Μύηση
Cult Painting by Oddbjorn Sorvic |
Ενώ οι χωρικοί του Άκεντροου ψέλνουν τόσο δυνατά που προκαλούν πόνο στα πρησμένα, ευαίσθητα αυτιά μου, δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τον πόνο που πιέζει το κορμί μου, αυτή την τρομακτική δαιμονική αγωνία σαν ένα ετοιμοθάνατο αστέρι έτοιμο να εκραγεί, στέλνοντας κύματα ναυτίας, θανάτου και σήψης στα πιο απομακρυσμένα σημεία της ύπαρξης μου.
Ο όχλος δεν σταματάει αυτή την ανατριχιαστική ψαλμωδία τους καθώς με μεταφέρουν στην κεντρική πλατεία του χωριού, αφήνοντας τη βαλίτσα μου εγκαταλελειμμένη, με τα ρούχα μου και το εισιτήριο του τρένου διάσπαρτα στο πεζοδρόμιο. Σειρές σκοτεινών και μιαρών σπιτιών με λαμπερές προσόψεις με προσπερνούν καθώς οι αφίσες που φέρουν το όνομά μου και το πρόσωπό μου φτερουγίζουν στους δρόμους. Μπορώ να τις δω με την άκρη των ματιών μου, απογοητευμένος που δεν πρόλαβα να φύγω την κατάλληλη στιγμή, να χρησιμοποιήσω το εισιτήριο του τραίνου που απέκτησα με τόσο κόπο.
Σε μια αντανάκλαση παραθύρου μπορώ να δω μια σειρά από βρωμερούς χωρικούς, με πρόσωπα στιγματισμένα από το κακό που έχει εδραιωθεί μέσα τους. Το κεφάλι μου, μελανιασμένο σαν γογγύλι και γεμάτο από τούφες λιπαρά μαύρα μαλλιά, ματωμένα μάτια, μύτη παραμορφωμένη και το, άλλοτε αλαβάστρινο δέρμα μου, ραβδωμένο και με βαθιές ραγάδες, να μοιάζει τρομερά με την δική τους γκροτέσκα μορφή.
Στο κέντρο της πλατείας, με γδύνουν μπροστά στο ανίερο άγαλμα του θεού τους. Στριφογυρίζω σαν σκουλήκι καθώς με ανυψώνουν από τα πόδια μου με σχοινιά σε μια βελανιδιά. Καθώς κρέμομαι, προετοιμάζομαι για τον πρόωρο θάνατό μου. Η ίδια μοίρα που πλήγωσε τον γέρο Μαύρο Τζεφ, την οικογένεια του και όλους όσους δίστασαν να ενστερνιστούν τις διδαχές τους.
Αρχίζουν να με κοιτούν με μίσος και αηδία καθώς η τρομακτική ψαλμωδία συνεχίζεται, όλο και πιο δυνατά, στο υπόβαθρο. Ορισμένοι αρχίζουν να μου πετούν κομμάτια από το πλακόστρωτο του δρόμου. Τελικά, ο γέροντας του χωριού φωνάζει, "Όχι Άκεντροου! Για να πετύχει, πρέπει να το κάνουμε όλοι μαζί", τα παιδιά χλευάζουν και να απαιτούν με μία φωνή, "Ανοίχτε την πινιάτα!" και οι χωρικοί να κραδαίνουν με μίσος και ευχαρίστηση τα δίκρανά τους, έτοιμοι να με χτυπήσουν, να αφιερώσουν το εσωτερικό του κορμιού μου στον μυαρό θεό τους.
Και έτσι αρχίζει! Από τος τρύπες του σώματός μου αμέσως, σαν να ήμουν πιτσιλισμένος με μπογιά, εκκρίνεται πυώδες υγρό. Προς έκπληξή μου, ένα μείγμα ευχαρίστησης και πόνου με κάνει να ικετεύω για περισσότερο.
Το υγρό που εκκινείται από το κατεστραμμένο δέρμα μου δεν είναι αίμα – είναι ένα γαλάκτωμα λαδιού στο νερό. Ένα πρισματικό ντους τόσο όμορφο και αναπνέοντας ξεχνάω τον εαυτό μου και τον πόνο που μου κάνουν.
Το μισοδιαλυμένο μέλος που είναι το δεξί μου χέρι σπάει και κόβενται με έναν συριχτό ήχο, πέφτοντας στο πλακόστρωτό. Βογκάω περισσότερο με ανακούφιση παρά με αμηχανία καθώς τα πλοκάμια εκτοξεύονται από την τρύπα στον καρπό. Στο χάος βλέπω το πλοκάμι να τυλίγεται γύρω από το λαιμό ενός άντρα.
Η κοιλιά μου ανοίγει σαν τσάντα για πάρτι, απελευθερώνοντας ένα σπρέι από αποπνικτικά και διαβολικά αέρια.
Από μένα ξεκινούν φρικαλεότητες των οποίων τα ονόματα και η φύση με εκπλήσσει να γνωρίζω. Πιθανόν δυνάμεις αλλόκοσμες.
Μα ο κόσμος δεν ταράζεται καθόλου. Απεναντίας ζητοκραυγάζει και φτύνει ικεσίες προς τον μυαρό θεό.
Μια ρωγμή ηχηρή στο κεφάλι μου, και ο κόσμος τρέμει. Ή μάλλον πρόκειται για το θεόρατο άγαλμα, που από τις αμέτρητες ρωγμές του μπορώ να δω με όση ζωή μου έχει απομείνει, μία οντότητα να εισέρχεται από τις οπές του κορμιού μου.
Επιπλέω με ασφάλεια προς τον ουρανό, αφήνοντας την πόλη σε αναταραχή.
Τώρα έχω γίνει ένα με τον θεό τους. Αυτό που στην αρχή φοβόμουν, έχει γίνει όλο μου το είναι. Καθώς κοιτάζω το ξέφρενο πλήθος κάτω νιώθω ένα δέος,
Νιώθω πως επητέλους εκπλήρωσα ένα άγνωστο σε μένα πεπρωμένο. Είμαι ελεύθερος, επιτέλους.
Τέλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου