Κατοπτρική ζωή


Inside Life II, Erwin Bruegger






1. 

Προχώραγε σκεπτικός, με το κεφάλι του όπως πάντα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο, αγνοώντας τον κόσμο τον οποίο σκούνταγε δυνατά με τον ώμο του. Ήταν τόσο προσηλωμένος στις σκέψεις του που ούτε καν έδινε σημασία στις φωνές και βρισιές που ξεστόμιζαν οι περαστικοί. Σίγουρα αν τους άκουγε, έστω και έναν, θα τους χτύπαγε χωρίς κανένα ενδοιασμό. Η αλήθεια είναι πως ο Τζακ Λόρενς δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο αιμοβόρος, όμως οι προηγούμενες μέρες τον έκαναν να αναθεωρήσει για πολλά πράγματα και τώρα δεν ήξερε πραγματικά πως να διαχειριστεί τα γεγονότα. Δεν ήξερε καν ποιος είναι στην πραγματικότητα. 

Ο Τζακ, δάσκαλος μαθηματικών στο επάγγελμα - και μάλιστα από τους πολύ καλούς ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον, δεν υπήρξε και πολύ τυχερός ούτε στην προσωπική του ζωή μα ούτε και στην επαγγελματική. Επί χρόνια προσπαθούσε ματαίως να πιάσει κάποια υποτυπώδη θέση σε κάποιο πανεπιστήμιο ή έστω σε κάποιο σχολείο. Κανείς δεν ήθελε να τον προσλάβει, να φανταστείτε πως προσπάθησε να προσφέρει αφιλοκερδώς τις γνώσεις του, σε εθελοντικά προγράμματα - τα οποία δυστυχώς κρατούσαν το πολύ για τρεις μέρες, πέρα από 'κει τον διώχνανε με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να του πουν καν τον λόγο. Δεν την έλεγες και πετυχημένη καριέρα. Στις προσωπικές του σχέσεις φυσικά δεν τα πήγαινε και καλύτερα. Από φίλους δεν είχε καταφέρει να κρατήσει κανέναν, ένιωθε πως όλοι τον έκριναν κακοπροαίρετα και οι τρεις, ας πούμε, παιδικοί του φίλοι είχαν τραβήξει τους δικούς τους δρόμους. Οι γυναίκες, ενώ θεωρούταν όμορφος σαν άντρας, τον αποφεύγαν υποδειγματικά και γενικώς όσες είχαν μείνει μαζί του άντεχαν το πολύ για τρεις μέρες. [Ο αριθμός τρία έπαιζε μεγάλο ρόλο στην ζωή του Τζακ. Γεννήθηκε τρεις τα ξημερώματα την μέρα Τρίτη, 3 Μάρτη του 1973. Είχε τρεις παιδικούς φίλους οι οποίοι ήδη είχαν τραβήξει τον δρόμο τους και τρεις "μεγάλες" σχέσεις των τριών ημερών]. Κάποιοι άλλοι, που αρέσκονται στις συνεχείς αλλαγές συντρόφων, αυτό θα το θεωρούσαν ως χάρισμα. Όχι όμως κι ο Τζακ. Ένιωθε βαθύτατα απογοητευμένος και αποτυχημένος. Δεν μπορούσε να βρει κάποιο απτό ψεγάδι πάνω του όμως δεν ήταν και σε θέση να κρίνει τον εαυτό του, ίσως από την παντελή έλλειψη αυτοπεποίθησης που του είχε δημιουργηθεί όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιος νοήμων άνθρωπος θα επιζητούσε μια λύση για το πρόβλημα του ίσως και μια επίσκεψη σε κανένα ψυχολόγο, όχι όμως και ο Τζακ. Αυτά τα θεωρούσε υποκατάστατα της πραγματικότητας και χρονοβόρες ουτοπικές προσπάθειες να καταπολεμήσει μια κατάσταση η οποία ζήταγε πιο άμεσες πράξεις. Την λύση που άρμοζε γι' αυτόν την ήξερε και δεν τον ενοχλούσε καθόλου που κάποιοι θα τον έλεγαν αύριο-μεθαύριο δειλό για την επιλογή του. 

Η αλήθεια είναι πως σαν ιδέα τριβέλιζε στο μυαλό του εδώ και αρκετούς μήνες. Σαν γνήσιος ορθολογιστής είχε αποφασίσει το μέρος, την ώρα και την ημερομηνία - όχι τυχαία θα ήταν την μέρα των γενεθλίων του στις τρεις τα ξημερώματα και το μέρος θα ήταν η γέφυρα των Τριών Ποταμών. Είχε τακτοποιήσει τους λιγοστούς λογαριασμούς του μήνες πριν, είχε ξενοικιάσει το υπόγειο στούντιο και είχε αποθέσει τα λιγοστά υπάρχοντα του - τρία φθαρμένα κοστούμια έναν μαυροπίνακα και ένα κουτί κιμωλίες μισοτελειωμένο - στους κάδους των σκουπιδιών έξω απ' την οικοδομή του. 

Έτσι σαν κύριος που τηρεί το ραντεβού του στις τρεις τα ξημερώματα βρισκόταν στην γέφυρα, όπως το είχε κανονίσει. Και ενώ στο μυαλό του όλο το σχέδιο έμοιαζε εύκολο σαν παιχνίδι του στυλ ένα, δύο, τρία και μπλουμ, στην πραγματικότητα ήταν πολύ δύσκολο να στέκεσαι στο χείλος και να γνωρίζεις τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Φυσικά μια άλλη παράμετρος που δεν λαμβάνει υπόψη κάποιος που σχεδιάζει εδώ και μήνες να δώσει ένα τέλος, είναι οι τυχαίες συγκυρίες που συμβαίνουν μόνο και μόνο για να το καταστρέψουν εν ριπή οφθαλμού. Έτσι και τώρα καθώς ο Τζακ βρισκόταν στο χείλος της γέφυρας, με μπόλικες πέτρες στοιβαγμένες στις τσέπες του, και κοίταζε του κλυδωνισμούς που έκανε το νερό - έπαιρνε ταχείς βαθιές ανάσες και πάλευε με το μυαλό του να αποφασίσει ποιο διαβολεμένο πόδι να τεντώσει πρώτο προς το κενό - θα τον προσέγγιζε κάποιος, η συγκυρία που λέγαμε πριν, που θα του αναστάτωνε ακόμα πιο πολύ την ζωή. 









2. 

Ήταν ένας γενειοφόρος άντρας με ζαρωμένο πρόσωπο και γκρίζα μαλλιά που κατέληγαν σε έναν μεγαλοπρεπή κότσο. Φαινόταν αρκετά μεγάλος, όμως η κορμοστασιά του και το παρουσιαστικό του, εκτός του προσώπου του που ήταν σκαμμένο απ' τις ρυτίδες, έδιναν σε κάποιον την εντύπωση ενός πιο νέου άντρα. Διέκοψε την συγκέντρωση και την ιεροτελεστία επιλογής ποδιού του Τζακ με την σιγανή μα αρκετά μπάσα φωνή του. Θα του πρόσφερε αυτό που επιζητούσε τόσα χρόνια, μια ευκαιρία να δείξει το ταλέντο του στα μαθηματικά. Και μάλιστα όχι ως κανένας καθηγητής ή δάσκαλος μα ως ερευνητής για ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. 

Ο Τζακ σάστισε που αυτός ο άντρας, που μάλιστα του πρόσφερε δουλειά, τον είχε πλησιάσει προερχόμενος απ' το πουθενά. Θα ορκιζόταν πως στο συγκεκριμένο σημείο δεν βρισκόταν ούτε γάτα προ λίγου, όμως μπορεί και να έπαιζε παιχνίδια το μυαλό του. Χάρηκε πάρα πολύ όμως με την πρόταση που του είχε κάνει και προς στιγμή ξέχασε τον λόγο που βρισκόταν εκεί. Όμως πάνω στην φούρια του να γυρίσει και να δεχτεί την θέση που του πρόσφερε, παραπάτησε και έβλεπε το τέλος να έρχεται, τουλάχιστον σκέφτηκε πως θα πήγαινε - έστω και αυτήν την στιγμή - ικανοποιημένος. Για καλή του τύχη ο γενειοφόρος τύπος τον τράβηξε προς την ασφάλεια του δρόμου με μια πρωτόγνωρη δύναμη. Όπως ήταν πεσμένος στον δρόμο ο Τζακ και προσπαθούσε να μετρήσει τις ανάσες του, ο γενειοφόρος τον χτύπησε ελαφριά στην πλάτη και του είπε πως έπρεπε να αφήσει στην άκρη τις αυτοκτονικές του τάσεις γιατί είχε εξαίσια πράγματα γι' αυτόν κατά νου. 

Όταν ο Τζακ ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του ο γενειοφόρος άντρας, ο οποίος είχε συστηθεί στον Τζακ ως Μαρκ Μίμικ ή έτσι νόμιζε τουλάχιστον, γιατί η αλήθεια είναι πως είχε ξεχάσει το όνομα του σχεδόν την ίδια στιγμή που του το 'χε πει, του είπε να τον ακολουθήσει. Ο Τζακ προχώραγε από πίσω του, διστακτικά στην αρχή μα στην συνέχεια με περισσότερη σιγουριά. Σε όλη την διαδρομή δεν αντάλλαξαν κουβέντες μεταξύ τους. Ο Τζακ παρατηρούσε τον γενειοφόρο άντρα ή Μαρκ Μίμικ καθώς προχώραγε ξοπίσω του, από τον τρόπο που περπατούσε ως τα ανεπαίσθητα τικ που έκανε ο αριστερός του ώμος, το παρουσιαστικό του πρόδιδε κάτι το μυστηριακό και έξαπτε την περιέργεια του Τζακ. Και ίσως να ήταν καλύτερα που δεν μίλαγαν μεταξύ τους γιατί έτσι του ήταν πιο εύκολο να συμφιλιωθεί με τις σκέψεις του και να βολιδοσκοπήσει με μια πιο καθαρή ματιά την τροπή που είχε πάρει η όλη κατάσταση. Η διαδρομή, αν και την περιοχή την ήξερε απ' έξω και ανακατωτά, του φαινόταν άγνωστη. Περάσαν από δρόμους που δεν είχε ξανά δει, από σοκάκια και στενά που έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις δημιουργηθεί. Πέρασε απ' το μυαλό του πως σίγουρα όλα αυτά θα τα έπλαθε η φαντασία του και πως σίγουρα θα βρισκόταν ο οργανισμός του ακόμα σε κατάσταση σοκ. 

Ύστερα από μια, μεγάλη σε διάρκεια είναι η αλήθεια, διαδρομή έφτασαν μπροστά σε ένα κτίριο σκέτο χάλι. Σίγουρα η πρόσοψη του δεν πρόσδιδε τα λεγόμενα του Μαρκ Μίμικ. Πριν χρόνια στο συγκεκριμένο κτίριο στεγαζόταν μια μεγάλη πολυεθνική, απ' αυτές που αλλάζουν κυβερνήσεις και μορφοποιούν κράτη, μα τώρα στην θέση του ήταν ένα ετοιμόρροπο κτίριο με αμπαρωμένα με ξύλινες σανίδες τα παράθυρα και την κεντρική πόρτα έτοιμη να καταρρεύσει. Ο Τζακ πήρε τρεις ανάσες ώστε να ηρεμήσει και αποφάσισε να σπάσει την σιωπή και να μιλήσει στον γενειοφόρο άντρα, και σίγουρα θα ξεκινούσε με μια αμήχανη σύσταση. 

«Πως είπαμε πως σε λένε;» 

«Μαρκ Μίμικ, Τζακ. Τι έγινε ακόμα βρίσκεσαι σε σοκ; Λογικό μου ακούγεται». 

«Όχι Μαρκ, απλώς μου διέφυγε», είπε ψέματα, «έχω αρκετά στο μυαλό μου όπως θα κατάλαβες». 

Ο Μαρκ έγνεψε με ένα ύφος συγκαταβατικό που τσίτωσε τα νεύρα του Τζακ. Πήρε άλλες τρεις ανάσες και συνέχισε. 

«Και είσαι σίγουρος πως η δουλειά που μου πρόσφερες είναι εδώ μέσα;» 

«Μα, φυσικά», του είπε, εμφανώς νευριασμένος, καταλαβαίνοντας τον χλευαστικό τόνο στην φωνή του Τζακ, «σ’ έσωσα απ’ τον κίνδυνο που μόνος σου είχες θέσει τον εαυτό σου για κάποιο λόγο. Απλώς θα πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή ακόμα». 

«Έχεις δίκιο, συγνώμη». 

«Δεν πειράζει. Σε καταλαβαίνω απόλυτα». 

«Τίποτα δεν μπορείς να καταλάβεις», σκέφτηκε όμως δεν μοιράστηκε την σκέψη του. Αντ’ αυτού τον ρώτησε: «Όμως ήθελα να σε ρωτήσω τι δουλειά είναι αυτή;» 

Ο Μαρκ γέλασε χωρίς ιδιαίτερο λόγο και πέρασε την ετοιμόρροπη είσοδο κάνοντας ένα νεύμα στον Τζακ για να το ακολουθήσει. «Αυτό θα το μάθεις πολύ σύντομα, μα δεν είναι της παρούσης. Ακολούθησε με τώρα και πρόσεχε τα μπάζα και τα ποντίκια». Και ο Τζακ τον ακολούθησε, μην μπορώντας να κατανοήσει τον λόγο. Ίσως από περιέργεια, ίσως από απόγνωση ή ίσως και από ένα έντονο δέος που του δημιουργούσε ο Μαρκ Μίμικ. 









3. 

Το κτίριο στο εσωτερικό του ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, σχεδόν ετοιμόρροπο. Ο Τζακ ακολουθούσε τα βήματα του Μαρκ με προσοχή, το έδαφος ήταν γεμάτο κομμένα μεταλλικά ελάσματα, πέτρες και σπασμένα χοντρά ξύλα. Το παραμικρό λάθος στον βηματισμό θα επέφερε έναν μεγαλοπρεπές τραυματισμό. 

Προχώραγαν όλο και πιο βαθιά, στο πουθενά. Ο Τζακ το θεωρούσε χάσιμο χρόνου όλο αυτό, όχι πως είχε κάποια καλύτερη εναλλακτική, και δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια όσα του είχε πει ο Μαρκ. Αρκετές φορές ήθελε να τον ρωτήσει όμως δεν το έκανε και απλώς συνέχισε να τον ακολουθεί σιωπηλά. 

Έπειτα από λίγο έφτασαν σε μια ακόμη πόρτα. Αυτή ήταν σε καλύτερη κατάσταση και δεν εναρμονιζόταν με την υπόλοιπη κατάσταση του κτιρίου. Ήταν φτιαγμένη από βουρτσισμένο αλουμίνιο και φαινόταν αρκετά στιβαρή. Έξω απ’ την πόρτα υπήρχε μια συσκευή και μια οθόνη. Ο Μαρκ γύρισε προς τον Τζακ και του είπε ότι είχαν σχεδόν φτάσει, το μεγάλο ερώτημα όμως που ταλάνιζε το μυαλό του Τζακ ήταν, που; Και πάλι όμως δεν του είπε τίποτα. Ο Μαρκ πλησίασε την οθόνη και είπε το όνομα του. Μια κυματομορφή κινήθηκε στην οθόνη επιβεβαιώνοντας την φωνή του Μαρκ. Στην συνέχεια μια μικροσκοπική κάμερα βγήκε στο πάνω μέρος και ο Μαρκ έβαλε μπροστά της το δεξί του μάτι. Μια άλλη κυματομορφή κινήθηκε πάλι στην οθόνη επιβεβαιώνοντας και την ταυτότητα του. 

«ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΠΙΤΥΧΗΣ, ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΔΟΚΤΩΡ ΜΙΜΙΚ». 

Είπε μια μηχανική φωνή και ακούστηκε ένας ήχος ξεκλειδώματος απ’ την πόρτα. Ο Μαρκ την άνοιξε και την πέρασε, ο Τζακ την πέρασε κι αυτός. Ο Τζακ ξαφνιάστηκε όταν άκουσε την μηχανική φωνή να προσφωνεί τον Μαρκ Μίμικ, δόκτωρ. Το παρουσιαστικό του σε καμία περίπτωση δεν θύμιζε δόκτωρ, περισσότερο έφερνε σε κάποιον ρακένδυτο άστεγο. 

«Που πάμε;», ρώτησε ο Τζακ. 

«Θα δεις, κάνε λίγη ακόμα υπομονή. Αξίζει τον κόπο». 

Μες στο καινούργιο χώρο που μπήκαν υπήρχε ένα ασανσέρ. Ο Μαρκ πάτησε το κουμπί και σχεδόν αθόρυβα άνοιξε η πόρτα και μπήκαν και οι δύο μέσα. Ο Μαρκ πάτησε ξανά το ένα απ’ τα δύο κουμπιά που υπήρχαν μες στον θάλαμο και το ασανσέρ ξεκίνησε την διαδρομή του προς τα κάτω. Ο Τζακ κοίταξε κατάματα τον Μαρκ και του είπε: «που πάμε ακριβώς;» με μια χρεία αγανάκτησης στην φωνή του. Ο Μαρκ χαμογέλασε με έναν ύποπτο μορφασμό των χειλιών του και απάντησε: «στο μέρος όπου τα θαύματα ζωντανεύουν και όπου τα πάντα και όλα είναι εφικτά». 

Ένας ήχος διέκοψε την λακωνική κουβέντα τους, το ασανσέρ σταμάτησε απότομα, η πόρτα του άνοιξε αθόρυβα και βγήκαν και οι δύο έξω. Ο Τζακ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, δεν περίμενε πως κάτω από εκείνο το ετοιμόρροπο κτίριο βρισκόταν ετούτες οι υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις. Ένας αχανής χώρος ξεδιπλωνόταν με περίεργες συσκευές και μηχανήματα, τουλάχιστον στα μάτια του Τζακ. Το προσωπικό ήταν πολύ λίγο, κάπου στα δεκαπέντε άτομα σύμφωνα με τον πρόχειρο μέτρημα που’ χε κάνει ο Τζακ. Οι πάντες φορούσαν λευκές στολές, προστατευτικά καλύμματα στα παπούτσια τους και προστατευτικά γάντια. Οι γύρω τοίχοι ήταν ολόλευκοι και το πάτωμα ήταν επενδυμένο με τετράγωνα λευκά πλακίδια. Τα πάντα εκεί κάτω φάνταζαν αποστειρωμένα. 

Ο Μαρκ έβγαλε απ’ την τσέπη του δύο ζευγάρια προστατευτικά καλύμματα, έδωσε το ένα στον Τζακ και τα φόρεσαν. 

«Τζακ ακολούθησε με και πρόσεξε που ακουμπάς». 

«Εντάξει». 

Ο Τζακ ένιωθε προβληματισμένος και αρκετά φοβισμένος. Δεν γνώριζε ακόμα που είχε μπλέξει και ο Μαρκ Μίμικ απέφευγε με μαεστρία τις ερωτήσεις του. Του πέρναγε απ’ το μυαλό πως ίσως να είχε καταφέρει την αρχική του αποστολή και όλο αυτό να ήταν κάποιο περίεργο όραμα μετάβασης στην άλλη πλευρά. «Αηδίες», σκέφτηκε, «αυτά είναι παραμύθια, σίγουρα θα υπάρχει κάποια λογική εξήγηση». Καθώς προχώραγε στο κατόπι του Μαρκ έβλεπε από κοντά τα περίεργα μηχανήματα. Ογκώδης τετράγωνες κατασκευές με οθόνες μπροστά τους που μάλλον εκτελούσαν υπολογισμούς, απ’ ό,τι μπορούσε να δει ο Τζακ, και αρκετές κενές κάψουλες διάσπαρτες στον χώρο. Ο Τζακ συνεχώς αναρωτιόταν τι ακριβώς έκαναν εδώ. Θα έπαιρνε όρκο πως κάπου είχε ξαναδεί αυτόν τον χώρο και όλα αυτά τα μηχανήματα. Όμως πως θα μπορούσε, θα έδινε όρκο πως πρώτη του φορά βρισκόταν σ’ αυτό το μέρος. 





4. 

Ο Μαρκ, που σε όλη την διαδρομή παρέμενε αμίλητος, έφτασε μπροστά από μια κλειστή πόρτα. Έπιασε το πόμολο και γύρισε προς το μέρος του Τζακ. 

«Λοιπόν Τζακ, φτάσαμε επιτέλους. Εδώ θα βρίσκεται το γραφείο σου και ο αποκλειστικός χώρος εργασίας σου». 

«Τι είναι αυτό το μέρος; Τι πρόκειται να κάνω;», τον ρώτησε γεμάτος απόγνωση και έντονα νευριασμένος. 

Ο Μαρκ δίχως να φαίνεται να επηρεάζεται από την στάση του Τζακ, διατηρούσε ένα απόλυτα ήρεμο τόνο στην φωνή του και στην στάση του σώματός του. 

«Όπως προ είπα Τζακ βρισκόμαστε σε έναν χώρο όπου τα θαύματα ζωντανεύουν και όπου τα πάντα και όλα είναι εφικτά. Θα το δεις και μόνος σου αυτό». 

«Ναι, αλλά ακόμα δεν μου ‘χεις πει για ποιον θα δουλεύω». 

«Τζακ θα έχεις την τιμή να δουλεύεις για την “Εταιρεία Τεχνητών Εμπειριών Επαυξημένης Πραγματικότητας”, εν συντομία Ε.Τ.Ε.Ε.Π». 

«Την ποια; Δεν την έχω ξανακούσει αυτή την εταιρεία». 

«Φυσικό μου ακούγετε». 

«Δεν σε καταλαβαίνω». 

«Και δεν χρειάζεται. Αυτό που θα πρέπει να καταλάβεις και να εφαρμόσεις είναι οι οδηγίες που σου έδωσα. Να μείνεις σ’ αυτό το γραφείο και να κάνεις την δουλειά σου χωρίς να προσπαθήσεις να χώσεις την μύτη σου σε πράγματα που δε σ’ αφορούν». 

Ο Τζακ δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιον λόγο του είχε κάνει αυτή την σύσταση ο Μαρκ. 

«Και ποια θα είναι η δουλειά μου ακριβώς;» 

«Μα βεβαία! Η διακαής σου ερώτηση που ψάχνει μία απάντηση. Θα σου πω και για την δουλεία που θα κάνεις. Ας περάσουμε όμως μες στο γραφείο σου πρώτα. Να δεις και συ τον εργασιακό σου χώρο». 

Ο Μαρκ άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα ακολουθούμενος απ’ τον Τζακ. Το γραφείο στο εσωτερικό του ήταν ένα δωμάτιο πενήντα τετραγωνικών περίπου και ίδιο με τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις. Ολόλευκοι τοίχοι και πάτωμα επιστρωμένο με λευκά πλακίδια. Στο μέσο του γραφείου υπήρχε μια μεγάλη ηλεκτρονική κονσόλα με πάμπολλα κουμπιά διαφόρων χρωμάτων, στο κέντρο της κονσόλας υπήρχαν τρεις ισομεγέθεις οθόνες σβηστές για την ώρα. Ο Μαρκ πρόλαβε τον Τζακ πριν αυτός, για μια ακόμη φορά, εκφράσει την απορία του για το τι επρόκειτο να κάνει σ’ αυτό το μέρος. 

«Τζακ, εδώ θα είναι το γραφείο σου όπως κατάλαβες. Η δουλειά σου θα είναι να διορθώσεις και να φτιάξεις τον αλγόριθμο. Τον αλγόριθμο που είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία του προγράμματος». 

«Τι πρόγραμμα είναι αυτό; Τι κάνει;» 

«Εδώ δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Μπορώ όμως να σου επιβεβαιώσω πως θα λάβεις στην πορεία περισσότερες λεπτομέρειες». 

Ο Τζακ τον κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας και προσπαθούσε να ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει πως και από που θα ξεκινούσε να δουλεύει, μα το πιο σημαντικό ήταν ποιος ήταν υπεύθυνος για την πρόσληψή του αν όχι ο Μαρκ Μίμικ. Το πιο παράδοξο όμως ήταν πως την συγκεκριμένη κουβέντα με τον Μαρκ ένιωθε πως την είχε ξανακάνει. Ο Μαρκ τον χαιρέτησε με ένα νεύμα του προσώπου του και βγήκε απ’ το γραφείο κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο Τζακ είχε μείνει μόνος του δίχως να ξέρει τι να κάνει γεμάτος αμφιβολίες για όλους και τα πάντα. 

«ΚΛΙΚ» 

Ο ήχος κλειδώματος της πόρτας τον αναστάτωσε. Γιατί τον είχε κλειδώσει εδώ μέσα; Όρμησε πάνω στην πόρτα και άρχισε να την κοπανάει με όλη του την δύναμη. Μάταια όμως γιατί η πόρτα και όλο το δωμάτιο ήταν ενισχυμένα με ηχομονωτικό υλικό. Ο Μαρκ προχωρούσε ατάραχος στον λευκό διάδρομο, έβγαλε απ’ την τσέπη του έναν μικρό ραδιοπομπό πάτησε το κουμπί στα πλάγια και μίλησε σε κάποιον. 

«Αφεντικό, βρίσκεται στην θέση του όπως τα κανονίσαμε. Στην θέση του και κλειδωμένος. Όταν θα ηρεμήσει θα ξεκινήσει να κάνει την δουλειά του». 

«Κατάλαβε τίποτα;», είπε η φωνή στην άλλη μεριά. 

«Όχι. Του είπα να περιμένει οδηγίες». 

«Άψογα. Πολύ καλή δουλειά Μαρκ. Πρέπει να βιαστούμε, ο χρόνος λιγοστεύει». 





5. 

Εγκλωβισμένος καθώς ήταν στο πλήρως ηχομονωμένο δωμάτιο, ο Τζακ αισθανόταν πως ίσως η μοίρα να του έπαιζε κάποιο περίεργο σαδιστικό παιχνίδι. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο και γιατί τον είχαν κλειδώσει σε αυτό το δωμάτιο. Για την πρώτη του απορία, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ποταπού Μαρκ, κάποιος υποτίθεται πως θα τον κατατόπιζε σύντομα, όσον αφορά το γιατί είχαν διαλέξει ειδικά αυτόν, αυτό ήταν κάτι που σίγουρα δεν θα του το έλεγε κανείς. 

Οι ώρες περνούσαν απελπιστικά αργά και ακόμα κανένας δεν του είχε μιλήσει. Όταν καταλάγιασε ο θυμός του σε επιτρεπτά όρια ώστε να μην του επηρεάζει την σκέψη, ξεκίνησε να χαρτογραφεί με τα μάτια του τον χώρο. Ξεκίνησε να περιεργάζεται την ηλεκτρονική κονσόλα. Ήταν ακόμα σβηστή και οι οθόνες το ίδιο. Πάταγε διαδοχικά καθ’ ένα από τα δεκάδες της κουμπιά, ελπίζοντας κάποιο από αυτά να την έθετε σε λειτουργία. 

Άξαφνα η κεντρική από τις τρεις οθόνες άναψε και μια σκοτεινή φιγούρα εμφανίστηκε στο μέσο της. Ο Τζακ σάστισε, νόμιζε πως κάτι έκανε με τα κουμπιά που πατούσε μανιωδώς. 

«Καλώς ήρθατε στην Ε.Τ.Ε.Ε.Π κε. Λόρενς. Σας παρακαλώ καθίστε στην θέση σας». 

Ξαφνικά όλα τα νεύρα και ο θυμός του Τζακ αναδύθηκαν σε υπερθετικό βαθμό και άρχισε να ουρλιάζει προς την οθόνη: «Ποιος στο διάολο είσαι εσύ; , Που βρίσκομαι; , Τι θέλετε από μένα;» Όλα με μια ανάσα. 

«Κε. Λόρενς δεν ωφελεί να φωνάζετε. Είστε εδώ για να κάνετε μια δουλειά, και θα την κάνετε. Ο ζωτικός αλγόριθμος λειτουργίας του προγράμματος έχει ένα σφάλμα. Οι γνώσεις σας στα μαθηματικά θα μας βοηθήσουν να το βρούμε και να το φτιάξουμε». 

Ο Τζακ με σφιγμένες τις γροθιές του είπε: «Και αν δεν το κάνω;» 

«Δυστυχώς κε. Λόρενς δεν υπάρχει αυτή η επιλογή για εσάς. Αν αποφασίσετε να μην μας βοηθήσετε θα αναγκαστούμε να σας αποδεσμεύσουμε ή μάλλον να σας ανακυκλώσουμε». 

Ο Τζακ κάγχασε. Όλα αυτά ακουγόντουσαν τελείως τρελά και παρανοϊκά. Δεν μπορούσε να πιστέψει με τίποτα την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί και την περίεργη τροπή που είχε πάρει η ζωή του. Και να φανταστεί κανείς πως μόλις πριν σκεφτόταν να δώσει ένα τέλος. 

«Κε. Λόρενς». Ακούστηκε η μπάσα φωνή της οθόνης λίγο πιο ενισχυμένη από πριν. «Επειδή βλέπω πως δεν πιστεύεται τα λεγόμενα μου, θα σας δώσω ένα κίνητρο και ένα χρονικό όριο». 

Η σκοτεινή φιγούρα της οθόνης εξαφανίστηκε και στην θέση της εμφανίστηκε ένα ψηφιακό ρολόι που έδειχνε 48 ώρες. Ανάμεσα απ’ τα λευκά πλακίδια ξεπρόβαλαν κάποια μικρά μεταλλικά φλόγιστρα. Όταν βγήκαν όλα, 50 στο σύνολο, το ψηφιακό ρολόι ξεκίνησε την αντίστροφή μέτρηση. 





6. 

Ο Τζακ είχε ξεκινήσει με πυρετώδεις ρυθμούς να δουλεύει πάνω στον αλγόριθμο. Απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει όλος ο αλγόριθμος αποτελούταν από μια μπερδεμένη αλληλουχία αριθμών και πράξεων. Οι αριθμοί, 122 στο σύνολο, είχαν απόλυτη συνοχή μεταξύ τους και δημιουργούσαν μια ακολουθία Φιμπονάτσι. Ξεκίνησε να μελετά έναν-έναν τους αριθμούς και να κάνει τις πράξεις μόνο με το μυαλό του, σαν κάποια σύγχρονή επιστημονική αριθμομηχανή. 

Έπειτα από τρεις ώρες ατελείωτων πράξεων μπόρεσε να βρει τα λάθη τα οποία δημιουργούσαν τρύπες στην ομαλή έκβαση της ακολουθίας. Ήταν δύο αριθμοί αρνητικού προσήμου και τρεις θετικού. Πατώντας τα ανάλογα κουμπιά της κονσόλας μπόρεσε να διορθώσει τα λάθη και να βάλει τους σωστούς αριθμούς στην σωστή σειρά. Στο τέλος της ακολουθίας θα έπρεπε να βρει την χρυσή αναλογία που θα συνέδεε όλα τα κομμάτια και θα επέτρεπε στον αλγόριθμο να δουλέψει απρόσκοπτα. Και πάλι σαν κάποια σύγχρονη επιστημονική αριθμομηχανή χρησιμοποίησε την φόρμουλα του Μπινέ για να βρει το αποτέλεσμα της χρυσής αναλογίας. 

Όταν κατάφερε να ολοκληρώσει την ακολουθία στις οθόνες εμφανίστηκε μια παράλληλη περιστρεφόμενη ελικοειδής σπείρα, ίσως κάποιο σημάδι πως οι ενέργειες που είχε κάνει ως εκείνη την στιγμή ήταν σωστές. Παρ’ όλα αυτά το ψηφιακό ρολόι της αντίστροφης μέτρησης δεν είχε σταματήσει, τα μεταλλικά φλόγιστρα δεν είχαν μπει στην θέση τους και η σκοτεινή φιγούρα δεν είχε κάνει ξανά την εμφάνιση της. Φώναζε προς την οθόνη χωρίς όμως καμία ανταπόκριση, προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα μα και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πήρε τρεις βαθιές ανάσες και άρχισε να μουρμουρίζει αριθμητικές πράξεις, ήταν κάτι που τον ηρεμούσε όταν βρισκόταν σε αγχώδης κατάσταση. Προσπάθησε να ξανά μελετήσει όλη την δομή του αλγόριθμου, μήπως είχε παραλείψει κάτι, το γνώριζε όμως ήδη πως δεν είχε κάνει κανένα λάθος. 

Η αντίστροφη μέτρηση συνέχιζε και πλέον είχε μείνει μόνο μία ώρα στο ψηφιακό ρολόι. Κάτι έπρεπε να κάνει, να βγει από αυτόν τον θάλαμο θανάτου, όμως τι; Καθώς παρατηρούσε τα μεταλλικά φλόγιστρα που του θύμιζαν την άσχημη κατάληξη που θα είχε, είδε από κάποιο να εξέχουν δύο μικρές μεταλλικές λωρίδες. Πλησίασε και τις έκοψε με τα χέρια του στριφογυρίζοντας την αριστερά δεξιά, θα τις χρησιμοποιούσε για να ανοίξει την πόρτα. Τις ένωσε με τα χέρια του και τις έπλεξε δημιουργώντας ένα συμπαγές και εύπλαστο σύρμα. Πήγε προς την πόρτα και έβαλε στην κλειδαριά το σύρμα προσπαθώντας να βρει τον κατάλληλο συνδυασμό. Το ψηφιακό ρολόι είχε φτάσει πλέον στα δέκα λεπτά, δεν είχε πολύ χρόνο. 

Έπειτα από αρκετές προσπάθειες βρήκε τον κατάλληλο συνδυασμό. Τρία κλικ αριστερά και ένα δεξιά είχε κάνει την δουλειά. Γύρισε το πόμολο και βγήκε έξω. Καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του άκουσε ένα ανεπαίσθητο συριγμό, τα φλόγιστρα είχαν ενεργοποιηθεί καίγοντας ό, τι υπήρχε μέσα στο δωμάτιο. Προσπάθησε να βρει κάποιο μέρος για να κρυφτεί ωσότου ηρεμήσουν τα πράγματα. Δεν θα αργούσαν να καταλάβουν πως εκείνος δεν βρισκόταν μες στον θάλαμο πυρακτώσεως. Ήθελε να βγει από ‘κει μέσα μα πιο πολύ ήθελε να βρει το καθίκι τον Μαρκ Μίμικ. 



7. 

Προσπαθούσε να κινηθεί μες στις σκιές έτσι ώστε να μη γίνει αντιληπτός από κανέναν. Είχε καταφέρει, την τελευταία στιγμή στην κυριολεξία, να βγει απ’ το δωμάτιο που τον είχε κλειδώσει ο Μαρκ Μίμικ. Ποιος όμως ήταν ο μυστηριώδης ‘’εργοδότης’’ του; Αυτός που τον άφησε να τσουρουφλιστεί σαν ξερόκλαδο. 

Έπειτα από λίγα λεπτά είδε τον Μαρκ να πλησιάζει προς το δωμάτιο. Είχε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο διαγεγραμμένο στο πρόσωπο του και ο βηματισμός του ήταν γρήγορος και ζωηρός. «Παλιομπάσταρδε να δούμε για πόσο ακόμα θα γελάς, θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια», σκέφτηκε ο Τζακ και έσφιξε με δύναμη τις γροθιές του. Θα τον περίμενε να βγει από το δωμάτιο και στην συνέχεια θα τον πλησίαζε αιφνιδιαστικά από πίσω, θα του φίμωνε το στόμα με το χέρι του ώστε να μην μπορεί να φωνάξει, θα τον μετέφερε προς την σκοτεινή γωνιά που βρισκόταν τώρα και θα τον στραγγάλιζε. Τρία απλά βήματα. Πίστευε πως θα μπορούσε να τα καταφέρει. Ήταν το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό ως εκδίκηση, που σημαίνει πως ίσως κάπου να το είχε δει, σε καμιά ταινία ίσως, αν και δεν θυμάται τον εαυτό του να βλέπει τέτοιου είδους ταινίες, ή ακόμα χειρότερα να ήταν μια οικεία πράξη που να την είχε ξανακάνει στο παρελθόν, δεν μπορούσε όμως να θυμηθεί καθαρά. Ανούσιες σκέψεις οι οποίες τον έφερναν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, αμφιταλαντευόταν αν θα ήταν συνετό να τον σκοτώσει. «Μα σίγουρα είναι παλιομαλάκα Τζακ, αυτό το αρχίδι ήθελε να σε κάψει ζωντανό και του αξίζει να πεθάνει», σκέφτηκε και έδιωξε όποια αμφιβολία του γεννούσαν οι σκέψεις του. 

Έπειτα από λίγο τον είδε να βγαίνει απ’ το δωμάτιο. Στο πρόσωπο του είχε αποτυπωμένο το ίδιο αυτάρεσκο χαμόγελο και ο Τζακ σκέφτηκε πως ίσως να μην είχε καταλάβει πως ο ίδιος είχε καταφέρει να ξεφύγει. Ο Μαρκ με τον ίδιο βηματισμό ξεκίνησε να περπατάει από την ίδια διαδρομή. Ο Τζακ έσφιξε ακόμα πιο πολύ τις γροθιές του, στο σημείο που οι αρθρώσεις των δακτύλων του άσπρισαν. Ήταν έτοιμος να τον προσεγγίσει ακολουθώντας πιστά τα βήματα του σχεδίου του, όταν ένιωσε ένα χέρι να τον πιάνει απ’ τον ώμο και να τον κρατάει στην ασφάλεια της σκιάς. Με ένα τίναγμα ο Τζακ αποδεσμεύτηκε απ’ το άγνωστο χέρι μα πλέον ήταν αργά, ο Μαρκ είχε φύγει από το οπτικό του πεδίο. 

Γύρισε γεμάτος οργή μα και φόβο. Οργή για αυτόν που του είχε στερήσει την ευχαρίστηση να σκοτώσει τον Μαρκ και φόβο γιατί αυτός που τον είχε σταματήσει θα ήταν κάποιος απ΄ το προσωπικό. Δεν είχε και άδικο γιατί μπροστά του βρισκόταν μια γυναίκα που φορούσε ακριβώς την ίδια λευκή στολή με το υπόλοιπο προσωπικό. Σκέφτηκε πως πλέον την είχε βαμμένη, δεν ήξερε τι να πει ή τι να κάνει. Κάθε ψήγμα γενναιότητας που είχε αποκτήσει πριν είχε εξανεμιστεί στιγμιαία. Προσπαθούσε να βρει τι θα μπορούσε να πει και στο μυαλό του αιωρόντουσαν δεκάδες μαθηματικές πράξεις, αλγεβρικές εξισώσεις και γεωμετρικοί τύποι. Όταν αποφάσισε να μιλήσει η γυναίκα έβαλε το χέρι της στο στόμα του. 

«Μην μιλάς εδώ. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Ακολούθησε με, γρήγορα». 





8. 

Ο Τζακ ακολουθούσε την μυστηριώδη γυναίκα που το πιθανότερο να του είχε σώσει την ζωή, γιατί ούτε ο ίδιος δεν γνώριζε την εξέλιξη που θα είχε το σχέδιο του. Ήταν μια αληθινά παράξενη αίσθηση για κάποιον που ήθελε να δώσει ένα πικρό τέλος στην ζωή του. 

Είχαν μπει από κάποια κρυφή πόρτα η οποία δεν είχε κανενός είδους κλειδαριά ή πόμολο και τώρα προχωρούσαν σε έναν στενό ελικοειδή διάδρομο. Τα πάντα, ό, τι είχε δει ως τώρα του φαινόνταν πολύ οικεία, τα λόγια και οι σκέψεις του το ίδιο, έμοιαζε λες και κάπου να είχε ξαναζήσει όλο το σκηνικό. Ίσως να κοιμόταν και όλο αυτό να ήταν μια τρελή ονειρική παρείσφρηση, ίσως και πάλι να είχε πεθάνει και να ήταν μια παράδοξη μεταθανάτια προβολή στην αέναη κοσμική ταινιοθήκη. 

«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η άγνωστη γυναίκα και τον έβγαλε από τον κυκεώνα των σκέψεων του. 

«Όχι. Όχι και πολύ είναι η αλήθεια. Νιώθω χαμένος…νιώθω μπερδεμένος». 

Δεν πήρε καμιά απάντηση, του χαμογέλασε με πικρία και συνέχισε να προχωράει. Έπειτα από λίγο έφτασαν, μάλλον στον προορισμό τους υπέθεσε ο Τζακ, μπροστά από έναν τοίχο. Άλλη μια κρυφή πόρτα άνοιξε με το άγγιγμα του χεριού της και μπήκαν σε ένα δωμάτιο γεμάτο οθόνες, με μια καρέκλα και μια μικρή κονσόλα χειρισμού ακριβώς στο κέντρο του δωματίου. Θύμιζε κέντρο ελέγχου, η κάθε οθόνη έδειχνε και από ένα σημείο της εγκατάστασης, κάλυπτε κάθε σπιθαμή, από την ρημαγμένη είσοδο του κτιρίου και το ασανσέρ στο οποίο είχε μπει μαζί με τον Μαρκ, ως και το δωμάτιο, εσωτερικά και εξωτερικά, που του είχε παραχωρήσει ο ‘’εργοδότης’’ του. 

«Που βρισκόμαστε τώρα;» ρώτησε ο Τζακ. 

Η γυναίκα έβγαλε την μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπο της και τίναξε τα μαλλιά της. Αυτά τα καστανά μάτια, αυτό το κόκκινο της φωτιάς των μαλλιών της, τι υπέροχο, την κοίταζε αποσβολωμένος, ήταν ότι πιο όμορφο είχε δει, ή ίσως πάλι και όχι, δεν ήταν σίγουρος, όπως δεν ήταν σίγουρος αν την είχε ξαναδεί κάπου, που όμως; 

Χτύπησε τρεις φορές τα δάκτυλα της μπροστά στα μάτια του έτσι ώστε να σταματήσει το ονειροπόλημα και να συγκεντρωθεί στο τώρα. «Βρισκόμαστε στο μυστικό κέντρο ελέγχου της Ε.Τ.Ε.Ε.Π. και εγώ είμαι η Φλόρενς Γιανγκ, επικεφαλής του κέντρου ελέγχου και αρχηγός της ομάδας ‘’blade thoughts’’ ». 

Ο Τζακ έκλεισε τα μάτια του και κούνησε το κεφάλι του μη μπορώντας να διαχειριστεί όλα αυτά τα δεδομένα. Μυστικό κέντρο ελέγχου, ομάδα ‘’blade thoughts’’ ,η Φλόρενς Γιανγκ η οποία του φαινόταν γνώριμη. Που πραγματικά είχε μπλέξει; 





9. 

Η Φλόρενς κατάλαβε την ταραχή του και αποφάσισε να τον κατατοπίσει εν μέρει. 

«Καταλαβαίνω την ταραχή σου. Συμβαίνει κάθε φορά όταν κάποιος από ‘σας φθάνει ως εδώ». 

«Τίποτα δεν μπορείς να καταλάβεις, ακούς! Εγώ πριν κάποιες ώρες ήμουν έτοιμος να βρεθώ στα άπατα νερά των Τριών Ποταμών και μακάρι να είχα τολμήσει το καταραμένο βήμα. Αντ’ αυτού βρίσκομαι εδώ. Σε μια εγκατάσταση που βρίσκεται κάτω από ερείπια, με έβαλαν σε ένα δωμάτιο-παγίδα επί 48 και ώρες, προσπάθησαν να με κάψουν ζωντανό και τώρα βρίσκομαι σε κάποιο περίεργο κέντρο ελέγχου πίσω από αφανείς πόρτες και μιλάω σε σένα. Όποτε όπως καταλαβαίνεις δεν μπορείς να καταλάβεις την ταραχή μου!» 

Χαμογέλασε με έναν παράξενο, θελκτικό και γνώριμο τρόπο. 

«Άσε με να σου εξηγήσω λοιπόν. Όπως γνωρίζεις βρίσκεσαι στις εγκαταστάσεις της Ε.Τ.Ε.Ε.Π. η οποία είναι από τις μεγαλύτερες εταιρίες στην διαχείριση και κατασκευή οργανικών και μηχανικών βοηθημάτων, κατασκευάζει και εμπορεύεται μνήμες και όνειρα για όποιον μπορεί να διαθέσει το ποσό που χρειάζεται. Εδώ είναι το κέντρο ελέγχου όπου εγώ και η ομάδα μου ελέγχουμε πως τα πάντα λειτουργούν στην εντέλεια και οι πάντες είναι προσηλωμένοι στην εργασία τους». 

Η αλήθεια ήταν πως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ήταν διαφωτιστικά για τον Τζακ. Πως γινόταν μια εταιρεία με αυτήν την τεχνογνωσία να χρειάζεται την βοήθεια ενός αποτυχημένου με αυτοκτονικές τάσεις. 

«Αν είναι έτσι και αυτή η εταιρεία έχει τόση τεχνογνωσία και κύρος εγώ που κολλάω σε όλη αυτήν την εξίσωση;» 

«Χμ, δεν περίμενα πως θα ήσουν τόσο έξυπνος. Φαίνεται πως έκαναν καλή επιλογή». 

«Μα τι στο διάολο θες να πεις! Κανείς σ’ αυτό το γαμημένο κτίριο δεν θέλει να μιλήσει καθαρά, όλοι μιλάτε με γαμημένους γρίφους!» 

«Μα δεν είναι φανερό. Σε φέραν εδώ για να ολοκληρώσεις τον αλγόριθμο που είχε μείνει στην μέση». 

«Και μετά τι, να με σκοτώσουν;» 

«Ναι. Ο προγραμματισμός αυτός είναι. Να ολοκληρώσεις την αποστολή. Και μετά από και ‘γω δεν ξέρω πόσες προσπάθειες, τα κατάφεραν», έβαλε το δάκτυλό της στο πλάι του κεφαλιού του, «όλες οι προσπάθειες συνήθως έληγαν με αποτυχία, κάθε μία ρέπλικα σε λούπα, πολλές φορές δεν κατάφερναν να φτάσουν ούτε καν μέχρι τις εγκαταστάσεις παρ’ όλες τις προσπάθειες του δρ. Μίμικ». 

Ο Τζακ ούρλιαξε αγανακτισμένος: «Τι συμβαίνει εδώ!! Εγώ είμαι ζωντανός, είμαι αληθινός!» και συγχρόνως ακούμπαγε διάφορα μέρη του κορμιού του ως επιβεβαίωση. 

«Πρέπει να το παραδεχτώ πάντως. Είσαι ό, τι καλύτερο έφτιαξαν ως τώρα, ένα πιστό αντίγραφο. Είναι κρίμα πως θα πρέπει να σε τερματίσω». 

Την ώρα που η Φλόρενς πήγαινε να βγάλει απ’ την τσέπη της ένα ηλεκτρονικό όπλο φασματικής κένωσης ο Τζακ ήδη είχε σφίξει τον λαιμό της στα χέρια του. Σταμάτησε να τον σφίγγει μόνο όταν εκείνη είχε σταματήσει να κουνιέται εντυπωσιασμένος από την δύναμη που είχε. Άφησε το άψυχο κορμί της στο πάτωμα. 









10. 

Προσπάθησε να κινηθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε από τον ελικοειδή διάδρομο έτσι ώστε να βγει στο κεντρικό κτίριο. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Την είχε σκοτώσει χωρίς καν να προσπαθήσει, τον είχε πιάσει μια εξοργιστική μανία η οποία καταλάγιασε μόλις η Φλόρενς είχε πάψει να ανασαίνει. Πλέον ήξερε πως δεν μπορούσε να φύγει άπραγος απ’ τις εγκαταστάσεις. Έπρεπε καταρχήν να πάρει την εκδίκησή του από τον Μαρκ Μίμικ και φυσικά να μάθει όλη την αλήθεια γι’ αυτό το μέρος και για όλα τα τρελά και ειδεχθή πράγματα που είχε ακούσει από την Φλόρενς. 

Όταν βγήκε στον κεντρικό διάδρομο για μια ακόμη φορά είδε το δωμάτιο ‘’εργασίας’’ και ανατρίχιασε σύγκορμος. Φαντάστηκε προς στιγμή τον εαυτό του να παραδίδεται στις φλόγες και να μετατρέπεται σε ένα καρβουνιασμένο οργανικό συνονθύλευμα. Προσπάθησε να θυμηθεί προς ποια κατεύθυνση είχε φύγει ο Μαρκ. Ήξερε πως πριν τον βρει ο Τζακ θα είχε καταλάβει το λάθος του, μα θα ήταν ήδη αργά. Ο Τζακ πριν μπορέσει να βγει έξω απ’ το φλεγόμενο δωμάτιο είχε καταφέρει να φυτέψει μες στον κωδικό του αλγόριθμου ένα σημαντικό μη-ορατό ελάττωμα που θα καθιστούσε αδύνατη την ομαλή λειτουργία. 

----------------------- 

Σε ένα μυστικό δωμάτιο μες στις εγκαταστάσεις ο δρ. Μαρκ Μίμικ ετοιμαζόταν να θέσει σε λειτουργία τον ανανεωμένο και διορθωμένο αλγόριθμο. Ο Μαρκ ποτέ δεν αισθανόταν άνετα μπροστά στο αφεντικό του. Η εμφάνιση του είχε κάτι το αποτρόπαιο που ζόριζε τον αμφιβληστροειδή. Το ατύχημα του είχε αφήσει ένα παντελώς παραμορφωμένο πρόσωπο με μόνο κάποια ελάχιστα μέρη σάρκας ανέπαφα, το ένα του μάτι είχε αντικατασταθεί από ένα τεχνητό και το άλλο είχε βγει σε τέτοιο σημείο που ήταν ορατές οι νευρικές απολήξεις. Οι κινήσεις του περιοριζόταν στα απολύτως βασικά, μπορούσε να ακούσει μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Μια οπτική ίνα μετάδοσης δεδομένων έφευγε απ’ τον εγκέφαλό του και συνδεόταν σε μια έγχρωμη οθόνη. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν εφικτή η επικοινωνία του. Πριν πέντε χρόνια είχε θέσει τον εαυτό του ως πειραματόζωο για την καινούργια του ανακάλυψη, απεριόριστες τεχνητές σωματικές υπερλειτουργίες χωρίς καμιά χρήση πρόσθετων εμφυτευμάτων. Δυστυχώς η εσφαλμένη αλληλουχία του αλγόριθμου αλλοίωσε την αλυσίδα του DNA με ανεπανόρθωτα αποτελέσματα. Έκτοτε προσπαθούσε, με κάθε τρόπο καθώς και με την βοήθεια του πιστού του Μαρκ Μίμικ, να βρει την λύση για το πρόβλημα του. 

Ο Μαρκ του είπε τα καλά νέα. Ο καινούργιος τους ‘’υπάλληλος’’ είχε καταφέρει να βρει το πρόβλημα, είχε καταφέρει να ολοκληρώσει τον αλγόριθμο και η αλληλουχία φαινόταν να λειτουργεί στην εντέλεια. Τράβηξε το αναπηρικό καροτσάκι προς την κάψουλα συμπεριφορικής βιομετρικής ανάνηψης και τον ξάπλωσε στο ειδικά διαμορφωμένο, επενδυμένο με βελούδο, κρεβάτι και έκλεισε την πόρτα της κάψουλας από πάνω του. Έβαλε τον κωδικό εξουσιοδότησης στην οθόνη και φόρτωσε το αρχείο του αλγόριθμου. Πάτησε το κουμπί της εκτέλεσης και επιβεβαίωσε την εντολή του με το σκανάρισμα της ίριδας του. 

Ένα μπλε φάσμα αγκάλιασε το τσακισμένο σώμα και μια μεταλλική ράβδος κινήθηκε καθ’ όλο το μήκος της κάψουλας εκπέμποντας ραδιενεργές ακτίνες. Η διαδικασία διήρκεσε 15 λεπτά. Όταν πάνω στην οθόνη αναγράφηκε το κείμενο ‘’ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΕΠΙΤΥΧΗΣ’’ ο Μαρκ σάστισε. Άνοιξε με ανυπομονησία την πόρτα και με απογοήτευση αντίκρισε το σώμα του αφεντικού του. Ήταν ακριβώς στην ίδια κατάσταση με πριν, καμία μετατροπή ή καλυτέρευση. Το τσακισμένο σώμα κουνήθηκε αμυδρά και έβγαλε ένα ανατριχιαστικό μουγκρητό απελπισίας από τις διαλυμένες φωνητικές του χορδές. 



11. 

Ο Τζακ προσπαθούσε να είναι όσο πιο προσεκτικός γίνεται. Δεν ήθελε να έχει καμιά άλλη έκπληξη μέχρι να βρει τον Μαρκ Μίμικ. Οι εγκαταστάσεις ήταν δαιδαλώδεις και η πρώτη του επαφή κατά την είσοδο του ήταν μόνο μια πρόγευση, ένας προθάλαμος για το ό,τι έκαναν εδώ. 

Είχε μπορέσει να δει αρκετά μα δεν ήταν βέβαιος τι ακριβώς πειράματα γινόντουσαν. Ενώ στην είσοδο των εγκαταστάσεων υπήρχαν ελάχιστες άδειες κάψουλες και ελάχιστο προσωπικό, είχε δει τώρα αρκετές κάψουλες παρατεταμένες η μία δίπλα στην άλλη και είχε παρατηρήσει μια σημαντική αύξηση του προσωπικού. Η ήδη κακή του ψυχολογία έφτασε στο ζενίθ όταν μέσα σε ορισμένες από αυτές τις κάψουλες μπόρεσε να διακρίνει ανθρώπινα σώματα. 

Καταλάβαινε πως το να προχωρά έτσι απρόσκλητα στους διαδρόμους ήταν καθαρή αυτοκτονία, κάπως έπρεπε να καμουφλάρει την παρουσία του. Παρατήρησε πως πολλά άτομα απ’ το προσωπικό μπαινοβγαίναν από ένα δωμάτιο. Εξωτερικά ήταν πανομοιότυπο με το δωμάτιο ‘’εργασίας’’ του. Προσπάθησε να το προσεγγίσει χωρίς να γίνει αντιληπτός, περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να μπει μέσα. Καθ’ ένας από αυτούς που είχαν μπει και βγει από το δωμάτιο καθόταν για ακριβώς τρία λεπτά. Ακολούθησε με προσοχή τον τελευταίο που μπήκε και ξεκίνησε να μετράει. 

Έπειτα από ακριβώς τρία λεπτά βγήκε και τώρα ήταν η σειρά του να μπει στο δωμάτιο. Δεν ήξερε τι θα έβρισκε εκεί μέσα μα ήλπιζε να είχε κάτι που θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Το δωμάτιο και στο εσωτερικό του ήταν πανομοιότυπο με άσπρους τοίχους και πάτωμα επιστρωμένο με λευκά πλακίδια. Είχε παρατεταμένους ολόγυρα μεταλλικούς φωριαμούς και ο Τζακ υπέθεσε πως το δωμάτιο χρησίμευε για να αλλάζει ρούχα το προσωπικό, όμως για ποιο λόγο μπαινόβγαιναν ανά τρία λεπτά. Δεν ήθελε να το ξέρει, για την ώρα αισθανόταν, έστω και για λίγο, τυχερός. Είχε ήδη ξεκινήσει να μετρά τα τρία λεπτά, αν μη τι άλλο δεν ήθελε να γίνει αντιληπτός από κανέναν. 

Ο χρόνος τον πίεζε και σε κανένα φωριαμό δεν είχε βρει μια ενδυμασία του προσωπικού. Το μόνο που είχε βρει ήταν τα κανονικά τους ρούχα και παπούτσια καθώς και προσωπικά αντικείμενα. Συνέχισε να ψάχνει ώσπου βρέθηκε σε μια συστάδα φωριαμών οι οποίοι ήταν κλειδωμένοι, σίγουρα εδώ θα έβρισκε κάποια ενδυμασία, πως θα τους άνοιγε όμως. Ο Τζακ αγχώθηκε και για λίγο αποσυντονίστηκε από τον έλεγχο του εναπομείναντα χρόνου μα πήρε τρεις ανάσες και ανασυγκρότησε τις σκέψεις και την προσοχή του στο πρόβλημά του. 

Με την βοήθεια του πυροσβεστήρα ασφαλείας, του φάνηκε περίεργο πως γνώριζε την ακριβή του θέση όμως θεώρησε πως δεν είναι της παρούσης να ασχοληθεί περαιτέρω, έσπασε με άνεση την κλειδαριά. Μέσα βρήκε την πολυπόθητη φορεσιά, την πήρε και την φόρεσε. Τώρα έμοιαζε σαν τους υπόλοιπους, δεν μπορούσε να δει τον εαυτό του σε κανέναν καθρέφτη μα ήταν σίγουρος. Σήκωσε την μάσκα που κάλυπτε το πρόσωπο του και ήταν έτοιμος να φύγει όταν άκουσε έναν θόρυβο απ’ την πόρτα της εισόδου. 

«Τι στο διάολο…» αναφώνησε και σκέφτηκε πως μάλλον θα είχε κάνει λάθος στην μέτρηση του χρόνου. Θα έγινε μάλλον την στιγμή που θα ήταν αγχωμένος. Δεν πτοήθηκε όμως, δεν είχε φτάσει ως εδώ για να κάνει πίσω. Πήρε άλλες τρεις βαθιές ανάσες και έλυσε στα γρήγορα άλλη μία αλγεβρική εξίσωση. Περίμενε πίσω απ’ την πόρτα να αντιμετωπίσει όποιον έμπαινε μέσα. 

Η πόρτα άνοιξε. Με μια πολύ δυνατή αγκωνιά στο σβέρκο ο Τζακ έθεσε εκτός αυτόν που μπήκε μέσα και τον μετέφερε στο πίσω μέρος του δωματίου που ήταν αρκετά σκοτεινό. Ήλπιζε να μην του έχει δημιουργήσει πρόβλημα απ’ το χτύπημα. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς με κάθε λεπτό που περνούσε, ανακάλυπτε δεξιότητες και δυνάμεις που δεν ήξερε πως κατείχε. Λες και με κάποιο τρόπο είχε ανοίξει ένα σεντούκι αναμνήσεών μες στο κεφάλι του. Πλησίαζε όμως η ώρα που θα μάθαινε περισσότερες λεπτομέρειες. 





12. 

Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τώρα προχωρούσε στις εγκαταστάσεις με πιο ασφάλεια. Έψαξε στις τσέπες της στολής που φορούσε και βρήκε δύο μονάχα αντικείμενα στην τσέπη του στήθους. Έναν στυλό διαρκείας και μια κάρτα με τα στοιχεία του πρώην ιδιοκτήτη της στολής και με ένα γραμμωτό κώδικα. 

Τα καινούργια στοιχεία του Τζακ, σύμφωνα με την κάρτα, ήταν: ΟΝΟΜΑ: Μπιλ Τσεν – Βιολόγος. Η φωτογραφία του έδειχνε ένα άντρα γύρω στα 40, έκτος απ’ τα μαύρα μαλλιά τίποτα άλλο δεν ήταν ίδιο με τα χαρακτηριστικά του Τζακ. Δεν ανησυχούσε όμως, φόραγε την μάσκα που κάλυπτε επαρκώς ένα μέρος του προσώπου του. 

Περιπλανήθηκε για κάμποσο στους διαδρόμους του κτιρίου. Ύστερα από κάμποση ώρα βρέθηκε μπροστά σε έναν μαύρο γρανιτένιο τοίχο. Ο διάδρομος είχε σταματήσει απότομα και δεν φαινόταν να συνεχίζει. Έβαλε το χέρι του επάνω, είχε μια αίσθηση παράξενη στο άγγιγμα, σε κάποια σημεία η επιφάνεια ήταν σαγρέ και σε κάποια άλλα τελείως λεία. 

Περπάτησε κατά μήκος ψηλαφώντας τον τοίχο σαν σαρωτής. Σε ένα σημείο του βρήκε ένα μικρό άνοιγμα. Το ακολούθησε με το χέρι του και κατάλαβε πως αποτελούσε το άνοιγμα μιας αόρατης πόρτας, χωρίς κλειδαριά, χωρίς πόμολο. 

Καθώς άγγιζε το σημείο που βρισκόταν η πόρτα ακούστηκε ένας μικρός ήχος και ένα μικρό πλαίσιο, που πριν δεν φαινόταν πουθενά, άνοιξε συρόμενο. Μέσα υπήρχε μία οθόνη και ένας σαρωτής κάρτας. 

«Πολύ ενδιαφέρον», σκέφτηκε. 

Θυμήθηκε την κάρτα που είχε βρει στην τσέπη της στολής και σκέφτηκε αν θα άνοιγε την πόρτα ή αν θα ενεργοποιούσε κάποιον μυστικό συναγερμό. Κάτι τον εμπόδιζε απ’ το να σκεφτεί λογικά. Ήθελε να μάθει τι ήθελε πραγματικά ο Μαρκ Μίμικ απ’ αυτόν και ποιος κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά όσο τίποτε άλλο Έβγαλε την κάρτα και την πέρασε απ’ τον σαρωτή. Στην οθόνη εμφανίστηκαν τα στοιχεία του πραγματικού κατόχου. Μία αστραπιαία λάμψη βγήκε απ’ την οθόνη σαν φλας και φώτισε το πρόσωπο του Τζακ. 

Το πλαίσιο έκλεισε με τον ίδιο τρόπο και απ’ το έδαφος βγήκε ένα πλεξιγκλάς περιορισμού και ένα φάσμα ακινητοποίησης τον προσήλωσε στο σημείο. 

Μια ομάδα τεσσάρων ατόμων εμφανίστηκε απ’ το πουθενά. Φορούσαν μαύρα κοστούμια και οι κινήσεις τους ήταν άκαμπτες και μηχανικές, στα χέρια τους κρατούσαν όπλα ηλεκτρικής εκκένωσης. Ήταν η ομάδα ‘’blade thoughts’’ που είχε αναφέρει η Φλόρενς. Είχαν περικυκλώσει τον Τζακ, κατέβασαν το πλεξιγκλάς περιορισμού και απενεργοποίησαν το φάσμα ακινητοποίησης. 

«Μην κάνεις τον κόπο να αντισταθείς. Πρέπει να μας ακολουθήσεις ήρεμα». 

Κάθε επαναστατική σκέψη στο μυαλό του Τζακ εξαλείφθηκε μόλις άκουσε αυτές τις άχρωμες και κοφτές ρομποτικές εντολές. Τι θα του έκαναν τώρα δεν γνώριζε και δεν ήθελε και να ξέρει. Μονάχα σήκωσε ψηλά τα χέρια του και ξεκίνησε να κάνει μαθηματικές πράξεις. Οι προσπάθειες του είχαν φτάσει στο τέλος τους και νεύριαζε που είχε παραδώσει τα όπλα έτσι απλά. Δεν ήξερε όμως τι άλλο θα μπορούσε να κάνει. 

«Έπρεπε να είχα δώσει ένα τέλος όταν έπρεπε» σκέφτηκε απογοητευμένος. 







13. 

Η μαυροντυμένη ομάδα ανασυγκροτήθηκε και έπιασαν τον Τζακ δυνατά από τις μασχάλες. Ήταν έτοιμη να τον οδηγήσουν προς μια άγνωστη κατεύθυνση και προς μια αβέβαιη κατάληξη, όταν ένας ηλεκτρονικός ήχος ακούστηκε και η αόρατη γρανιτένια πόρτα ξεκίνησε να ανοίγει. Όλοι σταματήσαν μονομιάς και γύρισαν προς το μέρος της πόρτας. 

Ήταν ο Μαρκ Μίμικ. Στεκόταν με ένα σκυθρωπό βλέμμα που πέρναγε μπροστά απ’ όλους. Όταν το βλέμμα αντάμωσε αυτό του Τζακ όμως κάτι άλλαξε. Άνοιξε ελάχιστα το στόμα του και γούρλωσε με έκπληξη τα μάτια του. Δεν περίμενε πως θα έβλεπε ξανά μπροστά του τον Τζακ Λόρενς, πίστευε πως είχε μετατραπεί σε στάχτη. 

Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό τετράγωνο κουτί με ένα κουμπί στο κέντρο του. Το πάτησε και είπε στην ομάδα: «Αφήστε τον ελεύθερο. Δεν αποτελεί κίνδυνο. Δεν χρειάζομαι τις υπηρεσίες σας». 

Έδωσε τις εντολές με μικρές και κοφτές προτάσεις, όπως ακριβώς μίλαγαν και οι ίδιοι. Ο Τζακ ξαφνιάστηκε, σίγουρα δεν περίμενε πως θα τον έσωνε, η τελευταία τους συνάντηση αποδείχθηκε εύφλεκτη. Τον άφησαν ελεύθερο και έφυγαν ξαφνικά, όπως ακριβώς είχαν εμφανιστεί. Ο Τζακ γονάτισε και πραγματικά ήθελε να βάλει τα κλάματα από τα νεύρα και την απελπισία του. Κοίταξε τον Μαρκ κατευθείαν στα μάτια, ήθελε να τον σκοτώσει και να φύγει από αυτό το τρελοκομείο, όμως είχε τόσες πολλές απορίες που του ταλάνιζαν το μυαλό. 

«Τζακ, δεν περίμενα πως θα έφτανες ως εδώ…» 

«Μα γιατί όλοι μου λέτε την ίδια μαλακία; Γιατί να μην φτάσω; Μπορεί να με βρήκες σε απογοητευτική κατάσταση μα δεν είμαι χαζός» είπε με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής του προσπαθώντας να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. 

«Τζακ. Αρκετά. Σταμάτα!» του φώναξε, «αλλιώς θα φωνάξω την ομάδα πάλι και δεν πρόκειται να μάθεις τίποτα». 

Ο Τζακ σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να ηρεμίσει. Ο Μαρκ πέρασε την πόρτα και πέρασε στο δωμάτιο πίσω από τον τοίχο, ο Τζακ τον ακολούθησε σιωπηλά. 

Το δωμάτιο ήταν ένα υπερσύγχρονο και υπερπολυτελές γραφείο. Το πάτωμα ήταν επενδυμένο με μεγάλες πλάκες μαύρου όνυχα. Όλοι οι τοίχοι και το ταβάνι ήταν διακοσμημένα με ζωγραφιές, αντίγραφα δημοφιλών πινάκων. Ένα μαονένιο επιβλητικό γραφείο στο κέντρο με μια τεράστια οθόνη προσαρτημένη στο εσωτερικό της επιφάνειας του, τα σκαλίσματα στα πόδια του ήταν μικρά κομψοτεχνήματα. Τέλος δύο αντικριστές πολυθρόνες από βελούδο και δέρμα ολοκλήρωναν την διακόσμηση του δωματίου. 

Αφού καθίσαν και οι δύο, ο ένας απέναντι από τον άλλο, ο Μαρκ ξεκίνησε να μιλάει. 

«Τζακ, Τζακ. Πραγματικά δεν περίμενα να φτάσεις τόσο μακριά. Τόσο σε επίπεδο νοητικό όσο και σε συναισθηματικό. Από την άλλη οι τεχνικές σου έχουν εξελιχθεί ικανοποιητικά». Ο Τζακ τον κοίταζε με ένα βλέμμα απορίας μα δεν ήθελε να μιλήσει. Όλοι του οι μυείς ήταν σφιγμένοι και κρατιόταν με το ζόρι για να μην του ορμήσει. «Μπορώ να καταλάβω την απορία σου, και εγώ το ίδιο θα ένιωθα» είπε και γέλασε, «όμως δεν θα έπρεπε. Άλλωστε τίποτα δεν ήταν κρυφό, υπήρχαν σημάδια παντού». 





14. 

«Ποια σημάδια; Εγώ αυτό που ξέρω είναι πως απ’ την στιγμή που εμφανίστηκες μπροστά μου τα πάντα έχουν αλλάξει». 

«Αυτό είναι σίγουρο. Αλλιώς θα βρισκόσουν στα βάθη του ποταμού. Όμως και αυτό ήταν προσχεδιασμένο, ήταν το έναυσμα της συναισθηματικής ανάπτυξης. Ας τα πάρουμε όμως όλα από την αρχή. Δεν απόρησες που δεν είχες καθόλου παιδικές μνήμες και πως όλες ήταν καθαρά βοηθητικού τύπου;» 

«…» 

«Το φαντάστηκα. Όλες σου οι μνήμες και οι εμπειρίες είχαν εμφυτευτεί στο κεφάλι σου για να φτάσεις ακριβώς στο ιδανικό σημείο απόγνωσης. Στο σημείο της απελπισίας, ώστε να γινόταν μεθοδικά η ανάπτυξη σου. Σ’ αυτό το κρίσιμο σημείο σε βρήκα και ήξερα πως ήσουν έτοιμος για το επόμενο βήμα, τον αρχικό σου προορισμό». 

«Την επίλυση του αλγορίθμου εννοείς;» 

«Ακριβώς Τζακ! Στην κατάσταση που ήσουν το να έρθεις μαζί μου ήταν πανεύκολο. Και εδώ είναι που η ανάπτυξή σου πέρασε σε άλλο στάδιο. Απέκτησες ικανότητες που σε βοήθησαν να αποδράσεις και ο εγκέφαλός σου απέκτησε την ανθρώπινη πολυπλοκότητα. Σ’ αυτό φυσικά ωφέλησαν και οι μνήμες που σου είχαν εμφυτευθεί». 

«Οι μνήμες ποιανού;» 

«Μα του πρωτότυπου φυσικά». 

«Του πρωτότυπου; Έχω μπερδευτεί. Τα πάντα επάνω μου είναι αληθινά!» 

«Έτσι νομίζεις. Είσαι μια μίξη της κλωνοποίησης από ανασυνδυασμένο DNA και της τεχνολογικής υπεροχής με μια πληθώρα τεχνικών επαυξημένων εμφυτευμάτων στο σώμα σου. Και απ’ ό, τι μπορώ να καταλάβω, είσαι η καλύτερη προσπάθεια ως τώρα». 

«Μα πήγες να με σκοτώσεις με το που διόρθωσα τον αλγόριθμο. Μη μου πεις πως και αυτό ήταν μες στο πρόγραμμα». 

«Ακριβώς Τζακ. Η αποστολή σου εξαρχής ήταν αυτή. Αφού την πέρασες έπρεπε να ανακυκλωθείς, επιλογή του αφεντικού. Όμως μας φάνηκες χρήσιμος. Μας έδωσες τις απαιτούμενες πληροφορίες για να περάσουμε στο επόμενο στάδιο». 

«Ποιος είναι το αφεντικό; Θέλω περισσότερες πληροφορίες. Εγώ νιώθω ζωντανός, νιώθω άνθρωπος, όχι κανένας εξελιγμένος κλώνος». 

«Ζητάς πληροφορίες που δεν είσαι έτοιμός να ακούσεις. Για την ώρα αρκέσου σ’ αυτά», είπε και έβγαλε απ’ το συρτάρι του γραφείου του ένα όπλο μοριακής αποσύνθεσης και το έστρεψε προς τον Τζακ που τον κοίταζε αποσβολωμένος και ξεχειλισμένος από οργή. 





15. 

Ο Τζακ με αστραπιαίες κινήσεις απέφυγε την ριπή του όπλου που εξαφάνισε το κομμάτι της πολυθρόνας που ήρθε σε επαφή. Ο Μαρκ Μίμικ σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να βρει τον Τζακ με το όπλο να ακολουθεί την κίνηση του βλέμματος του. Ο Τζακ βρισκόταν πεσμένος στα τέσσερα και πλησίαζε με μεθοδικές κινήσεις, κινούταν στο δωμάτιο με την σβελτάδα ενός ιαγουάρου. 

Με τρεις μεγαλοπρεπής δρασκελιές όρμησε με μένος στον Μαρκ και τον έριξε κάτω στο πάτωμα, το όπλο σύρθηκε λίγα μέτρα μακριά. Ο Μαρκ κάτι ήθελε να πει μα τα χέρια του Τζακ στον λαιμό του το καθιστούσαν ακατόρθωτο. Τα είχε εφαρμόσει πλήρως στο λαιμό του και έσφιγγε σταδιακά όλο και πιο δυνατά. Συνέχισε τις προσπάθειες για να μιλήσει και ο Τζακ ελευθέρωσε λίγο την λαβή του πιστεύοντας πως θα του έλεγε κάτι σημαντικό. 

«Αγκχ». 

«Πες μου ποιος κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά!» 

«Δεν πρόκειται…», ο Τζακ άρχισε να δυναμώνει την λαβή του. 

«…να μάθεις…», έσφιξε λίγο πιο δυνατά την λαβή του. 

«…τίποτα…Είσαι ένας ποταπός κλώνος…», η λαβή είχε επιστρέψει στην αρχική της ένταση και λίγο πιο σφιχτά. Μα ο Τζακ δεν άντεξε άλλο, ζητούσε εκδίκηση εδώ και τώρα. Έβγαλε από την τσέπη του τον στυλό διαρκείας και τον έμπηξε με μανία στην καρωτίδα του Μαρκ, ξανά και ξανά. 

Όταν το εκδικητικό του μένος είχε καταλαγιάσει σηκώθηκε και πήρε τρεις βαθιές ανάσες. Κοίταξε τα χέρια του και την στολή του, ήταν γεμάτα αίμα. Σάστισε και τρομοκρατήθηκε. Σε τι ακριβώς εξελισσόταν; Σε κάποιο ζώο, σε κάποιον μανιακό δολοφόνο; Απορίες, απορίες που δεν είχαν καμιά απάντηση. 

Από το άψυχο κορμί του Μαρκ πήρε την κάρτα με τα προσωπικά του στοιχεία και έψαξε τις τσέπες του. Βρήκε ένα κλειδί με ρομβοειδές στέλεχος και περίεργα σκαλισμένα λούκια, δεν έμοιαζε να αντιστοιχεί σε κάποια πόρτα. Όμως δεν ήταν για τίποτα σίγουρος πλέον. Καθώς εξερευνούσε το δωμάτιο σήκωσε απ’ το πάτωμα το όπλο και το έβαλε στην τσέπη του, μπορεί να του φαινόταν χρήσιμο. 





16. 

Πλέον βρισκόταν σε έναν απελπιστικό μονόδρομο. Το ήξερε πως δεν υπήρχε επιστροφή. Έψαξε το δωμάτιο σπιθαμή προς σπιθαμή για να βρει κάποια έξοδο. 

Στον βορεινό τοίχο το βλέμμα του έπεσε σε κάτι που μάλλον θύμιζε πόρτα. Ο τοίχος ήταν ζωγραφισμένος με το αντίγραφο του “Les femmes d’Alger” του Picasso. Σε ένα κομμάτι του τοίχου υπήρχε ένα άνοιγμα, ίδιο με του δωματίου που βρισκόταν. Ψηλαφώντας και πάλι προσπάθησε να βρει κάποιον τρόπο να την ανοίξει. Με το χέρι του βρήκε μια οπή. Σκέφτηκε πως θα ήταν κάποια κλειδαριά. Έβγαλε απ’ την τσέπη του το περίεργο κλειδί που είχε αποκομίσει απ’ τον Μαρκ. Το έβαλε στην οπή και το γύρισε. Ένας θόρυβος ξεκλειδώματος ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε ελάχιστα. 

Ο Τζακ την πέρασε και βρέθηκε σε έναν αποστειρωμένο χώρο. Όλοι οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με χοντρό ηχομονωτικό υλικό, στο πάτωμα υπήρχε ειδική αντικραδασμική και αντιολισθητική επίστρωση. Στην μια άκρη του δωματίου υπήρχε μια κάψουλα, ήταν όμοια με αυτές που υπήρχαν και στις υπόλοιπες εγκαταστάσεις. Στην άλλη άκρη του δωμάτιου υπήρχε ένας μεγάλος υπολογιστής και δίπλα του μια φιγούρα καθισμένη σε μια αναπηρική καρέκλα, καλώδια έφευγαν απ’ το κεφάλι του και συνδεόντουσαν με τον υπολογιστή. Πλησίασε διστακτικά, έτρεμε σύγκορμος τώρα. 

Όσο πλησίαζε τόσο η φιγούρα αποκτούσε μορφή. Ο Τζακ έβλεπε ένα υπόλειμμα άντρα να κείτεται στην αναπηρική καρέκλα. Το πρόσωπό του ήταν κατεστραμμένο, το άμορφο και ατονικό του κορμί ήταν δεμένο στην αναπηρική καρέκλα με δύο χοντρά δερμάτινα ζωνάρια. Το μόνο μέρος του σώματος που είχε μια ζωντανή κίνηση ήταν το δεξί παράμεσο δάχτυλο του χεριού που ακούμπαγε πάνω σε ένα πάνελ χειρισμού. Απ’ το κεφάλι του φεύγαν τρία χοντρά μαύρα καλώδια, προσαρτημένα επάνω του με μεταλλικούς βιδωτούς συνδέσμους, που συνδέονταν στην κεντρική μονάδα του υπολογιστή. 

Πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Δεν παρατήρησε καμιά κίνηση. Το πρόσωπο του είχε έρθει σε απόσταση αναπνοής από το σακατεμένο πρόσωπο. Ένιωσε αηδία και ένα κύμα εμετού έφτασε ως το στόμα του μα το συγκράτησε. Παρατηρούσε μία τα καλώδια απ’ το κεφάλι του και μία το μόνιτορ του υπολογιστή. Τίποτα δεν υπήρχε στην οθόνη αν και ήταν αναμμένη, μόνο ο κέρσορας που αναβόσβηνε περιμένοντας κάποια εντολή. 

Ένα ανεπαίσθητο κούνημα του στόματος και ένα μουγκρητό σαν επιθανάτιος ρόγχος έκαναν τον Τζακ να πισωπατήσει απότομα και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Ηλεκτρικοί θόρυβοι βγήκαν απ’ τον υπολογιστή. Κοίταξε την οθόνη. Ο κέρσορας προχώραγε σχηματίζοντας λέξεις. Λέξεις που μάλλον προέρχονταν απ’ το κεφάλι του ανθρώπου στην αναπηρική καρέκλα. 

«Πως μπήκες εδώ; Που είναι ο δρ. Μίμικ;» 

Το βλέμμα του Τζακ περιπλανήθηκε απ’ την οθόνη του υπολογιστή στο σακατεμένο πρόσωπο απ’ όπου προερχόντουσαν οι λέξεις. 

«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε ο Τζακ. 

Στην οθόνη εμφανίστηκαν ξανά οι ίδιες ερωτήσεις με πριν. Πέρασε απ’ το μυαλό του Τζακ μήπως τα μηνύματα ήταν γραμμένα από πριν και απλώς εμφανίζονταν με την σειρά. Αποφάσισε παρ’ αυτά να απαντήσει στις ερωτήσεις που του είχε θέσει με την ελπίδα πως κάπου θα οδηγούσε η συζήτηση με το άψυχο κορμί. 





17. 

«Πήρα το κλειδί από το δόκτωρ. Ο δρ. Μίμικ είναι δυστυχώς νεκρός». 

«Πως;» 

«Τον σκότωσα». 

«Γιατί;» 

Ο Τζακ άρχισε να χάνει την υπομονή του, δεν οδηγούσε πουθενά αυτή η κουβέντα. Έπρεπε να την τελειώσει. 

«Γιατί του άξιζε. Εσύ ποιος είσαι;» 

Ένας στατικός θόρυβος ακούστηκε και η οθόνη γέμισε ερωτηματικά και τελείες. Αμέσως μετά έσβησε και άναψε ξανά. 

«Μπράβο. Δεν περίμενα πως θα εξελισσόσουν τόσο, πως θα έφτανες ως εδώ». 

«Ποιος είσαι;» φώναξε ασθμαίνοντας ο Τζακ. 

«Είμαι ο αυθεντικός Τζακ Λόρενς», ο Τζακ γούρλωσε τα μάτια του, «και εσύ είσαι ο εξελιγμένος κλώνος μου». 

«Μα πως μπορεί; Εγώ έχω μνήμες, έχω βιώματα, είμαι ζωντανός». 

«Όλα δικά μου. Προσεγμένες και επιλεγμένες μνήμες ώστε να μπορέσουν να ενεργοποιήσουν με διάφορα ερεθίσματα τα ανάλογα εμφυτεύματα». 

«Δεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό», είπε χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτά που διάβαζε. 

«Και όμως είναι. Δημιουργήθηκες για να φέρεις εις πέρας μια αποστολή, να διορθώσεις τον αλγόριθμο που εγώ είχα αφήσει στην μέση και να τελειοποιηθεί το πείραμα της τεχνικής ευγονικής. Απ’ ό,τι φαίνεται την τελευταία στιγμή άλλαξες τον κώδικα. Θα πρέπει κάποια εμφυτεύματα συμπεριφοράς να εξελίχθηκαν. Όμως είμαι περήφανος για ‘σένα, κατάφερες να με βρεις και να γλυτώσεις απ’ τον θάνατο. Όμως τώρα πρέπει να ανακυκλωθείς. Ευτυχώς έχουμε τα απαραίτητα στοιχεία για τον επόμενο, είμαστε πολύ κοντά στην τελειότητα. Ο επόμενος κλώνος πιστεύω θα τα κάνει όλα σωστά». 

Ο Τζακ με δάκρυα στα μάτια έβγαλε από την τσέπη του το όπλο και σημάδεψε τον αληθινό του εαυτό. Χωρίς δεύτερη σκέψη πάτησε την σκανδάλη, την ώρα που το δεξί παράμεσο δάκτυλο πάταγε ένα κόκκινο κουμπί πάνω στο πάνελ χειρισμού. 





18. 

Προχώραγε σκεπτικός, με το κεφάλι του όπως πάντα καρφωμένο στο πεζοδρόμιο, αγνοώντας τον κόσμο τον οποίο σκούνταγε δυνατά με τον ώμο του. Ήταν τόσο προσηλωμένος στις σκέψεις του που ούτε καν έδινε σημασία στις φωνές και βρισιές που ξεστόμιζαν οι περαστικοί. Σίγουρα αν τους άκουγε, έστω και έναν, θα τους χτύπαγε χωρίς κανένα ενδοιασμό. Η αλήθεια είναι πως ο Τζακ Λόρενς δεν ήταν στην πραγματικότητα τόσο αιμοβόρος, όμως οι προηγούμενες μέρες τον έκαναν να αναθεωρήσει για πολλά πράγματα και τώρα δεν ήξερε πραγματικά πως να διαχειριστεί τα γεγονότα. Δεν ήξερε καν ποιος είναι στην πραγματικότητα, μα σίγουρα ήξερε πως όλα αυτά τα είχε ξαναζήσει με κάποιο τρόπο… 





                                                    ΤΕΛΟΣ

Σχόλια

Τα καλύτερα