Η χαμένη διαθήκη - 7

 

The anguished man






7.

 

     Το περιστατικό με το βιβλίο τους στοίχειωνε. Ο Τζόνι για μια ακόμη φορά έχασε τον ύπνο του. Τα όνειρά του βεβαίως είχαν αλλάξει, δεν ήταν πια τόσο ζωντανά, έβλεπε φυσικά εικόνες όμως δεν μπορούσε κάπως να τις συνδέσει με την πραγματικότητα που ζούσαν. Ο Πιτ ήταν όμως φανερά προβληματισμένος. Ένας προβληματισμός αναμειγμένος με την αρχέγονη αίσθηση του τρόμου. Την διαπίστωση πως το σπίτι ήταν ζωντανό την είχε κάνει από πολύ νωρίς, από το βράδυ με τα τόσο ζωντανά όνειρα που είχε βιώσει ο Τζόνι στο δωμάτιό του. Μα δεν μπορούσε να πει κάτι. Ούτε και μετά την νύχτα με το ζωντανό περιστατικό που εκτυλίχθηκε μες στο κάδρο.

   Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους προβληματισμούς είχαν να διαχειριστούν και τις δυσοίωνες εγγραφές του ημερολογίου. Ο Πιτ σκεφτόταν πως αν αυτά που κατάφεραν να διαβάσουν ήταν αλήθεια, η κατάστασή τους θα γινόταν πολύ άσχημη. Οι λέξεις είχαν παραμείνει ανεξίτηλες στο κεφάλι του. Αναρωτιόταν για ποιον λόγο ο Τζόνι δεν είχε επηρεαστεί όπως αυτός. Δεν μπορούσε να καταλάβει, μόνο εικασίες μπορούσε να κάνει, ίσως πως τα φάρμακα που έπαιρνε είχαν την ιδιότητα να καταπνίγουν τις κακές εμπειρίες. Και είχε αρκετές, ήταν η αλήθεια, απ’ όταν αποδέχτηκαν την διαθήκη. Είχαν δει και οι δύο τις αμέτρητες μουτζούρες να μετατρέπονται σε έναν χάρτη. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να τον απομνημονεύσει όμως. Τα πάντα είχαν εκτυλιχθεί πολύ γρήγορα. Πίστευε όμως πως ο Τζόνι κάτι θα είχε καταφέρει. Ήταν και οι δύο παρατηρητικοί, ο Τζόνι όμως μπορούσε να αφομοιώσει στο μυαλό του ολάκερα κείμενα και εικόνες, ένα σημαντικό χάρισμα στην προκειμένη περίπτωση. Έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσουν για το συγκεκριμένο θέμα.

     Κάτι ακόμα που δεν μπορούσε να καταλάβει, όπως και ο Τζόνι, ήταν για ποιο λόγο ο πατέρας τους είχε δώσει αυτό το σπίτι στα παιδιά του. Αν όλα αυτά που βίωναν εδώ και μέρες του ήταν γνωστά, θα έπρεπε να καταστρέψει αυτό το σπίτι, ή τουλάχιστον να μην τους το κληρονομήσει. Ο Πιτ όμως δεν μπορούσε να πιστέψει κάτι τέτοιο για τον πατέρα του, τουλάχιστον όχι με την ίδια ευκολία που το έκανε ο αδερφός του. Τουλάχιστον ο Τζόνι είχε αμέτρητες αφορμές για να τον μισεί. Όμως αυτός όχι, ήταν ο αγαπημένος του. Η σκέψη να τα παρατήσουν όλα πίσω και να συνεχίσουν και οι δύο τις άχαρες και μίζερες ζωές τους δεν υπήρχε σε κανενός την ατζέντα για την ώρα. Άλλωστε τόσο τα λόγια των θαμώνων όσο και η εγγραφή του ημερολογίου καθιστούσε σαφές πως οποιαδήποτε προσπάθεια θα ήταν άσκοπη, ίσως και θανατηφόρα.

     Έχοντας ολοκληρώσει τις εργασίες στον δεύτερο όροφο ο Πιτ, αποφάσισαν πως θα έπρεπε να συγυρίσουν και να καλλωπίσουν τα δωμάτιά τους. Ο Πιτ είχε μαζέψει το ζωντανό κάδρο, το οποίο είχε παραμείνει αλώβητο παρόλο το μένος που είχε εξαπολύσει επάνω του, και το στερέωσε στην θέση του. Μπορεί να τον είχε κοψοχολιάσει, όμως παρέμενε ένα ωραίο διακοσμητικό, τουλάχιστον μέχρι να είχαν πρόσβαση σε κάτι άλλο, κάτι καλύτερο και πιο ‘’νεκρό’’.

     Σήμερα το πρωινό τους ήταν αρκετά μοναχικό. Και οι δύο καθόντουσαν αμίλητοι. Ο Τζόνι είχε κουραστεί με την αυτάρεσκη στάση του αδερφού του και ο Πιτ…πραγματικά δεν μπορούσε να πει κάτι για όλα όσα βίωναν μες στο σπίτι. Δεν γινόταν να δικαιώσει έτσι απλά τους χρόνιους φόβους και υπερβολές του Τζόνι. Αν το έκανε θα έπρεπε να παραδεχτεί πως τόσα χρόνια του συμπεριφερόταν με τον κάκιστο τρόπο…τόσο αυτός όσο και ο πατέρας του. Φυσικά θα αναγκαζόταν σε κάποια στιγμή να το κάνει, θα έπρεπε, όχι όμως τώρα.

     Αφού τελείωσαν το πρωινό (αυγά μάτια με δύο φέτες μπέικον και φρυγανιστό ψωμί)-οι προμήθειες φαγητού τουλάχιστον ήταν από τις καλύτερες δυνατές-, ξεχωριστά ανέβηκαν προς τα δωμάτιά τους. Ο Πιτ ανέβηκε πρώτος, ήταν η σειρά του Τζόνι να κάνει την λάντζα. Ήθελε να την κάνει, ιδιαίτερα σήμερα. Ένιωθε μεγάλη πίεση και το καθάρισμα των πιάτων τον ηρεμούσε, ήταν μια διαδικασία κάθαρσης των σκοτεινών σκέψεων. Καθώς καθάριζε μονολογούσε και σκεφτόταν τις εγγραφές του ημερολογίου. Ποιος άραγε να τις είχε γράψει; Ήταν βασισμένες σε γεγονότα που έλαβαν μέρος σε αυτό το σπίτι; Τι είδους κακό είχε συμβεί και γιατί είχε τέτοια επιρροή στους κατοίκους του σπιτιού; Το μωρό; Τι είχε απογίνει με το μωρό; Ανατρίχιασε και μόνο στην σκέψη της κατάληξης του μωρού. Και ο χάρτης…τον θυμόταν τόσο ζωντανά. Τα μάτια του και ο εγκέφαλός του απομόνωσαν τις περιττές γραμμές από τις μουτζούρες και έτσι κατάφερε να δει τον χάρτη που κρυβόταν από πίσω. Ο χάρτης όμως που αντιστοιχούσε; Να επρόκειτο για χάρτη του σπιτιού; Δεν του θύμιζε όμως το σπίτι. Το είχε υπολογίσει με τα μάτια του και δεν υπήρχε καμιά αντιστοιχία μεταξύ τους. Το βράδυ στο δωμάτιό του τον είχε σχεδιάσει σε ένα κομμάτι χαρτί, στην απειροελάχιστη περίπτωση που μπορούσε να το ξεχάσει.

     Ο Πιτ προχωρούσε στον διάδρομο κοιτάζοντας με καχυποψία τα τέσσερα κάδρα. Ευχόταν να μην δει καμιά κίνηση μέσα τους και όντως δεν μπορούσε να δει κάτι να κινείται. Προχώρησε ανακουφισμένος στο δωμάτιό του. Μέσα έπρεπε να γίνει αρκετή δουλειά, πιο πολύ ήταν ζήτημα λεπτομερειών και φρεσκαρίσματος. Αυτό το δωμάτιο του προκαλούσε δέος. Αυτή η ένωση ξύλου και χρυσού στο κεφαλάρι του κρεβατιού ήταν μοναδική. Αφηρημένα σπειροειδής σχέδια άρτια σμιλεμένα. Ένιωθε με το χέρι του τα ανάγλυφα σχέδια. Για πολύ λίγο αφέθηκε και ο νους του γύρισε πίσω, τότε που ήταν παιδί, με αγαπημένους μεταξύ τους γονείς και με μια υγιείς σχέση με τον αδερφό του. Νοστάλγησε εκείνα τα χρόνια. Τότε με τον αδερφό του είχαν έναν άρρηκτο δεσμό, ένα δέσιμο που μόνο οι δίδυμοι έχουν. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε και γιατί τον έχασαν, όμως, απ’ όταν συνέβη ένιωθε μισός και πόνο, το ίδιο πίστευε πως ένιωθε και ο Τζόνι. Την ημέρα που τον ξαναείδε, στο γραφείο του συμβολαιογράφου, ένιωσε μέσα του ξανά εκείνο το δέσιμο να αναπτερώνεται. Και τώρα εδώ στο σπίτι το δέσιμο χτιζόταν, πόντο-πόντο, έστω και αν η σχέση τους είναι ψυχρή ακόμα.

     Σειρά είχε ο καθαρισμός των τοίχων και του ταβανιού. Θαύμαζε αυτό το ταβάνι. Όλη την λεπτοδουλειά που είχε γίνει για να σμιλευτούν όλα τα μικροσκοπικά γύψινα αριστουργήματα. Το καθένα διαφορετικό από το άλλο, που όμως όλα μαζί δημιουργούσαν ένα εκπληκτικό θέαμα. Το είχε εξερευνήσει όλο, ήταν η καινούργια του ασχολία πριν τον πάρει ο ύπνος. Μα πιο πολύ ήταν εντυπωσιασμένος με την ζωγραφιά στο ταβάνι. Τα πάντα δημιουργούσαν ένα άρτιο αποτέλεσμα. Από την επιλογή των χρωμάτων και την σχεδίαση ως τον τρόπο που όλα μεταξύ τους αναμειγνύονται με έναν μοναδικό τρόπο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς αναπαριστούσε, του ευέξαπτε όμως τις αισθήσεις. Το βλέμμα του χανόταν μες στο σχέδιο. Έναν διπλό κύκλο με σύμβολα ανάμεσά του και μέσα σ’ αυτόν αστεροειδή σχήματα. Η σκόνη που εισέβαλλε μες στα ρουθούνια του τον έβγαλε απ’ το οπτικό παραλήρημα. Πήγε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Είχε ξαναδεί τις χαρακιές στο πάτωμα, όμως τώρα με το που άνοιξε το παράθυρο (με την δεύτερη προσπάθεια), οι χαρακιές άρχισαν να λάμπουν και να επεκτείνονται.

     Ο Τζόνι είχε τελειώσει από το πλύσιμο των πιάτων. Δεν ήθελε όμως να πάει επάνω, δεν ήθελε να βρίσκεται κοντά στον Πιτ, τουλάχιστον για τώρα. Η σκέψη του ταξίδεψε στα παιδικά τους χρόνια. Ήταν αχώριστοι και ο δεσμός των διδύμων ήταν πιο έντονος από κάθε άλλο ζευγάρι παιδιών. Το δέσιμο τους είχε φτάσει σε άλλο επίπεδο. Μπορούσε να νιώσει ό, τι ένιωθε κι εκείνος, να ακούσει ό, τι άκουγε, να δει ό, τι έβλεπε και δεν χρειαζόταν να μιλήσουν μεταξύ τους, ο ένας βρισκόταν μες στο μυαλό του άλλου. Θυμόταν αμυδρά την μέρα που διακόπηκε ο δεσμό τους. Μα σίγουρα θυμόταν καθαρά πως οι γονείς του, ο πατέρας τους ιδιαίτερα, δεν ήταν ανοιχτός και συμπονετικός απέναντι στο ‘’χάρισμά’’ τους. Θεωρούσε πως αυτά ήταν τεχνάσματα του διαβόλου και τα ίδια του τα παιδιά προσωποποιήσεις του. Έλεγε πως είχε ξαναδεί τέτοια διαβολικά πράγματα και είχε καταφέρει να ξεφύγει. Έλεγε πως το θηρίο είχε αφήσει επάνω του το σημάδι του. Ένα σημάδι πάνω στο μέτωπο του, ένα τρίγωνο με μια σπείρα μέσα του, φτιαγμένο από καμένη σάρκα. Ο λόγος που πάντα φόραγε καπέλο. Δεν μπορούσε όμως να τον πιστέψει, πίστευε πως ο πατέρας του ήταν ένας φαντασμένος τύραννος. Το ότι ο Πιτ είχε πάρει το μέρος του, το ότι είχε ενταχθεί με τον πατέρα του για να τον βασανίζουν (εξαγνισμό τον είχαν βαπτίσει), τον βοήθησε να απαγκιστρωθεί από αυτόν. Ως την ημέρα που τον συνάντησε ξανά στο γραφείο του κ. Άντερσον. Τότε ένιωσε κάτι να σκιρτά μέσα του, να αφυπνίζετε ο παλιός τους μαγικός δεσμός. Και μες στο σπίτι τον ένιωθε, όλο και πιο δυνατόν μέρα με την μέρα. Τον τρέλαινε, δεν τον ήθελε ξανά, για χρόνια προσπαθούσε να τον διώξει, με κάθε τρόπο. Όμως ήταν αναπόσπαστο κομμάτι τους, θα έβρισκε τον τρόπο να αναγεννηθεί μέσα τους.

     Ένας μεταλλικός γδούπος τον έβγαλε βίαια από τις σκέψεις του. Ακουγόταν από πολύ κοντά, από το κελάρι. Ο Πιτ είχε φτιάξει την πόρτα στην εντέλεια, δεν θύμιζε σε τίποτα την ετοιμόρροπη κατασκευή. Είχε προσπαθήσει να την κάνει όσο πιο ενισχυμένη γινόταν. Χρησιμοποίησε διπλές στρώσεις από ξύλο δρυ και ενδιάμεσα είχε τοποθετήσει αφρώδες πλαστικό και μπόλικη πολυουρεθάνη – είχε μείνει έκπληκτος με την ποικιλία των υλικών και των εργαλείων που είχαν παραλάβει, ένα σημαντικό χέρι βοηθείας από τον πατέρα τους, αναρωτιόταν τι ήθελε να αποδείξει μετά θάνατον, πως τους αγαπά και τους σκέφτεται; Ο Πιτ ήταν πραγματικός μάστορας στις κατασκευές, αυτό έπρεπε να το παραδεχθεί, η δουλειά που είχε κάνει ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία επαγγελματική. Οι ηχομονωτικές στρώσεις μετέδιδαν αχνά τον μεταλλικό γδούπο. Σκεφτόταν πως θα έπρεπε να πάει να δει τι συμβαίνει εκεί κάτω. Είχαν τις προμήθειές τους εκεί και αυτό που δεν χρειαζόντουσαν ήταν να μείνουν νηστικοί. Δεν γνώριζαν πότε θα ερχόντουσαν οι ελεγκτές ή ο φαφούτης Λου και το να φύγουν πεζοί από ‘δω ίσως και να ήταν μοιραίο, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα και τις εγγραφές του ημερολογίου. Δεν ήθελε να κατέβει εκεί κάτω, όμως, δεν είχε άλλη επιλογή, αν ήθελε να υπερασπιστεί το μερτικό του θα έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του. Έτσι κι αλλιώς ο Πιτ δεν έκανε τίποτα χωρίς κάποιο αντίτιμο, που ως συνήθως ήταν ο χλευασμός του προς εκείνον.

     Οπλίστηκε με θάρρος και άνοιξε την πόρτα. Τώρα άκουγε ακόμα πιο καθαρά τον γδούπο. Ήταν σαν κάτι να εκσφενδονίζεται με μεγάλη πίεση. Κατέβηκε τα σκαλιά ένα-ένα, ο θόρυβος συνεχιζόταν. Ο ήχος που σχημάτιζε μια μονότονη συγχορδία είχε ως εξής: ΚΛΑΝΚ, ΦΣΣΤ, ΝΤΑΠ. Όταν πάτησε το πόδι του στο δάπεδο του κελαριού μπόρεσε να δει τι προκαλούσε αυτόν τον δυνατό θόρυβο. Τα πριτσίνια της απροσπέλαστης χαλύβδινής πόρτας έβγαιναν με πίεση από πάνω της, λες και κάποιος τα ρουφούσε, έκαναν μια τρελή πορεία και καρφωνόντουσαν με δύναμη στον απέναντι τοίχο. ΚΛΑΝΚ, ΦΣΣΤ, ΝΤΑΠ – ΚΛΑΝΚ, ΦΣΣΤ, ΝΤΑΠ…

     Ο Πιτ έβλεπε έντρομος τις λαμπερές χαρακιές να μεγαλώνουν όλο και πιο πολύ. Συγχρόνως η πόρτα του δωματίου του έκλεισε με δύναμη και κλείδωσε. Ήταν σαν να έβλεπε έναν κουλουριασμένο ζωντανό οργανισμό να ξεδιπλώνεται. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αν έπρεπε να το αγνοήσει, αν έπρεπε να φύγει. Που θα μπορούσε όμως να πάει-ήταν εγκλωβισμένος, τι θα μπορούσε να κάνει; Ήταν πέρα από τις δυνάμεις του. Ήλπιζε το αδερφικό δέσιμο να είχε ήδη αφυπνιστεί και να μην χρειαζόταν να απολογηθεί στον αδερφό του. Είχε ακόμα τις αμφιβολίες του όμως, πίστευε πως ο Τζόνι ίσως να μην ήταν τρελός τελικά, τουλάχιστον όσο τον θεωρούσε ο πατέρας τους. Πισωπάτησε καθώς έβλεπε τις χαρακιές να καλύπτουν το δωμάτιο, να περιβάλλουν το κρεβάτι του και να ανέρχονται μέσω του τοίχου στο ταβάνι. Στο πέρασμά τους κομμάτια του πατώματος έβγαιναν, τα σημεία του τοίχου έπεφταν και τα γύψινα διακοσμητικά του ταβανιού ράγιζαν. Τις έβλεπε να ανεβαίνουν και να καλύπτουν την εξαίσια κεντρική ζωγραφιά. Οι λαμπερές χαρακιές άρχισαν να καλύπτουν όλο το σχέδιο, τον διπλό κύκλο με τα σύμβολα και τα αστεροειδή σχήματα εντός του. Ήταν σαν να είχε ζωντανέψει η ζωγραφιά. Με το που την κάλυψαν ολάκερη, οι χαρακιές σταμάτησαν την διαδρομή τους. Η ζωγραφιά τότε έβγαλε ένα εκτυφλωτικό φως που φώτισε όλο το δωμάτιο. Μια δέσμη φωτός βγήκε από το ταβάνι προβάλλοντας στο πάτωμα το σχέδιο. Μαζί με την δέσμη φωτός εκατομμύρια φωνές και ουρλιαχτά ακούστηκαν. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγαν και φώναζαν. Ήταν τρομακτικό. Ο Πιτ κάλυψε τα αυτιά του και έκλεισε τα μάτια του, δεν μπορούσε να ακούει και να βλέπει. Μόνο όταν οι απόκοσμοι ήχοι σταμάτησαν και άκουσε την πόρτα να ξεκλειδώνει άνοιξε τα μάτια του. Μπόρεσε να δει τότε το δωμάτιό του να έχει επανέλθει στην αρχική του μορφή, χωρίς κανένα ίχνος από τις χαρακιές, την ζωγραφιά στο ταβάνι να μην έχει την παραμικρή ανωμαλία, έχοντας αποκτήσει όμως πιο έντονα και ζωντανά χρώματα. Στο σημείο όπου η δέσμη φωτός είχε προβάλλει το σχέδιο στο πάτωμα είχε εμφανιστεί ένα μεγάλο βιβλίο. Δεν είχε καμιά όρεξη να δει τι βιβλίο ήταν, ήθελε να φύγει αμέσως από ‘δω, αν μπορούσε και από το σπίτι. Άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και κατευθύνθηκε προς τον κήπο, ήθελε να πάρει καθαρό αέρα. Από την φούρια του δεν παρατήρησε πως η πόρτα του Τζόνι είχε παραμείνει κλειστή και πως ο ίδιος δεν βρισκόταν στον ίδιο όροφο με ‘κείνον.

     Ο Τζόνι περίμενε ώσπου να τελειώσει η τρελή και επικίνδυνη πορεία που έκαναν τα εκσφενδονισμένα πριτσίνια της πόρτας. Όταν σταμάτησαν προχώρησε μπροστά από το πεδίο βολής. Παρατήρησε την πόρτα, έστεκε χωρίς να έχει αλλοιωθεί στο παραμικρό, κάμποσα πριτσίνια έλειπαν από πάνω της. Στράφηκε προς τον τοίχο. Για άλλη μια φορά ο τρόμος κατέβαλλε το κορμί του. Ήταν έτοιμος να λυγίσει, να ουρλιάξει. Τα πριτσίνια που έλειπαν από την πόρτα είχαν σχηματίσει μία πρόταση στον τοίχο…Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ…



Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα