Η παράδοξη υπόθεση των αρτίστικ δολοφονιών - 10 (ii)

Paradox of my own self- Jose Herazo Osorio

                                                              10(ii).
Τον άκουγα μα δεν μπορούσα να τον δω. Τον ένιωθα να με αγγίζει μα κανένας δεν ήταν εκεί. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και το μυαλό μου ήταν έτοιμο να εκραγεί. Δεν μπορούσα να νιώσω κανένα σημείο του σώματος μου. Δεν είχα πλέον δυνάμεις για τίποτα. Η κάθε μου κίνηση είχε σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη έναρξη πολλαπλών ερεθισμάτων, ένιωθα τις νευρικές απολήξεις του κορμιού μου να έχουν τεντωθεί και ‘γω να είμαι κρεμασμένος από αυτές σαν μαριονέτα. Ο Μινώταυρός ήταν και αυτός εκεί σίγουρα, ένας αφανής βασανιστής όλης μου της υπόστασης. Είχε παρεισφρήσει στο υποσυνείδητο μου και με βασάνιζε. Θα μπορούσε ή μάλλον θα ευχόμουν να είμαι ήδη νεκρός. Το ήξερα όμως πως αυτός δεν θα με άφηνε να του ξεφύγω έτσι απλά.
Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου. Το πρόσωπο μου πονούσε και τα βλέφαρα για κανέναν λόγο δεν άνοιγαν. Θυμάμαι το ατύχημα όμως δεν μπορώ να καταλάβω πως ο Λεόν υπήρχε και εδώ και γιατί η φωτογραφία μου υπήρχε στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του.
Έκανα ακόμη μία προσπάθεια. Άνοιξαν, μα δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα ακόμα. Ένα θαμπό πέπλο μου κάλυπτε τα μάτια. Ψηλάφισα με τα χέρια μου τον χώρο, έμοιαζε παράξενος. Δεν υπήρχε πόρτα και κανένα δείγμα λαμαρίνας ούτε σπασμένα παράθυρα, ως όφειλαν να υπάρχουν έπειτα από ένα τόσο σφοδρό ατύχημα.
Με την τρίτη προσπάθεια τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Κοίταξα τριγύρω μου μα δεν βρισκόμουν πλέον στο σαραβαλιασμένο αμάξι. Ήμουν ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα πάπλωμα από χόρτα. Έπιασα κάθε σπιθαμή του κορμιού μου για να βεβαιωθώ πως ακόμα ήμουν αρτιμελής. Για καλή μου τύχη τα πάντα βρισκόντουσαν στην θέση τους. Όμως πως είχα βρεθεί εδώ; Που είχε εξαφανιστεί το αμάξι και ο Λεόν; Ένιωθα καταβεβλημένος και συνάμα τόσο εκστασιασμένος χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω που οφειλόταν αυτή μου η έξαψη. Ήταν λες και είχα ξυπνήσει με μια μεγαλειώδη ονειρική ονείρωξη.
Σηκώθηκα και προσπάθησα να σταθώ στα πόδια μου. Ήταν πολύ δύσκολο, τα ένιωθα να λυγίζουν με το βάρος του κορμιού μου. Έπρεπε όμως να συνεχίσω κάπως. Προσπάθησα να περπατήσω μα ένιωθα τα μέλη του κορμιού μου να κινούνται ασύγχρονα και να μην μπορώ να συγχρονιστώ για κανέναν λόγο. Ένιωθα την παλιά μου πληγή στο κεφάλι να είναι και πάλι ανοιχτή και μέσα σ’ αυτό να έχει εγκατασταθεί με την βία ο Μινώταυρος. Τον άκουγα να με διατάζει, να μου υποβάλει τις αρρωστημένες του σκέψεις.
Δεν μπορούσα να συνεχιστεί άλλο αυτό. Κάπως έπρεπε να τον βγάλω μέσα απ’ το κεφάλι μου. Δεν είχα τα φάρμακα μου και σε αυτήν την περίπτωση δεν νομίζω πως θα με ωφελούσαν. Τα εμφυτεύματα ήταν υπαίτια για την κατάσταση μου, ήμουν βέβαιος.
Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω για να τα βγάλω από μέσα μου, μα έπρεπε να κάνω κάτι αν ήθελα να τελειώνω μια και καλή με αυτήν την διαβολεμένη υπόθεση. Ο Μινώταυρος έσκουζε μες στο κεφάλι μου, ίσως να είχε καταλάβει τι ήθελα να κάνω και να προσπαθούσε να με αποτρέψει. Έπεισα τον εαυτό μου πως δεν θα έπρεπε να με επηρεάζει η φωνή του και οι αποτρόπαιες εικόνες του που προβάλλονταν σπασμωδικά μπρος στα μάτια μου. Βρήκα ένα κλαδί και το έκοψα με τέτοιο τρόπο ώστε η μια του πλευρά να αρκετά μυτερή. Από την ημέρα που μου είχαν βάλει αυτά τα εμφυτεύματα τα σημάδια από τις μικροεπεμβάσεις ήταν εκεί για να μου υπενθυμίζουν τα ξένα μιάσματα που είχα μέσα στον οργανισμό μου. Αυτά τα σημάδια θα με καθοδηγούσαν τώρα, στην δική μου αυτοσχέδια μικροεπέμβαση, για να τα βγάλω από μέσα μου. Το μόνο που δεν γνώριζα, πόσο βαθιά μέσα μου βρίσκονται.
«Μην τολμήσεις να το κάνεις αυτό!!»
Φώναζε μες στο κεφάλι μου μα έβαζα τα δυνατά μου για να τον κάνω να σταματήσει. Έπρεπε να κάνω αυτό που έπρεπε και γρήγορα. Απ’ όσο γνώριζα είχα τρία εμφυτεύματα μέσα μου. Ένα για την ανεπτυγμένη όραση, ένα για την μετάδοση πληροφοριών και για την εμπλουτισμένη σκέψη και ένα για την λογική και ανάλυση. Τρία εμφυτεύματα, τρεις μικρές ουλές. Πήρα μια μεγάλη ανάσα και έβαλα το κλαδί στην πρώτη οπή, έπειτα στην δεύτερη και έπειτα στην τρίτη, δύο πόντους βαθιά στην καθεμιά. Σε κάθε οπή ένιωθα έναν στιγμιαίο οξύ πόνο να διαπερνά όλη την ραχοκοκαλιά μου και ύστερα σταγόνες αίματος να στάζουν απ’ τις ανοιχτές πληγές. Το σκούπισα με ένα πεσμένο φύλλο δέντρου και κάθισα ανάσκελα στο έδαφος. Δεν ήξερα τι να περιμένω στην συνέχεια μα ήδη ένιωθα πως ήμουν πιο ελεύθερος απ’ ό,τι πριν, το ένιωθα πως είχα διακόψει κάπως την σύνδεση μαζί του.
Σηκώθηκα κάπως ανανεωμένος και περιπλανήθηκα στο δάσος. Πελώρια δέντρα ορθώνονταν και έκρυβαν τον ουρανό. Απ’ τα κλαδιά τους κρεμόταν λαχταριστοί καρποί, ήθελα να τους δοκιμάσω όμως δεν εμπιστευόμουν αυτό το μέρος που ήταν προϊόν του Μινώταυρου. Ο Λεόν Ραντ της εποχής που βρισκόμουν είχε αναφέρει μια έπαυλη που βρισκόταν κάπου μες στο δάσος. Ήλπιζα να την βρω πριν με βρει ο θάνατος, όμως ήμουν βέβαιος πως εδώ και καιρό επιζητούσα τον θάνατο, μια μαγνητική έλξη με τραβούσε προς το μέρος του προσωποποιημένου θανάτου μου.
Δεν είχα κανένα είδος πυξίδας και η έλλειψη ήλιου καθιστούσε αδύνατο τον προσανατολισμό μου. Παρ’ αυτά δοκίμασα μια αλάνθαστη τεχνική. Αποφάσισα να ξεκινήσω από εκεί που μάλλον ήταν ο βοράς ή μάλλον από το σημείο όπου είχε ξεφυτρώσει ο Λεόν. Τα βρύα και οι λειχήνες που υπήρχαν πάνω στα δέντρα μου επιβεβαίωναν πως ακολουθούσα τον σωστό δρόμο. Όσο πιο βαθιά προχώραγα τόσο εκείνα γινόντουσαν όλο και πιο υγρά και νοτισμένα. Προχώραγα ως την στιγμή που αντίκρυσα δύο μεγάλους μορφοποιημένους βράχους, θύμιζαν μια υπερμεγέθεις αψίδα. Την πέρασα και βρέθηκα σε ένα τελείως διαφορετικό σκηνικό. Υπήρχε ένα χωμάτινο μονοπάτι με λουλούδια και θάμνους διαφόρων γνωστών και άγνωστων ειδών. Στο τέλος του μονοπατιού φαινόνταν αμυδρά δύο μεγάλοι όγκοι που μου θύμιζαν αγάλματα. Ήμουν σίγουρος πως βρισκόμουν στον σωστό δρόμο. Ακολούθησα το μονοπάτι παρατηρώντας το τοπίο. Λουλούδια απερίγραπτου κάλλους ήταν στρατηγικά τοποθετημένα ώστε να σχηματίζουν μια νοητή γραμμή προσανατολισμού και ορίων του μονοπατιού. Πελώριοι θάμνοι με περίτεχνα σχέδια βρίσκονταν καθ’ όλο το μήκος, κάποιοι παρουσίαζαν ένα αόριστο σχέδιο και κάποιοι άλλοι παρουσίαζαν αληθοφανείς γκροτέσκ μορφές και παραστάσεις. Σχημάτιζαν με την διαμόρφωσή τους ξέχωρα μονοπάτια και δαιδαλώδεις λαβυρίνθους. Αποφάσισα πως πιο συνετό θα ήταν να ακολουθήσω τον ήδη προδιαγεγραμμένο λαβύρινθο και να μην παρεκκλίνω της πορείας μου.
Αφού περπάτησα αρκετή ώρα πάνω στο μονοπάτι έφτασα μπροστά στους δύο μεγάλους γρανιτένιους όγκους που είχα δει πριν. Ήταν όντως αγάλματα. Ήταν δύο γιγάντιες αναπαραστάσεις του Μινώταυρου, τα χέρια τους ήταν ενωμένα και σχημάτιζαν έναν ολοστρόγγυλό κύκλο. Από τα χέρια έβγαιναν δύο ακόμα γρανιτένιες γραμμές που σχημάτιζαν έναν εσωτερικό κύκλο, το σχέδιο τους ήταν πανομοιότυπο με το μενταγιόν του. Είχα φτάσει πλέον στα χωράφια του, λίγα μέτρα παρακάτω έβλεπα την έπαυλη του.
Έστεκε αγέρωχη και επιβλητική. Οι πέτρες που συνέθεταν το οικοδόμημα ήταν με τέτοιο τρόπο κομμένες και βαλμένες που συνέβαλλαν στην επιβλητική του όψη. Δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα ή παράθυρο στην πρόσοψη και σίγουρα η όλη κατασκευή είχε κάτι το αφιλόξενο. Η τεράστια πόρτα της εισόδου αποτελούταν από δύο εβένινα φύλλα, οι σκαλιστές διακοσμήσεις επάνω τους δε ήταν απ’ τις πιο περίτεχνες δουλειές που είχα δει.
Πλησίασα μπροστά στην τεράστια πόρτα. Τα κομψοτεχνήματα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακά από κοντά. Πάνω τους συνθέτονταν ολάκερες ιστορίες, ιστορίες από το παρελθόν, ιστορίες από το δικό μου παρόντος και ιστορίες ενός μέλλοντος που κανείς δεν θα ήθελε να ζήσει. Έβαλα το χέρι μου πάνω στα σκαλίσματα, η υφή τους ήταν βελούδινη, ούτε η παραμικρή σκλήθρα. Καθώς τα εξερευνούσα με την παλάμη μου ένα απ’ τα σκαλίσματα κουνήθηκε. Ακούμπησα επάνω του όλη μου την παλάμη και αυτό άρχισε να υποχωρεί. Το έβλεπα να εξαφανίζεται σε κάποιο κρυφό στέλεχος της πόρτας. Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε και τα φύλλα της πόρτας άρχισαν να ανοίγουν, με αργό ρυθμό στην αρχή και έπειτα πιο γρήγορα.
Μπήκα μέσα στην έπαυλη επιτέλους. Τα πάντα ήταν σκοτεινά όμως ένα τεχνητό φως, που έμπαινε από έναν στρογγυλό φεγγίτη, σκιαγραφούσε έστω και λίγο τον χώρο. Δεν υπήρχε τίποτα μέσα, ούτε έπιπλα, ούτε σκάλες ούτε συσκευές, τίποτα που να μαρτυρά πως κάποιος ζούσε εδώ πέρα. Όλο το σκηνικό μου φάνηκε πολύ παράξενο και πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω που αποσκοπούσε όλη αυτή η ιδιαιτερότητα. Όμως πλέον ήταν πολύ αργά για να σκεφτώ κάτι άλλο, ήμουν εγκλωβισμένος πλέον στο δικό του παιχνίδι. Και έπρεπε να το παίξω ως το τέλος.
Έκανα δύο βήματα προς το εσωτερικό και τότε άκουσα έναν οξύ ήχο και τα φύλλα της πόρτα έκλεισαν πίσω μου με κρότο. Η ηχώ τους μου ξάφνιασε τα τύμπανα των αυτιών μου. Είχα ξεχάσει πως ένιωθα πραγματικά, χωρίς την βοήθεια των εμφυτευμάτων. Έβαλα τα χέρια μου στα αυτιά και παρέμεινα να τα κρατάω σφαλιστά ώσπου να σταματήσει η ανατριχιαστική ηχώ. Την ηχώ απ’ το κλείσιμο της πόρτας διαδέχθηκε άλλος ένας μεταλλικός θόρυβος, σαν να άκουγα σκουριασμένους μεντεσέδες, και το έδαφος χάθηκε κάτω από τα πόδια μου. Μια καταπακτή με είχε βάλει σε μια δαιδαλώδη εφιαλτική κατάβαση.
Η κατάβαση μου τελείωσε απότομα. Έπεσα με δύναμη σε ένα πέτρινο πάτωμα. Ένας πόνος τραχύς με διαπέρασε, από τα πόδια ως το κεφάλι. Το μέρος που βρισκόμουν τώρα ήταν τελείως σκοτεινό, κανένα τεχνητό φως δεν έμπαινε από πουθενά. Μία απελπιστική απόγνωση κατέβαλε όλο μου το είναι και ξέσπασα σε φωνές και κλάματα.
Ένα φωτεινό μπλε φάσμα φώτισε τον χώρο. Επανήλθα απότομα και έβαλα τα χέρια στα μάτια μου για να τα προστατέψω. Το μπλε φάσμα σχημάτιζε μια αψίδα και από μέσα έκανε την εμφάνιση του ένα άυλο πράγμα, μια ανατομικά παράξενη φιγούρα. Σίγουρα αυτός ήταν ο Μινώταυρος! Συγκέντρωσα και το παραμικρό κατάλοιπο θάρρους που μου είχε απομείνει και περίμενα να τον δω μπροστά μου. Οι αναταράξεις του φωτός μου έδωσαν μια γεύση του χώρου που βρισκόμουν. Ήταν ένα σκοτεινό, υπόγειο ατελιέ. Στους πλαϊνούς τοίχους υπήρχαν κρεμασμένοι πίνακες, υποθέτω γεμάτοι με τα αρρωστημένα ανοσιουργήματα του. Με την βοήθεια του φωτός προσπάθησα να βρω κάποιο είδος αμυντικού όπλου, όμως δεν μπόρεσα να διακρίνω τίποτα.
Η μορφή πήρε μπροστά στα μάτια μου σάρκα και οστά. Ο Μινώταυρος βρισκόταν επιτέλους μπροστά, φορούσε μια μαύρη ρόμπα που κάλυπτε το σώμα του ως τις πατούσες, το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα ίδιου χρώματος και το πρόσωπό του βρισκόταν πίσω από μια επιχρυσωμένη μάσκα μινώταυρου. Τώρα θα έπρεπε να βάλω τα δυνατά μου για να εκμαιεύσω όσο το δυνατόν πιο πολλές πληροφορίες από τον ίδιο τον εφιάλτη.
Με μια αστραπιαία κίνηση έφτασε μπροστά μου, πρόσωπο με πρόσωπο. Έπιασε το πηγούνι μου με το χέρι του, είχε ένα κρύο μεταλλικό και δυνατό άγγιγμα, και με παρατηρούσε. Ένα φως απ’ τις σχισμές των ματιών σάρωνε με προσοχή το πρόσωπο μου. Πίστευα πως μόλις τελείωνε θα μου σύνθλιβε το πηγούνι σαν κλαδάκι όμως μόλις τελείωσε με άφησε και απομακρύνθηκε ελάχιστα προς τα πίσω.
«Καλωσόρισες κε. Λοτρέκ. Χρόνια είχα να σε δω από κοντά», η φωνή του βαριά και στεντόρεια αντηχούσε δυνατά μες στο κεφάλι μου.
«Και εσύ πρέπει να είσαι ο ξακουστός Μινώταυρός υποθέτω».
«Ναι. Χαίρομαι που με βρήκες γιατί έχω μεγάλα σχέδια για ‘ σένα. Όμως δεν περίμενα να θες να απαλλαγείς απ’ τα εμφυτεύματα. Διέλυσες την σύνδεση σου μαζί μου. Όμως όλα έχουν ένα τίμημα».
«Έχω ερωτήσεις που χρειάζονται απαντήσεις και δεν μπορείς να μ’ αφήσεις έτσι».
«Ανόητε, φυσικά και μπορώ. Όμως ας σου κάνω την χάρη. Θεώρησε το ως μια ανιδιοτελής χάρη προς έναν ετοιμοθάνατο».
Έσφιξα τις γροθιές μου δυνατά και προσπάθησα να ηρεμίσω όσο γινόταν. Πήρα βαθιές ανάσες για να απαλλαγώ απ’ την υπέρμετρη ένταση που είχε κατακλείσει το κορμί μου.
«Για ποιο λόγο σκότωσες την Ντάρια;»
«Μα δεν είναι προφανές; Για να ολοκληρώσω την συλλογή μου», με το χέρι του μου έδειξε όλη την αρρωστημένη συλλογή του, «και για να ετοιμάσω τις κοινωνίες για το επόμενο στάδιο εξέλιξης».
«Για ποιο στάδιο εξέλιξης μιλάς», του φώναξα, «αυτό είναι ένα εκτρωματικό δημιούργημα μιας σαθρής κοινωνίας».
«Δεν περίμενα να καταλάβεις το όραμα μου. Κανένας δεν μπόρεσε. Από το Κρις Πάρκερ ως τη Ραμόνα και τον Λεόν».
«Γι’ αυτό τους σκότωσες;»
«Ναι. Τους έδωσα τα πάντα. Δύναμη, εξουσία και τεχνολογία. Κι αυτοί θέλησαν να με υπομονεύσουν. Όμως και συ με βοήθησες αρκετά σ’ αυτό».
«Πως;»
«Ποιος έφερε σε απόγνωση τον Λεόν ώστε να αυτοκτονήσει; Ποιος οδήγησε σε τεχνική εμπλοκή τον εγκέφαλό της Ραμόνας; Εσύ».
«Μα, ο Λεόν ζει. Τον είδα εδώ!»
«Αυτό που είδες ήταν ένα τρισδιάστατο ολόγραμμα με προκαθορισμένες μνήμες. Κάποιος έπρεπε να σε βάλει στον σωστό δρόμο».
«Και ο Κρις Πάρκερ που κολλάει σε αυτή την εξίσωση;»
«Μα εξαιτίας του εμπνεύστηκα αυτές τις τελετουργικές δολοφονίες. Εξαιτίας του δημιουργήθηκε το τμήμα σας, μια αναγκαία κάλυψη για την εταιρία μου που θα έβαζε τα θεμέλια για την δική μου νέα τάξη».
«Την De-construct εννοείς;»
«Είσαι αρκετά έξυπνος. Ναι αυτήν. Το βιβλίο που είχα βρει σε εκείνη την σπηλιά μου επέτρεψε να κινηθώ στους αιώνες, σ’ όλες τις εποχές. Ανάμεσα και ενδιάμεσα. Οι διδαχές του και οι αλχημικές του συνταγές μου χάρισαν απεριόριστη δύναμη, έκαμψα τις συμπαντικές γραμμές και αναδιαμόρφωσα το παρελθόν και το μέλλον κατά βούληση. Να κυριαρχώ σε όλα τα μήκη και πλάτη του σύμπαντος, να υπάρχω παντού και να ελέγχω τους πάντες και τα πάντα».
Είχα μάθει αρκετά και τώρα ήμουν έτοιμος να τον ρωτήσω για τον εφιάλτη που με βασάνιζε τόσα χρόνια».
«Τι ακριβώς ήθελες από ‘μένα όμως;»
«Εσύ ήσουν το σκεύος μου για τις αποστολές μου στην δική σας πραγματικότητα. Δεν το θυμάσαι όμως απ’ το ατύχημα σου και μετά έγινες ένα υποχείριο μου. Μια μαριονέτα χωρίς σχοινιά. Τα εμφυτεύματα μου έδωσαν τον πλήρη έλεγχο του κορμιού σου, τουλάχιστον ως την στιγμή που τα ενέσιμα σκευάσματα βραχυκύκλωναν την σύνδεση. Όμως είχες εκτελέσει τις εντολές σαν υπάκουο στρατιωτάκι. Θα είχες μια περίοπτη θέση στην επερχόμενη νέα τάξη. Όμως αποφάσισες και συ να εναντιωθείς στα σχέδιά μου».
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα λόγια του. πως γινόταν να έχω χάσει τον εαυτό μου, να έχω κάνει όλα αυτά χωρίς να θυμάμαι τίποτα; Η μισή μου ζωή υπήρξε ένα ποταπό ψέμα και ‘γω ένα ανδρείκελο χωρίς ψυχή, ένα υποχείριου του κακού, ένα τεχνολογικό έκτρωμα της φύσης. Μου είχαν στερέψει πλέον οι ανάσες, μου είχε στερέψει πλέον η δύναμη. Ένας αδιανόητος βόμβος μου τσάκιζε το εσωτερικό του εγκεφάλου μου. Προερχόταν απ’ τις οπές των εμφυτευμάτων.
«Τι έγινε δεν νιώθεις καλά;» με ρώτησε μα δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
«Το ξέρεις φυσικά πως δεν θα χρειαστεί να σε σκοτώσω. Για άλλη μια φορά έκανες εσύ την δουλειά για μένα. Τα εμφυτεύματα που έβγαλες ήταν βαθιά ριζωμένα μέσα σου. Τα έβγαλες μεν, όμως έσκαψες πολύ βαθιά. Η εγκεφαλική αιμορραγία δεν θα αργήσει για να κάνει την δουλειά της».
Με πλησίασε για μια ακόμη φορά και με το μεταλλικό του χέρι έβγαλε την μάσκα. Έμεινα άναυδος καθώς έβλεπα τον ίδιο μου τον εαυτό μπροστά μου. Ήθελα να βάλω τις φωνές μα το κεφάλι μου ήταν έτοιμο να γίνει χίλια κομμάτια. Ο Μινώταυρος πήγε πίσω καγχάζοντας περιπαικτικά.
Πριν με προδώσουν οι ελάχιστες δυνάμεις μου, έπρεπε να δώσω ένα τέλος που άρμοζε σ’ αυτήν την διεστραμμένη οντότητα, το δικό μου τέλος. Από την τσέπη μου έβγαλα το όπλο αποδόμησης της ύλης που είχα πάρει απ’ τον εκλιπόντα Λεόν της δικής μου πραγματικότητας. Το έστρεψε προς το μέρος του, το χέρι μου έτρεμε και κρύος ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπο μου όμως τον σημάδευα κατευθείαν στο κέντρο του κεφαλιού.
«Τι είναι αυτό; Μην κάνεις καμιά βλακεία, ακούς! Θα παρέμβεις στο χρονικό παράδοξο, θα χαλάσεις την ισορροπία! Είμαστε ένα και δεν μπορείς να σκοτώσεις το αρχέτυπο μοντέλο».
Η πίεση όσο πήγαινε γινόταν όλο και πιο αφόρητη. Η ένταση ήταν έτοιμη να μου συνθλίψει τα δόντια μου που έτριζαν με μανία. Είδα να δημιουργείται πίσω απ’ τον Μινώταυρο το μπλε φάσμα, ήταν έτοιμος να φύγει, δεν μπορούσα να τον αφήσω, άλλο λίγο έμενε για να το τελειώσω. Συγκέντρωσα την προσοχή μου στο όπλο που κρατούσα. Ασθμαίνοντας αναιμικά του είπα τις, μάλλον, τελευταίες μου λέξεις πριν πεθάνω.
«Δεν…έχεις…να πας…πουθενά……Ήρθε…το τέλος σου!»
Το μπλε φάσμα είχε δημιουργήσει την αψίδα και η πύλη πως κάποιο παράλληλο σύμπαν είχε ανοίξει. Πριν ο Μινώταυρος την περάσει πάτησα την σκανδάλη. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν πέσω στο πέτρινο δάπεδο ήταν η κόκκινη ακτίνα του όπλου που εξαΰλωνε το κεφάλι του Μινώταυρου.


                                                           ΤΕΛΟΣ

Σχόλια

Τα καλύτερα