Μαρεστάν

 



Αυτή η εικόνα μου κληρώθηκε για να εμπνευστώ μια ιστορία, στο καινούργιο δρώμενο "mini σκυτάλη #1" που φιλοξενεί η Μαίρη του Γήινη Ματιά, αυτή είναι η δική μου ιστορία.



Μαρεστάν


Το ξυπνητήρι χτύπαγε ανελέητα, την προκαθορισμένη ώρα. Ο ήχος του μου τρυπούσε το κρανίο, μα δεν είχα την δύναμη να σηκώσω το χέρι μου και να το σταματήσω. Η χθεσινοβραδινή κραιπάλη έβγαλε τον εαυτό μου νοκ-άουτ.

Έπρεπε να σηκωθώ όμως, η υπόθεση δεν θα λυνόταν μόνη της. Κατέβαλα κάθε μου προσπάθεια για να το σταματήσω και στην συνέχεια να σύρω το κορμί μου απ’ το κρεβάτι. Ο θεός δηλαδή να το κάνει κρεβάτι, μια ξύλινη τάβλα με μια φλοίδα στρώματος, αντίκρυ από το ξύλινο (απομίμηση) γραφείο μου. Δεν χρειαζόταν να ντυθώ, πάντα προνοούσα να κοιμάμαι με τα ρούχα, έτσι ώστε να ξυπνάω έτοιμος για δράση. Η αλήθεια είναι πως όποιος έβλεπε την κατάσταση του γραφείου μου και την δική μου, φυσικά, θα νόμιζε πως είμαι κάποιος φαντασμένος μπεκρής. Όμως ήμουν καλός στην δουλειά μου διάολε, αυτό και η παρατεταμένη αχρηστία της τοπικής αστυνομίας να φέρει εις πέρας και την πιο οφθαλμοφανής και εύκολη υπόθεση. 

Το κεφάλι μου γύρναγε σβούρες και ένιωθα τα πόδια μου να μην αντέχουν το βάρος μου. Η λύση ήταν μία. Αφού έριξα μπόλικο νερό στα μούτρα μου, απέκτησα μια πιο φυσιολογική όψη, αποφάσισα να φτιάξω το αναζωογονητικό ρόφημα, ελιξίριο για τα πάντα όπως έλεγε η μάνα μου. Η πράσινή του όψη και η σβολώδης υφή του δεν σου άνοιγε την όρεξη για να το πιείς, μα ενεργούσε άμεσα και έτσι όλα μες στο κορμί μου είχαν αποκατασταθεί ως δια μαγείας.

Πήγα στο γραφείο, άναψα ένα τσιγάρο άφιλτρο, και είδα τον φάκελο που μου είχαν φέρει χθες το απόγευμα. Δεν γνωρίζω ποιος τον έφερε μιας και τον βρήκα έξω απ’ την πόρτα μου. Κάποιος χτύπησε μα δεν τον πρόλαβα, ούτε καν μια κλεφτή ματιά. Ο αποστολέας ήταν κάποιος Σαμ Τένιους, δεν τον ήξερα και δεν συνήθιζα να αναλαμβάνω αποστολές από αγνώστους, μα η γενναιόδωρη αμοιβή που ήδη ήταν στον λογαριασμό μου άξιζε για μια φορά να παρακάμψω τον κανόνα μου. Η υπόθεση απλή, ήταν μια απλή παρακολούθηση με τα απαραίτητα φωτογραφικά ντοκουμέντα, να εντοπίσω την γυναίκα του που τον ήταν σίγουρος πως τον απατούσε και να του παρέχω επαρκή στοιχεία ώστε να την χωρίσει χωρίς να τον μαδήσει οικονομικά. Μες στον φάκελο υπήρχε και μια φωτογραφία της. Δεν ήταν πρόσφατη μα δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο Σαμ Τένιους είχε πετύχει τζακποτ με αυτόν το γάμο. Με τα δίκια του ζήλευε λοιπόν. Και εγώ με την σειρά μου ζήλευα αυτόν, που είχε μια τόσο όμορφη γυναίκα στο πλάι του.

Από την μικρή μου, μα έντονη, πείρα με τις γυναίκες μπορούσα να καταλάβω πως μια γυναίκα που φτάνει στο σημείο να απατήσει τον πλούσιο άντρα της, είτε έχει προβλήματα στο “κρεβάτι”, είτε κακοποιούταν. Όποιο απ’ τα δύο και αν ήταν όμως, δεν ήταν δικό μου πρόβλημα. Εγώ είχα μια συγκεκριμένη αποστολή και είχα σκοπό να την ολοκληρώσω. Άλλωστε φοβόμουν κιόλας. Άνθρωποι σαν τον Σαμ Τένιους, που αποπληρώνουν άμεσα ένα τετραψήφιο ποσό με άνεση, δεν έχουν καμιά αναστολή να “εξαφανίσουν” όποιον τους απογοητεύσει.  

Ήξερα που έπρεπε να πάω, όλες οι παράνομες σχέσεις αργά ή γρήγορα κατέληγαν σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Ήταν το περίφημο, πρώην, “Seasons”, τώρα διαμορφωμένο και παραμέλημένο, με την ολοκαίνουργια, γεμάτη νοήματα, νέον πινακίδα του “Mischiefs”. Δεν ήθελα να γίνω αντιληπτός από κανέναν, το να ξεκινήσω να κάνω ερωτήσεις θα ήταν καταστροφικό για την υπόθεση. Έπρεπε να κάνω υπομονή, άλλωστε είχα καλυφθεί οικονομικά υπέρ του δέοντος, οπότε και να έκανα λάθος δεν ήταν και κάτι το σημαντικό, θα προχωρούσα στο επόμενο ξενοδοχείο. Σκεφτόμουν πως η όλη υπόνοια πως μπορεί να κάνει τις απιστίες της σε ξενοδοχείο δεν έστεκε, θα μπορούσε κάλλιστα να πήγαινε με το φλερτ της στο σπίτι του, μα, το ένστικτό μου ήταν σίγουρο γι’ αυτήν την προσέγγιση. Ποτέ δεν έκανε λάθος το ένστικτό μου.

Η πρώτη νύχτα όμως δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Το ίδιο και η επόμενη, και η μεθεπόμενη και οι υπόλοιπες πέντε ημέρες. Δεν το έβαζα κάτω όμως. Τα ξενοδοχεία στον κατάλογό μου είχαν εξαντληθεί, όμως δεν θα αγνοούσα έτσι εύκολα το ένστικτό μου, μπορεί να μην είχα σταθεί τυχερός την πρώτη φορά. Έτσι η νέα εβδομάδα με ξανάφερε έξω από το πρώτο ύποπτο ξενοδοχείο ελπίζοντας να την δω, να τραβήξω τις απαραίτητες φωτογραφίες και να αποδεσμευτώ από αυτήν την υπόθεση. Δεν ξέρω γιατί, μα και μόνο η σκέψη των ακατονόμαστων πράξεων που θα μπορούσε να κάνει ο Σαμ Τένιους, με ανησυχούσε και με τρόμαζε.

Η νύχτα ήταν κρύα, ο θερμός με τον καφέ και το ελάχιστο κονιάκ μέσα με κρατούσε ζεστό, θαρρώ ήμουν τυχερός που δεν έβρεχε. Όταν το φεγγάρι ξεκίνησε να πέφτει μαζί με το ηθικό μου, αποφάσισα πως είχα περάσει άλλη μία άσκοπη βραδιά παρακολούθησης του τίποτα. είχαν μπαινοβγεί δεκάδες παράνομα ή μη ζευγαράκια, μα όχι εκείνη που ζητούσα. Άρχισα να ξεμοντάρω τον φακό υψηλής εστίασης, όταν την είδα μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου. Θεέ μου, ήταν όντως πανέμορφη! Ήταν μονάχη της, φορούσε ένα υπέροχο κόκκινο φουστάνι που διέγραφε απόλυτα τις καμπύλες της, και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ήταν πολύ περιποιημένη, τα μαλλιά της δεμένα σε ένα μεγαλοπρεπή κότσο, τα κοσμήματά της να ενισχύουν την λάμψη της, τα λευκά γάντια της και το μικρό μαύρο τσαντάκι της να αποπνέουν μια έντονη βαμπ θηλυκότητα, το σύνολο ολοκληρωνόταν με τις πανύψηλες μαύρες γόβες της. Το ντύσιμό της σίγουρα δεν φανέρωνε μια γυναίκα που θα ολοκλήρωνε την παράνομη σχέση της σε ένα ξενοδοχείο ημιδιαμονής, όμως τι ήξερα και γω από αυτά;

Προσάρμοσα πάλι τον φακό στην κάμερα και άρχισα να την παρακολουθώ βήμα-βήμα, όσο φυσικά μου επέτρεπαν οι τοίχοι. Δύο φορές άλλαξα θέση, προσέχοντας πάντα να μην γίνω αντιληπτός από κάποιον. Στο ακριανό δωμάτιο του τρίτου ορόφου είδα τα φώτα να ανάβουν. Εστίασα προς το παράθυρο. Έβλεπα την σκιά της λυγερόκορμης σιλουέτας την να κινείται στον χώρο, μου δημιουργούσε μια έντονη έξαψη μα έπρεπε να παραμείνω αθέατος και αμέτοχος. Άνοιξε το παράθυρο και τότε την είδα καθαρά μέσω του φακού μου, να καπνίζει το τσιγάρο της με τόση φινέτσα, κάθε της κίνηση εξέπεμπε κάτι το αισθησιακό. Ήταν μια γυναίκα με τα όλα της, μα με ένα τεράστιο ελάττωμα δυστυχώς. Φύσηξε τον καπνό της τελευταίας της ρουφηξιάς και πέταξε την γόπα κάτω. Πριν κλείσει το παράθυρο γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος μου. Τρομοκρατήθηκα, ήταν πιθανών να με είχε δει; Ήμουν πολύ καλά κρυμμένος. Μα εκείνη έκλεισε το παράθυρο και συνέχισε να κινείτε μες στο δωμάτιο, ηρέμισα και υπέθεσα πως απλώς χάζευε τα παιχνίδια που έπαιζαν οι σκιές στο πεζοδρόμιο από τα έντομα πάνω στο μοναχικό φανάρι.

Για τα επόμενα δέκα λεπτά δεν παρατήρησα καμία κίνηση, όμως στην είσοδο του κτιρίου είδα να πλησιάζει ένας άντρας. Φορούσε μαύρη καμπαρντίνα και μια καφέ φεντόρα, ήταν και αυτός μονάχος του. Κουβαλούσε μια βαλίτσα μαζί του. Μου κίνησε την περιέργεια. Ποιος ερχόταν σε τέτοιο ξενοδοχείο μόνος του και ντυμένος έτσι; Σίγουρα κάποιος που δεν ήθελε να κινήσει υποψίες. Ο παράξενος άντρας μπήκε στο δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Μπορούσα να δω με τον φακό μου δύο φιγούρες τώρα να κινούνται μες στον χώρο. Σίγουρα ήταν μαζί, μα δεν μπορούσα από δω που βρισκόμουν να κάνω τίποτα. Έπρεπε να πλησιάσω πιο κοντά, να πλησιάσω όμως χωρίς να γίνω αντιληπτός. Η εξωτερική σκάλα θα με βοηθούσε να φτάσω στον τρίτο όροφο. Από κει όμως θα έπρεπε να ισορροπήσω στο πρεβάζι και να φτάσω το δωμάτιό της.

Ισορροπούσα με δυσκολία, όμως ήμουν στην ιδανική θέση για να τραβήξω τις πολύτιμες φωτογραφίες. Παρέμεινα σκυφτός και με προσοχή ανέβασα λίγο το κεφάλι μου. Ήταν και οι δύο γυμνοί, έπαιζαν ένα μεθυστικό παιχνίδι των φιλιών, και μεθυσμένοι από την ηδονή ξάπλωσαν στο υπέρδιπλο κρεβάτι. Τα ρούχα τους βρισκόντουσαν άναρχα πεταμένα στο πάτωμα. Το κλείστρο ανοιγόκλεινε συνεχώς, αποθανατίζοντας την απαγορευμένη συνεύρεση. Εκείνος βρισκόταν από πάνω της, μπαινόβγαινε ρυθμικά μέσα της, μπορούσα να ακούσω την φωνή της ακόμα και με κλειστό παράθυρο. Φούντωσα από την έξαψη μα προσπάθησα να συγκρατήσω τις ορμές μου. Και τότε είδα κάτι που δεν θα ήθελα ή δεν θα έπρεπε να δω. Ήταν τρομακτικό και περίεργο, μα προσπάθησα να παραμείνω ακλόνητος και να αποθανατίζω την κάθε εφιαλτική στιγμή. Πλοκάμια τεράστια βγήκαν απ’ το πρόσωπό της, από το στόμα και τα μάτια της. Κάλυψαν τον έντρομο άντρα, που μόλις είχε έρθει στην κορύφωση, και εισέβαλαν στο κορμί του από κάθε σπιθαμή. Μπορούσα να δω τα πλοκάμια να κινούνται μέσα του. Ήξερα πως έπρεπε να κρατήσω την μηχανή όσο πιο σταθερή γινόταν, όσο και αν ήθελα να τρέξω μακριά στην πραγματικότητα. Καθώς τα πλοκάμια κινούταν μέσα του έβλεπα το κορμί του να αποστραγγίζεται. Πραγματικά δεν υπήρχαν λόγια να περιγράψουν αυτό που έβλεπα. Τα πλοκάμια αποσύρθηκαν ξανά προς το κορμί της μονάχα όταν ρούφηξαν και την τελευταία ζωτική ουσία μέσα απ’ το κορμί του άτυχου θύματος. Πλέον από πάνω της υπήρχε μόνο μια ανθρώπινη δερμάτινη στολή.

Παρέμεινα αποσβολωμένος στην θέση μου, δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο πέρα απ’ τα άτονα κλικ της μηχανής. Είχα αποθανατίσει όλο το αποτρόπαιο θέαμα και αναρωτιόμουν για πιο λόγο μου είχαν αναθέσει αυτή την υπόθεση. Σίγουρα ο Σαμ Τένιους θα γνώριζε τι είδους φίδι διατηρεί στον κόρφο του. Την είδα να παραμερίζει το πτώμα από πάνω της και να σηκώνεται από το κρεβάτι, ήταν μες στα αίματα και ήξερα πως δεν ήταν δικά της. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ευχόμουν όχι τόσο δυνατά για να της τραβήξω την προσοχή. Έπρεπε να φύγω, με τον ίδιο τρόπο, διάολε θα πηδούσα και τους τρεις ορόφους για να ξεφύγω. Μα το γυμνό θέαμα ήταν συγκλονιστικό, δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Την είδα να φορά πρόχειρα το κόκκινο φουστάνι της, θεέ μου τι συγκλονιστικό θέαμα. «Έπρεπε να φύγω, έπρεπε να φύγω…», άκουγα την εσώτερη φωνή μου να μου λέει, μα δεν μπορούσα να αποτραβηχτώ. Ούτε ακόμα όταν εκείνη γύρισε προς το μέρος μου και άρχισε να με πλησιάζει.

Έφτασε μπροστά μου, το βλέμμα της -αυτά τα υπέροχα μάτια με μια σπάνια και περίεργη απόχρωση, γαλάζια με μια υποψία κόκκινου- με μαγνήτισε και καθήλωσε το κορμί μου, δεν μπορούσα να κινήσω ούτε έναν μυ. Ένιωσα τότε το σώμα μου να αλλάζει, κάτι να εισχωρεί μέσα του, μα δεν ένιωσα πόνο παρά μια απεριόριστη δύναμη να με κατακλύζει, σαν ωστικά κύματα, ξανά και ξανά. Ώσπου έχασα τις αισθήσεις μου και μπροστά μου έβλεπα το απόλυτο σκοτάδι.

Ένιωθα κάτι να με σκουντάει επανειλημμένα, καταντούσε εκνευριστικό. Άνοιξα τα μάτια μου για να δω πάνω απ’ το κεφάλι μου μια γέρικη φιγούρα. Η μορφή του μου προκαλούσε τρόμο και  δέος, μαζεύτηκα σε μια γωνιά. Βρισκόμουν γυμνός σε ένα άγνωστο χώρο, κάτι που ενέτεινε τον τρόμο μου. Ο άντρας που με κοίταζε φορούσε ένα μαύρο κοστούμι, κρατούσε ένα μπαστούνι με χρυσό ρόπτρο, στο χέρι του φορούσε ένα δαχτυλίδι με ένα πελώριο κόκκινο ρουμπίνι, το πρόσωπό του ήταν γεμάτο ρυτίδες και το όλο του παρουσιαστικό είχε κάτι το δαιμονικό. Με πλησίασε και συστήθηκε ως Σαμ Τένιους. Τον κοίταξα ξανά μα δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Με επιβράβευσε για την άριστη δουλεία μου και τις αδιάσειστες αποδείξεις που είχα καταφέρει να βρω ή μάλλον να αποθανατίσω. Και πάλι ήθελα να τον ρωτήσω, να του φωνάξω για τα φρικιαστικά πράγματα που είχα δει, μα και πάλι δεν μπορούσα να βρω την δύναμη να το κάνω. Τότε άκουσα την πιο τρελή ιστορία από το στόμα του, ένα κακόγουστο αστείο σίγουρα.

«Κατάφερες λοιπόν να ολοκληρώσεις την αποστολή σου. Η γυναίκα που είδες ενεργεί για εμένα, όμως ο χρόνος της τελείωσε, έπρεπε ο Μαρεστάν να μπει σε άλλο κέλυφος για να συνεχίσει να κάνει αυτά που εγώ προστάζω. Από δω και πέρα ο υπόλοιπος χρόνος σου πάνω στην γη θα ορίζεται από τις ψυχές που θα καταναλώνει ο Μαρεστάν μέσα σου. Θα πρέπει να τον θρέφεις συνέχεια, οι ψυχές που καταναλώνει γίνονται οι πιο πειθήνιοι δούλοι μου. Αν αποτύχεις ο Μαρεστάν θα καταναλώσει εσένα.  Ο χρόνος σου ξεκινά από τώρα, ελπίζω να ικανοποιήσεις τις απαιτήσεις μου και τις ορέξεις του».

Και έτσι απλά, με τρία χτυπήματα του μπαστουνιού του, εξαφανίστηκε. Παρέμεινα να κοιτάζω το τίποτα. Δεν ήξερα πως έπρεπε να ενεργήσω από δω και πέρα, μα μπορούσα να νιώσω κάτι μέσα μου να κινείτε με βία. Ξαφνικά ένιωσα μια ακατάσχετη πείνα, μα όχι για κανονικό φαγητό. Φοβόμουν πολύ, δεν ήθελα να κάνω τίποτα από όλα αυτά που είχα ακούσει, μα έπρεπε, αν δεν ήθελα να βρω έναν φρικτό θάνατο απ’ ό,τι βρισκόταν μέσα μου. Το κυνήγι μόλις είχε ξεκινήσει.

 

 Τέλος





Σχόλια

Τα καλύτερα