Το δάσος της Λήθης 10+11 - Μουσικές Ιστορίες#3
10. Αναζητώντας την αλήθεια
Το
σκοτάδι είχε πια για τα καλά σκεπάσει το σπιτικό της Αρμάντια. Ο θάνατος της
Ρέυντα ήρθε να προστεθεί στην εξαφάνιση της νεαρής κοπέλας. Μιας εξαφάνισης
όμως που τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι δικοί της άνθρωποι ξυπνούσαν
μέσα στις καρδιές τους χειρότερους φόβους τους. Η κηδεία της πρόωρα χαμένης
μητέρας της έγινε μέσα σε βουβό θρήνο. Οι δύο μέρες που πέρασαν δεν έδωσαν την
παραμικρή γαλήνη μήτε στον Ιγκώρ μήτε στην Μπρέντα. Δύο ανθρώπους που ναι μεν
δεν μοιράζονταν τους ίδιους ρόλους, αλλά η ζωή τους στο ίδιο σπιτικό τους είχε
φέρει χρόνια τώρα να πορεύονται μαζί.
Η Μπρέντα δεν έδειχνε να ησυχάζει στο πέρασμα αυτών των ημερών. Το μεγάλο μυστικό βάραινε μέσα της και γύρευε τρόπο να βγει προς τα έξω. Η μικρή της ψυχοκόρη, η Αρμάντια ήταν πια χαμένη, η κυρά της η Ρέυντα νεκρή. Τι άλλο θα μπορούσε να προσμένει.
Ήταν οι δυο τους στο σπίτι, ο ένας αντίκρυ στον άλλο όταν ο Ιγκώρ της μίλησε. Η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη αλλά επίμονη:
«Τι
σε τρώει Μπρέντα; Τι είναι αυτό που σε βασανίζει όλες αυτές τις μέρες; Δεν
μπορείς πια να μου κρυφτείς αλλά και δεν έχει νόημα να το κάνεις. Δεν το
βλέπεις; Είναι μάταιο. Πες μου λοιπόν…»
Τον
κοίταξε στα μάτια για πολύ λίγο. Και σαν κάτι να την βάραινε έσκυψε το βλέμμα
της χαμηλά. Ο Ιγκώρ συνέχισε:
«Πριν
λίγες μέρες είπες πως κάποιος μπορεί να βρίσκεται πίσω από όλο αυτό. Τι
εννοούσες; Σε τι αφορά αυτό την Αρμάντια; Αν την αγαπάς πρέπει να μου μιλήσεις.
Αν έστω τώρα έχουμε ελάχιστες ελπίδες να την βρούμε κάπου ζωντανή πρέπει να
ανοίξεις το στόμα σου», της είπε με πάθος κρατώντας την με σεβασμό από τους
ώμους.
«Άρχοντά
μου… Μεγάλωσα στο σπιτικό σας, δέθηκα μ’ αυτό. Στη χαρά και στη λύπη. Στο
θάνατο και στη ζωή. Ποτέ μου δεν έβαλα τον εαυτό μου έξω απ’ τις ζωές σας…»
«Το
ξέρω Μπρέντα, κανείς ποτέ δεν αμφέβαλε για σένα…»
Η
γυναίκα τον κοίταξε στα μάτια. Με δέος και δισταγμό. Σαν να την φόβιζε η κρίση
του.
«Μίλα
καλή μου ελεύθερα!»
«Η
Αρμάντια αφέντη μου… το κορίτσι μας… κάτι…»
«Τι
έτρεχε με το κορίτσι μας; Είχε κάτι;»
«Ναι…αλλά…»
Πως
να το έλεγε; Πως να ξεστόμιζε τέτοια κουβέντα; Έτρεμε στην κυριολεξία. Κατάπιε
το σάλιο της και συνέχισε:
«Τον
τελευταίο καιρό μου είχε εκμυστηρευτεί κάτι… κάτι που το ζούσε… είναι νέα και
όμορφη».
«Ποιος
πήρε το μυαλό του κοριτσιού μου Μπρέντα;» ακούστηκε πιο δυνατή η φωνή του
Ιγκώρ, «Γιατί αυτό που νιώθω είναι ότι κάτι τέτοιο την απασχολούσε, πες μου!»
«Ένας
νέος άντρας… Δεν μου τον είπε ποτέ! Όσο και αν την πίεσα! Είναι ερωτευμένη….
Τον αγαπά…»
Ο
Ιγκώρ έδειξε να εκπλήσσεται, «και δεν είχε πει τίποτα έστω στη μάνα της; Γιατί;»
«Γιατί
οι νεαρές κοπέλες αυτά τα πράγματα τα μοιράζονται πρώτα με κάποιο τρίτο πρόσωπο
που νιώθουν δικό τους, με μένα ας πούμε, την παραμάνα της…»
«Και
τι είναι αυτό που σε ανησυχεί σε αυτήν την ιστορία για να το συνδέσω με την
εξαφάνισή της; Μήπως;», σταμάτησε για μια στιγμή. Το μυαλό του πήγε σε κάποια
πρόκληση, «Μήπως την άρπαξε και έφυγαν; Αυτό θες να μου πεις;» την ρώτησε με
ένταση.
«Όχι,
όχι, δεν είναι αυτό…» του είπε με δάκρυα τρέμοντας.
«Αλλά
τι;» την είπε και την τράνταξε.
«Μακάρι
να ήταν αυτό άρχοντά μου…»
«Τι
θες να πεις μίλα ξεκάθαρα, με κούρασες!»
Η
Μπρέντα πήρε τη μεγάλη απόφαση, δεν υπήρχε γυρισμός πια απ την αλήθεια.
«Η
Αρμάντια ήταν…περίμενε παιδί».
Ένα
γκρίζο σκοτάδι ήρθε με μιας σαν στρόβιλος στη σκέψη του Ιγκώρ. Έκανε δύο βήματα
πίσω παραπαίοντας. Προσπάθησε να κρατηθεί από κάπου παρασύροντας πράγματα.
Κοκκίνισε και τα χείλη του σφίχτηκαν στο στόμα του. Οι λέξεις έβγαιναν αργά,
τυραννισμένα λες από το στόμα του.
«Η
κόρη μου; Περίμενε παιδί…η Αρμάντια; Τι...τι λες;» τραύλισε.
«Μου
το εκμυστηρεύτηκε κύριε λίγες μέρες πριν εξαφανιστεί».
Ανέκτησε
λίγο τις δυνάμεις του, οι γροθιές του σφίχτηκαν, το πρόσωπό του συννέφιασε σαν
καταιγίδα.
«Ποιος;
Ποιος;» κραύγασε αρπάζοντας την από τους ώμους τραβολογώντας την, «Ποιος
ατίμασε την κόρη μου; Ποιο κάθαρμα είναι αυτό; Μίλα; Γιατί δεν μου είπες
τίποτα; Το σκοτάδι θα σε καταπιεί Μπρέντα!» φώναζε και την τραβολογούσε με
εκείνη να κλαίει προσπαθώντας να εξηγήσει.
«Την
πίεσα να μου πει, με όλους τους τρόπους, δεν άνοιγε το στόμα της να το κάνει…»
«Γιατί;
Γιατί; Τι την εμπόδιζε;»
«Δεν
ξέρω κύριέ μου… Μου έλεγε ότι θα το λύσει μόνη της…ότι πρέπει να το λύσει μόνη
της…»
Ο
Ιγκώρ ξαφνιάστηκε.
«Να
το λύσει μόνη της; Τι εννοούσε δηλαδή; Πως μόνη της τι να κάνει;»
«Αφέντη
μου, την έβλεπα σε κακά χάλια, πρέπει να το κατάλαβες και εσύ, δεν ήταν καλά,
δεν ένιωθε καλά, ένιωθε ντροπιασμένη…»
«Και
δικαίως το ένιωθε Μπρέντα; Πως επέτρεψε να γίνει κάτι τέτοιο εκτός αν έγινε
χωρίς τη θέλησή της και αυτό το κάθαρμα…»
«Ήθελε
να το πάρει επάνω της, αυτό μου λέει εμένα, ότι θα τον συναντούσε, ότι θα του
ζητούσε εξηγήσεις, να εύρισκαν μια έντιμη λύση…»
«Για
ποια λύση μου μιλάς Μπρέντα…τι λες;»
«Τον
αγαπά, το έβλεπα στην καρδιά της, στα
μάτια της, το ένιωθα. Είμαι σίγουρη ότι θα περίμενε από εκείνο να σταθεί δίπλα
της όπως έπρεπε, σαν άντρας της…»
«Και
τι έγινε τότε; Πως βρέθηκε στη λίμνη Μπρέντα;»
Η
γυναίκα ξέσπασε σε κλάματα.
«Φοβάμαι
αφέντη μου…ότι…κάτι δεν πήγε καλά… Ότι προδόθηκε… και…στην απόγνωσή της… Ω
μακάρι να μην είναι έτσι…»
«Τι
θες να πεις;» ρώτησε σπαρακτικά ο Ιγκώρ
«Ότι
πάνω στην ντροπή της και στην απελπισία διάλεξε…να…»
Εκείνος
έκανε δύο βήματα πίσω και έβαλε τα χέρια στο κεφάλι του με απόγνωση.
«Θες
να πεις… Αυτοκτόνησε;»
Η
Μπρέντα έγνεψε θετικά με το κεφάλι κάτω κλαίγοντας.
«Η
Αρμάντια…μόνη της; Να πεθάνει; Μόνη;»
Τον
είδε να παραπατά δεχόμενος ένα ακόμα χτύπημα σαν υποψία. Πήγε πάλι κοντά της.
«Πρέπει
να το μάθουμε αυτό Μπρέντα! Πρέπει να βρω αυτόν τον άνανδρο, να τον ξετρυπώσω,
κατάλαβες; Και θα κάνω όλο το Φόριεν άνω κάτω να βρω ποιος είναι; Εσύ! Θα βρεις
κάθε φίλη της που ξέρει, κάθε γνωστή της, αν θες και εγώ μαζί. Και να τους
ρωτήσουμε. Δεν μπορεί, κάπου θα μίλησε, κάποιος κάτι θα είδε, θα σηκώσουμε κάθε
πέτρα σ’ αυτή τη γη για να μάθουμε, κάθε τι».
Η
φωνή του ακούστηκε σαν κραυγή. Σαν εξαγγελία ενός πολέμου, μιας αναζήτησης.
Ενός αγώνα για την αλήθεια. Ο Ιγκώρ ήταν αποφασισμένος να φτάσει ως αυτήν με
κάθε τρόπο. Μόνο που δεν υπολόγιζε ποιον ακριβώς θα έπρεπε να ανακαλύψει.
11. Μια ασέληνη νύχτα
«Σου
είχα επεστήσει την προσοχή να έχεις τα μάτια σου επάνω τους! Πες μου λοιπόν που
βρισκόμαστε».
Η
φωνή και το βλέμμα του βασιλιά Ζάρεκ έπεφτε σαν φωτιά πάνω στον Ντέμιαν. Ήταν
οι δυο τους στο μεγάλο δώμα του παλατιού. Ο βασιλιάς βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω
ενώ ο Ντέμιαν στεκόταν εμπρός του ανέκφραστος, σκληρός.
«Δεν
τους άφησα μήτε στιγμή. Έχω γίνει η σκιά τους. Ξέρω κάθε τους κίνηση, κάθε τους
συνάντηση».
«Άρα
τι έχουμε; Ποια είναι τα νέα σου;»
«Η
αλήθεια είναι όπως τη λες βασιλιά μου. Προσπαθεί να μάθει αλλά δεν νομίζω ότι
υπάρχει κάτι που θα βρει».
«Μην
εφησυχάζεις! Ποτέ δεν ξέρεις. Σίγουρα εκείνη δεν είχε μιλήσει σε κανέναν από
τον κύκλο του πατέρα της αλλά δεν ξέρουμε…»
«Το
πρόβλημα περισσότερο εστιάζεται στην παραμάνα της», τον έκοψε ο Ντέμιαν.
Ο
Ζάρεκ τον κοίταξε ανήσυχος.
«Τι
θες να πεις;»
«Αυτή
η γριά η Μπρέντα, στα χέρια της μεγάλωσε, παραμάνα της. Αυτή είναι πιο
επικίνδυνη».
«Τι
μου λες; Πως είναι δυνατόν μια γριά υπηρέτρια να μας απειλεί;»
«Μια
παραμάνα ξέρει πολλά περισσότερα από μια μάνα και σίγουρα ο πατέρας είναι αυτός
που ξέρει τα λιγότερα».
Το
βλέμμα του νεαρού βασιλιά έγινε αποκρουστικό. Κοκκίνισε από οργή και μίσος στην
έκφρασή του.
«Άκου!
Δεν γίνεται να ζούμε στην αγωνία μήτε να συνεχίζεται όλο αυτό για πάντα», του
είπε.
«Συμφωνώ,
καλό θα είναι να σταματήσει αλλά πως;» ρώτησε ο Ντέμιαν.
«Δεν
έχουμε πολλά περιθώρια, τέτοιες περιπτώσεις κόβονται μόνο με έναν τρόπο…» του
απάντησε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. Ο
Ντέμιαν ένιωσε κάτι παγερό να τον τυλίγει.
«Τι
θέλετε να πείτε βασιλιά μου;» τον ρώτησε με φωνή λίγο ανήσυχη.
Ο
Ζάρεκ τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ήρθε κοντά του. Ο Ντέμιαν ένιωσε το μαύρο
βλέμμα του να του διαπερνά το δέρμα ως μέσα τα βάθη της σάρκας του.
«Με
τη σιωπή!»
«Δηλαδή;»
«Απλό
είναι αρχηγέ του στρατού. Ο βασιλιάς σου είναι σε κίνδυνο. Και αν είναι ο
βασιλιάς σου σε κίνδυνο τότε αυτόματα είσαι και εσύ. Με καταλαβαίνεις υποθέτω»,
του είπε παίζοντας με τους φόβους του. Ένιωθε να έχει μπροστά του έναν
αδίστακτο άντρα που η μπέρτα της βασιλικής εξουσίας είχε διώξει μακριά κάθε
ίχνος αναστολής.
«Απόλυτα
μεγαλειότατε», του απάντησε σκύβοντας ελαφρά το κεφάλι. Μέσα του όμως έτρεμε
στο τι ακριβώς θα άκουγε. Κάτι που ήρθε αμέσως μετά.
«Θαυμάσια!
Άρα δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε νομίζω έγινα αντιληπτός;»
Ο
Ντέμιαν κατάλαβε.
«Φυσικά,
βασιλιά μου».
«Φρόντισε
λοιπόν να γίνουν όλα σωστά».
Ο
Ντέμιαν υποκλίθηκε και έφυγε. Ήθελε πολύ να πάρει αέρα. Να καθαρίσει το μυαλό
του.
Η νύχτα εκείνη ήταν σκοτεινή. Μαύρα σύννεφα είχαν
σκεπάσει τον ουρανό πάνω σε ολάκερο το Φόριεν. Το σκοτάδι έρχονταν από μακριά,
πίσω από το Βορρά, από το βουνό των σκιών. Το φεγγάρι ήταν βαθιά κρυμμένο στο
γκρίζο και έτσι αυτή η ασέληνη νύχτα θαρρείς πως γεννούσε μεγάλες και παραμορφωμένες
σκιές παντού. Συχνά ακούγονταν γοερές κραυγές των σκυλιών, οι άνθρωποι είχαν
χωθεί από νωρίς στα σπίτια τους. Από το δάσος έφτανε μια απόλυτη σιωπή. Κάποιες
κουκουβάγιες τραγουδούσαν μονότονα το δικό τους θρηνητικό ύμνο. Αργά τη νύχτα
σηκώθηκε και ένας δυνατός άνεμος. Τα κλαδιά έτριζαν, κάποια ξύλινα
παραθυρόφυλλα που είχαν ξεχαστεί ανοιχτά χτυπούσαν μεταξύ τους.
Μέσα σε αυτήν την σκοτεινή σιωπή κανείς δεν πήρε χαμπάρι κάποιες σκοτεινές φιγούρες, τέσσερις τον αριθμό που κινούνταν προσεκτικά στα στενά του Φόριεν. Σκεπασμένοι με μπέρτες βάδιζαν προσεκτικά μέσα στα σοκάκια. Κινούνταν με τα μάτια τους να παραμονεύουν κάθε τυχόν κίνηση στο δρόμο. Με προσοχή έριξαν μια ματιά ολόγυρα. Καμία κίνηση, κανένας άνθρωπος. Χωρίστηκαν με μικρή απόσταση μεταξύ τους. Μέσα στο σκοτάδι κάποιος γλίστρησε ανάμεσά τους. Ζύγωσε σε έναν από αυτούς και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του. Ο μαυροκουκουλωμένος κούνησε θετικά το κεφάλι του και κινήθηκε προς τους άλλους.
Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν στον ουρανό. To φεγγάρι έκανε μια δυο φιλότιμες προσπάθειες να βγει λίγο μέσα από αυτά αλλά στο τέλος εγκατέλειψε την προσπάθεια και βούλιαξε εντελώς στην αγκαλιά τους. Ο νυχτερινός αέρας είχε δυναμώσει. Τα κλαδιά των δέντρων βογκούσαν στο χτύπημα του ανέμου και έβγαζαν ήχους παράταιρους, πολλές φορές ανατριχιαστικούς. Πολλές νυχτερίδες πετούσαν χαμηλά διαγράφοντας τρελές τροχιές με το πέταγμά τους. Τότε ήταν ακριβώς που φάνηκαν οι πρώτες φλόγες. Μαζί με τον καπνό που άρχισε να βγαίνει από τα ανοίγματα του σπιτιού. Ύστερα δυνάμωσαν, τύλιξαν όλο το εσωτερικό απελπιστικά γρήγορα και καταστρεπτικά.
Όταν
από τα διπλανά σπίτια ακούστηκαν οι πρώτες κραυγές τρόμου και αγωνίας ήταν
αργά. Κάποιες φιγούρες ανθρώπων φάνηκαν έξω στο δρόμο.
«Φωτιά!»
«Καίγεται
το σπίτι του Ιγκώρ!»
Κραυγές
αγωνίας και τρόμου μέσα στην άγρια νύχτα. Αρκετοί ήταν εκείνοι που έτρεξαν.
Έσπασαν την αυλόπορτα και μπήκαν μέσα. Ήταν αργά όμως να πλησιάσουν το σπίτι.
Ολόκληρο καιγόταν σαν λαμπάδα. Ένας-δύο πιο τολμηροί με κάποιους σιδερολοστούς
και τσουγκράνες που άδραξαν απ’ τον κήπο προσπάθησαν να μπουν από τα πίσω
παράθυρα. Όμως ήταν αργά. Το σπίτι σε λίγο άρχισε να καταρρέει φλεγόμενο. Οι
αλαλαγμοί των γειτόνων ηχούσαν άγρια μέσα στη νύχτα. Το σπίτι είχε λαμπαδιάσει
από άκρη σε άκρη, φωτίζοντας την άγρια εκείνη νύχτα στο Φόριεν. Οι φλόγες
έτρωγαν τα πάντα στο εσωτερικό. Ο Ιγκώρ
με την Μπρέντα εύρισκαν μαρτυρικό θάνατο ριγμένοι στην κυριολεξία μέσα στη
φωτιά. Με τις αγωνίες τους και τον πόνο να χάνονται στο σκοτάδι του θανάτου και
στο δόλο εκείνου!
«Όχι! Όχι!»
Η
φωνή της βγήκε για μια ακόμα φορά παραμορφωμένη, στριγκή μέσα στην άγρια
ασέληνη νύχτα. Ο ιδρώτας μούσκευε το κορμί της.
«Εκεί…
Εκεί…» φώναξε για δεύτερη φορά με το δάχτυλό της να δείχνει κάπου στο πουθενά
μέσα στο δωμάτιο. Ο εφιάλτης ήρθε μια ακόμα φορά να περάσει το δικό του μήνυμα
πάνω της.
«Αρμάντια…»
ο Έλνταρ μπήκε πάλι στο δωμάτιό της και τη βρήκε να σπαράζει.
«Τι
είναι παιδί μου; Πάλι;»
«Μια
φωτιά… Φλόγες…μια φωτιά…να καίει τα πάντα…και μέσα σ’ αυτήν κάποια πρόσωπα,
κάποιες μορφές…»
«Ησύχασε
κόρη μου…εφιάλτης είναι, πέρασε πια ησύχασε…»
«Όχι
πάλι… Δεν το αντέχω αυτό, δεν το μπορώ…» είπε ξεσπώντας μέσα σε ένα γοερό
κλάμα. Άπλωσε τα χέρια του και τα τύλιξε γύρω στην πλάτη της προστατευτικά.
Βίωνε και αυτός με τη σειρά του κάθε δικό της φόβο, κάθε της αγωνία. Είχε γίνει
κομμάτι της ζωής του, μέρος της σκέψης του. Δεν άντεχε να βλέπει αυτή την νεαρή
γυναίκα να βουλιάζει στον τρόμο. Πόσο ήθελε να βρει ένα τέλος σε όλο αυτό.
«Ηρέμησε
Αρμάντια, αύριο πρωί θα πάω στο Φόριεν».
Η
νοσηρή και δολερή ψυχή του νεόκοπου βασιλιά άπλωσε το θάνατο και τη φρίκη πάνω
από την οικογένεια της Αρμάντια. Τι άλλο απομένει πια από εκείνη; Ο Έλνταρ
ετοιμάζεται να πάει στο Φόριεν. Τι θα αντικρίσει; Πως θα φτάσουν όλα αυτά στην
νεαρή τραγική και πληγωμένη γυναίκα;
Συνεχίζεται...
Θεέ και κύριε Γιάννη!! Τι σοκ μας επιφύλαξες σ'αυτό το κεφάλαιο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΒίωσα την αγωνία του πατέρα για την κόρη του και όσα έμαθε. Και γέμισα θυμό για τον βασιλιά που είναι ένα τέρας πραγματικό. Χωρίς συναισθήματα. Τι κτήνος είναι αυτό; Μέχρι και το δεξί του χέρι ''γονάτισε'' σ'αυτά που ζητάει. Το κάθαρμα! Έκαψε δυο ανθρώπους και ουσιαστικά δολοφόνησε τη μητέρα της Αρμάντιας. Το τέρας...όπως κατάλαβες είμαι πολύ θυμωμένη.
Οι περιγραφές σου ολοζώντανες. Ειδικά εκεί με τις σκιές που πήγαν να κάψουν το σπίτι φοβερές , συγκλονιστικές. Και η νύχτα, μια ασέληνη νύχτα σαν να είμαι εκεί και το βλέπω.
Αχ αυτή η Αρμάντια τι περνάει. Πάλι εφιάλτες αληθινά όνειρα όμως. Θα πάει στο Φιόρεν αυτός ο καλός γέροντας ο Έλνταρ; Θα μάθει; Περιμένω με αγωνία το παρακάτω. Τι άλλο μας περιμένει;
Γράφε Γιάννη μου μην καθυστερεις ναι;
Φιλιά πολλά
Άννα μου, ζω την αγωνία και τη συμμετοχή σου με ιδιαίτερη χαρά και θέρμη, όπως πάντα να το ξέρεις. Ο χαμός των γονιών της Αρμάντια και ο δολερός τρόπος που έγινε είναι τρομακτικός και σηκώνει αντάρα άνευ προηγουμένου. Ο νεόκοπος βασιλιάς δείχνει να μην έχει όρια τρομάζοντας ακόμα και τον σκληρό συνεργάτη του.. Σε ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου για την παρουσία και χρόνο. Ναι, προχωράμε.
ΔιαγραφήΓιάννη φανταστικά κεφάλαια. Ίσως είναι λάθος η γνώμη μου, αλλά το σκηνικό σε αυτά τα κεφάλαια, ήταν πολύ έντονο. Και να ήθελες να παραμείνεις αναγνώστης, σε ρουφούσε και σε έκανε ένα με την ιστορία. Ίσως πάλι, έτσι να νιώθω στο εξής, που άρχισε να ξεδιπλώνεται πιο έντονα η ιστορία!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξακολουθεί να με συγχύζει ο Βασιλιάς. Ένας άκαρδος, αδυσώπητος, "άνθρωπος".
Η Αρμάντια αναρωτιέμαι αν έχει κάποιο χάρισμα. Φαίνεται ότι ζει περισσότερο από μια διαίσθηση.
Πόσα έχει περάσει αυτή η κοπέλα και πόσο συνεχίζει να πληγώνεται η οικογένεια της. Αυτή η φωτιά είναι άραγε το τελευταίο χτύπημα. Θα μείνει ζωντανός κάποιος που την αγαπά;
Πραγματικά, ποιο είναι τελικά το τίμημα της αγάπης.
Γιάννη ανυπομονούμε ειλικρινά για τη συνέχεια. Πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα, χαρακτήρες που ακόμα δεν έχουμε δει, τι να πω, παρά αναμένουμε να δούμε τι μας έχεις ετοιμάσει στα επόμενα κεφάλαια.
Έχω πει καλή μου φίλη ότι η συμμετοχή σου στο έργο και στην εξέλιξή του με συγκινεί. Το επαναλαμβάνω και σήμερα ανθρώπινα. Για κάποιον που γράφει αυτή η συμμετοχή, το νιώσιμο, τα συναισθήματα, τα σχόλια είναι το βραβείο του.
ΔιαγραφήΟ Ζάρεκ διολισθαίνει σε καταστάσεις ανείπωτου δόλου και εγκλήματος. Χαράζει την πορεία και τις επιλογές του. Σημαδεύει τα γενόμενα και τις εξελίξεις.
Η Αρμάντια ζει μια τραγωδία. Μιλάς για το "χάρισμά" της. Θα δούμε τι είδους χάρισμα είναι αυτό και πως προκύπτει στη συνέχεια καλή μου και πιστεύω να είναι ενδιαφέρουσα στην ανάγνωσή σου.
Στέλνω την καλησπέρα και την αγάπη μου ειλικρινά. Σε ευχαριστώ.
Ξεκληρίστηκε όλη της η οικογένεια για να καλύψει τις φιλοδοξίες του, την προδοσία του και έδωσε απλά εντολές τόσο άσπλαχνα. Του αξίζει να πάθει τα πάντα και να ξέρει γιατί νοιώθει κάθε πόνο. Πω πω πέθαναν μέσα στη φωτιά δύο αθώοι. Τουλάχιστον η μητέρα της πήγε από ανακοπή. Καλύτερα να έκλεινε το στόμα της η παραμάνα. Κακώς μίλησε στον πατέρα. Επίσης Γιάννη περιγράφεις φοβερά ζωντανά τη νύχτα της φωτιάς. Μου αρέσει πολύ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαίρη μου, ένας φτιχτός κακούργος ο Ζάρεκ και αδίστακτος. Και η οικογένεια της Αρμάντια δυστυχώς χάθηκε με τρόπο δολερό και επώδυνο. Σε ευχαριστώ καλή μου φίλη που είσαι εδώ.
Διαγραφή