Η χαμένη διαθήκη - 4

 


4.

 

Το βράδυ πέρασε και μια νέα ήμερα ξημέρωσε στον λόφο του Γκρίνγουντ. Ο Πιτ σηκώθηκε και τεντώθηκε, παρότι είχε κοιμηθεί στον καναπέ ένιωθε αναζωογονημένος. Κοίταξε γύρω τον χώρο και θαύμασε την αρχιτεκτονική του καθώς και τις τεράστιες βιβλιοθήκες, που σίγουρα είχαν δει καλύτερες μέρες με τα ράφια τους γεμάτα πολυτελείς τόμους και σπάνια βιβλία. Το καθιστικό έζεχνε και έτσι αποφάσισε να ανοίξει το παράθυρο για να μπει καθαρός αέρας. Τράβηξε με προσοχή τις φθαρμένες και σκοροφαγωμένες κόκκινες κουρτίνες, ένας λαμπρός ήλιος έστεκε έξω που τον τύφλωσε, το απασφάλισε και άνοιξε το παράθυρο. Η πρωινή αύρα χτύπησε το πρόσωπό του και τον έκανε να ανοίξει τελείως τα μάτια του.

Φώναξε δυνατά να ξυπνήσει ο Τζόνι. Μην παίρνοντας απάντηση παρατήρησε πως εκείνος δεν βρισκόταν στον καναπέ που είχε πλαγιάσει το προηγούμενο βράδυ. Ξαναφώναξε το όνομα του, ήλπιζε όμως πως ο χθεσινός του φόβος θα τον είχε κάνει να το βάλει στα πόδια, έστω και αν ήταν νύχτα. Αμέσως όμως θυμήθηκε τα λόγια του μπάρμαν, πως κανένας δεν είχε καταφέρει να κατέβει από τον λόφο. Ένιωσε μια πρωτόγνωρη θλίψη για την σκέψη του, μα αμέσως διαλύθηκε σαν σκέφτηκε πως αυτά ήταν λόγια ενός γέρο-τρελού, άλλωστε ο Λου μια χαρά έκανε αυτή την διαδρομή χωρίς να πάθει τίποτα.

Η φωνή του Τζόνι ακούστηκε από το βάθος, κάτι που τον έκανε να νιώσει ανακούφιση. Παράξενα συναισθήματα τον κατέκλυζαν, είχε να νιώσει έτσι εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν σίγουρος πως αυτή η έκρηξη συναισθημάτων οφειλόταν στο ότι βρισκόταν στον ίδιο χώρο με τον αδερφό του. Δεν του άρεσε καθόλου αυτή η αίσθηση, ήθελε να ξεμπερδεύει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

Βρήκε τον Τζόνι να στέκεται όρθιος στην βάση της σκάλας στην κεντρική σάλα. Φαινόταν ανήσυχος και άγρυπνος, τα μάτια του μετά βίας τα κρατούσε ανοιχτά και οι κόρες των ματιών του είχαν βαφτεί κόκκινες. Ήθελε να χαρεί μα πάλι αυτό το αίσθημα λύπης για τον αδερφό του του χαλούσε την χαρά του. Τον ρώτησε παρόλα αυτά τι του συνέβαινε.

«Δεν άκουσες εσύ τίποτα χθες;», τον ρώτησε ο Τζόνι με έναν εμφανή λυγμό στην φωνή του.   

«Να ακούσω τι; Έκανα έναν τέλειο ύπνο, αναλογουμένος τις συνθήκες».

«Ήταν παντού… το ορκίζομαι…»

Ο Πιτ αναστέναξε και έβαλε το χάρι του στον ώμο του Τζόνι.

«Ηρέμισε τώρα. Έχουμε δουλειά μπροστά μας. Είμαι σίγουρος πως η νύχτα και το μυαλό σου έπαιζαν παιχνίδια. Τώρα είναι μια νέα μέρα, θα εξερευνήσουμε το σπίτι και θα δεις πως δεν υπάρχει τίποτα να φοβάσαι», του είπε ο Πιτ με συγκαταβατικό τρόπο και σχεδόν αδερφικό. Δεν εννοούσε φυσικά τίποτα απ’ όλα αυτά. Κατά βάθος δεν ήθελε να ηρεμίσει καθόλου, του έσπαγε τα νεύρα όλη αυτή η υστερία, μα όντας ανήσυχος ο αδερφός του θα του άδειαζε την γωνιά μια ώρα αρχύτερα.

Πρώτη τους κίνηση ήταν να βρουν κάποιο μέσο επικοινωνίας. Θα έπρεπε να οργανώσουν προμήθειες και υλικά για τις επόμενες μέρες. Και οι δύο μαζί ανέβηκαν τα σκαλιά προς τον δεύτερο όροφο. Ο Τζόνι δεν ήθελε να ακολουθήσει τον αδερφό του, μα συμφώνησε με την προϋπόθεση να μην χωρίζονταν ξανά. Ο Πιτ ξεκίνησε να ανεβαίνει με τον Τζόνι να ακολουθεί από πίσω. Κρατιόντουσαν γερά από την χειρολαβή, ήταν σκαλιστή με ένα περίτεχνο και πολύπλοκο σπειροειδές σχέδιο, ανέβαιναν ένα-ένα τα σκαλιά. Σε κάθε τους βήμα η σκάλα έτριζε και αισθανόντουσαν ένα ανεπαίσθητο κούνημα, σαν η σκάλα να βρισκόταν στον αέρα.

Ο Πιτ ανέβαινε ένα-ένα τα σκαλιά χωρίς να δίνει ιδιαίτερη σημασία στους θορύβους που έβγαιναν. Δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τον Τζόνι. Η χθεσινή νύχτα και η αυπνία τον είχαν καταβάλει, σωματικά και ψυχολογικά. Προσπαθούσε να ηρεμίσει, χωρίς ορατά αποτελέσματα, μετρώντας τα σκαλιά που ανέβαιναν με κομμένη την ανάσα. Πολύ θα ήθελε να μοιραζόταν με κάποιον την εμπειρία του, κάποιον που θα μπορούσε να τον καταλάβει και να τον πιστέψει. Δυστυχώς όμως ένας τέτοιος άνθρωπος δεν βρισκόταν τώρα μαζί του, ήταν εδώ με τον αδερφό του ο οποίος δε φημιζόταν για την εμπάθεια του προς άλλους, ιδιαίτερα όμως προς τον ίδιο. Όταν πάτησε το πόδι του στον δεύτερο όροφο, είχε ήδη μετρήσει 53 σκαλοπάτια, σταμάτησε να μετράει και ξεφύσηξε ανακουφισμένος. 

Συγκριτικά με το ισόγειο ο δεύτερος όροφος ήταν πολύ λιτός. Ένας κεντρικός διάδρομος ένωνε δύο δωμάτια. Η ξεφτισμένη μπογιά στον τοίχο του διαδρόμου φανέρωνε πως τις καλές εποχές ήταν βαμμένος με ένα περίεργο κεραμιδί χρώμα. Κρεμασμένα στον τοίχο υπήρχαν τέσσερα κάδρα με σκόνη χρόνων να τα καλύπτει. Στο ταβάνι κρεμόταν ένας πολυέλαιος σχεδόν κατεστραμμένος και έτοιμος να καταρρεύσει. Το μοναδικό πράγμα που τον συγκρατούσε ήταν ένα ενισχυμένο σύρμα στήριξης που με την σειρά του συγκρατιόταν από το ταβάνι, όπως παρατήρησε πολύ προσεκτικά ο Πιτ. Το ταβάνι ήταν από μόνο του ένα έργο τέχνης, με περίτεχνα χρυσά διακοσμητικά να το πλαισιώνουν σε όλο το μήκος.

«Τζόνι αυτά πρέπει να είναι τα δωμάτιά μας απ’ ότι φαίνεται», είπε ο Πιτ δείχνοντας με το χέρι του τις δύο αντικριστές πόρτες.

«Ούτε να το σκέφτεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση να χωριστούμε», φώναξε ο Τζόνι χάνοντας την ψυχραιμία που είχε πετύχει με το μέτρημα των σκαλοπατιών.

«Κάποια στιγμή αδερφέ θα έρθει η ώρα που θα χωριστούμε. Στο λέω για να το ξέρεις. Και…»

Τον Πιτ διέκοψε ο ήχος μιας καμπάνας που προερχόταν από τον εξωτερικό χώρο. Απευθυνόμενος πιο πολύ στον εαυτό του αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να είχε έρθει προς τα ‘δω. Κατέβηκε τα σκαλιά γρήγορα μα προσεκτικά, ο Τζόνι τον ακολούθησε μα τώρα δεν μπορούσε να τα μετρήσει ώστε να ηρεμίσει, προσπαθούσε να πατάει εκεί που είχε πατήσει πριν ο Πιτ, αφού εκείνος δεν είχε πέσει δεν θα έπεφτε ούτε ο ίδιος σκέφτηκε.

Όταν βγήκαν έξω είδαν έκπληκτοι πως πίσω από την πύλη ήταν ο μουγγός Λου. Αυτή την φορά είχε έρθει με μια καρότσα γεμάτη πράγματα. Κοιταχτήκαν τα αδέρφια μεταξύ τους και χαμογέλασαν, ο καθένας φυσικά για τους δικούς του λόγους. Ο Πιτ είχε καταφέρει να δει ένα λαχταριστό χοιρομέρι να ξεπροβάλει από μια γωνιά του καλύμματος της καρότσας, ο Τζόνι έβλεπε μπροστά του το μέσο για να φύγει από αυτό το μέρος, όσο και αν του στοίχιζε. Αυτόματα όμως σκέφτηκε πως τότε θα παραχωρούσε το μοναδικό πράγμα που τους είχε αφήσει ο πατέρας τους, τότε ίσως και να δικαίωνε την στάση που κρατούσε ο αδερφός του απέναντί του. Αυτά σκεφτόταν και αμέσως έδιωξε μακριά τις σκέψεις φυγής.

Άνοιξαν την πύλη κάνοντας άκρη για να οδηγήσει ο Λου την καρότσα προς το σπίτι. Όμως ο Λου είχε ήδη κατέβει και έλυνε το πλαστικό κάλυμμα. Ο Τζόνι τον κοίταξε με απορία, μια τον Λου και μια τα πολλά πράγματα που υπήρχαν στην καρότσα υπονοώντας για το πως θα τα μετέφεραν ως το σπίτι. Ο Λου κατανοώντας την έκπληξη στα πρόσωπά τους γύρισε και τους κοίταξε, κάνοντας νοήματα μια έδειξε τον εαυτό του και μια το σπίτι και μετά κούνησε αρνητικά το χέρι του. Την τρίτη φορά που επανέλαβε το μοτίβο τον διέκοψε ο Πιτ λέγοντας, «ναι, ναι μουγγέ μπάσταρδε, το καταλάβαμε, δεν θες να βοηθήσεις».

Τα πράγματα ήταν πολλά και διάφορα. Από διάφορες εκλεκτές προμήθειες ως εργαλεία και υλικά επισκευής. Τους φαινόταν περίεργο για το ποιος είχε στείλει τα πράγματα που χρειαζόταν μα δεν υπήρχε κανείς να τους δώσει μια απάντηση. Όταν τελείωσαν με το κουβάλημα ο Λου τους περίμενε καθισμένος στην θέση του οδηγού, τους έκανε νόημα να πλησιάσουν. Σαν έφτασαν δίπλα του εκείνος έβγαλε έναν φάκελο από την εσωτερική τσέπη και τον έδωσε στον Πιτ. Εκείνος τον πήρε και τον άνοιξε με το βλέμμα του να μην έχει φύγει ούτε εκατοστό από τον Λου. Έβγαλε το γράμμα και ξεκίνησε να το διαβάζει δυνατά: «Κύριοι Πιτ και Τζόνι Χόφερμαν, ελπίζω η πρώτη νύχτα σας στο σπίτι να ήταν ήρεμη. Σας στέλνω προμήθειες επαρκείς για έναν μήνα και υλικά που τυχόν θα χρειαστείτε για τις εργασίες σας. Επειδή τρόπος επικοινωνίας δεν υπάρχει μες στο σπίτι, αυτό δέστε το σαν ένα τελευταίο δώρο από τον εκλιπόντα πατέρα σας. Φιλικά δικός σας Φίλιπ Άντερσον».

«Ο ξιπασμένος συμβολαιογράφος! Ποιο τελευταίο δώρο, το μοναδικό ήθελε να γράψει!», φώναξε ο Πιτ εκνευρισμένος τσαλακώνοντας το γράμμα και το φάκελο και πετώντας τα στο έδαφος. Ξεστόμισε αδέσποτες βρισιές και προχώρησε προς το σπίτι. Ο Τζόνι πήγε να τον ακολουθήσει μα ο Λου τον σταμάτησε πιάνοντάς τον απ’ τον ώμο. Από την τσέπη του τότε έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί και του το έδωσε, δεν τον άφησε όμως να το ανοίξει. Έβαλε τις ιδρωμένες παλάμες του στο μέτωπό του Τζόνι και έκλεισε τα μάτια του. Ο Τζόνι ένιωσε μια μαγική ενέργεια να το διαπερνά, μια ενέργεια που τον γέμιζε κουράγιο. Ο Λου μετά από αυτήν την πράξη κοίταξε μπροστά και με μια απότομη κίνηση των γκεμιών τα άλογα ξεκίνησαν χλιμιντρίζοντας και οδήγησε την καρότσα προς τον κακοτράχαλο δρόμο της επιστροφής. Ο Τζόνι τότε ξεδίπλωσε το χαρτί που του είχε δώσει και διάβασε το ανορθόγραφο περιεχόμενό του.

«Σας παρακαλλό προσέχται πολί. Μην τιφλωθητε από το σπιτι. Μην προσπαθισετε να φίγετε ούτε και να απαντίσετε στις φονές».

Προβληματισμένος ο Τζόνι κίνησε προς το σπίτι. Θα μπορούσε να δείξει το μήνυμα στον Πιτ, μα δεν θα είχε κανένα νόημα, σίγουρα θα το έσκιζε και θα τον χλεύαζε υποτιμητικά. Αποφάσισε να το κρατήσει για τον εαυτό του, άλλωστε του το είχε δώσει ο μουγγός Λου, δεν τον ήξερε και ούτε γνώριζε αν θα μπορούσε να τον εμπιστευτεί.

Ο Τζόνι βρήκε τον Πιτ να κρατά ένα σφυρί στα χέρια του. Ήταν ακόμα νευριασμένος από το μήνυμα που είχε στείλει ο συμβολαιογράφος, δεν μπορούσε να χωνέψει με τίποτα πως ο πατέρας τους είχε τολμήσει να τους αγνοήσει τόσο επιδεκτικά και το κυριότερο, να παρουσιάζει τον εαυτό του ως σωτήρα. Μα και πάλι ο Πιτ ήταν νευριασμένος επί συνεχή βάση.

«Βρήκα αυτό το σφυρί, ευγενική χορηγία του μεγαλόκαρδου πατέρα μας», είπε μειδιώντας, «θα πάω να δω σε τι κατάσταση είναι το κελάρι. Προσπάθησε να ξεχωρίσεις τα τρόφιμα από τα εργαλεία, εντάξει;» Ο Τζόνι συμφώνησε σιωπηλά και ο Πιτ πέρασε την πόρτα της κουζίνας.

Μπροστά από την πόρτα που ανέδιδε εκείνο το άρωμα αποσύνθεσης, έφτασε αυτή την φορά απόλυτα προετοιμασμένος. Είχε καλύψει το πρόσωπό του με ένα πανί, αφού πρώτα το είχε περάσει δύο φορές μπροστά από την μύτη του. Στην αρχή νόμιζε πως θα σκάσει, πως θα έπεφτε άδοξα στην μάχη του σπιτιού, μα το προτιμούσε απ’ το να εισχωρήσει στα ρουθούνια του εκείνη η απαίσια μυρωδιά. Με ένα δυνατό χτύπημα με το σφυρί το ταλαιπωρημένο λουκέτο έπεσε καταγής στο πάτωμα. Το πανί-φίλτρο προσπαθούσε να κάνει την δουλειά του μα η όξινη μυρωδιά εισχωρούσε μέσα από κάθε υφασμάτινο πόρο προς την ρινική εισαγωγή του Πιτ. Έβηξε και του ήρθε να ξεράσει, μα κρατήθηκε, πέρασε ακόμα ένα κομμάτι πανί πάνω από το ήδη υπάρχον. Είχε καταφέρει να απομονώσει κάπως τις δηλητηριώδης οσμές, όμως η αναπνοή του γινόταν με δυσκολία. Γύρισε τον διακόπτη που βρισκόταν πλάι στον τοίχο και μια λάμπα πυρακτώσεως άναψε με δυσκολία. Κατέβηκε με δυσκολία τα 10 ξύλινα σκαλοπάτια, ήταν ετοιμόρροπα και σαπισμένα και ένιωθε τα πόδια του να βυθίζονται σε κάθε του βήμα. Όταν έφτασε κάτω προσπάθησε να οργανώσει τις αναπνοές του για να μπορέσει να συνεχίσει. Η εν μέρη απόφραξη της αναπνευστικής οδού δυσχέραινε την αναπνοή του και κάθε του κίνηση κατέληγε να είναι ένας άθλος. Με το λιγοστό φως κατάφερε να εντοπίσει την πηγή της μυρωδιάς. Σαπισμένα κρέατα κρεμόντουσαν από τα τσιγκέλια, εντόσθια και αίματα είχαν καλύψει το πάτωμα και μύγες και σκουλήκια είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο κελάρι.

Ο Τζόνι είχε τελειώσει με το ξεχώρισμα ήδη όταν ο Πιτ τον φώναξε για βοήθεια. Δεν ήθελε να πάει και δεν ήθελε με τίποτα να τον βοηθήσει, ένιωθε πολύ κουρασμένος από την αυπνία και προδομένος που τον είχε αφήσει μοναχό του. Αν και δεν είχε δει ούτε ακούσει κανέναν. Και ο ίδιος εξοπλίστηκε με ένα πανί-φίλτρο που του είχε φτιάξει ο Πιτ και μαζί κατέβηκαν με προσοχή τα σκαλοπάτια. Πέντε ώρες περάσαν ώσπου να καταφέρουν να μεταμορφώσουν το κελάρι και να το ετοιμάσουν για να φιλοξενήσει τις ολοκαίνουργιες προμήθειες. Όταν τελείωσε, το κελάρι δε θύμιζε με τίποτα την προηγούμενη κατάσταση. Μύριζε υπέροχα και στα ράφια του υπήρχαν φρεσκότατοι και δελεαστικοί πειρασμοί. Στο βάθος του κελαριού, πίσω από κάποια παλιά βαρέλια, βρήκαν μια σιδερένια πόρτα. Ο Πιτ την ανακάλυψε πρώτος, μπροστά της υπήρχαν ξύλινες τάβλες, άναρχα τοποθετημένες, ένα είδος πρόχειρου καμουφλάζ. Την έδειξε και στον Τζόνι, και οι δύο συμφώνησαν πως η προσπάθεια απόκρυψης, όποιος κι αν την είχε κάνει, δεν ήταν πολύ επιτυχημένη.

Ήταν μια παράξενη πόρτα όμως. Κατασκευασμένη από παχύ χάλυβα, δεμένη μεταξύ της με χοντρά πριτσίνια, και χωρίς καμιά μέθοδο ανοίγματός της. Επάνω της δεν υπήρχε καμιά κλειδαριά και κανένα πόμολο, κάτι που καθιστούσε την πρόσβαση στον από πίσω χώρο, αδύνατη. Ο Πιτ αφουγκράστηκε την πόρτα μα δεν μπορούσε να ακούσει το παραμικρό. Το είχε υποψιαστεί άλλωστε, το υλικό κατασκευής της ήταν τέτοιο που πρόσφερε απόλυτη απομόνωση, όμως ήταν μια κίνηση που την έκανε χωρίς σκέψη. Δεν μπορούσαν να ασχοληθούν με την πόρτα όμως τώρα, αισθανόντουσαν την κούραση να τους καταβάλλει. Στην περίπτωση του Τζόνι συνέβαλε και η αυπνία. Έτσι αποφάσισαν να πάνε στα δωμάτιά τους, έπρεπε να τα δουν και να αξιολογήσουν την κατάστασή τους. Υπήρχε μεγάλη περίπτωση να κοιμηθούν και πάλι μαζί. Η σκέψη και μόνο χαροποιούσε τον Τζόνι, ήταν όμως μια σκέψη που αρνιόταν να εξωτερικοποιήσει, ιδιαίτερα στον αδερφό του.

Καθώς ανέβαιναν στον δεύτερο όροφο ήλπιζαν τα δωμάτιά τους να είναι, τουλάχιστον, σε βιώσιμη κατάσταση και όχι κάποιο αφιλόξενο αχούρι. Μετά από μια έντονη αψιμαχία αποφάσισαν να επισκεφτούν μαζί τα δωμάτια. Πρώτο στην σειρά ήταν αυτό στην δεξιά μεριά του διαδρόμου. Πλησίασαν την πόρτα. Ήταν από ξύλο καρυδιάς, όπως επισήμανε ο Πιτ, και πάνω της υπήρχαν χαραγμένα πανέμορφα γεωμετρικά σχέδια. Τα χρόνια που είχαν περάσει χωρίς κανείς να φροντίσει το σπίτι ήταν εμφανής και εδώ πέρα. Φλούδες ξύλου είχαν φύγει και το ξύλινο κάσωμα μετά βίας κρατιόταν απ’ τον ταλαιπωρημένο τοίχο. Η ομορφιά της πόρτας, όμως, δεν περιοριζόταν μονάχα στα σχέδιά της. Η κλειδαριά ήταν περικυκλωμένη από ένα χρυσό πλαίσιο σε σχήμα δακρύου, το πόμολο, και αυτό φτιαγμένο από χρυσό, ήταν σε σχήμα οριζόντιας σπείρας που κατέληγε σε μια αιχμηρή άκρη. Ο Πιτ άνοιξε την πόρτα με την δεύτερη προσπάθεια, χρειάστηκε να την σπρώξει με τον ώμο του. Κομμάτια τοίχου έπεσαν στο κεφάλι του και στο πάτωμα και η κάσα της πόρτας μετατοπίστηκε ελάχιστα προς τα δεξιά.

Όταν μπήκαν μες στο δωμάτιο και οι δύο έβγαλαν ένα επιφώνημα έκπληξης. Η αλλοτινή μεγαλοπρέπεια του σπιτιού συνεχιζόταν. Τοίχοι και πάτωμα  επενδυμένα με ξύλο, το ταβάνι με υπέροχα γύψινα σχέδια και με ένα υπέροχα ζωγραφισμένο σχέδιο στο κέντρο του γύρω από ένα διαμαντένιο κρεμαστό φωτιστικό, υπέρδιπλο κρεβάτι με ένα κεφαλάρι φτιαγμένο από ξύλο και χρυσό. Φυσικά τα είχε καλύψει η σκόνη μα μπορούσαν να διακρίνουν το μεγαλείο. Στο πάτωμα υπήρχαν χαρακιές, ιδιαίτερα μπροστά απ’ το παράθυρο που έβλεπε στην δεξιά μεριά του κήπου.

«Μόλις βρήκα το δωμάτιό μου», είπε ο Πιτ χαμογελώντας. Ο Τζόνι δεν μίλησε, κάτι σκεφτόταν.

«Έλα, πάμε να δούμε και το δικό σου τώρα, φοβιτσιάρη», τον χλεύασε και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ο Τζόνι έσφιξε τις γροθιές του και τον ακολούθησε. Δεν μπορούσε να πει κάτι, είχε δίκιο άλλωστε, όμως έπρεπε να του το λέει συνέχεια; Δεν έφταιγε αυτός, μα πως μπορούσε να του το εξηγήσει.

Έφτασαν στην αριστερή πόρτα. Και αυτή ήταν της ίδιας σχεδιαστικής νοοτροπίας, με ελάχιστες διαφορές. Αυτές ήταν στα χαραγμένα σχέδια, εδώ το μοτίβο περιλάμβανε αφηρημένα σχέδια, στο πλαίσιο της κλειδαριάς που εδώ είχε το σχήμα καρδιάς και στο πόμολο που εδώ ήταν ίσιο με ραβδώσεις σε όλο το μήκος του. Για να ανοίξουν την πόρτα χρειάστηκε και οι δύο να σπρώξουν με τους ώμους τους. Σαν κάτι να βρισκόταν από πίσω. Ακούστηκε ένας γδούπος και η πόρτα άνοιξε, ένα κομμάτι της κάσας μαζί με λίγο σοβά έπεσε χάμω. Μπήκαν μέσα στο δωμάτιο και είδαν αυτό που εμπόδιζε την πόρτα απ’ το να ανοίξει. Ήταν ένας ορθογώνιος ξύλινος μπουφές με μαρμάρινη επιφάνεια. Τον σήκωσαν με δυσκολία και τον τοποθέτησαν στην άκρη. Ο Πιτ δεν φαινόταν να ανησυχεί, σε αντίθεση με τον Τζόνι που περνούσε μια σωρεία από δυσοίωνες σκέψεις απ’ το κεφάλι του. Σκέψεις για το ποιος είχε αμπαρώσει έτσι την πόρτα, γιατί περί αμπαρώματος επρόκειτο, και το κυριότερο, το γιατί χρειάστηκε να το κάνει αυτό. Πέρα τούτου, το δωμάτιο ήταν σχεδόν πανομοιότυπο. Με την εξαίρεση πως εδώ έλειπαν οι χρυσές λεπτομέρειες που χάριζαν το μεγαλείο στο δεξί δωμάτιο.

«Λοιπόν, Τζόνι. Όλα φαίνονται στην θέση τους και δεν ακούω καμιά φωνή από κάπου. Ήρθε η ώρα να ξεκουραστούμε. Και η αυριανή ημέρα θα’ ναι δύσκολη».

«Ναι, έτσι φαίνεται. Ελπίζω να περάσει ήρεμα η νύχτα», είπε ο Τζόνι θυμωμένος μα εννοώντας το, ήθελε η νύχτα να είναι ήρεμη και για τους δύο.

Πήγαν στα δωμάτιά τους και ξάπλωσαν στα μαλακά στρώματα των κρεβατιών τους. Η σκονισμένη θαλπωρή τους αγκάλιασε και η κούραση καταλάγιασε με το κλείσιμο των ματιών.

Ένας θόρυβος τάραξε τον Τζόνι. Άκουγε βήματα απ’ έξω, βήματα βαριά στον διάδρομο να πλησιάζουν προς το δωμάτιό του. Κάθισε ανακούρκουδα στο κρεβάτι, δεν ήξερε τι να κάνει, να φωνάξει, να τρέξει, να πηδήσει απ’ το παράθυρο. Τότε είδε τον βαρύ μπουφέ να κινείται προς την πόρτα από μια αόρατη δύναμη, σερνόταν πάνω στο ξύλινο πάτωμα αφήνοντας ίχνη πάνω του ώσπου έφτασε ακριβώς πίσω της, καθιστώντας αδύνατο το άνοιγμα της πόρτας. Άρχισε να φωνάζει τρομοκρατημένος, μα δεν μπορούσε να ακούσει την φωνή του. Έπιασε με δύναμη τον λαιμό του και ξαναφώναξε, και πάλι όμως δεν άκουγε τίποτα. Τα βήματα είχαν σταματήσει, είδε το πόμολο να γυρίζει. Όποιος και αν βρισκόταν από πίσω είχε αρχίσει να πέφτει με δύναμη πάνω στην πόρτα. Κομμάτια σοβά έπεφταν στο πάτωμα. Έβλεπε την πόρτα να κινείται, σαν να έπαιρνε βαθιές ανάσες. Ήταν σίγουρος πως ο Πιτ του έκανε πλάκα. Έπιασε τα γόνατά του και άρχισε να φωνάζει: «Πιτ σταμάτα…Πιτ σταμάτα…» ξανά και ξανά. Ώσπου άκουσε δυνατά και καθαρά την φωνή του και τα πάντα επανήλθαν στην αρχική τους θέση.

Η πόρτα άνοιξε. Ήταν ο Πιτ που στεκόταν απ’ έξω και τον κοιτούσε περίεργα.

«Τι τρέχει; Γιατί φωνάζεις;»

«Θέλω να ξέρεις πως δεν είναι αστείο αυτό. Ποτέ σου δεν το κατάλαβες, ούτε εσύ, ούτε ο πατέρας».

«Σταμάτα τις βλακείες και πέσε κοιμήσου, ακούς! Δεν έχω όρεξη για κουβέντες», είπε και έφυγε κοπανώντας την πόρτα πίσω του.

Ο Τζόνι παρέμεινε κουλουριασμένος και τρομοκρατημένος. Η καρδιά του χτύπαγε με δύναμη. Ξάπλωσε μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το σκηνικό επαναλαμβανόταν στο κεφάλι του συνέχεια. Παρέμεινε με ανοιχτά μάτια κοιτώντας το ταβάνι ως τις πρώτες πρωινές ώρες.    


Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα