Ανείπωτα Μυστικά - 9

Around the Blues by Sam Francis


3.Βρέθηκα στο ξύλινο τραπέζι της βιβλιοθήκης τελείως καταρρακωμένος. Το βλέμμα μου κινούταν διαδοχικά, απ’ τις παλάμες μου στο τρομακτικό πρόσωπο του Δρ. , και από’ κει στην ασκητική μορφή του Μαλαού. Ακόμα έστεκε αγέρωχος πάνω απ’ το κεφάλι μου, ήταν σα να μην τον επηρέαζαν όλα αυτά τα αλλεπάλληλα ταξίδια στον Ονειροχρόνο. Σκέφτηκα πως η στάση του οφείλονταν στο διαρκές ονείρεμα στο οποίο έθετε τον εαυτό του. Το ένιωθα και ‘γω μέσα μου, αυτή την εξαρτητική αίσθηση να χαθώ για άλλη μία φόρα στους δαιδαλώδης κόσμους του Ονειροχρόνου. Ήθελα να επεκτείνω την παραμονή μου στην τωρινή κατάσταση, όσο κι αν ήθελα διακαώς να αποκτήσω τις δυνάμεις και τις γνώσεις του Δρ.

Ο Δρ. με κοίταζε πάλι με εκείνο το βλέμμα που διαπερνά το μυαλό και άρχισε να μου χαμογελά και το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο αποκρουστικό. Σαν κάποιος να είχε εγκλωβιστεί μες στο σώμα του και να προσπαθούσε να βγει έξω, να ελευθερωθεί. Φοβόμουν να τον ρωτήσω για πιο λόγο γέλαγε, τι έβλεπε, τι ήξερε. Γνώριζα πως στεκόμουν απέναντί του τελείως γυμνός, τίποτα δε μπορούσα να κρατήσω κρυφό απ’ το διαπεραστικό του βλέμμα. Και αυτό με τρόμαζε ακόμα πιο πολύ. Μια φωνή μέσα μου ούρλιαζε για να την ακούσω και να φύγω, έστω και τώρα, από αυτόν τον εφιάλτη. Μα δε μπορούσα. Βρισκόμουν καθηλωμένος σε ό, τι μου επιφύλαγε η μοίρα.

Όπως βρισκόμουν χαμένος και εξαντλημένος, ο Δρ. έσπασε την σιωπή του για να μου ανακοινώσει πως έπρεπε να επισκεφτώ ακόμα ένα μέρος. Ένα μέρος που θα με βοηθούσε να κατανοήσω καλύτερα το μεγαλείο των θεών και να γίνω ένας γόνιμος δέκτης της γνώσης του. Δεν είχα το κουράγιο μήτε και την δύναμη να εναντιωθώ στα λεγόμενά του. Ήθελα να του πω πως δεν θα άντεχα για πολύ ακόμη, να του πω πως ήθελα να τελειώνω μ’ αυτό το μαρτύριο μια ώρα αρχύτερα. Μα οι σκέψεις μου έμειναν εγκλωβισμένες στο μυαλό μου. Δε μπορούσα να το ελέγξω καθόλου. Βρισκόταν στο μυαλό μου, στο κορμί μου, παντού.…

Ο Μαλαού με τη συνήθη πια διαδικασία έθεσε τα σώματα και τα μυαλά μου σε διαδικασία ονειρέματος. Ο προορισμός μου αυτή τη φορά μου ήταν άγνωστος. Ο Μαλαού στάθηκε ικανός οδηγός ώστε να με καθοδηγήσει μέσα απ’ το δαιδαλώδης κόσμο του Ονειροχρόνου.

Έτσι κατάφερα να βρεθώ στην Τζώρτζια της Αμερικής και συγκεκριμένα στον λόφο που καλύπτει την κομητεία Έλμπερτ. Στη κορυφή του λόφου έστεκαν επιβλητικά οι Κατευθυντήριοι Λίθοι της Τζώρτζια. Ένα τεράστιο γρανιτένιο κατασκεύασμα, ο σχεδιασμός τους και η τοποθέτησή του ήταν μοναδική και ήμουν σίγουρος πως θα εξυπηρετούσε κάποιο σκοπό. Μία γρανιτένια στήλη ορθώνονταν στο κέντρο και τέσσερις πλάκες διατεταγμένες στρατηγικά γύρω από αυτή, στην κορυφή, ως κορωνίδα, βρισκόταν μια κάθετη πλάκα. Όλα ήταν διατεταγμένα με απόλυτα συμμετρικό και ασύμμετρο τρόπο συγχρόνως, ευθυγραμμισμένα όμως αστρονομικά. Ευθυγραμμισμένα όμως με τα πολλαπλά σύμπαντα των θεών, η διάταξή τους συμβόλιζε τις Πλειάδες το αστρικό σμήνος που ακολουθεί ο πλανήτης των θεών, οι οριζόντιες πλάκες συμβολίζουν την μεταφορά τους διάμεσο καναλιών από μαύρες τρύπες και τα χωρίσματα που δημιουργούνται συμβολίζουν την πορεία τους μες στο σύμπαν, μια μικρή οπή στο μέσο της κάθετης πλάκας χρησίμευε ως κάποιο είδος ρολογιού. Στην επιφάνειά τους φιλοξενούσαν τις διδαχές και τις οδηγίες των Μεγάλων Θεών. Σύμφωνα με τον Δρ. θα έπρεπε να το μελετήσω και να μάθω έτσι τη αρχή των πάντων.

Καθώς έστεκα αποσβολωμένος να θαυμάζω το πελώριο κατασκεύασμα, μια απορία μου γεννιόταν. Πως θα μπορούσα να μελετήσω ανύπαρκτα κείμενα από πλάκες που υψώνονταν περίπου έξι μέτρα από το έδαφος. Και πάλι ο Δρ. , σαν να βρισκόταν όντως μες στο μυαλό μου, μου μίλησε μέσω του Μαλαού. Μου είπε πως θα μου μετέφερε, μέσω ψυχοκινητικών καναλιών, την δύναμη να δω και να αποκρυπτογραφήσω τις αθέατες γραφές. Μιλώντας όμως και πάλι με γρίφους είπε πως την κατάλληλη ώρα ο ουρανός θα δείξει το όχημα για την Αόρατη Εκκλησία.

Μια δύναμη τότε άρχισε να μετακινεί το σώμα μου προς το κέντρο της κατασκευής. Ένιωθα δέος καθώς πλησίαζα όλο και πιο κοντά και μπορούσα να δω όλη την αψεγάδιαστη μεγαλειότητα του κατασκευάσματος. Όταν έφτασα στο κέντρο ο ουρανός σκοτείνιασε από  πυκνά μαύρα σύννεφα, στο βάθος τους μπορούσα να δω τις αστραπές να γεννιούνται και μπορούσα να ακούσω καθαρά την φωνή του Δρ. να ψέλνει. Όταν τελείωσε μια αστραπή με χτύπησε. Την ένιωσα στο σώμα μου, το ρεύμα της να με διαπερνά, να κινείται μες στις φλέβες μου μια ακατανίκητη δύναμη, μια έξαψη που ενίσχυε και αναζωογονούσε το κορμί και το μυαλό μου. Καθώς η δύναμη έκανε το κορμί μου να αιωρείται, ένιωσα την μορφολογία μου να αλλάζει, τα οστά στα άκρα των χεριών μου προσπαθούσαν να αλλάξουν θέση και ένιωσα το κρανίο μου να τρίζει καθώς επεκτεινόταν. Παρόλα αυτά δεν ένιωθα τον παραμικρό πόνο, μονάχα την δύναμη που κατέκλυζε όλο μου το είναι.

Τότε μόνο, καθώς το κορμί μου αιωρούνταν, μπόρεσα να δω καθαρά τις ακατανόμαστες οδηγίες των θεών. Κατευθυντήριες γραμμές που θα έπρεπε να ακολουθήσουν όλοι οι θεοί που μετοίκισαν στην γη, στις διόδους που θα έπρεπε να μένουν ανοιχτές ώστε τα βασίλειά τους να βρίσκονται σε αρμονία, στη κατατοπιστική επεξήγηση χρησιμοποίησης των ανθρώπινων σκευών. Μια άλλη αστραπή τότε με χτύπησε, πιο δυνατή και σφοδρή απ’ την πρώτη και την δέχτηκα λυτρωτικά καθώς μου χάρισε την ενόραση για να δω το σύμπαν όπως το εμπνεύστηκαν οι Μεγάλοι Θεοί ή τουλάχιστον μια ιδέα αυτού. Μπόρεσα τότε να δω την άμορφή μάζα με τις πλοκάμορφες πτυχές, όπου κάθε πλοκάμι φιλοξενούσε κάποιο παράλληλο σύμπαν, μαύρες τρύπες που χρησιμεύουν ως κανάλια γι’ αυτά τα σύμπαντα βρίσκονται τοποθετημένες σε στρατηγικά σημεία του διαστήματος, την σκοτεινή ροή που εκπέμπει ο Αλτεμπαράν και την σκοτεινή ενέργεια που διανέμεται σε όλα τα παράλληλα σύμπαντα και όλους τους πλανήτες των Μεγάλων Θεών.

Ένιωθα τα μάτια μου να καίγονται και το κορμί μου να θέλει να διαμελιστεί. Όλη αυτή η απαγορευμένη γνώση παράκμαζε την ανθρώπινή μου υπόσταση και κάτι ξένο ένιωθα να κυριεύει το σώμα και το μυαλό μου. Τότε όλη αυτή η έξαψη σταμάτησε απότομα, το κορμί μου προσγειώθηκε στο έδαφός και τα μαύρα σύννεφα διαλύθηκαν από έναν υπέρλαμπρο ήλιο. Οι ακτίνες του πέρασαν από την οπή της κάθετης πλάκας και υπέδειξαν ένα σημείο στο έδαφος, μόλις λίγα μέτρα από το σημείο που βρισκόμουν. Άκουσα τον Δρ. να μου λέει να σκάψω στο έδαφος, στο σημείο που έδειχνε η ακτίνα. Κάτι που έκανα χωρίς απορίες και χωρίς χρονοτριβές. Έσκαβα χωρίς σταματημό, με μια ακατάπαυστη μανία, ώσπου βρήκα το όχημα το οποίο ο Δρ. μου είχε πει. Μια μεταλλική κάψουλα γεμάτη χαραγμένα ιερογλυφικά. Είχα χάσει το χάρισμα μιας και πλέον δε μπορούσα να τα αποκρυπτογραφήσω. Έπρεπε να το αποκτήσω, αυτή η εθιστική δύναμη, η γνώση που ξεπερνούσε κάθε φυσικό όριο, έπρεπε να τα αποκτήσω όλα από τον Δρ. , έπρεπε να συνεχίσω.

Μπήκα μέσα στη κάψουλα κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Ο μόνος τρόπος για να κάτσω μες στη κάψουλα ήταν ξαπλωμένος, πάνω σε ένα άβολο κάθισμα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο μέσα και δεν υπήρχε η επιλογή να βγω έξω ξανά. Ξάπλωσα στο κάθισμα και ένα αιχμηρό αντικείμενο διαπέρασε το δέρμα μου και εισήλθε στην σπονδυλική μου στήλη. Ο πόνος ήταν αφόρητος και ένιωθα το σώμα μου να παραλύει. Μπρος στα μάτια μου έβλεπα να σχηματίζεται ένας αδαμάντινος πίνακας και αυτόματα να μπαίνουν κάποιες συντεταγμένες. Όταν η εισαγωγή των συντεταγμένων ολοκληρώθηκε η δομή της κάψουλας ξεκίνησε να αλλάζει. Να αποδημείτε σταδιακά και να μετατρέπεται σε μικροσκοπικούς κόκκους, ώσπου εξαφανίστηκε μαζί με το περιεχόμενό της…

…για να δομηθεί και πάλι στον προορισμό της. Βγήκα έξω απ’ την κάψουλα, παραδόξως δεν ένιωθα κανένα πόνο και το σώμα μου λειτουργούσε χωρίς καμία επιπλοκή. Βρισκόμουν πάνω σε ένα ηφαιστιογενές νησί. Από τον Δρ. έμαθα πως βρισκόμουν σε μια νησιώτικη επαρχία των Φιλιππίνων, το Καμιγκουίν. Θα έπρεπε να βρω το κίβδηλο σύμβολο που πλέει στα νερά και δείχνει το σημείο που βρίσκεται η Αόρατη Εκκλησία, θα έπρεπε να περιμένω την κατάλληλη στιγμή ώστε να ανοίξει η είσοδος. Τη στιγμή που το κίβδηλο σύμβολο θα αποκτούσε το μέγεθος των θεών.

Περπάτησα ως την ακτή, αφήνοντας την κάψουλα πίσω μου. Μέσα από πανέμορφα και πυκνά δάση, από πετροκτιστούς και εγκαταλειμμένους οικισμούς, από ίχνη κατεστραμμένων αγαλμάτων και από καταρράκτες που έρρεαν από το πουθενά. Έφτασα έτσι στην ακτή και είδα έναν πέτρινο σταυρό πάνω σε ένα μικρό κομμάτι γης στη μέση της θάλασσας που περίκλυε το νησί. Έπρεπε τώρα να περιμένω την κατάλληλη στιγμή που θα μου παρουσιαζόταν η είσοδος. Κάθισα στο έδαφος περιμένοντας, η κούραση και η εξάντληση μου κυρίευσε το σώμα και ένας γλυκός ύπνος με έκανε να ξεχάσω προς στιγμήν τι είχα περάσει, που βρισκόμουν και τον τρόπο που είχα βρεθεί ως εδώ.

Το φως του ήλιου με ξύπνησε βίαια. Ερχόταν όμως από λάθος σημείο, ανέτειλε από την δύση. Σηκώθηκα και κοίταξα προς το μέρος όπου φώτιζε ο ήλιος. Το φως του έπεφτε πάνω στον πέτρινο σταυρό δημιουργώντας μια γιγάντια σκιά πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας. Από την θάλασσα είδα να αναδύεται μια σκοτεινή φιγούρα. Φορούσε έναν μαύρο μανδύα και το κεφάλι του καλύπτονταν από ένα ξύλινο τριγωνικό καπέλο, ίδια αμφίεση με τον σκελετό που είχα βρει στη σπηλιά. Με πλησίασε με αργό βηματισμό και μόνο όταν έφτασε πολύ κοντά μου κατάφερα να δω την αποτρόπαια μορφή του. Η μορφή που έβλεπα μπρος μου ήταν ένα σύμπλεγμα ανθρώπου και ερπετού. Μορφή που έμοιαζε με άνθρωπο μα χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν σε υδρόβιο ερπετό. Παλάμες και πατούσες με πτερύγια ανάμεσα στα δάκτυλα, βράγχια στον φολιδωτό λαιμό, μάτια κίτρινα και σχιστά, στόμα βατράχου και δόντια καρχαρία. Δε μου μίλησε καθόλου παρά μου έτεινε το χέρι του. Του το έδωσα και ‘γω διστακτικά, το βρεγμένο γλοιώδες χέρι του έγινε ένα με το δικό μου και με οδήγησε προς τη θάλασσα. Με κάθε βήμα πλησιάζαμε προς την ακτή, πισωπάτησα καθώς με οδηγούσε μες στη θάλασσα μα το χέρι του με κρατούσε και με τράβαγε με μεγάλη δύναμη. Ξεκίνησα να ουρλιάζω και να τον χτυπάω με το ελεύθερο χέρι μου, δε μου έδωσε όμως σημασία και συνέχισε την προδιαγεγραμμένη του πορεία. Καθώς ήμασταν έτοιμοι να καταδυθούμε πήρα μια μεγάλη ανάσα.

Όταν πλέον δε μπορούσα να κρατήσω την αναπνοή μου αφέθηκα και, προς μεγάλη μου έκπληξη, κατάλαβα πως μπορούσα να αναπνεύσω κανονικά κάτω απ’ το νερό. Προχωράγαμε με αργό βήμα στον βυθό, ακολουθώντας την σκιά του σταυρού. Όσο προχωράγαμε δε μπορούσα να δω πλέον την επιφάνεια, μόνο το απέραντο σκοτάδι της αβύσσου, η όραση μου είχε εναρμονιστεί με την ιδιομορφία του περιβάλλοντος.

Ώσπου μπροστά μου είδα ένα θεόρατο κτίσμα, κτισμένο με εξωτικά υλικά και μαθηματική ανακρίβεια. Ένα γωνιώδες κτίσμα, με γωνίες που φαινόντουσαν οξείες μα στη πραγματικότητα ήταν αμβλείες, απεχθείς και αφύσικες σφαίρες το κοσμούσαν και οι διαστάσεις του ήταν πέρα από τις δικές μας. Το κτίσμα που έβλεπα μπροστά μου εξέπεμπε μια επιβλητική όσο και τρομακτική αύρα και είχε μια αφύσικη, μη-Ευκλείδεια, γεωμετρία.

Μπήκαμε μέσα για να παρατηρήσω πως οι σχεδιαστικές ανισότητες του εξωτερικού ίσχυαν και για το εσωτερικό. Βρισκόμουν στο εσωτερικό της Αόρατης Εκκλησίας, έναν υποβρύχιο ναό του σκότους. Ο αμίλητος ερπετόμορφος με οδήγησε προς τα έγκατα του ναού, περάσαμε γωνιώδης επιφάνειες και κατεβήκαμε σκαλοπάτια με ανάποδη φορά, κίονες μη ευθυτενείς εκτεινόταν ως το ταβάνι του κτίσματος, κοίλες και κυρτές επιφάνειες ενώνονταν με αρμονία μεταξύ τους. Μόλις φτάσαμε στο υπόγειο του ναού με άφησε και εξαφανίστηκε σε μια γωνία που δε θα έπρεπε να υπάρχει. Επτά πέτρινοι κίονες περίκλειαν έναν πέτρινο βωμό, πέρα από αυτό το σημείο, το οποίο φωτιζόταν από μια συστοιχία κατόπτρων, δε μπορούσα να δω τίποτε άλλο. Ύστερα από μια μεγάλη παύση κατάφερα και πάλι να ακούσω τη φωνή του Δρ. ο οποίος μου έλεγε πως θα με χρησιμοποιούσε ως δοχείο ώστε να μπορέσει να ψάλλει την επίκληση, έτσι ώστε οι θεοί να μου αποκαλύψουν το σχέδιο τους για να μπορέσουν να αναδυθούν ξανά.

Προχώρησα προς τον πέτρινο βωμό και ένιωσα την ρίγη και τον εκστασιασμό που μου προκαλούσαν οι επτά κίονες. Όλα αυτά μέχρι να χάσω τελείως τον έλεγχο του σώματός μου. Ξεκίνησα να ψέλνω μελωδικά και δεκάδες μαυροφορεμένες φιγούρες με τριγωνικά ξύλινα καπέλα, έκαναν την εμφάνιση μέσα απ’ τις σκιές και με συνόδευαν. Καθώς έψελνα όλο και πιο δυνατά, μια φωτεινή ηλεκτρική δέσμη ένωσε τους κίονες και ολάκερος ο ναός άρχισε να σείεται. Η ηλεκτρική δέσμη ενώθηκε στο μέσω του βωμού και από ‘κει με διαπέρασε. Σκηνές πέρασαν μπρος στα μάτια μου και ονόματα που δεν γνώριζα σχηματίζονταν. Έβλεπα καθαρά την αποστολή που έπρεπε να θέσω στην οικογένεια του Αχιλλέα Ελευθερίου, τις δοκιμασίες που έπρεπε να φέρουν εις πέρας για να έχω στη κατοχή μου το Κοντράκιουμ, τη μέθοδο χειραγώγησης ώστε να ακολουθήσαν πιστά τα λεγόμενά μου και να έχω υπό τις διαταγές μου τον γιο τους και έτσι να ολοκληρωθεί η τελετή επίκλησης των Μεγάλων Θεών.

Η αστραπή σταμάτησε να με διαπερνά, η ψαλμωδία σταμάτησε απότομα, τα πάντα άρχισαν να εξασθενίζουν μπρος στα μάτια μου και ένιωσα τα πάντα να στροβιλίζουν.

Άνοιξα τα μάτια μου και βρισκόμουν στην ίδια θέση, στο ξύλινο τραπέζι της βιβλιοθήκης. Κανένας όμως δεν υπήρχε δίπλα μου. Μήτε ο Δρ., μήτε ο Μαλαού. Πως γινόταν αυτό; Να έβλεπα άραγε όνειρο; Τότε ένιωσα την ίδια ενεργειακή δύναμη να με κατακλύζει και αστείρευτη γνώση να παραγεμίζει το μυαλό μου. Και τότε κατάλαβα πως όλα αυτά έγινα στην πραγματικότητα, πως είχα αποκτήσει τις δυνάμεις και γνώσεις του Δρ. Και τώρα γνώριζα τι έπρεπε να κάνω. Για αρχή, έπρεπε να εντοπίσω τον Αχιλλέα Ελευθερίου.


Συνεχίζεται...

 


 

Σχόλια

Τα καλύτερα