Η χαμένη διαθήκη - 12 (1ο μέρος)

Satan by Nikolai Konstantin Kalmakoff




12.


2ο Ιντερλούδιο (μέρος 1ο)



Ο κόμης Μπίφρον ήταν ο άρχοντας του Γκρίνγουντ. Οι δραστηριότητές του και οι ευεργεσίες του, τον είχαν αναδείξει σε έναν αθέατο ήρωα για την περιοχή. Για πολλούς κατοίκους θεωρούταν αλαζόνας και επιδειξίας όμως, οι κακές γλώσσες έλεγαν πως είχε αγοράσει την περιοχή πάνω στον λόφο για να χτίσει το απόρθητο κάστρο του και να είναι υπεράνω όλων.

Η πραγματικότητα φυσικά δεν απείχε και πάρα πολύ απ’ τα λεγόμενα των κατοίκων. Από μικρός είχε κληρονομήσει μία αμύθητη περιουσία, η οποία του χάριζε το προνόμιο να μην χρειαστεί να δουλέψει ποτέ στην ζωή του. Με τόση άνεση ελεύθερου χρόνου μπορούσε να ασχοληθεί με άλλα πιο ενδιαφέροντα πράγματα από την πεζή πραγματικότητα της δουλειάς επί αμοιβή.

Όπως κι έκανε. Άρχισε να διαβάζει πολλά βιβλία, όχι μόνο λογοτεχνικά μα και ό, τι μπορούσε να βρει από επιστημονικά και φιλοσοφικά. Η ανεύρεση σπάνιων βιβλίων έγινε το χόμπι του. Ως την ηλικία των 25 χρονών είχε ταξιδέψει με κάθε μέσο σε όλον τον κόσμο, είχε δει πράγματα που άλλοι μόνο στα απλησίαστα όνειρά τους θα μπορούσαν να δουν. Είχε γευτεί κάθε καρπό, απαγορευμένο ή μη και είχε πειραματιστεί με κάθε είδους πράγματα.

Η μεγάλη του αλλαγή ήρθε όταν παρευρέθηκε σε μια ανασκαφή στα βάθη της ερήμου του Ιράκ. H ανασκαφή είχε ξεκινήσει όταν ένα αιχμηρό εξόγκωμα είχε θεαθεί έξω απ’ την άμμο. Αργότερα ο κόμης Μπίφρον είχε εξομολογηθεί στην αγαπημένη του γυναίκα πως κάποια αθέατη φωνή μες στο κεφάλι του τον είχε οδηγήσει, μέρες πριν, στην συγκεκριμένη τοποθεσία. Οι ντόπιοι τον είχαν περάσει για τρελό, μα δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί μαζί τους, η φωνή του είχε πει πως η υπέρτατη αφύπνισή του θα γινόταν εδώ.

Επί τριάντα μέρες δέκα άτομα, μαζί και ο κόμης, έσκαβαν ανελλιπώς. Όταν η πυραμίδα, που βρισκόταν βαθιά θαμμένη κάτω από την άμμο, εμφανίστηκε σε όλο της το μεγαλείο όλοι έμειναν άναυδοι από το επιβλητικό της μέγεθος και από την λεπτομέρεια που υπήρχε σε κάθε ογκόλιθο που αποτελούσε την πυραμίδα. Ήταν ανόμοια κομμένες, μα με απόλυτα συμμετρικό τρόπο, και επάνω τους υπήρχαν άψογα σκαλισμένα ιερογλυφικά. Ο κόμης Μπίφρον, σαν ειδικός στις αρχαίες διαλέκτους, σήκωσε όμως τα χέρια ψηλά καθώς προσπαθούσε να μεταφράσει τα ιερογλυφικά. Δεν ήταν αιγυπτιακά μήτε σουμεριακά.

Οι γραφές όμως λίγο τον ενδιέφεραν, κάτι που αργότερα θα παραδεχόταν πως δεν ήταν και ότι καλύτερο για τον ίδιο και την γυναίκα του. Είχε επικεντρωθεί όλη του η προσοχή στο θεόρατο άνοιγμα που βρισκόταν εμπρός του. Τα κενά ανάμεσα στον κορμό της πυραμίδας και της πύλης που έβλεπε ήταν παραπάνω από εμφανή. Έπρεπε να την ανοίξουν, με κάποιο τρόπο έπρεπε να αποκτήσει πρόσβαση στο εσωτερικό της πυραμίδας. Για άλλο ένα δεκαπενθήμερο οι εργάτες πάλευαν με κάθε μέσο να ανοίξουν την λίθινη πύλη. Όταν τα κατάφεραν επιτέλους, ένα βουητό τους συντάραξε και ένα σύννεφο αρχαίας σκόνης βγήκε με πίεση από το μικρό άνοιγμα, ανοίγοντας πλήρως την λίθινη πύλη και παίρνοντας ακαριαία την ζωή των μισών εργατών.

Και πάλι ο κόμης Μπίφρον δεν είχε χρόνο για να συμπαρασταθεί και να θρηνήσει για τον θάνατό τους. Άλλωστε τους είχε πληρώσει αδρά για τα δεδομένα του, ένα δολάριο την ημέρα στον καθένα για όσες ώρες και αν δουλεύαν, και πίστευε πως αυτό έπρεπε να τους φτάνει. Οι υπόλοιποι ‘’αχάριστοί’’ όμως αποφάσισαν να φροντίσουν τους συναδέρφους τους, αφήνοντας μονάχο τον κόμη να μπει στο εσωτερικό της πυραμίδας.

Το εξωτικό μεγαλείο της πυραμίδας συνεχίστηκε και στο εσωτερικό της. Πατώματα και τοιχώματα επενδυμένα με μαύρο γρανίτη και λεπτομέρειες διακοσμητικές από μαύρο όνυχα. Ο κόμης για άλλη μια φορά παράβλεψε το παράδοξο εσωτερικό, η ανυπομονησία του ήταν πολύ μεγάλη για να ασχοληθεί με πράγματα όπως: από ποιους είχε χτιστεί αυτή η πυραμίδα, ποιος ο σκοπός της, που είχαν βρει τόσο εξωτικά υλικά και αν τα είχαν, με κάποιον τρόπο βρει, πως τα μετέφεραν ως εδώ. Εύλογα ερωτήματα για κάποιον σώφρων, μα όχι για τον κόμη Μπίφρον, ο οποίος βρισκόταν σε μια ντελιριακή κατάσταση.

Ο χώρος μες στην πυραμίδα δεν χωριζόταν από κανένα τοιχίο. Υπήρχε στο επίπεδο της εισόδου μια τεράστια έκταση, από πάνω και ως την κορυφή της πυραμίδας υπήρχαν αντίστοιχης έκτασης επίπεδα. Η πρόσβαση σε καθένα απ’ αυτά γινόταν με από κάτι ανηφορικές ράμπες. Φυσικά υπήρχε μόνο ένας τρόπος να φτάσει κάποιος ως την κορυφή, ο σωστός τρόπος. Ένα λάθος βήμα ή μια λάθος επιλογή κατεύθυνσης οδηγούσε σε έναν σίγουρο θάνατο από κρυφές παγίδες στρατηγικά τοποθετημένες ώστε να σκοτώσουν αποτελεσματικά τον όποιο ασεβή παραβάτη. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος φωτισμού, μα δεν χρειαζόταν. Ένα σύστημα κατόπτρων, από την κορυφή ως το δάπεδο, αντανακλούσε το φως σε όλη την πυραμίδα, προσφέροντας τον αναγκαίο φωτισμό για να κινηθεί κάποιος ανενόχλητα.

Σαν προγραμματισμένος ο κόμης Μπίφρον περπατούσε ασταμάτητα ως την κορυφή, ανεβαίνοντας τις ανηφορικές ράμπες. Τον δρόμο τον ήξερε απ’ το σκαρίφημα που του είχε αφήσει η αθέατη φωνή στο κεφάλι του. Όσο πιο ψηλά ανέβαινε, τόσο μεγάλωνε η ανυπομονησία του. Ούτε όταν στραμπούληξε τον αστράγαλό του καθώς προσπαθούσε να ανέβει μία ανηφορική ράμπα δεν σταμάτησε, παρά συνέχισε χωρίς καν να νιώσει τον πόνο που υπό άλλες συνθήκες θα τον είχε ρίξει στο πάτωμα σφαδάζοντας.

Μόνο όταν έφτασε στην κορυφή σταμάτησε. Με δέος αντίκρισε τον γρανιτένιο βωμό, πάνω του βρισκόταν το βιβλίο που έψαχνε, αυτό που η αθέατη φωνή του είχε πει. Ο βωμός και το βιβλίο βρισκόταν υπό το βλέμμα ενός τρομακτικού λίθινου αγάλματος. Η μορφή του ήταν αποκρουστική και έκανε τον κόμη Μπίφρον να αναριγήσει, κάθε τρίχα του κορμιού του είχε σηκωθεί και οι νευρικές του απολήξεις είχαν κλονιστεί. Και πάλι η αθέατη φωνή στο κεφάλι του ονομάτισε το τρομακτικό άγαλμα, ήταν ο μέγα αρχιμόνιος, ο Ασμοδαίος.

Χωρίς να μπορεί να ελέγξει το κορμί του ο κόμης Μπίφρον άρχισε να αναφωνεί κάτι περίεργους στίχους. Σαν τελείωσε είδε το άγαλμα του Ασμοδαίου να κινείται, πέτρες έπεφταν στο γρανιτένιο πάτωμα καθώς άλλαζε θέση και γύρναγε το κεφάλι του προς το μέρος του κόμη. Ένιωθε το βλέμμα του να του τρυπά τα σωθικά, μα και πάλι η ανάγκη να πιάσει το βιβλίο στα χέρια υπερτερούσε από τον αβάσταχτο πόνο.

Όταν έπιασε το βιβλίο στα χέρια του είδε μία εκθαμβωτική λάμψη να βγαίνει μέσα απ’ το άγαλμα. Το βλέμμα του κόμη Μπίφρον καρφώθηκε σ’ αυτό του Ασμοδαίου και τότε ένιωσε αλυσιδωτά κύματα ενέργειας να τον διαπερνάνε. Νόμιζε πως είχε έρθει το τέλος του, ένιωθε ευχαριστημένος απ’ όσα είχε καταφέρει ως τώρα και ήταν έτοιμος να πεθάνει, όμως με κάθε κύμα ένιωθε το σώμα και τον νου του να ενισχύονται. Ένιωσε απαγορευμένη γνώση να τον κατακλύζει. Ένιωσε απεριόριστη ενέργεια να γεμίζει κάθε σπιθαμή του κορμιού του. Πλέον ο κόμης Μπίφρον θα βρισκόταν σε άλλο κοσμικό, ενεργειακό και ψυχικό επίπεδο. Η γνώση και δύναμη που απέκτησε τον είχαν αλλάξει ριζικά. Ο ίδιος δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμη, βρισκόταν υπό την επήρεια της αθέατης φωνής, μα οι πρώτοι που ένιωσαν το μένος του ήταν οι εναπομείναντες εργάτες που τον περίμεναν με δολοφονικές διαθέσεις στην είσοδο της πυραμίδας. Από τα χέρια του κόμη βγήκε καθαρή, σκοτεινή δύναμη υπό μορφή ακτίνας. Διαπέρασε μεμιάς τα σώματα των εργατών, εξαϋλώνοντάς τα, αφήνοντας πίσω μονάχα ανθρώπινες στάχτες.

Όταν ο κόμης Μπίφρον και η γυναίκα του, η κόμισα Λίλιθ, εγκαταστάθηκαν στον υπερπολυτελή πύργο στον λόφο Γκρίνγουντ, κανείς του δεν περίμενε την απροσδόκητη και μακάβρια τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα. Φυσικά αν ο κόμης είχε μπει στον κόπο να αποκρυπτογραφήσει, έστω, τα ιερογλυφικά που βρισκόντουσαν χαραγμένα πάνω από την μεγάλη λίθινη πύλη, θα ήταν προετοιμασμένος γι’ αυτό που του επιφύλασσε η μοίρα.

Ο κόμης Μπίφρον γύρισε αλλαγμένος, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά – το πρόσωπό του είχε γίνει αγνώριστο έχοντας αποκτήσει μια δαιμονική χροιά, πίσω και έτσι αποφάσισε να ενεργεί από την ασφάλεια των σκιών. Όταν τυχαία συνάντησε την γυναίκα του, άλλη μία αθέατη παρέμβαση, την οδήγησε στην ασφάλεια του πύργου του φυλακίζοντάς την. Πλέον οι ασχολίες του είχαν μεμονωθεί στην αναζήτηση και γνώση των απόκρυφων επιστημών. Είχε εντρυφήσει και αναρριχηθεί με επιτυχία στου κόλπους του Ερμητικού Τάγματος της Χρυσής Αυγής κατέχοντας το ανώτατο αξίωμα του μέγα μάγιστρου.

Η κόμισα Λίλιθ, παρότι και η ίδια μυημένη στα αλλόκοτα δόγματα του άντρα της – η ίδια είχε ασπαστεί τον δαίμονα που κατοικούσε μέσα του, δεν άντεχε να βρίσκεται φυλακισμένη στα απρόσωπα δωμάτια του πύργου. Αποφάσισε έτσι να τερματίσει την ζωή της, δίνοντας ένα τεράστιο άλμα πίστης στο κενό. Όταν ο κόμης Μπίφρον βρήκε το σώμα της ανεπανόρθωτα νεκρό και χτυπημένο, έπεσε σε βαριά θλίψη. Μα δεν μπορούσε να δεχτεί τον θάνατό της έτσι απλά. Οι διδαχές του τάγματος έκαναν λόγο για αιώνια ζωή. Το ήξερε, το είχε διαβάσει σε κάθε μυστικό πάπυρο. Όπως και ήξερε πως μόνο κάποιος με υψηλό αξίωμα θα μπορούσε να εκτελέσει με επιτυχία την εμφύσηση ζωής σε ένα νεκρό σώμα, αυτό της γυναίκας του. Για μήνες προσπαθούσε να βρει κάποιον τρόπο να επαναφέρει στην ζωή την γυναίκα του, μα όλες του οι προσπάθειες κατέληγαν, όχι σε φιάσκο, μα σε μία κατάληξη που δεν ήξερε αν ήταν έτοιμος να πάρει. Η σκέψη και το σχέδιο τριβέλιζαν μες στο κεφάλι του για δύο ακόμη μήνες. Ωσότου ο Ασμοδαίος μίλησε μέσα του, δίνοντάς του ρητές εντολές.

Θα έπρεπε να ανοίξει έναν βαθύ, πολύ βαθύ λάκκο, και έτσι να εισχωρήσει στο βασίλειο του Μπαφομέτ. Θα έπρεπε να περάσει έτσι το νεκρό σώμα της γυναίκας του από κάθε επίπεδο της υπόγειας κόλασης και να το αποθέσει μπροστά στον μέγα Μπαφομέτ. Η δύναμη του ονόματος του κόμη καθώς και η δύναμη του Ασμοδαίου μέσα του, θα έπειθαν τον Μπαφομέτ να δώσει ξανά ζωή στην γυναίκα του.

Και έτσι ξεκίνησε να δουλεύει με μόχθο για πρώτη φορά στην ζωή του. Έσκαβε με ζήλο περνώντας, με την βοήθεια του Ασμοδαίου, με σχετική ευκολία κάθε κολάσιμο επίπεδο. Εκεί που φυλακισμένες ψυχές προσπαθούσαν να υπομείνουν τα αιώνια βασανιστήρια, και μικροί και μεγάλοι δαίμονες προσπαθούσαν να προσελκύσουν νέες ψυχές στους δαιμονικούς κύκλους τους. Χωρίς ο κόμης Μπίφρον να γνωρίζει το κακό που είχε ελευθερώσει στην περιοχή του Γκρίνγουντ, όχι πως αν γνώριζε θα άλλαζε τίποτα, προχωρούσε όλο και πιο βαθιά στα έγκατα της γης. Κάθε επίπεδο προ τα κάτω επιφύλασσε και μια μεγαλύτερη συμφορά για Γκρίνγουντ. Όσο για τον κόμη, η κάθοδος προς το βασίλειο του Μπαφομέτ κατανάλωνε την ψυχή και το σώμα του πόντο-πόντο, σπιθαμή προς σπιθαμή.

Ώσπου έφτασε στο τελευταίο επίπεδο και μπροστά από τον θρόνο του Μπαφομέτ. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, κάτι απαγορευμένο που φυσικά ο αρχιμόνιος Ασμοδαίος είχε παραλείψει να του πει, και ο κόμης απαίτησε με τον ποιο αλαζονικό τρόπο ο Μπαφομέτ να επαναφέρει την αγαπημένη του γυναίκα στην ζωή. Καθισμένος οκλαδόν πάνω στον θρόνο του, με μια απότομη περιστροφή του χεριού του επιτάχυνε και αντίστρεψε τον χρόνο συγχρόνως. Τα πάντα άρχισαν να αλλοιώνονται και να λιώνουν μπρος στα μάτια του κόμη Μπίφρον. Ένιωσε το κορμί του να θέλει να αποχωριστεί την σάρκα του, την ψυχή του να θέλει να ξεριζωθεί από μέσα του. Πίστευε πως αυτό ίσως ήταν το τίμημα για την αιώνια ζωή, μα δεν έβλεπε το σώμα της γυναίκας του να σκιρτά καθόλου. Μόνο τότε, όταν ο τραγόμορφος θεός έκανε αυτό που ήξερε καλύτερα – να εξαπατά, κατάλαβε τον τραγικό δρόμο που είχε διαλέξει για την ζωή του, την δική του, της γυναίκας του και ολάκερου του Γκρίνγουντ, τον δρόμο της καταστροφής. Όχι μόνο για τώρα, μα για μία αιωνιότητα.





Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα