραπάνω;»

Είχε τακτοποιήσει το άλογό του. Ήρθε κοντά της, την έπιασε από το χέρι και κάθισαν σε ένα πέτρινο πεζούλι έξω στο στάβλο. Η φωνή του ακούστηκε ήρεμα.

«Η γυναίκα μου πέθανε πριν τρία χρόνια, την έθαψα ο ίδιος με τα χέρια μου εδώ στο δάσος. Ο μεγάλος μου γιος έφυγε πριν χρόνια. Αναζήτησε την τύχη του πέρα μακριά στη χώρα πίσω απ το βουνό. Που και που έρχεται και με βλέπει αλλά ξέρεις, οι αποστάσεις είναι μεγάλες. Ο μικρός μου…», κόμπιασε. Η Αρμάντια τον κοίταξε στα μάτια. Εκείνος συνέχισε:

«Σκοτώθηκε πριν καιρό…» Στα μάτια του φάνηκε ένα δάκρυ να προσπαθεί να βγει.

«Ω λυπάμαι… συγγνώμη», έκανε η Αρμάντια, «μα πως…»

«Ας όψεται η ζήλια και η φωτιά της αγάπης… για τα μάτια μιας γυναίκας. Του έστησαν καρτέρι στο δάσος, ένας άντρας που την διεκδικούσε κι αυτός. Όμως εκείνος είχε μαζί του και άλλους βλέπεις…». Το δάκρυ κύλησε τελικά από το μάγουλό το.

«Έλνταρ, λυπάμαι τόσο πολύ…»

«Ίσως όλα αυτά να απαντάνε στο ερώτημά σου. Μπορεί να μην θέλω να το παραδεχτώ αλλά στα μάτια σου βλέπω την κόρη που δεν είχα ποτέ! Το παιδί που δεν υπερασπίστηκα ποτέ όπως έπρεπε να κάνω τότε με το γιο μου. Ίσως να είσαι ένας άγγελος για τις ενοχές μου. Ένα μήνυμα. Μια επιστροφή. Αλλά ότι κάνω να ξέρεις ότι το νιώθω με την καρδιά μου και όχι από υποχρέωση».

Η Αρμάντια τον κοίταξε συγκινημένη ίσια στα μάτια. Εκείνος άλλαξε θέμα κουβέντας.

 

«Λοιπόν, πρέπει να φύγω, έχω αρκετό δρόμο μπροστά μου και πρέπει να προλάβω τη νύχτα μη με βρει στο δρόμο. Δεν θέλω να διανυκτερεύσω στην πόλη. Φοβάμαι για σένα ακόμα, εδώ είναι ερημιά, τα κοντινά σπίτια απέχουν πολύ»

«Μην ανησυχείς για μένα. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα ψάξεις καλά Έλνταρ…»

«Μα αυτός είναι ο κύριος λόγος που πάω εκεί. Θέλω όμως με τη σειρά σου να μου υποσχεθείς ότι δεν θα κάνεις βήμα από εδώ. Μου δίνεις το λόγο σου;»

Του χαμογέλασε. «Μείνε ήσυχος».

Την χαιρέτισε. Φόρτωσε τα τελευταία του πράγματα και ανέβηκε στο άλογο.

«Καλό ταξίδι Έλνταρ», του είπε και το ένιωθε.

«Καλή αντάμωση Αρμάντια», της είπε. Κέντρισε το άλογό του και ξεκίνησε. Έμεινε στην εξώπορτα να τον βλέπει να μακραίνει στο μονοπάτι. Σε λίγο τα πυκνά δέντρα του δάσους κατάπιναν τη φιγούρα του. Επέστρεψε στο εσωτερικό. Όλες της οι ελπίδες ήταν στον άνθρωπο που μόλις ξεκινούσε για το Φόριεν.

 



Ο Έλνταρ έφτασε στην πόλη αργά το μεσημέρι. Είχε καιρό να επισκεφτεί το Φόριεν. Η πρώτη του δουλειά ήταν να πάει στην αγορά για τις αναγκαίες προμήθειες που έπρεπε να πάρει. Εκεί ήξερε αρκετούς από τους εμπόρους και κάποιους από αυτούς είχε πιο στενές σχέσεις.

 

Ένας γεμάτος ηλικιωμένος κοντός άντρας τον υποδέχτηκε με χαμόγελα.

«Έλνταρ καλώς όρισες! Πόσον καιρό θα κάνουμε πια για να σε βλέπουμε;»

«Μόργκ! Καλώς σε βρίσκω.  Τι κάνετε; πως είναι η φαμίλια σου…»

 

Κουβέντιασαν αρκετά για τους ίδιους και για τους γνωστούς τους. Έμαθε για τη φαμίλια του, για τα χωράφια και τα γεννήματά του. Κανόνισε τις παραγγελίες του και με τον ίδιο και με τους άλλους. Τους είπε σκόρπια τα νέα του χωρίς φυσικά να βγάλει λέξη για την απρόσμενη φιλοξενούμενή του. Ώσπου ξεκίνησε να διατυπώνει τις ερωτήσεις που ήθελε για τη συνέχεια.

 

«Πως είναι το Φόριεν; Πως το βρίσκω;»

Ο άλλος σοβάρεψε ξαφνικά. Άλλαξε ύφος, σαν να έγινε πιο βαρύς.

«Ω ναι! Το Φόριεν, δεν έμαθες τίποτα όλον αυτόν τον καιρό;»

«Όχι Μόργκ, ξέρεις καλά ότι στο δάσος για να περάσει κάποιος κάνει πολύ καιρό».

«Τότε αγαπητέ Έλνταρ πρέπει να μάθεις ότι είχαμε πολύ μεγάλα πράγματα εδώ! Συνταρακτικά!»

«Τι;»

«Έχουμε νέο βασιλιά στο Φόριεν!» του είπε με ένα αίσθημα στενάχωρο.

«Πως είπες; τι έγινε; Τι συνέβη;» ρώτησε ο Έλνταρ.

«Ο βασιλιάς μας, ο Φάρκας πέθανε Έλνταρ!»

Ένιωσε κάτι σαν σοκ, ήταν μια είδηση που δεν την περίμενε.

«Πότε; πως;»

«Έχει μέρες πολλές, πέθανε ξαφνικά, μάλλον κάτι με την καρδιά του, συγκοπή, έτσι μας είπαν…»

«Όχι! Κρίμα… πολύ κρίμα Μόργκ, ο Φάρκας ήταν… ήταν κάτι σπουδαίο για το Φόριεν, για όλους μας…» το είπε με μεγάλη συγκίνηση. «Και τώρα; Τι έγινε; Ορίστηκε βασιλιάς; Ο γιος του;»

Ο άλλος έκανε ένα μορφασμό.

«Αμ ποιος άλλος. Δυστυχώς για μας είναι μοναχοπαίδι του. Ο Ζάρεκ είναι ο νέος ηγεμόνας του Φόριεν Έλνταρ».

«Είχα ακούσει για το γιο του, πρέπει να είναι σχετικά νέος…»

«Κοντά στα τριάντα πέντε αλλά…»

«Τι σε ανησυχεί Μόργκ;»

«Πολλά φίλε μου. Τα νέα δείγματα δεν είναι καλά. Αλαζονεία, έπαρση, αυταρχισμός. Είναι σαν να γύρισε σελίδα ολάκερο το βασίλειο και πολύ φοβάμαι και η ζωή μας…»

«Γιατί το λες, τι έχεις δει;»

«Δεν ξέρω, απ την αρχή όλα! Κάθε τι! Μόνο τους συνεργάτες του να δεις φτάνει. Λείπεις Έλνταρ και δεν ξέρεις, είσαι τυχερός σ’ αυτό. Ύστερα είναι και κάτι άλλο. Δεν ξέρω γιατί αλλά τον τελευταίο καιρό οι στρατιώτες είχαν λυσσάξει, ήταν κάποιες μέρες που υπήρχε μεγάλη κινητικότητα, σαν κάτι να αναζητούσαν…»

Ο Έλνταρ άρχισε να κάνει διάφορες σκέψεις.

«Ναι, τώρα που το λες, και στο δάσος τους έχω δει, ασυνήθιστα τον τελευταίο καιρό, έγινε κάτι;» τον ρώτησε. Ήξερε πολύ καλά το λόγο της ερώτησης. Προσπαθούσε να βγάλει κάποια άκρη, κάποια είδηση.

«Όχι, δεν έχει ακουστεί το παραμικρό, ποιος ξέρει, άλλωστε δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ», απάντησε ο Μόργκ.

«Μπορεί να ψάχνουν κάποιον», είπε ο Έλνταρ, «άκουσες κάτι;»

«Μια κοπέλα εξαφανίστηκε πριν μέρες, αναστατώθηκαν όλοι. Οι γονείς της, όλοι!»

Η καρδιά του Έλνταρ άρχισε να χτυπά δυνατά.

«Δηλαδή; πως, τι έγινε;»

«Μιλάνε για κάποιο ατύχημα. Η κοπέλα έφυγε απ το σπίτι της για το δάσος. Μάλλον για νερό, έτσι λένε. Αλλά από τότε δεν φάνηκε ξανά. Κάποιοι δικοί μας βρήκαν κάποια κομμάτια απ την άμαξά της στη λίμνη του Μπέλουαρ, ξέρεις…»

Ο Έλνταρ άκουγε με όλες τις αισθήσεις του τεντωμένες. Ο Μόργκ συνέχισε την αφήγησή του:

«Μάλλον είναι νεκρή. Οι γονείς της παρακάλεσαν τη φρουρά. Ένα απόσπασμα ερεύνησε τη λίμνη. Βρήκαν λέει  κομμάτια απ τα ρούχα της. Έπεσε στη λίμνη Έλνταρ».

«Ξέρεις πως τη λένε, το όνομά της; Θέλω να πω την ήξερες;»

«Αρμάντια τη λένε!»

 

Ο Έλνταρ ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό να τον πνίγει. Το κουβάρι των γεγονότων άρχισε να ξετυλίγεται πια μπροστά του. Προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή του με διάφορες ερωτήσεις:

«Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα; Θέλω να πω, να έγινε κάτι άλλο;»

«Σαν τι να έγινε βρε Έλνταρ; Η άμαξα στο βάλτο, κομμάτια απ τα ρούχα της, ξέχασα να σου πω, το άλογό της χτυπημένο γύρισε πίσω μόνο του. Σαν τι άλλο. Που να πήγε; έψαξαν καλά όλοι. Πως θα μπορούσε μόνη της χτυπημένη να επιβιώσει μέσα σε ένα δάσος, τι να σου πω;»

«Ξέρεις για αυτήν την κοπέλα; Οι γονείς της; τι λένε;»

«Λίγο την ήξερα. Μια-δυο φορές που ήρθε να αγοράσει γάλα. Ήξερα όμως τον πατέρα της, ένας εξαίρετος άνθρωπος. Ιγκώρ. Και Ρέυντα η γυναίκα του. Αλλά… ακόμα μια τραγωδία».

«Τι θες να πεις;»

«Η μητέρα της πέθανε απ τον καημό της, τη μέρα που έψαχναν να βρουν τα απομεινάρια στη λίμνη».

Ο Έλνταρ δεν μπορούσε να κρύψει την ταραχή του πλέον.

«Τι έπαθες;» τον ρώτησε.

«Αναρωτιέμαι γιατί τόσο μαζεμένη δυστυχία σε αυτούς τους ανθρώπους Μόργκ;»

«Δεν άκουσες και το πιο τραγικό Έλνταρ!»

«Τι άλλο;»

«Δεν μπορούμε να συνέλθουμε από χθες».

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε και κάποιος τρίτος στο τραπέζι τους. Άκουσε τα λόγια του Μόργκ και πετάχτηκε.

«Λες για τη φωτιά χθες;»

«Ποια φωτιά;» έκανε ο Έλνταρ ξεψυχισμένος.

«Το σπίτι του Ιγκώρ πήρε φωτιά χθες τη νύχτα. Κάτι θα ξέχασαν φαίνεται, κάποιο φανάρι…»

«Και;»

«Λαμπάδιασε, κανείς δεν πρόλαβε Έλνταρ, κάποιοι έτρεξαν αλλά οι πόρτες ήταν σφαλισμένες, τα παράθυρα κλειστά…»

«Τι απέγινε Μόργκ;» ρώτησε γεμάτος τρόμο.

«Τους βρήκαν αγκαλιά καμένους, τον Ιγκώρ και μια γριά, την Μπρέντα, την παραμάνα της κόρης του…»

 

Ο Έλνταρ ένιωσε πια να πνίγεται. Ανάσανε με δυσκολία.

«Όπως καταλαβαίνεις φίλε μου, δεν έμεινε κανείς απ την οικογένεια, όλοι χάθηκαν σε λίγες μέρες».

 

Ένα προς ένα τα κομμάτια του τραγικού παζλ ενώθηκαν πια στα γεγονότα. Ο Έλνταρ μάθαινε. Μια σειρά από τραγικές περιστάσεις που τις έδεσε με όσα βίωσε με εκείνο το έρμο το κορίτσι που ο ίδιος έσωσε αλλά δεν πρόλαβε να μάθει για να το γυρίσει στους δικούς της. Ένιωθε βαρύς, γεμάτος απόγνωση. Έκατσε λίγο ακόμα μαζί με τους φίλους εκεί. Αποχαιρέτισε τον Μόργκ και τους άλλους, φόρτωσε τις προμήθειες στο άλογο και κίνησε το δρόμο του γυρισμού υποσχόμενος να γυρίσει ξανά το συντομότερο. Πριν εγκαταλείψει το Φόριεν είχε δύο ακόμα πράγματα να κάνει. Όμως δεν είχε χρόνο. Έπρεπε οπωσδήποτε η Αρμάντια να μην μείνει μόνη τη νύχτα. Ανέβαλε λοιπόν το πρώτο και έκανε το δεύτερο. Ρώτησε κάποιον λίγο πιο κάτω στην αγορά που μπορεί να βρει και να δει το σπίτι που κάηκε χθες. Ήξερε καλά να καμουφλάρει τα ερωτήματά του. Του έδειξαν. Πήρε το δρόμο προς την επιστροφή. Το σπίτι ήταν εκεί.

 

Ένας άμορφος σωρός καμένων ερειπίων δείγμα του θανάτου και της καταστροφής. Και αρκετός κόσμος, περίεργοι οι περισσότεροι εκεί. Πήγε κοντά. Το μάτι του έπεσε σε κάποιους πεζούς στρατιώτες που παρέστεκαν στην αυλή. Ήταν σαν κάτι να φύλαγαν, κάτι να έψαχναν. Προσπάθησε να εμφανίζεται ως περίεργος διαβάτης. Ρώτησε τάχα μου κάπως έτσι και κάποιους γείτονες εκεί. Ήταν περίπου τα ίδια που του είχε πει ο Μόργκ. Σκέφτηκε αν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, κάτι να φέρει στην Αρμάντια αλλά φοβήθηκε μην κινήσει υποψίες και εγκατέλειψε αμέσως την ιδέα. Διάλεξε να πάρει τον πικρό δρόμο της επιστροφής. Μόλις που θα προλάβαινε πριν πέσει το απόλυτο σκοτάδι στο δάσος.

 

Στο γυρισμό, στο νου του Έλνταρ, όλα έμπαιναν πια σε μια σχετική τάξη. Όσα έγιναν στην οικογένεια της Αρμάντια ήταν τραγικά και το παράξενο; Έγιναν όλα πολύ γρήγορα, σχεδόν αστραπιαία. Η νεαρή κοπέλα καταδιώκεται από στρατιώτες του βασιλιά στο δάσος. Εκεί πέφτει η άμαξα στη λίμνη ενώ η ίδια γλιτώνει σαν από θαύμα το θάνατο μέχρι να την βρει ο ίδιος. Στην συνέχεια πεθαίνει η μητέρα της από συγκοπή λίγες μέρες μετά, στην είδηση της εξαφάνισής της κόρης της. Ο Πατέρας της ψάχνει, μαζί και στρατιώτες. Βρίσκουν τα απομεινάρια. Αμέσως μετά το σπίτι παίρνει φωτιά, μένουν κλειδωμένοι μέσα ο πατέρας με την παραμάνα. Λες και μια απόφαση θανάτου σαρώνει με μιας ολάκερη την οικογένεια. Σύμπτωση; μαύρη μοίρα; πεπρωμένο; Και οι στρατιώτες; Η καταδίωξη;

 

Όλα αυτά σε ένα συμπέρασμα οδηγούσαν: Κάποιος από τους άρχοντες της πόλης κυνηγούσε την Αρμάντια. Κάποιος ήθελε να την βγάλει από τη μέση. Και ξαφνικά πεθαίνουν και οι δικοί της! Όλοι! Με φριχτό τρόπο. Όχι, όχι! Για τη σκέψη του Έλνταρ όλο αυτό φώναζε ότι υπήρχε σχέδιο και πρόθεση. Του έλειπε όμως κάτι. Το πιο βασικό! Το αίτιο! Και αυτό το ήξερε μόνο ένας άνθρωπος και κανείς άλλος πια! Η Αρμάντια! Ο ερχομός της μνήμης της, θα έδινε τις απαντήσεις στο μεγάλο αυτό “γιατί”. Κάτι άλλο όμως ακόμα βάραινε την ψυχή του. Τον έκανε να σπαράζει, να δοκιμάζεται. Πως θα έλεγε όλη αυτήν την τραγική αλήθεια στην νεαρή γυναίκα; Και άραγε θα μπορούσε η ίδια να αντέξει;

 



Πως θα δεχτεί η Αρμάντια τις τραγικές ειδήσεις για τους δικούς της. Πως θα μπορέσει να τις διαχειριστεί; Ποιες επιπτώσεις θα έχει στη σκοτεινή της μνήμη; Μια τραγική πραγματικότητα κρέμεται πλέον πάνω στη ζωή της νεαρής κοπέλας.


Συνεχίζεται...

 


Σχόλια

  1. Η πιο δύσκολη αποστολή πλέον: Να ομολογήσει στη Αρμάντια αυτά που έχει μάθει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι Βασίλη μου, αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο ανθρώπινα να μπορέσει κάποιος να διαχειριστεί μια τέτοια καταστροφή. Και μένει να το δούμε. Ευχαριστώ πολύ φίλε μας για τη συμμετοχή.

      Διαγραφή
  2. Ο Μοργκ απ' όσο καταλαβαίνω είναι κάτι σαν το Reuters του χωριού. Όλα τα ήξερε! Δεν μπορώ όμως παρά να συμφωνήσω με τη γνώμη του και τους προβληματισμούς του για τον νέο βασιλιά.
    Τι οδύνη για την Αρμάντια.
    Και τι τραγική κατάληξη για τον πατέρα και την παραμάνα της. Το τίμημα της αγάπης της ήταν να ξεκληριστεί η οικογένεια της, να γεννηθεί όλος αυτός ο πόνος!
    Αναμένουμε πώς θα αντιδράσει σε αυτά τα πικρά νέα. Θα είναι άραγε όλος αυτός ο πόνος, σοκ τόσο ισχυρό ώστε να επαναφέρει τη μνήμη της; Και φυσικά, ακόμα και αν η μνήμη της επανέλθει έχει τεράστια σημασία το ποιο θα είναι το επόμενο βήμα της.
    Γιάννη μας έχεις εξάψει το ενδιαφέρον. Μπράβο σου μέχρι εδώ είναι υπέροχο!
    Καλή συνέχεια!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Mαρίνα μου, ο Μοργκ ναι είναι πιστός φίλος του Έλνταρ για χρόνια και φυσικά, ως άνθρωπος της αγοράς, το ...ειδησεογραφικό πρακτορείο της πόλης. Όλα τότε περνούσαν από την αγορά ως τόπο συνάντησης και ανταλλαγής νέων.
      Η Αρμάντια συναντά έναν ανείπωτο οδυρμό που δεν ξέρουμε πως θα τον διαχειριστεί στην είδηση των τραγικών γεγονότων.
      Μία ακόμα φορά να σε ευχαριστήσω για την ζωντανή σου συμμετοχή αγαπημένη μας φίλη σε όλο αυτό. Και σε σένα όμορφη συνέχεια.

      Διαγραφή
  3. Πωπω κεφάλαιο καμπή για τα συναισθήματα που περιέχει. Τι θα μάθει η Αρμάντια!! Σοκ, πόνος, οδυρμός, θα βρει τη μνήμη της; Θα μιλήσει στον Έλνταρ; Και μέσα στην ατυχία της πόσο τυχερή που τη βρήκε ένας τόσο καλός άνθρωπος! Το επόμενο κεφάλαιο το αναμένω με αγωνία.
    Και ο Ζάρεκ; Δεν του έφτανε ό,τι έκανε ταλαιπωρεί με τον αυταρχισμό του τους ανθρώπους του. Τι κάθαρμα πια. Ελπίζω η πένα σου να του δώσει το τέλος που του αρμόζει.
    Υπέροχο Γιάννη μου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Άννα μου καλώς όρισες και πάλι. Ο Έλνταρ είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, ένα δώρο στην νεαρή Αρμάντια, σε αντιστάθμισμα της ζωής που τόσο σκληρά της φέρεται, μέσα από την κακία των συγκεκριμένων ανθρώπων. Είναι κρίσιμη η στιγμή που θα μάθει την αλήθεια και περιμένουμε να δούμε. Ειλικρινά σε ευχαριστώ πολύ απ' την καρδιά μου.

      Διαγραφή
  4. Πω πω σε τι σημείο με σταμάτησες.... Έχω τέτοια αγωνία που περιμένω να μάθω το παρακάτω...
    Γιάννη με έχεις συνεπάρει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μαίρη μου, δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι. Ειλικρινά σε ευχαριστώ. Θα έχουμε εξελίξεις στη συνέχεια.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Τα καλύτερα