Η χαμένη διαθήκη - 13

 

Twelve Steps to Bliss by Sheeba Khan


13.

 

Σε κάθε κατέβασμα απ’ το καθένα από τα αρχαία λίθινα σκαλοπάτια, μπορούσαν να νιώσουν την ατμόσφαιρα να αλλάζει. Πίδακες θερμού αέρα αναμιγμένοι με την σκόνη θειαφιού, που αιωρούνταν, δημιουργούσαν μια αποπνιχτική και εμετική διάθεση στα αδέρφια. Ο Τζόνι προχωρούσε πίσω από τον Πιτ με σταθερό βήμα. Ο Πιτ προσπαθούσε να συγκροτήσει τον νου και το σώμα του, μα, του ήταν πολύ δύσκολο. Για πολλά χρόνια είχε αποκηρύξει το χάρισμά του (τους), για ένα καπρίτσιο του πατέρα τους, και τώρα ένιωθε όλο και πιο ευάλωτος καθώς έβλεπε το χαώδες εσωτερικό αυτής της βαθιάς τρύπας στα έγκατα της γης και ένιωθε την ανατριχιαστική ατμόσφαιρα να του κλονίζει την υπόστασή του.

Ο Τζόνι μπορούσε να νιώσει την ανησυχία του αδερφού του και προσπάθησε να τον ηρεμίσει με ένα απλό άγγιγμα στον ώμο του, κάτι το ασήμαντο που σήμαινε, όμως, τόσα πολλά για τον Πιτ. Τηλεπαθητικά ο Τζόνι ξεκίνησε να του λέει ένα χωρίο από το αγαπημένο τους βιβλίο: ‘’…η κάθοδος το ξέρεις πως χρειάζεται μεγάλο κουράγιο. Θα χρειαστεί να απογυμνωθείς ολάκερος, να είσαι τελείως καθαρός μπροστά του. Μα να ξέρεις πως εγώ θα είμαι εκεί για σένα, να σε βοηθήσω, να σε κρατήσω, να σε σώσω…’’ Μικροί το έλεγαν ο ένας στον άλλο, σε όλες τις δύσκολες στιγμές -ο Τζόνι του το έλεγε ακόμα και όταν έκλεινε η πόρτα του σπιτιού τους πίσω του για πάντα, μα ο Πιτ τότε δεν τον άκουγε, ήταν βυθισμένος στην λήθη- και πάντα τους δημιουργούσε μια εσωτερική ηρεμία, μια γαλήνη. Το ίδιο έγινε και τώρα. Ο Πιτ ηρέμισε και αναδιοργάνωσε τον εαυτό του σε μια στιγμή. Ξαφνικά όλοι οι εξωτερικοί παράγοντες δεν τον επηρέαζαν τόσο τρομερά, ο βηματισμός του έγινε πιο σταθερός και συνέχισε ικανοποιημένος γνωρίζοντας πως είχε μαζί του την αδερφική ασφάλεια. Ο Πιτ ανταπέδωσε την στήριξη στον Τζόνι, λέγοντας κι αυτός με την σειρά του το αγαπημένο τους χωρίο.

Οπλισμένοι με θάρρος και ενέργεια κατέβηκαν τα εναπομείναντα σκαλοπάτια ως το πρώτο επίπεδο. Το τοπίο άξαφνα άλλαξε. Το μοναδικό στοιχείο που πρόδιδε πως ακόμη βρισκόντουσαν μες στο χάος ήταν η ανυπόφορη ζέστη και η αποκρουστική μυρωδιά. Μπροστά τους έβλεπαν να χύνεται με ορμή ένα ποτάμι. Τα νερά του ήταν τόσο γαλανά. Μικρές δύνες σχηματίζονταν καθώς το νερό πέρναγε επάνω από τις βυθισμένες πέτρες. Ο Τζόνι αναρωτήθηκε αν αυτό ήταν το ποτάμι που τους είχε πει ο Άλιστερ, όμως ο Πιτ του είπε πως σίγουρα δεν ήταν αυτό. Μιλούσαν πλέον μόνο τηλεπαθητικά καθώς κάθε προσπάθεια να μιλήσουν κατέληγε σε έναν μικρό άθλο, ως και η αναπνοή τους γινόταν με δυσκολία. Η υπέρθερμη ατμόσφαιρα τους έκαιγε τους πνεύμονες. Το γάργαρο νερό του ποταμού τους φαινόταν τόσο ειδυλλιακό. Από κάπου στο βάθος ακούστηκε μία βάρβαρη φωνή και παρατήρησαν σκιές να προσπαθούν να κρυφτούν ουρλιάζοντας φιμωμένα. Το ποτάμι φαινόταν να μην έχει ούτε αρχή ούτε τέλος και από την μία από αυτές τις μεριές του ποταμού είδαν μια παράξενη φιγούρα να πλησιάζει. Η φιγούρα βύθιζε το μακρύ κουπί μες στα νερά του ποταμού και πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Σε κάθε βύθισμα του κουπιού έβγαζε μια βάρβαρη ιαχή, ένα κάλεσμα προς τις σκιές. Κάποιες από τις σκιές ανταποκρινόντουσαν στο κάλεσμα και επιβιβαζόντουσαν πάνω στην βάρκα, κάποιες άλλες όχι, προσπαθούσαν με αγωνιώδης, μα άκαρπες, προσπάθειες να κρυφτούν στα αιχμηρά βράχια. Κανείς δεν μπορούσε να κρυφτεί από αυτόν τον βαρκάρη, τον καλεστή των ψυχών.

Όταν η βάρκα είχε φτάσει πλέον κοντά τους, μπόρεσαν να δουν τα τρομακτικά χαρακτηριστικά του βαρκάρη που με κόπο ανέβαινε το ποτάμι. Ήταν ένα πλάσμα απροσδιορίστου ηλικίας, μα, σίγουρα πάνω του μέτραγε άπειρους αιώνες ζωής. Η κορμοστασιά του, συνάρτηση του παρουσιαστικού του, ήταν πρωτοφανής. Τα δυνατά του μπράτσα κινούσαν επιδέξια και με δύναμη το κουπί παρόλο το αυξημένο φορτίο. Τα μαλλιά του γκρίζα και μακριά, έπεφταν πάνω στους δυνατούς του ώμους. Στην θέση των ματιών του υπήρχαν δύο κενές κόγχες, από μέσα τους αχνόφεγγαν δύο ετοιμοπόλεμες φλόγες. Όποια σκιά δεν υπάκουε στο κάλεσμά του ή δεν προλάβαινε να κρυφτεί, ένιωθε επάνω της την κάψα από τις φλόγες του καθώς αυτές εξαπολύονταν προς τον στόχο τους.

Ο απόκοσμος βαρκάρης με μια δυνατή κουπιά έφτασε μπροστά από τα άναυδα αδέρφια και σταμάτησε απότομα την βάρκα, βυθίζοντας κάθετα το κουπί στον πάτο του ποταμού. Γύρισε το κεφάλι του και τους αντίκρυσε, οι φλόγες μες στα μάτια του ήταν σχεδόν σβηστές τώρα. Με την βάρβαρη και τρομακτική φωνή του μίλησε στα αδέρφια. Η φωνή του αντήχησε μες στο κεφάλι τους, τόσο δυνατά που το ένιωθαν να θέλει να ανοίξει στα δύο.

«Ποιοι είστε εσείς παραβάτες! Δεν είστε νεκροί, έχετε ακόμα την σάρκα σας προσκολλημένη επάνω σας. Τι γυρεύεται εδώ;» Οι φλόγες καθώς μιλούσε θεριεύαν. Τα μαλλιά του τώρα ανέμιζαν μανιασμένα πάνω απ’ το κεφάλι του, αγνοώντας την παντελής έλλειψη ανέμου, κάνοντας την ήδη τρομακτική μορφή του ακόμα πιο τρομερή.

«Είμαστε απλοί διαβάτες σε αυτό το ανίερο μέρος», είπε ο Τζόνι χωρίς καν να ανοίξει το στόμα του, μιλώντας απευθείας στο μυαλό του βαρκάρη.

«Το βλέπω! Περιφέρεται τα άχρηστα κορμιά σας στις πύλες του κάτω κόσμου. Δεν είστε διαβάτες εσείς, είστε παραβάτες! Πρέπει να φύγετε από ‘δω γρήγορα… όσο μπορείτε ακόμη».

«Εσύ ποιος είσαι βαρκάρη;»

«Είμαι ο Χάρων. Ο μεταφορέας των ψυχών. Μαζεύω όλες τις περιπλανώμενες ψυχές, με την θέλησή τους ή όχι, και τις πηγαίνω μπροστά στον μέγα κριτή».

«Χάρων, πρέπει να βρούμε τον Μπαφομέτ…»

Ο Τζόνι δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του, ο βαρκάρης τον διέκοψε βίαια πιάνοντας το κεφάλι του Τζόνι με το ελεύθερο χέρι του. Η λαβή του ήταν τόσο δυνατή. Ο Τζόνι ένιωθε το κεφάλι του να ραγίζει, να σπάει… Ο Πιτ παρακολουθούσε αναστατωμένος. Ο αδερφός του κινδύνευε και αυτός έπρεπε να κάνει κάτι…και γρήγορα. Σιγομουρμουρίζοντας το χωρίο από μέσα του ένας υπερβολικός θυμός και αγανάκτηση ξέσπασαν από μέσα του δημιουργώντας μια ψυχοκινητική κραυγή που έσπρωξε τον βαρκάρη αρκετά μέτρα πίσω, απελευθερώνοντας έτσι τον αδερφό του από την δολοφονική λαβή του βαρκάρη. Οι φλόγες μες στα μάτια του ζωντάνεψαν, έτοιμες να πεταχτούν προς τα έξω, προς το μέρος τους.   

«Ποταπά ανθρωπάρια, μην παίζεται με την υπομονή μου αλλιώς θα νιώσετε την πύρινη οργή μου!»

Ο Τζόνι μειδίασε μπροστά στις απειλές που ξεστόμιζε αυτός ο βαρκάρης. Ήξερε πως μπορούσε να τον καταστρέψει μόνο με μία του σκέψη -ένιωθε εδώ κάτω τις δυνάμεις του να φουντώνουν ξανά, να αποκτά έναν αυτοέλεγχο και να μπορεί να κατευθύνει την δύναμη του εκεί που έπρεπε, όπως είχε διδαχθεί- όμως έπρεπε να δείξει μεγάλη υπομονή. Η υπερβολική χρήση των δυνάμεών του θα τον αποστράγγιζαν και δεν μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο αυτόν και τον Πιτ. Όχι ακόμα. Ο Πιτ δεν ήταν έτοιμος, μα το τελευταίο του ξέσπασμα προς τον βαρκάρη έδειχνε πως ήταν στον σωστό δρόμο. Αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τότε την μέθοδο της διπλωματίας. Ο βαρκάρης, ως ένας ασήμαντος μεταφορέας, δεν είχε μεγάλη νοητική δύναμη και έτσι ήταν εύκολο στον Τζόνι να εισχωρήσει μες στο μυαλό του και να τον χειραγωγήσει.

«Χάρων, μεγάλε και τρανέ μεταφορέα των χαμένων ψυχών, δείξε έλεος μπροστά μας. Ήμαστε δύο απελπισμένα αδέρφια που ζητάμε μία ακρόαση από τον Μπαφομέτ».

Ο Χάρων κάγχασε -τώρα οι φλόγες μες στα μάτια του είχαν καταλαγιάσει- και είπε: «Και ποιοι είστε εσείς που ζητάτε να δείτε τον μέγα Μπαφομέτ;»

«Τα ονόματα, το γνωρίζεις καλύτερα από τον καθένα, δεν έχουν σημασία εδώ κάτω…» Ο βαρκάρης ξεκίνησε να μιλήσει, όμως ο Τζόνι συνέχισε, «…θα πρέπει να γνωρίζεις όμως πως μας περιμένει. Και θα δυσαρεστηθεί πολύ αν μάθει πως εσύ εμπόδισες την κατάβαση μας. Και όχι μόνο την εμπόδισες, μα δεν μας βοήθησες κιόλας». Ο Τζόνι χαμογέλασε αμυδρά καθώς του έλεγε τα τελευταία λόγια. Ήξερε πως έπαιζε ένα πονηρό παιχνίδι στο μέρος όπου πήγαζε όλο το κακό του κόσμου. Το ήξερε, μα οι επιλογές τους ήταν περιορισμένες. Ο Πιτ άκουγε τον αδερφό του με θαυμασμό, μα, και φόβο στην περίπτωση που το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό.

Ο Χάρων γέλασε με στόμφο. Τόσο δυνατά και ηχηρά που το έδαφος σείστηκε και βράχοι από την οροφή έπεσαν στο έδαφος μονομιάς. Μια τρομακτική επίδειξη δύναμης, σκέφτηκε ο Πιτ. Όταν το γέλιο σταμάτησε ο βαρκάρης έστρεψε το πύρινο, βλοσυρό του βλέμμα στον Τζόνι. Οι φλόγες θεριεύαν και πάλι, έτοιμες να πεταχτούν επάνω τους. Ο Πιτ ήθελε απεγνωσμένα να φύγει, να τραβήξει τον αδερφό του και να φύγουν από αυτό το καταραμένο μέρος. Ο Τζόνι όμως τον καθησύχασε και πάλι.

«Θνητοί, θα σας αφήσω να περάσετε γνωρίζοντας πως τα σχέδιά σας θα καταποντιστούν μπροστά από τον μέγα κριτή. Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει ή να κοροϊδέψει την κρίση του», τους είπε ο Χάρων.

Ο Τζόνι έμεινε ικανοποιημένος, μα ο Πιτ παρέμενε προβληματισμένος για την συνέχεια. Στο μυαλό του σχηματίζονταν φοβερές και τρομακτικές εικόνες, εικόνες πόνου και αιώνιων βασανιστηρίων. Τις έβλεπε, μέσω του Πιτ, και ο Τζόνι καταλαβαίνοντας πως τα επόμενα βήματά τους στα έγκατα της κόλασης θα ήταν αμφίβολα. Από την άλλη ο Τζόνι δεν μπορούσε να ξεχάσει τις βασανισμένες κραυγές που αντηχούσαν, το κακό που είχε διαφύγει μέσα από ‘δω είχε καταστρέψει και διαφθείρει μια ολόκληρη περιοχή, είχε καταστρέψει και διαφθείρει την οικογένειά του…και έπρεπε να δώσει ένα τέλος σ’ αυτόν τον αέναο κύκλο του κακού…τουλάχιστον θα προσπαθούσε.

Με μια τρομερή κίνηση ο βαρκάρης έπιασε το κουπί με τα δυο του χέρια και το ύψωσε στον αέρα. Το κουπί άλλαξε μορφή και μετατράπηκε σε ένα μεταλλικό έμβολο. Με δύναμη το έμπηξε στα έγκατα του ποταμού σηκώνοντας ένα τεράστιο κύμα. Στο σημείο που έβαλε ο βαρκάρης το έμβολο τα νερά χωρίστηκαν στα δύο και οι άκρες τους σηκώθηκαν ψηλά, αποκαλύπτοντας έτσι μια δίοδο προς τα κατώτερα στρώματα. Μια γυριστή, λίθινη κλίμακα ξεκινούσε απ’ τον πάτο του ποταμού. Ο Χάρων γύρισε το κεφάλι του και τους κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Η μεθυστική φλόγα των ματιών του σπινθήριζε ζωηρά. Τα δύο αδέρφια κοίταξαν την δίοδο με τα σκαλιά. Μπορούσαν να δουν τα πρώτα δέκα σκαλιά, μα ύστερα δεν φαινόνταν τίποτα, μόνο το απόλυτο σκότος. Με μία μακρόσυρτη ανάσα ο Τζόνι πάτησε το πόδι του στο πρώτο σκαλί και από πίσω ακολούθησε και ο Πιτ. Καθώς κατέβαιναν διστακτικά, η δίοδος πίσω της έκλεισε με έναν ηχηρό παφλασμό των νερών του ποταμού. Πλέον το ήξεραν πως δεν υπήρχε επιστροφή.

·        

   Ο Άλιστερ κοίταζε το χάος που απλώνονταν ως το άπειρο, καθώς τα αδέρφια κατέβαιναν τα λίθινα μονοπάτια προς τα έγκατα ευχόταν να κατάφερναν να φέρουν εις πέρας την αποστολή τους. Η μοίρα του κόσμου εξαρτιόνταν από αυτούς πλέον. Εκείνος θα προσπαθούσε να τους εξασφαλίσει μία ασφαλή έξοδο όταν θα την χρειαζόντουσαν. Προτού τα αδέρφια ξεκινήσουν την κατάβαση εκείνος είχε συνδεθεί μαζί τους, ακουμπώντας τους ώμους τους είχε καταφέρει να πετύχει έναν αόρατο νοητικό δεσμό μαζί τους, έτσι θα καταλάβαινε πότε θα χρειαζόντουσαν βοήθεια. Μπορεί οι δυνάμεις του εκεί κάτω να μην είχαν ισχύ, μα, εδώ πάνω θα μπορούσε να τις χρησιμοποιήσει για να τους βοηθήσει.

Ξαφνικά ένιωσε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκώνονται, κάτι τρομερό συνέβαινε. Μα όχι στα αδέρφια… κάτι συνέβαινε εδώ, μες στο σπίτι. Κάτι ήταν πολύ κοντά και ερχόταν να εξασφαλίσει το μόνιμο άνοιγμα της πύλης. Ένιωθε σε όλο του το κορμί την παρουσία του κακού. Επηρέαζε τα πάντα επάνω του. Το μυαλό του, τις σκέψεις του, το κορμί του, τις κινήσεις του… Όλο αυτό είχε μόνο μία εξήγηση, πως αυτός είχε ελευθερωθεί. 

Οι τρεις ανθρώπινες φιγούρες – ο Στίβεν, ο Μπιλ και η Μάρθα, σατανικές σκιές του παρελθόντος, είχαν αφυπνιστεί και τώρα ήταν έτοιμες να εκπληρώσουν την αποστολή τους – να διατηρήσουν την πύλη ανοιχτή. Χρειαζόταν να βρουν και τον Πίτερ, μόνο έτσι θα μπορούσαν να τελέσουν την τελετουργία. Ο Στίβεν τον είχε εντοπίσει. Η σωρός του είχε σφραγιστεί πίσω από έναν τοίχο. Έπρεπε να τον βγάλει έξω…όσο κι αν αντιστεκόταν, έπρεπε να το κάνει. Ακόμα και ύστερα από τόσο καιρό, θυμόταν πολύ καλά πως τον είχε ξεγελάσει και τον είχε φυλακίσει σε μια αιώνια φυλακή αποσύνθεσης. Ο άρχοντάς του όμως τον βοήθησε, τον έσωσε και τώρα έπρεπε να φανεί αντάξιος μπροστά στα μάτια του, να κερδίσει την παλιά του αίγλη πίσω και να κερδίσει μια θέση δίπλα του στον θρόνο.

Όταν εντόπισε το μέρος, όπου βρισκόταν ό, τι είχε απομείνει από τον Πίτερ, παρατήρησε την απροσπέλαστη πόρτα. Τα ετεροχρωμικά του μάτια εντόπισαν τις σφραγίδες που προφύλασσαν την πόρτα και απαγόρευαν την είσοδο σε εισβολείς. Όχι όμως και τον Στίβεν. Με μια αέρινη κίνηση του χεριού του οι σφραγίδες που περιβάλλαν την πόρτα έσβηναν φλεγόμενες, μία προς μία, αφήνοντας πάνω στην επιφάνεια της ξύλινης κάσας μαύρα σημάδια. Όταν και η τελευταία σφραγίδα έσβησε ένας υπόκωφος ήχος ακούστηκε και η πόρτα άρχισε να ανοίγει, εκτοξεύοντας κύματα μούχλας και σκόνης. Ο Στίβεν άνοιξε την πόρτα με το χέρι του και μαζί με τα δύο σκιερά ανδρείκελα μπήκε μες στο δωμάτιο.

Μέσα βρήκε το σώμα Πίτερ – μια μουμιοποιημένη εκδοχή του, απωθημένο πάνω σε μία καρέκλα, όμοια με θρόνο. Ο Στίβεν κάγχασε καθώς θυμήθηκε πως είχε απαρνηθεί το χάρισμα που τους είχε χαρίσει ο άρχοντάς τους. Και για ποιο λόγο; Για να βοηθήσει αυτή την οικογένεια, για να σώσει τον υποτιθέμενο σωτήρα απ’ τα νύχια του θηρίου. Και τι κατάφερε; Να βρίσκεται καθηλωμένος σε έναν κάλπικο θρόνο! Καταλαβαίνοντας πως παρέκκλινε και πως τα πάντα έπρεπε να γίνουν άμεσα, πλησίασε το μουμιοποιημένο σώμα. Το παρατήρησε για ελάχιστα δευτερόλεπτα και ύστερα πήρε μια μεγάλη ανάσα. Ένωσε τα χείλη του με αυτά του Πίτερ και εμφύσησε μέσα του ζωή. Το μουμιοποιημένο σώμα άρχισε να αποκτά κίνηση. Η αρχή έγινε με ένα ξερό βήχα που έθεσε σε κίνηση τον Πίτερ. Σηκώθηκε και αντίκρισε τις σκιές μπροστά του. Δεν θυμόταν τίποτα, δεν ένιωθε τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως έπρεπε η πύλη να διατηρηθεί ανοικτή. Έπρεπε να διασφαλίσει πως η άνοδος του άρχοντα του θα πραγματοποιούταν ανεμπόδιστα.   


Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα