Η χαμένη διαθήκη - 5

                                                   Stars Above An Evil House - Paul Klee

 

5.

Ο λαμπερός ήλιος ξεπρόβαλε και εισέβαλλε μες στο δωμάτιο του Τζόνι. Εκείνος καθόταν ακόμα στο κρεβάτι του, μη μπορώντας να ηρεμίσει απ’ τα χθεσινοβραδινά γεγονότα. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο έβλεπε και άκουγε όλα αυτά τα πράγματα, και το κυριότερο, γιατί μόνο αυτός. Χθες, για ακόμη μια φορά, απογοητεύτηκε πλήρως με τον αδερφό του. Όμως δεν περίμενε και κάτι καλύτερο. Η συμπεριφορά του ήταν η αιτία, ή μάλλον μία από τις αιτίες, που είχε κόψει κάθε επαφή μαζί του. Και τώρα εδώ, να τον ανέχεται, γιατί; Για ένα βρωμόσπιτο που τους είχε γράψει ο σκατόγερος ο πατέρας τους. Το πείσμα όμως κατέπνιξε τον θυμό του, δεν θα του έδινε την ευχαρίστηση να τον δει έτσι, πως θέλει να τα παρατήσει. Έσφιξε τις γροθιές του και αποφάσισε να αδράξει την μέρα. Για το βράδυ ήλπιζε να μην χρειαστεί να αντιμετωπίσει κάτι παρόμοιο με το χθεσινό και προχθεσινό, δεν ήθελε να χάσει ξανά τα μυαλά του.

Οι μυρωδιές από τηγανητά αυγά και μπέικον είχαν κατακλύσει την κεντρική σάλα. Το στομάχι του γουργούρισε βίαια, δύο μέρες είχε να κοιμηθεί και να φάει σωστά. Πήγε στην κουζίνα όπου βρήκε τον Πιτ να μαγειρεύει. Το λαχταριστό μπέικον τσιτσίριζε στο τηγάνι.

«Έλα αδερφέ, κάτσε να φάμε», του είπε ο Πιτ. Δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Χθες ήταν έτοιμος να τον κατασπαράξει, και σήμερα του έφτιαχνε πρωινό.

«Κάτσε λοιπόν να φάμε γρήγορα. Σήμερα πρέπει να οργανωθούμε και να κάνουμε ένα πλάνο για τις επισκευές».

Καθίσαν και οι δύο στα σκαμπό και φάγανε με λαιμαργία στον μπάγκο της κουζίνας. Αφού τελείωσαν με το φαγητό και ο θυμός του Τζόνι είχε κάπως καταλαγιάσει, ο Πιτ ξεκίνησε να του εξηγεί το πλάνο της ημέρας, σαν να είχε σβηστεί τελείως το περιστατικό της προηγούμενης νύχτας. Του εξήγησε πως θα έπρεπε να γίνει μια πλήρη καταγραφή των εργασιών που θα έπρεπε να ξεκινήσουν άμεσα, συμφώνησε και ο Τζόνι μαζί του, όσο πιο γρήγορα ξεμπέρδευαν τόσο το καλύτερο, σκέφτηκε. Ο Πιτ προσφέρθηκε να καταπιαστεί με το εσωτερικό του σπιτιού, ιδιαίτερα τον ανεξερεύνητο τρίτο όροφο. Ο Τζόνι θα έπρεπε να ασχοληθεί με την περιμετρική έκταση του σπιτιού. Σκέφτηκε πως θα ήταν ότι έπρεπε, θα βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο να αναπνέει καθαρό αέρα και φυσικά σε απόσταση απ’ τον Πιτ. Με ένα σιωπηλό νεύμα συμφώνησαν και οι δύο πως είχε έρθει η ώρα να ξεκινήσουν. Καθώς σηκωνόντουσαν απ’ τα σκαμπό, ο Πιτ βάρεσε την γροθιά του στον μπάγκο και αναφώνησε: «αυτό το σπίτι θα αποκτήσει ξανά την παλιά του αίγλη γαμώτο!» Και κάπως έτσι ξεκινήσαν, ο καθένας ξεχωριστά.

Ο Τζόνι βγήκε ανακουφισμένος απ’ το σπίτι. Εδώ έξω δεν ήταν φυλακισμένος μέσα σε τέσσερις τοίχους, αισθανόταν ελεύθερος. Το μονοπάτι που αγκάλιαζε τον εξωτερικό χώρο ήταν καλυμμένο με ξερά και σαπισμένα φύλλα, οι πλάκες που το αποτελούσαν ήταν ραγισμένες και σε πολλά σημεία σπασμένες ή λείπανε κομμάτια. Αποφάσισε να το ακολουθήσει και να μην πατήσει πάνω στο ξεραμένο χώμα. Προχώραγε προς τα αριστερά του κήπου, βλέποντας την περιοχή καλύτερα πείστηκε πως αυτό το κομμάτι γης πολύ δύσκολα θα ευημερούσε. Σημείωσε πως θα έπρεπε να σκάψουν όλη την έκταση και να αλλάξουν το χώμα αν ήθελαν να φυτρώσει τίποτα εδώ. Συνεχίζοντας πάνω στο μονοπάτι τώρα είχε φτάσει στην αριστερή μεριά του σπιτιού. Από το παράθυρο μπορούσε να δει την μεγάλη βιβλιοθήκη και μια γωνία του τζακιού. Ανατρίχιασε στην θύμηση του περιστατικού της πρώτης του μέρας σ’ αυτό το σπίτι. Έφτασε στο τέλος του μονοπατιού βυθισμένος στις σκέψεις του, όταν μπροστά του είδε μια ετοιμόρροπη ξύλινη κατασκευή. Ήταν ένα στρογγυλό κιόσκι, η οροφή του είχε καταρρεύσει και είχε σχηματίσει μια άμορφη μάζα από ξύλα. Θεώρησε πως δεν υπήρχε λόγος να πλησιάσει προς τα εκεί, το σημείωσε σαν επισκευή και γύρισε για να συνεχίσει την εξερεύνηση της δεξιάς μεριάς. Τότε ένιωσε μια παγωμένη αύρα πάνω στο σβέρκο του. Γύρισε απότομα πίσω μα δεν μπορούσε να δει κάτι. Η παγωμένη αύρα άρχισε να μετατρέπεται σε ένα ελαφρύ κάψιμο. Ο οξύς πόνος που ένιωθε έφτανε ως τα κόκκαλα. Δεν μπορούσε να καταλάβει από που προερχόταν. Το ελαφρύ κάψιμο γινόταν πιο έντονο με την ώρα και μια αόρατη θηλιά ξεκίνησε να τον σφίγγει. Γονάτισε πιάνοντας τον λαιμό του, προσπάθησε να ουρλιάξει μα από τις πιεσμένες του χορδές δεν μπορούσε να βγει ήχος, μόνο αχνοί λαρυγγισμοί. Οι ανάσες του έβγαινα κοφτές, μετά βίας μπορούσε να ανασάνει. Γονατισμένος καθώς ήταν αντίκρυζε το κιόσκι, προσπαθούσε να πάρει ανάσα μα η προσπάθεια δυσχέραινε την κατάστασή του. Η όρασή του άρχισε να θολώνει και τα μάτια του ήταν έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Εκείνη την στιγμή μπροστά του είδε το κιόσκι ολοκληρωμένο. Στο κεντρικό δοκάρι υπήρχαν δύο μεγάλες θηλιές φτιαγμένες από χοντρό σχοινί. Τα μάτια του είχαν κοκκινήσει όταν είδε να εμφανίζονται τρία άτομα, δύο κρεμασμένα από τις θηλιές και ένα ακόμη από κάτω με μαύρη κουκούλα να καλύπτει το πρόσωπό του. Προτού χάσει και την τελευταία του πνοή το σφίξιμο στον λαιμό του σταμάτησε. Εξουθενωμένος έπεσε πάνω στο ξεραμένο χώμα παίρνοντας λαίμαργες ανάσες. Ανάσανε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Έκατσε στα γόνατα και κοίταξε μπροστά του. Το κιόσκι και πάλι ήταν μια μεγάλη μάζα από ξύλα κα τίποτε παραπάνω.  

Ο Πιτ ανέβαινε τα σκαλιά προς τον δεύτερο όροφο γεμάτος θυμό. Προσπαθούσε να παραμείνει ήρεμος κατά την διάρκεια του πρωινού. Ήθελε να βρίσει τον Τζόνι, το ήξερε πως θα δημιουργούσε προβλήματα, μα όχι πως θα ήταν ξανά σε αυτή την κατάσταση. Του θύμιζε τις παλιές μέρες, όταν, σαν έφηβοι, είχε ξεκινήσει να αλλάζει ο χαρακτήρας του. Είχε ακριβώς την ίδια τρελή συμπεριφορά, του έφταιγαν τα πάντα και όλοι. Μα ο Πιτ γνώριζε, από τον πατέρα του, πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κακομαθημένο παιδί. «Αν νομίζει πως θα με διώξει μέσα από το σπίτι μου είναι πολύ γελασμένος!», μονολόγησε σφίγγοντας τις γροθιές του. Συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά προς τον τρίτο όροφο. Τώρα τα σκαλιά έτριζαν ακόμη πιο πολύ σε κάθε του βήμα. Προσπαθούσε να πατάει όσο πιο απαλά γινόταν, ένιωθε την σκάλα να κουνιέται. Σταμάτησε για λίγο και περίμενε, του είχαν απομείνει αλλά δέκα σκαλοπάτια να ανέβει, ξεροκατάπιε και οπλίστηκε με θάρρος, άλλωστε έπρεπε να το κάνει. Φτάνοντας στον τρίτο όροφο ανάσανε ανακουφισμένος. Αυτή η ετοιμόρροπη σκάλα θα έπρεπε να φτιαχτεί άμεσα, αν δεν ήθελαν να γκρεμοτσακιστούν κανένα βράδυ. Ένας διάδρομος επενδυμένος με μια φθαρμένη μοκέτα οδηγούσε σε μια κλειστή πόρτα. Η μοκέτα στο πάτωμα θύμιζε τρίχωμα αδέσποτου σκύλου, γεμάτη μπαλώματα, σε κάποια σημεία μπορούσε να διακρίνει το χρώμα και την ποιότητα ύφανσης και σε κάποια άλλα υπήρχαν μεγάλες τρύπες που από κάτω φαινόνταν το ξύλινο πάτωμα. Κρεμασμένα στον τοίχο, ως και την πόρτα, υπήρχαν πέντε κάδρα με πορτρέτα ζωγραφισμένα. Κάθε κάδρο είχε και διαφορετική διακόσμηση και σχεδιασμό, μα όλα ήταν φτιαγμένα από χρυσό. Ήταν όλα καλυμμένα με παχιά σκόνη που κάλυπτε σχεδόν όλο τον καμβά. Ο Πιτ καθώς προχωρούσε θαύμαζε τα περίτεχνα κάδρα και με το χέρι του απομάκρυνε την σκόνη για να δει καλύτερα τι απεικόνιζαν. Στον πρώτο κατά σειρά πίνακα είδε μια οικογένεια, αποτυπωμένη στον καμβά σε πόζα εποχής. Στο κέντρο καθόντουσαν μάλλον οι δύο γονείς, σε δύο μεγαλοπρεπείς καρέκλες που θύμιζαν θρόνους, η γυναίκα στα χέρια της κρατούσε ένα μωρό καλυμμένο με κουβέρτες και πλάι στον άντρα και την γυναίκα στεκόντουσαν δύο αγόρια. Ο Πιτ δεν γνώριζε ποιοι ήταν αυτοί, ίσως οι προηγούμενοι ένοικοι, δεν γνώριζε το ιστορικό του σπιτιού, μα του φάνηκε παράξενο να βρίσκονται στο σπίτι πίνακες των παλιών ενοίκων. Δεν έδωσε όμως σημασία, αυτός θα τους ξεφορτωνόταν. Προχώρησε προς την πόρτα ξεσκονίζοντας και τους υπόλοιπους πίνακες. Στην συνέχεια, σε καθ’ έναν πίνακα, υπήρχε κάθε μέλος της οικογένειας ξεχωριστά. Ο πατέρας, η μητέρα με το μωρό αγκαλιά και τα δύο παιδιά. Τα πρόσωπά τους ήταν ανέκφραστα και ο Πιτ σκιαζόταν όλο και πιο πολύ κοιτάζοντάς τα.

Είχε φτάσει έξω από την πόρτα, ή μάλλον αυτό που θύμιζε πόρτα. Στην πραγματικότητα ήταν σαν μια ξύλινη προέκταση του τοίχου. Αυτή η ξύλινη προέκταση ήταν διακοσμημένη με περίεργα χαραγμένα σύμβολα, δημιουργούσαν ένα είδος μοτίβου μα δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Πάνω της δεν υπήρχε πόμολο και κλειδαριά και δεν φαινόνταν να ανοίγει προς καμία κατεύθυνση. Μα ο Πιτ ήξερε πως κάτι υπήρχε από πίσω, μπορούσε να διακρίνει τις σχισμές επάνω και κάτω. Θυμόταν πως στα εργαλεία που είχαν έρθει είχε δει και ένα λοστάρι, σίγουρα θα έκανε την δουλειά, θα του έδινε πρόσβαση σε ό, τι υπήρχε εκεί πίσω. Κατέβηκε ξανά τα σκαλιά με προσοχή, το κούνημα γινόταν όλο και πιο έντονο, βρήκε τον λοστό και ανέβηκε ξανά προς την πόρτα. Έμπηξε με δύναμη τον λοστό πάνω στην ξύλινη επιφάνεια και άρχισε να σπρώχνει με δύναμη. Όσο και αν προσπαθούσε όμως δεν είδε να συμβαίνει κάτι. Απογοητεύτηκε μα δεν το έβαλε κάτω. Έβγαλε τον λοστό και με δύναμη τον έβαλε από την άλλη μεριά. Ένας ήχος πόνου ακούστηκε τότε, τόσο δυνατός και τόσο έντονος. Μα δεν ήταν ένας συνηθισμένος ήχος, αυτός διαπερνούσε το κορμί του Πιτ και χτυπούσε με βία τα εσωτερικά του όργανα. Προσπάθησε ξανά να σπρώξει με τον λοστό. Ακόμη ένας ήχος ακούστηκε, πιο πολύ σαν στριγκιά. Ο πόνος που ένιωθε μέσα του τον λύγισε, ένιωθε τα σωθικά του να θέλουν να βγουν μέσα απ’ το σώμα του, γονάτισε στο πάτωμα σφαδάζοντας αφήνοντας τον λοστό απ’ τα χέρια του. Με το που έπεσε και ο λοστός κάτω ο διαπεραστικός ήχος σταμάτησε και οι πόνοι που του τρυπούσαν τα εσωτερικά του όργανα διακόπηκαν ξαφνικά.

Σηκώθηκε με κόπο, ένιωθε το σώμα του πολύ εύθραυστο, έτοιμο να σπάσει. Δεν ήταν σίγουρος για το τι είχε συμβεί μα σίγουρα δεν ήθελε να δοκιμάσει ξανά να ανοίξει αυτή την περίεργη πόρτα. Τα είχε χάσει, και για πρώτη φορά, δεν ήξερε πως να διαχειριστεί την κατάσταση. Δεν ήξερε τι να κάνει γιατί δεν μπορούσε να γνωρίζει αν όλο αυτό το σκηνικό που βίωσε ήταν αληθινό ή κάποιου είδους παρενέργεια από την συσσωρευμένη μούχλα που βρισκόταν στο σπίτι.

Ο Τζόνι προσπαθούσε να συνέλθει ακόμα απ’ το σοκ. Ο λαιμός του ακόμα πόναγε, δεν είχε καταφέρει να πάρει μια σωστή ανάσα. Αυτό το σπίτι ενεργούσε επάνω του με πολύ βίαιο τρόπο, ένιωθε να κυλάει ξανά σε μονοπάτια σκοτεινά, τα οποία είχε διαβεί με πολύ πόνο ψυχής στο παρελθόν. Για το καλό του έπρεπε να φύγει. Όμως προς τα που, δεν γνώριζε την διαδρομή και τα λόγια του γέρο μπάρμαν αντηχούσαν ξανά και ξανά στο κεφάλι του ‘’… όποιος ανέβηκε στο λόφο Γκρίνγουντ δε κατέβηκε ξανά…’’. Μύθος ή αλήθεια δεν ήθελε να το ριψοκινδυνέψει. Εκτός των άλλων είχε και μια περιουσία εδώ που έπρεπε να διασφαλίσει. Έτσι όπως το έβλεπε, τι στο σπίτι τι έξω στο άγνωστο να προσπαθεί να βρει τον δρόμο του, η κατάληξη ήταν ίδια, θα πέθαινε…

Οπλίστηκε με θάρρος και ακολούθησε το μονοπάτι προς την δεξιά μεριά του κήπου. Δεν υπήρχε ίχνος από πράσινο, τα πάντα ήταν νεκρά, λες και ο θάνατος είχε ακουμπήσει με το σκελετωμένο χέρι του την περιοχή. Σκέφτηκε πως πολύ δύσκολα θα ξαναέφτιαχναν τον κήπο, ακόμα και αν άλλαζαν όλο το χώμα δεν ήταν σίγουρος πως θα φύτρωνε κάτι. Το όλο σκηνικό ήταν καταθλιπτικό και του προκαλούσε μια βαριά δυσφορία, σε κάθε κοίταγμα ένιωθε το στήθος του να πιέζεται όλο και πιο πολύ. Προς το τέλος της δεξιάς μεριάς του μονοπατιού είδε μία πέτρινη ποτίστρα. Ο κορμός της ήταν γκρεμισμένος σε  πολλά σημεία, και κάτι περίεργο εξείχε μέσα από την γούρνα. Την πλησίασε, χωρίς να θέλει στην πραγματικότητα, γεμάτος περιέργεια. Με το που αντίκρυσε το περιεχόμενο γέμισε με τρόμο και αηδία. Με το ζόρι κρατήθηκε για να μην αδειάσει το στομάχι του στο έδαφος. Η γούρνα ήταν γεμάτη με οστά. Δεν μπορούσε να καταλάβει ο Τζόνι από που προερχόντουσαν τα οστά, μα ήταν πολύ μικρά. Σκέφτηκε πως ίσως ήταν από κάποιο πουλί, μα δεν ήθελε να μείνει περισσότερο εδώ για να μάθει. Ήθελε να τελειώνει με την καταγραφή του κήπου. Τόσο μέσα όσο και έξω η κατάσταση ήταν ανυπόφορη γι’ αυτόν. Τα τελευταία μέτρα ως το τέλος του μονοπατιού τα διέσχισε πολύ γρήγορα, χωρίς να ρίχνει καμία ματιά τριγύρω του. Άλλωστε το ήξερε πως δεν θα έβλεπε καμιά εξόφθαλμη αλλαγή στο τοπίο. Στην άκρη του μονοπατιού υπήρχε ένα πηγάδι. Τα ξύλινα στηρίγματα για το καρούλι του κουβά ήταν εντελώς διαλυμένα και το πηγάδι ήταν σφραγισμένο με κάγκελα. Ο Τζόνι πλησίασε προς το πηγάδι, είδε την σιδερένια πόρτα που σφράγιζε το πηγάδι και παρατήρησε πως δεν υπήρχε κάποιος τρόπος για να την ανοίξει. Θα έπρεπε να τροχίσουν τα κάγκελα σκέφτηκε και το σημείωσε.

Είχε ακούσει κάποτε πως αν έριχνες ένα νόμισμα σε πηγάδι θα πραγματοποιόντουσαν οι ευχές σου. Γεμάτος σιγουριά πως αυτό το πηγάδι θα ήταν ένα πηγάδι των ευχών, έβγαλε από την τσέπη του ένα νόμισμα. Αφού ευχήθηκε να μην χειροτερέψει άλλο η κατάσταση και να βγει σώος από αυτή την δοκιμασία, έριξε το νόμισμα του μέσα στο πηγάδι. Με δεν άκουσε κανέναν παφλασμό ούτε ήχο. Έγειρε το κορμί του πάνω στα κάγκελα μήπως μπορέσει να δει κάτι. Εκείνη την στιγμή ένιωσε ένα αόρατο χέρι να τον τραβάει απ’ τον γιακά και ο ίδιος να ξαπλώνει πάνω στα κάγκελα. Τα ένιωσε να υποχωρούν και άρχισε να ουρλιάζει για βοήθεια. Για άλλη μια φορά δεν έβγαινε κανένας ήχος απ’ το στόμα του. Το αόρατο άγγιγμα δεν τον άφηνε, τον χτυπούσε με δύναμη πάνω στα κάγκελα. Ο πόνος ήταν αφόρητος, μα πιο έντονος ήταν ο τρόμος που ένιωθε στην σκέψη πως μπορεί να πέσει μες στο πηγάδι. Τότε μια υπόγεια και στεντόρεια φωνή ακούστηκε, στο άκουσμά της ο Τζόνι παρέλυσε.

«ΦΥΓΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΕΔΩ!»

«ΦΥΓΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΕΔΩ!»

«ΦΥΓΕΤΕ ΑΜΕΣΩΣ Ή ΕΛΑΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ»

Η φωνή σταμάτησε και το αόρατο χέρι πέταξε τον Τζόνι στο έδαφος. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, ένιωθε το κορμί του να καταρρέει, κουλουριάστηκε και άρχισε να κλαίει. Ένιωθε να κυλάει ξανά στα μονοπάτια που με κόπο είχε καταφέρει να ξεφύγει. Φοβόταν πολύ, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αν έπρεπε και πάλι να το βάλει στα πόδια.


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα