Ο υπομονετικός βασιλιάς



Σε ένα μακρινό και ξεχασμένο βασίλειο υπήρχε ένας βασιλιάς καλός και δίκαιος. Ενώ βασίλευε καλά είχε ένα μεγάλο ελάττωμα που κατέρριπτε τα προτερήματα του. Πολλές φορές γινόταν αρκετά οξύθυμος και ανυπόφορος, με αποτέλεσμα να χάνει αρκετά συχνά την υπομονή του και έστω και με την παραμικρή αφορμή ξεσπούσε σε φωνές, είχε φτάσει ως και σε σημείο να τιμωρεί τους κατοίκους άδικα. Όλοι στο βασίλειο είχαν αγανακτήσει με την παράλογη συμπεριφορά του βασιλιά τους και ενώ τον αγαπούσαν παρακαλούσαν να γίνει κάποιο θαύμα που θα τον έκανε πάλι καλό και δίκαιο.

Δύο μοίρες αδερφές, οι μοίρες της υπομονής άκουσαν τα παρακάλια και τις ικεσίες του κόσμου και αποφάσισαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι. Έπρεπε να συνετίσουν τον βασιλιά ώστε να μπορεί να βασιλεύει δίκαια. Ένα βράδυ που ο βασιλιάς κοιμόταν βαριά εκείνες μπήκαν αθόρυβα στην κάμαρη του και με ένα χτύπημα των δακτύλων τους τον μετέφεραν στο μαγικό δάσος, εκείνο απ’ το οποίο κανένας δεν μπορεί να βγει. Όταν ο βασιλιάς ξύπνησε σάστισε καθώς κατάλαβε πως πλέον δεν βρισκόταν στο δωμάτιό του. Νομίζοντας πως επρόκειτο για κάποια κακόγουστη φάρσα έχασε την υπομονή του και ξέσπασε σε φωνές. Οι δύο μοίρες εμφανίστηκαν μπροστά και τον κοίταγαν καθώς φώναζε αναψοκοκκινισμένος χωρίς να του μιλήσουν καθόλου. Όταν ο βασιλιάς κουράστηκε από τις φωνές του είχε έρθει η ώρα να πάρουν τον λόγο οι δύο μοίρες. Του εξήγησαν τον λόγο που βρισκόταν σ’ αυτό το δάσος μα εκείνος, προδομένος καθώς αισθάνθηκε, συνέχισε να φωνάζει και να ξεστομίζει απειλές για τους άμοιρους κατοίκους του βασιλείου. Η μια από τις δύο αδερφές σήκωσε το χέρι της και το κούνησε ελαφριά στον αέρα. Μία μεμβράνη σφάλισε το στόμα του βασιλιά εμποδίζοντας την ομιλία του.

Τότε τον πλησίασαν και του είπαν: “Πρέπει να φέρεις εις πέρας δύο αποστολές που θα δοκιμάσουν την υπομονή σου”.

Η πρώτη μοίρα είχε ένα φθαρμένο μανδύα, σκισμένο στις άκρες του και με τρύπες σε όλο το μήκος του. “Θέλω να μαζέψεις και να μου φέρεις ένα καρούλι με μαλλί βουβαλόπτερου ώστε να μπορέσω να ράψω τον μανδύα μου”, και του έδωσε ένα άδειο καρούλι.

Η δεύτερη μοίρα είχε κοντά, άτονα και αραιωμένα μαλλιά . “Θέλω να βρεις και να μου φέρεις ένα μπουκάλι με γάλα μονόκερου ώστε να μπορέσω να το πιω και να έχω πάλι υγιές μαλλί”, και του έδωσε ένα άδειο ταπωμένο μπουκάλι.

Για να ολοκληρώσει τις αποστολές θα έπρεπε να πάει στην αρχαία εποχή, την εποχή στην οποία βρίσκονταν τα συγκεκριμένα πλάσματα. Η πόρτα του αρχαίου δέντρου της υπομονής θα τον πήγαινε εκεί. Και οι δύο μοίρες ύψωσαν τα χέρια τους και από το έδαφος άρχισε να ξεφυτρώνει το δέντρο. Τα κλαδιά του έφτασαν πολύ ψηλά και το φύλλωμα τους κάλυψε τον ουρανό. Στον κορμό του φανερώθηκε η πόρτα, μια πόρτα ανάγλυφη με πανέμορφα σχέδια να την περικλείουν. Του έδειξαν την πόρτα και πρότειναν στον βασιλιά να την περάσει μαζί με μία προειδοποίηση.

“Αν δεν μπορέσεις να ολοκληρώσεις τις αποστολές σου η πόρτα αυτή δεν θα μπορέσει να ανοίξει ξανά.”

Ο βασιλιάς πλησίασε διστακτικά την πόρτα και την άνοιξε. Μέσα φαινόταν ένας μεγάλος διάδρομος φτιαγμένος από τις ρίζες του δέντρου και στο βάθος αχνοφαίνονταν μια μικρή δέσμη φωτός. Πέρασε την πόρτα γεμάτος υποψίες, ήθελε να τελειώσει όσο τον δυνατόν πιο γρήγορα αυτές τις ανίερες αποστολές για να μπορέσει να δώσει ένα καλό μάθημα σε όλους τους υποτακτικούς του που τον έφεραν σ’ αυτήν την κατάσταση. Όταν έφτασε στην πηγή του φωτός είδε πως επρόκειτο για άλλη μια πόρτα παρόμοια με αυτήν που είχε περάσει πριν. Την άνοιξε και έμεινε έκπληκτος καθώς βρέθηκε σε ένα μέρος που ήταν τόσο ίδιο μα και τόσο διαφορετικό από το δικό του. Προχώρησε δειλά έξω στο καταπράσινο δάσος. Θαύμαζε τον τρόπο που τα κλαδιά των δέντρων αγκαλιάζονταν και σχημάτιζαν μια πελώρια αψίδα πάνω από το κεφάλι του. Αναρωτιόταν που θα μπορούσε να βρει τα απίστευτα πράγματα που του είχαν ζητήσει εκείνες οι μοίρες. Από τις σκέψεις του τον έβγαλε ένας θόρυβος, άκουσε κλαδιά και φύλλα να κουνιούνται. Μάταια έψαχνε να δει ποιος ή τι προκαλούσε αυτόν τον θόρυβο.

Ξαφνικά ανάμεσα απ’ τα φυλλώματα ξεπετάχτηκε ένας νάνος, φαινόταν μεγάλος σε ηλικία και φορούσε φανταχτερά πράσινα ρούχα και ένα ψάθινο καπέλο με γείσο. Ο νάνος κοίταζε τον βασιλιά με το ίδιο απορημένο βλέμμα με του βασιλιά. Ο βασιλιάς άδραξε την ευκαιρία να ρωτήσει τον νάνο που θα μπορούσε να βρει μονόκερους και βουβαλόπτερα. Τον ρώτησε μα δεν πήρε καμιά απάντηση, τον ξαναρώτησε όμως και πάλι δεν πήρε καμιά απάντηση. Ξεκίνησε να φουντώνει, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί όλοι τον αγνοούσαν, ήταν ένας βασιλιάς και έπρεπε να του συμπεριφέρονται με τον δέοντα τρόπο. Ύψωσε την φωνή του προς τον νάνο, όμως και ο ίδιος ξεκίνησε να του φωνάζει σε γλώσσα που δεν μπορούσε να καταλάβει. Έπειτα από κανένα δεκάλεπτο ακαταλαβίστικης αψιμαχίας και οι δύο έπεσαν στο έδαφος εξουθενωμένοι. Ο βασιλιάς ενώ προσπαθούσε να πάρει ανάσες κατάλαβε πως όλο αυτό δεν θα οδηγούσε πουθενά. Σκέφτηκε τότε πως ο νάνος ίσως δεν μπορούσε να καταλάβει αυτά που του έλεγε διότι δεν μιλούσε την γλώσσα του. Σήκωσε απ’ το χώμα ένα σπασμένο κλαδί και σχεδίασε στο έδαφος την μορφή ενός μονόκερου και ενός βουβαλόπτερου. Ο νάνος κοίταξε αυτά που σχεδίασε ο βασιλιάς και μετά τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε. Με το χέρι του έδειξε το σχέδιο του μονόκερου και ύστερα έδειξε προς την ανατολή, ύστερα έδειξε το σχέδιο του βουβαλόπτερου και έτεινε το χέρι του προς την δύση. Ο βασιλιάς ανακουφίστηκε που μπόρεσε να συνεννοηθεί και να βγάλει κάποια άκρη, οι οδηγίες δεν ήταν και οι πιο κατατοπιστικές όμως απ’ το τίποτα κάτι ήταν και αυτό.

Πρώτα θα πήγαινε ανατολικά, έτσι ξεκίνησε να προχωράει βαθιά μέσα στο δάσος ώσπου να δει το μέρος που ζουν οι μονόκεροι. Προχώραγε όλη την μέρα και μόνο καθώς ξεκίνησε να σουρουπώνει βρέθηκε σε ένα ξέφωτο. Εκεί είδε ίχνη από ζώο στο έδαφος και κατάλαβε πως αυτό ήταν το μέρος που έψαχνε. Περίμενε υπομονετικά όμως τίποτα δεν εμφανιζόταν. Μόνο όταν και το τελευταίο φως του ήλιου εξαφανίστηκε και έλαμψε το ολόγιομο φεγγάρι, μόνο τότε είδε να ξεπροβάλει καλπάζοντας μέσα απ’ το πυκνόφυλλο δέντρο ένας μεγαλοπρεπής μονόκερος. Θαύμασε την φωτεινότητα που εξέπεμπε το σώμα του και την υπέροχη κορμοστασιά του, ήταν ένα φανταστικό θέαμα. Το πλησίασε καθώς έπρεπε να παραμείνει πιστός στην αποστολή του. Έβγαλε από την τσέπη του το μπουκάλι και προσπάθησε να αρμέξει τον μονόκερο. Του κάκου όμως, με μία μεγαλειώδη κλοτσιά με τα πίσω πόδια τον έστειλε μακριά του, πεσμένο στο χώμα. Ξεκίνησε να φουντώνει, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν τον υπάκουε. Δοκίμασε άλλες δύο φορές με το ίδιο αποτέλεσμα. Στην τελευταία προσπάθεια ο βασιλιάς παρέμεινε στο έδαφος τρίβοντας το στέρνο που πονούσε απ’ τις κλοτσιές του μονόκερου. Τότε παρατήρησε πως ο μονόκερος χτυπούσε το αριστερό μπροστινό το πόδι στο έδαφος και χλιμίντριζε συνεχώς. Σκέφτηκε πως ίσως είχε κάποιο πρόβλημα με το πόδι του, γι’ αυτό ήταν και τόσο νευρικό. Άφησε το μπουκάλι στο έδαφος και το πλησίασε με ηρεμία. Χάιδεψε την χαίτη του καθησυχάζοντάς το και έσκυψε για να δει τι μπορεί να είχε το πόδι του. Είδε πως στο μέσο της οπλής του είχε καρφωμένο ένα μεγάλο αγκάθι. Κοίταξε τον μονόκερο στα μάτια και εκείνο κούνησε το κεφάλι του λες και ζήταγε από τον ίδιο να το βοηθήσει. Ο βασιλιάς έπιασε στο χέρι του το πληγωμένο πόδι του μονόκερου και με μία γρήγορη κίνηση τράβηξε το αγκάθι. Χλιμίντρισε δυνατά από τον πόνο και ο βασιλιάς απομακρύνθηκε για να μην τον χτυπήσει. Αφού ηρέμησε απ’ τον πόνο τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη στα μάτια, τον πλησίασε και με την μουσούδα του έδειξε το άδειο μπουκάλι που ήταν πεσμένο δίπλα του. Ο βασιλιάς το έπιασε στα χέρια του και έβγαλε το πώμα και το γέμισε με το μαγικό και θαυματουργό γάλα του μονόκερου. Το ευχαρίστησε με ένα στοργικό χάιδεμα στην χαίτη. Είχε μείνει έκπληκτος με το πόσα μπορούσαν να ειπωθούν με μόνο κάποιες σημαδιακές κινήσεις.

Γύρισε προς την δύση και ξεκίνησε για να βρει τα βουβαλόπτερα. Όλο το βράδυ προχώραγε με την συντροφιά του ασημένιου φωτεινού φεγγαριού. Με το που ξεπρόβαλε δειλά η πρώτη ακτίνα του πρωινού ήλιου βρήκε τον εαυτό του στις παρυφές μιας μεγάλης λίμνης. Όταν όλες οι χρυσές ακτίνες του ήλιου ξεπρόβαλαν φάνηκε η μεγαλοπρέπεια της λίμνης, εκτείνονταν βαθιά ως εκεί που ο ουρανός αντάμωνε το έδαφος. Ο ήλιος φώτισε και κάποιες καλαμιές που έβγαιναν μέσα από την λίμνη και παρατήρησε πως ορισμένες ήταν σπασμένες, ίσως από κάποιο ζώο. Ύστερα από λίγο μία οικογένεια βουβαλόπτερων έκανα την εμφάνισή τους για να φάνε την αγαπημένη τους τροφή, τα υγρά μανιτάρια της λίμνης που βρίσκονται συνήθως ανάμεσα απ’ τις καλαμιές. Ο βασιλιάς πλησίασε με το καρούλι ανά χείρας όμως ένας βουβαλόπτερος, μάλλον ο πατέρας, γύρισε και τον αγριοκοίταξέ τρίβοντας τα τριχωτά του πόδια στο χώμα. Ο βασιλιάς πισωπάτησε με σύνεση, προσπάθησε να φανεί ήρεμος. Ο βουβαλόπτερος όμως δεν τον ήθελε καθόλου στο οπτικό του πεδίο, πήρε φόρα και ξεκίνησε να τρέχει καταπάνω του. Ο βασιλιάς έτρεξε έντρομος να κρυφτεί πίσω από κανένα δέντρο. Μια κραυγή όμως σταμάτησε απότομα την επίθεση. Ο πατέρας με την φόρα που πήρε για να επιτεθεί είχε ρίξει το μικρό του στα βαθιά νερά της λίμνης. Το μικρό πάλευε να επιπλεύσει και οι γονείς από την ασφάλεια του εδάφους έκραζαν προς το μέρος του. Οι βουβαλόπτεροι φοβόντουσαν το νερό καθώς δεν γνώριζαν καθόλου κολύμπι, κάτι παράδοξο καθώς η αγαπημένη τους τροφή βρισκόταν δίπλα σε νερό. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο βασιλιάς όρμηξε στα νερά της λίμνης και βούτηξε για να βοηθήσει τον μικρό βουβαλόπτερο. Παρ’ όλο που το μικρό χτυπιόταν με μανία ο βασιλιάς κατάφερε να το ακινητοποιήσει στα χέρια του και έτσι να το βγάλει στην ασφάλεια της στεριάς και την θαλπωρή των γονιών του. Ο βασιλιάς απομακρύνθηκε ξανά προς την ασφάλεια των δέντρων με τα ρούχα του να στάζουν νερά. Ο πατέρας βουβαλόπτερος τον πλησίασε με ένα γαλήνιο ύφος έτσι ώστε να μην φοβηθεί. Ο βασιλιάς έτρεμε από το κρύο και ο βουβαλόπτερος ξεκίνησε να τον γλείφει ως ένδειξη ευγνωμοσύνης που είχε αψηφίσει τον κίνδυνο για να σώσει το παιδί του. Ο βασιλιάς δοκίμασε την τύχη του και έτεινε προς το μέρος του ζώου το άδειο καρούλι. Εκείνο το είδε και με το κεφάλι του έδειξε ένα σημείο της γούνας του που έλαμπε, από εκεί εξείχε μια μικρή ίνα. Με το καρούλι ο βασιλιάς ξεκίνησε να τυλίγει την ίνα της γούνας στο καρούλι ώσπου αυτό γέμισε. Όταν τελείωσε αναστέναξε με ανακούφιση που είχε μπορέσει να φέρει εις πέρας τις αποστολές που του είχαν βάλει οι δύο μοίρες.

Στον δρόμο για το γυρισμό σκεφτόταν πόσα είχε καταφέρει με το να είναι υπομονετικός και βοηθητικός. Όταν βρήκε το δέντρο και πριν περάσει την πόρτα για την ελευθερία του κοντοστάθηκε και θαύμασε για μία τελευταία φορά αυτό το τόσο υπέροχο τοπίο. Όταν πέρασε την πόρτα και βρέθηκε στο μαγικό δάσος είδε τις δύο μοίρες μπροστά του οι οποίες τον επιβράβευσαν για την αλλαγή του προς το καλύτερο. Τους έδωσε το μπουκάλι με το γάλα και το καρούλι με την κλωστή και εκείνες με την σειρά τους, με ένα χτύπημα των δακτύλων τους, τον μετέφεραν στην κάμαρα του αγαπημένου του βασιλείου.

Στο βασίλειο έκτοτε οι πάντες ζούσαν αρμονικά, ο βασιλιάς ήταν πιο καλός και πιο δίκαιος από ποτέ. Οι δύο μοίρες κατάφεραν, η πρώτη να αποκτήσει ένα πλούσιο και μακρύ μαλλί και η δεύτερη έναν αρχοντικό και μεγαλοπρεπή μανδύα. Και έτσι έζησαν αυτοί  καλά και εμείς καλύτερα.

 

                                                ΤΕΛΟΣ


Σχόλια

Τα καλύτερα