Η παράδοξη υπόθεση των αρτίστικ δολοφονιών - 10 (i)


Roman Bonchuk


10.

Έχω χάσει πλέον τον έλεγχο. Δεν ξέρω που βρίσκομαι, ούτε που πάω. Νιώθω πως έχω εγκλωβιστεί σε μια αέναη δαντική κόλαση. Κάθε προσπάθεια να βγω από αυτό το καταραμένο βιβλίο έχει σταθεί ανεπιτυχής, πάντα καταλήγω σε κάποιο άλλο μέρος και σε κάποια αλλόκοτη εποχή. Κάπως θα πρέπει να λειτουργεί αυτό το βιβλίο, θα πρέπει να υπάρχει κάποιος χάρτης ή κάποια εντολή, μα είναι σαν να ψάχνω να βρω την χρυσή αναλογία χωρίς καμιά γνώση.

Πλέον τον εφιάλτη μου τον έβλεπα καθαρά ακόμα και στον ξύπνιο μου, ήξερα πλέον πως ο Μινώταυρος ήταν αυτός που στοίχειωνε τα όνειρα μου. Σε κάθε περιοχή από τις σελίδες του βιβλίου ήταν και αυτός εκεί για να μου υπενθυμίσει πως για μια ακόμη φορά είχα κάνει λάθος. Κάθε φορά που τον συναντούσα σήκωνε ψηλά το μενταγιόν, αυτό το τρομακτικό μενταγιόν με ένα κεφάλι μινώταυρου μέσα σ’ έναν κύκλο από φίδια. Σαν το αντίκριζα ήταν σαν να βρισκόμουν σε κάποιο ντελιριακό τριπ, ήταν λες και με ρουφούσε με ακόρεστη πείνα μια μαύρη τρύπα προς άγνωστη κατεύθυνση. Άκουγα την φωνή του να με καλεί: Αφέσου. Γνώρισε την αλήθεια. Βρες τον εαυτό σου”, αναρωτιόμουν τι θα μπορούσε να εννοεί με’ αυτά τα λόγια. Συνέχεια τα ίδια λόγια, σε κάθε μέρος, σε κάθε εποχή, σε κάθε σελίδα.

Όλα αυτά με ρουφούσαν σαν αιμοσταγής βδέλλες που βρίσκονται κολλημένες σε όλο μου το κορμί. Δεν μπορούσα, ή ίσως και να μην ήθελα, να καταλάβω τα λόγια που μου έλεγε ο Μινώταυρος. Σκεφτόμουν να αφεθώ και απλά να γίνω μια ανούσια ανάμνηση σ’ ετούτο το καταραμένο βιβλίο, άλλωστε ποιος θα νοιαζόταν για μένα. Μα εκείνος βρισκόταν πάντα εκεί για να μου υπενθυμίσει το λάθος μου.

Θυμήθηκα τις τελευταίες κουβέντες του πριν χαθώ μες στο βιβλίο: «Τώρα πλέον μπήκες στον λαβύρινθο μου. Και υπάρχει μόνο μία διαδρομή για τη έξοδο. Η δική μου!» Να ήταν αυτή η λύση άραγε; Είχα μπει στο λαβύρινθο του και είχα ακολουθήσει κάθε πιθανή διαδρομή, χωρίς όμως να βρω την έξοδο σε καμιά από αυτές. Φαντάστηκα πως σίγουρα δεν θα ήταν κάτι τόσο εύκολο, ειδικά για μια τόσο σαδιστική ύπαρξη όπως ο Μινώταυρος. Όμως σε τόσες προσπάθειες ακολουθούσα πάντα την δική μου διαδρομή, ποτέ την δική του, ίσως εκεί να βρισκόταν η λύση. Δεν ήξερα όμως αν ήθελα να δοκιμάσω την δική του διαδρομή, με τρόμαζε ιδιαίτερα αυτός ο χειραγωγός αθώων ψυχών, αυτός ο αποτρόπαιος φονικός καλλιτέχνης. Με τρόμαζε η σκέψη του τι ετοίμαζε για ‘μένα, με πόσους ευφάνταστους τρόπους θα μπορούσε να με σκοτώσει και ακόμα γιατί δεν το είχε κάνει ως τώρα. Δεν ξέρω πλέον τι με τρομάζει περισσότερο, το άγνωστο ή ο θάνατος. Αλλά και πάλι, ποιος ζει για πάντα; Η ζωή είναι  ένας δρόμος γεμάτος αποφάσεις που σε κρατάνε ζωντανό, που σε διαχωρίζουν από τα απρόσωπα ανθρώπινα ανδρείκελα.  

Ήμουν έτοιμος να ακολουθήσω την διαδρομή του, να μάθω την αλήθεια και να αντιμετωπίσω τους πιο μύχιους φόβους μου. Σε μια ακόμη ανέλπιδη προσπάθεια τον είδα μπρος μου πάλι να κραδαίνει ψηλά το μενταγιόν του. Αφέθηκα στην μεθυστική του έλξη να με παρασύρει όλο και πιο βαθιά στον λαβύρινθο του. Ένιωθα το κορμί μου να αποσυντίθεται και να δημιουργείτε σε κλάσματα δευτερολέπτου, σε ένα ασήμαντο βλεφάρισμα των ματιών. Καθώς η δύνη του μενταγιόν με τραβούσε στο άγνωστο ο κόσμος γύρω μου συστελλόταν και διαστελλόταν δημιουργώντας έναν ψυχεδελικό πίνακα με πρωταγωνιστή εμένα. Και ξαφνικά έγινε, πέρασα την πύλη προς το άγνωστο, την πύλη της δικής του διαδρομής.

 

___________________________

 

Όλη μου η ζωή περνούσε μπροστά απ’ τα μάτια μου σε γρήγορο ρυθμό. Μέσα σ’ αυτήν την προβολή είδα την μητέρα μου που υπέκυψε στα τραύματα της αρρώστιας με έμενα και τον πατέρα μου να την κοιτάμε μη μπορώντας να κάνουμε τίποτα, τα πλεονεκτήματα της σύγχρονης ιατρικής και τεχνολογίας ήταν μόνο για λίγους εκλεκτούς, και ‘μείς δεν είμασταν, ούτε και γίναμε ποτέ. Είδα τον πατέρα μου καθώς πέθαινε με μαρτυρικό θάνατο από τα υποχείρια της “De-construct”, θέλοντας να προστατέψει και να διαφυλάξει την ελευθερία του Μπρονξ, πίστευε ακράδαντα πως η ανεξαρτησία του θα παρακινούσε και τον υπόλοιπο κόσμο να την αναζητήσει. Πόσο λάθος έκανε, μα και πάλι μπορεί όλα να συμβαίναν για κάποιο σκοπό.

Είδα τον εαυτό μου σε ηλικία 20 χρονών στιβαρό και αγέρωχο νέο ντετέκτιβ. Το στυλ που είχα υιοθετήσει ήταν αυτό του σκληρού και αδιάλλακτου ντετέκτιβ. Μια στάση που κατά κύριο λόγο στηριζόταν στη ανάγκη μου να είμαι αρεστός από τους δικούς μου και κυρίως τον πατέρα μου, απ’ την άλλη μπορεί και να ήταν λόγω του ότι δεν μπόρεσαν να αποδεχτούν την επιλογή μου.

Είδα τον εαυτό μου και στα 25. Όταν από καθαρή τύχη γλίτωσα από ένα ολέθριο τραύμα στο κεφάλι. Η πριονωτή βέργα είχε διαπεράσει ολότελα το κεφάλι μου. Εκτός από ένα σημάδι που θα το κουβαλούσα για την υπόλοιπη ζωή μου, μου χάρισε και μια πρωτοφανή έκλαμψη. Αναθεώρησα τα πάντα. Το μοναδικό υπόλειμμα που είχε μείνει ήταν τα ενοχλητικά εμφυτεύματα που με έλεγχαν, και μπορεί να μου είχαν σώσει την ζωή όμως μου είχαν χαρίσει και τους ζωντανούς εφιάλτες με ‘κείνον.

Γιατί άραγε τα έβλεπα όλα αυτά; Τι σχέση είχε η ζωή μου με όλη αυτή την μπερδεμένη υπόθεση; Ήμουν μπερδεμένος και σίγουρα είχα ξεχάσει την αρχική μου αποστολή, την Ντάρια δηλαδή.

 

Παρασκευή, 14 Γενάρη 2030, ;


Από τα μάτια μου μπροστά πέρασε μόνο μια ημερομηνία και καμιά υπόδειξη για το που βρισκόμουν. Είχα όντως περάσει στο άγνωστο. Μα η ημερομηνία; Είχα μεταφερθεί στο μέλλον, το παρόν του Μινώταυρου σίγουρα. Υπέθεσα πως θα ήταν απόγευμα μιας και στον ουρανό δεν υπήρχε ήλιος. Ο ουρανός είχε μια απόχρωση αναιμικού γαλάζιου με κανένα ίχνος σύννεφου. Θύμιζε κάτι το τεχνητό, κάτι το ψεύτικο και απόκοσμο.

Βρισκόμουν πάνω σε έναν έρημο δρόμο, μόνο ένα μικρό μπλε αμάξι  μιας πρότερης εποχής βρισκόταν λίγο πιο μπροστά μου, όσο μπορούσα να διακρίνω ο δρόμος συνέχιζε για πάντα και χανόταν στον ορίζοντα. Το πυκνό δάσος που περίβαλε και τις δύο μεριές του δρόμου ήταν πυκνό και σκοτεινό, με πανύψηλα δέντρα με χοντρούς κορμούς και χόρτα που έβγαιναν ως τις παρυφές του δρόμου.

Αισθάνθηκα έναν υπόκωφο βόμβο που τον ακολούθησε ένας διαπεραστικός και σύντομος ήχος σαν σειρήνα. Προερχόταν από κάπου μες στο δάσος. Πλησίασα δίπλα στις μπάρες που υπήρχαν παρατεταμένες καθ’ όλο το μήκος του δρόμου και προσπάθησα να διακρίνω το οτιδήποτε. Έσμιξα τα μάτια μου μα και πάλι χωρίς να καταφέρω να δω κάτι. Σίγουρα τα εμφυτεύματα θα μου χρησίμευαν τώρα.

Άλλος ένας υπόκωφος βόμβος ακολουθούμενος από έναν ίδιο διαπεραστικό και σύντομο ήχο ακούστηκε. Και τότε μου φάνηκε πως κάτι κινούταν ανάμεσα από τα δέντρα και τα πυκνά φύλλα. Μια ανθρώπινη φιγούρα έτρεχε με μανία. Κάποιος ή κάτι έπρεπε να τον κυνηγούσε γιατί όσο πλησίαζε προς το μέρος μου έβλεπα καθαρά την αναστάτωση και την απόγνωση αποτυπωμένη στο πρόσωπο του. Υπέθεσα πως θα έπρεπε να νιώθει σαν κάποιος διψασμένος που άξαφνα βλέπει στον ορίζοντα μια όαση με γάργαρο νερό. Στην προκειμένου περίπτωση η λυτρωτική όαση ήταν ο δρόμος στον οποίο στεκόμουν. Αποφάσισα να σηκώσω το χέρι μου για να τον καθοδηγήσω, σαν φάρος σε ομίχλη. Άκουγα καθαρά τα αγκομαχητά του καθώς πλησίαζε προς το μέρος μου. Συνέχεια έριχνε κλεφτές ματιές πίσω του για να δει αν αυτός που τον κυνηγούσε ήταν ακόμα ξοπίσω του.

Έφτασε στην απέναντι πλευρά από ‘κει που εγώ καθόμουν. Έπιασε τις μπάρες και κοντοστάθηκε ασθμαίνοντας εξουθενωμένος. Με κοίταξε και τρόμαξα καθώς το βλέμμα του ήταν ίδιο μ’ αυτό ενός παράφρονα τρελού. Φαινόταν τρομοκρατημένος.

«Μπες…γρήγορα στο αμάξι. Πρέπει…να φύγουμε μακριά από ‘δω!» μου είπε με κοφτές ανάσες να παρεμβάλλουν τα λόγια του. Θεώρησα πως θα ήταν ανώφελο να τον ρωτήσω τον λόγο και απλά τον ακολούθησα προς το αμάξι, που μάλλον θα έπρεπε να του άνηκε, έτσι κι αλλιώς δεν είχα κάποια καλύτερη εναλλακτική.

Καθώς άνοιγα την πόρτα ένα γρέζι μου έκοψε το δάκτυλο, το κοίταξα, η αμυχή ήταν εκεί μα δεν είδα καθόλου αίμα να βγαίνει, ούτε μια σταγόνα. Πολύ παράξενο, όπως όλα άλλωστε, μα δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ μιας και ο αλαφιασμένος οδηγός ήδη βρισκόταν πίσω απ’ το τιμόνι. Έβαλε με την δεύτερη φορά μπρος την μηχανή. Με ένα πνιχτό βήξιμο ξεκίνησε και ένα μεγάλο σύννεφο μαύρου καπνού βγήκε απ’ την εξάτμιση. Κάθισα στο ξεχαρβαλωμένο κάθισμα και το αμάξι ξεκίνησε να κινείτε. Ανέπτυσσε ταχύτητα με πρωτοφανή ρυθμό κάτι που σίγουρα δεν το περίμενα. Είδα τον άντρα που καθόταν πίσω απ’ το τιμόνι και οδηγούσε με γουρλωμένα μάτια. Ήταν ένας μουσάτος, με πυκνή γενειάδα, μεσήλικας άντρας, οι ρυτίδες και τα σχισίματα στο πρόσωπο του πρόδιδαν έναν ταλαιπωρημένο άνθρωπο.

Όταν πλέον είχαμε απομακρυνθεί απ’ το σημείο όπου βρεθήκαμε τον είδα πως είχε ηρεμήσει κάπως. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στον ορίζοντα, ο δρόμος συνεχιζόταν μα οι εναλλαγές του τοπίου ήταν ίδιες λες και δεν είχαμε φύγει απ’ το αρχικό μέρος, η ταχύτητα σου έδινε την ψευδαίσθηση πως είχες φύγει πολύ μακριά. Προσπάθησα να βάλω την ζώνη ασφαλείας όμως δεν υπήρχε, παρατήρησα πως ούτε ο οδηγός φορούσε. Ανησύχησα προς στιγμή. Γύρισα το κεφάλι μου ολόγυρα με έντονη αμηχανία, ήταν ένας ανεπιτυχής τρόπος να ηρεμήσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι περίμενα να μάθω απ’ το εσωτερικό του αμαξιού. Παρ’ όλα αυτά ξεκίνησα να εξερευνώ το χώρο του. Τα καθίσματα, χρώματος καφέ εξ’ αρχής, ήταν ξεθωριασμένα και με διάφορες κηλίδες επάνω τους. Τα τζάμια των παραθύρων ήταν γρατζουνισμένα και θαμπά λες και κάποιος τα είχε περάσει με αμμοβολή, από όλα έλειπαν οι μανιβέλες τους. Η οροφή και αυτή όπως και τα καθίσματα είχε ξεθωριάσει και ξεφτίσει. Το παρμπρίζ ήταν βρώμικο και οι υαλοκαθαριστήρες ήταν σπασμένοι, σε κάποια επικείμενη βροχή σίγουρα δεν θα χρησίμευαν καθόλου. Το πιο ανησυχητικό όμως ήταν ένα μεγάλο ράγισμα στο μπροστινό τζάμι, από την μεριά του οδηγού ως την δική μου, το οποίο έκανε δύσκολη την ορατότητα. Άνοιξα το ντουλαπάκι του συνοδηγού, από μέσα έπεσαν κάμποσες σύριγγες γεμάτες με ένα περίεργο υγρό. Φαινόντουσαν γνώριμες, ήταν το ίδιο σκεύασμα που χρησιμοποιούσα και ‘γω από το ατύχημα κι έπειτα. Μα το κυριότερο είναι πως ανάμεσα τους βρήκα μια δική μου φωτογραφία.

«Τι είναι όλα αυτά;», τον ρώτησα για να μην πάρω όμως καμιά απάντηση. Ξανάκανα την ερώτηση μου με πιο έντονο τόνο. Γύρισε αναστατωμένος το κεφάλι του προς το μέρος μου και πάτησε απότομα το πεντάλ του φρένου κάνοντας το αμάξι να σταματήσει ακαριαία.    

 «Τι νομίζεις πως κάνεις εκεί;»

«Τι είναι όλα αυτά; Τι δουλειά έχουν μέσα στο αμάξι σου;»

«Να.. να σου εξηγήσω. Εγώ…»

«Άσε τα να σου εξηγήσω και τα εγώ για άλλη φορά. Πες μου γρήγορα ποιος είσαι και γιατί έχεις την φωτογραφία μου;»

Είδα σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε στο μέτωπό του και ξεροκατάπιε το ελάχιστο σάλιο του με δυσκολία. Πήγε να πει κάτι, μα το μόνο που μπόρεσε να ξεστομίσει ήταν κενοί ήχοι με κομπιάσματα. Όσο δεν μου έδινε κάποια απάντηση δεν μπορούσα να συγκρατήσω για κανένα λόγο τα νεύρα μου, οι μύες μου όλοι βρισκόντουσαν σε υπερδιέγερση, στα χέρια μου είχαν πεταχτεί οι φλέβες και ήμουν σίγουρος πως και στο μέτωπό μου θα είχαν διαγράψει ένα απειλητικό  “Χ”. 

«Με λένε Λεόν. Λεόν Ραντ».

Μα τι στο διάολο…τον κοίταξα ξανά και όντως τα χαρακτηριστικά του μου τον θύμιζαν. Φαίνονταν τόσο διαφορετικός όμως, σαν να έβλεπα μια εντελώς διαφορετική εκδοχή του Λεόν, με κάποιο τρόπο ήταν και δεν ήταν αυτός συγχρόνως. Όμως σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι αυτός, τον είχα δει να πεθαίνει καταπίνοντας εκείνο το χάπι. “Έτσι δεν είναι;”, έθεσα στον εαυτό μου την ερώτηση. Αισθανόμουν προδομένος από τα ίδια μου τα μάτια. Αποφάσισα για κάποιο λόγο να παραβλέψω αυτήν την συσχέτιση με τον Λεόν που είχα γνωρίσει και να μην αναφέρω τίποτα επί τούτου. Άλλωστε και μόνο πως βρισκόμουν στο μέλλον μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου ήταν αρκετά τρελό από μόνο του. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να μάθω περισσότερα, να εκμαιεύσω πληροφορίες. Πλέον αυτή η υπόθεση είχε εξελιχθεί και ως ένας δύσκολος αγώνας επιβίωσης.

«Από ποιον έτρεχες να ξεφύγεις;»

«Θα σου πω…», κόμπιασε για αρκετά δευτερόλεπτα, «…ή και πάλι όχι. Τουλάχιστον για τώρα πρέπει να συνεχίσουμε την διαδρομή μας».

«Δεν έχουμε να πάμε πουθενά αν δεν μάθω από τι τρέχουμε να ξεφύγουμε», φώναξα σηκώνοντας το χειρόφρενο του αμαξιού και κρατώντας το σταθερό.

«Να σου υπενθυμίσω πως εσύ με ακολούθησες ως εδώ, δεν μπορείς να έχεις τέτοιου είδους απαιτήσεις», μου είπε με έντονο τόνο σμίγοντας τα φρύδια του. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση να υποχωρήσω. Πρέπει να το κατάλαβε ή πρέπει να φοβήθηκε από αυτό που τον κυνηγούσε. Μόλις έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω στον δρόμο το πρόσωπο του πήρε μια γκριμάτσα αγωνίας και με κοίταζε τώρα με ένα ύφος παράκλησης.

«Κάποιος με κυνηγούσε, δεν ξέρω όμως ποιος, δε μπορούσα να δω ποιος είναι. Φόραγε μια κουκούλα και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν μια σκιά. Πρέπει να έτρεχα για περίπου ένα χιλιόμετρο, έτσι μου φάνηκε, ώσπου να φτάσω στο αμάξι μου».

Όση ώρα μιλούσε ο Λεόν τον παρακολουθούσα με το ερευνητικό μου βλέμμα και σαν καλός ντετέκτιβ προσπάθησα να εκβαθύνω.

«Μάλιστα, και που βρισκόσουν μέσα στο δάσος; Δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι εκεί μέσα. Και αυτός που σε κυνηγούσε, ποιος ήταν, τι γύρευε από ‘σένα, τον γνώριζες;»

«Και όμως υπάρχει. Μέσα στο δάσος βρίσκεται η έπαυλη του. Σε παρακαλώ όμως, μπορούμε τώρα να ξεκινήσουμε, πρέπει να φύγουμε από ‘δω», είπε και αναπήδησε ανυπόμονα στο κάθισμα του.

Τον κοίταξα χωρίς να μπορώ να του πω τίποτα. Καμιά λέξη απ’  όσες είχε πει δεν με είχαν ικανοποιήσει. Κοίταξα προς το μέρος που κοιτούσε, πίσω στον δρόμο, μα δεν μπορούσα να διακρίνω κάτι. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν μια πρώιμη εκδοχή του παρανοϊκού, απ’ τα ναρκωτικά, μυαλού του Λεόν. Αποφάσισα να αποδεσμεύσω το χειρόφρενο και να του επιτρέψω να συνέχισε την πορεία του. Προς τα που δεν μπορούσα να γνωρίζω, άλλωστε πιστεύω πως ούτε και ο ίδιος θα ήξερε.

Ξεκίνησε και πάλι το αμάξι, ο θόρυβος που έβγαλε θύμιζε επιθανάτιο ρόγχο, και με αργό ρυθμό κύλισαν οι ρόδες του. Οδηγούσε όπως πριν, κοιτώντας τελείως προσηλωμένος τον ορίζοντα και χωρίς να αποσπάται η προσοχή του από τίποτα. Μόνο έριχνε ορισμένες πεταχτές ματιές από τον κεντρικό καθρέφτη μήπως δει αυτό το κάτι που μόνο αυτός έβλεπε.

Ξαφνικά τα μάτια μου άρχισαν να πεταρίζουν έντονα. Μπροστά μου πέρναγαν εικόνες με τον Μινώταυρο πρωταγωνιστή και ‘μένα έναν κομπάρσο σαν αστραπιαίες οπτικές μπουνιές. Έπιασα το κεφάλι μου, ήθελα να φωνάξω μα δεν το έκανα. Ένιωθα επάνω μου το βλέμμα του Λεόν, με κοίταζε χωρίς να μπορεί να αρθρώσει κουβέντα. Οι εικόνες που πέρναγαν εμπρός μου έδειχναν τον Μινώταυρο να μου ανοίγει το στέρνο, σπάζοντας με ευκολία τα κόκαλα του θώρακα, και από μέσα να βγάζει εκείνο το χρυσό μενταγιόν. Αστραπιαία πέρασε ακόμα μία εικόνα, αυτή έδειχνε το μενταγιόν κρεμασμένο γύρω από έναν. λαιμό Όταν οι εικόνες σταμάτησαν να περνούν, γύρισα προς το μέρος του Λεόν και τον κοίταξα καθώς με παρατηρούσε ερευνητικά. Είδα τον λαιμό του, μια χρυσή αλυσίδα κρεμόταν. Προχώρησα με αγωνία το βλέμμα μου παρακάτω και… ήταν εκεί, κρεμασμένο στον λαιμό του, ίσα που φαινόταν πίσω απ’ το πουκάμισό του. Με το χέρι μου το έπιασα και το τράβηξα με δύναμη. Ο Λεόν ακολούθησε, χωρίς να θέλει, και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ‘μένα. Προς στιγμήν το αμάξι έκανα μια απότομη μανούβρα επιστρέφοντας άμεσα στην πορεία του.

«Πες μου, που το βρήκες αυτό το μενταγιόν; Ποιανού…»

Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω όμως την ερώτησή μου. Οι ρόδες έκαναν έναν τρομακτικό ήχο προσπαθώντας να αποκαταστήσουν την πρόσφυση στο οδόστρωμα. Το αμάξι με έναν εκκωφαντικό μεταλλικό θόρυβο ντεραπάρισε, έφερε πέντε περιστροφές και σταμάτησε με την οροφή προς τον δρόμο.


Συνεχίζεται...


Σχόλια

Τα καλύτερα