Η χαμένη διαθήκη - 8

 

Demonic Ritual House by © 2021 loveartagain






8.

Ο Πιτ βρισκόταν στην αυλή έντρομος. Προσπαθούσε να χωνέψει όλα αυτά που είχε δει όλες αυτές τις μέρες. Δεν μπορούσε όμως, του ήταν δύσκολο. Του ήταν αδύνατο να κατανοήσει τι είδους δυνάμεις υπήρχαν στο σπίτι αυτό. Κρατούσε γερά το στέρνο του και προσπαθούσε να ανασάνει. Το κατάφερνε με δυσκολία. Μπρος στα μάτια του επαναλαμβανόταν το ζωντανό όραμα στο δωμάτιο του και ένας χείμαρρος από ερωτήματα έκανε την εμφάνισή του. Έβλεπε την μεγάλη πύλη που χώριζε την φυλακή με την ελευθερία. Ήθελε να φύγει από ‘δω μα δεν μπορούσε, ένιωθε τα πόδια του να παραλύουν και μόνο στην σκέψη. Ήλπιζε η έχθρα με τον Τζόνι να μην υπήρχε, τουλάχιστον αυτήν την κρίσιμη στιγμή που ήταν έτοιμος να καταρέψει. Αν και με βαρύ ψυχικό φορτίο ήξερε πως θα μπορούσε να δώσει την σωστή λύση τώρα.

Ο Τζόνι δεν μπορούσε να μιλήσει. Έβλεπε ξανά και ξανά το μήνυμα στον τοίχο. Πριν συνειδητοποιήσει την απειλή που διάβαζε, σκεφτόταν τι είδους μαγικό είχε εξαναγκάσει τα πριτσίνια να κάνουν ετούτη την τρελή διαδρομή. Από την πρώτη μέρα που πάτησαν το πόδι τους εδώ ένιωθε αυτή την σκοτεινή απειλή να τους καλύπτει. Να στέκεται πάνω απ’ τα κεφάλια τους σαν δαμόκλειο σπάθη. Ένιωθε παγιδευμένος μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει για το δικό του καλό, να φύγει μακριά, όσο πιο μακριά τόσο το καλύτερο, από δω. Όμως φοβόταν… φοβόταν για όλες τις εικασίες και προειδοποιήσεις… φοβόταν για ό,τι παραφύλαγε μέσα στο σπίτι… για ό, τι είχε αφυπνίσει τον αδερφικό του δεσμό.

Μια κραυγή απελπισίας τον έβγαλε απότομα από τις σκέψεις του. Μια κραυγή…ξανά και ξανά…όλο και πιο δυνατά. Ήταν του Πιτ, δεν υπήρχε αμφιβολία. Την άκουγε δυνατά μες στο κεφάλι του, σαν εκατομμύρια βελόνες να του τρυπούσαν τον εγκέφαλο. Μπορούσε να νιώσει την απελπισία του Πιτ μες στην κραυγή του, τον πόνο του. Τα ίδια αισθήματα που κατέτρεχαν και το δικό του κορμί.

Τον βρήκε έξω στον κήπο. Ο Πιτ ήταν γονατισμένος, με τα χέρια του να κρατάνε το στήθος του. Οι κραυγές του είχαν γίνει άτονες τώρα, δεν άντεχε άλλο. Ο Τζόνι τον λυπήθηκε βλέποντάς τον σε αυτή την κατάσταση. Φυσικά το γνώριζε πως ο αδερφός του δεν θα έδειχνε τον ίδιο οίκτο…μα δεν ήταν ίδιοι…τουλάχιστον στο θέμα των συναισθημάτων. Τον πλησίασε με προσοχή και ακούμπησε το χέρι του στον ώμο. Μια ρίγη διαπέρασε το κορμί του Πιτ και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε τα κορμιά τους. Ένας ηλεκτρισμός που αναζωπύρωσε τον δεσμό τους. Ο Πιτ γύρισε προς το μέρος του αδερφού του. Το πρόσωπό του ήταν ταλαιπωρημένο, τα μάτια του κόκκινα. Αποζητούσε διακαώς αυτό το άγγιγμα. Δεν χρειαζόταν να πει τίποτα στον Τζόνι, εκείνος τα είχε καταλάβει όλα, τα ένιωθε μέσα του.

Μπήκαν μέσα στο σπίτι και κάθισαν στις άνετες πολυθρόνες του καθιστικού. Ο Τζόνι είχε παραπάνω από ένα λόγους να φοβάται αυτό το δωμάτιο, άλλωστε εδώ είχε την πρώτη του άσχημη εμπειρία, μα τώρα έπρεπε να παραμερίσει τους φόβους του. Έστρεψε την προσοχή του στον αδερφό του. Είχε βυθιστεί το κορμί του στην πολυθρόνα και φαινόταν καταβεβλημένος, αγνός τρόμος ήταν αποτυπωμένος στα μάτια του και το πρόσωπό του. Ο Τζόνι μπορούσε να ακούσει κάποιες φωνές στο κεφάλι του οι οποίες προέρχονταν από το μυαλό του Πιτ. Τις άκουγε καθαρά μα δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Δεν μπορούσε όμως να δει κάτι, μόνο μια θολούρα, ένα βαρύ πέπλο ομίχλης εμπόδιζε την ενόρασή του.

«Πιτ, τι έγινε;»

«Αδερφέ μου είναι τρομερό! Δεν μπορώ να στο περιγράψω!»

Μιλούσε με γρίφους ο Πιτ, όμως ο Τζόνι έπρεπε να μάθει, ποτέ του δεν τον είχε ξαναδεί σε αυτήν την κατάσταση. Μισούσε τον εαυτό γι’ αυτήν την τροπή, που χρειαζόταν να νοιαστεί για τον αδερφό του, μα έπρεπε, ένιωθε την αόρατη δύναμη του δεσμού τους να μεγαλώνει.

«Τι είναι τόσο τρομερό Πιτ που δεν μπορείς να μου πεις;»

«Δεν…δεν υπάρχουν λόγια».

«Το ξέρω. Μπορώ να της ακούσω, μα δεν μπορώ να καταλάβω τι λένε».

Ο Πιτ τον κοίταξε με μια σπίθα αισιοδοξίας στο βλέμμα του. Ήταν δυνατόν να έχει επιστρέψει;

«Τζόνι. Μπορείς να με νιώσεις ξανά;» ρώτησε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

«Ναι Πιτ. Το σπίτι αφύπνισε μέσα μου τον παλιό μας δεσμό».

«Το ένιωσα και γω…ήλπιζα να το νιώσω…για πρώτη φορά μπόρεσα να καταλάβω πόσο λάθος ήταν η συμπεριφορά μου απέναντί σου».

Ο Τζόνι δεν μίλησε. Μπορούσε να νιώσει όμως πως τα λεγόμενα του Πιτ ήταν αληθινά. Αυτό που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν αν αυτά ήταν τα λόγια ενός απελπισμένου.

Ο Πιτ του εξιστόρησε λεπτομερώς τα περιστατικά που βίωσε τις τελευταίες ημέρες. Για τα ζωντανά κάδρα, την πόρτα του τρίτου ορόφου και για το βιβλίο που είχε κάνει την εμφάνισή του στο δωμάτιό του. Και ο Τζόνι ήθελε να του πει τις δικές του εμπειρίες, όμως, τώρα δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ήθελε όμως να δει αυτό το βιβλίο. Μπορεί να τους έδινε περισσότερες πληροφορίες για την ιστορία του σπιτιού. Ο Πιτ δίστασε…δεν ήθελε να επιστρέψει εκεί…δεν ήθελε να νιώσει ξανά την απόκοσμη αύρα να τον λούζει, να ακούσει αυτές τις φωνές.

«Πιτ, πρέπει να το δούμε. Τουλάχιστον το οφείλουμε στους εαυτούς μας. Ίσως αυτό να μας δώσει την δύναμη να φύγουμε από αυτό το σπίτι».

«Το λες σοβαρά;» είπε ο Πιτ και το πρόσωπό του φωτίστηκε.

Ο Τζόνι του έγνεψε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Ξαφνικά είχε βρει ένα κουράγιο που δεν γνώριζε πως είχε. Ή και αν το είχε δεν γνώριζε που βρισκόταν κρυμμένο τόσα χρόνια. Ο Πιτ όμως τον θαύμαζε. Χρειαζόταν κάποιον για να τον καθοδηγήσει, όπως παλιά, μα δεν ήξερε πως αυτός ο κάποιος θα ήταν και πάλι ο αδερφός του.

Ανέβαιναν τα σκαλιά προσεκτικά. Ο Τζόνι μπροστά και ο Πιτ να ακολουθεί. Κάθε πατημασιά τους έβγαζε και έναν διαφορετικό ήχο πάνω στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ο δεύτερος όροφος ήταν υπερβολικά σκοτεινός. Οι πόρτες των δωματίων τους ήταν ερμητικά κλειστές, δίχως να περνά από τα ανοίγματά τους η παραμικρή αχτίδα. Ο Τζόνι ψηλάφισε τον τοίχο για να βρει τον διακόπτη. Προσπάθησε να φωτίσει τον χώρο πατώντας τον διακόπτη, μα δεν έγινε τίποτα, όσες φορές και αν προσπάθησε. Ο Πιτ άκουσε βήματα, δεν μπορούσε να καταλάβει από που προέρχονταν. Έμοιαζε σαν κάποιος να τρέχει. Και ο Τζόνι το άκουσε. Ο ήχος ερχόταν από κάθε μεριά, από τον πάνω όροφο, από τον κάτω όροφο, μέσα από τα δωμάτια. Και τους πλησίαζε…όλο και πιο κοντά.

Ο Πιτ έπιασε ενστικτωδώς το χέρι του Τζόνι. Το ίδιο έκανε κι αυτός. Προχώρησαν προς την πόρτα του δωματίου του Πιτ. Τα αόρατα τρεχαλητά συνεχίζονταν και γινόντουσαν όλο και πιο έντονα σε κάθε τους βήμα. Και οι δύο αναρωτιόντουσαν ως που ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν την ξεροκεφαλιά και την περιέργειά τους. Το ήξεραν πως κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή που καθόντουσαν σε αυτό το σπίτι τους έφερνε όλο και πιο κοντά σε έναν επικείμενο θάνατο. Όμως και οι δύο ήταν αβοήθητοι μπροστά στην επήρεια του σπιτιού. Τους καθήλωνε και τους μάγευε, τους τρόμαζε και τους εξίταρε συγχρόνως. Πέρασαν τα ζωντανά κάδρα και ο Πιτ τα κοίταξε προσεκτικά. Δεν μπορούσε να δει τίποτα, όμως ένιωθε το κορμί του να ανατριχιάζει σύγκορμο. Και ο Πιτ το ένιωσε. Μπόρεσε να δει τι ακριβώς τρόμαζε τον εαυτό του. Αυτό το μπέρδεμα που του είχαν δημιουργήσει τα ζωντανά κάδρα, η πιθανότητα πως οι κινήσεις τους ήταν προϊόν μιας αόρατης ενορχήστρωσης κάποιου απόκοσμου μαέστρου, πως δεν ανήκαν στους ίδιους, πως ήταν άβουλα ανδρείκελα.

Ο Τζόνι έπιασε το πόμολο της πόρτας. Απότομα τράβηξε το χέρι του βγάζοντας έναν ήχο πόνου. Είχε καεί, όχι πολύ, μα αρκετά ώστε να μείνει αποτυπωμένη πάνω στην παλάμη του η μορφή του πόμολου.

«Τζόνι, πάμε να φύγουμε μακριά από δω», τον παρακάλεσε ο Πιτ.

«Όχι! Πρέπει να δούμε το βιβλίο…»

«Μα…Τζόνι…σε παρακαλώ…»

Δεν του μίλησε καθόλου. Έβγαλε ένα πανί από την τσέπη του και μ’ αυτό έδεσε την πληγή. Ο Πιτ δεν μπορούσε να καταλάβει από που προερχόταν αυτό το πείσμα του. Πάντα πίστευε πως ο Τζόνι ήταν πιο συγκροτημένος, ακόμα και τα χρόνια που δεν μιλούσαν, ακόμα και τα χρόνια που ήταν ράκος. Μα τώρα μπροστά του έβλεπε έναν διαφορετικό Τζόνι.

Ο Τζόνι του είπε τότε να κάνει λίγο πίσω. Με φόρα τότε έδωσε μια δυνατή κλοτσιά στην πόρτα ανοίγοντας την διάπλατα. Κομμάτια ξύλου και σοβά έπεσαν στο πάτωμα. Ήταν περίεργοι να δουν τι είχε προκαλέσει την άνοδο της θερμοκρασίας μες στο δωμάτιο, δεν μπορούσαν να δουν όμως τίποτα, ένα σύννεφο καπνού εμπόδιζε την όρασή τους και ένας βόμβος ακουγόταν από μέσα. Ο Τζόνι νεύριασε. Το σπίτι συνεχώς τους δημιουργούσε εμπόδια. Ήθελε να φύγει, όχι όμως προτού πάρει την επιβεβαίωση που ήθελε. Δεν ήξερε για ποιον εγωιστικό λόγο την χρειαζόταν, μα ήθελε να ξεμπερδεύει μια και καλή. Οπλίστηκε με θάρρος και εισέβαλλε μες στο δωμάτιο έχοντας σκύψει αρκετά ώστε να μην εισπνεύσει αυτό το σύννεφο καπνού. Προχωρούσε γονατιστός με προορισμό του το παράθυρο. Ήθελε να το ανοίξει ώστε να καθαρίσει η ατμόσφαιρα. Ο Πιτ μαντεύοντας τι ήθελε να κάνει, του φώναξε: «Τζόνι, μην ανοίξεις το παράθυρο, είναι επικίνδυνα…» Μα ο Τζόνι δεν μπόρεσε να ακούσει καθαρά, ο βόμβος εμπόδιζε την ακοή του.

Το δωμάτιο μύριζε καμένο, ένιωθε να πάτα πάνω σε τέφρα, μα δεν μπορούσε να δει πουθενά την πηγή της φλόγας. Καθώς περνούσε από το κέντρο του δωματίου μια εμετική μυρωδιά θειαφιού εισέβαλλε μες στην μύτη του, αγνοώντας την προφύλαξη που είχε πάρει ο ίδιος. Και πάλι όμως δεν μπορούσε να διακρίνει κάτι, ούτε όταν ψηλάφισε το πάτωμα. Ο Πιτ από την είσοδο του δωματίου προσπαθούσε να τον εντοπίσει, μάταια όμως. Είχε προσηλωθεί τόσο που δεν παρατήρησε την αλλαγή που λάμβανε δράση στο ζωντανό κάδρο, αυτό που απεικόνιζε τον διάδρομο του τρίτου ορόφου.

Ο Τζόνι είχε φτάσει μπροστά στο παράθυρο. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να το ανοίξει.

Στο ζωντανό κάδρο τώρα φαινόταν να κινούνται φιγούρες σκοτεινές. Έβγαιναν μέσα από τα πορτρέτα αργά και βασανιστικά, σαν μωρό που με κόπο βγαίνει από την μήτρα.

Ο Τζόνι δεν μπορούσε να ανοίξει το παράθυρο όσο και αν προσπάθησε, το ένιωθε να πάει να ανοίξει μα κάτι το εμπόδιζε.

 Ο Πιτ ένιωσε τον ιδρώτα να κυλά στο μέτωπό του. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να προειδοποιήσει τον αδερφό του. Φώναξε ξανά με δύναμη.

Ο Τζόνι αυτή την φορά άκουσε την έκκληση του αδερφού του. Δεν έπρεπε να ανοίξει το παράθυρο. Δεν είχε χρόνο να σκεφτεί για ποιον λόγο, έπρεπε να δράσει γρήγορα.

Οι φιγούρες είχαν καταφέρει να βγουν απ’ τα πορτρέτα. Τρεις φιγούρες στεκόντουσαν και κοιτούσαν προς το μέρος της σφαλιστής πόρτας.

Ο Τζόνι με τον αγκώνα του έσπασε το τζάμι. Χιλιάδες κομμάτια γυαλιού σκορπίστηκαν στο πάτωμα και δεκάδες έπεσαν στον νεκρό κήπο. Φρέσκος αέρας μπήκε μέσα διώχνοντας το αποπνικτικό σύννεφο. Ο Πιτ μπόρεσε επιτέλους να δει τον αδερφό του, στεκόταν μπροστά από το σπασμένο παράθυρο, προσπαθούσε απεγνωσμένα να ρουφήξει καθαρό αέρα για να καθαρίσει τα πνευμόνια του. Μπήκε στο δωμάτιο και κινήθηκε προς το μέρος του. Συγχρόνως ερευνούσε το δάπεδο με προσοχή, ήθελε να εντοπίσει το βιβλίο. Έφτασε όμως δίπλα στον Τζόνι χωρίς να βρει το βιβλίο. Μόλις ο Τζόνι μπόρεσε να επαναφέρει την ανάσα του σε φυσιολογικά επίπεδα ρώτησε τον Πιτ για το βιβλίο, που ακριβώς βρισκόταν. Ο Πιτ όμως δεν είχε καμία απάντηση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να του υποδείξει το σημείο όπου είχε εκτελεστεί αυτή η μυστήρια επίκληση. Ακριβώς στο κέντρο του δωματίου.

Οι φιγούρες είχαν φτάσει μπροστά από την σφαλιστή πόρτα. Την κοιτούσαν χωρίς να κινούνται. Τα πρόσωπά τους δεν είχαν μορφή, μόνο δύο λαμπερές κουκίδες που εκτελούσαν χρέη ματιών. Τα χαρακτηριστικά τους αποτυπώνονταν στις σκιές τους. Μία από τις σκιές κράταγε κάτι στα χέρια. Είχε την μορφή βιβλίου.

Ο Πιτ και ο Τζόνι στάθηκαν πάνω από το σημείο που έπρεπε να βρισκόταν το βιβλίο. Αντί αυτού όμως σε κείνο το σημείο υπήρχε το καμένο ίχνος από το βιβλίο, βρισκόταν μέσα στο σχέδιο του ταβανιού που είχε αποτυπωθεί με ακρίβεια. Ο Πιτ έσκυψε και το ακούμπησε.

«Δεν είναι δυνατόν! Ήταν εδώ! Τζόνι με πιστεύεις, έτσι δεν είναι;»

«Σε πιστεύω Πιτ. Το θέμα είναι που πήγε το βιβλίο…»

Η φιγούρα που κρατούσε την μορφή βιβλίου το άνοιξε σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Το άνοιξε και άρχισε να αναφωνεί ένα εδάφιο σε μια νεκρή και ακαταλαβίστική γλώσσα.

Τα δύο αδέρφια καθόντουσαν σαστισμένα πάνω από το καμένο πρότυπο. Ένα μουρμουρητό τότε ακούστηκε. Δεν είχε προέλευση, ακουγόταν λες και προερχόταν από τα θεμέλια του σπιτιού. Το μουρμουρητό δυνάμωνε σταδιακά. Ο Πιτ παρατήρησε πως ήταν ίδιας έντασης με τις φωνές που είχε ακούσει. Ο Τζόνι τις συσχέτισε κι αυτός με αυτές που είχε ακούσει ο ίδιος. Ρίγη διαπέρασε τα κορμιά τους. Όταν το δυσοίωνο μουρμουρητό σταμάτησε, ένας δυνατός υπόκωφος βόμβος ακούστηκε. Προερχόταν από τα έγκατα της γης. Το σπίτι κουνήθηκε συθέμελα. Και τα δύο αδέρφια έχασαν την ισορροπία τους και γονάτισαν στο πάτωμα. Ο Πιτ τότε φώναξε: «πάμε να φύγουμε από δω!»

Ο Τζόνι δεν χρειάστηκε να το ακούσει ξανά. Συμφώνησε μαζί του με ένα νεύμα και προχώρησαν με προσεκτικό μα ταχύ βήμα προς την έξοδο του σπιτιού.

Η σφαλιστή πόρτα απασφάλισε και οι φιγούρες τώρα είχαν πρόσβαση στο δωμάτιο. Μα δεν μπήκαν μέσα. Περίμενα καρτερικά έξω. Η φιγούρα που κρατούσε την μορφή βιβλίου γύρισε τις σελίδες και στάθηκε σε ένα ακόμη εδάφιο.

Ο υπόκωφος βόμβος συνεχιζόταν. Οι ήχοι που άκουγαν έμοιαζαν λες και σκίζεται η γη στα δύο. Δεν γύρισαν όμως να κοιτάξουν πίσω τους, δεν τους ένοιαζε πλέον, ήθελαν να φύγουν από δω. Έφτασαν μπροστά από την κεντρική πύλη και ο Τζόνι την άνοιξε. Η πόρτα ήταν βαριά και σκουριασμένη, πολύ δύσκολο για να την ανοίξει ένα άτομο με την καχεκτική διάπλαση του Τζόνι. Όμως οι συνθήκες του είχαν δώσει μια δύναμη που αψηφούσε την σωματική του δομή. Όταν πάτησαν τα πόδια τους έξω από την περίμετρο του σπιτιού ένιωσαν ένα μεγάλο βάρος να φεύγει από πάνω τους μαζί με τον ιδρώτα τους. Δεν ήξεραν προς τα που έπρεπε να κινηθούν, όμως ήταν το ελάχιστο που τους ενδιέφερε την προκειμένω στιγμή. Έχοντας στο μυαλό τους την κατεύθυνση απ’ όπου έφυγε από το σπίτι ο ξεδοντιάρης Λου, οπλίστηκαν με θάρρος και ακολούθησαν την άγνωστη διαδρομή.

Όσο προχωρούσαν τόσο το τοπίο άλλαζε. Τα ξερά δέντρα πύκνωναν ασφυκτικά και το ξερό τοπίο γινόταν όλο και πιο αφιλόξενο. Χωρίς άλλη επιλογή όμως συνέχιζαν, τουλάχιστον ώσπου το σκοτάδι να καλύψει τον ουρανό. Όλα όμως έμοιαζαν μάταια. Δεν μπορούσαν να διακρίνουν κανένα σημάδι βατού μονοπατιού, όπως όφειλε να υπάρχει μιας και ο Λου από δω κινούταν, μάλλον…

Η διαδρομή, μετά από αλλεπάλληλους κύκλους, τους έβγαλε σε ένα ξέφωτο. Στο βάθος μπορούσαν να διακρίνουν ένα δέντρο. Κάτι κρεμόταν από ένα κλαδί του. Καθώς πλησίαζαν, στην άκρη του ξέφωτου καλυμμένο με σπασμένα κλαδιά, βρισκόταν η άμαξα που οδηγούσε ο Λου. Ήταν τελείως κατεστραμμένη, λες και χτύπησε σε κάποιον αόρατο τοίχο. Οι ελπίδες τους ξαφνικά εξανεμίστηκαν. Κινήθηκαν προς το δέντρο. Ενδόμυχα και οι δύο γνώριζαν αυτό που επρόκειτο να αντικρύσουν. Παρόλα αυτά συνέχισαν…δεν είχαν και άλλη επιλογή…τώρα όλα ήταν μονόδρομος.

Από το κλαδί κρεμόταν το άψυχο κορμί του Λου, επιβεβαιώνοντας έτσι τις υποψίες τους. Δεν ήταν όμως απλώς κρεμασμένος. Το κορμί του ήταν γυμνό, τοποθετημένο σε μια ιεροτελεστική στάση και βεβηλωμένο. Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να αποσχιστεί, επάνω του υπήρχαν καρφωμένα δύο κλαδιά όμοια με κέρατα, στην θέση των ματιών του υπήρχαν δύο γυάλινες σφαίρες, τα πόδια και τα χέρια του ήταν διπλωμένα σε μια αφύσικη στάση χωρίς να εξέχει το παραμικρό, στα σημεία δίπλωσης τα μελανά σημεία υποδήλωναν πως και αυτά ήταν έτοιμα να αποσχιστούν. Η φρίκη τους ήταν μεγάλη, δεν μπορούσαν να βλέπουν άλλο. Έκλεισαν τα μάτια και γύρισαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτρεχαν σαν κάποιος να τους κυνηγούσε. Και όντως κάτι τους κυνηγούσε και τους καθοδηγούσε προς την κατάλληλη κατεύθυνση, όμως τα αδέρφια δεν μπορούσαν να το δουν. Το τυφλό τρέξιμο τους οδήγησε μέσα από λαβυρινθώδεις διαδρομές στο σημείο απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Μπροστά από τις πύλες του σπιτιού.

Παρέμειναν να κοιτάζουν το σπίτι χωρίς να μπορούν να βγάλουν άχνα, έχοντας σαστίσει. Προσπάθησαν και πάλι να φύγουν από ‘κει, παίρνοντας κάθε φορά διαφορετική κατεύθυνση. Το αποτέλεσμα όμως ήταν το ίδιο. Γυρνούσαν ξανά στο ίδιο σημείο. Στην τελευταία προσπάθεια έπεσαν στα γόνατα μπροστά από την πύλη, ήταν απελπισμένοι. Η πύλη άνοιξε υποδέχοντας τους.

Η σκοτεινή φιγούρα είχε εκφωνήσει και το επόμενο εδάφιο. Μια ζωηρή λάμψη βγήκε μέσα απ’ το δωμάτιο. Και οι τρεις φιγούρες κινήθηκαν προς την λάμψη. Καθώς οι ακτίνες ερχόντουσαν σε επαφή με τις σκιές, οι φιγούρες αποκτούσαν ανθρώπινη μορφή. Ώσπου, πλέον ως κανονικές ανθρώπινες φιγούρες, εισήλθαν στα ενδότερα του δωματίου.      


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα